
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 62 / 2025    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 62/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Κουφούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Βενιζελέα, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Κορνηλία Πανούτσου και Μιχαήλ Αποστολάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία "ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΤΕ", το οποίο εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από την ειδική εκκαθαρίστρια εταιρεία με την επωνυμία "... ΕΝΙΑΙΑ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ" και τον διακριτικό τίτλο "... ΕΝΙΑΙΑ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ Α.Ε.", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Παναγόπουλο, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι ενδείκνυται η παραπομπή της υπόθεσης προς κρίση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, όπως προκύπτει και από τις με ημερομηνία κατάθεσης 16-10-2024 προτάσεις του ενώπιον του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου.
Της αναιρεσιβλήτου: μετονομασθείσας πλέον σε "..." (... ΑΕ), ανώνυμης εταιρείας με την τέως επωνυμία "... Α.Ε. (Ε.Τ.ΕΑΝ Α.Ε.)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευθύμιο Σφήκα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-12-2016 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3500/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 4478/2020 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 5-5-2021 αίτησή του και τον από 4-8-2024 πρόσθετο αυτής λόγο. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 569 § 2 ΚΠολΔ, όπως η εν λόγω παράγραφος αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε δυνάμει των άρθρων 37 και 120 του ν. 4842/2021, εφαρμόζεται δε η παράγραφος 2, κατά την παρ. 2β του άρθρου 116 του ίδιου ως άνω νόμου, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 21 § 2 ν. 4912/2022, και επί των εκκρεμών ένδικων μέσων, "οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ως προς τα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, ασκούνται μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, τριάντα (30) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 281, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση. Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται πριν από την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους. Η επίδοση μπορεί να γίνει και στον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσιβλήτου, αν αυτός επισπεύδει τη συζήτηση... Τα ίδια εφαρμόζονται και όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο αναιρεσίβλητος ή ο άλλος διάδικος εκτός από τον αναιρεσείοντα". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 568 §§ 2 και 3, και 570 § 3 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παραδεκτή άσκηση των πρόσθετων λόγων αναίρεσης απαιτούνται δύο προϋποθέσεις, η κατάθεση του δικογράφου τους στη γραμματεία του Αρείου Πάγου τουλάχιστον τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης και η επίδοσή του στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους εντός της ίδιας ως άνω προθεσμίας πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης. Ως ημέρα συζήτησης της αναίρεσης νοείται εκείνη που ορίζεται στο άρθρο 281, ήτοι αυτή κατά την οποία άρχισε η εκδίκαση της αίτησης αναίρεσης. Η παράλειψη της κατάθεσης του δικογράφου των πρόσθετων λόγων πριν από την τριακονθήμερη αυτή προθεσμία, ή της επίδοσής του πριν από αυτή σε περίπτωση εμπρόθεσμης κατάθεσης, η οποία αποδεικνύεται με την προσκόμιση της σχετικής έκθεσης επιδόσεως (Α.Π. 2123/2017, ΑΠ 785/2014), συνεπάγεται το απαράδεκτο αυτών, με συνέπεια την απόρριψή τους κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 577 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται αναλογικά και για τους πρόσθετους λόγους και που ορίζουν ότι το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης και, αν η αναίρεση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως (Ολ.Α.Π. 143/1984, Α.Π. 265/2023, Α.Π. 1376/2022, Α.Π. 154/2022). Στην προκείμενη περίπτωση, το δικόγραφο των από 4-8-2024 πρόσθετων λόγων αναίρεσης της εταιρίας "Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο Ελλάδος Α.Τ.Ε." (επιγράφεται "Αίτηση") επί της από 5-5-2021 αίτησης αναίρεσης αυτής, κατατέθηκε στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 5-9-2024, δηλαδή τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης (14-10-2024), όμως δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε στην αναιρεσίβλητη, αφού η αναιρεσείουσα δεν προσκομίζει, ούτε επικαλείται, σχετική έκθεση επιδόσεως. Επομένως οι πρόσθετοι λόγοι είναι απαράδεκτοι.
