ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 25/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 25/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 25/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 25 / 2025    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 25/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (σύμφωνα με την .../2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Ζώη), Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Βάϊα Ζαρχανή και Στυλιανό Κακαβιά, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 3 Δεκεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Ε. Τ., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τους Υπουργούς των Οικονομικών και Πολιτισμού και Αθλητισμού, που κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του Ευάγγελου Τσάκαλου, πληρεξουσίου Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις

Των αναιρεσίβλητων: 1) Π. Α. του Δ., 2) Ι. Α. του Κ., 3) Δ. Β. του Σ., 4) Γ. Γ. του Ι., 5) Β. Γ. του Κ., 6) Γ. Δ. του Δ., 7) Σ. Δ. του Ε., 8) Α. Δ. του Ε., 9) Ε. Δ. του Δ., 10) Δ. Κ. του Α., 11) Σ. Κ. του Δ., 12) Κ. Κ. του Π., 13)Χ. Κ.-Π.- του Χ.-μηνά, 14) Σ. Μ. του Λ., 15) Α. Μ. του Π., 16) Θ. Π. του Π., 17) Ι. Π. του Α., 18) Α. Π. του Ι., 19) Γ. Π. του Π., 20) Ε. Ρ. του Γ., 21) Δ. Ρ. του Ά., 22) Ι. Τ. του Σ., 23) Ε. Τ. του Ι., 24) Κ. Τ. του Α., 25) Ι. Τ. του Δ., 26) Ε. Μ. του Β., 27) Π. Ν. του Α., 28) Π. Τ. του Α., 29) Γ. Α. του Κ., 30) Χ. Α. του Σ., 31) Σ. Β. του Π., 32) Φ. Κ. του Γ., 33) Ε. Κ. του Χ., 34) Α. Κ. του Ά., 35) Φ. Χ. του Θ., 36) Ά. Α. του Σ., 37) Μ. Β. του Γ., 38) Χ. Δ. του Β., 39) Θ. Ζ. του Λ., 40) Κ. Κ. του Ν., 41) Γ. Κ. του Θ., 42) Α. Μ. του Ι., 43) Χ. Π. του Α., 44) Ά. Τ. του Α., 45) Μ.-Π. Χ. του Σ., 46) Ι. Κ. του Κ., 47) Ε. Μ. του Φ. και 48) Τ. Π. του Γ., κατοίκων ..., εκ της υπηρεσίας τους, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-12-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η .../2013 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η .../2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί το αναιρεσείον με την από 1-12-2021 αίτησή του.

Με την υπ' αριθμ. .../2024 Πράξη της Προέδρου του Β1 Πολιτικού Τμήματος, ορίστηκε, κατ'εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 307 του ΚΠολΔ, η δικάσιμος, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Βάϊα Ζαρχανή.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 307 ΚΠολΔ, αν για οποιονδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται, αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Και ναι μεν στο άρθρο 307 ΚΠολΔ δεν μνημονεύεται ρητώς, όπως στο άρθρο 254 ΚΠολΔ, ότι η επαναλαμβανόμενη συζήτηση αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης, όμως δεν συντρέχει δικαιολογητικός λόγος να αντιμετωπιστούν κατά διαφορετικό τρόπο οι δύο περιπτώσεις, διότι οι πιο πάνω διατάξεις διαφέρουν μόνον ως προς το λόγο της επανάληψης, ο οποίος στην περίπτωση του άρθρου 307 ΚΠολΔ δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα κάποιου διαδίκου και, συνεπώς, δεν δικαιολογείται να υφίσταται, αν δεν εμφανιστεί ή δεν εμφανιστεί προσηκόντως ή δεν καταθέσει εκ νέου προτάσεις, δυσμενέστερη μεταχείριση, δηλαδή, να δικαστεί ερήμην και να υποστεί τις σχετικές συνέπειες. Συνακόλουθα, η αρχική και η επαναλαμβανόμενη συζήτηση συνθέτουν μία συζήτηση και ο διάδικος ο οποίος δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη, είχε όμως παραστεί στην αρχική, δικάζεται αντιμωλία, ο διάδικος δε που παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν χρειάζεται να καταθέσει εκ νέου προτάσεις (ΑΠ 156/2024, 936/2018, 869/2017). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ενώ με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Τις κλητεύσεις, δε, επικαλείται και αποδεικνύει ο παριστάμενος διάδικος (ΑΠ 536/2020, 177/2018). Περαιτέρω με το άρθρο 6Α του Νομοθετικού Διατάγματος της 26 Ιουνίου - 10 Ιουλίου 1944 "Περί Κώδικος Δικών του Δημοσίου", όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 46 παρ. 3 του ν. 4305/2014 (ΦΕΚ Α 237/31.10.2014), ορίζεται ότι "1. Η επίδοση από το Ελληνικό Δημόσιο ή οποιοδήποτε Ν.Π.Δ.Δ. κάθε ενδίκου βοηθήματος και ενδίκου μέσου, οποιασδήποτε κλήσης προς συζήτηση υπόθεσης, οποιασδήποτε δικαστικής απόφασης, προσωρινής διαταγής, για οποιαδήποτε υπόθεση σε οποιονδήποτε βαθμό ή στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης, ενώπιον οποιουδήποτε πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου, δύναται να γίνει: α) στους αντιδίκους του ή τον αντίκλητο τους, β) στον δικηγόρο ο οποίος τους εκπροσώπησε κατά την τελευταία συζήτηση της υπόθεσης ή έχει υπογράψει το τελευταίο δικόγραφο που αφορά την υπόθεση, στην τελευταία δηλωθείσα, κατά τις κείμενες διατάξεις, διεύθυνση τους. Ο δικηγόρος στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου θεωρείται αντίκλητος και για κάθε μεταγενέστερη επίδοση, έκτος εάν ο διάδικος, κατά περίπτωση, γνωστοποίησε με δήλωση στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή την έδρα του Ν.Π.Δ.Δ., το διορισμό νέου πληρεξουσίου ή αντικλήτου. Ο δικηγόρος ή ο αντίκλητος οφείλει να παραδίδει αμελλητί το επιδιδόμενο έγγραφο. Επιδόσεις που έχουν διενεργηθεί κατά τα αναφερόμενα στα προηγούμενα εδάφια θεωρούνται νόμιμες και για εκκρεμείς σε οποιοδήποτε στάδιο υποθέσεις. 2. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται ανάλογα και για επιδόσεις που διενεργούνται, κατ` εφαρμογή κείμενων διατάξεων, από τη Γραμματεία οποιουδήποτε Δικαστηρίου ή τις Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές". Ως δικηγόρος του διαδίκου, στον οποίο μπορεί εγκύρως να γίνει επίδοση, κατά τη σαφή έννοια της ως άνω διάταξης, θεωρείται εκείνος ο οποίος εκπροσώπησε το διάδικο στην τελευταία συζήτηση της υπόθεσης ή υπέγραψε το τελευταίο δικόγραφο που κατατέθηκε εγκύρως για λογαριασμό του, κατά την διαδικαστική πορεία αυτής, εφόσον ο δικηγόρος αυτός δεν έχει αντικατασταθεί κατά τον αναφερόμενο στην διάταξη αυτή τρόπο (ΑΠ 713/2024, 330/2018). Στην προκείμενη περίπτωση, με την .../2024 πράξη της Προέδρου του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Δικαστηρίου αυτού προσδιορίστηκε, για τους λόγους που εκτίθενται στην ως άνω πράξη και συνίστανται στην αδυναμία έκδοσης απόφασης επί της από 1-12-2021 και με αριθμό κατάθ. .../2021 αίτησης αναίρεσης, που είχε συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 7-11-2023, η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (3-12-2024) με σκοπό την επανάληψη της συζήτησης. Από την με αριθμό ...-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, Ε. Α., την οποία προσκομίζει και επικαλείται το αναιρεσείον, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξεις καταθέσεως δικογράφου και ορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο της 4-10-2022, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 7-11-2023, επιδόθηκε, με την επιμέλεια αυτού, νόμιμα και εμπρόθεσμα στο δικηγόρο Αθηνών Δημήτριο Βαλαβάνη, ως πληρεξούσιο δικηγόρο όλων των εναγόντων-εφεσιβλήτων (στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ήδη αναιρεσίβλητοι) ο οποίος είχε εκπροσωπήσει αυτούς ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά την τελευταία συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του ως άνω δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (22-1-2019) κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση (.../2019). Κατά τη δικάσιμο της υπόθεσης (7-11-2023), εκπροσωπήθηκαν (από τον ως άνω πληρεξούσιο) οι 8η, 15η, 26η, 28η και 45ος εκ των αναιρεσιβλήτων, ενώ οι λοιποί αναιρεσίβλητοι δεν παραστάθηκαν, χωρίς να απαιτείται η νέα κλήτευσή τους για τη δικάσιμο αυτή, δεδομένου ότι η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο θεωρείται ως κλήτευσή τους (άρθρο 226 παρ.4 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από το από 5-9-2024 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή του Αρείου Πάγου Ε. Π., προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της με αριθμό .../2024 πράξης της Προέδρου του Β1 πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου, με κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον αυτό ως άνω αντίκλητο δικηγόρο των αναιρεσιβλήτων, πλην κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου ουδείς εκ των αναιρεσιβλήτων παραστάθηκε, ούτε κατατέθηκε δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Συνεπώς, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν, εφόσον ο προς ον οι επιδόσεις δικηγόρος είναι αντίκλητος των αναιρεσιβλήτων για τις επιδόσεις που αφορούν την παρούσα αναιρετική δίκη, αφού δεν προκύπτει ότι έχει αντικατασταθεί από αυτούς κατά τον αναφερόμενο στην προαναφερθείσα διάταξη τρόπο και κλήθηκε νομότυπα, κατά τα ως άνω, να παραστεί κατά τη συζήτηση, οι μεν με αριθμούς 8, 15, 26, 28 και 45 των αναιρεσιβλήτων πρέπει να δικαστούν αντιμωλία, οι δε λοιποί αναιρεσίβλητοι θα δικαστούν ερήμην, σαν να ήταν όμως παρόντες (άρθρ.576 παρ.2 ΚΠολΔ). Με την υπό κρίση από 1-12-2021 με αριθ. κατ. ...-2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η ...-2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, μη συνυπολογιζομένων των χρονικών διαστημάτων αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων από 13-3-2020 έως 31-5-2020 και από 7-11-2020 έως 6-4-2021 με βάση τις διατάξεις των άρθρων 74 παρ.1 Ν.4690/2020 και 83 παρ.1 Ν.4790/2021 σε συνδυασμό και με την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 49 του ν.4963/2022 (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 ΚΠολΔ) γι αυτό και είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί για το παραδεκτό και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Από τις διατάξεις των άρθρων 648 και 669 του Α.Κ., 8 παρ.1 και 3 του Ν.2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί με το άρθρο 11 του ΑΝ 547/1937, 21 παρ.1, 2 και 3 του Ν.2190/1994, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της 1999/70 κοινοτικής Οδηγίας (10-7-2001), τις αναθεωρημένες διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος (ΦΕΚ Α 84/17-4-2001), και, τέλος, τις διατάξεις των άρθρων 5, 6, 7 του π.δ. 164/2004 (ΦΕΚ Α 134/19-7-2004), με τις οποίες ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η ανωτέρω κοινοτική Οδηγία για τους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, προκύπτει ότι, διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου συναπτόμενες με το Δημόσιο, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος (ήτοι από τις 18.4.2001 και εφεξής) δεν μπορούν, ούτε και με νόμο, να μετατραπούν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες του οικείου φορέα που προέβη στην πρόσληψη. Αντίθετα, η διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 και 3 του Ν. 2112/1920 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 281, 671 ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος μπορεί να εφαρμοσθεί σε διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, πριν από την έναρξη της ισχύος των τροποποιημένων διατάξεων του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος και της 1999/70 ΕΚ Οδηγίας. Τούτο διότι οι συμβάσεις αυτές, παρά την απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), είχαν ήδη πριν από την έναρξη της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων προσλάβει το χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου κατ` εφαρμογή των διατάξεων αυτών, τον οποίο διατήρησαν και μετά ταύτα (Ολ. ΑΠ 7/2011 και 8/2011). Στην περίπτωση αυτή, η μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων (18-4-2001) και της 1999/70 Οδηγίας (10-7-2001) συνέχιση της εξακολούθησης της κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που είχαν όμως αρχίσει να συνάπτονται πριν την ανωτέρω συνταγματική αναθεώρηση, είναι νομικώς αδιάφορη, διότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είχε ήδη προσλάβει το χαρακτήρα σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, τον οποίο και διατήρησε στη συνέχεια κατά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων (Ολ.ΑΠ 7/2011). Προϋπόθεση όμως για την εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν.2112/1920 είναι οι διαδοχικές αυτές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου και υπό τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους να διακρίνονται από συνοχή και χρονική ενότητα μεταξύ τους, δηλαδή να μην μεσολαβούν πολύμηνα χρονικά διαστήματα μεταξύ του χρόνου λήξης της μίας και του χρόνου έναρξης της ισχύος της αμέσως επόμενης (ΑΠ 788/2017, 1425/2015, 244/2015, 696/2013), καθ' όσον δεν συντρέχει στην περίπτωση αυτή η χρονική ενότητα (ΑΠ 237/2022, 1610/2022). Ωσαύτως, με την μεταβατικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 11 παρ.1 περ. α, 2 εδ.α και β, 3 και 5 του πιο πάνω π.δ.164/2004, που κρίθηκε συνταγματικώς ανεκτή ως μεταβατική διάταξη τακτοποίησης εκκρεμών εργασιακών σχέσεων (ΟλΑΠ 16/2017), ρυθμίσθηκε το ζήτημα του χαρακτηρισμού διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένης διάρκειας κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του ιδίου διατάγματος (δηλαδή διαδοχικών συμβάσεων με αντικείμενο την ίδια ή παρεμφερή εργασία μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί διάστημα μικρότερο των τριών μηνών), που είχαν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του και ήσαν ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού (19.7.2004) ή είχαν λήξει εντός του προηγουμένου τριμήνου, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για τον εφεξής χρόνο, υπό τις τασσόμενες στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις, με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του φορέα απασχόλησης και έλεγχο από το ΑΣΕΠ. Επομένως, εάν δεν συντρέχουν οι τιθέμενες από το πιο πάνω Π.Δ/γμα προϋποθέσεις, η διάταξη του άρθρου 11 αυτού δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής και μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε τοιαύτες αορίστου χρόνου δεν δύναται να γίνει (ΟλΑΠ 19/2007, ΑΠ 1610/2022, 104/2016). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, όπως η διάταξη αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 19 του Ν. 435/1976, κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία σχέσης εξαρτημένης εργασίας, είναι απαράδεκτη αν η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριών μηνών από τη λύση της σχέσης εργασίας. Από τη διάταξη αυτή, στην οποία γίνεται λόγος για αξίωση από άκυρη καταγγελία της σχέσης εργασίας και σχετική αγωγή, προκύπτει ότι η αγωγή με την οποία ασκείται αξίωση από άκυρη καταγγελία της σύμβασης δεν ταυτίζεται με την αγωγή με την οποία ζητείται η κήρυξη της καταγγελίας ως άκυρης. Η ακυρότητα της καταγγελίας επέρχεται αυτοδικαίως και υπάρχει πριν απαγγελθεί με δικαστική απόφαση, η οποία, όταν εκδοθεί, αναγνωρίζει απλώς την υφιστάμενη κατάσταση. Για το λόγο αυτό, η αγωγή, με την οποία διώκεται μόνο αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, χωρίς να ασκείται αξίωση, δεν υπόκειται καθεαυτή, ως αναγνωριστική, στην πιο πάνω αποκλειστική προθεσμία, όταν όμως, κατά το χρόνο άσκησής της, έχει παρέλθει η άνω προθεσμία για τις αξιώσεις που πρόκειται να προπαρασκευάσει, απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου συμφέροντος (ΑΠ 706/2021, 80/2009, 1435/2002). Η προαναφερόμενη διάταξη έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εργασίας, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου είναι αυτή, και από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα, δηλαδή έχει εφαρμογή όχι μόνο για τους μισθωτούς που υπάγονται στις ρυθμίσεις του ρηθέντος νόμου και για ακυρότητα της καταγγελίας λόγω παραβάσεως των διατάξεών του, αλλά και στις περιπτώσεις ακυρότητας της καταγγελίας λόγω παραβάσεως άλλων διατάξεων ή και κανονισμών του εργοδότη που έχουν ισχύ νόμου (ΑΠ 21/2004). Διάφορη, ωστόσο, είναι η περίπτωση κατά την οποία, προβάλλεται με την αγωγή, εκτός από το αίτημα περί αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, και πρόσθετο αίτημα περί αναγνώρισης της φύσεως της σύμβασης εργασίας που συνέδεε τα μέρη, αίτημα το οποίο δεν συνάπτεται με οποιαδήποτε αξίωση εκ της ακυρότητας της καταγγελίας, την οποία να προπαρασκευάζει, ούτως ώστε το αίτημα αυτό, ως αναγνωριστικό, να μην υπόκειται στην αποσβεστική ως άνω προθεσμία (πρβλ ΑΠ 706/2021). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α` ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σε αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, 2/2013). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ενστάσεων των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κτλ ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (ΑΠ 2/2020, 19/2020). Εξ άλλου από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ. θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένος ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος για παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, πρέπει να προσδιορίζεται ο συγκεκριμένος νομικός κανόνας και μάλιστα εναρίθμως η ουσιαστικού δικαίου διάταξη, ο οποίος φέρεται παραβιασθείς και το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή αυτού. Εάν δε το δικαστήριο εχώρησε στην κατ' ουσίαν έρευνα της υποθέσεως, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο τα γενόμενα δεκτά από το δικαστήριο πραγματικά γεγονότα, υπό τα οποία φέρεται συντελεσθείσα η προβαλλόμενη παραβίαση του κανόνος ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 1190/2018).
Με την από 4-12-2007 και με αριθ. κατ. .../2007 αγωγή των αρχικών εναγόντων (78 τον αριθμό), στους οποίους περιλαμβάνονται και οι 48 ήδη αναιρεσίβλητοι, κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκαν με το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους κατά τους αναφερόμενους στην αγωγή χρόνους, σε διάφορες διευθύνσεις του Υπουργείου Πολιτισμού, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, η δε πρόσληψή τους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου δεν δικαιολογείται από τη φύση, το είδος και το σκοπό της εργασίας που έκαστος εξ αυτών παρείχε, ούτε υπαγορευόταν από άλλο ειδικό λόγο, αναγόμενο στις ιδιαίτερες συνθήκες των υπηρεσιών του εναγομένου, αλλά έγινε προς καταστρατήγηση των διατάξεων περί καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου. 'Ότι ειδικότερα, απασχολήθηκαν από το εναγόμενο, έκαστος κατά τα αμέσως κατωτέρω χρονικά διαστήματα και με τις αναγραφόμενες ειδικότητες: 1) ο ενάγων Π. Α., από 21.04.2007 έως 25.11.2007 ως νυχτοφύλακας, 2) ο Ι. Α., από 09.07.2005 έως 31.12.2005, από 24.06.2006 έως 24.10.2006 και από 21.04.2007 έως 25.11.2007 ως ημερήσιος φύλακας εργοταξίου, 3) ο Δ. Β., από 24.07.2007 έως 31.10.2007 ως φύλακας, 4) η Γ. Γ., από 01.08.2001 έως 31.12.2001, από 25.07.2003 έως 30.11.2003, από 01.01.2005 έως 31.10.2005 και από 01.03.2007 έως 14.11.2007 ως ημερήσιος φύλακος εργοταξίου, 5) η Β. Γ., από 01.11.2004 έως 31.12.2004, από 01.05.2006 έως 31.10.2006 και από 01.04.2007 έως 31.10.2007 ως φύλακας αρχαιοτήτων, 6) η Γ. Δ., από 09.07.2007 έως 31.10.2007 ως νυχτοφύλακας, 7) η Σ. Δ., από 21.04.2007 έως 25.11.2007 ως ημερήσιος φύλακας, 8) η Α. Δ., από 11.09.2006 έως 31.12.2006 και από 12.02.2007 έως 05.11.2007 ως νυχτοφύλακας, 9) ο Ε. Δ., από 17.05.2002 έως 16.10.2002, από 20.12.2002 έως 31.12.2002, από 02.01.2003 έως 10.01.2003, από 10.01.2003 έως 31.03.2003, από 01.04.2003 έως 16.06.2003, από 18.11.2003 έως 31.12.2003, από 26.01.2004 έως 20.06.2004, από 03.08.2004 έως 30.09.2004, από 04.01.2006 έως 19.09.2006 και οπό 21.03.2007 έως 04.12.2007 ως ημερήσιος φύλακας, 10) η Δ. Κ., από 21.04.2007 έως 25.11.2007 ως ημερήσιος φύλακας αρχαιοτήτων, 11) η Σ. Κ., από 25.06.2004 έως 25.11.2004, από 10.05.2006 έως 09.09.2006, από 13.09.2006 έως 13.10.2006, από 16.10.2006 έως 31.10.2006 και από 05.07.2007 έως 31.10.2007 ως ημερήσιος φύλακας, 12) ο Κ. Κ., από 16.04.2007 έως 30.11.2007 ως φύλακας αρχαιοτήτων, 13) η Χ. Κ.-Π., από 01.04.2007 έως 30.11.2007 ως φύλακας, 14) η Σ. Μ., από 01.05.2002 έως 30.09.2002, από 23.06.2004 έως 22.11.2004 και από 01.03.2007 έως 14.11.2007 ως ημερήσιος φύλακας αρχαιοτήτων, 15) η Α. Μ., από 01.07.2005 έως 31.10.2005 και από 20.07.2007 έως 31.10.2007 ως ημερήσιος φύλακος αρχαιοτήτων, 16) η Θ. Π., από 22.07.2006 έως 31.12.2006 και από 27.02.2007 έως 15.11.2007 ως ημερήσιος φύλακας αρχαιοτήτων, 17) ο Ι. Π. από 24.06.2006 έως 24.10.2006 και από 21.04.2007 έως 22.11.2007 ως νυχτοφύλακας, 18) η Α. Π., από 05.07.2007 έως 31.10.2007 ως ημερήσιος φύλακας, 19) η Γ. Π. από 16.04.2007 έως 18.11.2007 ως ημερήσιος φύλακας αρχαιοτήτων, 20) ο Ε. Ρ., από 20.07.2007 έως 31.10.2006 ως νυχτοφύλακας, 21) η Δ. Ρ., από 01.07.2003 έως 15.10.2003 και από 12.07.2007 έως 31.10.2007 ως ημερήσιος φύλακας αρχαιοτήτων, 22) η Ι. Τ., από 01.04.2007 έως 02.12.2007 ως φύλακας αρχαιοτήτων, 23) η Ε. Τ., από 24.07.2006 έως 31.12.2006 και από 01.04.2007 έως 02.12.2007 ως φύλακας αρχαιοτήτων, 24) ο Κ. Τ., από 08.05.2002 έως 08.10.2002, από 01.07.2005 έως 31.10.2005 και οπό 09.07.2007 έως 31.10.2007 ως νυκτοφύλακας, 25) ο Ι. Τ., από 01.07.2004 έως 30.11.2004, από 11.05.2006 έως 10.09.2006, από 12.09.2006 έως 10.11.2006 και από 01.03.2007 έως 02.11.2007 ως ημερήσιος φύλακας, 26) η Ε. Μ., από 12.04.2001 έως 12.09.2001, οπό 01.10.2001 έως 31.10.2001, από 25.02.2002 έως 30.04.2002, από 16.06.2004 έως 15.11.2004 και από 03.04.2007 έως 30.11.2007 ως νυκτοφύλακας, 27) η Π. Ν., από 03.04.2007 έως 30.11.2007 ως νυκτοφύλακας, 28) η Π. Τ., από 02.05.1998 έως 31.10.1998, από 01.07.2000 έως 31.10.2000, από 13.04.2001 έως 13.09.2001, από 16.09.2001 έως 31.10.2001, από 15.06.2003 έως 15.11.2003, από 10.08.2004 έως 31.10.2004, από 10.03.2005 έως 31.05.2005, από 01.06.2005 έως 17.06.2005, από 02.01.2006 έως 30.04.2006 και από 22.06.2006 έως 02.11.2007, ως φύλακος αρχαιοτήτων, 29) η Γ. Α., από 20.05.2006 έως 10.09.2006 και από 22.03.2007 έως 30.11.2007 ως καθαρίστρια, 30) η Χ. Α., από 20.04.2007 έως 15.12.2007 ως καθαρίστρια, 31) η Σ. Β., από 21.05.2007 έως 25.11.2007 ως καθαρίστρια, 32) η Φ. Κ., από 21.04.2007 έως 25.11.2007 ως καθαρίστρια, 33) η Ε. Κ., από 27.02.2007 έως 20.11.2007 ως καθαρίστρια, 34) η Α. Κ., από 09.07.2007 έως 31.10.2007 ως καθαρίστρια, 35) η Φ. Χ., από 27.02.2007 έως 20.11.2007 ως καθαρίστρια, 36) η ‘Α. Α., από 12.05.2006 έως 30.10.2006 και από 14.02.2007 έως 31.10.2007 ως καθαρίστρια, 37) η Μ. Β., από 01.07.1994 έως 19.12.1994, από 01.08.1995 έως 31.12.1995, από 13.08.1997 έως 10.12.1997, από 06.07.1998 έως 12.11.1998, από 13.11.1998 έως 31.12.1998, από 25.08.1999 έως 31.12.1999, από 25.09.2000 έως 31.12.2000, από 19.02.2001 έως 31.08.2001, από 01.10.2001 έως 30.11.2001, από 04.04.2002 έως 16.08.2002, από 02.12.2002 έως 31.12.2002, από 13.01.2003 έως 09.06.2003, από 01.07.2004 έως 30.09.2004, από 04.10.2005 έως 31.12.2005, από 09.01.2006 έως 20.03.2006, από 02.11.2006 έως 31.12.2006 και από 01.02.2007 έως 17.10.2007 ως συντηρήτρια, 38) η Χ. Δ., από 06.07.2005 έως 25.12.2005 και από 03.05.2007 έως 26.11.2007 ως εργάτρια, 39) ο Θ. Ζ., από 01.09.2003 έως 31.12.2003, από 26.05.2004 έως 30.09.2004, από 07.06.2005 έως 06.10.2005, από 01.11.2005 έως 31.12.2005, από 03.04.2006 έως 29.09.2006, από 02.04.2007 έως 02.07.2007 και από 13.07.2007 έως 11.10.2007 ως εργάτης, 40) η Κ. Κ., από 25.11.1999 έως 24.11.2000, από 24.11.2000 έως 23.11.2001, από 24.11.2001 έως 31.12.2001, από 01.04.2003 έως 11.12.2003, από 28.01.2004 έως 17.06.2004, από 18.06.2004 έως 31.12.2004, από 01.01.2005 έως 12.05.2006, από 12.10.2006 έως 31.12.2006, από 01.01.2007 έως 25.01.2007 και από26.01.2007 έως 12.10.2007 ως ειδικευμένη εργάτρια, 41) η Γ. Κ. από 01.03.2007 έως 19.11.2007 ως ειδικευμένη εργάτρια, 42) ο Α. Μ., από 03.08.2004 έως 07.11.2004, από 26.08.2005 έως 30.12.2005, από 12.01.2006 έως 27.09.2006 και από 01.03.2007 έως 14.11.2007 ως εργάτης εσωτερικού χώρου, 43) ο Χ. Π., από 23.09.2005 έως 13.10.2005, από 05.06.2006 έως 07.09.2006, από 16.11.2006 έως 31.12.2006 και από 26.01.2007 έως 11.10.2007 ως τεχνίτης, 44) η ‘Α. Τ., από 20.01.2004 έως 04.10.2004, από 19.01.2005 έως 04.10.2005, από 18.09.2006 έως 31.12.2006, από 02.04.2007 έως 29.06.2007 και από 13.07.2007 έως 11.10.2007 ως εργάτρια ανασκαφών, 45) ο Μ.-Π. Χ., από 07.09.2005 έως 12.12.2005, από 13.12.2005 έως 30.06.2006, από 01.07.2006 έως 31.12.2006, από 01.01.2007 έως 21.03.2007 και από 22.03.2007 έως 30.11.2007 ως εργάτης, 46) ο Ι. Κ., από 02.09.2003 έως 31.12.2003, από 04.02.2004 έως 30.09.2004, από 02.02.2005 έως 24.10.2005 και από 01.03.2007 έως 20.11.2007 ως διοικητικός υπάλληλος, 47) ο Ε. Μ., από 01.04.2003 έως 17.12.2003, από 11.02.2004 έως 29.10.2004, οπό 22.03.2005 έως 06.12.2005, από 14.04.2006 έως 29.12.2006 και από 05.03.2007 έως 17.10.2007 ως αρχαιολόγος και 48) η Τ. Π., από 16.08.2004 έως 30.09.2004, από 01.10.2004 έως 31.03.2005, από 08.07.2005 έως 31.12.2005, από 17.08.2006 έως 31.12.2006 και από 01.03.2007 έως 26.11.2007 ως σχεδιάστρια. 'Ότι το εναγόμενο, κατά τον αναφερόμενο για κάθε ενάγοντα χρόνο, έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους χωρίς έγγραφη καταγγελία και χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν, επικαλούμενοι τις διατάξεις των άρθρων 648 ΑΚ, 1 και 8 του ν. 2112/1920 και της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ΠΔ 164/2004 ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα της Κοινοτικής Οδηγίας, τα εξής: α) να αναγνωρισθεί ότι συνδέονται εξ' υπαρχής με το εναγόμενο με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, β) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους με καθεστώς εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με την ειδικότητα και τις αποδοχές που αντιστοιχούν στις θέσεις τους με την απειλή χρηματικής ποινής για την περίπτωση της μη συμμόρφωσής του στην υποχρέωσή του αυτή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την .../2013 οριστική απόφασή του, και μετά την παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής εκ μέρους ορισμένων εκ των εναγόντων, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς τους ήδη αναιρεσιβλήτους. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι με την από 16-12-2014 έφεσή τους ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση, εξαφάνισε την προσβαλλόμενη απόφαση και ακολούθως, δικάζοντας επί της αγωγής και σε σχέση με τους ήδη αναιρεσιβλήτους, την έκανε δεκτή ως νόμιμη και κατ' ουσίαν βάσιμη. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ήτοι της ευθείας άλλως εκ πλαγίου παραβίασης των ουσιαστικών διατάξεων του άρθρου 6 παρ.1 Ν.3198/1955, 669 παρ.1 και 280 του Α.Κ., σε σχέση με τους 26η, 28η, 37η και 40ή, αναιρεσιβλήτους, διότι δεν απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή και κατά το αίτημά της περί αναγνώρισης του χαρακτήρα των συμβάσεων εργασίας των αναιρεσιβλήτων ως αορίστου χρόνου. Ο λόγος αυτός, αληθώς μόνον από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος, καθ' όσον οι αναιρεσίβλητοι ενάγοντες, με το συγκεκριμένο αίτημα της αγωγής τους, ζήτησαν μόνον να αναγνωριστεί ότι συνδέονται με το εναγόμενο αναιρεσείον με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αίτημα το οποίο δεν συνάπτεται με αξιώσεις εκ της ακυρότητας της καταγγελίας, και συνεπώς ορθά το εφετείο δέχθηκε ότι αυτό είναι παραδεκτό. Με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο, το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και συγκεκριμένα παραβίαση των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 103 §§2, 7 και 8 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 επομ. ΑΚ, 8 ν.2112/1920, της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και του άρ.21 Ν.2190/1994, ισχυριζόμενο ειδικότερα ότι η αγωγή δεν ήταν νόμιμη. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος ως προς τους 1ο, 2ο, 3ο, 4η, 5η, 6η, 7η, 8η, 9ο, 10η, 11η, 12ο, 13η, 14η, 15η, 16η, 17ο, 18η, 19η, 20ό, 21η, 22η, 23η, 24ο, 25ο, 26η, 27η, 28η, 29η, 30ή, 31η, 32η, 33η, 34η, 35η, 36η, 38η, 39ο, 41η, 42ο, 43ο, 44η, 45ο, 46ο, 47ο και 48η των αναιρεσιβλήτων, καθ' όσον, σε σχέση μεν με τους αναιρεσιβλήτους με τους αριθμούς 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 27, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 38, 39, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47 και 48, ως εκ του χρόνου σύναψης των επίδικων συμβάσεών τους μετά την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου άρθ. 103 του Συντάγματος δεν είναι δυνατή η κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό αναγνώριση αυτών ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας και δη αορίστου χρόνου, έστω και αν οι αναιρεσίβλητοι ενάγοντες κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσίβλητου εναγομένου. Λεκτέον ότι, οι ρυθμίσεις της με αριθ. 1999/70 Οδηγίας, αφενός δεν επιβάλλουν, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό, αφετέρου, τα προς εφαρμογή της Οδηγίας προβλεπόμενα δικαιώματα του μισθωτού και οι προβλεπόμενες κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 7 του π.δ. 164/2004, είναι επαρκή για την αποτελεσματική προστασία των απασχολουμένων με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου μισθωτών, που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του δημόσιου φορέα, όπου απασχολούνται. Σε σχέση με την 26η και την 28η των αναιρεσιβλήτων, οι οποίες είχαν συμβάσεις προ του 2001, η μεν 26η εξ αυτών είχε μόλις μία σύμβαση προ του χρόνου που τέθηκε σε ισχύ η αναθεωρημένη ως άνω συνταγματική διάταξη του άρθρου 103, και συνεπώς δεν δύναται να γίνει λόγος περί "διαδοχικών" συμβάσεων που μετατράπηκαν σε αορίστου χρόνου προ της ισχύος της ως άνω διάταξης, η δε 28η εξ αυτών, με εξαίρεση την πρώτη σύμβασή της, η οποία ουδεμία συνοχή παρουσιάζει με τις επόμενες (απέχουσα σχεδόν δύο έτη από τη δεύτερη σύμβαση), οι επόμενες δύο συμβάσεις της, απέχουσες μεταξύ τους 5,5 μήνες περίπου δεν έχουν μεταξύ τους χρονική ενότητα και συνοχή, ώστε να έχουν μετατραπεί σε αορίστου χρόνου προ της ισχύος της αναθεωρημένης συνταγματικής διάταξης. Περαιτέρω, σε σχέση με όλους τους προαναφερθέντες αναιρεσιβλήτους, δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις εφαρμογής των μεταβατικών διατάξεων του π.δ. 164/2004, καθ' όσον οι εξ αυτών με τους αριθμούς 1, 2, 3, 5, 6, 7, 8, 10, 12, 13, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 22, 23, 27, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 38, 41, 42, 43, 45 και 48, συνήψαν συμβάσεις μετά τη δημοσίευση και του ως άνω π.δ. (19-7-2004), ενώ αναφορικά με τους λοιπούς, οι οποίοι είχαν προγενέστερες της 19ης-7-2004 συμβάσεις: α) η τέταρτη αναιρεσίβλητη, δεν είχε ενεργή σύμβαση κατά το χρόνο δημοσίευσης του π.δ., ούτε η προηγούμενη σύμβασή της είχε λήξει κατά το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο (άρθρ.11 παρ.1 και 5 του π.δ.), β) ο ένατος αναιρεσίβλητος, μέχρι το χρόνο δημοσίευσης του π.δ., είχε διαδοχικές συμβάσεις μέχρι και την 16-6-2003 με συνολικό χρόνο απασχόλησης 10,5 μηνών, ενώ η επόμενη σύμβασή του, η οποία συνήφθη μετά από χρονικό διάστημα πέντε μηνών (18-11-2003), δεν θεωρείται διαδοχική (άρθρ.5 παρ.1 του π.δ. 164/2004) και συνεπώς δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής του στις μεταβατικές διατάξεις του π.δ., γ) η ενδέκατη αναιρεσίβλητη έχει μόνο μία σύμβαση πριν τη δημοσίευση του π.δ., που συνήφθη ελάχιστες ημέρες πριν από αυτή, δ) η δέκατη τέταρτη αναιρεσίβλητη δεν έχει διαδοχικές συμβάσεις, εφόσον μεταξύ των δύο πρώτων συμβάσεών της μεσολαβεί χρονικό διάστημα άνω των δέκα οκτώ μηνών, ενώ η τελευταία σύμβασή της, συναφθείσα σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο και με απασχόληση σε άλλο φορέα, είναι νομικώς αδιάφορη, ε) η εικοστή πρώτη αναιρεσίβλητη, έχει μία μόνο σύμβαση μέχρι την ισχύ του π.δ., η οποία είχε λήξει σε χρονικό σημείο πολύ απώτερο του τριμήνου από της δημοσιεύσεώς του, στ) ο εικοστός τέταρτος των αναιρεσιβλήτων, ομοίως, έχει μία μόνο σύμβαση μέχρι την ισχύ του π.δ., η οποία είχε λήξει σε χρονικό σημείο πολύ απώτερο του τριμήνου από της δημοσιεύσεώς του, ζ) ο εικοστός πέμπτος των αναιρεσιβλήτων, έχει μία μόνο σύμβαση που συνήφθη ελάχιστο χρόνο προ της δημοσιεύσεως του π.δ., η) η εικοστή έκτη αναιρεσίβλητη, έχει μόνο δύο διαδοχικές συμβάσεις (την 1η και τη 2η), ενώ εφεξής μεσολαβούν χρονικά διαστήματα άνω των τριών μηνών (μεταξύ 2ης και 3ης μεσολαβούν 4 περίπου μήνες, μεταξύ 3ης και 4ης μεσολαβούν 26 μήνες) και συνεπώς δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής της στις μεταβατικές διατάξεις του π.δ., θ) η εικοστή όγδοη αναιρεσίβλητη, της οποίας η πρώτη σύμβαση ουδεμία χρονική ενότητα παρουσιάζει με τις επόμενες, αφού μεσολαβεί χρονικό διάστημα 20 μηνών μεταξύ αυτής και της δεύτερης σύμβασης, δεν έχει ούτε εφεξής διαδοχικές συμβάσεις, εφόσον μεταξύ δεύτερης και τρίτης σύμβασής της μεσολαβεί χρονικό διάστημα 5,5 μηνών, μεταξύ τέταρτης και πέμπτης σύμβασής της μεσολαβεί διάστημα 19,5 μηνών, ενώ μεταξύ πέμπτης και έκτης σύμβασής της μεσολαβεί διάστημα 9 περίπου μηνών, ι) ο τριακοστός ένατος αναιρεσίβλητος, δεν είχε διαδοχικές συμβάσεις μέχρι τη δημοσίευση του π.δ. καθ' όσον από τη λήξη της πρώτης σύμβασής του έως τη σύναψη της δεύτερης μεσολάβησε χρονικό διάστημα 5 μηνών περίπου, ια) η τεσσαρακοστή τέταρτη αναιρεσίβλητη είχε μία μόνο σύμβαση μέχρι την ισχύ του π.δ., ενώ κατά το χρόνο δημοσίευσής του είχε απασχοληθεί μόλις επί εξάμηνο, ιβ) ο τεσσαρακοστός έκτος είχε δύο συμβάσεις μέχρι τη δημοσίευση του π.δ., ωστόσο ο συνολικός χρόνος απασχόλησής του δεν αρκούσε για την υπαγωγή του τις μεταβατικές διατάξεις και ιγ) ο τεσσαρακοστός έβδομος των αναιρεσιβλήτων, ομοίως, είχε δύο συμβάσεις μέχρι τη δημοσίευση του π.δ., ωστόσο ο συνολικός χρόνος απασχόλησής του δεν αρκούσε για την υπαγωγή του τις μεταβατικές διατάξεις.
Τέλος, σε σχέση με τις 37η και 40ή των αναιρεσιβλήτων, η αγωγή παρίσταται νόμιμη, καθ' όσον, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή: α) η 37η απασχολήθηκε με συνεχείς συμβάσεις από τα μέσα του έτους 1994. Μεταξύ των συμβάσεών της, οι περισσότερες εκ των οποίων ήταν διαδοχικές, μεσολαβούσαν ορισμένες φορές πολύμηνα χρονικά διαστήματα, πλην όμως, ενόψει των συνεχών και αδιάκοπων ανανεώσεων επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δεκατριών ετών, σε συνδυασμό με το γεγονός της απασχόλησής της στα πλαίσια όλων των συμβάσεων στην ίδια υπηρεσία του εναγομένου, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων, υπήρχε έδαφος μετατροπής της σύμβασής της σε αορίστου χρόνου κατά τη διάταξη του άρθρου 8 του ν.2112/1920 προ της ισχύος του αναθεωρημένου Συντάγματος, β) η 40ή απασχολήθηκε με δύο διαδοχικές συμβάσεις από την 25-11-1999 μέχρι την ισχύ του αναθεωρημένου συντάγματος. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, που παραδεκτά επισκοπείται, σε σχέση με τις ως άνω αναιρεσίβλητες δέχθηκε τα ακόλουθα: "Οι ενάγοντες προσλήφθησαν για να καλύψουν ανάγκες του Υπουργείου Πολιτισμού σε ειδικότητες που περιγράφονται στον Οργανισμό του. Συγκεκριμένα [...........] η 37η εκκαλούσα, Β. Μ., απασχολήθηκε από 01/07/1994 έως και 19/12/1994, από 01/08/1995 έως και 31/12/1995, από 13/08/1997 έως και 10/12/1997, από 06/07/1998 έως και 12/11/1998, από 13/11/1998 έως και 31/12/1998, από 25/08/1999 έως και 31/12/1999, από 25/09/2000 έως και 31/12/2000,από 19/02/2001 έως και 31/08/2001, από 01/10/2001 έως και 30/11/2001, από 04/04/2002 έως και 16/08/2002, από 02/02/2002 έως και 31/12/2002, από 13/01/2003 έως και 09/06/2003, από 01/07/2004 έως και 30/09/2004, από 04/10/2005 έως και 31/12/2005, από 09/01/2006 έως και 20/03/2006, από 02/11/2006 έως και 31/12/2006 και από 01/02/2007 έως και 17/10/2007 στην ειδικότητα της συντηρήτριας αρχαιοτήτων, [...............] η 40η εκκαλούσα, Κ. Κ., απασχολήθηκε από 25/11/1999 έως και 24/11/2000, από 24/11/2000 έως και 23/11/2001, από 24/11/2001 έως κι 31/12/2001, από 01/04/2003 έως και 11/12/2003, από 28/01/2004 έως και 17/06/2004, από 18/06/2004 έως και 31/12/2004, από 01/01/2005 έως και 12/05/2006, από 12/10/2006 έως και 31/12/2006, από 01/01/2007 έως και 25/01/2007 και από 26/01/2007 έως και 12/10/2007 στην ειδικότητα του ειδικευμένου εργάτη [..............] Η πρόσληψη των συγκεκριμένων εργαζομένων δεν επιβλήθηκε από κάποια επιτακτική, έκτακτη ή εποχική ανάγκη του εναγομένου, αλλά υπογαρεύθηκε από την ανάγκη του Υπουργείου Πολιτισμού να στελεχώσει τις υπηρεσίες του για την εύρυθμη λειτουργία τους και με βασικό σκοπό την ανάδειξη, αποκατάσταση, διαφύλαξη και προβολή των αρχαίων και νεοτέρων μνημείων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Στο συμπέρασμα αυτό συνηγορούν και ολοένα αυξανόμενες κενές οργανικές θέσεις στο σύνολο των ειδικοτήτων που οι αρμόδιες διευθύνσεις επισημαίνουν σε σειρά εγγράφων που νομίμως επικαλέστηκαν και προσκόμισαν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες. Εξάλλου η άμεση ανάγκη στελέχωσης των υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού επιβεβαιώνεται και με τη διάταξη του άρθρου 47 ν. 4440/2016, σύμφωνα με την οποία δόθηκε απευθείας και κατά παρέκκλιση λοιπών διατάξεων που ισχύουν για το Ελληνικό Δημόσιο η δυνατότητα στον Υπουργό Πολιτισμού να αποφασίζει και να παραιτείται από την άσκηση ενδίκων μέσων, αλλά και από τα ήδη ασκηθέντα ένδικα μέσα κατά δικαστικών αποφάσεων που είχαν εκδοθεί κατά τη δημοσίευση του νόμου, αλλά και εξακολουθούν να εκδίδονται μετά από την ημερομηνία αυτή και με τις οποίες διατάσσεται η παραμονή ή η επάνοδος εργαζομένων σε υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, με την προϋπόθεση ότι οι αποφάσεις αυτές εμπεριέχουν ειδική αιτιολογία ως προς την αναγκαιότητα, για την εύρυθμη λειτουργία και ασφάλεια, στελέχωσης αρχαιολογικών χώρων και μουσείων. Με βάση τα ως προαναφερόμενα και τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, οι ένδικες συμβάσεις των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων συνιστούν, κατ' ουσία, εξαρχής από την ημερομηνία πρόσληψης αυτής μια ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, μετά από ορθό νομικό χαρακτηρισμό της εν λόγω έννομης σχέσης ο οποίος αποτελεί έργο του δικαστηρίου της ουσίας κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας του, χωρίς να δεσμεύεται το δικαστήριο από τον χαρακτηρισμό που δίνουν ο νόμος ή οι δικαιοπρακτούντες στην έννομη σχέση [..........] και δεν συνιστά απαγορευμένη από το άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος μετατροπή της σύμβασης εργασίας από ορισμένου σε αορίστου χρόνου, καθώς η εν λόγω συνταγματική απαγόρευση, με βάση τη σαφή γραμματική διατύπωση της αφορά μόνο τις συμβάσεις εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου που καλύπτουν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες και όχι εκείνες που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες [.......] και κατ' εφαρμογή άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281 και 671 Α.Κ. και 25 παρ. 1 Συντάγματος [..........], διότι, αφενός οι ενάγοντες κάλυπταν με την εργασία τους πάγιες ανάγκες του εναγόμενου, αφετέρου η κατάτμηση της εργασιακής σχέσης αυτής σε ορισμένου χρόνου συμβάσεις δεν δικαιολογείται από τη φύση, το είδος και το σκοπό της παρεχόμενης εργασίας των εναγόντων και τις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της υπηρεσίας καθώς οι ανάγκες του Υπουργείου Πολιτισμού δεν έπαυσαν με την λήξη του χρόνου ισχύος της τελευταίας σύμβασης των εναγόντων αλλά επιβλήθηκε από το εναγόμενο, ώστε να διατηρεί τη δυνατότητα απόλυσης των εναγόντων μετά το πέρας οποιοσδήποτε σύμβασης ορισμένου χρόνου, χωρίς να τηρεί τις προϋποθέσεις της καταγγελίας σύμβασης αορίστου χρόνου (αποζημίωση κλπ) με καταστρατήγηση των διατάξεων της νομοθεσίας που διέπουν τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. [..........] Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε την αγωγή ως μη νόμιμη [.........] εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις........" 'Ετσι όπως έκρινε το Εφετείο, έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία, ορθά κατ' αποτέλεσμα έκρινε ότι οι συμβάσεις των ως άνω αναιρεσιβλήτων-εναγουσών, αποτελούσαν μια ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθ' όσον αυτές κατά το χρόνο που τέθηκαν σε ισχύ οι αναθεωρημένες συνταγματικές διατάξεις, είχαν ήδη προσλάβει αυτό το χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, ως προς τις ως άνω αναιρεσίβλητες (37η και 40ή) ο λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Ενόψει των ανωτέρω θα πρέπει, κατά μερική παραδοχή του ως άνω, δεύτερου αναιρετικού λόγου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς όλους τους αναιρεσιβλήτους, πλην των 37ης και 40ής εξ αυτών, να απορριφθεί δε η αναίρεση ως προς τις τελευταίες. Ενόψει δε του ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση, πρέπει, κατ' εφαρμογή του άρθρου 580 παρ. 3 εδ. α' ΚΠολΔ, να κρατηθεί αυτή και δικασθεί από το παρόν αναιρετικό τμήμα και να απορριφθεί κατ` ουσίαν η από 16-12-2014 έφεση ως προς τους 1ο, 2ο, 3ο, 4η, 5η, 6η, 7η, 8η, 9ο, 10η, 11η, 12ο, 13η, 14η, 15η, 16η, 17ο, 18η, 19η, 20ό, 21η, 22η, 23η, 24ο, 25ο, 26η, 27η, 28η, 29η, 30ή, 31η, 32η, 33η, 34η, 35η, 36η, 38η, 39ο, 41η, 42ο, 43ο, 44η, 45ο, 46ο, 47ο και 48η των εκκαλούντων. Τέλος οι ως άνω αναιρεσίβλητοι, που ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα σχετικά με την αναιρετική και την κατ' έφεση δίκη δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημά του (άρθρ. 176, 183, 189§1, 191§2 ΚΠολΔ), όπως στο διατακτικό ειδικότερα ορίζεται, ενώ, σε σχέση με τις 37η και 40ή των αναιρεσιβλήτων, ως προς τις οποίες η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται, δεν θα περιληφθεί διάταξη περί δικαστικών εξόδων λόγω της απουσίας τους.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 1-12-2021 με αριθ. κατ. .../2021 αίτηση αναίρεσης ως προς τις τριακοστή έβδομη και τεσσαρακοστή των αναιρεσιβλήτων, Μ. Β. και Κ. Κ.

Αναιρεί την υπ' αριθμ..../2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους (1ο, 2ο, 3ο, 4η, 5η, 6η, 7η, 8η, 9ο, 10η, 11η, 12ο, 13η, 14η, 15η, 16η, 17ο, 18η, 19η, 20ό, 21η, 22η, 23η, 24ο, 25ο, 26η, 27η, 28η, 29η, 30ή, 31η, 32η, 33η, 34η, 35η, 36η, 38η, 39ο, 41η, 42ο, 43ο, 44η, 45ο, 46ο, 47ο και 48η).

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν την από 16-12-2014 έφεση των λοιπών (πλην της 37ης και 40ης) αναιρεσίβλητων ως εκκαλούντων κατά κατά της υπ' αριθμ. .../2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

και Καταδικάζει τους ως άνω αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει συνολικά για την αναιρετική και την κατ' έφεση δίκη σε εξακόσια (600) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 2024.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2025.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή