ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 59/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 59/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 59/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 59 / 2025    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 59/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Κουφούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Βενιζελέα - Εισηγητή, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Κορνηλία Πανούτσου και Μιχαήλ Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Σεπτεμβρίου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Μ. χήρας Δ.Θ. το γένος Ν. Κ., 2) Ν. Θ. του Δ. και 3) Σ. Θ. του Δ., απάντων κατοίκων ... Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Στεργιάδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. συζύγου Γ. Φ., το γένος Ν. Κ. και 2) Ν. Φ. του Γ., κατοίκων ... Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Αλεξάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-4-2019 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο ... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5354/2020 του ίδιου Δικαστηρίου και 1725/2021 του Μονομελούς Εφετείου ... Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 27-12-2022 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 785 ΑΚ, που ορίζει την έννοια της κοινωνίας δικαιώματος, "Αν ένα δικαίωμα ανήκει σε περισσότερους από κοινού, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, υπάρχει ανάμεσά τους κοινωνία κατ` ιδανικά μέρη. Σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι τα μέρη είναι ίσα", ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1113 του ιδίου κώδικα "Αν η κυριότητα του πράγματος ανήκει σε περισσότερους εξ αδιαιρέτου κατ' ιδανικά μέρη, εφαρμόζονται οι διατάξεις για την κοινωνία". Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 788 παρ. 1 ΑΚ, "η διοίκηση του κοινού ανήκει σε όλους μαζί τους κοινωνούς.". Η διάταξη αυτή ορίζει, σχετικά με τη διοίκηση του κοινού πράγματος, την αρχή της ομοφωνίας όλων των κοινωνών (ΑΠ 1037/2013), ο δε όρος "διοίκηση" περιλαμβάνει κάθε πράξη διαχείρισης, υλική ή νομική, η οποία είναι απαραίτητη για τη συντήρηση, εκμετάλλευση, χρησιμοποίηση, κάρπωση και αύξηση της αξίας του κοινού πράγματος (ΑΠ 1373/2006). Στις εν λόγω πράξεις τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης, περιλαμβάνεται και η σύμβαση μίσθωσης του κοινού αντικειμένου, καθώς και κάθε άλλη πράξη, η οποία τείνει στη διατήρηση η άρση των συνεπειών της μισθώσεως, όπως η παράταση ή η τροποποίηση της συμβάσεως μισθώσεως ή καταγγελία αυτής (ΑΠ 1037/2013), η δε εκμίσθωση ιδανικής μερίδας του μισθίου προς τρίτο δεν είναι επιτρεπτή, συνεπεία του χαρακτήρα της χρήσεως ως αδιαιρέτου δικαιώματος (ΑΠ 164/2024, ΑΠ 1817/2006). Η άσκηση της διοίκησης του κοινού απαιτεί σύμπραξη όλων των κοινωνών, με την έννοια ότι κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα σύμπραξης στη διοίκηση του κοινού (ΑΠ 1373/2006). Η ανωτέρω αρχή της ομοφωνίας διασπάται με την αρχή της πλειοψηφίας, που καθιερώνει η επόμενη διάταξη του άρθρου 789 ΑΚ, κατά την οποία "Με απόφαση της πλειοψηφίας των κοινωνών μπορεί να καθοριστεί ο τρόπος της τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης που αρμόζει στο κοινό αντικείμενο. Η πλειοψηφία λαμβάνεται κατά το μέγεθος των μερίδων". Η απόφαση της πλειοψηφίας που ελήφθη μέσα στα πλαίσια του άρθρου 789 ΑΚ δεν αφορά μόνο τις εσωτερικές σχέσεις των κοινωνών, αλλά ενέχει και εξουσία αντιπροσωπεύσεως και συνακόλουθα είναι έγκυρη και δεσμεύει όλους τους κοινωνούς, δηλαδή και εκείνους που διαφώνησαν και μειοψήφισαν, έστω και αν δεν έλαβαν μέρος σ` αυτήν (ΑΠ 95/2020, ΑΠ 635/2018, ΑΠ 1037/2013). Εξ άλλου, ο προσήκων τρόπος τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης για το κοινό αντικείμενο, πρέπει να είναι σύμφωνος με τη φύση του κοινού πράγματος και τους κανόνες της επιμελούς διαχείρισης και εκμετάλλευσης του. Σε αντίθετη περίπτωση, καθώς και όταν η απόφαση αντίκειται σε άλλους τιθέμενους από το νόμο περιορισμούς (άρθρο 792ΑΚ), οι εναντιωθέντες στην απόφαση της πλειοψηφίας μειοψηφούντες συγκύριοι δικαιούνται να επιδιώξουν την αναγνώριση της ακυρότητας της αποφάσεως κατά τα άρθρα 174 και 180 Α.Κ. Ακόμη, η απόφαση αυτή μπορεί να προσβληθεί από τη μειοψηφία, κατ` άρθρο 281ΑΚ, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα τιθέμενα από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος (ΑΠ 1037/2013, ΑΠ 160/2008). Τέλος, κατά το άρθρο 790 του ΑΚ, "αν η διοίκηση και η χρησιμοποίηση δεν καθορίστηκε με κοινή συμφωνία ή με πλειοψηφία (των κοινωνών), καθένας από τους κοινωνούς έχει δικαίωμα να ζητήσει να την κανονίσει το δικαστήριο, με τον τρόπο που είναι ο πιο πρόσφορος και συμφέρει περισσότερο σε όλους τους κοινωνούς. Αν υπάρχει ανάγκη το δικαστήριο μπορεί να διορίσει διαχειριστή". Η ρύθμιση αυτή, που δεν τείνει στη διάγνωση ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά αποτελεί ρυθμιστική παρέμβαση του δικαστηρίου, που αποβλέπει στην εξεύρεση, με βάση τις εκάστοτε κρατούσες συνθήκες, του περισσότερο πρόσφορου και επωφελούς για όλους τους κοινωνούς τρόπου διοίκησης και χρησιμοποίησης του κοινού πράγματος, ισχύει για αόριστο χρονικό διάστημα, ήτοι ενόσω υφίσταται η κοινωνία, και μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με συμφωνία όλων των κοινωνών (και όχι της πλειοψηφίας αυτών) ή με νέα δικαστική απόφαση σε περίπτωση μεταβολής των συνθηκών (ΑΠ 1369/2008, ΑΠ 1084/2005, ΑΠ 825/2004). Κατά την άσκηση της ρυθμιστικής του αυτής παρέμβασης, το δικαστήριο δεν υπόκειται σε περιορισμούς και ενδεικτικά μόνον καθορίζεται η δυνατότητα διορισμού διαχειριστή, οφείλει όμως να μην παραβιάζει τις κείμενες διατάξεις των νόμων(ΑΠ 825/2004). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα, 4) ζημία και 5) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Παράνομη, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, είναι η συμπεριφορά, η οποία αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της εννόμου τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 167/2024, ΑΠ 10/2021, ΑΠ 1177/2018, ΑΠ 345/2017), η δε κατά τον άνω τρόπο παράνομη συμπεριφορά μπορεί να εκδηλωθεί και κατά τη λειτουργία κοινωνίας δικαιώματος, μεταξύ των συγκοινωνών. Η κατάχρηση δικαιώματος, η οποία απαγορεύεται από την διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, συνιστά παράβαση νόμου και άρα αποτελεί παράνομη πράξη και συνεπώς εάν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, η κατάχρηση γεννά υποχρέωση σε αποζημίωση, κατά το άρθρο 914 ΑΚ (ΟλΑΠ 2/2019, ΑΠ 425/2014). Η παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Η παράλειψη για να οδηγήσει σε υποχρέωση αποζημίωσης, πρέπει να είναι παράνομη. Τούτο συμβαίνει, όταν ο υπαίτιος παραλείπει να προβεί σε ορισμένη θετική ενέργεια έναντι συγκεκριμένου προσώπου ή της ολότητας, στην οποία έχει υποχρέωση να προβεί από το νόμο, από δικαιοπραξία, από την απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ή από τη συναλλακτική καλή πίστη, όπως αυτή διαμορφώνονται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ(ΑΠ 167/2024, ΑΠ 895/2019), ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου, καθώς και όταν, από προηγούμενη συμπεριφορά του ιδίου, αυτός δημιούργησε πραγματική κατάσταση επικίνδυνη για τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα τρίτων (ΑΠ 167/2024, ΑΠ 413/2022, ΑΠ 10/2021, ΑΠ 139/2014). Καλή πίστη, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 Α.