Κατά το άρθρο 1 του ν. 3066/2002, "1. Συνιστάται ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε." και τον ειδικό τίτλο" Τ.Ε.Μ.Π.Μ.Ε., Α.Ε.", αποκαλούμενη στη συνέχεια, χάριν συντομίας, "η Εταιρεία", με έδρα την Αθήνα. 2. Η Εταιρεία μπορεί να ιδρύει υποκαταστήματα, γραφεία ή πρακτορεία οπουδήποτε στην Ελλάδα με αποφάσεις του Διοικητικού της Συμβουλίου, οι οποίες καθορίζουν τις αρμοδιότητες και τους όρους σύστασης και λειτουργίας του. 3. Το Ταμείο διέπεται από το νόμο αυτόν και συμπληρωματικώς από τις διατάξεις του Κ.Ν. 2190/1920 για ανώνυμες εταιρείες. Το παρόν Κεφάλαιο αποτελεί το καταστατικό της Εταιρείας." Κατά το άρθρο 3 του νόμου αυτού, "1. Σκοπός της Εταιρείας είναι η διευκόλυνση της πρόσβασης των μικρών επιχειρήσεων (ΜΕ) και των πολύ μικρών επιχειρήσεων (ΠΜΕ), όλων των κλάδων, υφιστάμενων ή νεοϊδρυόμενων στην αγορά κεφαλαίων, για την προώθηση του τεχνολογικού και οργανωτικού εκσυγχρονισμού, καθώς και την εισαγωγή καινοτομιών στην οργάνωση και λειτουργία των επιχειρήσεων. Ο Σκοπός αυτός πραγματοποιείται: α) με την παροχή εγγυήσεως-αντεγγυήσεων υπέρ των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων για την κάλυψη υποχρεώσεών τους έναντι πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή εταιρειών Επιχειρηματικών Συμμετοχών, οι οποίες απορρέουν από πάσης μορφής χρηματοπιστωτικές διευκολύνσεις (όπως δάνεια, προεξόφληση επιχειρηματικών απαιτήσεων, χρηματοδοτική μίσθωση κ.ά.). β) με την παροχή συναφών προς την ως άνω δραστηριότητα υπηρεσιών, πλην της απευθείας παροχής πιστώσεων. γ) με την παροχή άλλων χρηματοδοτικών μέσων, όπως επιδότηση κόστους. 2 Η Εταιρεία μπορεί, μετά από απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης, να διαχειρίζεται και να υλοποιεί προγράμματα που χρηματοδοτούνται από τον Κρατικό προϋπολογισμό ή το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, κοινοτικά και διακρατικά προγράμματα, προγράμματα Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης ή άλλα παρεμφερή προγράμματα ή χρηματοδοτικά μέσα, όπως επιδότηση επιτοκίων, επιδότηση προμηθειών, άτοκα δάνεια. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται οι όροι, η διαδικασία και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια υλοποίησης των ανωτέρω προγραμμάτων και χρηματοδοτικών μέσων. 3. Οι εγγυήσεις και οι υπηρεσίες παρέχονται από την Εταιρεία σε πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις που εμπίπτουν στον ορισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και απασχολούν μέχρι 49 εργαζομένους." Κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, "τα έσοδα της Εταιρείας προέρχονται από: α) την επένδυση των διαθεσίμων της, β) τις προμήθειες από τις παρεχόμενες εγγυήσεις και άλλες τυχόν παρεχόμενες υπηρεσίες, γ) κεφαλαιουχικές και άλλες ενισχύσεις από το Δημόσιο ή φορείς του Δημοσίου, δ) ενισχύσεις και άλλους πόρους από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή φορείς της, ε) προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διεθνών οργανισμών, στ) δωρεές, κληρονομιές και κληροδοσίες και ζ) κάθε άλλη νόμιμη αιτία", ενώ κατά το άρθρο 9 αυτού, "Η εποπτεία του Τ.Ε.Μ.Π.Μ.Ε. Α.Ε. ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ... Η εποπτεία του Ταμείου για θέματα προσωπικού και υλοποίησης συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή/και άλλους διεθνείς οργανισμούς, καθώς και η άσκηση γενικής πολιτικής για τις Μ.Μ.Ε., ασκείται από τον Υπουργό Ανάπτυξης." Επίσης, κατά το άρθρο 10 § 1 του ίδιου ως άνω νόμου, "1. Το Ταμείο δεν υπόκειται σε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου, απαλλάσσεται από το φόρο έναρξης της δραστηριότητας και την καταβολή του ανταποδοτικού τέλους υπέρ της Επιτροπής Ανταγωνισμού και έχει όλα τα διοικητικά, οικονομικά και δικαστικά προνόμια του Δημοσίου, ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου", ενώ κατά το άρθρο 14 § 1 αυτού, "1. Το μετοχικό Κεφάλαιο της Εταιρείας ορίζεται σε εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ και διαιρείται σε 5.000 ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας 30 ευρώ η καθεμία και αναλαμβάνεται και καλύπτεται ολόκληρο από το Ελληνικό Δημόσιο. ..." Περαιτέρω, κατά το άρθρο πρώτο του ν. 3912/2011, "1. Συνιστάται ανώνυμη εταιρεία με την Επωνυμία "... Α.Ε." και τον ειδικό τίτλο "ΕΤ.Ε.ΑΝ. Α.Ε." (στο εξής η Εταιρεία), η οποία από της ισχύος του παρόντος υποκαθιστά σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της την ανώνυμη εταιρεία με την Επωνυμία "... ΑΕ" και τον ειδικό τίτλο ΤΕΜΠΜΕ Α.Ε., που συστήθηκε με το ν. 3066/2002, όπως αυτός ισχύει σήμερα. 2. Η Εταιρεία διέπεται από τον παρόντα και τον ν. 4548/2018 (Α`104) και λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. 3. Η "... Ανώνυμη Εταιρία" έχει ως κύριο σκοπό την προώθηση της δίκαιης, βιώσιμης και ολιστικής ανάπτυξης της οικονομίας σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Η εθνική αναπτυξιακή πολιτική αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της στρατηγικής της Εταιρείας. Ειδικότερα, η Εταιρεία έχει ως σκοπό: α) τη στήριξη της επιχειρηματικότητας, β) τη διευκόλυνση της πρόσβασης των επιχειρήσεων σε πηγές χρηματοδότησης για την αντιμετώπιση και κάλυψη δυσλειτουργιών και ανεπαρκειών της αγοράς, μέσω, ιδίως, του σχεδιασμού, της δημιουργίας και της εφαρμογής χρηματοδοτικών μέσων για τη βέλτιστη διοχέτευση των εθνικών, ευρωπαϊκών και άλλων κονδυλίων προς επιχειρήσεις, γ) την προώθηση της καινοτομίας, δ) την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, ε) την προώθηση ποιοτικών, στρατηγικών και καινοτόμων έργων, στ) την προσέλκυση κεφαλαίων και την προώθηση των επενδύσεων στη Χώρα με στόχο την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, ζ) τον σχεδιασμό, την ανάπτυξη και υλοποίηση χρηματοδοτικών εργαλείων, η) την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε επιχειρήσεις και στον δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται στον ν. 4270/2014, θ) την προώθηση της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας και η) την ενίσχυση της απασχόλησης, όπως ειδικότερα ο σκοπός αυτός ορίζεται στο Καταστατικό της. 4. Η Εταιρεία και οι άμεσες θυγατρικές της δεν ανήκουν στο Δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός εκάστοτε ορίζεται, οι δε διατάξεις που αναφέρονται σε αυτόν δεν εφαρμόζονται ως προς την Εταιρεία και τις άμεσες θυγατρικές της, εκτός αν αυτό ρητά προβλέπεται στον παρόντα νόμο. Οι διατάξεις του ν. 3429/2005 (Α` 314) που αναφέρονται σε δημόσιες επιχειρήσεις, δεν εφαρμόζονται ως προς την Εταιρεία και τις άμεσες θυγατρικές της. Επίσης, δεν εφαρμόζονται ως προς την Εταιρεία και τις άμεσες θυγατρικές της οι διατάξεις του ν. 4369/2016 (Α` 33). 