ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 69/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 69/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 69/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 69 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 69/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιφιγένεια Ματσούκα-Εισηγήτρια, Φωτεινή Μηλιώνη, Ευαγγελία Στεργίου, Ευγενία Μπιτσακάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και του γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Κωνσταντίνα Μαρίνου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Β.Φ. του Δ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κατίνα-Μαρία Στεφάνου, και κατέθεσε προτάσεις
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-5-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 93/ΤΜ/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 289/2011 του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί το αναιρεσείον με την από 5-12-2014 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ιφιγένεια Ματσούκα ανέγνωσε την από 27-9-2024 έκθεσή της με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 05-12-2014 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 289/2011 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση των αναιρεσείοντος - εναγομένου κατά της 93/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αναγνωριστική κυριότητας αγωγή της αναιρεσίβλητης - ενάγουσας. Η αίτηση αναίρεσης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (έχει ασκηθεί εντός της κατά το άρθρο 564 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε τριετούς καταχρηστικής προθεσμίας, αφού η προσβαλλομένη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 09-12-2011 και η αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση στις 09-12-2014 με αριθμό 35/2014). Είναι κατά συνέπεια παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά το άρθρο 559 αρ. 13 του ΚΠολΔ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου, αναφορικά με το ρυθμιζόμενο στη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ βάρος της απόδειξης, με την οποία (διάταξη) κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Το βάρος της απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο στον οποίο το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα, περί απόδειξης απόφαση, θα επιβάλλει την ευθύνη προσκομιδής των αποδεικτικών μέσων, προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης. Το αντικειμενικό βάρος προσδιορίζει τον διάδικο που φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή, ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων επέλευσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού, του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας, διαδίκου, στοιχειοθετεί τον παρόντα λόγο αναίρεσης. Ειδικότερα, εσφαλμένη επιβολή του αντικειμενικού βάρους υπάρχει όταν το δικαστήριο από τις προσαχθείσες αποδείξεις δεν σχηματίζει την δικανική πεποίθηση που απαιτεί ο νόμος για την παραδοχή ορισμένου αιτήματος, δηλαδή, αμφιβάλλει για την ουσιαστική βασιμότητα κάποιου ισχυρισμού, που κατά νόμο θεμελιώνει το αίτημα της αγωγής, ένστασης κλπ και που οφείλει να αποδείξει ο υποβαλών το αίτημα διάδικος, οπότε το δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει το σχετικό αίτημα. Εάν δεν το απορρίψει υποπίπτει στη νομική πλημμέλεια της ανωτέρω διάταξης (ΑΠ 148/2016).
1. Κατά τα άρθρα 1-3 του Οθωμανικού νόμου της 7 Ραμαζάν 1274 οι γαίες διακρίνονται στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες: (α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας ("μούλκια", οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες), των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, (β) τις δημόσιες γαίες ("μιριγιέ", τα καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση), των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης ("τεσσαρούφ"), (γ) τις αφιερωμένες γαίες ("βακούφια"), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, (δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες ("μετρουκέ", οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και (ε) τις νεκρές γαίες ("μεβάτ", τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο. Επακολούθησαν τα πρωτόκολλα του Λονδίνου της 3.2.1830, 4/16.6.1830 και 19.6/1-7-1830, με τα οποία κυρώθηκε η Ανεξαρτησία της Ελλάδος και ρυθμίσθηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου ως προς τις άλλοτε ιδιοκτησίες των Οθωμανών στην Ελλάδα, ορίζοντας, σε συνδυασμό με την από 9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως "Περί διαρρυθμίσεως των Ελληνικών συνόρων", ότι το Ελληνικό Δημόσιο αποκτά την κυριότητα στα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία είχε καταλάβει κατά την διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα (έως τις 3.2.1830) και είχε δημεύσει κατά την διάρκεια του πολέμου, καθώς και σε εκείνα, τα οποία, κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους άλλοτε κυρίους τους Οθωμανούς, οι οποίοι απεχώρησαν και δεν εξουσιάζονταν