Κ, είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος. Υπό την έννοια συνεπώς αυτή, η καλή πίστη συνιστά κριτήριο συμπεριφοράς και, άρα, κανόνα δικαίου (ΑΠ 167/2024, ΑΠ 1420/2022, ΑΠ 1116/2019). Στην έννοια της κατά το άρθρο 914 ΑΚ υπαιτιότητας περιλαμβάνεται ο δόλος και η αμέλεια του παρανόμως πράξαντος ή παραλείψαντος. Εφ` όσον δε γίνεται επίκληση υπαίτιας συμπεριφοράς, με το χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, στον ειδικότερο προσδιορισμό αυτής (της υπαιτιότητας) προβαίνει το δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς εντεύθεν να επέρχεται μεταβολή της βάσεως της αγωγής (ΑΠ 167/2024, ΑΠ 660/2022, ΑΠ 1206/2019). Εξάλλου, κατά την έννοια της ίδιας ως άνω διατάξεως, ερμηνευόμενης ενόψει και του άρθρου 27 του Ποινικού Κώδικα, δόλος συντρέχει όχι μόνο όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση ζημίας σε άλλον, αλλά και όταν, χωρίς να την αποσκοπεί, προβλέπει και αποδέχεται την επέλευση της ζημίας αυτής, είτε ως αναγκαία, είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Αμέλεια υπάρχει, κατά την έννοια του άρθρου 330 ΑΚ, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική καλή πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφές νομικό καθήκον, είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνον, που επιβάλλεται από τις περιστάσεις(ΑΠ 167/2024, ΑΠ 1206/2019). Η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) και ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννάται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον (ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 167/2024, ΑΠ ΑΠ 1593/2022, ΑΠ 560/2022, ΑΠ 587/2020). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε, κατά τη γενική αντίληψη, χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 10/1991, ΑΠ 601/2022). Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς, υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη, την οποία δεν αποκλείει, κατά τις περιστάσεις, η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή φυσικής ευχέρειας, συνεκτιμούνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων και οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που οδήγησαν τον υπαίτιο στη συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με τη διαγωγή του αντισυμβαλλομένου "θύματος", για να κριθεί εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογική σχέση. Στην αναζήτηση δε του ορθού αυτού μέτρου συνεκτιμώνται, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και τα επιβαλλόμενα όρια από αυτή. Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέληση του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία. Η γένεση, εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, υποχρεώσεως για αποζημίωση, προϋποθέτει, σύμφωνα με αυτήν τη διάταξη, συνδυαζόμενη με εκείνη του άρθρου 298 του ΑΚ, την ύπαρξη μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα μετά διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία της ζημίας (ΑΠ 601/2022, ΑΠ 1177/2018, ΑΠ 212/2018, ΑΠ 752/2017). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, η δε παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή (Ολ.ΑΠ 7/2006, Ολ.ΑΠ 4/2005). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή της (Ολ.ΑΠ 20/2005, Ολ.ΑΠ 32/1996), αλλιώς ο λόγος αυτός είναι αόριστος και γι' αυτό απορριπτέος ως απαράδεκτος. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την διάταξη αυτή , αποτελεί λόγο αναίρεσης, μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή τις γενικές και αφηρημένες αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα με τη βοήθεια της επιστημονικής έρευνας ή της επαγγελματικής ενασχόλησης και έχουν γίνει κοινό κτήμα, για την ανεύρεση, με βάση αυτά, της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει νομικές έννοιες ή για την υπαγωγή ή όχι σε αυτόν των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς και όχι όταν το δικαστήριο παραβιάζει τα διδάγματα αυτά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών γεγονότων, δηλαδή, της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 1215/2021), τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1215/2021, ΑΠ 233/2020), την ερμηνεία της δικαιοπραξίας ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων (Ολ. ΑΠ 10/2005). Για το ορισμένο του λόγου αυτού αναίρεσης, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο, εκτός των άλλων, ο κανόνας δικαίου για την αληθινή έννοια του οποίου χρησιμοποιήθηκαν ή όχι τα διδάγματα της κοινής πείρας, η έννοια που προσδόθηκε σ` αυτόν από την προσβαλλόμενη απόφαση, την οποία ο αναιρεσείων, χαρακτηρίζει ως εσφαλμένη, η ορθή, κατά τη γνώμη του αναιρεσείοντος, έννοια που προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία ο δικαστής είτε χρησιμοποίησε λανθασμένα είτε παρέλειψε να χρησιμοποιήσει, ο προσδιορισμός των διδαγμάτων της κοινής πείρας και ο τρόπος κατά τον οποίο παραβιάσθηκαν (ΑΠ 1215/2021, ΑΠ 1011/2018). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζητήματα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου ,που εφαρμόσθηκε ή δεν εφαρμόσθηκε.
Συνεπώς ο λόγος αυτός προϋποθέτει την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και όχι την απόρριψη ισχυρισμού ως μη νόμιμου, αόριστου, απαράδεκτου ή για οποιοδήποτε άλλο τυπικό λόγο(ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 988/2021). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ,είτε αποκλείουν την εφαρμογή της. Αντίφαση δε στις αιτιολογίες υπάρχει, όταν τα πραγματικά περιστατικά ,που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων ,που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Ελλείψεις όμως αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 695/2020). Για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών, δηλαδή ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή πού εντοπίζονται οι αντιφάσεις (Ολ.ΑΠ 20/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού έκανε δεκτή έφεση των αναιρεσειόντων και εξαφάνισε την εκκαλουμένη 5354/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε απορριφθεί ως αόριστη και γι' αυτό απαράδεκτη η από 1-4-2019 αγωγή τους κατά των αναιρεσιβλήτων, στη συνέχεια, δικάζοντας την αγωγή, δέχθηκε τα ακόλουθα, κρίσιμα για τον αναιρετικό έλεγχο, πραγματικά περιστατικά: "Στη …, επί της οδού ... 