ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 23/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 23/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 23/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 23 / 2025    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 23/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (σύμφωνα με την .../2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Ζώη), Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Βάϊα Ζαρχανή και Στυλιανό Κακαβιά, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 5 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Ε. Τ., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Β. Ζ. του Α., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Ηλία Πολύμερου, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσίβλητου: S. L. του N., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημήτριου Λαμπράκη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-2-2018 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας. Εκδόθηκαν η .../2020 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η .../2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από 22-2-2023 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε ο Αρεοπαγίτης Στυλιανός Κακαβιάς.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 22.2.2023 (με αριθ. καταθ. ....2023) αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθ. .../2023 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων, εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, διότι κατατέθηκε στη Γραμματεία του Εφετείου Ιωαννίνων την 24.2.2023 και η προσβαλλόμενη απόφαση, της οποίας δεν προκύπτει η επίδοση, δημοσιεύθηκε την 19.1.2023, δηλαδή κατατέθηκε εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο (2) ετών (άρθρα 552, 553, 556, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1, 144 και 145 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).

ΙΙ. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, η αίτηση αναίρεσης είναι κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος με την από 23.2.2018 (με αριθ. καταθ. .../2018) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας, απευθυνόμενη κατά του εναγομένου, ήδη αναιρεσείοντος, εξέθεσε ότι στις 26.3.2015 προσλήφθηκε από τον εναγόμενο με σύμβαση εργασίας εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί στην επιχείρηση λατομείου πέτρας και γεωτρήσεων του τελευταίου, ως βοηθός χειριστή γεωτρύπανου, αντί ωρομισθίου 10 ευρώ, τις δε ημέρες που δεν θα πραγματοποιούνταν γεωτρήσεις ως εργάτης εξόρυξης πέτρας, με τα ειδικότερα περιγραφόμενα καθήκοντα, αμειβόμενος με 0,50 ευρώ ανά μέτρο εξορυσσόμενης πέτρας. Ότι σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής παρέσχε τις υπηρεσίες του στον εναγόμενο τις αναγραφόμενες σ' αυτή ημέρες και ώρες εργασίας μέχρι το χρόνο που ο εναγόμενος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, και δη μέχρι τις 27.10.2017. Ότι ο εναγόμενος δεν του κατέβαλε τις συμφωνημένες αποδοχές που αυτός δικαιούτο για την παρασχεθείσα εργασία του, παρά μόνο μερικότερα ποσά, έναντι των οφειλομένων. Ζήτησε, δε, με βάση τη σύμβαση εργασίας του και επικουρικά κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών το ποσό των 32.119 ευρώ και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 4.666,66 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ' αριθ. .../2020 απόφασή του, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 31.941 ευρώ, ως οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές του. Κατά της απόφασης αυτής ο εναγόμενος άσκησε την από 19.3.2021 (με αριθ. καταθ. .../2021) έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη, υπ' αριθ. .../2023, απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση.

III. Με τη διάταξη του άρθρου 7 εδ. α` του Ν. 2112/1920 ορίζεται ότι "Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι` ην ισχύουσιν οι διατάξεις του παρόντος νόμου". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, "μονομερής μεταβολή" θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη, που γίνεται χωρίς ο τελευταίος να έχει δικαίωμα για την τροποποίηση αυτή από το νόμο, την ατομική σύμβαση εργασίας ή τον κανονισμό εργασίας, ούτε να ανήκει στην από το διευθυντικό δικαίωμά του απορρέουσα εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησής του (ή να γίνεται κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος - άρθρο 281 ΑΚ). Για την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης δεν αρκεί η μεταβολή των όρων εργασίας να είναι μονομερής, αλλά απαιτείται επιπλέον να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ` αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή/και ηθική ζημία. Από την παραπάνω διάταξη, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 288, 648, 652 παρ. 1 και 656 παρ. 1 του ΑΚ, προκύπτει ότι στην περίπτωση σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για τον μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας, ο τελευταίος έχει διαζευκτικά τις εξής δυνατότητες: α)να αποδεχθεί τη μεταβολή, με αποτέλεσμα την κατ` άρθρο 361 ΑΚ σύναψη (σιωπηρά) νέας σύμβασης, τροποποιητικής της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη, β)να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη ως καταγγελία εκ μέρους του της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης που προβλέπεται από τον Ν. 2112/1920 και γ)να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, στην περίπτωση δε αυτή, εάν ο εργοδότης δεν τις αποδεχθεί, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας (ο μισθωτός) την αντίδρασή του, να παράσχει (προσωρινά) τη νέα εργασία του υπό τους τροποποιηθέντες όρους και παράλληλα να προσφύγει στο δικαστήριο ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους (ΑΠ 1215/2022, ΑΠ 630/2022). Η κατά τα ανωτέρω εξομοίωση της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με καταγγελία αυτής εκ μέρους του εργοδότη δεν επέρχεται αυτόματα, αλλά εξαρτάται από τη βούληση του εργαζομένου, έχοντος προς τούτο διαζευκτική ευχέρεια να μην θεωρήσει τη βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία, αλλά, εμμένοντας στη σύμβαση εργασίας υπό τους αρχικούς της όρους, να ασκήσει όλα τα δικαιώματά του που απορρέουν από τη μονομερή τροποποίηση των όρων αυτής (ΑΠ 1215/2022). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 3/2024, 6/2019, 2/2019, 7/2006). Με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β' του ΚΠολΔ, εξάλλου, ορίζεται ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι γενικές και αφηρημένες αρχές που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις που έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο είτε για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει αόριστες νομικές έννοιες, ήτοι για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών, είτε για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν κατά το άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 8/2005). Η δε παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του εδ. β' του αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ιδρύει τον προβλεπόμενο απ' αυτήν αναιρετικό λόγο, μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την ερμηνεία κανόνος δικαίου για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας αυτού, ιδίως όταν ο κανόνας δικαίου περιέχει νομικές έννοιες, ή για την υπαγωγή ή όχι στον κανόνα αυτό των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 575/202, 1333/2018, 79/2018, ΑΠ 1512/2014,). Αντίθετα, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, αλλά ούτε και λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 του ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συμπεριλαμβάνονται στα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 574/2024, ΑΠ 60/2022, ΑΠ 1373/2022). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α' του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ("έλλειψη αιτιολογίας"), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της ("ανεπαρκής αιτιολογία") ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους ("αντιφατική αιτιολογία") (ΟλΑΠ 1/1999). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΟλΑΠ 1/1999, 24/1992, ΑΠ 1464/2022, 1283/2021). Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες, κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠοΔ. Μόνο, δηλαδή, το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 1/1999, 24/1992, ΑΠ 1464/2022, 1283/2021). Τα επιχειρήματα, δε, του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούν "αιτιολογία", ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια (ΑΠ 1283/2021, 1368/2019, 1420/2013).