5. Για τους σκοπούς των διατάξεων του παρόντος Μέρους, ως άμεσες θυγατρικές της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας Ανώνυμης Εταιρείας νοούνται αυτές τις οποίες ιδρύει για την επιδίωξη του καταστατικού της σκοπού ή αυτές στις οποίες συμμετέχει και οι οποίες επιδιώκουν τους ανωτέρω και παρεμφερείς με αυτούς σκοπούς." Κατά το άρθρο 1 του Καταστατικού της, όπως αυτό ορίζεται με το άρθρο δεύτερο του ως άνω νόμου, μετά την τροποποίησή του με το ν. 4608/2019, "1. Συνιστάται με το παρόν ανώνυμη εταιρεία, η οποία λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της κείμενης νομοθεσίας. 2. Η εποπτεία της Εταιρείας ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, με απόφαση της οποίας εξειδικεύεται το πλαίσιο εποπτείας της, όσον αφορά τους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας και τους όρους τοποθέτησης διαθεσίμων. 3. ... 4. Η εποπτεία της Εταιρείας, όσον αφορά τη χάραξη της πολιτικής της και του προγράμματος δράσης της, καθώς και για θέματα που αφορούν το ανθρώπινο δυναμικό της και για την υλοποίηση της επενδυτικής και αναπτυξιακής πολιτικής της προς επίτευξη του σκοπού της, ασκείται από τον Υπουργό Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, ο οποίος υποστηρίζεται από τη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας", κατά το άρθρο 7 § 1 του Καταστατικού της, "1. Οι μετοχές της Εταιρείας είναι ονομαστικές και δεσμευμένες. Κάθε μεταβίβαση μετοχών της Εταιρείας εγκρίνεται από τη Γενική Συνέλευση. Το ποσοστό του ελληνικού Δημοσίου στην Εταιρεία δεν επιτρέπεται να κατέλθει του πενήντα τοις εκατό (50%) και μιας επιπλέον μετοχής επί του συνόλου των μετοχών της Εταιρείας με δικαίωμα ψήφου", και κατά το άρθρο 8 αυτού, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το ν. 4608/2019, "τα έσοδα της Εταιρείας προέρχονται από: α) την επένδυση ή συνεπένδυση των διαθεσίμων της ή άλλων κεφαλαίων που διαχειρίζεται, β) τις προμήθειες από τις παρεχόμενες εγγυήσεις και άλλες παρεχόμενες υπηρεσίες, όπως η αμοιβή Διαχείρισης των ταμείων χαρτοφυλακίων και των μέσων χρηματοδοτικής τεχνικής, γ) κεφαλαιουχικές και άλλες ενισχύσεις από το Δημόσιο ή φορείς του Δημοσίου, δ) ενισχύσεις και άλλους πόρους από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή φορείς της, ε) προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσής και άλλων διεθνών οργανισμών, στ) δωρεές, κληρονομιές και κληροδοσίες και ζ) κάθε άλλη νόμιμη αιτία. Τα έσοδα της Εταιρείας χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση του σκοπού της. Η τιμολογιακή πολιτική και οι χρεώσεις της Εταιρείας είναι σύμφωνες με τους κανόνες της αγοράς κατά τη συνήθη συναλλακτική πρακτική. Με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου καθορίζεται η πολιτική χορηγήσεων και γενικότερα η πιστοληπτική και τιμολογιακή πολιτική." Και κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου έβδομου του ίδιου ως άνω νόμου 3912/2011, "1. Η Εταιρεία δεν υπόκειται σε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου, απαλλάσσεται από το φόρο έναρξης της δραστηριότητας και την καταβολή του ανταποδοτικού τέλους υπέρ της Επιτροπής Ανταγωνισμού και έχει όλα τα διοικητικά, οικονομικά και δικαστικά προνόμια του Δημοσίου, ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου." Με το άρθρο 1 του ν. 4608/2019 προστέθηκαν παράγραφοι 1Α και 1Β στο άρθρο πρώτο του ν. 3912/2011, κατά τις οποίες "1Α. Η Εταιρεία της παραγράφου 1 μετονομάζεται σε ''... Ανώνυμη Εταιρεία'' με διακριτικό τίτλο ''...''. 1Β. Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται η εταιρεία με την επωνυμία ''... Α.Ε.'' και τον τίτλο "Ε.Τ.Ε.ΑΝ. Α.Ε.", νοείται εφεξής η εταιρεία ''... Ανώνυμη Εταιρεία''. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα: α) η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε.", το μετοχικό κεφάλαιο της οποίας ανήκε εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο, λάμβανε οικονομικές ενισχύσεις από αυτό και εποπτευόταν από τον Υπουργό Ανάπτυξης, είχε σκοπό τη διευκόλυνση της πρόσβασης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στην αγορά κεφαλαίων, και την προώθηση, μέσω αυτής, της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, ο σκοπός δε αυτός πραγματοποιείτο με την παροχή εγγυήσεων και αντεγγυήσεων υπέρ των ως άνω επιχειρήσεων για την κάλυψη των υποχρεώσεών τους έναντι κάθε είδους πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και με την παροχή άλλων συναφών προς την ως άνω δραστηριότητα υπηρεσιών και χρηματοδοτικών μέσων, β) για την προώθηση του σκοπού του, ο νόμος θέσπισε φοροαπαλλαγές υπέρ του Ταμείου και επέκτεινε σε αυτό όλα τα διοικητικά, οικονομικά και δικαστικά προνόμια του Δημοσίου από το ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο, γ) το Ταμείο ακολούθως υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του από τη συσταθείσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "...", ήδη "... Α.