
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 24 / 2025    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 24/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (σύμφωνα με την .../2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Ζώη), Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Βάϊα Ζαρχανή και Παρασκευή Γρίβα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 19 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Ε. Τ., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Χ. του Τ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Σαραντόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: εταιρείας με την επωνυμία "Ελληνικές Αλυκές Α.Ε.", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο Μεσολόγγι, η οποία διατηρεί υποκατάστημα στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Μήλλα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-2-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η .../2019 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεων, η .../2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 26-7-2021 αίτησή του.
Εκδόθηκε η .../2023 απόφαση του Αρείου Πάγου που αναίρεσε και παρέπεμψε για περαιτέρω εκδίκαση την υπόθεση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο.
Εκδόθηκε η .../2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά ο αναιρεσείων με την από 16-2-2024 αναίρεσή του και τους από 16-10-2024 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Βάϊα Ζαρχανή. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την από 16-2-2024 (αρ.εκθ.καταθ. .../2024) αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η .../2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, μετά την αναίρεση της υπ' αρ. .../2021 απόφασης του ίδιου δικαστηρίου, με την .../2023 απόφαση του Αρείου Πάγου. Με την ήδη προσβαλλόμενη (.../2023) απόφαση έγινε τυπικά και κατ' ουσίαν δεκτή η από 30-4-2019 έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. .../2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί η από 5-2-2009 αγωγή του ως προς την κύρια βάση της και είχε γίνει εν μέρει δεκτή ως προς την επικουρική βάση, και, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ως προς την κύρια βάση της αγωγής, απορρίφθηκε η τελευταία ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Η εν λόγω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης παραδεκτοί είναι και οι από 16-10-2024 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, οι οποίοι ασκήθηκαν με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε κατά την ίδια ημεροχρονολογία (αριθμ. εκθ. καταθ. ...-2024) και επιδόθηκε νόμιμα στην αναιρεσίβλητη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 569 παρ. 2 ΚΠολΔ, τριάντα και πλέον πλήρεις ημέρες πριν από την αναφερόμενη στην αρχή δικάσιμο (19-11-2024), που ορίστηκε για τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης (βλ. την υπ' αριθμ. ...-2024 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Α. Π.).
Συνεπώς, η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής πρέπει να συνεκδικασθούν, αφού είναι συναφείς, αλλά και διότι οι πρόσθετοι λόγοι δεν έχουν αυθυπαρξία και συζητούνται, υποχρεωτικά, μαζί με την αίτηση (ΑΠ 304/2020, 805/2020, 894/2018) και να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Κατά το άρθρο 579 παρ.1 Κ.Πολ.Δ αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε το άρθρο 581 παρ.1 και 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση, μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθ. 524 παρ. 1β'. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2, (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ως ολικής. Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της αποβάλει πλήρως την ισχύ της και δεν παράγει δεδικασμένο για οποιοδήποτε ζήτημα κρίθηκε με αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν την έκδοσή της κατάσταση (ΑΠ 149/2024, 248/2020). Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένο μόνο κεφάλαιο της όλης δίκης, τότε μόνο ως προς αυτό εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται αρρήκτως με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 1532/2023, 1312/2022, 679/2011, 493/2011, 614/2009). Τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί ως λόγοι εφέσεως και ως αναιρετικοί λόγοι κατ' αρχήν καλύπτονται από το δεδικασμένο της αναιρετικής απόφασης. Στην περίπτωση δε αυτή, αν είχαν γίνει δεκτά ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχτεί και ως βάσιμους λόγους της έφεσης, ενώ αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι είναι ως λόγοι έφεσης απαράδεκτοι (ΑΠ 1132/2022, 1216/2020, 1476/2012). Εξάλλου, ως "κεφάλαια" ως προς τα οποία αναιρέθηκε μερικώς η απόφαση, νοούνται οι οριστικές διατάξεις της που αποφαίνονται στις επί μέρους αυτοτελείς αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας. Ως αρρήκτως συνδεόμενα προς τα αναιρεθέντα κεφάλαια, στα οποία επεκτείνεται η αναίρεση, νοούνται όσα αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κύριας απαίτησης ή προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία, τα οποία συναναιρούνται και επομένως ως προς ολόκληρο το αναιρεθέν κεφάλαιο η απόφαση αποβάλλει την ισχύ της και παύει να αποτελεί δεδικασμένο ενώ ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της απόφασης διατηρείται το δεδικασμένο της (ΑΠ 752/2014). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ενώ, κατά το άρθρο 536 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και την εκδίκαση της υπόθεσης κατ' ουσία, μπορεί να εκδώσει απόφαση δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα και χωρίς την άσκηση από τον εφεσίβλητο (αντίθετης) δικής του έφεσης ή αντέφεσης. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο κατά τα προσβαλλόμενα "κεφάλαια" και ότι ως προς τα "κεφάλαια" αυτά (τα οποία μεταβιβάζονται ολόκληρα αδιαιρέτως στο εφετείο), μπορεί το Εφετείο να εκδώσει, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς την άσκηση αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης και χωρίς η απόφασή του να προσκρούει στην εκ του άρθρου 536 του ΚΠολΔ αρχή της "μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος" (ΑΠ 1055/2021, 1290/2019, 579/2018, 6/2017, 132/2004). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 322, 324, 331 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι δεδικασμένο υπάρχει, μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το αυτό αντικείμενο και την αυτή ιστορική και νομική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που ήταν αναγκαία και συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη. Ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα) που αφορά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση (ΑΠ 591/2017, 1685/2008), το δεδικασμένο, δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 324 και 332 ΚΠολΔ, δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (ΑΠ 1559/2017) καλύπτει δε, ως ενιαίο σύνολο, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσης. Συγκεκριμένα καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, δηλαδή την έννομη σχέση που αναγνωρίστηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου, την οποία εφάρμοσε και γ) την ιστορική αιτία, που έγινε δεκτή, και τα πραγματικά περιστατικά, που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης. Η ιστορική αιτία, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, από μόνα τους, γυμνά, δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο. Με άλλες λέξεις, το δεδικασμένο δεν καλύπτει τα πραγματικά περιστατικά αυτοτελώς λαμβανόμενα, ανεξάρτητα δηλαδή από το δικανικό συλλογισμό της πρώτης αποφάσεως. Τα ανωτέρω ισχύουν, όταν η έννομη σχέση που έχει αναγνωρισθεί τελεσίδικα αποτελεί προδικαστικό ζήτημα άλλης, μεταγενέστερης αξίωσης (ΑΠ 653/2020). Κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο υφίσταται για προδικαστικό ζήτημα που κρίνεται παρεμπιπτόντως και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος. Ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται "ετέρα έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού ζητήματος της δίκης". 'Ητοι, "προδικαστικό ζήτημα" είναι η έννομη σχέση, η ύπαρξη της οποίας, σύμφωνα με το πραγματικό του εκάστοτε εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, είναι νομικά κρίσιμη για τη γένεση της έννομης σχέσης ή του δικαιώματος, που κατάγεται σε δίκη ως κύριο ζήτημα (ΑΠ 266/2022). Το δεδικασμένο του άρθρου 331 ΚΠολΔ δεν αφορά ούτε πραγματικά περιστατικά ούτε βέβαια αξιολογικές κρίσεις. Το δεδικασμένο εκτείνεται μόνο σε δικαίωμα που κρίθηκε (άρθρο 324 ΚΠολΔ). Η κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ αυτοτελής κάλυψη του προδικαστικού ζητήματος εναρμονίζεται με τη ρύθμιση του άρθρου 322 ΚΠολΔ στο μέτρο που προδικαστικό ζήτημα στην έννοια του άρθρου 331 ΚΠολΔ αποτελούν μόνον οι προδικαστικές έννομες συνέπειες (και όχι τυχόν πραγματικά γεγονότα ή νομικές έννοιες κ.