πλέον από αυτούς, χωρίς παράλληλα να έχουν καταληφθεί από τρίτους μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου της 21-6/3-7/1837 "περί διακρίσεως δημόσιων κτημάτων", περιερχόμενα κατά το άρθρο 16 αυτού στην κυριότητα του Δημοσίου ως αδέσποτα. Με τις ρυθμίσεις αυτές το Ελληνικό Δημόσιο δεν κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος των Οθωμανών, αλλά διαδέχθηκε το Τουρκικό Δημόσιο in globo με τη γενόμενη δήμευση "δικαιώματι πολέμου", ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία κατείχοντο μόνο από τους Οθωμανούς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και, ή κατέλαβε διαρκούντος του πολέμου, ή ως εγκαταλελειμμένα από τους πρώην κυρίους τους, δεν κατείχοντο πλέον από αυτούς. Η διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου στο Τουρκικό Δημόσιο "δικαιώματι πολέμου" αφορά και τις νήσους του Αιγαίου, με ρητή αναφορά τους στο σχετικό κείμενο του πρακτικού (αρ. 3) και στο προηγούμενο πρωτόκολλο της 10/22-3-1829 με τον παράτιτλο "Οριοθεσία της Στερεάς και των νήσων", διαλαμβάνοντας "Αι παρακείμεναι εις την Πελοπόννησον νήσοι, η Εύβοια και αι κοινώς καλούμεναι Κυκλάδες θέλουν αποτελεί ωσαύτως μέρος τούτου του Κράτους". Η διαδοχή όμως αυτή δεν έθιξε τα εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών, τα οποία είχαν αποκτηθεί επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας ("μούλκια") και τα δικαιώματα εξουσίασης ("τεσσαρούφ"), τα οποία είχαν αποκτηθεί επί των δημοσίων γαιών σύμφωνα με το Οθωμανικό δίκαιο. Λόγοι ιστορικής ιδιαιτερότητας διαμόρφωσαν ιδιαίτερο νομικό και ιδιοκτησιακό καθεστώς στις Κυκλάδες. Ειδικότερα οι γαίες των νησιών αυτών χαρακτηρίσθηκαν κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο ως ιδιωτικές ανήκουσες στην κατά τα άρθρα 1 και 2 του από 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" κατηγορία των καθαράς ιδιοκτησίας ακινήτων, τα οποία εξακολούθησαν εξουσιαζόμενα υπό των μέχρι τότε κυρίων αυτών και δη κατά πλήρη κυριότητα, υπό τον όρο όμως καταβολής εγγείου φόρου. Κατά συνέπεια, τα ακίνητα των νήσων αυτών, μη εξουσιαζόμενα πριν από την επανάσταση από τον σουλτάνο, ουδέ κατεχόμενα από Οθωμανούς ιδιώτες, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 7.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης. Τούτο, όμως, συμβαίνει εφόσον πρόκειται περί γαιών καθαρής ιδιοκτησίας, ενώ και για τα νησιά των Κυκλάδων, σύμφωνα με τα ως άνω Πρωτόκολλα του Λονδίνου και τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, για εκτάσεις που αφορούσαν στα δάση, τους αιγιαλούς, τα κοινόχρηστα, τις βοσκές και τις εκτάσεις που λόγω της μορφής τους δεν εξουσιάζονταν από κανένα, μετά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, κατέστη κύριος αυτών το Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους δικαιώματι πολέμου. Και τούτο διότι οι εκτάσεις αυτές παρέμειναν προσδιορισμένες κατά την ταυτότητά τους ως τμήμα της χώρας του Οθωμανικού Κράτους και οι οποίες ουδέποτε εξουσιάστηκαν από ορισμένο πρόσωπο, αλλά υπήγοντο υπό την απόλυτη εξουσία του κράτους αυτού. Μετά δε την Επανάσταση του 1821 και τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους διά των προαναφερομένων Πρωτοκόλλων και Συνθήκης, οπότε προσδιορίστηκε η χώρα του Ελληνικού Κράτους, των ακινήτων αυτών κατέστη κύριο το νέο Ελληνικό Κράτος χωρίς καμιά αποζημίωση. Η νομική αυτή παραδοχή επιβεβαιώνεται από το Πρωτόκολλο της 4/16 Ιουνίου 1830, στο κείμενο του οποίου ορίζεται ότι τα κτήματα υπό το όνομα "Βακούφια" και όσα δεν είναι ιδιωτικά, αλλά εκκλησιαστικά ή δημόσια υπό το οθωμανικό σύστημα, θα ανήκουν αυτοδικαίως στην Κυβέρνηση της Ελλάδος (βλ. ΟλΑΠ 1/2013, ΑΠ 222/2017, ΑΠ 34/2019). 2. Όσον αφορά στα αδέσποτα ακίνητα, καθιερώθηκε το πρώτον το έτος 1837 ότι ανήκουν στο Δημόσιο με το άρθρο 16 του ν. της 21.6/10.7.1837 "περί διακρίσεως κτημάτων", με το οποίο ορίστηκε ότι "όλα τα παρ' ιδιωτών ή κοινοτήτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα καθώς και τα των ... ακλήρων αποθανόντων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένοι απαιτήσεις, ανήκουν εις το Δημόσιον". Στη συνέχεια η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1539/1938 και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου των ν. 1, 23 Πανδ. (47,1), Εισ. 47 (2. 1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του ν. 21.6/10.7.1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν β.ρ. δίκαιο, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός "περί διακρίσεως κτημάτων" τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν "δικαιώματι πολέμου" ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (ΑΠ ...1/2014, ΑΠ 34/2019). 3.Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 του Β.