Ε.", η οποία αποτελεί δημόσια επιχείρηση, το μετοχικό της κεφάλαιο ανήκει κατά πλειοψηφία στο Δημόσιο, επιχορηγείται από αυτό και εποπτεύεται από τον Υπουργό Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, επιδιώκει δε ευρύτερους δημόσιους σκοπούς, που περιλαμβάνουν τη διευκόλυνση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση των κάθε είδους επιχειρήσεων και τη μέσω αυτής στήριξη της επιχειρηματικότητας, την προώθηση της καινοτομίας, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, την προώθηση ποιοτικών, στρατηγικών και καινοτόμων έργων, την προσέλκυση κεφαλαίων, την προώθηση των επενδύσεων, τον σχεδιασμό και την υλοποίηση χρηματοδοτικών εργαλείων, την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών κ.λπ., με απώτερο στόχο την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας, και δ) για την πληρέστερη επίτευξη των ως άνω δημόσιων σκοπών της, θεσπίστηκαν φοροαπαλλαγές υπέρ αυτής και ορίστηκε ότι η εταιρία έχει όλα τα διοικητικά, οικονομικά και δικαστικά προνόμια του Δημοσίου, ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου. Ενόψει των αποκλειστικά δημόσιων σκοπών, που επιδιώκουν οι εταιρίες αυτές, λειτουργώντας μεν με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, αλλά ελεγχόμενες από το Δημόσιο και εποπτευόμενες από Υπουργό, χωρίς να αναπτύσσουν επιχειρηματική δραστηριότητα, δικαιολογείται η επέκταση στις έννομες σχέσεις τους, που σχετίζονται άμεσα με την επίτευξη των δημόσιων σκοπών τους, των κάθε είδους προνομίων του Δημοσίου, μεταξύ αυτών και του άρθρου 21 του κ.δ. της 26-6/10-7-1944 "περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου", κατά το οποίο "ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ορίσθη διά συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής", η οποία (επέκταση) κατά συνέπεια δεν έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του όπως ορίζει ο νόμος, ούτε με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της κυρωθείσας με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που ορίζει ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του και κανείς δεν μπορεί να στερηθεί της ιδιοκτησίας του παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους από το νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όρους. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.Α.Π. 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (Ολ.Α.Π. 27/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.Α.Π. 8/2018, Ολ.Α.Π. 7/2006). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νομίμου βάσεως της αποφάσεως συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (Ολ.Α.Π. 6/2006). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (Ολ.Α.Π. 18/08, Ολ.Α.Π. 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (Α.Π. 50/2020, Α.Π. 1075/2019, Α.Π. 708/2017, Α.Π. 667/2016).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 5-5-2021 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 4478/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ' επιτρεπτή κατ' άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων: Με την από 29-12-2016 αγωγή του, το ενάγον και ήδη αναιρεσείον ανέφερε ότι χορήγησε πέντε επιχειρηματικά δάνεια σε τρίτους, την πληρωμή των οποίων εγγυήθηκε εγγράφως το εναγόμενο ..., βάσει των διατάξεων του νόμου 3066/2002 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών 5198/485/13-5-2010 (Φ.Ε.Κ. 694 Β'/2010) και 5486/539/19-5-2010 (Φ.Ε.Κ. 730 Β'/2010) κοινών αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών-Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, τις πρώτες τέσσερεις δανειακές συμβάσεις έως το ποσοστό 80% και την πέμπτη έως το 70% του κεφαλαίου του δανείου, ότι κατήγγειλε τις δανειακές συμβάσεις λόγω υπερημερίας των δανειοληπτών και γνωστοποίησε στο εναγόμενο τις καταγγελίες, ζητώντας την κατάπτωση της εγγύησης. Ζήτησε δε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 572.398,14 ευρώ για το εγγυημένο μέρος του κεφαλαίου των δανείων, νομιμοτόκως από την παρέλευση διμήνου από τη γνωστοποίηση σε αυτό των καταγγελιών τους και την υποβολή του αιτήματος περί κατάπτωσης της εγγύησης. Με την 3500/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη ως προς τις τέσσερεις πρώτες δανειακές συμβάσεις, έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την πέμπτη και υποχρεώθηκε η αναιρεσίβλητη, ως οιονεί καθολική διάδοχος του αρχικού εναγόμενου, να καταβάλει στο ενάγον 184.730 ευρώ, νομιμοτόκως ως άνω, κριθέντος ότι η διάταξη της πρώτης παραγράφου του άρθρου έβδομου του νόμου 3912/2011, με την οποία επεκτάθηκαν στην αναιρεσίβλητη τα προνόμια του Δημοσίου, είναι ανεφάρμοστη, επειδή αντιβαίνει στα άρθρα 4, 17, 20 και 25 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της Ε.Σ.Δ.