165-167, ανατολικά από το "...", στο ύψος της οδού ..., κοντά στον κόμβο εισόδου-εξόδου προς και από … μέσω της περιφερειακής οδού, βρίσκεται ένα οικόπεδο, έκτασης 604,38 μ2, επί του οποίου υπάρχουν και ισόγεια κτίσματα... (Ακολουθεί σε 19 σελίδες της απόφασης εκτενής ανάπτυξη: 1) του τρόπου δημιουργίας του οικοπέδου αυτού, με την συνένωση δύο όμορων οικοπέδων, την, δυνάμει νόμιμης πράξης τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης, συντελεσθείσα προσκύρωση σε αυτό δύο εδαφικών τμημάτων εμβαδού 42 και 94 τ.μ. και μη συντελεσθείσα ακόμη προσκύρωση τρίτου εδαφικού τμήματος εμβαδού 2 τ.μ. καθώς και την αφαίρεση από αυτό τμήματος εμβαδού 30 τ.μ., 2) της διαδικασίας ανέγερσης, δυνάμει διαδοχικών πολεοδομικών αδειών, των δύο κτισμάτων του οικοπέδου εμβαδού 54 και 46 τ.μ., 3) των διαδοχικών, με νομίμως μεταγεγραμμένα συμβόλαια, μεταβιβάσεων ποσοστών εξ αδιαιρέτου του ακινήτου, από τον αρχικό του ιδιοκτήτη Ν. Κ., προς τις θυγατέρες του πρώτη ενάγουσα - ήδη πρώτη αναιρεσείουσα και πρώτη εναγομένη - ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη και τις περαιτέρω μεταβιβάσεις από την πρώτη ενάγουσα προς τα τέκνα της δεύτερο και τρίτο των εναγόντων - ήδη τρίτο και δεύτερο των αναιρεσειόντων αντιστοίχως και από την πρώτη εναγομένη προς το τέκνο της δεύτερο εναγόμενο - ήδη δεύτερο αναιρεσίβλητο, έτσι ώστε από το έτος 2007 και εφεξής να είναι η πρώτη ενάγουσα επικαρπώτρια του ακινήτου κατά ποσοστό 20%, έκαστος των δευτέρου και τρίτου των εναγόντων συγκύριος κατά ποσοστό 15% και ψιλός συγκύριος κατά ποσοστό 10%, η πρώτη εναγομένη συγκυρία κατά ποσοστό 35% και ο δεύτερος εναγόμενος συγκύριος κατά ποσοστό 15% και 4) της εκμίσθωσης από τις 14/10/1988 από τους εκάστοτε ιδιοκτήτες του, μέρους του ακινήτου αρχικά και ολόκληρου στη συνέχεια, προκειμένου να λειτουργήσει σε αυτό πρατήριο υγρών καυσίμων από την αρχική μισθώτρια ανώνυμη εταιρεία "... Α.Ε." αρχικά και την οιονεί καθολική διάδοχό της ανώνυμη εταιρεία "..." από 26/7/2002 και εφεξής, με συμφωνημένη ημερομηνία λήξης της σύμβασης στις 31-12-2009)... Κατά την λήξη του άνω συμβατικού χρόνου της μίσθωσης, το καταβαλλόμενο μηνιαίο μίσθωμα είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 8.090 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου. Πριν από την άνω συμβατική λήξη, και συγκεκριμένα στις 10-12-2009, έγιναν προφορικές συζητήσεις μεταξύ των διαδίκων, περί παράτασης της μίσθωσης αλλά αυτοί δεν συμφωνούσαν για το ύψος του μισθώματος και τότε ο εκ των εκμισθωτών Ν. Θ. (ήδη τρίτος ενάγων-εκκαλών) απέστειλε , με FAX, στον Κ.Κ., υπάλληλο της εταιρίας "...", με την πρώην επωνυμία "..." και υπεύθυνο αυτής για τις συμβάσεις μισθώσεως σε ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα, σχέδιο "ιδιωτικού συμφωνητικού ανανέωσης μίσθωσης" (χωρίς ακριβή ημερομηνία, αναγράφεται μόνον "Δεκέμβριος 2009") , με το οποίο προτείνεται η παράταση της διάρκειας της ένδικης μίσθωσης από 1-1-2010 μέχρι 31-12-2011, αντί μηνιαίου μισθώματος, ανερχομένου για τον πρώτο χρόνο της μίσθωσης (από 1-1-2010 έως 31-12-2010) στο ποσό των 8.500 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου από 3,6% και αναπροσαρμοζόμενου για το επόμενο μισθωτικό έτος κατά ποσοστό ίσο με τον μέσο όρο του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή των τελευταίων δώδεκα μηνών, προσαυξημένο κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες. Επί της ως άνω πρότασης δεν υπήρξε απάντηση και για τον λόγο αυτό οι εκ των εκμισθωτών Ν. και Σ. Θ. (ήδη 3ος και 2ος ενάγοντες-εκκαλούντες) απέστειλαν επιστολή προς τον κ. Α., Διευθυντή Επενδύσεων Δικτύου Πρατηρίων της εταιρίας "...", με την οποία παραπονιούνταν για το γεγονός ότι κανένας από τους υπευθύνους της εταιρίας δεν επικοινώνησε μαζί τους για την υπογραφή σύμβασης ανανέωσης της μίσθωσης. Ακολούθησε, η αποστολή από την άνω ΑΕ προς τους εν λόγω εκμισθωτές σχεδίου ιδιωτικού συμφωνητικού, χωρίς ακριβή ημερομηνία και βέβαια υπογραφές (αναγράφεται σ' αυτό Ιούλιος 2010), στο οποίο προβλεπόταν η παράταση της διάρκειας της μίσθωσης από 1-1-2010 μέχρι 31-12-2011, αντί μηνιαίου μισθώματος για ολόκληρο το χρονικό διάστημα της μίσθωσης, 8.090 ευρώ (ήτοι του τελευταία καταβαλλόμενου), πλέον τέλους χαρτοσήμου, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά για αναπροσαρμογή αυτού. Στη συνέχεια και δη στις 20-9-2010 επιδόθηκε στους ανωτέρω εκμισθωτές η από 15-9-2010 εξώδικη δήλωση πρόσκληση της άνω μισθώτριας ΑΕ, απευθυνόμενη σε όλους εκμισθωτές (και στους πέντε), με την οποία αυτή, αφού αναφέρει ότι προηγήθηκαν "πολύμηνες" διαπραγματεύσεις μεταξύ τους, τους κάλεσε να υπογράψουν συμφωνητικό παρατάσεως της ανωτέρω μίσθωσης από 1-1-2010 μέχρι 31-12-2011, αντί μηνιαίου μισθώματος 8.090 ευρώ (πλέον χαρτοσήμου), ποσό που ανάγεται σε οικονομικά δεδομένα προ της ενάρξεως της διετούς παρατάσεως και επειδή η μισθωτική αξία του μισθίου είναι πλέον καταφανώς μικρότερη, πρότεινε την πολυετή παράταση της μίσθωσης και πέραν της 31- 12-2011 σε συνδυασμό με διαπραγμάτευση για το ύψος του μισθώματος σε ποσό που θα ανταποκρίνεται στην πραγματική μισθωτική αξία της περιοχής, όπου βρίσκεται το μίσθιο, σε κάθε περίπτωση τους καλούσε να υπογράψουν το άνω κείμενο του συμφωνητικού, που ήδη είχε θέση υπόψη τους. Με την από 4-10-2010 εξώδικη απάντηση-δήλωση- διαμαρτυρία των εκμισθωτών, που επιδόθηκε στη μισθώτρια ΑΕ στις 7-10-2010, αυτοί επικαλούνται ότι, κατόπιν διαπραγματεύσεων με τον εκπρόσωπο της τελευταίας Κ. Κ., το Δεκέμβριο του έτους 2009, κατέληξαν μαζί του σε συμφωνία συμβατικής ανανέωσης της μίσθωσης διάρκειας δύο (2) ετών, αντί μηνιαίου μισθώματος, για το πρώτο έτος, 8.500 ευρώ, πλέον τελών χαρτοσήμου 3,6%, αναπροσαρμοζόμενου για το επόμενο έτος, όπως ακριβώς είχε συμφωνηθεί από την αρχή της μίσθωσης με όλα τα ιδιωτικά συμφωνητικά και επισημαίνουν ότι το Δεκέμβριο του έτους 2009 γνώριζε αυτή (μισθώτρια) πολύ καλά τα οικονομικά δεδομένα και τη μισθωτική αξία του ακινήτου, στη συνέχεια δε δηλώνουν ότι ιδιωτικό συμφωνητικό "για την ήδη ανανεωθείσα για δυο έτη μίσθωση" θα υπογράψουν μόνο με τους προαναφερόμενους συμφωνηθέντες όρους. Η μισθώτρια ΑΕ δεν αποδέχθηκε την άνω πρόταση και παρουσίασε στους ήδη ενάγοντες εκμισθωτές σχέδιο ιδιωτικού συμφωνητικού (χωρίς υπογραφές και με ημερομηνία Οκτώβριος 2010), με το οποίο πρότεινε την παράταση της διάρκειας της μίσθωσης μέχρις 31-12-2021 και τον καθορισμό του μηνιαίου μισθώματος για την πρώτη διετία (1-1-2012 /31-12-2013) στο ποσό των 6.500 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου (3,6%), αναπροσαρμοζόμενου ανά διετία κατά ποσοστό ίσο με το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, προσαυξημένο κατά ποσοστό 2%, πάντως δε συνολικά όχι υψηλότερο του 5% ετησίως. Οι τώρα ενάγοντες- εκμισθωτές δεν αποδέχθηκαν το ως άνω προτεινόμενο προς υπογραφή συμφωνητικό. Αντίθετα, οι τώρα εναγόμενοι εκμισθωτές (Ε. συζ. Γ. Φ. και Ν. Φ. του Γ.), μετά από διαπραγματεύσεις με τη μισθώτρια ΑΕ, κατήρτισαν το από 15-11-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου οι πρώτοι συμφώνησαν και αποδέχθηκαν κατά το μέρος της συνιδιοκτησίας τους (35%+15%=) 50% εξ αδιαιρέτου...