Δ. της 12-12-1833 "περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834", που έχει ισχύ νόμου, όλα τα λειβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν επί των ως άνω γαιών σε όλη την ελληνική επικράτεια και επομένως και σε αυτές που δεν ανήκαν σε ιδιώτες και είχαν καταληφθεί από το Ελληνικό Δημόσιο στις Κυκλάδες, δεν καθιστά όμως ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Η έννοια αυτή προκύπτει και από: α) το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. ΚΘ' της 31-1/18-2-1864, κατά το οποίο το Δημόσιο και οι Κοινότητες διατηρούν τα δικαιώματα που είχαν επί των αμφισβητουμένων λειβαδίων άνευ βλάβης των αποκτηθέντων δικαιωμάτων από τρίτους, καθώς και β) από το άρθρο 3 του ν. ΨΗΖ71880, κατά το οποίο, οι Κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λειβάδια, διατηρούν απέναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων εγένεντο μέχρι το 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων ( ΑΠ 34/2019). 4. Σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.8 παρ. 1 κωδ. (7.39), ν.9 παρ.1 πανδ. (50.14), ν 2 παρ. 20 πανδ.(41.4), ν 6 παρ. 1 πανδ. (44.3)// ν.76 παρ. 1 πανδ. (18.1) και ν.7 παρ. 3 πανδ. (23.3) του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα (δηλαδή πριν τις 23.2.1946), μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ' αυτού, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει, να συνυπολογίσει στο δικό του χρόνο νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.6/3.7.1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", συνάγεται ότι έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915, όπως τούτο προκύπτει, αφενός από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου", που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και αφετέρου του άρθρου 21 του ΝΔ της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4. του αν. 1539/1938 "περί προστασίας δημοσίων κτημάτων", που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με τις οποίες ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματα του, άρα και η χρησικτησία (ολΑΠ 75/1987, ΑΠ 148/2016). Πλην όμως προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, μέχρι τις 11.9.1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (ΑΠ 148/2016, ΑΠ 34/2019, ΑΠ 1840/2017). Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν αμέσως παραπάνω στους αριθμούς 1 ως και 4, που προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση μιας τέτοιας αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των ισχυρισμών (ενστάσεων) αυτών, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο. Για τον ίδιο λόγο το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των από τις παραπάνω διατάξεις ισχυρισμών του σε ασκηθείσα από το ίδιο αυτοτελή αίτηση, αγωγή ή κυρία παρέμβαση (ΑΠ 148/2016, ΑΠ 368/2015). Συνακόλουθα, τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών αυτών φέρει το Ελληνικό Δημόσιο είτε ως εναγόμενο και ενιστάμενο (και όχι ο ενάγων), είτε ως ενάγον η κυρίως παρεμβαίνον, ώστε, αν δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κυριότητας ή άλλου δικαιώματος του Ελληνικού Δημοσίου, στην μεν πρώτη περίπτωση η εναντίον του αγωγή δεν θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη (ΑΠ 148/2016, ΑΠ 847/2013), στη δε δεύτερη περίπτωση η δική του αγωγή ή η κυρία παρέμβαση θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, καθώς επίσης και με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της εσφαλμένης επιβολής του αντικειμενικού βάρους απόδειξης ως προς τους προταθέντες από το αναιρεσείον - εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ισχυρισμούς του περί κτήσης κυριότητας από αυτό του επίδικου: α) δικαιώματι πολέμου, ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους στην ιδιοκτησία του οποίου ανήκε και δυνάμει των περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 7-7-1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης β) άλλως ως λειβαδιού και βοσκότοπου κατά το άρθρο 1 του βδ της 12-12-1833, άλλως, γ) άλλως ως αδέσποτου κατά τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. της 21.6/10-7-1937 και δ) άλλως με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) το Εφετείο έκρινε αναπόδεικτους τους εν λόγω ισχυρισμούς για τους εκτιθέμενους στην προσβαλλόμενη απόφαση λόγους, μεταξύ των οποίων διότι "....καθόσον από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι αυτό (επίδικο) ετύγχανε κτήμα Οθωμανών, το οποίο εγκαταλείφθηκε από αυτούς ή ότι καταλήφθηκε και δημεύθηκε από το ελληνικό δημόσιο....Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ήταν δημόσιος βοσκότοπος ή λιβάδι.... ". Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ως προς το ζήτημα τούτο, δεν υπέπεσε στη νομική πλημμέλεια της εσφαλμένης επιβολής του αντικειμενικού βάρους της απόδειξης, καθόσον οι συνέπειες του μη σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποίθησης του επικαλούμενου γεγονότος ότι το επίδικο ήταν δημόσιο κτήμα, τις έφερε το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο και όχι η αναιρεσίβλητη - ενάγουσα, ούτε η τελευταία έφερε το βάρος της επίκλησης και απόδειξης της 30ετούς έκτακτης χρησικτησίας στο επίδικο κατά τις διατάξεις του βρδ, μέχρι τις 11-9-1915, προϋπόθεση της οποίας, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, είναι ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί δημόσιο κτήμα.