Α. Επί αντιθέτων εφέσεων των διαδίκων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 4478/2020 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία έκρινε την αγωγή ορισμένη ως προς όλες τις δανειακές συμβάσεις, εξαφάνισε στο σύνολό της την πρωτόδικη απόφαση, δίκασε την αγωγή, δέχτηκε εν μέρει αυτήν και υποχρέωσε την αναιρεσίβλητη να καταβάλει στο ενάγον 278.779,41 ευρώ για το εγγυημένο ποσοστό των κεφαλαίων των αναφερόμενων σε αυτήν δανείων, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής με το επιτόκιο υπερημερίας του Δημοσίου (6%), με την ακόλουθη αιτιολογία: "Στα πλαίσια του επιχειρησιακού προγράμματος ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της ρευστότητας μικρών (ΜΕ) και πολύ μικρών επιχειρήσεων (ΠΜΕ) κατ' εφαρμογή των υπουργικών αποφάσεων ΚΥΑ 5198/484/13-05-2010 και 5486/539/19-05-2010, η "Τ ... ΑΕ", διάδοχος της οποίας είναι η ενάγουσα, ήδη σε εκκαθάριση, χορήγησε στις κάτωθι αναφερόμενες εταιρείες και ατομικές επιχειρήσεις έντοκα δάνεια με 100% επιδοτούμενο επιτόκιο και με την εγγύηση του "..." (ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ", του οποίου καθολική διάδοχος είναι η εναγομένη, σε ποσοστό μέχρι 80% του χορηγούμενου κεφαλαίου προκειμένου να τα χρησιμοποιήσουν "ως κεφάλαια κίνησης για την κάλυψη αγοράς πρώτων υλών εμπορευμάτων και υπηρεσιών". Ειδικότερα [Α] η "Τ ... ΑΤΕ" συνήψε με την ομόρρυθμη εταιρεία ... την με αριθμό ... σύμβαση εντόκου δανείου ποσού 42.379,28 ευρώ, με χρόνο αποπληρωμής σε οκτώ ισόποσες εξαμηνιαίες χρεολυτικές δόσεις και περίοδο χάριτος 24 μηνών. Παρασχέθηκε δε από την "ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ", δια της με αριθμό ... πράξης, εγγύηση, δυνάμει της σχετικής ΚΥΑ, υπέρ της ανωτέρω δανειολήπτριας εταιρείας μέχρι του 80% του κεφαλαίου του ως άνω δανείου ..., προσαρτήθηκε δε στην δανειακή σύμβαση, ως αναπόσπαστο μέρος αυτής, ενώ υπογράφηκαν την ίδια ημέρα από τα συμβαλλόμενα μέρη. Το ποσό του εν λόγω δανείου εκταμιεύθηκε την 19-10-2010. [Β] Επίσης η "Τ ... ΑΤΕ" συνήψε με τον ... την με αριθμό ... σύμβαση εντόκου δανείου ποσού 75.775 ευρώ, με χρόνο αποπληρωμής σε οκτώ ισόποσες εξαμηνιαίες χρεολυτικές δόσεις και περίοδο χάριτος 24 μηνών. Παρασχέθηκε δε από την "ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ", διά της με αριθμό ... πράξης, εγγύηση, δυνάμει σχετικής ΚΥΑ υπέρ του ανωτέρω δανειολήπτη μέχρι του 80% του κεφαλαίου του ως άνω δανείου ..., η οποία προσαρτήθηκε στην δανειακή σύμβαση, ως αναπόσπαστο μέρος αυτής, ενώ υπογράφηκαν την ίδια ημέρα από τα συμβαλλόμενα μέρη. Το ποσό του εν λόγω δανείου που εκταμιεύθηκε την 30-08-2010. [Γ] Επίσης η "Τ ΒΑΝΚ ΑΤΕ" συνήψε με τον ... την με αριθμό ... σύμβαση εντόκου δανείου ποσού 49.420,80 ευρώ, με χρόνο αποπληρωμής σε οκτώ ισόποσες εξαμηνιαίες χρεολυτικές δόσεις και περίοδο χάριτος 24 μηνών. Παρασχέθηκε δε από την ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ, δια της με αριθμό ... πράξης, εγγύηση, δυνάμει σχετικής ΚΥΑ, υπέρ του ανωτέρω δανειολήπτη μέχρι του 80% του κεφαλαίου του ως άνω δανείου ... , η οποία προσαρτήθηκε στην δανειακή σύμβαση, ... ενώ υπογράφηκαν την ίδια ημέρα από τα συμβαλλόμενα μέρη. Το ποσό του εν λόγω δανείου εκταμιεύθηκε την 04-10-2010. [Δ] Επίσης η "Τ ΒΑΝΚ ΑΤΕ" συνήψε με την ... την με αριθμό ... σύμβαση εντόκου δανείου ποσού 300.000 ευρώ, με χρόνο αποπληρωμής σε οκτώ ισόποσες εξαμηνιαίες χρεολυτικές δόσεις και περίοδο χάριτος 24 μηνών. Παρασχέθηκε δε από την "ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ", δια της με αριθμό ... πράξης, εγγύηση, δυνάμει σχετικής ΚΥΑ υπέρ της ανωτέρω δανειολήπτριας εταιρείας μέχρι του 80% του κεφαλαίου του ως άνω δανείου ... η οποία προσαρτήθηκε στην δανειακή σύμβαση, ως αναπόσπαστο μέρος αυτής, ενώ υπογράφηκαν την ίδια ημέρα από τα συμβαλλόμενα μέρη. Το σύνολο του ποσού του δανείου εκταμιεύθηκε την 21-12-2010. [Ε] Τέλος, η "Τ ... ΑΤΕ" συνήψε με την ... την με αριθμό ... σύμβαση έντοκου δανείου ποσού 291.200 ευρώ, με χρόνο αποπληρωμής σε τριάντα δύο ισόποσες τριμηνιαίες χρεολυτικές δόσεις, από τις οποίες η πρώτη θα καταβληθεί τρεις μήνες μετά την εκταμίευση και η τελευταία οκτώ έτη μετά την εκταμίευση. Παρασχέθηκε δε από την "ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ" δια της με αριθμό ... πράξης, εγγύηση, δυνάμει σχετικής ΚΥΑ, εγγυήθηκε υπέρ της ανωτέρω δανειολήπτριας εταιρείας μέχρι του 70% του κεφαλαίου του ως άνω δανείου, ... η οποία προσαρτήθηκε στην δανειακή σύμβαση, ως αναπόσπαστο μέρος αυτής, ενώ υπογράφηκαν την ίδια ημέρα από τα συμβαλλόμενα μέρη. Το σύνολο του ποσού του δανείου εκταμιεύθηκε την 18-12-2008. Οι δανειολήπτες ανωτέρω, περιήλθαν σε υπερημερία ως προς την καταβολή των δόσεων αποπληρωμής των δανείων τους και η ενάγουσα δανείστρια τράπεζα κατήγγειλε τις συμβάσεις και συγκεκριμένα: α) με την ... επιστολή της-εξώδικη καταγγελία, κοινοποιηθείσα νομίμως στην πρώτη πιστούχο ... την 20-10-2011, έκλεισε και τον λογαριασμό που εξυπηρετούσε αυτή, ο οποίος τότε εμφάνισε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 41.786,77 ευρώ, β) με την ... επιστολή της-εξώδικη καταγγελία, κοινοποιηθείσα νομίμως στον δεύτερο πιστούχο ... την 13-04-2011, έκλεισε και τον λογαριασμό που εξυπηρετούσε αυτή, ο οποίος τότε εμφάνισε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 75.775,00 ευρώ, γ) με την ... επιστολή της-εξώδικη καταγγελία, κοινοποιηθείσα νομίμως στον τρίτο πιστούχο ... την 20-04-2011, έκλεισε και τον λογαριασμό που εξυπηρετούσε αυτή, ο οποίος τότε εμφάνισε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 51.389,68 ευρώ, δ) με την ... επιστολή της εξώδικη καταγγελία, κοινοποιηθείσα νομίμως στην τέταρτη πιστούχο ... την 27-10-2011, έκλεισε και τον λογαριασμό που εξυπηρετούσε αυτή, ο οποίος τότε εμφάνισε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 289.688,78 ευρώ και τέλος ε) με την ... επιστολή της εξώδικη καταγγελία, κοινοποιηθείσα νομίμως στην