ΙV. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά το ενδιαφέρον για τον αναιρετικό έλεγχο μέρος της, έγιναν δεκτά τα εξής: "Ο εναγόμενος διατηρεί ατομική επιχείρηση στο ... με αντικείμενο δραστηριότητας την εκμετάλλευση γεωτρύπανου και λατομείου εξόρυξης διακοσμητικών και οικοδομικών λιθών, ασβεστόλιθου, γύψου, κιμωλίας και σχιστόλιθου. Στις 26-3-2015 συνήψε προφορικά με τον ενάγοντα, υπήκοο Ρουμανίας, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με την οποία συμφωνήθηκε ο τελευταίος να εργάζεται στην επιχείρησή του ως βοηθός χειριστή γεωτρύπανου και, κατά τις ημέρες που δεν θα πραγματοποιούνταν γεωτρήσεις, ως εργάτης πέτρας επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως και συγκεκριμένα από Δευτέρα έως Παρασκευή και επί οκτάωρο, ήτοι από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00 μ.μ. Ως αμοιβή συμφωνήθηκε να λαμβάνει για κάθε ώρα απασχόλησης και μέχρι να ασφαλιστεί (ακόμη και εάν επρόκειτο για υπερεργασιακή ή υπερωριακή απασχόληση ή εργασία τα Σάββατα ή τις Κυριακές) το ποσό των δέκα (10) ευρώ (το οποίο υπερέβαινε τα κατώτατα όρια της σχετικής από 15-9-2010 ΣΣΕ "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των χειριστών και βοηθών χειριστών, μηχανοδηγών και γεωτρυπανιστών μηχανημάτων λατομείων πέτρας, χώματος και μαρμάρου"), ενώ για της ημέρες που θα εργαζόταν στο λατομείο ως εργάτης εξόρυξης πέτρας συμφωνήθηκε ότι θα λάμβανε ως αμοιβή το ποσό των 0,50 ευρώ ανά μέτρο πέτρας. Στα καθήκοντά του αναγόταν ο χειρισμός των μηχανημάτων κοπής πέτρας, η φόρτωση και στίβαξη αυτών σε παλέτες και όταν το φορτηγό γεωτρύπανο ήταν για επισκευή καθώς και τον μήνα Αύγουστο εκάστου έτους που ο εργαζόμενος στην ως άνω επιχείρηση του εναγόμενου χειριστής Ιόν, έπαιρνε άδεια, προσέφερε την εργασία του στην εξαγωγή πέτρας. Αποδείχτηκε στη συνέχεια ότι ο ενάγων προσέφερε τις παραπάνω αναφερόμενες υπηρεσίες του στον εναγόμενο μέχρι τις 27-10-2017, οπότε αποχώρησε από την εργασία ενόψει της άρνησης του εναγομένου να τον ασφαλίσει στο ΙΚΑ και να του καταβάλει τα οφειλόμενα χρήματα που αντιστοιχούσαν στην πραγματική εργασία με δεδομένο ότι .... ο εναγόμενος του κατέβαλε μέχρι τότε έναντι ποσά και όχι αυτά που αντιστοιχούσαν στις ώρες εργασίας που παρείχε ο ενάγων ...... Ενόψει τούτου ο ενάγων προσέφυγε στις 7-11-2017 στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας Άρτας, όπου προέβη σε καταγγελία του εναγομένου για την πλημμελή εκπλήρωση από αυτόν των υποχρεώσεών του. Κατά δε την 30-11-2017, που προσήλθαν οι διάδικοι με τους δικηγόρους τους, ο εναγόμενος ομολόγησε ότι ο ενάγων προσέφερε εργασία στην επιχείρησή του που αντιστοιχεί σε 5.414 ώρες κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, αρνούμενος όμως ότι η αμοιβή που είχε συμφωνηθεί ήταν 10 ευρώ. ............Τα παραπάνω, εξάλλου, ....για τις ώρες του ενάγοντα σε καθημερινή βάση στην επιχείρηση του εναγόμενου και την συμφωνηθείσα αμοιβή του, επιβεβαιώνονται από την κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης Μ. Σ., συζύγου του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στις ένορκες βεβαιώσεις των ενόρκως βεβαιούντων που προσκομίζει ο ενάγων ......Επίσης τα όσα αποδείχθηκαν ανωτέρω, επιβεβαιώνονται από το προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα προσωπικό του σημειωματάριο, το οποίο παραδεκτά λαμβάνεται υπόψιν, ως μην πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο, ενόψει του ότι στην προκειμένη περίπτωση επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη, όπου σημειώνονται οι ημέρες και ώρες εργασίας του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από τον ενάγοντα, καθώς και τα ποσά που του κατέβαλε ο εναγόμενος ανά μήνα εργασίας, με συγκεκριμένες αναφορές στους χρόνους καταβολής. Το σημειωματάριο αυτό τηρούνταν από τον ίδιο καθ' όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του, η τήρηση δε αυτού κρίνεται δικαιολογημένη, λαμβανομένου υπόψη ότι επρόκειτο για αδήλωτη εργασία, με κυμαινόμενο ημερήσιο ωράριο και η φύση της παρεχόμενης εργασίας μικτή, ήτοι και ως εργάτης γεωτρύπανου και ως εργάτης πέτρας ........