την παράταση της διάρκειας της ένδικης μίσθωσης για επτά (7) έτη πέραν της 31-12-2011 και δη από 1-1-2012 έως 31-12-2018. Συμφωνήθηκε επίσης ότι η αναλογία των άνω συμβαλλομένων εκμισθωτών επί του μισθώματος για ολόκληρο το μίσθιο καθορίζεται για την πρώτη διετία, ήτοι από 1-1-2012 μέχρι 31-12-2013, στο ποσό των 3.250 ευρώ το μήνα, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου (3,6%), το οποίο μίσθωμα θεωρήθηκε εύλογο, δίκαιο, πρόσφορο και ανάλογο με την πραγματική μισθωτική αξία του ακινήτου, και ότι αυτό θα αναπροσαρμόζεται ετησίως κατά ποσοστό ίσο με το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, όπως θα καθορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (όρος 2), και επίσης συμφωνήθηκε ότι το άνω μέρος μισθώματος κατά τη διάρκεια της παρατάσεως θα προκαταβάλλεται στους άνω εκμισθωτές, κατά τα ποσοστά που δικαιούταν ο καθένας (35% και 15%, αντίστοιχα), στην αρχή κάθε εξαμήνου, με αρχή από 1-1-2012 (όρος 3). Η συμφωνηθείσα όμως με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό παράταση της επίδικης μίσθωσης είναι άκυρη και δεν επέφερε το αποτέλεσμα της παράτασης, καθόσον οι υπογράψαντες το συμφωνητικό ως εκμισθωτές, Ε. συζ. Γ. Φ. και Ν. Φ., ήταν συγκύριοι του μισθίου ακινήτου κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου συνολικά, η δε συμφωνία για παράταση της μίσθωσης, που συνιστά πράξη τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης του κοινού μισθίου, απαιτούσε απόφαση της πλειοψηφίας..., προϋπόθεση που δεν συνέτρεχε στην προκειμένη περίπτωση. Οι ανωτέρω εκμισθωτές ενήργησαν ως ανωτέρω, βασικά με σκοπό να μη χάσουν, εν μέσω της οικονομικής κρίσης, το εισόδημα από τα εν λόγω συμφωνηθέντα μισθώματα, γιατί οι λοιποί εκμισθωτές (ήδη ενάγοντες) δεν συναινούσαν στην επί τόσα έτη παράταση της επίμαχης σύμβασης, με διάφορα προσκόμματα, όπως ότι αναζητούσαν άλλους μισθωτές (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) για το ένδικο ακίνητο, επειδή το προτεινόμενο από την ήδη μισθώτρια μηναίο μίσθωμα ήταν μικρό, χωρίς όμως να συγκεκριμενοποιούν ποιο ποσό μισθώματος θεωρούσαν ότι θα τους ικανοποιούσε, ούτε και να μνημονεύουν κάποιο νέο πρόσωπο που απευθύνθηκαν και που ενδιαφερόταν να μισθώσει το ένδικο ακίνητο. Μετά την κατάρτιση του αμέσως ως άνω από 15-11-2011 ιδιωτικού συμφωνητικού, οι σχέσεις των διαδίκων διαταράχθηκαν και πλέον η μεταξύ τους επικοινωνία γινόταν είτε μέσω των δικηγόρων τους με εκατέρωθεν ανταλλασσόμενα εξώδικα, είτε κυρίως ηλεκτρονικά (με e- mail). Τελικώς, η επίδικη μίσθωση, που είχε συναφθεί με το από 26-07-2002 ιδιωτικό συμφωνητικό και έληγε συμβατικά στις 31-12-2009 , παρατάθηκε άτυπα για αόριστο χρόνο, καθόσον δεν την κατήγγειλε κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη (εκμισθωτές και μισθώτρια). Τελικώς, η μισθώτρια ΑΕ αποφάσισε να καταγγείλει την επίδικη μισθωτική σύμβαση στα τέλη Ιουλίου 2013. Με την από 29-7-2013 εξώδικη δήλωση-καταγγελία, που επέδωσε στους εκμισθωτές (ήδη διαδίκους) στις 7 Αυγούστου 2013, δήλωσε ότι α) καταγγέλλει την επίδικη μίσθωση, σύμφωνα με τα άρθρα 608 επομ. ΑΚ, β) τα αποτελέσματα της καταγγελίας της θα επέλθουν τρεις μήνες μετά την επίδοση της εξώδικης αυτής και ισχύουν για το τέλος Δεκεμβρίου 2013, γ) τα μισθώματα μέχρι την 31η/12/2013 έχουν προκαταβληθεί και η εταιρεία της δεν τους οφείλει μισθώματα και δ) κατά την αποχώρησή της από το μίσθιο θα παραλάβει τα σήματα, τα εμβλήματα, τα διακριτικά γνωρίσματα, τα μηχανικά είδη, ολόκληρο τον εξοπλισμό του πρατηρίου και όλα τα πράγματα ιδιοκτησίας της. Στην ανωτέρω εξώδικη δήλωση- καταγγελία της μισθώτριας απάντησαν μόνο οι τώρα ενάγοντες-εκμισθωτές με την από 11-9-2013 "εξώδικη απάντηση", με την οποία επισημαίνει στη μισθώτρια τα εξής: "Σε ό, τι αφορά την προειδοποίηση σας ότι θα παραλάβετε τα αντικείμενα ιδιοκτησίας σας, σας γνωρίζουμε ότι σύμφωνα με το μεταξύ μας ισχύον συμφωνητικό μισθώσεως κατά την αποχώρησή σας από το μίσθιο οφείλετε να παραλάβετε με δαπάνες σας ολόκληρο τον υπόγειο και υπέργειο εξοπλισμό, να αφαιρέσετε τις πρόσθετες κατασκευές που έχετε δημιουργήσει, να αποκομίσετε τα απορρίμματα που έχετε συσσωρεύσει στο ακίνητο με δαπάνες σας, να αποξηλώσετε τις αντλίες σας, και να επαναφέρετε το ακίνητο, με δαπάνες σας, στην κατάσταση στην οποία το παραλάβατε, ομοίως δε να μας προσκομίσετε εξοφλημένους όλους τους λογαριασμούς κοινής ωφελείας που αφορούν στο μίσθιο." Να σημειωθεί, ενταύθα, ότι με τον 9° όρο του αρχικού από 14-10-1988 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ με όλα τα επόμενα ιδιωτικά συμφωνητικά, προβλέπονται τα εξής: "Μετά την καθ' οιονδήποτε τρόπον λύσιν της μισθώσεως, η μισθώτρια δικαιούται και υποχρεούται όπως, εντός μηνός από της λύσεως της, αφαιρέση και παραλάβη πάντα τα υπάρχοντα εις το μίσθιον μηχανήματα και εγκαταστάσεις (αντλίας, δεξαμενάς βενζίνης, πετρελαίου, εργαλεία και εν γένει μηχανικά μέσα και είδη ιδιοκτησίας της), ανεξαρτήτως του ποιος έκανε χρήσιν αυτών. Παρερχομένης απράκτου της ανωτέρω προθεσμίας η μισθώτρια υποχρεούται εις καταβολή αποζημιώσεως δια εκάστην παρερχομένην μετά ταύτα ημέραν, ίσης του καταβαλλομένου, κατά τον χρόνον λύσεως της συμβάσεως, μισθώματος, τούτο δε επί χρονικόν διάστημα τριάντα ημερών από της λήξεως της ανωτέρω μηνιαίας προθεσμίας, μετά την παρέλευσιν των οποίων όλα τα μη αναληφθέντα μέχρι τότε εμπεπηγμένα επί του οικοπέδου ως άνω μηχανήματα και εγκαταστάσεις ή πράγματα λογίζονται, ως συστατικά του ακινήτου και περιέρχονται οριστικώς εις την κυριότητα νομήν και κατοχήν των εκμισθωτών, άλλως και λόγω ποινικής ρήτρας δια αναπόδεικτον ζημίαν των. Η μισθώτρια υποχρεούται εις αποκατάστασιν πάσης ζημίας του μισθίου και του οικοπέδου η οποία θα προξενηθή εκ της αφαιρέσεως και αποσυνδέσεως των μηχανημάτων και εγκαταστάσεων της, να καταβάλη δε και όλα τα έξοδα, τα οποία θα απαιτηθούν δια την αφαίρεσιν, αποξύλωσιν και μεταφοράν των." Με τον παραπάνω όρο προβλέφθηκαν, δηλαδή, και οι προαναφερθείσες συνέπειες για τη μισθώτρια, για την περίπτωση που αυτή δεν ήθελε προβεί στην αφαίρεση και παραλαβή των δεξαμενών... βενζίνης και πετρελαίου, που ενδιαφέρουν στην ερευνόμενη υπόθεση και στις άνω συνέπειες δεν περιλαμβάνεται και αυτή της άρνησης παραλαβής του μισθίου. Στη συνέχεια, η μισθώτρια ΑΕ επέδωσε στους εκμισθωτές (ήδη διαδίκους), στις 24-12-2013, την από 23-12-2013 εξώδικη δήλωση, με το εξής αυτούσιο περιεχόμενο: "Με τις από 29/7/2013 εξώδικες δηλώσεις μας, που επιδόθηκαν νομίμως σε όλους εσάς ως συνεκμισθωτές στις 7 Αυγούστου 2013, καταγγείλαμε τη σύμβαση μισθώσεως, κατά τους όρους που αναφέρονται στις δηλώσεις μας. Συγχρόνως σας ανακοινώσαμε την πρόθεση μας να σας αποδώσουμε στις 7/11/2013 το ακίνητο επί της οδού ... 165-167, στη Θεσσαλονίκη, που είχαμε μισθώσει από σας και περιγράφεται λεπτομερώς στην εξώδικη δήλωση μας, κενό. Πράγματι η εταιρεία μας ήδη έχει παραλάβει τον εξοπλισμό ιδιοκτησίας της και έχει αποχωρήσει από το μίσθιο αφήνοντας όλα τα πράγματα που ζητήθηκαν από σας με επίκληση των μεταξύ μας συμφωνηθέντων. Πλην όμως οι τρεις πρώτοι από σας (εννοεί τους τώρα ενάγοντες, που αναγράφει ως πρώτα τρία ονόματα στην εξώδικο) αρνούνται να παραλάβουν τα κλειδιά όλων των θυρών του μισθίου επικαλούμενοι την απουσία του Ν. Θ. στο εξωτερικό. Επειδή όλοι οι συνεκμισθωτές δεν παραλαμβάνετε τα κλειδιά για λόγους που δεν κατανοούμε, σας παραδίδουμε με τον επιδίδοντα την παρούσα (δικαστικό επιμελητή) 13 κλειδιά με καρτέλες με ενδείξεις των θυρών στις οποίες αναφέρονται (κεντρική είσοδος - ένα κλειδί σε πράσινη κλειδοθήκη, θήκη μεγάλη, μικρή 1 -2 κλειδιά σε πράσινη κλειδοθήκη, πίσω πόρτα-ένα κλειδί σε κίτρινη κλειδοθήκη, φυλάκιο-ένα κλειδί σε μωβ κλειδοθήκη, πόρτα εσωτερική Shop - ένα κλειδί σε μαύρη κλειδοθήκη, αποθήκη μικρή - ένα κλειδί σε μπλε κλειδοθήκη, καφέ - ένα κλειδί σε κόκκινη κλειδοθήκη, στορ πλυντηρίου - δύο κλειδιά σε ροζ κλειδοθήκη, ντουλάπα και καμαράκι - ένα κλειδί σε διάφανη άχρωμη κλειδοθήκη και αποθήκη πιτσαρίας - δύο κλειδιά σε πράσινη κλειδοθήκη, καθώς και άλλα 14 κλειδιά αντικατάστασης των προηγουμένων, εν όψει της κακόπιστης άρνησης σας να τα παραλάβετε. Η παράδοση θα γίνει στον τρίτο εξ υμών Σ. Θ., δεδομένου ότι πρόκειται για αδιαίρετη παροχή που γίνεται σύμφωνα με τις διατάξει ΑΚ 491, 494 και 495 έναντι άλλων. Σε περίπτωση αρνήσεως του κ. Σ. Θ. θα δοθούν στην τέταρτη εξ υμών Ε. Φ. ή στον τέταρτο εξ υμών Ν. Φ., ενώ αν και αυτοί αρνηθούν θα παραδοθούν στον επιμελέστερο εξ υμών στο γραφείο του υπογράφοντος το παρόν πληρεξουσίου δικηγόρου μας, σε εργάσιμες ημέρες από τις 10:00 έως 12:00". Τελικώς, τα πιο πάνω κλειδιά παραλήφθηκαν στις 24-12-2013 (παραμονή Χριστουγέννων), από τα χέρια του δικαστικού επιμελητή, από την τέταρτη των καθ' ων η άνω εξώδικη δήλωση Ε. Φ. (ήδη πρώτη εναγόμενη), συναινούντος προς τούτο και του γιου της Ν. Φ. (ήδη δευτέρου εναγόμενου). Οι τελευταίοι ενημέρωσαν αμέσως μετά τα Χριστούγεννα, ήτοι στις 27-12- 2013, τους τώρα ενάγοντες για την παραλαβή των κλειδιών, πλην όμως αυτοί μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής τους δεν ζήτησαν από τους εναγόμενους την απόδοση των εν λόγω κλειδιών, ούτε σε αντίγραφά τους, ενώ παρά τις χωριστές προσπάθειες των διαδίκων μερών δεν βρέθηκε νέος μισθωτής για το επίδικο ακίνητο. Αυτό ως επίκοινο παραμένει από 24-12- 2013 και εντεύθεν κενό και ανεκμετάλλευτο και δεν χρησιμοποιείται από κανέναν εκ των συγκοινωνών, πρώην συνεκμισθωτών. Το εν λόγω ακίνητο (ενιαίο οικόπεδο μετά των επ' αυτού κτισμάτων) βρίσκεται, όπως προεκτέθηκε, σε προνομιακή θέση της πόλεως ..., στην είσοδο και έξοδο αντίστοιχα της Περιφερειακής Οδού της ..., (στο ύψος της οδού ...) και σ' αυτό λειτουργούσε από πολύ παλαιά (1977) πρατήριο υγρών καυσίμων (βενζίνης και πετρελαίου). Πράγματι, στο ακίνητο αυτό λειτουργούσε βενζινάδικο από το μισθωτή Ε. Κ., δυνάμει της, στο όνομά του εκδοθείσας, α) υπ'αριθ. ΔΣ/ 37081/ 16.11.1... άδειας ιδρύσεως πρατηρίου, η οποία τροποποιήθηκε με την υπ'αριθ. 12212/83 απόφαση της Διευθύνσεως Συγκοινωνιών Νομαρχίας Θεσσαλονίκης και β) υπ'αριθ. ΔΣ/10181/85Φ327/6.5.... απόφασης της ανωτέρω Διευθύνσεως, δια της οποίας ανανεώθηκε η αρχική άδεια λειτουργίας πρατηρίου διαθέσεως υγρών καυσίμων (βλ. 6ο όρο του από 14-10-1988 μισθωτηρίου), από τον οποίο μάλιστα αρχικό μισθωτή παρέλαβε και τα κλειδιά του πρατηρίου αυτού (βλ.16ο όρο του από 14-10-1988 μισθωτηρίου) η "...", που μίσθωσε το ένδικο ακίνητο με το 14-10-1988 ιδιωτικό συμφωνητικό (μισθωτήριο), το περιεχόμενο του οποίου παρατέθηκε ανωτέρω αυτουσίως. Οι ήδη εναγόμενοι, λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω δεδομένα, είχαν την πεποίθηση , μετά την εγκατάλειψη του επίδικου μισθίου, στις 24-12-2013, ότι ενδείκνυτο η συνέχιση εκμετάλλευσης του ως άνω επίκοινου ακινήτου πάλι με πρατήριο υγρών καυσίμων και αναζήτησαν μισθωτή για το σκοπό αυτό. Επέδειξαν σχετικό ενδιαφέρον α) κατά το έτος 2014, η εταιρία καυσίμων με την επωνυμία... "...", με το διακριτικό τίτλο "...", που πρόσφερε, ενόψει των τότε οικονομικών συνθηκών της χώρας, μηνιαίο μίσθωμα 6.000 ευρώ για τα δύο πρώτα μισθωτικά έτη, αναπροσαρμοζόμενο για τα επόμενα μισθωτικά έτη κατά ποσοστό ίσο με το δείκτη πληθωρισμού, που θα ανακοινώνονταν από την Τράπεζα της Ελλάδος και κάλεσαν οι ήδη εναγόμενοι τους ήδη ενάγοντες να υπογράψουν από κοινού το σχετικό μισθωτήριο συμβόλαιο (βλ. σχετικά επί της πρότασης αυτής και την από 16-7- 2014 εξώδικη διαμαρτυρία -δήλωση που επιδόθηκε στους τώρα ενάγοντες στις 30-07-2014), αλλά οι τώρα ενάγοντες έφεραν αντίρρηση, ισχυρισθέντες ότι εταιρία αυτή δεν ήταν σε καλή οικονομική κατάσταση, οπότε η προτεινόμενη μίσθωση ήταν επισφαλής, επικαλούμενοι τον παθητικό ισολογισμό της, που είχε δημοσιευτεί στο ΦΕΚ 8281/8.8.2014 (Τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ) και β) κατά το έτος 2017, η πετρελαϊκή εταιρία με την επωνυμία "..." (μέλος του Ομίλου Ελληνικά Πετρέλαια ΑΕ), που πρόσφερε, ενόψει των τότε οικονομικών συνθηκών της χώρας, μηνιαίο μίσθωμα 6.500 ευρώ, αλλά οι ήδη ενάγοντες, στους οποίους γνωστοποιήθηκε από τους αντιδίκους τους το ενδιαφέρον της εν λόγω εταιρίας για τη μίσθωση του ακινήτου, έφεραν αντίρρηση, χωρίς κάποιο δικαιολογητικό λόγο. Αντίθετα ο δεύτερος ήδη ενάγων (Σ. Θ.) είχε, όπως άλλωστε δικαιούταν, διαφορετική γνώμη στο προκύψαν θέμα εκμετάλλευσης, ότι δηλαδή το άνω ακίνητο μπορούσε να εκμισθωθεί για άλλη χρήση και συγκεκριμένα είτε ως σούπερ μάρκετ, προτείνοντας την εταιρία "... ΑΕ", είτε ως πρακτορείο της "... ΑΕ", όμως όταν ο δεύτερος εναγόμενος (Ν. Φ.), μη αποκλείοντας και αυτή τη λύση, του ζήτησε επανειλημμένως συγκεκριμένα στοιχεία για τη λύση αυτή, αν δηλαδή είχε επαφές με τις εν λόγω εταιρίες, τι μίσθωμα θα κατέβαλλε κάθε μία απ' αυτές, ποτέ δεν έλαβε οποιαδήποτε απάντηση επί του θέματος αυτού. Επίσης, μετά την καταγγελία της ως άνω μίσθωσης με τον προαναφερόμενο τρόπο, οι ενάγοντες ζήτησαν από τους εναγόμενους, το Μάιο του 2014, την τακτοποίηση προσκύρωσης των 2μ2 στο οικόπεδό τους, που προέβλεπε η με αριθμό 7513/3.6.2004 πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης η οποία είχε εγκριθεί με την με αριθμ. πρωτ. 29/ΠΕ/ οικ.36449/20-9-04 απόφαση του Νομάρχη ... Έτσι, στις 07-05-2014 οι ενάγοντες επέδωσαν στους εναγόμενους, την από 28-4-2014 εξώδικη δήλωση- πρόσκληση, με την οποία τους καλούσαν να παραβρεθούν, ενώπιον της συμβολαιογράφου ... Ε.Κ.-Κ., την Πέμπτη 15.05.2014, ώρα 13:00, άλλως την Πέμπτη 22.05.2014, ώρα 13:00, προκειμένου να συμπράξουν στη προσκύρωση τω άνω 2μ στο οικόπεδό τους. Οι εναγόμενοι δεν προσήλθαν στην άνω συμβολαιογράφο, τις προαναφερόμενες ημέρες και ώρα, γιατί είχαν την πεποίθηση ότι η μη τυπική ολοκλήρωση της προσκύρωσης των άνω 2μ στο ακίνητό τους, δεν αποτελούσε εμπόδιο για τη μίσθωση του ακινήτου τους. Μάλιστα, για να αποδείξουν τη μη αναγκαιότητα της εν λόγω ολοκλήρωσης της προσκύρωσης, προς εκμίσθωση του ακινήτου τους, υπενθύμισαν στους ενάγοντες ότι ήδη είχαν βρει μισθώτρια του ακινήτου, την "...", τέλη Δεκεμβρίου του 2013, που προσφέρθηκε να μισθώσει το ακίνητο για πρατήριο, χωρίς να θέσει η τελευταία πρόβλημα προσκύρωσης, και ότι εκείνοι αρνήθηκαν. Τα ανωτέρω συνάγονται και από την 16-7-2014 εξώδικη διαμαρτυρία-δήλωση των εναγομένων, που επέδωσαν στους ενάγοντες στις 30-7-2014. Εν πάση περιπτώσει, η άνω άρνηση των εναγομένων να συμπράξουν στην ολοκλήρωση της εν λόγω προσκύρωσης, αποδείχθηκε ότι δεν έχει καμία αιτιώδη συνάφεια με την μη εξεύρεση νέου μισθωτή για το ένδικο επίκοινο ακίνητο. Ούτε αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι είχαν πρόθεση και σκοπό να βλάψουν, με την εν λόγω άρνησή τους, τα οικονομικά συμφέροντα των εναγόντων, όπως οι τελευταίοι διατείνονται με την αγωγή τους. Από όλα όσα ανωτέρω εκτενώς εκτέθηκαν περιστατικά, προκύπτει ότι εναγόμενοι δεν τέλεσαν αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 919 ΑΚ. Η προαναφερθείσα συμπεριφορά τους δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη. Η εν λόγω συμπεριφορά τους ήταν ανάλογη με αυτή που εκδηλώνεται, κατά την κοινή αντίληψη, στην ίδια κατηγορία φυσικών προσώπων, δηλαδή των συγκοινωνών αστικού ακινήτου που επιχειρούν να επιλύσουν τα προβλήματα που εμφανίζονται κατά την διοίκηση και εκμετάλλευση του επίκοινου ακινήτου. Όλες οι περιστάσεις, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η συγκεκριμένη συμπεριφορά των εναγομένων, οι οποίες περιστάσεις λεπτομερώς προεκτέθηκαν, λαμβανομένης υπόψη και της συμπεριφοράς των εναγόντων που οδήγησαν τους εναγόμενους να πράξουν, όπως έπραξαν, και αφού συνεκτιμηθούν τα κίνητρα, ο σκοπός και το είδος των μέσων που χρησιμοποίησαν οι εναγόμενοι, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ως άνω συμπεριφορά των εναγομένων, δεν προσκρούει στα χρηστά ήθη και παρεπόμενα αυτοί δεν τέλεσαν την προβλεπόμενη από το άρθρο 919 ΑΚ αδικοπραξία". Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή των αναιρεσειόντων, με την οποία αυτοί, επικαλούμενοι αδικοπρακτική συμπεριφορά των αναιρεσιβλήτων κατά τα άρθρα 919 και 281 ΑΚ, είχαν ζητήσει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των αναιρεσιβλήτων να τους καταβάλουν νομιμοτόκως, εις ολόκληρον έκαστος, τα αναφερόμενα στην αγωγή για έκαστο τούτων ποσά, ως αποζημίωση για τα μισθώματα, που απώλεσαν, κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2014 έως 31-3-2019, κατά το οποίο το κοινό ακίνητο των διαδίκων δεν είχε εκμισθωθεί.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 281, 914 και 919 Α.Κ., σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1113, 785, 786, 788 και 789 του ιδίου κώδικα, οι προϋποθέσεις εφαρμογής των οποίων δεν συντρέχουν στην προκείμενη περίπτωση, καθόσον, με βάση τις αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η εκτιθέμενη στην απόφαση συμπεριφορά των αναιρεσιβλήτων, συγκυρίων και συγκοινωνών του επιδίκου ακινήτου κατά συνολικό ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, κατά τις διαπραγματεύσεις με τους αναιρεσείοντες, επίσης συγκυρίους και συγκοινωνούς αυτού επίσης κατά συνολικό ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, ως προς τον τρόπο διαχείρισης του κοινού ακινήτου, δεν είναι αντίθετη με την καλή συναλλακτική πίστη, με τα χρηστά ήθη, δηλαδή τις αντιλήψεις του κατά τη γενική αντίληψη, χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου και με τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του ασκηθέντος δικαιώματος και συνεπώς καταχρηστική, ούτε έγινε με πρόθεση να βλάψει τους αναιρεσείοντες, αλλά αντίθετα έγινε στα πλαίσια της άσκησης από τους αναιρεσιβλήτους του νομίμου δικαιώματός τους να επιλέξουν τον τρόπο διαχείρισης του ακινήτου, τον οποίο είχαν προκρίνει ως βέλτιστο για αυτούς, επειδή δε ο τρόπος αυτός ήταν αντίθετος με τον τρόπο διαχείρισης, που είχαν προκρίνει οι αναιρεσείοντες, ενόψει και της ισοδυναμίας των συνολικών μερίδων κάθε πλευράς και της συναφούς αδυναμίας να λυθεί το πρόβλημα με βάση την αρχή της πλειοψηφίας, θα έπρεπε η σχετική διαφωνία να επιλυθεί από το αρμόδιο δικαστήριο και συνεπώς η συμπεριφορά αυτή δικαιολογεί το αποδεικτικό πόρισμα ότι οι αναιρεσίβλητοι δεν τέλεσαν την επικαλούμενη αδικοπραξία σε βάρος των αναιρεσειόντων και ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ' αυτήν την απαιτουμένη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής μη εφαρμογής αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, καθόσον αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το ανωτέρω σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, με τις ακόλουθες, υποστηρίζουσες αυτό, αναιρετικά ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές: α) Ότι οι αναιρεσείοντες είναι συγκύριοι κατά συνολικό ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου και οι αναιρεσίβλητοι είναι επίσης συγκύριοι κατά συνολικό ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ενός αστικού ακινήτου, που βρίσκεται στην οδό ... 165-167 στη Θεσσαλονίκη, έχει εμβαδόν 604,38 τ.μ., περιέχει δύο κτίσματα εμβαδού 54 και 46 τ.μ., μισθωνόταν συνεχώς από το 1977 και εφεξής ως πρατήριο πωλήσεως υγρών καυσίμων και με το από 14/10/1988 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό και τα εν συνεχεία τροποποιητικά συμφωνητικά αυτού, μέρος του ακινήτου αυτού αρχικά και ολόκληρο στη συνέχεια, είχε εκμισθωθεί για να λειτουργήσει ως πρατήριο υγρών καυσίμων στην αρχική μισθώτρια ανώνυμη εταιρεία "... A.E." αρχικά και την οιονεί καθολική της διάδοχο "... A.E." στη συνέχεια με συμφωνημένη ημερομηνία λήξης της σύμβασης στις 31/12/2009 και με καταβαλλόμενο μηνιαίο μίσθωμα, κατά τη λήξη της σύμβασης, το ποσό των 8.090 ευρώ. β) Ότι πριν τη λήξη της σύμβασης οι διάδικοι εκμισθωτές άρχισαν διαπραγματεύσεις, αρχικά μεταξύ τους και στη συνέχεια και με τη διάδοχο της τελευταίας μισθώτριας ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "..." για την παράταση της μίσθωσης, οι οποίες συνεχίστηκαν και μετά τη συμβατική λήξη της μίσθωσης, ενώ η μισθώτρια συνέχισε να παραμένει στο μίσθιο. γ) Ότι οι αναιρεσείοντες διαφώνησαν με την τελική πρόταση της μισθώτριας να παραταθεί η μίσθωση μέχρι τις 31/12/2021 με μηνιαίο μίσθωμα το ποσό των 6.500 ευρώ για τα έτη 2012 και 2013 αναπροσαρμοζόμενο στη συνέχεια, ενώ οι αναιρεσίβλητοι συμφώνησαν με την πρόταση αυτή για "να μη χάσουν εν μέσω της οικονομικής κρίσης το εισόδημα από τα μισθώματα, γιατί οι λοιποί εκμισθωτές (ήδη ενάγοντες) δεν συμφωνούσαν ... στην παράταση της μίσθωσης με διάφορα προσκόμματα..." και κατήρτισαν με τη μισθώτρια το από 15/11/2011 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο εκμίσθωσαν από 1/1/2012 έως 31/12/2018 το ποσοστό τους του 50% στο ακίνητο, αντί μηνιαίου μισθώματος 3.250 ευρώ τον μήνα για τα δύο πρώτα έτη, αναπροσαρμοζόμενο στη συνέχεια. γ) Ότι μετά τη σύναψη της συμφωνίας αυτής οι σχέσεις των διαδίκων διαταράχθηκαν, ενώ η συμφωνηθείσα με το ανωτέρω συμφωνητικό παράταση της μίσθωσης ήταν άκυρη, γιατί συνιστά πράξη τακτικής διαχείρισης, που δεν λήφθηκε με απόφαση της πλειοψηφίας. δ) Ότι η παραταθείσα άτυπα, μετά τη λήξη στις 31/12/2009, σύμβαση μίσθωσης έληξε με έγγραφη καταγγελία αυτής από τη μισθώτρια, που επιδόθηκε στους διαδίκους στις 7/8/2013, τα δε κλειδιά του μισθίου παραδόθηκαν από τη μισθώτρια στην πρώτη αναιρεσίβλητη με τη συναίνεση του δεύτερου αναιρεσιβλήτου στις 24/12/2013, αφού οι αναιρεσείοντες αρνούνταν να τα παραλάβουν, μέχρις ότου η μισθώτρια παραλάβει τον υπόγειο και υπέργειο εξοπλισμό, που είχε εγκαταστήσει στο πρατήριο, ενώ για την άρνηση αυτή της μισθώτριας, κατά το άρθρο 9 του από 14/10/1988 αρχικού συμφωνητικού, που διατηρήθηκε στη συνέχεια, προβλέπετο μόνο αποζημίωση των εκμισθωτών και όχι η δυνατότητά τους να αρνηθούν την παραλαβή του μισθίου. ε) Ότι μετά την αποχώρηση της μισθώτριας το μίσθιο δεν εκμισθώθηκε και πάλι, γιατί οι μεν αναιρεσίβλητοι ήθελαν να συνεχίσει να εκμισθώνεται ως πρατήριο πωλήσεως υγρών καυσίμων στην ανώνυμη εταιρεία "...", οι δε αναιρεσείοντες, δια του τρίτου τούτων, πρότειναν να εκμισθωθεί είτε ως σούπερ-μάρκετ στην εταιρεία "... Α.Ε.", είτε ως πρακτορείο του .... στ) Ότι η άρνηση των αναιρεσιβλήτων να προσέλθουν στη συμβολαιογράφο ... Ε.Κ.-Κ. στις 22/5/2014 και ώρα 13.00 μ.μ. για να συμπράξουν στην ολοκλήρωση της προσκύρωσης του εδαφικού τμήματος εμβαδού 2 τ.μ. στο ακίνητο των διαδίκων έγινε γιατί είχαν την πεποίθηση ότι η έλλειψη προσκύρωσης δεν εμπόδιζε τη μίσθωση του ακινήτου, χωρίς να έχουν πρόθεση με την άρνηση αυτή να βλάψουν τα οικονομικά συμφέροντα των αναιρεσειόντων, σε κάθε δε περίπτωση η άρνηση αυτή δεν έχει αιτιώδη συνάφεια με τη μη εξεύρεση νέου μισθωτή. Eπομένως, οι τέταρτος από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και τρίτος από τον αρ. 19 του ιδίου άρθρου λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι ανωτέρω πλημμέλειες της ευθείας και εκ πλαγίου παράβασης των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι αβάσιμοι, είναι δε απαράδεκτες οι λοιπές, περιλαμβανόμενες στους λόγους αυτούς, αιτιάσεις, με τις οποίες και υπό την επίκληση παραβίασης διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, ουσιαστική κρίση του Εφετείου.
Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11 εδ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται, αν το δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του, κατά τη διαμόρφωση της αποδεικτικής του κρίσης, αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτώς και νομίμως, επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, χρήσιμα προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων περί πραγματικών γεγονότων, με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 1190/1981, ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1181/2010, ΑΠ 694/2009). Κατά την έννοια αυτή ο ισχυρισμός, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου έγινε η προσκόμιση και η επίκληση του κρίσιμου αποδεικτικού μέσου, πρέπει να είναι νόμιμος και να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1256/2020).Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι αυτοί που θεμελιώνουν την αγωγή ή τις ενστάσεις ή χρησιμεύουν προς απόκρουση της αγωγής ή των ενστάσεων (ΑΠ 179/2003). Για την ίδρυση του ως άνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του (ΑΠ 1134/1993). Καμιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλ` αρκεί η γενική μνεία των κατ` είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 779/2019). Για την πληρότητα αυτού του αναιρετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο: α) το φερόμενο ως μη ληφθέν υπόψη αποδεικτικό μέσο, κατά τρόπο, που να προκύπτει η ταυτότητά του. β) Ότι ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε και προσκόμισε το αποδεικτικό αυτό μέσο στο δικαστήριο της ουσίας. γ) Ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, του οποίου αυτό προσκομίσθηκε και το περιεχόμενό του, ώστε να είναι δυνατό να κριθεί, αν αυτός είναι ουσιώδης και το αποδεικτικό μέσο ήταν κρίσιμο για την απόδειξη ή ανταπόδειξη αυτού. δ) Το περιεχόμενο του αποδεικτικού μέσου. Και, ε) ο νόμιμος τρόπος, που αυτό προσκομίσθηκε στο δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 1990/1982, ΑΠ 1277/2019, AΠ 1091/2019, ΑΠ 1185/2010). Για τον έλεγχο της ουσιαστικής βασιμότητας του λόγου αυτού αναιρέσεως είναι αναγκαία η προσκόμιση των αποδεικτικών μέσων, τα οποία αφορά η εν λόγω αναιρετική αιτίαση, προκειμένου να διακριβωθεί το επικαλούμενο περιεχόμενο αυτών, με το οποίο θα ελεγχθεί η μη λήψη τους υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1320/2021, ΑΠ 172/2020, ΑΠ 388/2018, ΑΠ 1037/2010). Επίσης, σύμφωνα με τον αρ. 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ, αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ως "πράγματα", των οποίων η λήψη υπόψη, καίτοι μη προταθέντων ή αντίθετα η μη λήψη υπόψη, καίτοι προταθέντων, ιδρύει τον ως άνω αναιρετικό λόγο, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί και παραδεκτά προβαλλόμενοι ισχυρισμοί που συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου (Ολ.ΑΠ 22/2005, Ολ.ΑΠ 25/2003, ΑΠ 757/2015). Στοιχείο ενός αυτοτελούς ισχυρισμού είναι κάθε περιστατικό το οποίο, αφηρημένως λαμβανόμενο, οδηγεί κατά νόμο στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση (AΠ 50/2020, ΑΠ 1795/2008). Επομένως, δεν αποτελούν "πράγματα" οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σ' αυτούς, ούτε και οι αρνητικοί ισχυρισμοί, που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμιάς εξ αυτών, αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βασίμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων. (ΟλΑΠ 8/2013, Ολ ΑΠ 3/1997, ΑΠ 1142/2019, ΑΠ 630/2020). Επίσης, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, δεν αποτελούν "πράγματα", η επίκληση των αποδεικτικών μέσων και του περιεχομένου των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 3/1997, ΑΠ 580/2019, ΑΠ 851/2015, 10/2008), ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν αποτελούν περιεχόμενο λόγου έφεσης (ΑΠ 902/2019, ΑΠ 615/2019, ΑΠ 109/2012). Για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ποίος ήταν ο ισχυρισμός, που δεν λήφθηκε υπόψη και ο τρόπος που προτάθηκε ή επαναφέρθηκε στο Εφετείο (ΑΠ 555/2019) και αν προτάθηκε για πρώτη φορά από τον εκκαλούντα με λόγο έφεσης, πρέπει να αναφέρεται ότι συνέτρεχε κάποια από τις προϋποθέσεις του άρθρου 527 αριθμ. 2-6 ΚΠολΔ( ΑΠ 354/2011).
Με τον δεύτερο κατά το πρώτο σκέλος λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αρ. 11 γ' ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, δεν έλαβε υπόψη δύο έγγραφα, νομίμως προσκομισθέντα από αυτούς με επίκλησή τους με τις προτάσεις τους στο Εφετείο και συγκεκριμένα: α) την εκδοθείσα πρωτοδίκως 2018/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που απέρριψε αγωγή των αναιρεσιβλήτων, με την οποία ζητούσαν να τους δοθεί άδεια να συμβληθούν ως διαχειριστές της κοινωνίας στο επίδικο ακίνητο, ώστε να εκμισθώσουν αυτό στην ανώνυμη εταιρεία "..." και 2) την 559/ 2021 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που απέρριψε την έφεσή τους κατά της ανωτέρω απόφασης δεχόμενο ότι "...το ακίνητο φέρει νομικά και πραγματικά ελαττώματα και σε περίπτωση εκμίσθωσης αυτού καθίσταται πιθανή η έγερση αξιώσεων κατά των διαδίκων συγκοινωνιών από τον μελλοντικό μισθωτή...", επειδή σε αυτό υφίστανται αυθαίρετες κατασκευές χωρίς οικοδομική άδεια και εκκρεμεί, αφού δεν έχει ολοκληρωθεί, η προσκύρωση στο επίδικο ακίνητο του εδαφικού τμήματος εμβαδού 2 τ.μ., με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή πριν την προσκύρωση η έκδοση οικοδομικής άδειας, από τα οποία έγγραφα θα αποδεικνυόταν ο ουσιώδης αγωγικός ισχυρισμός τους ότι η άρνηση των αναιρεσιβλήτων να συμπράξουν στην ολοκλήρωση της προσκύρωσης του εδαφικού τμήματος πριν την εκμίσθωση του ακινήτου σε μία εταιρεία με αντικειμενικά κακή οικονομική κατάσταση, όπως επιθυμούσαν, η οποία άρνηση είναι εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των αναιρεσειόντων, αφού το ακίνητο έμεινε κενό, αντίκειται στα συναλλακτικά χρηστά ήθη. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος, γιατί οι αναιρεσείοντες δεν προσκομίζουν τα ανωτέρω έγγραφα, ώστε να μπορεί να εξετασθεί το περιεχόμενό τους, ενώ σε κάθε περίπτωση είναι και αβάσιμος, γιατί ο επικαλούμενος με τον λόγο αυτό αγωγικός ισχυρισμός, τον οποίον θα αποδείκνυαν τα έγγραφα αυτά δεν είναι ουσιώδης, αφού η επικαλούμενη στον λόγο αυτό εμμονή σε μία έστω και εσφαλμένη επιλογή από τους αναιρεσιβλήτους, αφ' ενός μεν δεν συνδέεται αιτιωδώς με τη μη εκμίσθωση του ακινήτου, το οποίο μέχρι τις 27/12/2013 ήταν εκμισθωμένο παρά τις ελλείψεις αυτές, αφ' ετέρου δε δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, αφού ιδίως οι συνέπειές της δεν αφορούν μόνο τους αναιρεσείοντες αλλά και τους ιδίους τους συγκυρίους του ακινήτου αναιρεσιβλήτους. Περαιτέρω με τον ίδιο δεύτερο κατά το δεύτερο σκέλος λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και την πλημμέλεια από τον αρ. 8β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, αν και είχε υποχρέωση να το κάνει και αυτεπαγγέλτως κατά το άρθρο 336 παρ. 3 ΚΠολΔ, αφού η απόφαση ήταν γνωστή στο δικαστήριο, όμως παρέλειψε "να θέσει τις αμετάκλητες παραδοχές της (ανωτέρω) 559/2021 απόφασης ως βάση των δικών του συλλογισμών" και έτσι απέρριψε την αγωγή τους. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί με αυτόν οι αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται τη μη λήψη υπόψη πραγματικού ισχυρισμού, αλλά αποδεικτικού μέσου και υπό την επίκληση του λόγου αυτού πλήττεται απαραδέκτως, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, η ουσιαστική κρίση του Εφετείου.
Κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ, δεδικασμένο - το οποίο, κατ` άρθρο 332 ΚΠολΔ, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζοντας το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι -δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες, ενώ αυτό, κατά το άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτείνεται στο ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα, που κρίθηκε με την απόφαση οριστικά, για μια έννομη σχέση που έχει προσβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, καλύπτει δε όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσεως), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντας τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει, ως ενιαίο όλον, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση (ΑΠ 1327/2021). Ειδικότερα το δεδικασμένο καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και γ) την ιστορική αιτία που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης (ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 1559/2017). Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι απ` αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ` αυτό (ΑΠ 1327/2021 ΑΠ 1559/2017). Εξάλλου, κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ` ύλη αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα, ενώ ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται άλλη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση επί του κυρίου ζητήματος της δίκης, δηλαδή το δεδικασμένο επεκτείνεται σε εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο η απόφαση έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζει τη διαγνωσθείσα ή απαγγελθείσα απ` αυτήν έννομη συνέπεια (ΑΠ 1327/2021). Έτσι, δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερης δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων, είναι διαφορετικό από τη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη (Ολ ΑΠ 10/2002, ΑΠ 1327/2021), όπως συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα μ` αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (ΑΠ Ολ 34/1992,ΑΠ 1227/2021, ΑΠ 759/2006). Αν υπάρχει δεδικασμένο, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει μια έννομη σχέση ή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτή, αποκλείεται η αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη δίκη της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης (ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 1559/2017), το δε δεδικασμένο δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, κατά το άρθρο 325 παρ. 2, και εκείνοι που έγιναν διάδοχοι των διαδίκων, όσο διαρκούσε η δίκη), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (άρθρα 324, 332 ΚΠολΔ). Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο στο οποίο ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, λαμβάνοντας αυτό, ως αμάχητη αλήθεια, όσον και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η άσκηση νέας αγωγής για το δικαίωμα που καλύπτεται από το δεδικασμένο, η οποία αν παρόλα αυτά ασκηθεί απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 944/2020). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 16 ΚΠολΔ, υφίσταται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίσθηκε, ύστερα από ένδικο μέσο, ή αναγνωρίστηκε, ως ανύπαρκτη. Με τον λόγο αυτό ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο η παράβαση του νόμου, δηλαδή η ψευδής ερμηνεία ή η εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων, όταν δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 19/2005, ΑΠ 509/2022). Επομένως, για να θεμελιωθεί ο παραπάνω λόγος, προϋποτίθεται ότι το δικαστήριο της ουσίας επιλήφθηκε αυτεπάγγελτα ή κατά πρόταση κάποιου από τους διαδίκους της έρευνας για τη συνδρομή ή όχι των προϋποθέσεων του δεδικασμένου και συνεπώς είναι ανάγκη η προσβαλλόμενη απόφαση να περιέχει θετική ή αρνητική κρίση για παραδοχή ή όχι του δεδικασμένου, διαφορετικά ο σχετικός λόγος απορρίπτεται ως ερειδόμενος σε αναληθή προϋπόθεση (ΑΠ 509/2022, ΑΠ 410/2016, 2016/2017). Αντιθέτως, αν στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχεται η οποιαδήποτε κρίση για την ύπαρξη ή ανυπαρξία δεδικασμένου, δεν ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 16, αλλά από τον αριθμό 8 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση, που πρέπει επίσης να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο διάδικος προσκόμισε στο δικαστήριο της ουσίας την τελεσίδικη απόφαση, από την οποία απορρέει το δεδικασμένο και το επικαλέσθηκε προς απόδειξη ή απόκρουση της ένδικης αγωγής (ΑΠ 509/2022, ΑΠ 451/2019, ΑΠ 2027/2014). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 και 4 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 36 του Ν. 4842/2021 και εφαρμόζεται και για τις εκκρεμείς αναιρέσεις "Είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά στη δημόσια τάξη, ή το δεδικασμένο" και "Κατ` εξαίρεση ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, λόγο αναίρεσης από εκείνους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 4, 14, 16, 17 και 19 του άρθρου 559. Ο Άρειος Πάγος με απλή διάταξή του, αν υπάρχουν λόγοι, οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως κατά το πρώτο εδάφιο, καλεί τους διαδίκους να διατυπώσουν με υπόμνημα τις απόψεις τους στην οριζόμενη από αυτόν προθεσμία. Η γνωστοποίηση της διάταξης αυτής γίνεται με επιμέλεια του γραμματέα με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων. Η απόφαση δεν εκδίδεται πριν από τη συμπλήρωση της προθεσμίας αυτής". Από την προσθήκη στην παρ. γ' της παρ. 2 της φράσης "ή το δεδικασμένο", με τον ανωτέρω νόμο συνάγεται ότι πλέον το δεδικασμένο μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο(ΑΠ 509/2022). Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αρ. 16 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη το δεδικασμένο, που υπάρχει μεταξύ των διαδίκων από την ίδια ανωτέρω 559/2021 απόφαση, που έχει το περιεχόμενο που προαναφέρθηκε. Ο λόγος αυτός παραδεκτά προβλήθηκε για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, όπως προαναφέρθηκε, αλλά είναι αβάσιμος, γιατί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει ουδεμία θετική ή αρνητική αναφορά για ύπαρξη δεδικασμένου από την ανωτέρω απόφαση και οι αναιρεσείοντες δεν προσκομίζουν την απόφαση αυτή για να εξετασθεί το περιεχόμενό της και σε κάθε περίπτωση γιατί, ακόμη και αν το περιεχόμενο της απόφασης αυτής είναι το ανωτέρω αναφερόμενο στην αίτηση αναίρεσης, δεν δημιουργείται δεδικασμένο στην ένδικη υπόθεση, γιατί η απόφαση αυτή έκρινε για διαφορετικό αντικείμενο και ιστορική και νομική αιτία και συγκεκριμένα επί της αγωγής των αναιρεσιβλήτων για ρύθμιση του τρόπου διοίκησης και χρησιμοποίησης του κοινού πράγματος, οι επίδικες δε κρίσεις του δικαστηρίου εκείνου, κατά την άσκηση της ρυθμιστικής αυτής παρέμβασης του, η οποία δεν τείνει στη διάγνωση ουσιαστικού δικαιώματος, όπως προαναφέρθηκε, δεν αποτελούν παρεμπίπτον ζήτημα από το οποίο εξαρτάται η κρίση του δικάζοντος την επίδικη αγωγή δικαστηρίου, η οποία έχει ως βάση αγωγή αδικοπραξίας. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου αυτής στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός τους, πρέπει να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ –
Απορρίπτει την από 27-12-2022 αίτηση των 1) Μ. Θ., 2) Ν. Θ. και 3) Σ. Θ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1725/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου ... - Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Και –
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Νοεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


<< Επιστροφή