
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 70 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 70/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιφιγένεια Ματσούκα- Εισηγήτρια, Φωτεινή Μηλιώνη, Ευαγγελία Στεργίου, Ευγενία Μπιτσακάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και του γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Αργυρώ Κουσκουμβεκάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ν.Μ. του Χ. και Α., κατοίκου ... ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-9-2017 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσπρωτίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 151/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 18/2021 του Μονομελούς Εφετείου Κέρκυρας. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί το αναιρεσείον με την από 18-1-2023 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκείμενη περίπτωση από την υπ' αριθ. 4112β'/01-06-2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου ... Θ. Α., που προσκομίζει νομίμως το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, προκύπτει ότι, με επιμέλεια του τελευταίου, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με την κάτω απ' αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου, καθώς και κλήση για συζήτηση της υπόθεσης κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (02-10-2024), επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως (άρθρο 129 παρ. 1 ΚΠολΔ) στον αναιρεσίβλητο. Επομένως, αφού ο αναιρεσίβλητος δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία του (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Με την από 18-01-2023 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ' αριθμ. 18/2021 αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσα τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κέρκυρας, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσίαν, έφεση του ήδη αναιρεσείοντος - ενάγοντος, Ελληνικού Δημοσίου, κατά της υπ' αριθμ. 151/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας (με την οποία απορρίφθηκε η από 18-09-2017 αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου και διόρθωσης ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά στοιχεία που τηρούνται στο κτηματολογικό γραφείο ... αγωγή του αναιρεσείοντος). Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558,560, 564 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ). Κατά τα άρθρα 1, 2 και 3 του οθωμανικού νόμου της 7 Ραμαζάν 1274 (καθ' ημάς 1856) και το προισχύσαν αυτού μουσουλμανικό δίκαιο, οι γαίες διακρίνονταν στις εξής πέντε κατηγορίες: α) Τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), όπως οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες κλπ, των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, β) τις δημόσιες γαίες (μιριγιέ), όπως τα καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση κλπ, των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ), γ) τις αφιερωμένες γαίες (βακούφια), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (μετρουκέ), όπως οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες κλπ, οι οποίες ήταν προορισμένες για τη κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και ε) τις νεκρές γαίες (μεβάτ), όπως τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση κλπ, οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 147/1914 στις περιοχές οι οποίες βρίσκονταν προηγουμένως κάτω από την άμεση επικυριαρχία του Οθωμανικού Κράτους, διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις του Οθωμανικού Δικαίου "περί γαιών", οι οποίες ρυθμίζουν τα σχετικά με την κτήση δικαιωμάτων ιδιωτικής φύσης επ' αυτών, ενώ οι δικαιοπραξίες γι' αυτά συντελούνται εφεξής κατά τους ελληνικούς νόμους. Στην κατηγορία των Νέων Χωρών ανήκει και η Ήπειρος, στην οποία από 01-02-1914 άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 του ίδιου ως άνω νόμου (147/1914), η ελληνική νομοθεσία. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 51 και 55 του ΕισΝΑΚ, η κτήση κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος, που έλαβε χώρα πριν από την εισαγωγή του ΑΚ, κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο κατά τον οποίο έγιναν τα πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται για την κτήση αυτών, ενώ η προστασία τους διέπεται εφεξής από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου "περί γαιών" της 7 Ραμαζάν 1274 (καθ' ημάς 1856), του οποίου οι διατάξεις, που ρυθμίζουν τα δικαιώματα ιδιωτικής φύσης σ' αυτές, διατηρήθηκαν δε με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν.147/1914, "δημόσιαι γαίαι είναι οι λειμώνες, οι αγροί, αι χειμερινοί και θεριναί βοσκαί, τα δάση και οι παρόμοιοι τόποι", των οποίων η κυριότητα ανήκει στο Τουρκικό Δημόσιο (βλ. και αρθρ. 4, 9, 12, 34 και 49 του ίδιου νόμου). Η παραχώρηση στους ιδιώτες των παραπάνω ακινήτων, τα οποία αποτελούν την κατηγορία των δημοσίων γαιών (εραζϊί-εμιριγιέ) γίνεται με τη χορήγηση από το κράτος εγγράφου τίτλου, ονομαζόμενου "ταπί", το οποίο φέρει το μονόγραμμα (τουγρά) του Σουλτάνου, με το οποίο παρέχεται σ' αυτούς δικαίωμα, όχι κυριότητας, αλλά διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ), αντικείμενο της οποίας είναι η αναφερόμενη στον τίτλο χρήση του εδάφους. Εξαίρεση του κανόνα ότι μόνο με τίτλο (ταπί) αποκτάται το δικαίωμα εξουσίασης για ορισμένη χρήση των δημοσίων γαιών καθιερώνει το άρθρο 78 του ίδιου παραπάνω νόμου "περί γαιών", σύμφωνα με το οποίο, εάν κάποιος καταλάβει και καλλιεργήσει δημόσιες και αφιερωμένες γαίες για δέκα (10) έτη, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση από το Δημόσιο, αποκτά δικαίωμα εγκατάστασης και είτε έχει έγκυρο τίτλο, είτε δεν έχει, οι γαίες δεν θεωρούνται σχολάζουσες, αλλά δίδεται σ' αυτόν δωρεάν νέος τίτλος. Από το σαφές περιεχόμενο της παραπάνω διάταξης, την ερμηνευτική εγκύκλιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης της 28 Σεφέρ 1304, του άρθρου 13 του νόμου "περί εγγράφων ταπίων" της 8 Δ. Α. 1275 (καθ' ημάς 1857), του άρθρου 2 των διασαφητικών διατάξεων περί ταπίων της 15 Σ. 1276, αλλά και το σύνολο των διατάξεων του νόμου περί γαιών (ειδικότερα των άρθρων 9, 30, 71), συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση του δικαιώματος αυτού της μονίμου εγκατάστασης είναι όχι μόνο η συνεχής επί δέκα (10) έτη κατοχή, αλλά και η ταυτόχρονη καλλιέργεια της γης. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 78 έχει εφαρμογή μόνο επί καλλιεργήσιμων γαιών και όχι επί οικοπέδων και κήπων, έστω και αν καλλιεργούνται με κηπευτικά και με οπωροφόρα δένδρα, ούτε επί των λοιπών δημοσίων γαιών [λειμώνων, δασών, χειμερινών και θερινών (δηλαδή βοσκοτόπων) και παρόμοιων τόπων], οι οποίες εξουσιάζονταν μόνο με έκδοση εγγράφου τίτλου [ταπίου] κατ' εφαρμογή και των άρθρων 2 και 3 των οδηγιών της 23 Μ. 1923 (1875) "περί εξελέγξεως τίτλων δασών" [ΟλΑΠ 609/1963]. Περαιτέρω, με το διάταγμα 2468/1917 της προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης (άρθρο 2 αυτού), το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 1072/1917, καταργήθηκε κατά βάση ο θεσμός των δημοσίων γαιών του οθωμανικού δικαίου. Από της ισχύος του ως άνω διατάγματος, δηλαδή, από 20-5-1917, ως προς τους καλλιεργούμενους και μόνο αγρούς το δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) μεταβλήθηκε σε δικαίωμα πλήρους και οριστικής κυριότητας των 4/5 εξ αδιαιρέτου, του υπολοίπου 1/5 εξ αδιαιρέτου παραμείναντος στο Δημόσιο, ενώ ο Ν.2052/1920 επαναλαμβάνει στα άρθρα 49 επ. τις διατάξεις του διατάγματος 2468/1917. Στη συνέχεια με τα άρθρα 101-104 του διατάγματος της 11/12-11-1929, που εκδόθηκε κατά εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του Ν. 4226/1929 και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 17, 18 και 19 του νόμου 1540/1938, παραχωρήθηκε στους ιδιοκτήτες των 4/5 και το υπόλοιπο 1/5 εξ αδιαιρέτου και έτσι αυτοί που είχαν αποκτήσει δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης έγιναν καθ' ολοκληρίαν κύριοι του ακινήτου και χωρίς εγγραφή στα βιβλία μεταγραφών. Η κυριότητα δε όλων των λοιπών κατηγοριών δημοσίων γαιών με την απελευθέρωση των νέων χωρών κατά το 1912 περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο δικαιώματι πολέμου βάσει διεθνών συνθηκών (άρθρο 60 της Συνθήκης της Λωζάνης), σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 7 και 27 της συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που κυρώθηκε με το ν. 4793/1930 και της από 21-06-1924 απόφασης της μικτής επιτροπής ανταλλαγής πληθυσμών ή με τις διατάξεις του οθωμανικού νόμου περί γαιών που διατηρήθηκε σε ισχύ, όπως παραπάνω αναφέρεται. Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναίρεσης, από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 559 ΚΠολΔ, θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση. Ειδικά, για να είναι ορισμένος ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, πρέπει να καθορίζονται, μεταξύ άλλων, η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, εφόσον δε το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, την ελάσσονα πρόταση του νομικού του συλλογισμού, δηλαδή, τα πραγματικά γεγονότα που αυτό δέχθηκε, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου (Ολ. ΑΠ 20/2005, 27/1998, 32/1996). Για το ορισμένο, επίσης, του λόγου αναίρεσης σε περίπτωση παραβίασης περισσότερων της μιας διατάξεων πρέπει να εξειδικεύονται για καθεμία απ' αυτές οι κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου και το υπαγωγικό σφάλμα του τελευταίου. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 118 παρ. 2, 566 παρ. 1, 577 παρ. 3 και 578 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αν η αγωγή ή άλλη αυτοτελής αίτηση ή ανταίτηση κρίθηκε κατ' ουσίαν βάσιμη ή αβάσιμη, για να είναι ορισμένος και άρα, παραδεκτός ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στο δικαστήριο της ουσίας εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΚΠολΔ 559 αριθ. 19), δεν αρκεί να εκτίθενται στο αναιρετήριο το κατά την εκδοχή του αναιρεσείοντος πραγματικό μέρος της υπόθεσης, η έννοια που αποδίδει αυτός στη φερόμενη ως παραβιασθείσα διάταξη και το συμπέρασμα του δικαστηρίου, που φέρεται ως προϊόν ερμηνευτικού ή υπαγωγικού σφάλματος, αλλά πρέπει επιπλέον να αναφέρονται με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε το δικαστήριο, ως θεμελιωτικά της κρίσης του για το βάσιμο ή μη της αγωγής (ή άλλης αυτοτελούς αίτησης ή ανταίτησης). Διότι, η ευδοκίμηση της αναίρεσης εξαρτάται από την ορθότητα όχι του αιτιολογικού αλλά του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης (ΚΠολΔ 578), το τελευταίο δε συνάπτεται αιτιωδώς με τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου. Επομένως, η έκθεση των παραδοχών αυτών στο αναιρετήριο είναι αναγκαία, προκειμένου να ελεγχθεί είτε αν η αποδιδόμενη στην απόφαση ευθεία παραβίαση ουσιαστικού νόμου οδήγησε σε σφαλερό διατακτικό, είτε αν τα πραγματικά γεγονότα που συγκροτούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, εκτίθενται επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις, ώστε να αποβαίνει εφικτός ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, συνακόλουθα δε και ο έλεγχος του διατακτικού της απόφασης. Εξάλλου, η αοριστία του αναιρετικού λόγου δεν μπορεί να θεραπευθεί με παραπομπή στο δικόγραφο της αγωγής ή της εφέσεως ή στις προτάσεις του αναιρεσείοντος (ΟλΑΠ27/1998, ΑΠ1020/2019, ΑΠ 901/2010, ΑΠ 954/2008, ΑΠ 609/2008, ΑΠ 2173/2007, ΑΠ 1432/2004). Περαιτέρω για να είναι ορισμένος και παραδεκτός ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρθμ. 19 ΚΠολΔ, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο α) ότι η απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, στην περίπτωση δε της ανεπάρκειας ή της αντίφασης των αιτιολογιών ποιές επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιέχει, ενώ στην περίπτωση των αντιφατικών αιτιολογιών, που εντοπίζεται η αντίφαση, β) ο πραγματικός ισχυρισμός και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωσή του, καθώς και η σύνδεση του με το διατακτικό, γ) η νόμιμη βάση, δηλ. η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και δ) οι παραδοχές του δικαστηρίου με πληρότητα και όχι αποσπασματικά, υπό τις οποίες συντελέστηκε η παραβίαση (ΑΠ 1438/2009, 1206/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, το αναιρεσείον με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους αναίρεσης αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις από το άρθρο 559 αρθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ, πλημμέλειες, με την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις προδιαληφθείσες διατάξεις και υποστηρίζει ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί δασική έκταση δηλαδή μη καλλιεργήσιμη, που υπάγεται στην κατηγορία των δημοσίων γαιών του Οθωμανικού νόμου και δεν έπαυσε ποτέ να ανήκει στη δημόσια κτήση αρχικά του Τουρκικού Κράτους και στη συνέχεια, από την απελευθέρωση της Ηπείρου και μετέπειτα, του Ελληνικού Δημοσίου ως διαδόχου αυτού. Ειδικότερα, το δικαίωμά του αυτό βασίζει το αναιρεσείον στο ότι η διαφιλονικούμενη έκταση ήταν δάσος επί Τουρκοκρατίας και από την απελευθέρωση της Ηπείρου το έτος 1913, οπότε άρχισε να ισχύει το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν μπορούσε να συμπληρωθεί η τριακονταετής νομή χρησικτησίας διότι δεν επαρκούσε ο χρόνος έως την 11-9-1915, ως εκ τούτου στις Νέες Χώρες, όπως και η 'Ήπειρος, η τριακονταετία νομής χρησικτησίας ήταν αδύνατη. Οι λόγοι αυτοί τυγχάνουν απαράδεκτοι, προεχόντως, λόγω αοριστίας του αναιρετηρίου, γιατί, μολονότι παρατίθενται στο αναιρετήριο οι διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου στις οποίες το αναιρεσείον επιστηρίζει την κτήση της κυριότητάς του στο επίδικο ακίνητο και εκτίθενται, επίσης, σ' αυτό οι απόψεις του αναιρεσείοντος σε σχέση με την έννοια των αμέσως πιο πάνω διατάξεων που φέρονται ότι παραβιάστηκαν, δεν αναφέρονται διεξοδικά αλλά μόνο αποσπασματικά οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης επί του πραγματικού της υπόθεσης και η καταληκτική κρίση του Εφετείου, δεν εκτίθεται δε περαιτέρω ποιός ή ποιοί συγκεκριμένοι ισχυρισμοί από εκείνους, που παραδεκτά προβλήθηκαν στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο από το αναιρεσείον, προτάθηκαν από το ίδιο με την έφεσή του και σε τι συνίσταται το υπαγωγικό σφάλμα του Εφετείου, δηλαδή, πού ακριβώς εντοπίζεται η παράβαση κατά την ερμηνεία ή εφαρμογή της καθεμιάς από τις προμνημονευόμενες ουσιαστικές διατάξεις. Επίσης δεν εκτίθεται ποιές επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιέχει η προσβαλλόμενη απόφαση και που εντοπίζεται η αντίφαση, υπό τις οποίες συντελέστηκε η εκ πλαγίου παραβίαση των ως άνω διατάξεων. Επιπροσθέτως, οι ανωτέρω λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι διότι, υπό την επίκληση της παράβασης των ανωτέρω διατάξεων, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), δηλαδή της φύσης του επιδίκου ως ιδιωτικής ιδιοκτησίας και όχι ως δημόσιας γαίας. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 25/2003, 12/2000 και 3/1997). Πράγματα, επίσης, κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης, αποτελούν και οι λόγοι έφεσης, που περιέχουν παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης (Ολ. ΑΠ 11/1996). Ο λόγος δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιονδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο (Ολ. ΑΠ 12/1991). Στην προκειμένη περίπτωση, ο πέμπτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη το σχετικό λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος, με τον οποίο προβλήθηκε ο ισχυρισμός του τελευταίου, ότι το επίδικο ακίνητο, ως δημόσιο δασικό ακίνητο περιήλθε κατά τη διαδοχή του τουρκικού κράτους από το Ελληνικό Δημόσιο στην κυριότητα του τελευταίου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον το Εφετείο έλαβε υπόψη τον πιο πάνω λόγο έφεσης και τον απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 10 του ΚΠολΔ. αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Η περίπτωση αυτή, η οποία στηρίζεται στην παράβαση του συστήματος συζήτησης, κατά την οποία ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί, υπάρχει όταν, για τα "πράγματα" που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο, δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε απόδειξη ή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει στην απόφασή του, έστω και γενικά, από ποία αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη για "πράγματα" που δέχθηκε ως αληθινά. Ο όρος "πράγματα", στην παρούσα περίπτωση του αριθμού 10 του άρθρου 559, είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο όρο του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου, όπως αυτός αναλύθηκε προηγουμένως. Δεν απαιτείται, πάντως, να αξιολογείται στην απόφαση κάθε αποδεικτικό μέσο ειδικά και χωριστά ή να εξειδικεύονται τα έγγραφα ή να γίνεται διάκριση ποία από αυτά λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποία για έμμεση απόδειξη (ΑΠ 403/2017, ΑΠ677/2015, ΑΠ 2031/2007, ΑΠ 259/2007). Για να είναι ορισμένος και παραδεκτός ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο πραγματικός ισχυρισμός που έλαβε υπόψη το δικαστήριο χωρίς απόδειξη και ποία ήταν η ουσιώδης επίδρασή του στο διατακτικό της απόφασης (ΑΠ 677/2015). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τα μνημονευόμενα σ' αυτή (απόφαση) αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 677/2015). Ο ίδιος λόγος δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, ύστερα από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που με επίκληση προσκομίστηκαν, καταλήξει σε, έστω και εσφαλμένη, για τα "πράγματα", κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 677/2015). Στην εξεταζόμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης (κατά το πρώτο σκέλος του), αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια, από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. η οποία συνίσταται στο ότι το Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε, ως αληθινά, πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, χωρίς αυτά να έχουν αποδειχθεί και, συγκεκριμένα, δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο δεν είχε δασική μορφή και ήταν καλλιεργημένη γαία κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας και, κατά συνέπεια, δεκτική κτήσης δικαιώματος εξουσίασης στο διηνεκές από τον απώτατο δικαιοπάροχο του αναιρεσιβλήτου, κρίση που δεν προέκυψε από κανένα αποδεικτικό μέσο, ενώ έρχεται σε αντίθεση με τις προσκομισθείσες περί του αντιθέτου αποδείξεις. Ο λόγος αυτός, είναι, πρωτίστως, απαράδεκτος, διότι με το πρόσχημα της αναιρετικής πιο πάνω αιτίασης, πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση, ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων από το Εφετείο, με επαναξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που δεν επιτρέπεται, έστω και αν το δικαστήριο, με την εκτίμηση τους, κατέληξε σε εσφαλμένη, κατά τον αναιρεσείοντα, για τα πράγματα κρίση (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Εν πάση δε περιπτώσει, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την πληττόμενη απόφασή του, στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα στο σύνολο των αποδεικτικών μέσων (ένορκες βεβαιώσεις, έγγραφα) που προσκομίστηκαν νόμιμα και που μνημονεύονται σ' αυτήν και, επομένως, ο πιο πάνω λόγος είναι (και) αβάσιμος. (ΑΠ 24/2020, ΑΠ 403/2017). Ο ίδιος λόγος της αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, με το να απορρίψει την ένδικη αναγνωριστική περί κυριότητας ακινήτου αγωγή ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί της φύσης του επίδικου ακινήτου ως δημόσιου δασικού με ανεπαρκείς, πλημμελείς και αντιφατικές αιτιολογίες, στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί, υπό την επίκληση πλημμέλειας από την αμέσως πιο πάνω διάταξη, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Από τη διάταξη του αριθμού 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, συνάγεται ότι ιδρύεται στην τελευταία αυτή περίπτωση λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αυξημένη δύναμη, που δεν την είχε κατά νόμο ή αρνήθηκε να αναγνωρίσει τέτοια δύναμη σε αποδεικτικό μέσο που δεσμευτικά ορίζει ο νόμος. Τέτοια περίπτωση συντρέχει εάν το δικαστήριο της ουσίας δεν προσέδωσε στη δικαστική ομολογία ή στα δημόσια έγγραφα την αυξημένη αποδεικτική δύναμη που τους προσδίδει ο νόμος (ΑΠ 573/2018, ΑΠ 412/2011). Αντίθετα δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός στην περίπτωση που το δικαστήριο, συνεκτιμώντας ελεύθερα, κατά το άρθρ. 340 ΚΠολΔ, ίδιας αποδεικτικής δύναμης αποδεικτικά μέσα αποδίδει μικρότερη ή μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε κάποιο ή κάποια από αυτά ή από εκείνη που ο αναιρεσείων θεωρεί ότι έχουν, αφού τότε η εκτίμηση αφορά την ουσία των πραγμάτων και είναι συνεπώς κατά το άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 430/2016, ΑΠ 1596/2014).Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 438 του ΚΠολΔ έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο, ή λειτουργό, ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ` ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση και ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με προσβολή του εγγράφου ως πλαστού, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 440 του ιδίου Κώδικα τα έγγραφα που αναφέρονται στα άρθρα 438 και 439 αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται σ` αυτά, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη. Η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 440 του ΚΠολΔ είναι συμπληρωματική της πρώτης και ρυθμίζει τις περιπτώσεις εκείνες που βεβαιώνεται στο δημόσιο έγγραφο ορισμένο γεγονός, την αλήθεια του οποίου όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, οπότε ναι μεν υπάρχει και πάλι πλήρης απόδειξη, πλην όμως επιτρέπεται ανταπόδειξη, χωρίς να απαιτείται να προσβληθεί το δημόσιο έγγραφο για πλαστότητα, όπως αντιθέτως συμβαίνει επί ενεργειών στις οποίες προέβη εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο ή περί γεγονότων που έλαβαν χώρα ενώπιον του (ΑΠ 883/2013). Στην περίπτωση αυτή είναι επιτρεπτή η ανταπόδειξη, η οποία μπορεί να λάβει χώρα με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, όπως μάρτυρες, ιδιωτικά έγγραφα, αλλά και δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 361/2004, ΑΠ 455/1993). Η ανταπόδειξη δεν συνιστά κύρια απόδειξη και κατά συνέπεια δεν απαιτείται ν` αποδειχθεί το αντίθετο του αποδεικνυομένου με το δημόσιο έγγραφο, αλλά αρκεί να κλονισθεί η πεποίθηση του δικαστή για την αλήθεια του περιστατικού. (ΑΠ 445/2019). Στην προκείμενη περίπτωση με τον έκτο λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αρ.12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια υπό την επίκληση ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου για την αποδεικτική δύναμη των αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα των προσκομισθέντων από αυτό με επίκληση δημοσίων εγγράφων, χωρίς αυτά να προσβληθούν ως πλαστά. Ειδικότερα, αιτιάται ότι ενώ από τα δημόσια έγγραφα που προσκόμισε και συγκεκριμένα από το δασικό χάρτη και την από 08-03-2016 έκθεση αυτοψίας του δασολόγου Σ. Μ., προκύπτει ότι το επίδικο είναι δημόσια δασική έκταση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι το επίδικο ανήκει κατά κυριότητα στον αναιρεσίβλητο. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Και τούτο διότι τα όσα βεβαιώνονται στα έγγραφα αυτά, ως μη γενόμενα από τους ίδιους τους αρμόδιους δημοσίους υπαλλήλους που υπογράφουν αυτά ή ενώπιον τους είναι δεκτικά ανταπόδειξης, χωρίς να απαιτείται η προσβολή των πιο πάνω εγγράφων ως πλαστών. Όπως δε προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι το αναιρεσείον δεν είναι κύριος του επίδικου από το συνδυασμό των μετ' επικλήσεως προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, στα οποία περιλαμβάνονται και τα παραπάνω έγγραφα (εκ των οποίων σημειωτέον μόνο η έκθεση αυτοψίας αποτελεί δημόσιο έγγραφο και όχι ο προσκομισθείς δασικός χάρτης, ο οποίος είναι προσωρινός - ΑΠ 202/2016), αφού δεν απαιτείται να αποδειχθεί το αντίθετο του αποδεικνυομένου με τα δημόσια έγγραφα, αλλά αρκεί να κλονισθεί η πεποίθηση του δικαστή για την αλήθεια του βεβαιούμενου στα δημόσια έγγραφα περιστατικού. Συνακόλουθα με τα παραπάνω, μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 18/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Κέρκυρας. Διάταξη περί επιβολής δικαστικών εξόδων σε βάρος του ηττηθέντος αναιρεσείοντος και υπέρ του αναιρεσιβλήτου δεν θα περιληφθεί στην απόφαση αυτή εφόσον ο τελευταίος δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και δεν υπέβαλε αντίστοιχο αίτημα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18-01-2023 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 18/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Κέρκυρας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