Συνεπώς, ο λόγος αυτός που υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναιρετικός λόγος, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανόνα αυτό, του προσέδωσε δηλαδή έννοια διαφορετική από την αληθινή ή δεν τον εφάρμοσε ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή τον εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, απαιτώντας περισσότερα ή αρκούμενο σε λιγότερα, αντίστοιχα, στοιχεία από όσα αξιώνει ο νόμος για την εφαρμογή του ή αν τον εφάρμοσε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 10/2011 ΟλΑΠ 7/2006). Αν το δικαστήριο απεφάνθη για την ουσία της υποθέσεως, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται βάσει των πραγματικών περιστατικών που ανέλεγκτα δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο παραπάνω λόγος, αν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή αν δεν τον εφάρμοσε, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 4/2018, 1/2013). Με τον παραπάνω λόγο ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, κυρία παρέμβαση, ένσταση κλπ ορθά απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή στην ουσία (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 334/2021, ΑΠ 65/2020). Για το ορισμένο του ανωτέρω, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, λόγου αναιρέσεως, πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, στην δε περίπτωση της κατ` ουσίαν έρευνας της υποθέσεως, πρέπει, επίσης, να παρατίθενται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005). Δεν αρκεί δε η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως κατ` επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών, που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία αυτή κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα. Για το ορισμένο, επίσης, αυτού του λόγου της αναιρέσεως, σε περίπτωση παραβίασης περισσότερων της μιας διατάξεων, πρέπει να εξειδικεύονται για καθεμιά από αυτές οι κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου και το υπαγωγικό σφάλμα του τελευταίου (ΑΠ 404/2013). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στη έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε, ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (ΑΠ 175/2020, ΑΠ 4979/2020, ΑΠ1103/2011). Για να είναι ορισμένος (παραδεκτός) τέτοιος λόγος πρέπει στο δικόγραφο της αναιρέσεως να αναφέρονται ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου, σχετικά με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης της αποφάσεως καθώς και οι (ουσιαστικές) παραδοχές της αποφάσεως με πληρότητα και σαφήνεια, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, δηλ. ποια στοιχεία, αναγκαία για την επάρκεια των αιτιολογιών, λείπουν ή σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών και από ποια μέρη τους προκύπτει (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 109/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, με τους δεύτερο, τρίτο (κατά το πρώτο σκέλος του) πέμπτο και έκτο λόγους της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για παραβίαση των αναφερομένων στους λόγους αυτών διατάξεων. Πλην όμως στο αναιρετήριο δεν μνημονεύονται ούτε οι πραγματικές παραδοχές υπό τις οποίες συνετελέσθη η παραβίαση των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων (παρά μόνο τελείως αποσπασματικά και κατ' επιλογήν του αναιρεσείοντος), ούτε το υπαγωγικό σφάλμα του δικαστηρίου, αλλά υπό την επίκληση της ευθείας παραβιάσεως των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων πλήττεται η ορθότητα του αποδεικτικού πορίσματος και η εκτίμηση των αποδείξεων που αναιρετικώς είναι ανέλεγκτη. Επομένως, οι ως άνω λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι λόγω της αοριστίας τους. Τέλος με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, χωρίς όμως να μνημονεύονται στο αναιρετήριο ούτε οι ουσιαστικές διατάξεις που κατά το αναιρεσείον εκ πλαγίου παραβιάσθηκαν, ούτε οι πραγματικές παραδοχές υπό τις οποίες συνετελέσθη η παραβίαση αυτή, αλλά ούτε και οι ελλείψεις ή η αντιφατικότητα στις αιτιολογίες. Επομένως, ο ως άνω λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του. Συνακόλουθα με τα παραπάνω, μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 289/2011 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου και να καταδικαστεί το αναιρεσείον ως ηττηθείς διάδικος, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το σχετικό αίτημά της (άρθρα 176,183,191 παρ. 2 ΚΠολΔ) μειωμένη όμως κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, άρθρο 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 και 2 της 134423/28.12.1992 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β'/11/20.1.1993) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 05-12-2014 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 289/2011 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου.

Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή