
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 60 / 2025    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 60/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Κουφούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Βενιζελέα, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Κορνηλία Πανούτσου και Μιχαήλ Αποστολάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Σεπτεμβρίου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "... Ο.Ε.", που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Τσόβολο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Χ. Κ. του Γ. και 2) Γ. Σ. του Ν., αμφοτέρων κατοίκων ... Παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αβραάμ Πασιπουλαρίδη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-11-2015 ανακοπή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1440/2020 του ίδιου Δικαστηρίου και 548/2022 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7-12-2022 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 281 Α.Κ., η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της άσκησης του δικαιώματός του (Ολ.Α.Π. 6/2016, Α.Π. 28/2017). Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της κατάστασης που διαμορφώθηκε υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων (Ολ.Α.Π. 10/2012, Α.Π. 267/2021). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.Α.Π. 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (Ολ.Α.Π. 27/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.Α.Π. 8/2018, Ολ.Α.Π. 7/2006). Περαιτέρω, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος (Α.Π. 5/2020). Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή της περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του ουσιαστικού δικαιώματος στο οποίο στηρίζεται. Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση νομικής δήθεν αοριστίας της αγωγής (Α.Π. 18/2018). Επομένως, νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος αυτής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ (Α.Π. 1005/2022, Α.Π. 916/2022, Α.Π. 473/2022).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 7-12-2022 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 548/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ' επιτρεπτή κατ' άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων: Με την από 23-11-2015 ανακοπή τους, οι ανακόπτοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι ανέφεραν ότι, με το 2…/2009 συμβολαιογραφικό προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικό του συμβολαιογράφου ... Δ.Κ.-Β., συμφώνησαν με την καθ' ης-αναιρεσίβλητη εργολαβική εταιρία την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής σε οικόπεδο ιδιοκτησίας τους, ότι κατά τη συμφωνία τους η καθ' ης είχε δικαίωμα, ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών, να ζητήσει από τους ανακόπτοντες τη μεταβίβαση σε αυτήν ή τρίτους των ποσοστών του οικοπέδου, που αντιστοιχούσαν στις εκτελεσθείσες εργασίες, ότι σε περίπτωση εκτέλεσης και παράδοσης του έργου και μη μεταβίβασης στην εργολήπτρια των οριζόντιων ιδιοκτησιών, που έπρεπε να περιέλθουν σε αυτήν ως εργολαβικό αντάλλαγμα, η τελευταία είχε δικαίωμα να ζητήσει από τους οικοπεδούχους την παροχή πληρεξουσιότητας με συμβολαιογραφικό έγγραφο, ώστε να μεταβιβάσει η ίδια, ενεργώντας για λογαριασμό τους, τα αντίστοιχα ποσοστά σε τρίτους, αλλά και την εαυτή της με αυτοσύμβαση, ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η καθ' ης καλούσε τους ανακόπτοντες να υπογράψουν το πληρεξούσιο συμβόλαιο, και αυτοί δεν προσέρχονταν, ή προσέρχονταν αλλά αρνούντο να υπογράψουν χωρίς ταυτόχρονα να καταθέσουν βεβαίωση του μηχανικού τους περί μη εκτέλεσης του οικείου σταδίου των εργασιών, η καθ' ης είχε δικαίωμα να προβεί η ίδια στη μεταβίβαση των ποσοστών, βάσει σχετικής πληρεξουσιότητας που της παρείχαν οι οικοπεδούχοι με την εργολαβική σύμβαση, και ότι η καθ' ης δεν εκτέλεσε προσηκόντως το έργο, αλλά με τα ειδικότερα αναφερόμενα ελαττώματα, και με παραβάσεις της πολεοδομικής νομοθεσίας, ότι εξαιτίας αυτού οι ανακόπτοντες αρνήθηκαν να υπογράψουν δύο πράξεις μεταβίβασης στην καθ' ης και τρίτον ποσοστών του οικοπέδου με τις αντίστοιχες οριζόντιες ιδιοκτησίες, και ότι κατόπιν τούτου η καθ' ης κοινοποίησε στους ανακόπτοντες την από 17-11-2015 επιταγή προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του 16/10-9-2013 απογράφου εκτελεστού του ανωτέρω 2…/2009 εργολαβικού συμβολαίου, επιτάσσοντας αυτούς να της καταβάλουν α) 500 ευρώ για την από 18-9-2014 δήλωση άρνησης και τη σχετική 3.…/2014 πράξη του συμβολαιογράφου Δ.Κ.-Β., και 1.000 ευρώ για τη μη κατάρτιση οριστικού συμβολαίου μεταβίβασης, β) 500 ευρώ για την από 22-9-2014 δήλωση άρνησης και τη σχετική 2…/2014 πράξη του συμβολαιογράφου …. Κ. Ο., και 1.000 ευρώ, γ) 3.000 ευρώ για την από 18-9-2014 δήλωση άρνησης υπογραφής ενώπιον του συμβολαιογράφου Δ. Κ.-Β. και δ) 3.000 ευρώ για την από 22-9-2014 δήλωση άρνησης υπογραφής ενώπιον του συμβολαιογράφου Κ.Ο., πλέον εξόδων για λήψη πρώτου απογράφου εκτελεστού και αντιγράφου αυτού και για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση και επίδοση αυτής, συνολικά 10.068,40 ευρώ. Ζήτησαν δε να ακυρωθεί η από 17-11-2015 επιταγή προς πληρωμή, καθώς και το 16/10-9-2013 εκτελεστό απόγραφο του εργολαβικού συμβολαίου, επικαλούμενοι α) ακυρότητα της επιταγής λόγω μη καταβολής τέλους χαρτοσήμου 3,6% επί των επιτασσόμενων ποσών και β) καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος, διότι ότι η άρνηση των ανακοπτόντων να υπογράψουν τις μεταβιβαστικές πράξεις ήταν νόμιμη και σύμφωνη με τη σύμβαση, ενώ η καθ' ης η ανακοπή δεν υπέστη βλάβη από τη δήθεν αντισυμβατική άρνηση υπογραφής τους, αφού εν συνεχεία μεταβίβασε στην ίδια και τρίτο πρόσωπο τα ποσοστά του οικοπέδου με τις αντίστοιχες οριζόντιες ιδιοκτησίες. Η ανακοπή απορρίφθηκε, ως προς αμφότερους τους λόγους της, ως μη νόμιμη με την 1440/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά της απόφασης αυτής οι ανακόπτοντες άσκησαν την από 1-9-2020 έφεσή τους, αναφέροντας ότι α) κατ' εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου απορρίφθηκε ο δεύτερος λόγος της ανακοπής τους, και β) κατά παράβαση του νόμου δεν ελήφθη υπόψη αυτεπαγγέλτως το δεδικασμένο, που πηγάζει από την προσκομισθείσα 427/2017 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε μεταξύ των ίδιων διαδίκων και με την οποία ακυρώθηκε αφενός η προηγούμενη από 24-9-2013 επιταγή προς πληρωμή της καθ' ης με την αιτιολογία ότι το δικαίωμά της ασκήθηκε καταχρηστικά, και αφετέρου το 16/10-9-2013 απόγραφο, βάσει του οποίου επισπεύσθηκε η προηγούμενη, αλλά και επισπεύδεται η παρούσα εκτέλεση. Επί της εφέσεως εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη 548/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία δέχτηκε την έφεση ως τον πρώτο λόγο της, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δίκασε την ανακοπή ως προς τον περί καταχρηστικότητας (δεύτερο) λόγο της, τον οποίο έκρινε παραδεκτό και νόμιμο, δέχτηκε αυτήν ως ουσιαστικά βάσιμη και ακύρωσε την από 17-11-2015 επιταγή προς πληρωμή της καθ' ης.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ότι δηλαδή η ανακοπή ως προς τον δεύτερο λόγο της, με τον οποίο οι ανακόπτοντες προέβαλαν καταχρηστικότητα της εκτέλεσης επειδή η άρνησή τους να υπογράψουν τις μεταβιβαστικές πράξεις ήταν νόμιμη και σύμφωνη με τη σύμβαση, και η καθ' ης δεν υπέστη βλάβη, αφού εν συνεχεία μεταβίβασε στην ίδια και τρίτο πρόσωπο ποσοστά του οικοπέδου με τις αντίστοιχες οριζόντιες ιδιοκτησίες, είναι ορισμένη και νόμιμη, και ακολούθως δέχτηκε αυτήν κατ' ουσίαν και ακύρωσε την επιταγή προς πληρωμή, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ., την οποία έτσι παραβίασε ευθέως, αφού τα εκτιθέμενα περιστατικά προς θεμελίωση του ως άνω δεύτερου λόγου της ανακοπής, μεμονωμένα εξεταζόμενα αλλά και αθροιστικά εκτιμώμενα, και αληθή υποτιθέμενα, δεν επαρκούν για τη στοιχειοθέτηση συμπεριφοράς αντίθετης στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, που να καθιστά καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της καθ' ης, η δε ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την ιστορική βάση του λόγου αυτού, συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου και, ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος της ανακοπής είναι αόριστος, επομένως το Εφετείο, το οποίο έκρινε αυτόν ως ορισμένο, αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν στην ανακοπή τους α) τις αιτίες, για τις οποίες επιτάσσονται να καταβάλουν στην καθ' ης τα αιτούμενα ποσά, και τους λόγους, συμβατικούς ή άλλους, στους οποίους στηρίζει η καθ' ης το δικαίωμά της, με παράθεση, στην πρώτη περίπτωση, του περιεχόμενου των σχετικών όρων της εργολαβικής σύμβασης, και στη δεύτερη των σχετικών περιστατικών, προκειμένου να διευκρινιστεί και εξειδικευτεί το δικαίωμα της καθ' ης, που κατά τους ανακόπτοντες ασκείται καταχρηστικά, και β) κάποιο λόγο, που να θεμελιώνει κατά νόμο καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος αυτού, χωρίς να αρκεί η απλή αναφορά ότι η άρνηση των ανακοπτόντων ήταν σύμφωνη με το νόμο και τη σύμβαση, εφόσον δεν παρατίθενται αναλυτικά τα σχετικά περιστατικά και οι ειδικότεροι όροι της σύμβασης, που στηρίζουν τον ανωτέρω ισχυρισμό τους, ούτε η επίκληση ότι η καθ' ης δεν υπέστη οικονομική βλάβη από την άρνηση των ανακοπτόντων, αφού μόνο το περιστατικό αυτό δεν αρκεί για να στοιχειοθετήσει καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος του με το οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγω παράβασης της προδιαληφθείσας ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ., είναι βάσιμος.
Κατόπιν αυτού, παρελκομένης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως, αφού η αναιρετική εμβέλεια του ως άνω λόγου που έγινε δεκτός καθιστά αλυσιτελή την έρευνα των λοιπών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλο δικαστή, όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 580 § 3 ΚΠολΔ. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί κατ' άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ η επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, όπως ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 176 § 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 548/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλον δικαστή.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Νοεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