λπ.), κατά τον ίδιο ακριβώς λόγο που σύμφωνα με τη βασική ρύθμιση του άρθρου 322 ΚΠολΔ αντικείμενο του δεδικασμένου γενικώς μπορούν να αποτελέσουν μόνον έννομες σχέσεις (έννομες συνέπειες -ΑΠ 370/2019). Στην περίπτωση όμως που η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε επί προηγούμενης αγωγής αφορούσε όχι την ίδια έννομη σχέση αλλά διαφορετική από εκείνη επί της οποίας θεμελιώνεται η δεύτερη αγωγή και επομένως δεν συνιστά προδικαστικό ζήτημα αυτής, το δεδικασμένο της πρώτης δεν εκτείνεται και επί τη δεύτερης, έστω και αν κάποια από τα μερικότερα πραγματικά στοιχεία της πρώτης αυτοτελώς λαμβανόμενα αποτελούν μέρος και της δεύτερης, διότι η κριθείσα με την πρώτη απόφαση έννομη σχέση δεν συνιστά προδικαστικό ζήτημα της δεύτερης κατά την έννοια του άρθρου 331 ΚΠολΔ (ΑΠ 653/2020, 744/2019). Εξάλλου, ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθμός 8 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο και εκτιμώντας εσφαλμένως τα διαδικαστικά έγγραφα [άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ] είτε έλαβε υπ` όψη πράγματα, τα οποία δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (εδ. α) είτε δεν έλαβε υπ` όψη πράγματα, τα οποία προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (εδ. β). Νοούνται, ως "πράγματα", οι νόμιμοι, λυσιτελείς, αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, εάν τείνουν στην θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, την ανταγωγή, την ένσταση ή την αντένσταση [άρθρα 338, 362 ΚΠολΔ], ήτοι οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης προτάσεώς τους στο δικαστήριο της ουσίας [άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ], συγκροτούν την ιστορική βάση (και, συνεπώς, θεμελιώνουν, ιστορικώς, το αίτημα) αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως και, κατά νόμο, διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της αποφάσεως, που προσβάλλεται. Αποτελούν "πράγματα" και οι λόγοι (κύριοι ή τυχόν πρόσθετοι) εφέσεως, οι οποίοι αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς και διατυπώνουν παράπονο κατά της κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας, δηλ. οι λόγοι των οποίων η λήψη υπ` όψη και παραδοχή θα είχε, ως συνέπεια, την κατά το άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΑΠ 305/2024, 617/2022). Πράγματα, άρα, δεν αποτελούν τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα των διαδίκων και, γενικότερα, οι ισχυρισμοί τους, οι οποίοι υποβάλλονται διηγηματικά προς ευδοκίμηση της αγωγής ή στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής άρνησής της και αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1904/2011).
Από την κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, επισκόπηση για τις ανάγκες του ελέγχου των αναιρετικών λόγων, των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων και της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 5-2-2009 αγωγή του, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων εξέθετε ότι είχε προσληφθεί από την εναγομένη την 24-9-1994 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και προσέφερε τις υπηρεσίες του ως μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος έως την 13-11-2008, που η τελευταία προέβη σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, λόγω υποβολής εναντίον του μήνυσης. Ζήτησε δε, κατά μεν την κύρια βάση της αγωγής του, κατόπιν παραδεκτού μερικού περιορισμού των καταψηφιστικών αιτημάτων αυτής σε αναγνωριστικά: α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, ως καταχρηστικής, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 10.460,61 ευρώ για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 13-11-2008 έως 12-1-2009 και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της να του καταβάλει το ποσό των 52.466.39 ευρώ για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 13-1-2009 έως 13-1-2010, καθώς και το ποσό των 30.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβλητική της προσωπικότητας του συμπεριφορά της, και τα ποσά αυτά νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής και γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του. Επικουρικά δε, για την περίπτωση που κριθεί έγκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 12.000 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 29.295 ευρώ, ως αποζημίωση απόλυσης, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Επί της αγωγής εκδόθηκε αρχικώς η με αριθ. .../2010 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία διατάχθηκε η αναβολή της συζήτησης της αγωγής έως την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας που ανοίχθηκε με την υποβολή της από 13-11-2008 μηνυτήριας αναφοράς της εναγόμενης, σε βάρος του ενάγοντος και ακολούθως η με αριθ. .../2019 οριστική απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, το οποίο: α) απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια βάση αυτής και, ειδικότερα, το αίτημα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ως μη νόμιμο και τα λοιπά, ως άνω, αιτήματα, ως κατ' ουσίαν αβάσιμα, δεχόμενο ότι ο ενάγων κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής είχε παραιτηθεί σιωπηρά από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της καταγγελίας, β) δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη κατ' ουσίαν κατά την επικουρική βάση αυτής περί επιδίκασης αποζημίωσης λόγω απόλυσης. Κατά της απόφασης αυτής αμφότεροι οι διάδικοι άσκησαν εφέσεις, μετά δε τη συνεκδίκασή τους, το Εφετείο Αθηνών με την υπ' αρ. .../2021 απόφασή του δέχθηκε τυπικά αυτές και τις απέρριψε κατ' ουσίαν. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζήτησε ο ενάγων με την από 26-7-2021 αίτησή του ενώπιον του Αρείου Πάγου. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η .../2023 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία, αφού έκρινε ότι το Εφετείο, με το να δεχθεί ότι ο ενάγων, με τη διεκδίκηση εφάπαξ χρηματικού ποσού από την ασφαλιστική εταιρεία "ΕΘΝΙΚΗ ΑΕΓΑ" λόγω πλήρωσης της προβλεπόμενης στη συναφθείσα σύμβαση ομαδικής ασφάλισης προϋπόθεσης της αποχώρησής του από την υπηρεσία της εναγομένης κατόπιν της επίμαχης καταγγελίας, παραιτήθηκε σιωπηρώς από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της καταγγελίας, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 156 του Α.Κ., την οποία εφάρμοσε ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, υποπίπτοντας έτσι στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά παραδοχή του δεύτερου αναιρετικού λόγου, ακολούθως δε, δεχόμενο ότι η αναιρετική εμβέλεια του λόγου αυτού εκτείνεται στο σύνολο της προσβαλλόμενης απόφασης, πράγμα που καθιστά αλυσιτελή την έρευνα των λοιπών λόγων της αναίρεσης, ανήρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών προς περαιτέρω εκδίκαση. Με την από 30-5-2023 κλήση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, ο τελευταίος επανεισήγαγε στο Δικαστήριο της παραπομπής μόνον την από 30-4-2019 έφεσή του, και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία: α) εξετάζοντας την κύρια βάση της αγωγής δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση (του ενάγοντος) ως προς αυτή (κύρια βάση), εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση μόνον ως προς τη βάση αυτή, και ακολούθως, δικάζοντας επί της αγωγής, απέρριψε αυτή κατ' ουσίαν ως προς την κύρια βάση της, β) εξετάζοντας την επικουρική βάση της αγωγής μόνο κατά το μέρος που η υπόθεση μεταβιβάστηκε ενώπιόν του, δηλαδή στα πλαίσια της έφεσης του ενάγοντος (για το επιπλέον του πρωτοδίκως επιδικασθέντος ποσού των 15.000 ευρώ), απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης. Με βάση τα παραπάνω, το Εφετείο, προβαίνοντας στην εξέταση της κύριας βάσης της αγωγής ως ενιαίου και αδιαίρετου κεφαλαίου, ως εκ του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, ήταν υποχρεωμένο να ερευνήσει από την αρχή την ουσιαστική βασιμότητα της απορριφθείσας πρωτοδίκως κύριας αυτής αγωγικής βάσης και να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού -σε σχέση πάντοτε με την εξεταζόμενη βάση- κατόπιν συνολικής επανεκτιμήσεως της ουσίας της διαφοράς, λόγω της μεταβίβασης της υπόθεσης αδιαιρέτως στο σύνολό της ως προς το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης απόφασης (πρβλ. ΑΠ 2029/2022), χωρίς να περιοριστεί στην κρίση του από τα ειδικότερα παράπονα του εκκαλούντος-αναιρεσείοντος περί εσφαλμένης κρίσης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως προς την πραγμάτωση ή όχι της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων που του αποδόθηκαν με την έγκληση.
