
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 52 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 52/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Μαρία Πετσάλη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "..." και τον διακριτικό τίτλο "... Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σταμάτιο Σταμόπουλο που ανακάλεσε την από 29/1/2024 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Μπακταλιά και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/12/2015 προσφυγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πενταμελές Εφετείο Πατρών.
Εκδόθηκε η 158/2019 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14/10/2020 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 3, 97 και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, η πληρεξουσιότητα προς τον οποίο δίδεται είτε με συμβολαιογραφικό έγγραφο είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, είτε και με ιδιωτικό έγγραφο, που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 96 παρ. 1 ΚΠολΔ και παρέχει στον πληρεξούσιο το δικαίωμα να εκπροσωπεί στο δικαστήριο εκείνον που την έδωσε, να ενεργεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης, στις οποίες περιλαμβάνεται, πλην άλλων, και η άσκηση ενδίκων μέσων καθώς και να παρίσταται στις αντίστοιχες δίκες που δημιουργούνται από τις πράξεις αυτές. Ειδικά δε κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, η πληρεξουσιότητα προς τον οποίο δίδεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη, ή με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Η μη χορήγηση της πληρεξουσιότητας με έναν από τους ανωτέρω τρόπους, η οποία ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ. 104 του ΚΠολΔ), έχει ως αποτέλεσμα να μην παρίσταται νομίμως ο φερόμενος ως εκπροσωπούμενος από τον μη εξουσιοδοτηθέντα δικηγόρο διάδικος και να θεωρείται δικονομικά απών (ΑΠ 1872/2023, 2009/2022, 1074/2020). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ.1, 568 παρ.1, 2, 4 και 576 παρ.1 έως 3ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως δεν εμφανισθεί και δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ` αυτήν κάποιος διάδικος, το Δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως και, αν μεν τη συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προκύπτει έγκυρη επίσπευση της συζητήσεώς της ή δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποιος διάδικος επέσπευσε τη συζήτησή της, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση (ΑΠ 536/2020).
Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η αναιρεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία "... ΑΕ" υπό την ιδιότητά της ως οιονεί καθολική διάδοχος της "... ΑΕ" εκπροσωπήθηκε από τον Δικηγόρο Γεώργιο Μπακταλιά. Ωστόσο, δεν προσκομίστηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι χορηγήθηκε από την αναιρεσίβλητη εταιρεία πληρεξουσιότητα στον ως άνω δικηγόρο για να παρασταθεί και να την εκπροσωπήσει κατά την εκδίκαση της κρινόμενης αιτήσεως (το προσκομισθέν υπ' αρ. 57../3-2-20.. συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου ... Ε.Κ.Κ. δεν αφορά την προκειμένη υπόθεση, καθώς με αυτό η αναιρεσίβλητη χορήγησε πληρεξουσιότητα στις δικηγόρους Β. Π. και Α. Π. για να παραστούν στο Συμβούλιο της Επικρατείας σε εκδίκαση αιτήσεως ακυρώσεως). Κατόπιν αυτών και σύμφωνα με τ' ανωτέρω λεχθέντα, η αναιρεσίβλητη θεωρείται δικονομικά απούσα. Από τις προσκομιζόμενες από την επισπεύδουσα τη συζήτηση αναιρεσείουσα υπ` αριθμ. 9357Γ'/19-11-2021 και 1511/11-4-2023 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών των Εφετείων ... και ..., Μ. Δ. και Α. Σ., προκύπτει, ότι η αναιρεσίβλητη κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα για να παραστεί τόσο στη δικάσιμο που προσδιορίστηκε αρχικά (6-2-2023) για τη συζήτηση της υποθέσεως, όσο και στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, που προσδιορίστηκε με την υπ' αρ. 78/2023 Πράξη του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, μετά τη ματαίωση της συζητήσεώς της στην άνω δικάσιμο, λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων της Περιφέρειας Αττικής, που διατάχθηκε με την ΥΑ 10411οικ/5-2-2023 (ΦΕΚ 529 Β/5-2-2023). Ωστόσο, η αναιρεσίβλητη δεν παρέστη, κατά τα άνω, νομίμως στην εν λόγω δικάσιμο στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη σειρά της από το πινάκιο. Επομένως, σύμφωνα και με την προηγηθείσα νομική σκέψη, το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν και αυτή η διάδικος παρούσα.
Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η υπ` αριθ. 158/2019 τελεσίδικη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου ..., που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 13 του ν. 1418/1984 και του άρθρου 77 του ν.3669/2008, η οποία απέρριψε, ως απαράδεκτη, την από 3-12-2015 προσφυγή της αναιρεσείουσας. Η αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Με τις διατάξεις των άρθρ. 8§1 και 94§2 του Συντάγματος ορίζεται αντίστοιχα ότι "κανείς δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος" και ότι "στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει". Περαιτέρω ορίζεται με την παράγραφο 1 του άρθρ. 43 του Συντάγματος ότι "ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει τα διατάγματα που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των νόμων...", κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου του Συντάγματος "ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της", ενώ "εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό". Με τις διατάξεις αυτές του άρθρου 43§2 του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη το δικαίωμα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητά του προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία, με νομοθετική προς τούτο εξουσιοδότηση, απευθυνόμενη κατ` αρχήν προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος και ασκεί τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Η νομοθετική εξουσιοδότηση για να είναι νόμιμη, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της και να καθορίζει τα όριά της σε σχέση προς αυτό. Η εξουσιοδοτική επομένως διάταξη πρέπει να μην είναι γενική και αόριστη, άσχετα αν είναι ευρεία ή στενή, δηλαδή αν περιλαμβάνει μεγάλο ή μικρό αριθμό περιπτώσεων, τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει κανονιστικώς βάσει της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως. Η ευρύτητα έτσι της εξουσιοδοτήσεως δεν επηρεάζει το κύρος της, εφόσον το περιεχόμενό της είναι ορισμένο. Νομοθετική εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων μπορεί να παρασχεθεί και σε άλλα εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας όργανα της Διοικήσεως, προκειμένου όμως να ρυθμισθούν ειδικότερα θέματα, νοούνται δε ως ειδικότερα θέματα εκείνα τα οποία αποτελούν κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρυθμίσεως. Απαιτείται επομένως στην περίπτωση αυτή να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ` ύλην προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδοτήσεως, αλλά επιπλέον και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο όμως πλαίσιο, σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα. Μάλιστα οι ουσιαστικές αυτές ρυθμίσεις μπορούν να υπάρχουν τόσο στις διατάξεις του εξουσιοδοτικού νόμου όσο και σε διατάξεις άλλων νόμων, σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως (ΟλΣτΕ 2815/2004, ΣτΕ 1210/2010, ΑΠ 2092/2022). Εξάλλου, με την παράγραφο 7 του άρθρου 5 ν. 2408/1996 ιδρύθηκε η δικαιοπάροχος της αναιρεσίβλητης εταιρείας, εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε.", καθορίστηκε ο σκοπός της και ρυθμίστηκαν διάφορα θέματα της οργανώσεως και λειτουργίας της. Ειδικότερα στο εδάφιο α` της παραγράφου αυτής, όπως το εδάφιο αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 21 § 5 εδ.α` ν. 2521/1997, ορίζονται τα ακόλουθα: "Ιδρύεται ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε.", η οποία διέπεται από τον παρόντα νόμο και συμπληρωματικά από τον κ.ν.2190/1920, όπως κάθε φορά ισχύει. Η εταιρεία εποπτεύεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης (ήδη από τον Υπουργό Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων κατά το άρθρο 7§1 περ. δ του π.δ.189/2009) και λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Επ` αυτής έχουν εφαρμογής οι διατάξεις των παραγράφων 8, 9, 12, 13, 14, 15, 16, 17 και 19 του άρθρου 5 ν. 2229/1994... Μέχρις εκδόσεως των κατά το άρθρο 5§8 ν.2229/1994 κανονισμών, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 1418/1984, όπως ισχύει...". Στη συνέχεια εκδόθηκε ο Κανονισμός Αναθέσεως και Εκτελέσεως Έργων (Κ.Α.Ε.Ε.) της εν λόγω εταιρείας, με το άρθρο 46 του οποίου ορίσθηκε ότι κάθε διαφορά που ανακύπτει μέχρι την οριστική παραλαβή του έργου επιλύεται από το Εφετείο Αθηνών κατά τους ορισμούς του ΚΠολΔ, ανεξάρτητα από την πόλη, νομό ή περιφέρεια που εκτελείται το έργο, κατά δε της αποφάσεως του Εφετείου επιτρέπεται μόνον αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 13 § 6 ν.1418/1984. Ο κανονισμός αυτός εγκρίθηκε με την υπ` αριθ. 117460 οικ/22.10.1997 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β` 970/31.10.1997) και συμπληρώθηκε με την υπ` αριθ. 24599/6.2.1998 απόφαση του ίδιου Υπουργού (ΦΕΚ Β` 114/12.2.1998). Απέκτησε έτσι ισχύ ουσιαστικού νόμου στο μέτρο που η εγκριτική αυτού υπουργική απόφαση καλύπτεται από τη νομοθετική εξουσιοδότηση, που κατά τα ανωτέρω παρασχέθηκε με το άρθρο 5 § 7 εδ.α` ν. 2408/1996 σε συνδυασμό με την παράγραφο 8 του άρθρου 5 ν. 2229/1994, στην οποία γίνεται ρητή παραπομπή. Κατά τα οριζόμενα στην τελευταία αυτή παράγραφο, η εκπόνηση των μελετών και η εκτέλεση των έργων των εταιρειών (πρόκειται για τις εταιρείες εκτελέσεως δημόσιων έργων), καθώς και οι συναφείς προμήθειες και εργασίες γίνονται κατ` εξαίρεση από κάθε κείμενη διάταξη, σχετική με την ανάθεση μελετών, την εκτέλεση δημόσιων έργων και τη διενέργεια κρατικών προμηθειών, εκτός εκείνων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, τα πλαίσια δε των διαδικασιών καθορίζονται με κανονισμούς που εγκρίνονται από τους εποπτεύοντες Υπουργούς και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Όπως είναι σαφές, οι κανονισμοί αυτοί, στους οποίους παραπέμπει και το άρθρο 5 § 7 εδ. α` ν. 2408/1996, μπορούν να ρυθμίζουν μόνον ειδικότερα θέματα σχετικά με τις διαδικασίες εκπονήσεως των μελετών και εκτελέσεως των αναλαμβανόμενων έργων, όχι όμως και τη διαδικασία δικαστικής επιλύσεως των σχετικών διαφορών, αφού είναι προφανές ότι η διαδικασία αυτή είναι διαφορετική και δεν καλύπτεται ούτε από το γράμμα ούτε από το πνεύμα των παραπάνω διατάξεων. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται τόσο από την προσθήκη νέου εδαφίου στην παράγραφο 8 του άρθρου 5 ν. 2229/1994, που έγινε με το άρθρο 7 § 1 ν. 2576/1999, σύμφωνα με το οποίο εδάφιο "με τους ανωτέρω κανονισμούς μπορεί να ρυθμίζεται και κάθε θέμα που αφορά στην ανάθεση και εκπόνηση μελετών, στην ανάθεση και κατασκευή των έργων και στη διενέργεια προμηθειών", όσο και από την προσθήκη νέου εδαφίου στο εδάφιο (ι`) του άρθρου 5 § 7 ν. 2408/1996, σύμφωνα με το οποίο νέο εδάφιο "με προεδρικά διατάγματα, τα οποία εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παραγράφου 7 του άρθρου 5 ν. 2408/1996". Για τη ρύθμιση δηλαδή της διαδικασίας δικαστικής επιλύσεως των διαφορών από την εκτέλεση έργων της αναιρεσείουσας δεν αρκεί η έκδοση κανονισμού εγκρινόμενου με υπουργική απόφαση, αλλά απαιτείται η ρύθμιση να γίνεται με διάταξη νόμου, προεδρικό διάταγμα ή κανονισμό, εγκρινόμενο όμως με προεδρικό διάταγμα.
Συνεπώς, η σχετική ρύθμιση που περιέχεται στο άρθρ. 46 του Κ.Α.Ε.Ε. της αναιρεσείουσας, είναι εκτός νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως και επομένως ανίσχυρη (ΑΠ 2092/2022 και ΑΠ 648/2011). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι για την επίλυση των ιδιωτικών διαφορών που ανακύπτουν από την εκτέλεση των έργων που έχει αναθέσει η ως άνω ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε.", τα οποία έχουν το χαρακτήρα δημοσίων έργων και για την εκτέλεση αυτών εφαρμόζονται οι ειδικότεροι κανόνες του ν. 1418/1984 και συνεπώς, οι δημοσίας τάξεως διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του νόμου αυτού, μετά δε την Κωδικοποίηση της νομοθεσίας περί Δημοσίων Έργων εκείνες των άρθρων 76 και 77 του ν. 3669/2008, που καθιερώνουν την τήρηση ενδικοφανούς προδικασίας, που προηγείται της δικαστικής επιλύσεως της διαφοράς ενώπιον του αρμοδίου κατά τόπον Εφετείου, λαμβανομένων υπόψη και των σχετικών προβλέψεων του Κανονισμού Αναθέσεως και Εκτελέσεως Έργων (ΚΑΕΕ) της ανωτέρω εταιρείας, στον οποίον μνημονεύονται τα αρμόδια όργανα (Προϊσταμένη Αρχή, Διευθύνουσα Υπηρεσία) και διαλαμβάνεται πρόβλεψη (άρθρο 48 ΚΑΕΕ) για την άσκηση αιτήσεων θεραπείας. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1§1 και 3, 2§1 και 3 εδ. δ` του ν. 1418/1984 και ήδη άρθρο 1 του Ν.3669/2008, που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, με τον οποίο κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο όλες οι κείμενες διατάξεις που αφορούν στην κατασκευή των δημοσίων έργων, συνάγεται ότι τα δημόσια έργα είναι έργα υποδομής της Χώρας, που καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, στην ασφάλεια της Χώρας και γενικά αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του λαού, εκτελούμενα από φορείς του δημόσιου τομέα, που αναφέρονται στην §1 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994, μεταξύ των οποίων είναι και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Οι διατάξεις του νόμου αυτού (1418/1984 και ήδη ν. 3669/2008) εφαρμόζονται ανεξαίρετα σε όλα τα έργα, που προγραμματίζονται και εκτελούνται από τους ανωτέρω φορείς. Η υπαγωγή μιας συμβάσεως έργου υπό το ιδιαίτερο νομοθετικό καθεστώς των διατάξεων του ν. 1418/1984, όπως αυτός ισχύει μετά τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις, αλλά και του π.δ. 609/1985, προϋποθέτει μεταξύ των άλλων ότι το αντικείμενο αυτής συνίσταται στην εκτέλεση δημοσίου έργου, όπως το εννοιολογικό αυτού περιεχόμενο προσδιορίζεται ανωτέρω, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή ο χαρακτηρισμός της (οικείας εργολαβικής) συμβάσεως ως διοικητικής ή μη. Ο χαρακτηρισμός αυτός απλώς προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου (διοικητικού ή πολιτικού) προς επίλυση των εκ της εργολαβίας διαφορών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 του ν. 1418/1984 (ΑΠ 2092/2022, ΑΠ 845/2009, ΑΠ 1499/2009). Περαιτέρω, η §3 του άρθρου 77 ν.3669/2008 (που κωδικοποιεί το άρθρο 13 §2 ν. 1418/1984), ρυθμίζοντας τη δικαστική επίλυση των διαφορών κατά τρόπο ενιαίο και για τις δύο δικαιοδοσίες, ορίζει ότι "Της προσφυγής στο εφετείο προηγείται υποχρεωτικά αίτηση θεραπείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76, διαφορετικά η προσφυγή κηρύσσεται απαράδεκτη. Η προσφυγή στο εφετείο ασκείται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης που εκδόθηκε επί της αιτήσεως θεραπείας ή από τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας της παραγράφου 14 του άρθρου 76 του παρόντος. Εάν το έργο εκτελείται στην περιφέρεια δύο ή περισσότερων εφετείων, η αίτηση για τον καθορισμό του αρμόδιου εφετείου, σύμφωνα με την παράγραφο 2, υποβάλλεται μέσα στην ίδια δίμηνη ανατρεπτική προθεσμία. Στην περίπτωση αυτή η δίμηνη ανατρεπτική προθεσμία για άσκηση προσφυγής αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου. Δεν απαιτείται η τήρηση ενδικοφανούς προδικασίας στις περιπτώσεις που ασκείται από τον ενδιαφερόμενο αγωγή, στο δικόγραφο της οποίας δεν σωρεύεται αίτημα ακύρωσης ή τροποποίησης διοικητικής πράξης ή παράλειψης". Πριν από την ανωτέρω κωδικοποίησή τους οι §1 και 3 του άρθρου 13 ν. 1418/1984 είχαν τροποποιηθεί διαδοχικά με το άρθρο 3 του ν. 2229/1994, με το άρθρο 3 του ν. 2940/2001 και τέλος με την §3α του άρθρου 4 του ν. 3481/2006. Πριν από την τελευταία αυτή τροποποίηση, το άρθρο 13 του ν. 1418/1984 προέβλεπε ως το μόνο ένδικο βοήθημα για την δικαστική κρίση των διαφορών, που αναφύονταν κατά την εκτέλεση δημοσίων έργων τόσο ενώπιον των διοικητικών όσο και ενώπιον των πολιτικών εφετείων, την προσφυγή, για το παραδεκτό της οποίας έπρεπε να προηγηθεί η προδικασία μίας ειδικής ενδικοφανούς διαδικασίας (αίτηση θεραπείας), προβλεπόμενης στο άρθρο 12 του ν. 1418/1984 και ήδη στο άρθρο 76 του ν. 3669/2008. Η εν λόγω αίτηση θεραπείας ασκούνταν κατά δυσμενών πράξεων (α) όταν ο εργολάβος διαφωνούσε με πράξη ή παράλειψη ή απόφαση του κυρίου του έργου ή της προϊστάμενης αρχής, βλαπτική για τα συμφέροντά του, (β) όταν ο ανάδοχος δεν συμφωνούσε με απόφαση της προϊστάμενης αρχής επί τυχόν ενστάσεως που υπέβαλε ενώπιον αυτής και (γ) όταν η προϊστάμενη αρχή δεν προέβαινε στην έκδοση της πράξεως εντός της νόμιμης προθεσμίας. Η δε παρέλευση της προθεσμίας για την υποβολή της αιτήσεως θεραπείας συνεπάγονταν την απόσβεση του αντίστοιχου δικαιώματος του αναδόχου που λαμβάνονταν υπόψη αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ενώ η εκπρόθεσμη υποβολή της αιτήσεως θεραπείας καθιστούσε την προσφυγή απαράδεκτη. Υπήρχε όμως ένα δικονομικό κενό για τις περιπτώσεις στις οποίες, αν και οι χρηματικές αξιώσεις των αναδόχων εργολάβων είχαν αναγνωρισθεί με ρητές ή σιωπηρές πράξεις των αρμοδίων οργάνων των κυρίων των έργων, τα οφειλόμενα ποσά δεν τους καταβάλλονταν. Γι` αυτούς δεν υπήρχε δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής γιατί η διαφορά δεν προέκυπτε από κάποια δυσμενή πράξη ή παράλειψη και επομένως η γραμματική διατύπωση του άρθρου 13 ν. 1418/1984 σε συνδυασμό με το άρθρο 12 του ίδιου νόμου αυτού δεν παρείχε δυνατότητα στον ανάδοχο να διεκδικήσει τα οφειλόμενα μέσω της κινήσεως της -αναγκαίας για το παραδεκτό της προσφυγής- ενδικοφανούς διαδικασίας. Γι` αυτό με την τελευταία νομοθετική τροποποίηση ορίσθηκε (ενιαία και για τις δύο δικαιοδοσίες) η δυνατότητα να ασκείται, για την επίλυση διαφοράς από σύμβαση δημοσίου έργου, όχι μόνο προσφυγή αλλά και ευθεία καταψηφιστική ή αναγνωριστική αγωγή, εκδικαζόμενη από το αρμόδιο κατά δικαιοδοσία εφετείο, στις περιπτώσεις που, αν και ο κύριος του έργου αναγνωρίζει την απαίτηση του αναδόχου, εγκρίνοντας το σχετικό λογαριασμό, ωστόσο ή δεν εκδίδει το σχετικό ένταλμα ή το ποσό του λογαριασμού δεν καταβάλλεται για οποιαδήποτε λόγο παρά την έκδοση του εντάλματος. Ρητά δε στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 13 του ν. 1418/1984 προστέθηκε εδάφιο ως ακολούθως: "Δεν απαιτείται η τήρηση ενδικοφανούς προδικασίας στις περιπτώσεις που ασκείται από τον ενδιαφερόμενο αγωγή, στο δικόγραφο της οποίας δεν σωρεύεται αίτημα ακύρωσης ή τροποποίησης διοικητικής πράξης ή παράλειψης" (ΟλΑΠ 10/2016, ΑΠ 2092/2022, ΑΠ 570/2014, ΑΠ 1854/2013). Η ευθεία ως άνω αγωγή πρέπει να νοηθεί με το περιεχόμενο που έχει στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπου γίνεται διάκριση μεταξύ των ένδικων βοηθημάτων της προσφυγής και της αγωγής (άρθρο 63 και 71 του ΚΔΔ). Για το λόγο αυτό προστέθηκε στην §1 του άρθρου 13 του νόμου 1418/1984 εδάφιο σύμφωνα με το οποίο "η κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας διάκριση μεταξύ των ενδίκων βοηθημάτων της προσφυγής και της αγωγής (άρθρα 63 και 71) ισχύει και στις διαφορές του παρόντος νόμου". Ισχύει επομένως για κάθε διαφορά δημόσιου έργου είτε υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών είτε των πολιτικών δικαστηρίων. Κατ` ακολουθίαν, η έννοια της αγωγής, που αναφέρει η παράγραφος αυτή, θα πρέπει να εκληφθεί υπό το πρίσμα της διαπλάσεως της έννοιας της αγωγής κατά τον Κώδικα Δοικητικής Δικονομίας (άρθρο 71). Ως αγωγή συνεπώς, θα πρέπει να θεωρηθεί το ένδικο βοήθημα που ασκείται από το δικαιούχο χρηματικής αξιώσεως από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. Τέτοια όμως χρηματική αξίωση στη σχέση εργολαβίας δημοσίου έργου δεν υπάρχει παρά μόνο μετά την εκκαθάριση της αμοιβής του εργολάβου δια μέσω της εγκρίσεως των σχετικών πιστοποιήσεων. Γι` αυτό δυνατότητα ασκήσεως ευθείας αγωγής υφίσταται αποκλειστικά και μόνο στην περίπτωση που υπάρχει εκκαθαρισμένη και αναγνωρισμένη από τα αρμόδια όργανα διοικήσεως του έργου απαίτηση του εργολάβου. Σε όλες τις άλλες διαφορές από τα δημόσια έργα για την επίλυσή τους ασκείται το ένδικο βοήθημα της προσφυγής με υποχρεωτική τήρηση ενδικοφανούς προδικασίας και αντικείμενο τις προσβαλλόμενες βλαπτικές πράξεις των οργάνων διοικήσεως του κυρίου του έργου, που μπορεί μεν να έχουν ως πρότυπα θεσμούς του διοικητικού δικαίου, προβλέπονται όμως από τις προαναφερόμενες ειδικές δικονομικές διατάξεις του ν. 1418/1984, οι οποίες κατισχύουν των γενικών διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, προς το σκοπό της ενιαίας ρυθμίσεως και της ταχείας εκδικάσεως των διαφορών από δημόσια έργα, χωρίς να ασκεί, όπως προαναφέρθηκε, έννομη επιρροή ο χαρακτηρισμός της (οικείας εργολαβικής) συμβάσεως ως διοικητικής ή μη, που απλώς προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Αντικείμενο της ως άνω προσφυγής θα είναι το κύρος και η νομιμότητα των βλαπτικών για τον ανάδοχο του έργου πράξεων και αποφάσεων των οργάνων διοικήσεως του κυρίου του έργου, που ναι μεν ως εκδιδόμενες από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου του ευρύτερου δημόσιου τομέα δεν θεωρούνται με βάση το οργανικό κριτήριο (παρότι λειτουργικά προσομοιάζουν) ως εκτελεστές διοικητικές πράξεις, έχουν ωστόσο -ως δηλώσεις δικαιοπρακτικής βουλήσεως- έννομη σημασία για την εξέλιξη της εργολαβικής συμβάσεως και τις εξ αυτής αξιώσεις του αναδόχου εργολάβου, ο οποίος σαφώς έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει δια της προσφυγής την ακύρωσή τους, επικαλούμενος τα νομικά ελαττώματα αυτών. Τα τελευταία κατά βάση θα πηγάζουν από παράβαση των ειδικών ορισμών του διέποντος λεπτομερώς τα δημόσια έργα ν. 1418/1984, αλλά και από ακυρότητες των γενικών διατάξεων του Αστικού Κώδικα που συμπληρωματικά ρυθμίζει τα δημόσια έργα. Αίτημα δε της προσφυγής θα είναι η ακύρωση ή τροποποίηση της βλαπτικής πράξεως ή παραλείψεως. Διαφορετικά, όλες οι διαφορές που θα ανέκυπταν κατά το διάστημα από την έναρξη εκτελέσεως του έργου μέχρι την περάτωση και παράδοσή του, από βλαπτικές των συμφερόντων του αναδόχου πράξεις και αποφάσεις των οργάνων του κυρίου του έργου, δεν θα ήταν δυνατόν να επιλυθούν και θα παρέμεναν εκκρεμείς αν οι συμβαλλόμενοι αρνούνταν να τις άρουν συμβατικά. Γι` αυτό ακριβώς ο νομοθέτης, θέλοντας να εκλείψει το ενδιάμεσο αυτό στάδιο νομικής αβεβαιότητας, πρόβλεψε με συγκεκριμένη και ειδική διάταξη περίπτωση δικαστικής διαπλάσεως, δηλαδή δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής με ακυρωτικά (διαπλαστικά) αποτελέσματα και στις διαφορές που αναφύονται στα δημόσια έργα των ν.π.ι.δ., μη υπακούοντας σε δογματικές δικονομικές ανάγκες, αλλά αποβλέποντας στο ευεργετικό για την πρόοδο των δημόσιων έργων αποτέλεσμα της εξαλείψεως της ανωτέρω αβεβαιότητας (ΑΠ 2092/2022, ΑΠ 1068/2018, ΑΠ 1067/2018, ΑΠ 1038/2017). H τήρηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 12 του ν. 1418/1984 ενδικοφανούς διαδικασίας (άσκηση ενστάσεως και στη συνέχεια αιτήσεως θεραπείας), ορίζεται ρητά ως προϋπόθεση του παραδεκτού της, κατά το άρθρο 13 του ίδιου νόμου, προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού ή του Πολιτικού Εφετείου επί διαφορών που ανακύπτουν μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, χωρίς να επιβάλλεται από τις εν λόγω διατάξεις η υποχρέωση στη Διοίκηση να προβαίνει σε ενημέρωση του αναδόχου για την ενδικοφανή αυτή διαδικασία, ενώ η μη τήρηση αυτής συνεπάγεται την ουσιαστική απώλεια του άξιου δικαστικής προστασίας με προσφυγή ουσιαστικού δικαιώματος (ΟλΣτΕ 876/2013, ΣτΕ390/2016, ΣτΕ 44/2016, ΑΠ 2092/2022).
Συνεπώς, οι παραπάνω διατάξεις που αναφέρονται στην τήρηση της ενδικοφανούς προδικασίας πριν την προσφυγή στο αρμόδιο Εφετείο, παρά την προβλεπόμενη κύρωση του "απαραδέκτου", αποτελούν διατάξεις και ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 1850/2023) και συνεπώς, η παραβίασή τους ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της κυρωθείσας με το Ν.Δ. 53/1974 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων συνεπάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευόμενου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (ΑΕΔ 27/2004, ΣτΕ 432/2020, ΑΠ 265/2021).
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 4/2014, Ολ ΑΠ 10/2011, ΑΠ 1406/2021). Με τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (Ολ. ΑΠ 27 και 28/1998).
Με τους πρώτο και τρίτο λόγους της αναιρέσεως η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του Ν. 1418/1984 (77 του κωδικοποιημένου Ν. 3669/2008), συνεπεία των οποίων απέρριψε την προσφυγή της, ως απαράδεκτη, λόγω μη τηρήσεως της προβλεπόμενης από το άρθρο 12 του Ν. 1418/1984 ενδικοφανούς προδικασίας, διότι : α) στην προκείμενη περίπτωση, εφαρμοστέα ήταν η διάταξη του άρθρου 46 του "Κανονισμού Αναθέσεως και Εκτελέσεως έργων (Κ.Α.Ε.Ε.), που δεν προέβλεπε τέτοια προηγούμενη διαδικασία και β) σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων παραβιάζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α και το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος. Από την παραδεκτή επισκόπηση της από 3-12-2015 προσφυγής (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι η προσφεύγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ιστορούσε ότι, η δικαιοπάροχος της αναιρεσίβλητης, εταιρεία με την επωνυμία "... ΑΕ", προκήρυξε με διακήρυξη δημοπρασίας διαγωνισμό για την ολοκλήρωση του δικαστικού μεγάρου Καλαβρύτων, το αποτέλεσμα του οποίου κατακυρώθηκε σε αυτή (αναιρεσείουσα). Ότι κατόπιν αυτού δυνάμει της από 14-1-2002 συμβάσεως που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και της άνω εταιρείας ανέλαβε την εκτέλεση του προαναφερθέντος έργου, το οποίο στις 8-12-2003 ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε στην δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης, η οποία, αν και παρέλαβε προς χρήση το κτίριο και εγκαταστάθηκαν σε αυτό οι δικαστικές αρχές της περιοχής, όπου και λειτουργούν έκτοτε, δεν εξέδωσε βεβαίωση περατώσεως των εργασιών ούτε πρωτόκολλο διοικητικής παραλαβής για χρήση και για τη διενέργεια της παραλαβής του έργου, ενώ επιπλέον περιέκοψε εγκεκριμένες εργασίες από την τελική επιμέτρηση του έργου, την οποία της την επέστρεψε, αρνούμενη να εξοφλήσει το εργολαβικό αντάλλαγμα, που αντιστοιχεί στον 18ο και τελικό λογαριασμό του έργου. Με βάση αυτό το ιστορικό η αναιρεσείουσα ζήτησε: α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα, άλλως να ακυρωθεί η παράλειψη της αναιρεσίβλητης, ως οιονεί καθολικής διαδόχου της κυρίας του έργου, να εκδώσει βεβαίωση περατώσεως των εργασιών, άλλως να υποχρεωθεί να εκδώσει τέτοια βεβαίωση, β) να αναγνωριστεί η ακυρότητα, άλλως να ακυρωθεί η υπ' αρ. πρωτ. 55313/25.5.2010 πράξη επιστροφής της τελικής επιμετρήσεως του έργου, γ) να αναγνωριστεί η ακυρότητα, άλλως να ακυρωθούν οι γενόμενες από την Επιτροπή Ελέγχου Επιμετρήσεων διορθώσεις της υποβληθείσας από την αναιρεσείουσα τελικής επιμετρήσεως του έργου και να αναγνωριστεί ότι η τελευταία ισχύει ως είχε υποβληθεί από αυτή και δ) να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να της καταβάλει το ποσό των 579.884,07 ευρώ, πλέον τόκων, ως οφειλόμενο υπόλοιπο του εργολαβικού ανταλλάγματος. Υπό τα εκτιθέμενα στην ένδικη προσφυγή, η επίδικη διαφορά προέκυψε μεταξύ ΝΠΙΔ και συγκεκριμένα της αναιρεσείουσας εταιρείας με την επωνυμία "..." και της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΕ", η οποία ιδρύθηκε, κατά τα άνω, με την παρ.7 του άρθρου 5 ν.2408/1996 χάριν του δημοσίου συμφέροντος, αλλά για να λειτουργήσει με τα κριτήρια της ιδιωτικής οικονομίας (ν.2190/1920) και αφορά την εκτέλεση του έργου της ολοκληρώσεως του δικαστικού μεγάρου Καλαβρύτων, που συνιστά κατά τα προεκτεθέντα δημόσιο έργο, το δε αντικείμενο της διαφοράς, όπως εκτίθεται στο οικείο δικόγραφο, αναφέρεται στο κύρος και τη νομιμότητα των βλαπτικών για την ανάδοχο του έργου πράξεων και αποφάσεων των οργάνων διοικήσεως της κυρίας του έργου, των οποίων ζητείται η ακύρωση. Επομένως, σύμφωνα και με τα ανωτέρω λεχθέντα για την επίλυση της επίδικης διαφοράς που ανέκυψε από την εκτέλεση του παραπάνω δημόσιου έργου εφαρμόζονται οι ειδικότεροι κανόνες του ν. 1418/1984 και συνεπώς, οι δημοσίας τάξεως διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του νόμου αυτού, μετά δε την Κωδικοποίηση της νομοθεσίας περί Δημοσίων Έργων εκείνες των άρθρων 76 και 77 του ν. 3669/2008, που καθιερώνουν την τήρηση ενδικοφανούς προδικασίας, που προηγείται της δικαστικής επιλύσεως της διαφοράς ενώπιον του αρμοδίου κατά τόπον Εφετείου, καθόσον η προβλεπόμενη στο άρθρο 46 του ΚΑΕΕ της "... ΑΕ" ρύθμιση είναι ανίσχυρη, κείμενη εκτός νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, διότι ο οικείος κανονισμός εγκρίθηκε με υπουργική απόφαση και όχι με διάταξη νόμου, προεδρικό διάταγμα ή κανονισμό εγκεκριμένο με προεδρικό διάταγμα , τα δε άρθρα 5 § 7 εδ.α` ν. 2408/1996 και 5 παρ. 8 ν. 2229/1994, αλλά και οι κανονισμοί στους οποίους αναφέρονται ρυθμίζουν μόνον ειδικότερα θέματα σχετικά με τις διαδικασίες εκπονήσεως των μελετών και εκτελέσεως των αναλαμβανόμενων έργων, όχι όμως και τη διαδικασία δικαστικής επιλύσεως των σχετικών διαφορών, αφού η διαδικασία αυτή είναι διαφορετική και δεν καλύπτεται ούτε από το γράμμα ούτε από το πνεύμα των παραπάνω διατάξεων. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε την προσφυγή της αναιρεσείουσας, ως απαράδεκτη, επειδή δεν προηγήθηκε αυτής η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 1418/1984 διαδικασία διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 12 και 13 ν.1418/1984, που ήταν στην προκειμένη περίπτωση εφαρμοστέες, διότι συνέτρεχαν οι νόμιμοι όροι και προϋποθέσεις τους και δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 46 του "Κανονισμού Αναθέσεως και Εκτελέσεως έργων (Κ.Α.Ε.Ε.) της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης, η οποία δεν ήταν εφαρμοστέα. Οι ανωτέρω δε διατάξεις των άρθρων 12 και 13 ν.1418/1984, που εφάρμοσε το Εφετείο δεν αντίκεινται στο άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α και το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, αφού η θέσπιση για το παραδεκτό της προσφυγής της προηγούμενης τηρήσεως της ενδικοφανούς διαδικασίας συνάπτεται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και δεν υπερβαίνει τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επέρχεται άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευόμενου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας.
Συνεπώς, οι πρώτος και τρίτος αναιρετικοί λόγοι από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και γι` αυτό προϋποθέτει κρίση επί της ουσίας του δικαστηρίου (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1850/2023). Επομένως δεν ιδρύεται όταν η έλλειψη ή ανεπάρκεια ή αντίφαση των αιτιολογιών αναφέρεται στη σκέψη της αποφάσεως με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.
Με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι το Εφετείο με ανεπαρκείς αιτιολογίες δέχθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 46 του "Κανονισμού Αναθέσεως και Εκτελέσεως έργων (Κ.Α.Ε.Ε.) της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης κείται εκτός νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, με αποτέλεσμα να εφαρμόσει τις διατάξεις των άρθρων 12 και 13 παρ. 3 του Ν. 1418/1984 (77 παρ. 3 του κωδικοποιημένου Ν. 3669/2008) και να απορρίψει την προσφυγή της, ως απαράδεκτη. Ο λόγος αυτός είναι, σύμφωνα με τα ανωτέρω λεχθέντα απαράδεκτος, διότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν προχώρησε σε κρίση επί της ουσίας, αλλά απέρριψε την ένδικη προσφυγή, ως απαράδεκτη. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη από 14-10-2020 αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας της αναιρεσείουσας (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται λόγω της ερημοδικίας της αναιρεσίβλητης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14-10-2020 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 158/2019 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