πέμπτη πιστούχο ... την 21-05-2010, έκλεισε και τον λογαριασμό που εξυπηρετούσε αυτή, ο οποίος τότε εμφάνισε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 293.551,38 ευρώ. Η ενάγουσα μετά την παρέλευση νομίμου χρονικού διαστήματος από τις καταγγελίες των ανωτέρω συμβάσεων γνωστοποίησε με τις από 15-11-2011, 23-07-2011, 06-05-2011, 08-12-2011 και 10-2-2011 επιστολές της αντίστοιχα, για κάθε έναν εκ των ανωτέρω πιστούχων, στην εναγομένη τις προηγηθείσες καταγγελίες, ζητώντας την εξόφληση της προερχομένης από την κατάπτωση της εγγύησης υποχρέωσης αυτής, που αντιστοιχούσε στο 80% του κεφαλαίου εκάστου δανειολήπτη και στο 70% του κεφαλαίου της πέμπτης των δανειοληπτών, και συγκεκριμένα ζήτησε την καταβολή: α) ποσού 33.429,41 ευρώ για την πρώτη, β) ποσού 60.620,00 ευρώ για τον δεύτερο, γ) ποσού 41.111,74 για τον τρίτο, δ) ποσού 231.751,02 ευρώ για την τέταρτη και ε) ποσού 205.485,97 ευρώ για την πέμπτη. Η εναγομένη δεν υπέβαλε καταρχήν κάποια αντίρρηση, ούτε υπαναχώρησε, όπως προβλέπετο απ? τις οικείες διατάξεις. Η ενάγουσα αναφορικά με τις δύο πρώτες συμβάσεις/πράξεις εγγυήσεως συνυπέβαλλε [ορθό: συνυπέβαλε] δε με τις ανωτέρω επιστολές της, πέραν της γνωστοποίησης της καταγγελίας των ανωτέρω δανειακών συμβάσεων, αίτημα κατάπτωσης της εκ μέρους της ενάγουσας εγγυήσεως για εκάστη εκ των ανωτέρω συμβάσεων, προσδιορίζοντας το ύψος της "τελικής ζημίας" κατά το ποσό που καλύπτεται από την εγγύηση της εναγομένης, προσκομίζοντας όλα τα εκ του νόμου αναγκαία έγγραφα και συγκεκριμένα : ... Μετά την παραλαβή από την "ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ", συμπληρωμένου ορθά του εντύπου της καταγγελίας των δύο πρώτων συμβάσεων ανωτέρω, που συνοδεύονταν με όλα τα ως άνω συνημμένα, η τελευταία ("ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ") δεν εναντιώθηκε, ούτε ζήτησε επιπλέον διευκρινήσεις [ορθό: διευκρινίσεις], έγγραφα κλπ. Επίσης, όσον αφορά την πέμπτη σύμβαση δανείου/πράξη εγγυήσεως με αριθμό 3002850012 υπέρ της ... η ενάγουσα προσεκόμισε με την από 10-2-2011 επιστολή της τα νόμιμα έγγραφα ήτοι συγκεκριμένα: ... Μετά την παραλαβή από την "ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ", επίσης συμπληρωμένου ορθά του εντύπου της καταγγελίας της ανωτέρω πέμπτης συμβάσεως, που συνοδεύονταν με όλα τα ως άνω συνημμένα, η τελευταία δεν εναντιώθηκε, ούτε ζήτησε επιπλέον διευκρινήσεις [ορθό: διευκρινίσεις], έγγραφα κ.λπ. ... Περαιτέρω όμως, σχετικά με την "τελική ζημία" ήτοι κατά το ποσό που καλύπτεται από την εγγύηση της εναγομένης στην ανωτέρω σύμβαση, εν προκειμένω πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Χορηγήθηκε στην [πέμπτη] πιστούχο ... δάνειο ύψους 291.200 ευρώ με εγγύηση κεφαλαίου 70% από την εναγομένη, όπως όμως προκύπτει ειδικώς από την από 20-02-2011 σχετική επιστολή της προς την εναγομένη, η οφειλή κατά κεφάλαιο την 30-11-2009 (ημερομηνία μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκ μέρους [της] πιστούχου) ανήρχετο σε 263.900 ευρώ, ενώ η αιτηθείσα κατά την ενάγουσα οφειλή ανήρχετο σε 293.551,38 ευρώ, πλην όμως σε αυτήν συμπεριλαμβάνει συμβατικούς και υπερημερίας τόκους και προμήθειες, τα οποία όμως δεν καλύπτονται από την εν λόγω εγγύηση κατά τα ανωτέρω συμφωνηθέντα. Συνακόλουθα αυτών, το 70% του οφειλομένου κεφαλαίου ανέρχεται στο ποσό των 184.730,00 ευρώ ... Κατόπιν όλων των ανωτέρω αποδειχθέντων εφόσον ως προς τις πρώτη, δεύτερη και πέμπτη των συμβάσεων δανείων-πράξεων εγγυήσεως πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις και οι τυπικές τοιαύτες ... η εναγομένη είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στην ενάγουσα τα ως άνω ποσά και συγκεκριμένα ποσό 33.429,41 ευρώ για την πρώτη, ποσό 60.620,00 ευρώ για τη δεύτερη και ποσό 184.730,00 ευρώ για την πέμπτη σύμβαση. Περαιτέρω όμως, όσον αφορά: α) την τρίτη πράξη εγγυήσεως ... και την β) τέταρτη πράξη εγγυήσεως ... όπως προκύπτει σαφώς από τις ... επιστολές της, η ενάγουσα δεν υπέβαλλε [ορθό: υπέβαλε] κανένα συνημμένο έγγραφο και δικαιολογητικό, ως είχε εκ του νόμου και τις σχετικές υπουργικές αποφάσεις υποχρέωση και τους όρους αυτών. ... Συνακόλουθα αυτών, ενόψει της μη υποβολής των εκ του νόμου οριζομένων δικαιολογητικών εκ μέρους της ενάγουσας αναφορικά με τις τρίτη και τέταρτη των ανωτέρω συμβάσεων, αν και ειδοποιήθηκε σχετικά και της χορηγήθηκε και προθεσμία, η εναγομένη νομίμως αρνήθηκε την καταβολή της εγγυήσεως λόγω μη συνδρομής των νομίμως προϋποθέσεων κατάπτωσης αυτής και πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμη ως προς αυτές. ... Κατόπιν όλων των ανωτέρω, γενομένων δεκτών αμφοτέρων των κρινομένων εφέσεων ως και ουσιαστικά βάσιμων, κατά τα ανωτέρω, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ... Εν συνεχεία αφού κρατηθεί η υπόθεση, από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή ως βάσιμη, κατά τα ανωτέρω και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 278.779,41 ευρώ ... με το νόμιμο τόκο υπερημερίας 6% απ την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση." Έτσι που έκρινε το Εφετείο, και επιδίκασε στο αναιρεσείον τόκους υπερημερίας βάσει του άρθρου 21 του κ.δ. της 26-6/10-7-1944, απορρίπτοντας το αίτημα περί επιδίκασης τόκων από τον προγενέστερο χρόνο της παρέλευσης διμήνου από τη γνωστοποίηση σε αυτό των καταγγελιών των δανείων και την υποβολή αιτήματος περί κατάπτωσης των εγγυήσεων, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη της πρώτης παραγράφου του άρθρου έβδομου του ν. 3912/2011, με την οποία επεκτάθηκαν στην αναιρεσίβλητη όλα τα διοικητικά, οικονομικά και δικαστικά προνόμια του Δημοσίου, ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, και δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σε αυτήν σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή αυτής, την οποία έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού η ανωτέρω διάταξη, εφαρμοζόμενη στις επίδικες έννομες σχέσεις της παροχής εγγυήσεων υπέρ μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, που σχετίζονται άμεσα με την επίτευξη των δημόσιων σκοπών της αναιρεσίβλητης, δηλαδή τη στήριξη της επιχειρηματικότητας και τη διευκόλυνση της πρόσβασης των επιχειρήσεων σε πηγές χρηματοδότησης μέσω της παροχής εγγυήσεων υπέρ αυτών για τις δανειακές τους συμβάσεις με πιστωτικά ιδρύματα, δεν αντιβαίνει στα άρθρα 20 § 1 του Συντάγματος και 1 του Πρόσθετου Πρωτόκολλου της Ε.Σ.Δ.Α., σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, αναφέρονται δε στην απόφαση όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την εφαρμογή της, όπως είναι η σύναψη των δανείων και των εγγυήσεων, η υπερημερία των δανειοληπτών, η κατάπτωση των εγγυήσεων και η υπεισέλευση της αναιρεσίβλητης στις έννομες σχέσεις της αρχικής εγγυήτριας "Τ.Ε.Μ.Π.Μ.Ε. Α.Ε.". Επομένως ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο το αναιρεσείον προβάλλει πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τις ανωτέρω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος.
Το π.δ. 166/2003, που άρχισε να ισχύει από 05-06-2003 και ίσχυε, κατά τον κρίσιμο, στην προκειμένη περίπτωση, χρόνο σύναψης των επίδικων εγγυητικών συμβάσεων, δηλαδή κατά τα έτη 2008 και 2010, με το οποίο έγινε προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ε.Ε., σκοπούσε στην καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, οι δε διατάξεις του εφαρμόζονται στις πληρωμές, που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή (άρθρο 2), και στην περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής, δηλαδή της μη τήρησης της συμβατικής ή νόμιμης προθεσμίας πληρωμής. Ως εμπορική συναλλαγή, κατά την έννοια του ανωτέρω διατάγματος, νοείται κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων, αλλά και κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής. Ως επιχείρηση νοείται κάθε οργάνωση, η οποία ενεργεί στα πλαίσια ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο (άρθρο 3 § 1 β'). Στο άρθρο 4 του ως άνω προεδρικού διατάγματος ορίζεται ότι: "1. Τόκος υπερημερίας οφείλεται από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση. 2. Εάν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος χωρίς να απαιτείται όχληση, και οφείλει τόκους: α) εάν παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή αν δεν παρέλαβε ή δεν είναι βέβαιο πότε παρέλαβε τέτοιο έγγραφο, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών, β) εάν από το νόμο ή τη σύμβαση προβλέπεται διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου για την επαλήθευση της αντιστοιχίας συμφωνημένων και παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου, εφόσον παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας, γ) εάν η παραλαβή των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών ή η διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου έχει προηγηθεί, μόλις περάσουν 30 ημέρες από το χρόνο παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου, δ) στις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παρ. 1α' του άρθρου 3 του παρόντος, η προθεσμία καταβολής τόκων σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις ορίζεται αποκλειστικώς σε 60 ημέρες. 3. Ο δανειστής δικαιούται τόκους εφόσον: α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός, εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση. 4. Το ύψος του τόκου υπερημερίας που είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου ("επιτόκιο αναφοράς") προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες ("περιθώριο"), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην σύμβαση. Το επιτόκιο αναφοράς το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες...". Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι για τις οφειλές από εμπορική συναλλαγή, κατά την έννοια του ως άνω διατάγματος, ήτοι από συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων από παροχή αγαθών, που έλαβε χώρα μετά τις 5-6-2003, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του π.δ. 166/2003 και καθ' όσο χρονικό διάστημα αυτό ίσχυε (δηλαδή πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου 4152/2013, με τον οποίο καταργήθηκε το ως άνω άρθρο 4 § 2), η επιχείρηση, που οφείλει να καταβάλει την πληρωμή από την παροχή των αγαθών, καθίσταται υπερήμερη και οφείλει τόκους υπερημερίας τριάντα (30) ημέρες μετά την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή υπηρεσιών ή την τυχόν προβλεπόμενη για την προμήθεια διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου, και όχι από την επίδοση καταψηφιστικής αγωγής ή αγωγής, της οποίας το αρχικώς καταψηφιστικό αίτημα τράπηκε σε αναγνωριστικό, το δε οφειλόμενο ποσό τόκων υπερημερίας υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που προβλέπεται στο ίδιο παραπάνω προεδρικό διάταγμα (Ολ.Α.Π. 10/2013, Α.Π. 1254/2022, Α.Π. 142/2021, Α.Π. 730/2015, Α.Π. 766/2014).