Κατά συνέπεια, με βάση τα όσα ... ο ενάγων δικαιούται για την παραπάνω αιτία το επιπλέον ποσό των 31.941 ευρώ. Περαιτέρω, ο εναγόμενος ....ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρισμό τον οποίο επαναφέρει κατ' άρθρο 340 ΚΠΔ, ότι ο ενάγων ουδέποτε εργάσθηκε με σταθερή απασχόληση στην επιχείρησή του, αλλά περιστασιακά, διότι δεν υπήρχε ανάγκη προς τούτο, λόγω έλλειψης φόρτου εργασίας, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, και αφετέρου αρνείται ότι ως αμοιβή για το ωρομίσθιο συμφωνήθηκε το ποσό των 10 ευρώ, επικαλούμενος ότι η συμφωνία τους ήταν να αμείβεται με το ποσό των 3,93 ευρώ ανά ώρα εργασίας. Οι ισχυρισμοί αυτοί, ωστόσο, δεν αποδεικνύονται βάσιμοι, καθόσον .....Αποδείχθηκε στη συνέχεια ότι ο ενάγων εργάστηκε στην επιχείρηση του εναγομένου άλλοτε ως βοηθός χειριστή σε γεωτρήσεις και άλλοτε ως εργάτης στο λατομείο, απασχολούμενος με την εξόρυξη πέτρας, καθώς και με εργασίες που αφορούσαν στον καθαρισμό, στη μεταφορά και στην κοπή αυτής, χωρίς να μεταβληθούν οι όροι της εργασιακής σύμβασης, από 26-3-2015 μέχρι 27-10-2017, οπότε και αποχώρησε από την εργασία του και έκτοτε δεν επανήλθε, διότι ο εναγόμενος δεν ήταν συνεπής στην καταβολή των συμφωνηθέντων αποδοχών του. Το γεγονός της παραμονής του ενάγοντα στο εργασιακό περιβάλλον για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, παρά το ότι ο εναγόμενος δεν του κατέβαλε τα συμφωνηθέντα, δεν αποτελεί βλαπτική μεταβολή της σύμβασης εργασίας του, με δεδομένο ότι δεν προέκυψε ότι αποδέχθηκε ρητά ή σιωπηρά τη μείωση των αποδοχών του, αλλά ανέχτηκε αυτή, ενόψει και του ότι ήταν δύσκολο να ανεύρει άλλη εργασία λόγω της οικονομικής κρίσης σε συνδυασμό με τα οικογενειακά προβλήματα που συνέχονται με την υγεία του παιδιού του. ........ Με βάση τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων παρότι εργαζόταν στην επιχείρηση του εναγομένου, σε εκτέλεση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, ο τελευταίος δεν του κατέβαλε τις συμφωνημένες αποδοχές που δικαιούτο, παρά μόνο μερικότερα ποσά, υπολειπόμενα των καταβλητέων. Πιο συγκεκριμένα: 1)Κατά τον μήνα Μάρτιο του 2015, ο ενάγων εργάστηκε στο λατομείο 3 ημέρες και εξόρυξε στις 26-3-2015 πέτρα 75 τ.μ., στις 30-3-2015 πέτρα 100 μ. και την 31-3-2015 πέτρα 100 μ., δικαιούμενος αμοιβή 0,50 χ 275 = 137,50 ευρώ ........, 6)Κατά τον μήνα Αύγουστο του 2015, ο ενάγων εργάστηκε α)στο λατομείο στις 1, 3, 5 και 6-8-2015 και εξόρυξε συνολικά 251 μ. πέτρας, δικαιούμενος αμοιβή 0,50 χ 251 = 125,50 ευρώ, η οποία του καταβλήθηκε, και β)επιπλέον 39 ώρες, ήτοι στις 27-8-2015 (12 ώρες), 28-8-2015 (8 ώρες), 29-8-2015 (8 ώρες, Σάββατο) και 31-8-2015 (11 ώρες), δικαιούμενος αμοιβή, κατά τα συμφωνηθέντα, 39 χ 10 ευρώ = 390 ευρώ ........., 9)Κατά τον μήνα Νοέμβριο του 2015, ο ενάγων εργάστηκε 216 ώρες, ήτοι στις 1-11-2015 (8 ώρες), 2-11-2015 (10 ώρες), 3-11-2015 (10 ώρες), 4-11-2015 (9 ώρες), 5-11-2015 (9 ώρες), 6-11-2015 (9 ώρες), 7-11-2015 (11 ώρες, Σάββατο), 9-11-2015 (10 ώρες), 10-11-2015 (10 ώρες), 11-11-2015 (10 ώρες), 12-11-2015 (8 ώρες), 13-11-2015 (11 ώρες), 14-11-2015 (9 ώρες, Σάββατο), 15-11-2015 (10 ώρες, Κυριακή), 16-11-2015 (11 ώρες), 17-11-2015 (11 ώρες), 18-11-2015 (10 ώρες), 19-11-2015 (11 ώρες), 20-11-2015 (9 ώρες), 21-11-2015 (8 ώρες, Σάββατο), 29-11-2015 (10 ώρες, Κυριακή) και 30-11-2015 (2 ώρες) ......, 10)Κατά τον μήνα Δεκέμβριο του 2015, ο ενάγων εργάστηκε α)στο λατομείο στις 16-1-2015 και εξόρυξε συνολικά 68 μ. πέτρας, δικαιούμενος αμοιβή 0,50 χ 68 = 34 ευρώ .... και β)επιπλέον 144 ώρες, ήτοι στις 3-12-2015 (9 ώρες), 4-12-2015 (8 ώρες), 17-12-2015 (14 ώρες), 18-12-2015 (14 ώρες), 19-12-2015 (10 ώρες, Σάββατο), 20-12-2015 (9 ώρες, Κυριακή), 21-12-2015 (13 ώρες), 22-12-2015 (11 ώρες), 23-12-2015 (12 ώρες), 24-12-2015 (8 ώρες), 28-12-2015 (9 ώρες), 29-12-2015 (10 ώρες), 30-12-2015 (9 ώρες) και 31-12-2015 (8 ώρες), δικαιούμενος αμοιβή, κατά τα συμφωνηθέντα, 144 χ 10 = 1.440 ευρώ ......, 11)Κατά τον μήνα Ιανουάριο του 2016, ο ενάγων εργάστηκε α)στο λατομείο στις 12, 13, 22, 23, 25, 26, 27, 28, 29, 30 και 31-1-2016 και εξόρυξε συνολικά 887 μ. πέτρας, δικαιούμενος αμοιβή 0,50 χ 887 = 443,50 ευρώ ..... και β)επιπλέον 90 ώρες, ήτοι στις 2-1-2016 (10 ώρες, Σάββατο), 3-1-2016 (10 ώρες, Κυριακή), 4-1-2016 (12 ώρες), 5-1-2016 (12 ώρες), 6-1-2016 (3 ώρες), 7-1-2016 (10 ώρες), 8-1-2016 (12 ώρες), 9-1-2016 (10 ώρες, Σάββατο), 10-1-2016 (3 ώρες, Κυριακή) και 14-1-2016, δικαιούμενος αμοιβή, κατά τα συμφωνηθέντα, 90 χ 10 = 900 ευρώ ......., 12)Κατά τον μήνα Φεβρουάριο του 2016, ο ενάγων εργάστηκε α)στο λατομείο στις 1, 2, 3, 4, 5, 7, 8, 17 και 24-2-2016 και εξόρυξε συνολικά 772 μ. πέτρας, δικαιούμενος αμοιβή 0,50 χ 772 = 386 ευρώ .... και β)επιπλέον 64 ώρες, ήτοι στις 18-2-2016 (10 ώρες), 19-2-2016 (8 ώρες), 20-2-2016 (10 ώρες, Σάββατο), 23-2-2016 (8 ώρες), 25-2-2016 (11 ώρες), 26-2-2016 (9 ώρες) και 27-2-2016 (8 ώρες, Σάββατο), δικαιούμενος αμοιβή, κατά τα συμφωνηθέντα, 64 χ 10 = 640 ευρώ ........., 13)Κατά τον μήνα Μάρτιο του 2016, ο ενάγων εργάστηκε α)στο λατομείο στις 8-3-2016 και εξόρυξε 88 μ. πέτρας, δικαιούμενος αμοιβή 0,50 χ 88 μ. = 44 ευρώ ...... και β)επιπλέον 133 ώρες, ήτοι στις 1-2-2016 (11 ώρες), 3-3-2016 (5 ώρες), 9-3-2016 (10 ώρες), 10-3-2016 (8 ώρες), 12-3-2016 (8 ώρες, Σάββατο), 16-3-2016 (8 ώρες), 17-3-2016 (8 ώρες), 19-3-2016 (10 ώρες, Σάββατο), 20-3-2016 (10 ώρες, Κυριακή), 21-3-2016 (10 ώρες), 22-3-2016 (10 ώρες), 26-3-2016 (8 ώρες, Σάββατο), 27-3-2016 (4 ώρες, Κυριακή), 28-3-2016 (8 ώρες), 29-3-2016 (10 ώρες), 30-3-2016 (4 ώρες) και 31-3-2016 (4 ώρες), δικαιούμενος αμοιβή, κατά τα συμφωνηθέντα, 133 χ 10 = 1.330 ευρώ ......, 18)Κατά τον μήνα Αύγουστο του 2016, ο ενάγων εργάστηκε α)στο λατομείο στις 1, 3, 8, 10, 11, 12, 17, 18, 19, 20, 22, 23, 24, 25, 26, 27 και 31-8-2016 και εξόρυξε συνολικά 1.162 μ. πέτρας, δικαιούμενος αμοιβή 0,50 χ 1.162 = 581 ευρώ ......και β)επιπλέον 93 ώρες, ήτοι στις 1-8-2016 (4 ώρες), 6-8-2016 (7 ώρες, Σάββατο), 7-8-2016 (6 ώρες, Κυριακή), 9-8-2016 (9 ώρες), 10-8-2016 (5 ώρες), 12-8-2016 (5 ώρες), 13-8-2016 (10 ώρες, Σάββατο), 17-8-2016 (6 ώρες), 18-8-2016 (5 ώρες), 19-8-2016 (7 ώρες), 20-8-2016 (6 ώρες, Σάββατο), 21-8-2016 (7 ώρες, Κυριακή), 22-8-2016 (6 ώρες), 24-8-2016 (4 ώρες), 25-8-2016 (3 ώρες) και 31-8-2016 (3 ώρες), δικαιούμενος αμοιβή, κατά τα συμφωνηθέντα, 93 χ 10 = 930 ευρώ ......, 21)Κατά τον μήνα Νοέμβριο του 2016, ο ενάγων εργάστηκε α)στο λατομείο στις 7, 14, 15, 16, 17, 18 και 19-11-2016 και εξόρυξε συνολικά 549 μ. πέτρας, δικαιούμενος αμοιβή 0,50 χ 549 = 274,50 ευρώ ...... και β)επιπλέον 89 ώρες, ήτοι στις 1-11-2016 (11 ώρες), 2-11-2016 (11 ώρες), 3-11-2016 (8 ώρες), 21-11-2016 (10 ώρες), 22-11-2016 (10 ώρες), 23-11-2016 (10 ώρες), 24-11-2016 (11 ώρες), 25-112016 (8 ώρες) και 30-11-2016 (10 ώρες), δικαιούμενος αμοιβή, κατά τα συμφωνηθέντα, 89 χ 10 = 890 ευρώ ......, 22)Κατά τον μήνα Δεκέμβριο του 2016, ο ενάγων εργάστηκε α)στο λατομείο στις 3, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14, 15, 16 και 30-12-2016 και εξόρυξε συνολικά 1.008 μ. πέτρας, δικαιούμενος αμοιβή 0,50 χ 1.008 = 504 ευρώ ..... και β)επιπλέον 103 ώρες, ήτοι στις 1-12-2016 (10 ώρες), 2-12-2016 (9 ώρες), 17-12-2016 (10 ώρες, Σάββατο), 18-12-2016 (11 ώρες, Κυριακή), 19-12-2016 (9 ώρες), 20-12-2016 (12 ώρες), 21-12-2016 (11 ώρες), 22-12-2016 (6 ώρες), 23-12-2016 (10 ώρες), 28-12-2016 (5 ώρες) και 29-12-2016 (10 ώρες), δικαιούμενος αμοιβή, κατά τα συμφωνηθέντα, 103 χ 10 = 1.030 ευρώ ......, 23)Κατά τον μήνα Ιανουάριο του 2017, ο ενάγων εργάστηκε α)στο λατομείο και εξόρυξε συνολικά 870 μ. πέτρας, δικαιούμενος αμοιβή 0,50 χ 870 = 435 ευρώ .........και β)επιπλέον 53 ώρες, δικαιούμενος αμοιβή, κατά τα συμφωνηθέντα, 53 χ 10 = 530 ευρώ ........., 24)Κατά τον μήνα Φεβρουάριο του 2017, ο ενάγων εργάστηκε 161 ώρες, ήτοι στις 1-2-2017 (10 ώρες), 2-2-2017 (10 ώρες), 3-2-2017 (10 ώρες), 4-2-2017 (8 ώρες, Σάββατο), 6-2-2017 (10 ώρες), 7-2-2017 (10 ώρες), 8-2-2017 (10 ώρες), 9-2-2017 (10 ώρες), 10-2-2017 (9 ώρες), 11-2-2017 (8 ώρες, Σάββατο), 12-2-2017 (5 ώρες, Κυριακή), 13-2-2017 (10 ώρες), 14-2-2017 (10 ώρες), 15-2-2017 (9 ώρες), 16-2-2017 (10 ώρες), 17-2-2017 (10 ώρες), 18-2-2017 (6 ώρες, Σάββατο) και 21-2-2017 (6 ώρες), δικαιούμενος αμοιβή, κατά τα συμφωνηθέντα, 161 χ 10 = 1.610 ευρώ ......, 25)Κατά τον μήνα Μάρτιο του 2017, ο ενάγων εργάστηκε 236 ώρες, ήτοι στις 4-3-2017 (4 ώρες, Σάββατο), 7-3-2017 (10 ώρες), 8-3-2017 (10 ώρες), 9-3-2017 (10 ώρες), 10-3-2017 (9 ώρες), 13-3-2017 (10 ώρες), 14-3-2017 (11 ώρες), 15-3-2017 (9 ώρες), 16-3-2017 (11 ώρες), 17-3-2017 (10 ώρες), 18-3-2017 (10 ώρες, Σάββατο), 19-3-2017 (8 ώρες, Κυριακή), 20-3-2017 (11 ώρες), 21-3-2017 (9 ώρες), 22-3-2017 (6 ώρες), 23-3-2017 (11 ώρες), 24-3-2017 (11 ώρες), 26-3-2017 (11 ώρες, Κυριακή), 27-3-2017 (11 ώρες), 28-3-2017 (12 ώρες), 29-3-2017 (11 ώρες), 30-3-2017 (12 ώρες) και 31-3-2017 (9 ώρες), δικαιούμενος αμοιβή, κατά τα συμφωνηθέντα 236 χ 10 = 2.360 ευρώ ........., 30)Κατά τον μήνα Αύγουστο του 2017, ο ενάγων εργάστηκε α)στο λατομείο στις 9, 10, 12, 14, 19 και 29-8-2017 και εξόρυξε συνολικά 239 μ. πέτρας, δικαιούμενος αμοιβή 0,50 μ. χ 239 = 119,50 ευρώ ....... και β)επιπλέον 137 ώρες, ήτοι στις 1-8-2017 (10 ώρες), 2-8-2017 (12 ώρες), 3-8-2017 (9 ώρες), 4-8-2017 (11 ώρες), 5-8-2017 (7 ώρες, Σάββατο), 7-8-2017 (5 ώρες), 17-8-2017 (10 ώρες), 18-8-2017 (10 ώρες), 21-8-2017 (10 ώρες), 22-8-2017 (5 ώρες), 23-8-2017 (5 ώρες), 24-8-2017 (10 ώρες), 25-8-2017 (12 ώρες), 26-8-2017 (7 ώρες, Σάββατο), 30-8-2017 (6 ώρες) και 31-8-2017 (8 ώρες), δικαιούμενος αμοιβή, κατά τα συμφωνηθέντα, 137 χ 10 = 1.370 ευρώ ......". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο και με το να απορρίψει ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντα "ότι και αν ακόμη γινόταν δεκτό ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας συμφωνήθηκε ως ωρομίσθιο το ποσό των δέκα (10) ευρώ, ο ενάγων, μολονότι αντιλήφθηκε εξαρχής την βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας του, ήτοι τη μείωση των αποδοχών του, ουδέποτε έως την οικειοθελή αποχώρησή του διαμαρτυρήθηκε ή απαίτησε τέτοιες αποδοχές και, συνεπώς, σιωπηρώς αποδέχθηκε την βλαπτική αυτή μεταβολή, με αποτέλεσμα να μην οφείλονται οι αποδοχές που στηρίζονται στο επικαλούμενο με την αγωγή ύψος του ωρομισθίου", ορθώς ερμήνευσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με τη μη εφαρμογή τους, τις διατάξεις των άρθρων 7 του ν. 2112/1920, 288, 361, 648, 652 και 656 ΑΚ. Και τούτο διότι, το Εφετείο δεχόμενο κατά τις ανέλεγκτες ως προς τα πράγματα παραδοχές του, ότι ο εναγόμενος προέβαινε σε καταβολές έναντι των κατά περίπτωση οφειλομένων στον ενάγοντα ποσών από την παροχή της εργασίας του και ότι την κατάσταση αυτή, δηλαδή την έλλειψη συνέπειας του εναγομένου ως προς την καταβολή του οφειλόμενου κατά περίπτωση ωρομισθίου, ανέχθηκε ο ενάγων, χωρίς όμως να αποδειχθεί ότι αυτός (ενάγων) αποδέχθηκε ρητά ή σιωπηρά τη μείωση των αποδοχών του, και ότι, ως εκ τούτου, δεν επήλθε μονομερής βλαπτική μεταβολή ως προς το συμφωνηθέν ωρομίσθιο, ορθώς ερμήνευσε τις προεκτεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και με επαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης του αναιρεσίβλητου έγινε μείωση των αποδοχών του (ωρομισθίου) και ότι τη μονομερή αυτή βλαπτική μεταβολή αποδέχθηκε αυτός (ενάγων) σιωπηρά. Ούτε επίσης το Εφετείο παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την ερμηνεία των προαναφερθέντων κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς των πραγματικών παραδοχών του, αφού τέτοια παραβίαση δεν συνιστά η αναφορά στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο ενάγων ανέχτηκε τις, κατά τα ανωτέρω, έναντι καταβολές "ενόψει και του ότι ήταν δύσκολο να ανεύρει άλλη εργασία λόγω της οικονομικής κρίσης σε συνδυασμό με τα οικογενειακά προβλήματα που συνέχονται με την υγεία του παιδιού του". Και τούτο διότι η συγκεκριμένη αναφορά διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση απλώς και μόνο ως επιχείρημα του Δικαστηρίου της ουσίας στο πλαίσιο της αιτιολόγησης της κατά τα ανωτέρω ανοχής εκ μέρους του ενάγοντος, ήτοι ως εκ περισσού, και, πάντως, χωρίς με αυτήν να παραβιάζεται κάποιο δίδαγμα της κοινής πείρας, και δη τέτοιο που να χρησιμεύει στην ερμηνεία των επίμαχων κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς των πραγματικών περιστατικών, που αποτέλεσαν τις κρίσιμες παραδοχές του Εφετείου.

Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα με τον πρώτο λόγο αναίρεσης α)κατά το πρώτο σκέλος του, εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο με το να απορρίψει τον ισχυρισμό του ότι υπήρξε σιωπηρή αποδοχή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου της μείωσης των αποδοχών (ωρομισθίου) ως προς τις αγωγικές αξιώσεις που στηρίζονται στο ύψος αυτού (ωρομισθίου), παραβίασε τις προαναφερθείσες στη νομική σκέψη ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και τα διδάγματα της κοινής πείρας, και β)με το δεύτερο σκέλος του εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο στην προσβαλλόμενη απόφασή του διέλαβε ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες για το παραπάνω ουσιώδες για την έκβαση της δίκης ζήτημα, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Οι δε επικαλούμενες από τον αναιρεσείοντα ελλείψεις και αντιφάσεις της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι δεν αιτιολογείται η παραδοχή περί (δήθεν) ανοχής του αναιρεσιβλήτου στην εξακολούθηση της εργασίας του με την καταβολή (δήθεν) μειωμένων αποδοχών λόγω προβλημάτων υγείας του τέκνου του ή της δυσκολίας ανεύρεσης άλλης εργασίας, ούτε αιτιολογείται η μη αντίδραση αυτού στην (δήθεν) μείωση των αρχικώς συμφωνηθέντων αποδοχών του και ότι η ως άνω παραδοχή αντιφάσκει με την παραδοχή ότι ο αναιρεσίβλητος δεν απολύθηκε αλλά αποχώρησε οικειοθελώς, δεν ανάγονται σε αιτιολογίες που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα, αλλά σε επιχειρήματα απλώς, που αφορούν στο μη ουσιώδες για την έκβαση της δίκης ζήτημα της δικαιολόγησης της ανοχής εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου της πληρωμής του με καταβολές μικρότερες των οφειλομένων αμοιβών του. Περαιτέρω το Εφετείο, υπολογίζοντας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, τις μισθολογικές αξιώσεις του αναιρεσιβλήτου από τα μέσα Νοεμβρίου μέχρι τέλη Μαρτίου καθώς και το μήνα Αύγουστο κάθε έτους, με το συμφωνηθέν ωρομίσθιο των δέκα (10) ευρώ, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 648 ΑΚ και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον τρίτο εκ των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Και τούτο διότι, κατά τις ανέλεγκτες ως προς τα πράγματα παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων είχε συμφωνήσει να καταβάλει ως αμοιβή στον αναιρεσίβλητο όταν απασχολείτο ως βοηθός χειριστή γεωτρύπανου το ποσό των δέκα (10) ευρώ για κάθε ώρα απασχόλησης και όταν απασχολείτο στο λατομείο ως εργάτης εξόρυξης πέτρας το ποσό των 0,50 ευρώ ανά μέτρο πέτρας και ότι τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα (από μέσα Νοεμβρίου μέχρι τέλη Μαρτίου καθώς και το μήνα Αύγουστο κάθε έτους), εργάσθηκε άλλοτε ως βοηθός χειριστή γεωτρυπάνου στις αναγραφόμενες σ' αυτή ημερομηνίες, οπότε δικαιούτο το ποσό των δέκα (10) ευρώ για κάθε ώρα εργασίας, και άλλοτε ως εργάτης εξόρυξης πέτρας στις αναγραφόμενες σ' αυτή ημερομηνίες, οπότε δικαιούτο το ποσό των 0,50 ευρώ ανά μέτρο πέτρας. Κατά το μέρος που με τον ως άνω λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι στις ως άνω περιόδους που ο αναιρεσίβλητος εργάστηκε μόνο ως εργάτης και όχι ως βοηθός χειριστή γεωτρύπανου, επιδίκασε για την εργασία του ωρομίσθιο 10 ευρώ την ώρα, που δεν ήταν ούτε συμφωνημένο ούτε νόμιμο, ο ως άνω λόγος είναι απαράδεκτος καθότι υπό την επίφαση της αναιρετικής εκ των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, πλήττεται η ανέλεγκτη ως προς τα πράγματα ως άνω παραδοχή του Εφετείου. Περαιτέρω αλυσιτελώς πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που μνημονεύει ότι το συμφωνηθέν ωρομίσθιο των δέκα (10) ευρώ υπερέβαινε το αντίστοιχο νόμιμο ωρομίσθιο της μη ισχύουσας κατά τον επίδικο χρόνο από 15.9.2010 ΣΣΕ που ως εκ τούτου δεν ήταν εφαρμοστέα, αφού η μνεία της ως άνω ΣΣΕ στην προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται πλεοναστικά, χωρίς να ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στο διατακτικό της, εφόσον δεν εφαρμόσθηκαν οι μισθολογικές ρυθμίσεις της στην ένδικη υπόθεση. Τέλος ο ισχυρισμός του αναιρεσίβλητου, στον ως άνω λόγο αναίρεσης, ότι το Εφετείο με ασαφή και αντιφατική αιτιολογία, ενώ δέχθηκε ότι από τα μέσα Νοεμβρίου μέχρι τέλη Μαρτίου και το μήνα Αύγουστο κάθε έτους ο αναιρεσίβλητος δεν εργάστηκε με την ιδιότητα του βοηθού χειριστή γεωτρύπανου, του επιδίκασε αποδοχές υπολογισμένες με ωρομίσθιο 10 ευρώ, ενώ, επιπροσθέτως, και ως προς τα υπόλοιπα χρονικά διαστήματα κάθε έτους, δεν προσδιόρισε ποια ακριβώς χρονικά διαστήματα ο αναιρεσίβλητος εργάστηκε ως βοηθός χειριστή σε γεωτρήσεις και ποια ως εργάτης στο λατομείο είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και αυτό γιατί το Εφετείο δεν δέχθηκε ότι κατά τους χειμερινούς μήνες και το μήνα Αύγουστο κάθε έτους ο αναιρεσίβλητος δεν παρείχε εργασία ως βοηθός χειριστή σε γεωτρήσεις και ότι εργάστηκε μόνο ως εργάτης για την εξόρυξη πέτρας, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, αλλά αντίθετα, προσδιόρισε, αναφορικά με τα χρονικά αυτά διαστήματα τις ημέρες και ώρες που εργάστηκε ο ενάγων ως βοηθός χειριστή σε γεωτρήσεις και τις ημέρες και ώρες που εργάσθηκε ως εργάτης στο λατομείο, χωρίς να απαιτείται, επιπροσθέτως, να αναφερθεί σε άλλες περιστάσεις.
V. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις ή οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων, και προβάλλονται προς υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων, ούτε οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία του διαδίκου ή τα πορίσματα των αποδείξεων, τα οποία το δικαστήριο εκτιμά ανελέγκτως, έστω και αν αποτελούν περιεχόμενο λόγου έφεσης, ούτε οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997) ή τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από αυτά (ΟλΑΠ 9/1997, ΑΠ 846/2023, ΑΠ 471/2023, ΑΠ 34/2016, 76/2016). Στοιχείο ενός αυτοτελούς ισχυρισμού είναι κάθε περιστατικό το οποίο, αφηρημένως λαμβανόμενο, οδηγεί κατά νόμο στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση (ΑΠ 846/2023). Δεν στοιχειοθετείται, δε, ο λόγος αυτός αναίρεσης αν ο αυτοτελής πραγματικός ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και απορρίφθηκε ρητά για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 961/2023, 1627/2022, 69/2016), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν και τούτο συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 846/2023, 153/2019, 79/2018). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 9 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτημα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 1284/2023). Τέτοια αίτηση είναι ιδίως αυτή της αγωγής, της ανταγωγής, της κυρίας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, της ανακοπής, της τριτανακοπής και κάθε ενδίκου μέσου (ΑΠ 1284/2023). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση α)κατά το πρώτο σκέλος του την εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση ότι, ενώ με λόγο της έφεσής του παραπονέθηκε ότι η εκκαλουμένη πρωτόδικη απόφαση εσφαλμένα υπολόγισε τις ώρες εργασίας του ενάγοντος και δη και των χειμερινών μηνών και του μηνός Αυγούστου κάθε έτους με αμοιβή 10 ευρώ ανά ώρα εργασίας του, μολονότι κατά την αγωγή ο ενάγων δικαιούταν ωρομίσθιο 10 ευρώ όταν εργαζόταν ως βοηθός χειριστή, ιδιότητα με την οποία δεν εργαζόταν τους χειμερινούς μήνες ούτε το μήνα Αύγουστο κάθε έτους, ούτε όταν το γεωτρύπανο υφίστατο βλάβες, το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό του αυτόν, υποπίπτοντας στο ίδιο ακριβώς σφάλμα με την πρωτοβάθμια απόφαση, και β)κατά το δεύτερο σκέλος του την εκ του αριθμού 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση ότι επιδίκασε περισσότερα χρηματικά ποσά από όσα ζητήθηκαν με την αγωγή του αναιρεσιβλήτου, και δη ποσά που υπερβαίνουν συνολικά τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ σε σχέση με εκείνα που, μετά από αφαίρεση των ποσών που κατά την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι του καταβλήθηκαν, θα έπρεπε να του επιδικασθούν. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, ως προς την εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 αιτίαση είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι ο ισχυρισμός του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο ενάγων στις προαναφερθείσες περιόδους δεν εργάσθηκε ως βοηθός χειριστή γεωτρυπάνου, αλλά ως εργάτης στο λατομείο δεν είναι "πράγμα" κατά την έννοια που προεκτέθηκε, αλλά αρνητικός ισχυρισμός της αγωγικής βάσης ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος εργάσθηκε τις προαναφερθείσες περιόδους και ως βοηθός χειριστής γεωτρυπάνου έναντι συμφωνηθείσας αμοιβής δέκα (10) ευρώ ανά ώρα εργασίας. Σε κάθε περίπτωση ως προς την αιτίαση αυτή ο συγκεκριμένος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, διότι ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο και απορρίφθηκε σιωπηρώς με την παραδοχή ότι στις προαναφερθείσες περιόδους ο αναιρεσίβλητος εργάσθηκε και ως βοηθός χειριστής γεωτρυπάνου κατά τις αναφερόμενες ημέρες εργασίας. Περαιτέρω ο δεύτερος λόγος αναίρεσης ως προς την πλημμέλεια εκ του αριθμού 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι από την επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, της αγωγής του ενάγοντος προκύπτει ότι δεν επιδικάσθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση χρηματικά ποσά μεγαλύτερα από τα αιτηθέντα με το δικόγραφο αυτής (αγωγής) ποσά, ήτοι κατά τους χειμερινούς μήνες και το μήνα Αύγουστο κάθε έτους, που κρίθηκε ότι ο ενάγων παρείχε και εργασία ως βοηθός χειριστής γεωτρυπάνου, πληρωτέα με βάση το συμφωνημένο ωρομίσθιο των δέκα (10) ευρώ, και ειδικότερα, 39 ώρες τον Αύγουστο 2015, 216 ώρες τον Νοέμβριο 2015, 144 ώρες τον Δεκέμβριο 2015, 90 ώρες τον Ιανουάριο 2016, 64 ώρες τον Φεβρουάριο 2016, 133 ώρες τον Μάρτιο 2016, 93 ώρες τον Αύγουστο 2016, 89 ώρες τον Νοέμβριο 2016, 103 ώρες τον Δεκέμβριο 2016, 53 ώρες τον Ιανουάριο 2017, 161 ώρες τον Φεβρουάριο 2017, 236 ώρες τον Μάρτιο 2017 και 137 ώρες τον Αύγουστο 2017. VI. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11α' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 340 αριθ.1 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ.1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 614 ΚΠολΔ (όπως τα άρθρα αυτά αντικαταστάθηκαν με το άρθρο τέταρτο του ν. 4354/2015) και στις περιουσιακές διαφορές (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι εργατικές διαφορές), στις υποθέσεις οι οποίες εκδικάζονται και κατά την ως άνω διαδικασία, λαμβάνονται υπόψη τόσο αποδεικτικά μέσα τα οποία πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική αξία εκάστου, όσο και αποδεικτικά μέσα τα οποία δεν πληρούν τους όρους του νόμου και τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, δηλαδή μόνον εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα. Έτσι, λαμβάνονται υπόψη και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα και μη συντεταγμένα κατ` αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, γενικά δε κάθε είδους έγγραφα. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, διότι δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και ένορκες βεβαιώσεις, για τις οποίες δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από τον νόμο διαδικασία (ΑΠ 124/2023, 150/2022). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δημιουργείται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη που δεσμευτικά γι' αυτό καθορίζει ο νόμος, όχι όμως και στην περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας, εκτιμώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 340 ΚΠολΔ), κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με τα άλλα, μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα τελευταία (ΑΠ 146/2022, 218/2020, 96/2019, 1081/2019). Στην προκείμενη περίπτωση με το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου της αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση τις αιτιάσεις από τους αριθ. 11 και 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενος, αντιστοίχως, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη ως αποδεικτικό στοιχείο και προσέδωσε αυξημένη αποδεικτική δύναμη στο προσωπικό σημειωματάριο του αναιρεσιβλήτου, θεώρησε αυτό ότι αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς όλους τους αγωγικούς ισχυρισμούς και στήριξε σε αυτό την κρίση του περί της βασιμότητας όλων των αγωγικών κονδυλίων της αγωγής. Ο ως άνω λόγος της αναίρεσης ως προς αμφότερες τις αιτιάσεις του είναι αβάσιμος. Ειδικότερα, όσον αφορά την πλημμέλεια από τον αριθ. 11α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, το Εφετείο ορθώς συμπεριέλαβε το σημειωματάριο στα αποδεικτικά μέσα, μολονότι αυτό δεν πληροί τους όρους του νόμου. Και τούτο, διότι ναι μεν το σημειωματάριο αυτό, ως ένα ιδιωτικό έγγραφο που απλώς περιέχει κάποιες ιδιόγραφες σημειώσεις, δεν έχει, κατ' αρχήν, αποδεικτική ισχύ υπέρ του εκδότη του, σύμφωνα με τα άρθρα 443 και 447 ΚΠολΔ, δεν παύει όμως να έχει τα χαρακτηριστικά του εγγράφου και είναι υποστατό ως έγγραφο. Αποτελεί, δε, ένα αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου, με την έννοια που στον όρο αυτό δίνει το άρθρο 340 παρ. 1 εδ. β' ΚΠολΔ, και εντεύθεν λαμβάνεται υπόψη στη διαδικασία των εργατικών διαφορών (πρβλ. ΟλΑΠ 15/2003). Αναφορικά, δε, με την πλημμέλεια από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, το Εφετείο δεν προσέδωσε στο σημειωματάριο αυτό αυξημένη αποδεικτική δύναμη, αλλά το συνεκτίμησε, κατά νόμο, με τα υπόλοιπα, ισοδύναμα μεταξύ τους, αποδεικτικά μέσα και, συνεπώς, ο επικαλούμενος αναιρετικός λόγος δεν στοιχειοθετείται, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε. VII. Για να είναι ορισμένος ο αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναίρεσης: α)η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής, β)οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, γ)ο ισχυρισμός και τα περιστατικά, οι οποίοι προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό, εφόσον αυτή δεν είναι αυτονόητη, δ)η εξειδίκευση της πλημμέλειας του δικαστηρίου της ουσίας, αν πρόκειται, δηλαδή για παντελή έλλειψη αιτιολογίας ή ποίες είναι οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 1300/2022, 269/2020, 109/2020, 1361/2019). Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου της αναίρεσης αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι, ενώ δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος δεν εργαζόταν ως βοηθός χειριστής γεωτρυπάνου τους χειμερινούς μήνες και το μήνα Αύγουστο κάθε έτους, ακολούθως, και όλως αντιφατικώς, προσέδωσε πλήρη απόδειξη στο προσωπικό σημειωματάριο του αναιρεσιβλήτου, το οποίο περιλαμβάνει υπολογισμούς με ωρομίσθιο δέκα (10) ευρώ και τις εν λόγω περιόδους, και οδηγήθηκε έτσι εσφαλμένα στην κρίση του περί βασιμότητας και των αντίστοιχων κονδυλίων. Ως προς το ως άνω σκέλος του ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι, προεχόντως δεν γίνεται επίκληση από τον αναιρεσείοντα κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος παραβιάστηκε, ενώ σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, δεδομένου ότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Εφετείο δε δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος δεν εργαζόταν ως βοηθός χειριστής γεωτρυπάνου τους χειμερινούς μήνες και το μήνα Αύγουστο κάθε έτους, αλλά αντίθετα δέχθηκε ότι εργαζόταν τόσο ως βοηθός χειριστή γεωτρύπανου τις αναγραφόμενες σ' αυτή ημέρες και ώρες με συμφωνηθείσα αμοιβή δέκα (10) ευρώ την ώρα όσο και ως εργάτης πέτρας στο λατομείο τις αναγραφόμενες σ' αυτή ημέρες και ώρες με συμφωνηθείσα αμοιβή 0,50 ευρώ το μέτρο πέτρας.

VIII. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η αναίρεση πρέπει ν' απορριφθεί. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος του τελευταίου, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρ. 176, 180 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 22.2.2023 (με αριθ. καταθ. ....2023) αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθ. .../2023 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Δεκεμβρίου 2024.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2025.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή