
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 50 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 50/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρουλιώ Δαβίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευτύχιο Νικόπουλο, Βαρβάρα Πάπαρη, Μαρία Πετσάλη και Άλκηστη Σιάννου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΙΚΑΡΙΑΣ" (ΟΤΑ Α' Βαθμού) που εδρεύει στον Άγιο Κήρυκο Ικαρίας και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικού διαδόχου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΡΑΧΩΝ ΙΚΑΡΙΑΣ" το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Μπάκα και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Β.Κ. του Μ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Φωτεινή Μάζαρη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/2/2018 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο ….. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 110/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σάμου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 11/6/2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την από 11.6.2020 αίτηση αναίρεσης του εναγομένου - αναιρεσείοντος προσβάλλεται η υπ' αριθ. 110/14-4-2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σάμου, που δίκασε ως Εφετείο και η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών και απέρριψε την από 4-3-2019 έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθ. 2/2019 απόφασης του Ειρηνοδικείου …., που είχε απορρίψει την από 27-2-2018 αγωγή του ενάγοντος - αναιρεσίβλητου, ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Η αίτηση αυτή αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 § 3 και 566 § 1 ΚΠολΔ). Για το παραδεκτό δε της άσκησής της από τον αναιρεσείοντα Δήμο Ικαρίας και για την πρόσληψη του πληρεξούσιου δικηγόρου του ο αναιρεσείων Ο.Τ.Α. προσκομίζει, κατ' άρθρο 72 § 1 του Ν. 3852/2010, όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο α) τα από 1-6-2020 πρακτικά της οικονομικής επιτροπής του ως άνω Δήμου περί άσκησης αναίρεσης κατά της 110/2020 απόφασης του Ειρηνοδικείου …, β) απόσπασμα της υπ' αριθμ. 145Γ/14-10-2024 απόφασης της Δημοτικής Επιτροπής του παραπάνω Δήμου περί διορισμού του δικηγόρου παρ' Αρείω Πάγω Κωνσταντίνου Μπάκα προκειμένου να παρασταθεί και εκπροσωπήσει το Δήμο κατά τη συζήτηση της από 11-6-2020 αναίρεσης κατά της ως άνω προσβαλλομένης απόφασης του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, γ) την υπ' αριθ. 170/2024 απόφαση του Δημάρχου Ικαρίας, με την οποία αποφασίσθηκε να παρασχεθεί η ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στον παραπάνω δικηγόρο για να παραστεί στον Άρειο Πάγο και δ) το με αριθμό …/1-11-2024 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου … Μ.Κ.Π., δυνάμει του οποίου ο Δήμαρχος του αναιρεσείοντος Δήμου Ικαρίας, παρείχε, με την ως άνω ιδιότητά του, την πληρεξουσιότητα στον προαναφερόμενο δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αναίρεσης (ΟλΑΠ 13/2018, ΑΠ 77/2022). Είναι, συνεπώς, η αναίρεση παραδεκτή (άρθρο 577 § 1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 577 § 3 του ΚΠολΔ).
ΙΙ.Α. Στο άρθρο 94 §§ 1, 2 και 3 του Συντάγματος, όπως αυτό αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζονται τα εξής: "1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το Σύνταγμα επιβάλλει την υπαγωγή των ιδιωτικών διαφορών στα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια, αποκλείει δε από τον κοινό νομοθέτη την εξουσία να χαρακτηρίζει ως διοικητικές διαφορές, όσες από τη φύση τους είναι ιδιωτικές, επιτρέπει όμως σ` αυτόν, σε εξαιρετικές και μόνο περιπτώσεις, προς εξασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής της ιδίας νομοθεσίας, την ανάθεση της εκδικάσεως ορισμένων κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή και αντιστρόφως (Α.Ε.Δ. 18/2009, ΑΠ 591/2019). Β. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 1406/1983, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διάταξης του άρθρου 94 § 1 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν την ανωτέρω συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001 και επέβαλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυναμένης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδίκασης στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εκείνων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας, που δεν είχαν ακόμα υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των ενδεικτικά προβλεπομένων στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου 1 περιπτώσεων περιελήφθησαν και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι'), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, στην ερμηνεία και στην εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της σύμβασης αξίωση. Η σύμβαση είναι διοικητική, εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος, που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες προβλέπονται κανονιστικώς, έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλόμενου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό. Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 1/2016, ΑΕΔ 3/2012, ΑΠ 891/2018). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 94 § 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση, που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό, είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως, διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση), ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας, δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 1/2016, ΑΕΔ 3/2012, ΑΠ 891/2018). Το παραπάνω νομοθετικό καθεστώς, κατά το οποίο οι διαφορές από συμβάσεις με το Δημόσιο ή με ΝΠΔΔ υπάγονταν είτε στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για διοικητική σύμβαση, είτε στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν επρόκειτο για ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, και το οποίο ρητά προβλεπόταν και στο Ν. 4412/8-8-2016 "Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)", με τον οποίο θεσπίστηκαν ενιαίοι κανόνες για τις διαδικασίες προγραμματισμού, ανάθεσης, σύναψης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων, μεταβλήθηκε, αφενός μεν ως προς τις συμβάσεις εκτέλεσης δημοσίων έργων και μελετών με τα άρθρα 21 και 22 του Ν. 4491/13-10-2017, με τα οποία αντικαταστάθηκαν αντιστοίχως οι διατάξεις των άρθρων 175 και 198 του Ν. 4412/2016 και ορίστηκε ότι κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, που προκύπτει από συμβάσεις εκτέλεσης δημοσίων έργων και μελετών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, διοικητικό εφετείο, στις οποίες διατάξεις μάλιστα προσδόθηκε αναδρομική ισχύς με την διάταξη του άρθρου 376 § 14 του Ν. 4412/2016, που προστέθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 4491/2017 και ορίζει ότι το άρθρο 175 του Ν. 4412/2016 (στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 198 του ιδίου νόμου) εφαρμόζεται και στις διαφορές που ανακύπτουν από συμβάσεις έργων και μελετών, που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 4412/2016, αφετέρου δε ως προς τις συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών με το άρθρο 43 § 24 περ. α' του Ν. 4605/1-4-2019, με το οποίο προστέθηκε άρθρο 205 Α' στον προαναφερόμενο Ν. 4412/2016, το οποίο άρχισε να ισχύει τρεις μήνες μετά από τη δημοσίευση του νόμου αυτού (4605/2019) στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ήτοι από 1.7.2019), σύμφωνα με το οποίο: "1. Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο διοικητικό εφετείο της περιφέρειας, στην οποία εκτελείται η σύμβαση ...". Στη διάταξη αυτή δεν δόθηκε αναδρομική ισχύς, όπως, κατά τα ανωτέρω, δόθηκε για τις συμβάσεις δημοσίων έργων και μελετών με το άρθρο 23 Ν. 4491/2017, στην δε αιτιολογική έκθεση του Ν. 4605/2019 αναφέρεται ότι το άρθρο 205 Α' προστέθηκε στο νόμο 4412/2016, προκειμένου να επιτευχθεί η ενιαία εφαρμογή στις συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών του νόμου αυτού, ο οποίος, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 376 § 1 αυτού, εφαρμόζεται σε όλες τις δημόσιες συμβάσεις, καθώς και σε όλους τους διαγωνισμούς μελετών, η έναρξη της διαδικασίας σύναψης των οποίων, σύμφωνα με τα άρθρα 61, 120, 290 και 330, λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, ήτοι μετά από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η οποία έλαβε χώρα στις 8.8.2016. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι η προσθήκη του άρθρου 205 Α' στο νόμο 4412/2016 έγινε, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 94 § 3 του Συντάγματος, χάριν της ενιαίας εφαρμογής των κανόνων του Ν. 4412/2016 και μόνον, αφού στη διάταξη αυτή δεν δόθηκε αναδρομική ισχύς, όπως δόθηκε για τα άρθρα 175 και 198 του ιδίου νόμου με το Ν. 4491/2017 για τις συμβάσεις δημοσίων έργων και μελετών και συνεπώς το άρθρο αυτό (205Α') εφαρμόζεται για τις προσφυγές ή αγωγές, που κατατίθενται μετά την 1/7/2019, που άρχισε να ισχύει ο νόμος 4605/2019, που το προσέθεσε στο Ν. 4412/2016, και αφορούν σε συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών, η έναρξη της διαδικασίας σύναψης των οποίων έλαβε χώρα μετά τις 8.8.2016 και για τις οποίες συνεπώς εφαρμόζεται ο Ν. 4412/2016, αντίθετα δε, δεν εφαρμόζεται για τις συμβάσεις που είχαν συναφθεί πριν το νόμο 4412/2016, για τις οποίες δεν εφαρμόζεται ο νόμος αυτός, και τούτο ακόμα και αν η προσφυγή ή αγωγή κατατεθεί μετά την 1-7-2019. Για τις συμβάσεις αυτές, που είχαν συναφθεί πριν το νόμο 4412/2016, εφόσον δεν είναι διοικητικές αλλά είναι ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις, παραμένει η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, αφού δεν καταλαμβάνονται από το άρθρο 205 Α' του νόμου 4412/2016, που αφορά μόνο τις συμβάσεις προμηθειών και παροχής υπηρεσιών, για τις οποίες εφαρμόζεται ο Ν. 4412/2016 (ΑΠ 71/2024, ΑΠ 268/2023). Επίσης, ο Ν. 4412/2016 ορίζει στο άρθρο 2 ότι: "1. Για τους σκοπούς του παρόντος εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί: 1) (...) 6) ως "δημόσιες συμβάσεις έργων" και ως "συμβάσεις έργων" νοούνται οι συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο, ένα από τα κάτωθι: α) την εκτέλεση ή συγχρόνως τη μελέτη και την εκτέλεση εργασιών που αφορούν μία από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο Παράρτημα II του Προσαρτήματος Α' και στο Παράρτημα I του Προσαρτήματος Β' (...).". Σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι συμβάσεις που αποβλέπουν στην εκτέλεση ή συγχρόνως στη μελέτη και στην εκτέλεση εργασιών που αφορούν μία από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα σχετικά Παραρτήματα του νόμου αυτού συνιστούν "συμβάσεις δημοσίου έργου". Ειδικότερα, στο Παράρτημα Ι του Προσαρτήματος Β' του Ν. 4412/2016, που αναφέρεται στις συμβάσεις του Βιβλίου
ΙΙ (άρθρα 1 παρ. 2 περ. β', 2 και 222 έως 338 του Ν. 4412/2016), περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι κάτωθι δραστηριότητες "κατεδάφιση κτιρίων - εκτέλεση χωματουργικών εργασιών", η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, "χωματουργικά έργα: εκσκαφές, επιχωματώσεις, επιπέδωση και ισοπέδωση εργοταξίων, εκσκαφή τάφρων, αφαίρεση βράχων, ανατινάξεις κλπ". Εξάλλου, στο άρθρο 1 § 3 του Ν. 3669/2008 περί "Κύρωσης της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημόσιων έργων", όπως αυτός ίσχυε κατά την σύναψη της επίδικης σύμβασης, αναφέρονται τα εξής: "Από τεχνική άποψη δημόσια έργα είναι όλα τα έργα που εκτελούν οι φορείς της παρ.1 και συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με το έδαφος, το υπέδαφος ή τον υποθαλάσσιο χώρο, όπως και τα πλωτά τμήματα των τεχνικών έργων. Ως έργο νοείται κάθε νέα κατασκευή ή επέκταση ή ανακαίνιση ή επισκευή ή συντήρηση και η οικονομικά ή τεχνικά αυτοτελής λειτουργία, καθώς και κάθε σχετική ερευνητική εργασία, που απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση".
Γ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 § 1 του Ν. 1418/1984 "τα δημόσια έργα είναι έργα υποδομής της Χώρας που καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, στην ασφάλεια της Χώρας και γενικά αποσκοπούν στην βελτίωση της ποιότητας της ζωής του λαού", κατά δε την παράγραφο 3 του αυτού άρθρου "από τεχνική άποψη δημόσια έργα είναι όλα τα έργα που εκτελούν φορείς του δημοσίου τομέα και συνδέονται με οποιοδήποτε τρόπο με το έδαφος, το υπέδαφος ή τον υποθαλάσσιο χώρο, όπως και τα πλωτά τμήματα των τεχνικών έργων. Ως έργο νοείται κάθε νέα κατασκευή ή επέκταση ή ανακαίνιση ή επισκευή ή συντήρηση και η οικονομικά ή τεχνικά αυτοτελής λειτουργία, καθώς και κάθε σχετική ερευνητική εργασία, που απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση". Κατά το άρθρο 2 εδάφιο 1 αυτού, ο νόμος εφαρμόζεται σε όλα τα έργα που προγραμματίζονται και εκτελούνται από τους φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 14 § 1 του Ν. 2190/1994, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται (περ. γ) και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α' και Β' βαθμού και οι πάσης φύσεως επιχειρήσεις τους [όμοιες είναι και οι διατάξεις των παρ. 1, 2, 3 του άρθρου 1 του μεταγενέστερου Ν. 3669/2008 για την "ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ" (ΑΠ 1284/2015, ΑΠ 1056/2014)]. Δ. Περαιτέρω, η Οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004 (ΕΕ 134) "περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών" δίδει για τους σκοπούς της, στο άρθρο 1 § 2 αυτής, και τους εξής ορισμούς: "α) ... β) Οι "δημόσιες συμβάσεις έργων" είναι δημόσιες συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο είτε την εκτέλεση, είτε συγχρόνως τη μελέτη και την εκτέλεση εργασιών που αφορούν μία από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα I ή ενός έργου είτε ακόμη την πραγματοποίηση, με οποιαδήποτε μέσα, ενός έργου το οποίο ανταποκρίνεται στις επακριβώς οριζόμενες από την αναθέτουσα αρχή ανάγκες. Ως "έργο" νοείται το αποτέλεσμα ενός συνόλου οικοδομικών εργασιών ή εργασιών πολιτικού μηχανικού που προορίζεται να πληροί αυτό καθαυτό μια οικονομική ή τεχνική λειτουργία γ) ... δ) Οι "δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών" είναι δημόσιες συμβάσεις, πλην των δημοσίων συμβάσεων έργων ή προμηθειών, που έχουν ως αντικείμενο την παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στο παράρτημα II. ... Δημόσια σύμβαση, η οποία έχει ως αντικείμενο υπηρεσίες που αναφέρονται στο παράρτημα II και η οποία δεν περιλαμβάνει δραστηριότητες που αναφέρονται στο Παράρτημα I παρά μόνο παρεμπιπτόντως σε σχέση με το κύριο αντικείμενο της σύμβασης, θεωρείται ως δημόσια σύμβαση υπηρεσιών". Περαιτέρω, στο παράρτημα Ι της Οδηγίας κατονομάζονται οι δραστηριότητες, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1 § 2 στοιχείο β', μεταξύ των οποίων και η "κατεδάφιση κτιρίων και εκτέλεση χωματουργικών εργασιών", δραστηριότητα η οποία περιλαμβάνει "αποξήλωση ή κατεδάφιση κτιρίων και άλλων κατασκευών, εκκαθάριση εργοταξίων, χωματουργικά έργα: εκσκαφές, επιχωματώσεις, επιπέδωση και ισοπέδωση εργοταξίων, εκσκαφή τάφρων, αφαίρεση βράχων, ανατινάξεις κλπ, προπαρασκευή εργοταξίων ορυχείων ...", ενώ στο παράρτημα
ΙΙΑ κατονομάζονται οι υπηρεσίες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1 § 2 στοιχείο δ', μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι υπηρεσίες αποκομιδής απορριμμάτων.
Ε. Εξάλλου, η υπέρβαση από τα πολιτικά δικαστήρια της δικαιοδοσίας τους, αν πρόκειται για απόφαση ειρηνοδικείου ή απόφαση πρωτοδικείου, που εκδόθηκε σε έφεση κατά απόφασης ειρηνοδικείου, ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 3 περιπτ. α' του ΚΠολΔ, η οποία είναι αντίστοιχη της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 4 του ΚΠολΔ, κατά την έννοια της οποίας υφίσταται υπέρβαση δικαιοδοσίας και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν τα πολιτικά δικαστήρια επιλαμβάνονται υπόθεσης, η οποία, κατά το νόμο, ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου. Στην περίπτωση υπέρβασης της δικαιοδοσίας του πολιτικού δικαστηρίου δεν ιδρύονται οι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και οι αντίστοιχοι από τους αριθμούς 1 και 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ (αν πρόκειται για απόφαση ειρηνοδικείου ή απόφαση πρωτοδικείου, που εκδόθηκε σε έφεση κατά απόφασης ειρηνοδικείου), λόγοι αναίρεσης, που στηρίζονται αντιστοίχως στην επίκληση της πλημμέλειας της ευθείας και της εκ πλαγίου παραβίασης κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, διότι οι περί δικαιοδοσίας διατάξεις είναι όχι του ουσιαστικού αλλά του δικονομικού δικαίου, τούτο δε δεν αλλάζει εκ του ότι το δικαστήριο την περί δικαιοδοσίας κρίση του έχει τυχόν στηρίξει σε παρεμπίπτουσα κρίση σχετική με ερμηνεία ή εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που φέρεται στο αναιρετήριο ότι επίσης παραβιάστηκε (ΟλΑΠ 11/2000, ΑΠ 71.2024, ΑΠ 268/2023, ΑΠ 1319/2022, ΑΠ 1529/2017).
ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με την από 27-2-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 3/6-3-2018 αγωγή του, η οποία επισκοπείται για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, ισχυρίσθηκε ότι είναι επαγγελματίας εργολάβος χωματουργικών εργασιών και ιδιοκτήτης και χειριστής εκσκαπτικών μηχανημάτων και ότι δυνάμει άτυπης σύμβασης έργου που κατάρτισε προφορικά στις 20-10-2010 με τον τότε Δήμο Ραχών Ικαρίας, εκπροσωπούμενο από τον Δήμαρχό του, στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του οποίου έχει υπεισέλθει ως καθολικός διάδοχος ο εναγόμενος Δήμος Ικαρίας, σύμφωνα με το άρθρο 283 του Ν. 3852/2010, του ανατέθηκε η αποκατάσταση των ζημιών και η συντήρηση του χώρου εναπόθεσης απορριμμάτων (Χ.Α.Δ.Α.) του τότε Δήμου Ραχών Ικαρίας, στη θέση "..." Ραχών, ο οποίος είχε υποστεί καταστροφή από τα έντονα καιρικά φαινόμενα που έπληξαν την περιοχή στις 18-10-2010, προκειμένου αυτός να καταστεί ξανά λειτουργικός, αντί συμφωνηθείσας κατ' αποκοπή αμοιβής, ποσού 10.000 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 16%, ήτοι αντί συνολικής αμοιβής 11.600,00 ευρώ, η οποία ήταν καταβλητέα κατά την παράδοσή του έργου. Ότι μετά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Ραχών με την υπ' αριθμ. 152/2010 απόφασή του, με την οποία αναμορφώθηκε ο Προϋπολογισμός και τροποποιήθηκε το τεχνικό πρόγραμμα του Δήμου για το έτος 2010, αναγνώρισε την αναγκαιότητα του έργου, επικυρώνοντας την προφορική ανάθεση αυτού στον ίδιο και την καταβολή της συμφωνηθείσας αμοιβής. Ότι ο ίδιος προέβη προσηκόντως στην εκτέλεση του έργου και ειδικότερα, κατά τα συμφωνηθέντα, προέβη σε αποκατάσταση του ενεργού κυττάρου του Χ.Α.Δ.Α., διανοίγοντας τον λάκκο εναπόθεσης απορριμμάτων, ο οποίος είχε εξαφανιστεί λόγω προσχώσεων από την έντονη βροχόπτωση, σε βάθος 7 μέτρων και εμβαδόν 500 τ.μ. περίπου, συγκέντρωσε όλα τα απορρίμματα από συνολική έκταση τριών στρεμμάτων εντός του λάκκου και τα επίχωσε στο έδαφος με χώμα, που προέρχονταν αφενός μεν από τις εκσκαφές που ο ίδιος είχε πραγματοποιήσει αφετέρου δε από διάφορα έργα που είχε πραγματοποιήσει ο Δήμος, χρησιμοποιώντας μηχανήματα (τσάπα και φορτωτή) και οχήματα ιδιοκτησίας του. Ότι το έργο ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε χωρίς ελαττώματα στις 16-12-2010 και ο δικαιοπάροχος του εναγομένου Δήμος το παρέλαβε ανεπιφύλακτα, ενώ ο ίδιος εξέδωσε επί πιστώσει το υπ' αριθμ. 040/16-12-2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών συνολικής αξίας, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., 11.600,00 ευρώ, το οποίο και παρέδωσε στην ταμειακή υπηρεσία του Δήμου. Ότι, ωστόσο, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του τόσο προς τον Δήμο Ραχών όσο και εν συνεχεία προς τον εναγόμενο καθολικό διάδοχο αυτού Δήμο Ικαρίας, ουδέν ποσό του έχει καταβληθεί έναντι αυτής. Με αυτό το ιστορικό, επικαλούμενος την ένδικη σύμβαση και επικουρικά, εάν κριθεί ότι η εν λόγω σύμβαση είναι άκυρη, τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ισχυριζόμενος ότι ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του χωρίς νόμιμη αιτία, καθώς εξοικονόμησε το ίδιο ποσό που θα κατέβαλε ως εργοδότης για το ίδιο έργο σε άλλο εργολάβο, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 11.600,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 17-12-2010, ήτοι την επομένη της παράδοσης του έργου και της έκδοσης του τιμολογίου, άλλως από τις 14-2-2011, ήτοι την 60η ημέρα από την παράδοση του έργου και την έκδοση του τιμολογίου, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ' αριθμ. 2/2019 απόφασή του, αφού έκρινε ότι, λόγω της προφορικότητας της επικαλούμενης σύμβασης, εισάγεται προς επίλυση διαφορά ιδιωτικού δικαίου, δεχόμενο ότι αυτή ανέκυψε από την εκτέλεση δημοτικού έργου, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, επικαλούμενο έλλειψη δικαιοδοσίας, λόγω υπαγωγής αυτής στην εξαιρετική καθ' ύλην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου. Κατά της απόφασης αυτής ο ενάγων άσκησε έφεση και το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό λόγο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με το προπαρατεθέν περιεχόμενο, η περιγραφόμενη στην αγωγή διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου, δεδομένου ότι, λόγω της προφορικότητας της επικαλούμενης σύμβασης, το Δικαστήριο δεν δύναται να διαγνώσει το κανονιστικό καθεστώς που τη διέπει και εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να διαπιστωθεί σωρευτική συνδρομή των κριτηρίων, βάσει των οποίων χαρακτηρίζεται μια σύμβαση διοικητική, ανεξαρτήτως του ότι αν με αυτή τα μέρη απέβλεπαν ή όχι στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού. Περαιτέρω, η εν λόγω διαφορά ανέκυψε από την ιστορούμενη σύμβαση έργου με αντικείμενο την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν στον Χ.Α.Δ.Α. του Δήμου Ραχών και ειδικότερα με την ανάθεση εργασιών εκσκαφής του λάκκου όπου εναποτίθεντο τα απορρίμματα, ο οποίος είχε εξαφανιστεί λόγω προσχώσεων από την έντονη βροχόπτωση, συγκομιδής και συγκέντρωσης των σκουπιδιών, που είχαν διασπαρεί, με την απόρριψή τους στον διαμορφωθέντα λάκκο και η επικάλυψη αυτών με χώμα. Με τα ως άνω ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά, κρίνεται ότι η ένδικη διαφορά δεν ανέκυψε επ' ευκαιρία της μελέτης, κατασκευής ή συντήρησης δημοσίου έργου που συνδέεται με οποιονδήποτε τρόπο με το έδαφος, το υπέδαφος ή τον υποθαλάσσιο χώρο, ώστε να υπάγεται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου, επρόκειτο δε για εργασίες για τις οποίες δεν απαιτήθηκε οποιαδήποτε μελέτη, ούτε άλλωστε ο εναγόμενος επικαλείται τούτο, η δε εκτέλεσή τους δεν απαιτείται ιδιαίτερη τεχνική γνώση και επέμβαση, αφού είναι δυνατόν να εκτελεστούν προσηκόντως από επαγγελματίες που διαθέτουν τα κατάλληλα μηχανήματα και τη σχετική, εμπειρία, ούτε χρήση ειδικών - τεχνικών γνώσεων και μεθόδων και χρησιμοποίηση εξειδικευμένου επιστημονικού ή τεχνικού προσωπικού και ανάλογων τεχνικών μέσων και εγκαταστάσεων. Κατόπιν τούτων, εφόσον κρίνεται ότι η ένδικη σύμβαση, από την οποία ανέκυψε η διαφορά δεν φέρει τον χαρακτήρα σύμβασης δημοσίου έργου, η αγωγή δεν υπάγεται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου, αλλά στην υλική αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ήτοι του Ειρηνοδικείου ….". Με αυτά, που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ότι δηλαδή η κρινόμενη υπόθεση υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, επειδή η επίδικη διαφορά αποτελεί σχέση ιδιωτικού δικαίου, υπερέβη τη δικαιοδοσία αυτού, καθόσον, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στις οικείες νομικές σκέψεις (υπό στοιχεία ΙΙΑ, ΙΙΒ, ΙΙΓ και ΙΙΔ), αυτή υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, κατά το άρθρο 175 του Ν. 4412/2016, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 21 του Ν. 4491/2017, καθόσον με τη νέα αυτή διάταξη καθιερώνεται αποκλειστική αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου, αφού μ' αυτή ορίστηκε ότι κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, που προκύπτει από συμβάσεις εκτέλεσης δημοσίων έργων και μελετών, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο αρμόδιο διοικητικό εφετείο και εφαρμόζεται και στις διαφορές που ανακύπτουν από συμβάσεις έργων που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 4412/2016, εν προκειμένω δε πρόκειται για δημόσιο έργο, αφού αφορά σε έργο που συμβάλλει στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων της Χώρας, είναι έργο που εκτελεί φορέας του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Δήμος Ικαρίας) (άρθρο 1 § 1 του Ν. 1418/1984, 14 § 1 του Ν. 2190/1994) και συνδέεται με το έδαφος, αφού αντικείμενο του έργου ήταν η αποκατάσταση του ενεργού κυττάρου του ΧΑΔΑ, με την διάνοιξη λάκκο εναπόθεσης απορριμμάτων, ο οποίος είχε εξαφανιστεί λόγω προσχώσεων από την έντονη βροχόπτωση, σε βάθος 7 μέτρων και εμβαδόν περίπου 500 τμ, τη συγκέντρωση όλων των απορριμμάτων εντός του λάκκου και την επιχωμάτωση με προϊόντα εκσκαφών, έργο όπως αυτό ρητά περιγράφεται ως "δημόσιο έργο" στις διατάξεις που αναφέρονται στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας (άρθρο 1 § 3 του Ν. 1418/1984, 1, 2 και 3 του Ν. 3669/2008, 2 περ. 6, Παράρτημα II του Προσαρτήματος Α' και Παράρτημα I του Προσαρτήματος Β' του Ν. 4412/2016, αλλά και 1 § 2 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ και Παράρτημα Ι της παραπάνω Οδηγίας). Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, εκ του άρθρου 560 αριθ. 3α' του ΚΠολΔ, κατά την ορθή νοηματική εκτίμηση των ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με την οικεία υπό στοιχεία ΙΙΕ νομική σκέψη της παρούσας, είναι βάσιμος και ως εκ τούτου πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Από τις διατάξεις του άρθρου 580 §§ 1 και 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 4 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, εάν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω υπέρβασης δικαιοδοσίας, αν η πρωτόδικη απόφαση είχε απορρίψει την αγωγή για έλλειψη δικαιοδοσίας και το εφετείο έκρινε (εσφαλμένα) αντιθέτως, όπως εν προκειμένω, ο ΑΠ αναιρεί μόνο την απόφαση του εφετείου και απορρίπτει την έφεση. Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η υπ' αριθ. 110/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σάμου, που δίκασε ως Εφετείο, λόγω υπέρβασης δικαιοδοσίας και να απορριφθεί η από 4.3.2019 με αριθμ. καταθ. 1/4.3.2019 έφεση του αναιρεσίβλητου - εκκαλούντος, Β. Κ. του Μ.. Τέλος, ο αναιρεσίβλητος πρέπει να καταδικαστεί, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος Δήμου, που κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), θα ορισθούν όμως μειωμένα, κατ' άρθρο 281 § 2 Ν. 3463/2006, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (ΑΠ 34/2024, ΑΠ 169/2024). Σημειώνεται ότι για τον υπολογισμό των δικαστικών εξόδων δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη δίκη το άρθρο 22 §§ 1, 3 του Ν. 3693/1957, που επίσης προβλέπει περιορισμένο ύψος αυτών, διότι η νομική υπηρεσία του αναιρεσίβλητου ΝΠΔΔ δεν διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθμό 110/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σάμου, δικάσαντος ως Εφετείου.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ' ουσίαν την από 4.3.2019 με αριθμ. καταθ. 1/4.3.2019 έφεση του εκκαλούντος - αναιρεσίβλητου Β. Κ. του Μ..
Απορρίπτει την ως άνω έφεση.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Δεκεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