Στην προκειμένη περίπτωση, έτσι που έκρινε το Εφετείο, και επιδίκασε στο αναιρεσείον τόκους υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής, δεν παραβίασε ευθέως τις διατάξεις του άρθρου 4 §§ 1 και 4 του π.δ. 166/2003, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε, ούτε αυτές της παραγράφου Ζ' του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, οι οποίες δεν τύγχαναν καθόλου εφαρμογής, σύμφωνα με την υποπαράγραφο 14 της ως άνω παραγράφου, λόγω του χρόνου της σύναψης των επίδικων συμβάσεων, εφόσον η παροχή εγγυήσεων από την "Τ.Ε.Μ.Π.Μ.Ε. Α.Ε." υπέρ εμπορικών επιχειρήσεων για τα δάνεια, που αυτές έλαβαν από την τράπεζα "Τ ΒΑΝΚ Α.Ε.", δεν αποτελεί γι' αυτήν εμπορική συναλλαγή με την έννοια του π.δ. 166/2003, αφού δεν πρόκειται για συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων, δεδομένου ότι η Τ.Ε.Μ.Π.Μ.Ε. παρείχε τις εγγυήσεις προς εκπλήρωση του δημόσιου σκοπού της, που ήταν η διευκόλυνση της πρόσβασης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στην αγορά κεφαλαίων και η μέσω αυτής προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, και όχι στα πλαίσια άσκησης ανεξάρτητης επιχειρηματικής και οικονομικής δραστηριότητας με σκοπό την πραγματοποίηση κέρδους, η οποία δεν περιλαμβάνεται κατά νόμο στους σκοπούς της, δεν αρκεί δε για να τους προσδώσει επιχειρηματικό χαρακτήρα το γεγονός ότι οι δανειακές συμβάσεις μεταξύ των επιχειρήσεων, υπέρ των οποίων παρασχέθηκαν οι εγγυήσεις, και της δανείστριας τράπεζας, έγιναν στα πλαίσια της επιχειρηματικής δραστηριότητας των τελευταίων, ούτε το γεγονός ότι κατά το άρθρο 6.3 της 5198/485/2010 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών-Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας (Φ.Ε.Κ. 694 Β'/2010), η Τ.Ε.Μ.Π.Μ.Ε. εισέπραττε από τη δανειολήπτρια επιχείρηση ετήσια προμήθεια ύψους 0,35% επί του ποσού του δανείου (η οποία περιορίστηκε σε 0,25% με το άρθρο 6.3 της 5486/539/2010 της απόφασης των ίδιων Υπουργών, Φ.Ε.Κ. 730 Β'/2010), αφού η είσπραξη της προμήθειας αυτής δεν συνιστούσε πραγματοποίηση επιχειρηματικού κέρδους, το οποίο δεν περιλαμβανόταν μεταξύ των κατά τον νόμο σκοπών της, όπως προαναφέρθηκε, αλλά γινόταν για την περαιτέρω ενίσχυση του δημόσιου σκοπού αυτής, άλλωστε στο αναφερόμενο στην πρώτη νομική σκέψη της παρούσας άρθρο 8 του Καταστατικού της αναιρεσίβλητης, οιονεί καθολικής διαδόχου της Τ.Ε.Μ.Π.Μ.Ε., όπως αυτό τροποποιήθηκε με το ν. 4608/2019, διευκρινίζεται ότι τα πάσης φύσεως έσοδα αυτής χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση του σκοπού της, ούτε πρόκειται για συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιας αρχής που συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών στη δημόσια αρχή έναντι αμοιβής. Επομένως το σκέλος του λόγου αναιρέσεως, με το οποίο το αναιρεσείον προβάλλει πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την ανωτέρω αιτίαση, είναι αβάσιμο.
Με έτερο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, το αναιρεσείον προβάλλει πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την αιτίαση ότι το Εφετείο κατά παράβαση των διατάξεων των 5198/485/2010 και 5486/539/2010 αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών-Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας δέχτηκε ότι ο τόκος υπερημερίας αρχίζει από την επίδοση της αγωγής κατά την εφαρμοζόμενη εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 21 του κ.δ. της 26-6/10-7-1944 "περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου", αφού, κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 των ως άνω υπουργικών αποφάσεων, η αξίωση της δανειοδότριας τράπεζας κατά της Τ.Ε.Μ.Π.Μ.Ε. από τη σύμβαση εγγύησης υπέρ του δανειολήπτη καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή από την πάροδο δύο μηνών από την υποβολή στο Ταμείο του σχετικού εντύπου της καταγγελίας/κατάπτωσης της εγγύησης, συμπληρωμένου ορθά και συνοδευόμενου από όλα τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά, και εφόσον δεν συντρέχει λόγος υπαναχώρησης της Τ.Ε.Μ.Π.Μ.Ε. Ο λόγος είναι αβάσιμος, επειδή οι ως άνω διατάξεις των υπουργικών αποφάσεων ρυθμίζουν το χρόνο του ληξιπρόθεσμου της απαίτησης της τράπεζας από την εγγυητική σύμβαση, και όχι το χρόνο της έναρξης της τοκοφορίας, ο οποίος, ενόψει του ότι η Τ.Ε.Μ.Π.Μ.Ε. και η αναιρεσίβλητη έχουν τα προνόμια του Δημοσίου, ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 21 του κ.δ. της 26-6/10-7-1944.
Κατ' ακολουθίαν τούτων, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί κατ' άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο και να καταδικαστεί το ηττώμενο αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός της, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, σύμφωνα με τα άρθρα 176 § 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ. Τα έξοδα της αναιρεσίβλητης δεν επιδικάζονται μειωμένα κατ' άρθρο 22 § 1 ν. 3693/1957, επειδή η εκπροσώπησή της στην παρούσα δίκη δεν έγινε από τις υπηρεσίες του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5-5-2021 αίτηση και τους πρόσθετους λόγους της εταιρίας "Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο Ελλάδος Α.Τ.Ε." για αναίρεση της 4478/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Και
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 25 Νοεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