Συνεπώς, με την παραπάνω κρίση του το Εφετείο δεν παραβίασε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, τα όρια του μεταβιβαστικού, κατ' άρθρο 522 ΚΠολΔ, αποτελέσματος της ασκηθείσας εφέσεως και, συνεπώς, ο υποστηρίζων τα αντίθετα πρώτος αναίρεσης, αληθώς από τον αριθμό 1 και όχι από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Ωσαύτως, αβάσιμη είναι και η δεύτερη αιτίαση του πρώτου λόγου αναίρεσης, περί παραβίασης του αριθμού 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την οποία ο αναιρεσείων επικαλείται ότι το Εφετείο μεταρρύθμισε την απορριπτική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επί της κυρίας βάσεως της αγωγής με αντικατάσταση αιτιολογίας και με έκδοση δυσμενέστερης για τον ίδιο, ως εκκαλούντα, απόφασης, καθ' όσον η αιτίαση αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού εν προκειμένω το Εφετείο δεν αντικατέστησε την αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης, κατ' άρθρο 535 ΚΠολΔ, αλλά εξαφάνισε την απόφαση ως προς το κεφάλαιό της που αφορούσε την απόρριψη της κύριας βάσης της αγωγής και προχώρησε σε νέα κρίση επί της ουσίας, οπότε μάλιστα, κατ' άρθρο 536 αρ.2 ΚΠολΔ, είχε τη δυνατότητα να εκδώσει και επιβλαβέστερη απόφαση για τον εκκαλούντα. Με τον συναφή πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων, υπό την επίκληση της αναιρετικής πλημμέλειας από τους αριθμούς 8 και 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυρίζεται ότι το υποστατό ή μη των εναντίον του κατηγοριών ήταν προδικαστικό αυτοτελές ζήτημα, το οποίο είχε κριθεί με δύναμη δεδικασμένου από την 121/2021 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι οι ως άνω πραγματικές διαπιστώσεις του Εφετείου περί του υποστατού των κατηγοριών, δεν συνιστούν καθαυτές έννομη σχέση, της οποίας η ύπαρξη να είναι νομικά κρίσιμη για τη γένεση του συγκεκριμένου δικαιώματος που έχει καταχθεί στη δίκη ως κύριο ζήτημα, ώστε να δύναται (τότε και μόνον) η ως άνω έννομη σχέση να αποτελέσει προδικαστικό ζήτημα της τελευταίας, αλλά αφορούν μόνον πραγματικά γεγονότα, με βάση τα οποία κρίθηκε η συγκεκριμένη έννομη σχέση, δηλαδή το δικαίωμα λήψης αποζημίωσης που αφορούσε η επικουρική βάση της αγωγής, τα οποία γεγονότα δεν συγκροτούν την έννοια του προδικαστικού ζητήματος. Ούτε, όμως, η συγκεκριμένη κρίση (περί του υποστατού των κατηγοριών) θα μπορούσε να καλυφθεί από το δεδικασμένο, καθ' όσον, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, το δεδικασμένο δεν καλύπτει τα πραγματικά περιστατικά αυτοτελώς λαμβανόμενα, αλλά μόνο σε συνάρτηση με το νομικό συλλογισμό για τη συγκεκριμένη έννομη σχέση που είχε κριθεί στην προηγούμενη δίκη, εν προκειμένω δε, με την αξίωση λήψης αποζημίωσης που αφορούσε η επικουρική βάση της αγωγής, και όχι με την διαφορετική έννομη σχέση επί της οποίας θεμελιώνεται η κύρια βάση της αγωγής, η οποία στηρίζεται σε άλλη νομική αιτία. Ο περαιτέρω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ότι, εφόσον με την αναιρετική απόφαση δεν ανατράπηκε η επικουρική βάση της αγωγής, η εφετειακή απόφαση ως προς θέμα του (μη) υποστατού των κατηγοριών παρήγαγε δεδικασμένο, το οποίο δέσμευε το δικαστήριο της παραπομπής, ανεξαρτήτως των αμέσως ανωτέρω εκτεθέντων, στηρίζεται πρωτίστως σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθ' όσον, η αναίρεση αφορούσε το σύνολο της απόφασης και όχι ένα μέρος αυτής, δεδομένου και του ότι (ανεξαρτήτως της γενομένης αναφοράς περί ολικής αναιρέσεως), η επικουρική βάση ασκήθηκε για την περίπτωση μη ευδοκίμησης της κύριας βάσης και συνεπώς, μετά την αναίρεση, η αναιρεθείσα εφετειακή απόφαση απώλεσε την ισχύ της εν όλω (τόσο ως προς την κυρία βάση, όσο και ως προς την επικουρική της, η οποία συναναιρέθηκε) και δεν παρήγαγε δεδικασμένο. Επομένως, καλώς το Εφετείο επανέκρινε αμφότερες τις βάσεις της αγωγής, στα πλαίσια της εισαχθείσας προς συζήτηση έφεσης του ενάγοντος, ειδικότερα δε αναφορικά με την επικουρική βάση, όχι κατά το μέρος που αφορούσε το κεφάλαιο της αποζημίωσης των 15.000 ευρώ (ως προς το οποίο η υπόθεση δεν εισήχθη γιατί η εναγομένη δεν επανέφερε την έφεσή της), αλλά κατά το επιπλέον.
ΙΙΙ. Ο από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος ιδρύεται: α) αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή β) παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή γ) δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Πλέον συγκεκριμένα, για την ίδρυση του λόγου από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να εκτιμήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, για την απόδειξη του οποίου ο διάδικος επικαλείται το φερόμενο ως αγνοηθέν αποδεικτικό μέσο, ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 500/2019). Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της αρχής της συζητήσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ), διασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τα άρθρα 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ, ώστε να λαμβάνονται υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και μόνον αυτά. Ο λόγος όμως είναι αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), που έλαβε υπόψη το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Επιπροσθέτως, η μη λήψη υπόψη νομοτύπως προταθέντων αποδεικτικών μέσων πρέπει να ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή να αφορά σε ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό που να επιδρά στο διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 911/2002, ΑΠ 613/2016). Καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική διαβεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, που υποβλήθηκαν νομίμως στην κρίση του, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 765/2014). Έτσι, ο ανωτέρω λόγος απορρίπτεται ως κατ` ουσία αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν και των οποίων έγινε επίκληση, και αρκεί προς τούτο η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης καθενός και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (ΑΠ 1186/2021, 50/2020, 1349/2017). Μη λήψη υπόψη, πάντως δεν συνάγεται από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην απόφαση ορισμένα μόνο από τα προσκομισθέντα με επίκληση αποδεικτικά μέσα, όχι όμως και τα επίδικα (ΑΠ 15/2021, 34/2021, 1186/2021). Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο έγγραφο, στοιχειοθετείται ο από το άρθρο 559 αρ.11 περ. γ ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 386/2023, 804/2022).
Με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, από τον αρ.11 περ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν, και συγκεκριμένα το από 27-6-2005 εσωτερικό υπηρεσιακό σημείωμα του τότε διευθύνοντος συμβούλου της αναιρεσίβλητης Η. Ζ., στο οποίο στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και το οποίο ρητά αναφέρει στο σκεπτικό της (20ό φύλλο), και το οποίο δεν προσκομίστηκε από την αντίδικό του, παρά την επίκλησή του στις προτάσεις της ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής. Η ως άνω αιτίαση είναι αβάσιμη, καθ' όσον, όπως προκύπτει από τις ίδιες της παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό, ούτε ποιείται μνεία τούτου ως προσκομισθέντος και επικληθέντος εγγράφου, αλλά μνημονεύει το υπ' αριθμ. ΔΣ ...-2008 πρακτικό συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της αναιρεσίβλητης, στο οποίο γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων, και στο εν λόγω έγγραφο. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση και την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ του ίδιου άρθρου, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέσθηκε και προσκόμισε κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη, και δη την από 6-11-2007 επιστολή του διευθύνοντος συμβούλου Π. Κ., η οποία στηρίζει τον ισχυρισμό του ότι οι προκαταβολές έναντι μισθοδοσίας στους εργαζομένους της αναιρεσίβλητης ήταν συνήθης πρακτική εν γνώσει της διοίκησής της και ότι συνεπώς η εναντίον του έγκληση ήταν ψευδής. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι από τη ρητή διαβεβαίωση, που υπάρχει στο αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ελήφθησαν υπ' όψη και όλα τα νομίμως παρά των διαδίκων προσκομισθέντα έγγραφα, αλλά και από το όλο περιεχόμενο της απόφασης, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπ' όψη και συνεκτίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, που διαλαμβάνεται στον αναιρετικό αυτό λόγο χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός, καθορίζοντας τη βαρύτητά του ή την επιρροή του στα αποδεικτέα θέματα.
IV. Κατά το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955 η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου θεωρείται έγκυρη εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν είναι έγκυρη η καταγγελία αν δεν καταβληθεί ολόκληρη η οφειλόμενη αποζημίωση στον απολυόμενο μισθωτό. Εξάλλου κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του β.δ. της 16/18 Ιουλίου 1920 και 5 παρ. 1 του ν. 2112/1920 μπορεί ο εργοδότης να καταγγείλει χωρίς προμήνυση τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου αν κατά του μισθωτού υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη η οποία διαπράχθηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατ' αυτού κατηγορία για αδίκημα που φέρει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Απαραίτητη προϋπόθεση για το κύρος της ως άνω καταγγελίας είναι η υποβολή της μηνύσεως ή η απαγγελία της κατηγορίας να έχει ήδη γίνει πριν από την καταγγελία. Η αξιόποινη πράξη για την οποία υποβλήθηκε μήνυση πρέπει να έχει σχέση με την εκτέλεση της υπηρεσίας, διότι αν είναι άσχετη και απαγγέλθηκε κατά του εργαζόμενου κατηγορία, πρέπει να έχει το χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Εάν επακολουθήσει απαλλαγή με βούλευμα ή δικαστική απόφαση, το κύρος της καταγγελίας κατ' αρχήν δεν επηρεάζεται, αλλά ο εργαζόμενος αποκτά δικαίωμα να απαιτήσει την αποζημίωση για τη λύση της συμβάσεως. Και μόνο εάν ο εργοδότης παραλείψει την καταβολή της αποζημίωσης μέσα σε εύλογο χρόνο από την προς αυτόν κοινοποίηση του απαλλακτικού βουλεύματος ή της δικαστικής αποφάσεως, επέρχεται εκ των υστέρων ακυρότητα της καταγγελίας και αυτός καθίσταται υπερήμερος ως εργοδότης. Η καταγγελία της αορίστου χρόνου εργασιακής σύμβασης για τον πιο πάνω λόγο της αξιόποινης συμπεριφοράς του μισθωτού δεν υπόκειται στις διατυπώσεις του ν. 3198/1955 ούτε προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 281 Α.Κ. εκτός αν στην πραγματικότητα η καταγγελία της παραπάνω εργασιακής σύμβασης έγινε για λόγους που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 281 Α.Κ. (όπως όταν η μήνυση υποβλήθηκε επίτηδες παρά το αβάσιμο της κατηγορίας και ήταν έτσι ψευδής και προσχηματική και έγινε από εκδίκηση ή εχθρότητα προς το μισθωτό ή για καταστρατήγηση των νομίμων δικαιωμάτων του), οπότε η απόλυση είναι άκυρη από τον ανεξάρτητο αυτό λόγο (ΑΠ 725/2020, 1230/2018, 930/2017, 444/2016, 991/2015). Αν ο απολυθείς μισθωτός απηλλάγη με βούλευμα ή δικαστική απόφαση για λόγο που δεν αφορά την ουσία της υπόθεσης, το υποστατό ή μη της κατηγορίας εξετάζεται παρεμπιπτόντως από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο που δικάζει επί της σχετικής απαίτησης του μισθωτού (ΑΠ 1301/2022, 444/2016, 1214/2004). Εξάλλου, με το λόγο αναίρεσης από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 819/2023). Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνος δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (ΟλΑΠ 27 και 28/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΑΠ 155/2016, 495/2013). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος, τα ακόλουθα: "... Η εναγόμενη - εφεσίβλητη, με την επωνυμία "Ελληνικές Αλυκές Α.Ε.", αποτελεί δημόσια επιχείρηση κοινής ωφέλειας, η οποία ιδρύθηκε με το ν. 1822/1988 και σαν σκοπό έχει την ανάπτυξη και εκμετάλλευση των αλυκών και του ορυκτού αλατιού της χώρας προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, με την ανάθεση του συνόλου της παραγωγής του αλατιού της χώρας σε ένα φορέα. [..........] Στις 28-9-1994 συνήφθη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας 5 μηνών, δυνάμει της οποίας ο εκκαλών-ενάγων θα παρείχε τις υπηρεσίες του στην εφεσίβλητη-εναγομένη ως μηχανολόγος μηχανικός, για το χρονικό διάστημα 29-9-1994 έως 27-2-1995, αντί μηνιαίου μισθού 403.000 δρχ. Μετά την παρέλευση της 27-2-1995 που είχε ορισθεί ως χρόνος αυτοδίκαιης λύσης της εν λόγω σύμβασης εργασίας, ο ενάγων συνέχισε να εργάζεται στην εναγομένη μέχρι την 13-11-2008, οπότε αυτή προέβη σε καταγγελία της μεταξύ τους εργασιακής σχέσης.[.......] Κατά το χρόνο της καταγγελίας, ο εκκαλών-ενάγων ασκούσε καθήκοντα υπεύθυνου της διεύθυνσης προσωπικού, προμηθειών και ανάπτυξης του υποκαταστήματος Αθηνών της εφεσίβλητης αντί μηνιαίων αποδοχών 3.933,94 ευρώ, ενώ καθ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης εργασίας του αυτός κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες της [.....] Συνεπώς, η ένδικη σύμβαση [........] ήταν, κατ' επιτρεπτό ορθό νομικό χαρακτηρισμό, αορίστου χρόνου [...........] Η εναγομένη-εφεσίβλητη τις 13-11-2008 κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος - εκκαλούντος. Η εν λόγω καταγγελία έλαβε χώρα με την επίδοση προς αυτόν σχετικού εγγράφου, χωρίς την καταβολή αποζημίωσης, λόγω της προηγούμενης υποβολής σε βάρος του την ίδια ημέρα (13-11-2008) μήνυσης, για την ανάληψη εκ μέρους του από το ταμείο της εναγομένης εταιρίας ποσού 29.000 ευρώ. Ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι η καταγγελία αυτή είναι άκυρη, για τους λόγους που ειδικότερα εξέθεσε στην αγωγή του, με την κύρια βάση της οποίας ζήτησε την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας σύμβασης εργασίας του και αξίωσε βάσει της ακυρότητας αυτής, μισθούς υπερημερίας και την επαναπασχόλησή του. Η εναγόμενη προέβαλε με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυρισμό περί σιωπηρής παραίτησης του ενάγοντος από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης εργασίας [......]. Η εκκαλουμένη όσον αφορά τον ως άνω ισχυρισμό της εναγόμενης περί σιωπηρής παραίτησης του ενάγοντος από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης εργασίας δέχτηκε ότι ο ενάγων κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής είχε ήδη παραιτηθεί σιωπηρώς από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της επίδικης καταγγελίας, με τη διεκδίκηση εκ μέρους του, με την από 28-3-2013 αγωγή του, που απευθύνεται κατά της εφεσίβλητου και της ασφαλιστικής εταιρίας "Η ΕΘΝΙΚΗ" και συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 18-1-2017, ενός εφάπαξ χρηματικού ποσού, του οποίου επικαλείται ότι είχε το δικαίωμα λήψης, λόγω της πλήρωσης των προϋποθέσεων της αναφερόμενης σύμβασης ομαδικής ασφάλισης του προσωπικού της εφεσίβλητου, μεταξύ των οποίων και η πρόωρη αποχώρησή του την 13/11/2008 από την υπηρεσία αυτής, κατόπιν της επίμαχης καταγγελίας και ότι η ακυρότητα της καταγγελίας είναι σχετική και συνεπώς, ο εργαζόμενος εγκύρως παραιτήθηκε από το δικαίωμα να προσβάλει το κύρος της και περαιτέρω απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια βάση της. 'Ομως, έσφαλε δεχόμενη τα ως άνω η εκκαλουμένη. Και τούτο, διότι από την άσκηση της εν λόγω από 28-3-2013 αγωγής δεν μπορεί να συναχθεί και μάλιστα σαφώς και ανενδοιάστως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας βούληση του ενάγοντας να παραιτηθεί από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της καταγγελίας και ικανοποίησης των συναφών με την ακυρότητα αυτής δικαιωμάτων του, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι, κατά το χρόνο άσκησης της από 28-3-2013 αγωγής (και της, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, μεταγενέστερα ασκηθείσας από 27-7-2017 δεύτερης αγωγής, μετά την απόρριψη της πρώτης, από 28-3-2013 αγωγής, ως αόριστης), ο ενάγων είχε ήδη ασκήσει κατά της εναγομένης το δικαίωμά του για αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, για επιδίκαση μισθών υπερημερίας και για επαναπασχόλησή του στην εναγόμενη με την ένδικη από 5-2-2009 αγωγή, από το ασκηθέν δε με αυτήν, ως άνω, δικαίωμα του δεν παραιτήθηκε κατά τον οριζόμενο στις διατάξεις των άρθρων 296 και 297 ΚΠολΔ τρόπο, επισπεύδοντας, αντιθέτως, τη συζήτηση της εν λόγω αγωγής μετά την έκδοση επί της εκκρεμούς ποινικής υπόθεσης του με αριθ. .../2015 βουλεύματος.
Συνεπώς, πρέπει να γίνουν δεκτοί ο πρώτος και δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης του ενάγοντος - εκκαλούντος, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση όσον αφορά το κεφάλαιο που απορρίπτει την κύρια βάση της αγωγής και να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή κατ'ουσία κατά την κύρια βάση της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατόπιν μήνυσης της εναγομένης, ασκήθηκε σε βάρος του ενάγοντος ποινική δίωξη για τις αξιόποινες πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική απιστία και της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος (άρθρα 390 εδ. β-α και 375 παρ.1β-α ΠΚ). Με το υπ' αριθμ. .../2015 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που έχει καταστεί αμετάκλητο, η ποινική αυτή δίωξη έπαυσε οριστικά, λόγω παραγραφής των ανωτέρω πράξεων (που, ενόψει του φερόμενου ύψους του χρηματικού αντικειμένου τους, κατέστησαν πλημμεληματικού χαρακτήρα με το νόμο 4055/2012). Ως προς τις αποδοθείσες στον ενάγοντα κατηγορίες πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Κατόπιν καταγγελίας διαπιστώθηκε κατά την 29.07.2008 ότι ο ενάγων είχε λάβει προκαταβολές έναντι μισθοδοσίας με μόνη την υπογραφή του ταμία και χωρίς έγκριση της διοίκησης, ύψους 44.580 ευρώ, σύμφωνα με τη λογιστική του καρτέλα. Κατόπιν εστάλη από την εναγομένη ερώτημα στον προηγούμενο Διευθυνοντα Σύμβουλο του νομικού προσώπου (2004-2006) κ. Η. Ζ. σχετικά με προκαταβολές μισθοδοσίας του ενάγοντος, και αρνήθηκε ότι είχε εγκρίνει να χορηγούνται "προκαταβολές έναντι μισθοδοσίας, χωρίς τη δική του υπογραφή" (βλ. προσκομισθέν πρακτικό συνεδρίασης ...-2008, όπου ο νομικός σύμβουλος αναφέρεται στο από 27.6.2005 εσωτερικό υπηρεσιακό σημείωμα του τότε διευθύνοντος συμβούλου κ. Η. Ζ. προς τον κ. Κ. -ταμία, στο οποίο τόνιζε ότι για κάθε προκαταβολή έναντι μισθοδοσίας πρέπει να υφίσταται η δική του έγκριση, καθώς και τη με αρ πρωτ. ...-2008 από 12-9-2008 επιστολή του κ. Ζ., με την οποία παραπέμπει τη νέα Διοίκηση, στο ως άνω από 27-6-2005 έγγραφο του προς τον ταμία).
Συνεπώς ουδόλως υπήρχε ή ακολουθείτο από προηγούμενες διοικήσεις της εναγομένης πρακτική αναλήψεων του προσωπικού έναντι των μισθών του, χωρίς έγκριση της Διοίκησης από το έτος 2005. Αντιθέτως, λόγω της θέσης του ενάγοντας ως Διευθυντή της Δ/νσης Προμηθειών, Δ/νσης Διοικητικών Υπηρεσιών Προσωπικού & Ανάπτυξης και του υπεύθυνου μισθοδοσίας (2004- 2006), αυτός ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι ο προηγούμενος Διευθύνων Σύμβουλος του νομικού προσώπου, είχε ζητήσει να παρέχεται η δική του έγκριση για κάθε προκαταβολή. Τις διαπιστώσεις, στις 29.7.2008, ακολούθησε η εντολή και διενέργεια εκτάκτου ελέγχου στη χρηματική διαχείριση της εναγομένης την 6.8.2018, από τον Ειδικό Σύμβουλο Διοίκησης Ν. Λ., ο οποίος διαπίστωσε ότι υπήρχε και άλλη ανάληψη εκ μέρους του ενάγοντος, επιπλέον 29.000 ευρώ, η οποία δεν είχε περιληφθεί στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό προκαταβολών του και αποτελούσε, έως τότε, ταμειακό μόνο έλλειμμα, γεγονός που μέχρι τότε δεν είχε ακόμη διαπιστωθεί. Ο κ. Λ. ανέφερε στη διοίκηση της εναγομένης περί του ελλείμματος με την προσκομισθείσα από 7-8-2008 έκθεση του. Το ποσό αυτό σύμφωνα με τον τότε ταμία Ν. Κ. είχε δοθεί από τον ίδιο προς τον ενάγοντα και εγχειρίσθηκε στον ελεγκτή μία χειρόγραφη απόδειξη ποσού 29.000 ευρώ, με ημερομηνία 1.8.2008 και την υπογραφή του ενάγοντος. Ο ενάγων, ήταν σε γνώση του γεγονότος ότι η συγκεκριμένη ανάληψη δεν είχε καταχωρηθεί στα λογιστικά βιβλία και όχι μόνο δεν το αποκάλυψε, αλλά το εκμεταλλεύθηκε για ν' αποκρύψει την πληροφόρηση της Διοίκησης, περί του πραγματικού ύψους των αναλήψεων του. Συγκεκριμένα, την 29-7-2008 είχε κληθεί ο ενάγων ενώπιον του ΔΣ να ερωτηθεί για το θέμα τον προκαταβολών στο λογαριασμό μισθοδοσίας του. Στην ερώτηση που του έγινε ως προς ποιο είναι το οφειλόμενο ποσόν (βλ. πρακτικό ...-2008: "...κ. Χ. μας δόθηκε καταγγελία από τον κ. Μ. ότι έχετε λάβει προκαταβολές από το 2005 μέχρι σήμερα συνολικού ποσού 44.000 € περίπου, αυτό είναι αλήθεια; Χ.: Πρέπει να είναι αυτό το ποσό αφού είναι περασμένα.") ο ενάγων, ενώ γνώριζε ότι είχε λάβει πολύ περισσότερα των 44.000 ευρώ, διαπιστώνοντας ότι το ΔΣ δεν γνώριζε για τις λοιπές αυτές "αναλήψεις" του, προτίμησε να υπεκφύγει, κάνοντας λόγο μόνο για "τα ποσά που είναι περασμένα", ενώ υπήρχαν και άλλα, για τα οποία δεν ανέφερε τίποτε, με προφανή σκοπό να μην αποκαλυφθούν. Μετά το έλεγχο της χρηματικής διαχείρισης, την 6.8.2008, ο ενάγων κλήθηκε εκ νέου για εξηγήσεις ενώπιον του ΔΣ (βλ. πρακτικό συνεδρίασης ....2008) και αναφέρθηκαν τα εξής "ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ενεφανίσθη ένα έλλειμμα στο Ταμείο 29.000 € από κάποια ανάληψη δική σας. Χ. : Δεν έχω καμία πρόσβαση στο Ταμείο και δεν με αφορά. Δεν μπορώ να απαντήσω. Έπαιρνα με απόδειξη και υπογραφή μου. Ό,τι έχω πάρει το έχω πάρει με απόδειξη και υπογραφή μου.". Δηλαδή ο ενάγων, αντί να εξηγήσει πώς προέκυψε το επιπλέον ποσό, σε σχέση με τις προ ολίγων ημερών αναλήψεις του που είχε παραδεχθεί, βλέποντας μόνο την αποκάλυψη του ελλείμματος, προσπάθησε να αποσείσει τις ευθύνες, ως δήθεν γεγονότος "που δεν τον αφορά". Εφόσον όμως επρόκειτο περί δικών του αναλήψεων, προφανώς και τον αφορούσε, διότι με το έλλειμμα των 29.000 ευρώ στο ταμείο, αντιστοιχούσε σε 29.000 επιπλέον, χρήματα που είχε ιδιοποιηθεί παρανόμως, και αν δεν γινόταν έλεγχος στο ταμείο, δεν θ' αποκαλύπτονταν ποτέ. Ο μόνος ωφελούμενος λοιπόν ως προς το να μην καταχωρίζονται ορισμένες αναλήψεις του στο λογαριασμό προκαταβολών του, ήταν ο ίδιος ο ενάγων, ο οποίος και υπέβαλε την απόφαση αυτή στον ταμία. Τον ισχυρισμό περί τήρησης χειρόγραφων μόνον αποδείξεων, αντί του λογιστικού συστήματος, οι οποίες αποδείξεις δήθεν σχίσθηκαν για να συνταχθεί η χειρόγραφη απόδειξη των 29.000 ευρώ που εμφανίσθηκε μετά τον έλεγχο, ο ενάγων τον προέβαλε οψίμως, το πρώτον μετά τη συνεδρίαση του ΔΣ της εναγόμενης της 20.8.2008, με υπόμνημά του την 25.8.2008. Είναι πρόδηλο ότι η επίμαχη χειρόγραφη απόδειξη των ευρώ, συνετάγη εκ των υστέρων σε συνεργασία αντιδίκου - ταμία εξ αιτίας του ελέγχου. Πριν τον έλεγχο της 29.7.2008 ο εναγών είχε εκτυπώσει από το μηχανογραφικώς τηρούμενο λογιστικό σύστημα της Εταιρίας, αποσπάσματα λογαριασμών μισθοδοσίας με τις "προκαταβολές" όλων των υπαλλήλων του υποκαταστήματος της εναγόμενης . Από την καρτέλα που αφορά στο δικό του λογαριασμό υπήρχαν καταχωρημένες αναλήψεις, ύψους 45.450 ευρώ και δεν περιλαμβάνονταν το επίδικο ποσό των 29.000 ευρώ.
Συνεπώς, γνώριζε ότι δεν ήταν καταχωρημένες όλες οι αναλήψεις του, παρ' όλα αυτά δεν ζήτησε την διόρθωση της καρτέλας του, ούτε επέστρεψε το μη καταχωρηθέν ποσό, αλλά εκμεταλλεύτηκε την παράλειψη αυτή, ώστε να διατηρήσει τα ιδιοποιούμενα χρήματα , χωρίς να εμφαίνονται οι εν λόγω αναλήψεις. Μάλιστα, όπως καταθέτει ο ταμίας κ. Κ. σε ερωτήσεις του νομικού συμβούλου της εναγόμενης κατά τη συνεδρίαση της 29.07.2008 (βλ. πρακτικό ...-2008) δεν υπήρχε άδεια από τον εκάστοτε Διευθύνοντα Σύμβουλο της εναγόμενης εταιρείας για τις προκαταβολές μισθοδοσίας υπαλλήλων των ετών 2005 - 2008, ότι δινόταν μεταγενέστερη έγκριση προφορική από τον Ζ., ότι έκανε μια παρανόηση βλακωδώς , ότι υφίστατο πίεση στο πρόσωπό του από τον ενάγοντα, ο οποίος του έλεγε ότι έχει ανάγκη χρηματική και ότι θα τον κάλυπτε σε 10 ημέρες, σε 1 μήνα και εν τέλει δεν το έκανε. Επομένως, ο ενάγων χρησιμοποιώντας πειθώ και φορτικές παρακλήσεις, προκάλεσε στον ταμία την απόφαση να αφαιρέσει από τα ταμεία της εναγόμενης το ως άνω χρηματικό ποσό των 29.000 ευρώ και να του το καταβάλει , χωρίς την έγκριση της διοίκησης της εναγόμενης και χωρίς να καταχωρηθεί η εν λόγω ανάληψη στα λογαριασμό προκαταβολών (γεγονότα τα οποία εγνώριζε, όπως προέκυψε και αναφέρεται ως άνω) με συνέπεια να ωφεληθεί ο ίδιος ο εναγών κατά το άνω ποσόν και να προκληθεί βέβαιη ισόποση οριστική ελάττωση της περιουσίας της εναγομένης, η διαχείριση της οποίας ήταν ως εκ της ιδιότητας του εμπιστευμένη αυτόν (τον ταμία), ενώ παράλληλα ιδιοποιήθηκε, έτσι, ξένη περιουσία τελώντας τις πράξεις, για τις οποίες ασκήθηκε κατ'αυτού ποινική δίωξη, ήτοι της ηθικής αυτουργίας σε κακουργημαπκή απιστία και της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος (άρθρα 390 εδ. β-α και 375 παρ. Ιβ-α ΠΚ).
Συνεπώς, αφού αποδείχθηκε το υποστατό των ως άνω κατηγοριών δεν οφείλεται η προβλεπόμενη από τον ρηθέντα νόμο αποζημίωση και συνεπώς η γενομένη κατά τα ανωτέρω απόλυση θεωρείται έγκυρη καίτοι δεν καταβλήθηκε αποζημίωση, αφού τέτοια δεν οφείλεται. Να σημειωθεί ότι με την υπ.αρ. 114987/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο ενάγων απαλλάχθηκε για το αδίκημα της απάτης το οποίο δήθεν τέλεσε σε βάρος του ταμία Ν. Κ., ήτοι ότι με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, και ειδικότερα ότι λόγω οικονομικών προβλημάτων του (ενάγοντα), όπως αναλύονται στην ως άνω απόφαση, ζήτησε από αυτόν (ταμία) να του δώσει από το ταμείο της εταιρείας ως προσωρινή οικονομική διευκόλυνση το ποσό των 40.000 ευρώ διαβεβαιώνοντάς τον ότι έλαβε την προφορική έγκριση της διοίκησης της εναγόμενης και ότι θα επέστρεφε αυτό σύντομα, με αποτέλεσμα να παραπλανήσει τον εγκαλούντα Ν. Κ. να του χορηγήσει σταδιακά από το ταμείο της εταιρείας το ποσό των 40.000 ευρώ, από το οποίο επέστρεψε μόνο το ποσό των 11.000 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ποσό ιων 29.000 ευρώ δεν το επέστρεψε παρά τις συνεχείς οχλήσεις του ως άνω εγκαλούντος. Από την ως άνω αθωωτική δικαστική απόφαση δεν υφίσταται δεδικασμένο, όσον αφορά τα ποινικά αδικήματα της ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική απιστία και της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος, τα οποία τέλεσε σε βάρος της εναγόμενης, για ας οποίες απαλλάχθηκε με το ως άνω απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, λόγω παραγραφής, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται ο ενάνων - εκκαλών [.......]. Περαιτέρω, όσον αφορά την επικουρική βάση της αγωγής , η οποία έγινε εν μέρει δεκτή, θα ερευνηθεί μόνο ως προς τον λόγο της υπό κρίση από 30.04.2019 έφεσης του ενάγοντας, που αφορά το ύψος της επιδικασθείσης αποζημίωσης, αφού κατά τα λοιπά δεν μπορεί να χειροτερέψει η θέση του ενάγοντος, καθόσον η αντίθετη έφεση της εναγομένης δεν προσδιορίστηκε πρσκειμένου να συζητηθεί και συνεκδικασθεί με την υπό κρίση έφεση του ενάγοντος. Ενώ όσον αφορά το δικαίωμα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να κρίνει το υποστατό ή μη των κατηγοριών εναντίον του ενάγοντας έγινε λόγος παραπάνω. Έτσι, όσον αφορά το ύψος της δικαιούμενης αποζημίωσης λεκτέα τα εξής: [............] Η εναγόμενη είναι δημόσια επιχείρηση του κεφ. Α' ν. 3429/2005, ελέγχεται από το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο έχει ποσοστό 55,19% του μετοχικού της κεφαλαίου και έχει ως δημόσιο σκοπό, βάσει του καταστατικού της, την ανάπτυξη και εκμετάλλευση των αλυκών και του ορυκτού αλατιού της χώρας δια της πρωτογενούς παραγωγής, μέσω των αλυκών, ενός βασικού προϊόντος για την διατροφή και την διαβίωση, όπως είναι το αλάτι, στους καταναλωτές. Είναι δε η εναγόμενη, η μόνη πρωτογενής παραγωγός του ζωτικού για την υγεία και την οικονομία (βιομηχανία τροφίμων Χημικών κλπ) προϊόντος, το οποίο διαθέτει στους πολίτες. Το γεγονός ότι με το αρ. 20 παρ. 1 ν. 3066/2002 απαλείφθηκε η φράση "η εταιρία για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος", δεν εξαιρεί την εταιρία από τις διατάξεις του ΑΝ 173/1967 και για το λόγο αυτό ο πέμπτος λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εν όψει δε του ότι η οφειλόμενη στον ενάγοντα αποζημίωση εμπίπτει στον προαναφερθέντα νομοθετικό περιορισμό ως προς το ύψος της, ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι αυτός δικαιούται να λάβει για την αιτία αυτή το ποσό των 15.000 ευρώ, λαμβανομένου υπ' όψη ότι υπολογιζόμενης της αποζημίωσης, σύμφωνα με τους νόμους 2112/1920 και 3198/1955, αυτή θα υπερέβαινε το ανωτέρω ποσό. Επομένως όσον αφορά το ύψος της αποζημίωσης το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά το νόμο εφάρμοσε απορριπτομένου έτσι του πέμπτου λόγου της υπό κρίση έφεσης. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω πρέπει γενομένων δεκτών του πρώτου και δεύτερου λόγου της υπό κρίση έφεσης να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο που δίκασε και απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής, να δικαστεί η αγωγή ως προς την κύρια βάση της και να απορριφθεί αυτή ως κατ' ουσία αβάσιμη...." Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο, προβαίνοντας σε παρεμπίπτοντα έλεγχο του υποστατού ή μη των κατηγοριών, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ και 13 παρ.3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, όπως αβάσιμα διαλαμβάνει ο αναιρεσείων στον τέταρτο αναιρετικό λόγο, με τον οποίο προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, καθ' όσον στην προκείμενη ο απολυθείς εργαζόμενος απηλλάγη με το υπ' αριθμ. .../2015 βούλευμα για λόγο που δεν αφορά την ουσία της υπόθεσης, και συγκεκριμένα λόγω παραγραφής των αξιοποίνων πράξεων που του αποδόθηκαν, και συνεπώς το υποστατό ή μη των κατηγοριών όφειλε να εξεταστεί από το Εφετείο. Η αμετάκλητη απαλλαγή του, εξάλλου, από τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν επί μηνύσεως που είχε υποβάλει σε βάρος του ο ταμίας της αναιρεσίβλητης, Ν. Κ., δεν ασκεί έννομη επιρροή στην παρούσα δίκη, εφόσον δεν πρόκειται για την έγκληση που συνάπτεται με την ένδικη καταγγελία, παρά αποτελεί στοιχείο το οποίο συνεκτιμήθηκε από το Εφετείο μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Ωσαύτως το Εφετείο, με το να οδηγηθεί στην προαναφερθείσα κρίση, ότι οι κατηγορίες σε βάρος του αναιρεσείοντος ήταν βάσιμες και συνεπώς η εναντίον του έγκληση της αναιρεσίβλητης δεν ήταν ψευδής και προσχηματική, ορθά εφήρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 375 και 390 του Π.Κ., με την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στους προσήκοντες κανόνες δικαίου.
Συνεπώς είναι αβάσιμος και ο τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ίδια ως άνω, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναιρετική πλημμέλεια, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο εσφαλμένα εφήρμοσε τις ανωτέρω ποινικές διατάξεις, ενώ περαιτέρω, οι λοιπές αιτιάσεις που περιέχονται στον ίδιο αναιρετικό λόγο, αποτελούν επιχειρήματα του αναιρεσείοντος που άπτονται της αναιρετικά ανέλεγκτης ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας. Με βάση δε τις παραπάνω κρίσεις του, ότι η υποβληθείσα έγκληση της εργοδότριας δεν ήταν προσχηματική, αλλά βάσιμη, και ότι κατόπιν τούτων η ένδικη αζήμια καταγγελία της σύμβασης εργασίας του αναιρεσείοντος από τα αρμόδια όργανα της αναιρεσίβλητης, λόγω μηνύσεως είναι έγκυρη, αυτονοήτως, έστω και σιωπηρά, το Εφετείο απέρριψε τον αγωγικό ισχυρισμό περί καταχρηστικότητας της καταγγελίας, κι επομένως είναι απορριπτέος και ο πέμπτος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο ο αναιρεσείων, υπό την επίκληση των αναιρετικών πλημμελειών από τους αριθμούς 8 και 9γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυρίζεται ότι το Εφετείο δεν εξέτασε τον ισχυρισμό του αυτό. V. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο, ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου του αριθμού 1. Με τον όρο "απαράδεκτο" νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, δηλαδή αυτό που δημιουργείται από την αθέτηση-παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (ΟλΑΠ2/2001, AΠ 343/2023, 1577/2022, 480/2020, 175/2019). Με το δεύτερο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας τους. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθ' όσον, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στην αμέσως προηγηθείσα σκέψη, με τον πιο πάνω λόγο από τον αριθμό 14, ελέγχονται μόνο τα δικονομικά απαράδεκτα και όχι οι κατά το ουσιαστικό δίκαιο ακυρότητες. Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Εφετείο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με το να μην λάβει υπόψη του τον αυτοτελή ισχυρισμό του ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ήταν άκυρη, διότι η αναιρεσίβλητη εργοδότρια όφειλε να καταβάλει την αποζημίωσή του εντός ευλόγου χρόνου από την έκδοση του απαλλακτικού βουλεύματος, άλλως από την έκδοση της αρεοπαγιτικής απόφασης που αναίρεσε την 121/2021 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, πράγμα που δεν έπραξε μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο της παραπομπής. Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη, καθ' όσον, όπως έχει ήδη λεχθεί, μετά την ολική αναίρεση της πιο πάνω εφετειακής απόφασης (ως προς αμφότερες τις βάσεις της) και μέχρι την έκδοση νέας απόφασης από το δικαστήριο της παραπομπής, ελλείψει δεδικασμένου, δεν υφίστατο υποχρέωση της αναιρεσίβλητης προς καταβολή της αποζημίωσης. Ανεξαρτήτως δε τούτου, η ακυρότητα της καταγγελίας ηδύνατο να κριθεί μόνον στα πλαίσια της συγκεκριμένης αγωγής και με βάση τους επικαλούμενους σ' αυτή συγκεκριμένους λόγους ακυρότητας και όχι με βάση μεταγενέστερα περιστατικά, τα οποία ενδεχομένως θα μπορούσαν να αποτελέσουν το έρεισμα για την άσκηση νέας αγωγής.
VI. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 17 του KΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η ίδια η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν η αντίφαση εντοπίζεται στις διατάξεις του διατακτικού της απόφασης, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η εκτέλεση αυτής ή να προκαλείται αβεβαιότητα ως προς τη διαγνωστική ή διαπλαστική λειτουργία της και το σχετικό δεδικασμένο. Αντίθετα, ο λόγος αυτός δεν στοιχειοθετείται, όταν υπάρχει αντίφαση στο ιστορικό ή στο αιτιολογικό μέρος της απόφασης ή μεταξύ κύριας και επάλληλης αιτιολογίας ή μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού ή μεταξύ της πρωτόδικης απόφασης και της εφετειακής που επικύρωσε την πρωτόδικη (Ολ ΑΠ 13/1995, ΑΠ 1144/2021, 570/2020, 551/2020, 403/2020, 38/2020, 158/2019, 87/2013). Η πλημμέλεια αυτή του δικαστηρίου της ουσίας προτείνεται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, αφού πρόκειται για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση (άρθρο 562 παρ.2 β` ΚΠολΔ). Περαιτέρω, δεν νοείται η ύπαρξη αντίφασης, όταν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχει μία μόνο διάταξη (ΑΠ 1144/2021, 158/2019, 360/2016). Για να είναι δε ορισμένος ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρονται οι αντιφατικές διατάξεις και να προσδιορίζεται με ακρίβεια η αντίφασή τους (Ολ ΑΠ 13/1995, ΑΠ 1346/2023, 130/2020, 1506/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο πρόσθετο λόγο της αναίρεσης με την επίκληση της διάταξης του αρ 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η πλημμέλεια της αντιφατικότητας των διατάξεων του διατακτικού της, και συγκεκριμένα ότι, ενώ έκρινε ότι αποδείχθηκε το υποστατό των σε βάρος του κατηγοριών και επομένως δεν του οφείλεται αποζημίωση απόλυσης, ακολούθως, κατά την εξέταση της επικουρικής βάσης της αγωγής, απέφυγε και δεν έκρινε επί της ουσίας του αιτήματός του για την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης, και τελικά, στο διατακτικό της αποφάνθηκε αποκλειστικά και μόνον επί της κύριας βάσης της αγωγής, την οποία απέρριψε, χωρίς να περιλάβει διάταξη επί της επικουρικής βάσης, δημιουργώντας έτσι αβεβαιότητα ως προς το αν υφίστατο ή όχι υποχρέωση της αναιρεσίβλητης περί καταβολής της πρωτοδίκως επιδικασθείσας αποζημίωσης των 15.000 ευρώ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθ' όσον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και δη του περιεχομένου του διατακτικού της, αυτό είναι σαφές, ευρισκόμενο σε πλήρη εναρμόνιση με το σκεπτικό και ουδόλως περιέχει αντιφατικές διατάξεις που δημιουργούν αβεβαιότητα ως προς τη διάγνωση που έλαβε χώρα. Πιο συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως ήδη πιο πάνω αναφέρθηκε, εξαφάνισε την πρωτόδικη μόνο κατά την κύρια βάση της αγωγής, και ακολούθως, δικάζοντας επί της ουσίας απέρριψε και πάλι κατ' ουσίαν τη βάση αυτή. Κατά δε το μέρος που αφορούσε την επικουρική βάση, δε χρειαζόταν να έχει ειδική διάταξη στο διατακτικό της, γιατί δεν εξαφάνισε την πρωτόδικη ως προς τη βάση της αυτή.
VIΙ. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το βάσιμο περί τούτου αίτημά της (ΚΠολΔ 176, 180 παρ.1, 183 και191παρ.2), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 16-2-2024 αίτηση αναίρεσης και τους από 16-10-2024 πρόσθετους λόγους, κατά της υπ' αριθμ. .../2023 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών
και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