
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 75 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 75/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Βαρβάρα Πάπαρη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Κ. Τ. του Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Αυγουστή και κατέθεσε προτάσεις, 2) Κ. Τ. του Ι., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Του αναιρεσιβλήτου: Θ. Ι. του Β., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Σταμκόπουλο, που ανακάλεσε την από 29/1/2024 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Στο σημείο αυτό, ο συνήγορος της ως άνω αναιρεσείουσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, δήλωσε ότι ο υπό στοιχείο 2 αναιρεσείων απεβίωσε στις 12/5/2022 σύμφωνα με την προσκομισθείσα υπ' αριθμό ... ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου του Δήμου Ξάνθης, και την παρούσα δίκη συνεχίζει η μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτού και ήδη πρώτη αναιρεσείουσα, Κ. Τ. του Κ., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω δικηγόρο και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/12/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ξάνθης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 8/1/2016 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Με την από 08.01.2016 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η με αριθ.... τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, και δέχθηκε μεν τύποις, αλλά απέρριψε κατ` ουσίαν την έφεση των τότε εκκαλούντων-εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων, κατά της εκδοθείσας κατά την αυτή διαδικασία με αριθ. ... αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή του τότε εφεσίβλητου-ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου από συμβάσεις έργου και υποχρεώθηκαν οι αναιρεσείοντες να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 92.576, 14 ευρώ νομιμοτόκως. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ). Είναι, επομένως, παραδεκτή (άρθρ.577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ.577 παρ.3 ΚΠολΔ).
2.Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 περ. α' , 287 και 290 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στην αναιρετική διαδικασία, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 του ΑΚ, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται και όταν, μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από την γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής προς τον αντίδικο με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου, κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξεως από εκείνον που έχει το δικαίωμα να επαναλάβει την δίκη ή και από εκείνον που μέχρι την επέλευση του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος. Ως διάδικος, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόμος του). Η επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί, λόγω θανάτου κάποιου διαδίκου, μπορεί να γίνει εκούσια με ρητή ή σιωπηρή δήλωση των προσώπων τα οποία, ως κληρονόμοι εκείνου, υπεισέρχονται στην δικονομική του θέση. Εφόσον αποδεικνύεται ή συνομολογείται από τον αντίδικο, έστω και σιωπηρά, η νόμιμη δυνατότητα του προσώπου να διεξάγει τη δίκη στη θέση του διαδίκου, στον οποίο αφορούσε το διακοπτικό γεγονός, δεν απαιτείται ιδιαίτερη συζήτηση περί της επαναλήψεως και η δίκη συνεχίζεται κανονικά (ΑΠ 2030/2017). Στην προκειμένη περίπτωση από τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα και ειδικότερα: 1) την από ... ληξιαρχική πράξη θανάτου, την οποία έχει συντάξει ο Ληξίαρχος του Δήμου Ξάνθης, 2) το υπ'αριθμ.πρωτ.... πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Ξάνθης, και 3) τα υπ'αριθμ.πρωτ.... και ... πιστοποιητικά περί μη αποποιήσεως κληρονομίας του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Ξάνθης, προκύπτει ότι στις 12.5.2022 απεβίωσε ο αρχικώς δεύτερος αναιρεσείων Κ. Τ. του Ι. (μετά την άσκηση της αναιρέσεως) και κατέλειπε, μετά τις αποποιήσεις των λοιπών, ως μόνη εξ αδιαθέτου κληρονόμο του την πρώτη αναιρεσείουσα θυγατέρα του Κ. Τ., που αποδέχθηκε την κληρονομία του. Επομένως, νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, η ανωτέρω κληρονόμος του ως άνω αποβιώσαντος αρχικού διαδίκου δήλωσε στο ακροατήριο, κατά την συζήτηση της υποθέσεως στην παρούσα δικάσιμο, δια του νομίμως παρισταμένου και εκπροσωπούντος αυτήν πληρεξουσίου δικηγόρου της Κ. Α., τον θάνατο του εν λόγω αρχικώς δευτέρου αναιρεσείοντος και την εκούσια στο όνομά της επανάληψη της δίκης, που διακόπηκε βιαίως, λόγω του θανάτου αυτού. Κατόπιν τούτου και, αφού δεν αμφισβητείται από τον αναιρεσίβλητο η ιδιότητα της ανωτέρω, πρώτης των αναιρεσειόντων, ως κληρονόμου του παραπάνω θανόντος, δευτέρου των αναιρεσειόντων, η διακοπείσα δίκη νομίμως και παραδεκτώς συνεχίζεται από αυτήν.
3.Από τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, ότι δηλαδή ο ίδιος είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης. Για τον έλεγχο της νομιμοποίησης το δικαστήριο οφείλει να αρκεσθεί στους εμπεριεχόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο ισχυρισμούς. Αρκεί, δηλαδή, μόνον ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός είναι ο φορέας του δικαιώματος και ο εναγόμενος ο φορέας της αντίστοιχης υποχρεώσεως ή ότι αυτοί είναι τα υποκείμενα της έννομης σχέσης, που φέρεται προς κρίση. Αν οι αγωγικοί ισχυρισμοί δεν αιτιολογούν έναν τέτοιο σύνδεσμο ενάγοντος και εναγομένου, η αγωγή θα είναι ανομιμοποίητη και θα απορριφθεί ως απαράδεκτη. Αν, όμως, οι αγωγικοί ισχυρισμοί αιτιολογούν μεν τον ως άνω σύνδεσμο αλλά αποδεικνύεται η αναλήθεια των ισχυρισμών αυτών, τότε η αγωγή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποίησης, αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος ή της επίδικης υποχρεώσεως. Ποια πρόσωπα είναι οι - κατά κανόνα - φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής.
Συνεπώς, η από μέρους του εναγομένου προβαλλόμενη έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής (ΑΠ 1738/2022, AΠ 783/2021, ΑΠ 266/2021, ΑΠ 260/2020, ΑΠ 59/2019). Ο αναιρετικός έλεγχος της νομιμοποιήσεως, γίνεται με το λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι κατά τον ΚΠολΔ η νομιμοποίηση των διαδίκων νοείται ως η εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση (ΟλΑΠ 25/2008, ΟλΑΠ 18/2005). Επειδή λοιπόν το ουσιαστικό δίκαιο καθορίζει το αντικείμενο της έννομης σχέσης αλλά και τους φορείς, η τυχόν εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το ζήτημα της νομιμοποίησης κάποιου διαδίκου σημαίνει ότι το σφάλμα αυτό οφείλεται σε παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 1738/2022, ΑΠ 266/2021, ΑΠ 260/2020, ΑΠ 59/2019).
Συνεπώς, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου ότι συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις αυτές ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και όχι εκείνο του αριθμού 14 του ίδιου Κώδικα, ο οποίος ανακύπτει μόνο όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν εκτίθενται τα στοιχεία που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση και δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκησή της (ΑΠ 1278/2017, ΑΠ 632/2014). Τέλος, αν η σχετική με τη νομιμοποίηση αιτίαση συνδέεται με τις παραδοχές της αποφάσεως επί της ουσίας, ο αναιρετικός έλεγχος για έλλειψη νομιμοποιήσεως μπορεί να θεμελιωθεί και στο λόγο του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για εκ πλαγίου παραβίαση των σχετικών κανόνων ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 59/2019, ΑΠ 665/2008, ΑΠ 477/2007).Περαιτέρω, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρέπει να καθορίζεται ενάριθμα η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα, δηλαδή που εντοπίζεται ακριβώς η παραβίαση κατά την ερμηνεία ή την εφαρμογή του συγκεκριμένου ουσιαστικού νόμου. Αν το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να εκτίθενται και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 28/1998, ΑΠ 532/2017, ΑΠ 275/2017).Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο από τον αριθμό 19 του άνω άρθρου λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, πρέπει να μνημονεύονται στο αναιρετήριο, εκτός από τον κανόνα δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, προκειμένου να ελεγχθεί αν υπάρχει, σχετικά με την εφαρμογή του, έλλειψη αιτιολογιών ή αντίφαση ή, κυρίως, ανεπάρκεια αυτών, και: α) οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή μνεία ότι αυτή δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, β) ο ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση) και τα περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή η αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό και γ) εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή, αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας, μνεία μόνο τούτου, αν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία, ποία επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη νομικού χαρακτηρισμού και, αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες, ποίες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από πού προκύπτει και τούτα σε σχέση με νόμιμο ισχυρισμό που παραδεκτά προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 793/2015, ΑΠ 1788/2013). Γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν αρκούν, όπως, επίσης, δεν αρκούν οι όλως περιορισμένες, μεμονωμένες και κατ' επιλογήν αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης (ΑΠ 109/2020, ΑΠ 38/2020, ΑΠ 1373/2019, ΑΠ 1551/2018, ΑΠ 319/2017, ΑΠ 286/2016). Και τούτο, διότι, μόνο κατ' αυτό τον τρόπο μπορεί να κριθεί αν η αποδιδόμενη στην απόφαση παραβίαση οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό , από το οποίο εξαρτάται τελικά, κατά τα προεκτιθέντα, η ευδοκίμηση της αναίρεσης. Η κατά τα άνω αοριστία του αναιρετικού λόγου δεν μπορεί να θεραπευθεί με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης (ΟλΑΠ 27/1998, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 38/2020, ΑΠ 1551/2018), ούτε και με τις πριν τη συζήτηση της αναίρεσης κατατεθείσες προτάσεις του αναιρεσείοντος αλλά ούτε από την υπάρχουσα στη δικογραφία απόφαση, που προσβάλλεται με αναίρεση, διότι, εκτός των άλλων, ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να γνωρίζει ποιες από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, είναι αυτές που, κατά τον αναιρεσείοντα , συνιστούν αναιρετικό σφάλμα και έτσι μπορεί να επιλεγούν τέτοιες που να μην συνιστούν σφάλμα και να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, ενώ αν επιλέγονταν άλλες που είχε επισημάνει ο αναιρεσείων, χωρίς όμως να τις αναφέρει στο αναιρετήριο, ενδεχομένως το ανωτέρω αποτέλεσμα να ήταν διαφορετικό (ΑΠ 972/2022, ΑΠ 123/2021, ΑΠ 892/2019).
4. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 192 και 681 ΑΚ, δεχόμενο εσφαλμένα, ότι ο δεύτερος εναγόμενος αρχικώς δεύτερος αναιρεσείων συμβλήθηκε με τον αναιρεσίβλητο εργολάβο ως εργοδότης (μαζί με την πρώτη αναιρεσείουσα) για την εκτέλεση του επιδίκου έργου, απορρίπτοντας την ένσταση περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως του αρχικώς δευτέρου αναιρεσείοντος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, το Εφετείο δέχθηκε, ως προς τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο, τα ακόλουθα: "Ο ενάγων-εφεσίβλητος(αναιρεσίβλητος) είναι διπλωματούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός και διατηρεί στην πόλη της Ξάνθης γραφείο-επιχείρηση αναλήψεως ηλεκτρολογικών-μηχανολογικών εργασιών, μελετών, συναφών μελετών και εγκαταστάσεων, καθώς και εγκαταστάσεως και πωλήσεως συστημάτων κλιματισμού και θερμάνσεως, με το διακριτικό τίτλο "...", ενεργώντας παράλληλα και ως εργολάβος - υπεργολάβος αναλήψεως έργων, δραστηριοποιούμενος στους ανωτέρω τομείς ως ελεύθερος επαγγελματίας από το έτος 2000. Στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του αυτής γνωρίστηκε αρχικά με τον δεύτερο εναγόμενο-εκκαλούντα, Κ. Τ. (αρχικά δεύτερο αναιρεσείοντα), ο οποίος επίσης δραστηριοποιούταν ως εργολάβος αναλήψεως έργων, με τον οποίο ανέπτυξε στενή επαγγελματική σχέση και συνεργασία κατά την ανάληψη και από κοινού εκτέλεση οικοδομικών και ηλεκτρολογικομηχανολογικών εργασιών σε διάφορα έργα που έγιναν στην ευρύτερη περιοχή της Ξάνθης, αλλά παράλληλα και στενή προσωπική και φιλική σχέση, συνεπεία της οποίας οι ανωτέρω, αρχικά, συστεγάζονταν στον ίδιο επαγγελματικό χώρο, εν συνεχεία δε ο ενάγων-εφεσίβλητος συστεγάστηκε στον ίδιο επαγγελματικό χώρο με την πρώτη εναγόμενη- εκκαλούσα Κ. Τ. (θυγατέρα του δευτέρου-πρώτη αναιρεσείουσα), η οποία ασκούσε από το έτος 2000 το επάγγελμα της διακοσμήτριας εσωτερικών εξωτερικών χώρων στην Ξάνθη, το αντικείμενο της επιχείρησης, της οποίας στην πορεία διευρύνθηκε σε κατασκευές τεχνικών έργων και κτιρίων και σε τουριστικές επιχειρήσεις, με διακριτικό τίτλο της επιχείρησης αυτής ...". Η συνεργασία των διαδίκων και η συστέγαση των επιχειρήσεών τους προκύπτει και από το από 1-12-2000 μισθωτήριο συμφωνητικό, που κατατέθηκε στην Α' ΔΟΥ Ξάνθης στις 14-12-2000 με α/α ..., με το οποίο εκμισθώθηκε από τον Φ. Δ. Μ. στον ενάγοντα-εφεσίβλητο και την πρώτη εναγόμενη- εκκαλούσα ένα γραφείο ευρισκόμενο στην Κεντρική Πλατεία της Ξάνθης, στον τρίτο όροφο πολυώροφης οικοδομής, αποτελούμενο από δύο δωμάτια, κουζίνα και WC, προκειμένου αυτό να χρησιμοποιηθεί ως γραφείο για τη συστέγαση των Ι. και Τ.. Λόγω της μακροχρόνιας αυτής επαγγελματικής συνεργασίας του με τους εναγόμενους- εκκαλούντες και ιδίως με τον δεύτερο εξ αυτών και κυρίως λόγω των ειλικρινών αισθημάτων φιλίας του προς αυτόν, ο ενάγων-εφεσίβλητος είχε απόλυτη εμπιστοσύνη σε αμφότερους τους εναγόμενους, όσον αφορά την ομαλή εξέλιξη της μεταξύ τους συνεργασίας και την εκ μέρους τους εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλάμβαναν απέναντι του, από τα έργα που εκτελούσαν. Το έτος 2005 οι εναγόμενοι-εκκαλούντες (πατέρας και κόρη) αποφάσισαν από κοινού να προχωρήσουν στην κατασκευή ενός συγκροτήματος τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών στην περιοχή Διάφορο της Ξάνθης, σε ακίνητο (αγροτεμάχιο) που περιήλθε στην πλήρη κυριότητα της πρώτης εναγόμενης, δυνάμει του υπ' αριθ. ... συμβολαίου γονικής παροχής από το δεύτερο εναγόμενο του συμβολαιογράφου Ξάνθης Κ. Σ. που νόμιμα μεταγράφηκε (...). Το άνω συγκρότημα αγροτουριστικών κατοικιών θα αποτελούνταν από πέντε μονόχωρες μικρές κατοικίες και μία δίχωρη, οι οποίες θα κατασκευάζονταν σε τέσσερα κτίρια. Κυρία του έργου εμφανιζόταν προς τους τρίτους η πρώτη εναγόμενη- εκκαλούσα, η οποία ήταν η κυρία του ακινήτου στο οποίο αυτό θα ανεγειρόταν, ωστόσο εργοδότης και εκμεταλλευτής του έργου τύγχανε και ο δεύτερος εναγόμενος-εκκαλών, ο οποίος ανέθεσε, κατόπιν συναινέσεως και της πρώτης εναγόμενης-εκκαλούσας, στον ενάγοντα-εφεσίβλητο την εκτέλεση του συνόλου των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων του συγκροτήματος, καθώς και άλλων ειδικών εγκαταστάσεων (ηλεκτρολογικά, θέρμανση, κλιματισμό, υδραυλικές εγκαταστάσεις, τζάκια, δίκτυο τηλεόρασης και τηλεφώνου). Η εν λόγω σύμβαση έργου μεταξύ των διαδίκων καταρτίσθηκε προφορικά, συμφώνησαν δε τα μέρη ότι η κατ' αποκοπή αμοιβή του ενάγοντος για το έργο αυτό θα ανέλθει στο ποσό των 22.000 ευρώ και θα του καταβληθεί με την παράδοση του έργου, ενώ αυτός (ενάγων-εφεσίβλητος) θα αναλάβει να πληρώσει εξ ιδίων χρημάτων όλα τα υλικά που θα χρειασθούν για το άνω έργο, καθώς και τις αμοιβές του προσωπικού που θα απασχοληθεί σε αυτό, έξοδα τα οποία θα του κατέβαλαν οι εναγόμενοι- εκκαλούντες μετά την ολοκλήρωση του έργου και την παράδοση σε αυτούς των σχετικών καταστάσεων, τιμολογίων και αποδείξεων εκ μέρους του. Η άνω προφορικά καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση έργου και οι όροι και το περιεχόμενο αυτής επιβεβαιώνονται πλήρως από την εξετασθείσα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μάρτυρα αποδείξεως αλλά και από τις τρεις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, που κατέδειξαν ότι ο τελευταίος είχε την πλήρη και διαρκή επίβλεψη του έργου σε όλες τις φάσεις του, την εποπτεία των συνεργείων σε καθημερινή βάση, την αγορά των υλικών και τη φροντίδα για τη μεταφορά και την εγκατάστασή τους και την πληρωμή των συνεργείων και του εν γένει προσωπικού, καθώς και ότι ο δεύτερος εναγόμενος-εκκαλών ήταν πολλές φορές παρών στο έργο και ουδέποτε έφερε αντιρρήσεις ή διαφώνησε για τα υλικά που προμηθευόταν και τις εργασίες που εκτελούσε ο ενάγων πολλές φορές παρουσία του στο έργο, ενώ όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε ο Σ. Σ. ο ενάγων ήταν το "μάτι" της οικογένειας Τ. στο έργο. Επίσης, από τις ως άνω μαρτυρικές καταθέσεις, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος-εκκαλών είχε συμβληθεί στο επίδικο
έργο "..." (συγκρότημα αγροτουριστικών κατοικιών) ως εργοδότης, μαζί με την πρώτη εναγόμενη-εκκαλούσα θυγατέρα του, καθόσον ναι μεν η επιχείρηση με την επωνυμία ..." λειτουργούσε τυπικά στο όνομα της πρώτης εναγόμενης, που ήταν και η κυρία του ακινήτου επί του οποίου ανεγέρθηκαν οι ένδικες τουριστικές κατοικίες και περαιτέρω και δικαιούχος της κρατικής ενίσχυσης λόγω της ένταξης του έργου σε συγκεκριμένο επιχειρησιακό πρόγραμμα, ωστόσο ο δεύτερος εναγόμενος είχε αφανή, ουσιαστική και ενεργή συμμετοχή στην εν γένει λειτουργία της άνω επιχείρησης της θυγατέρας του. Ειδικότερα, όσον αφορά το επίδικο έργο "..." ο δεύτερος εναγόμενος, από κοινού με την πρώτη, μετείχε στην κατάρτιση της άνω συμβάσεως μισθώσεως έργου με τον ενάγοντα-εφεσίβλητο ως εργοδότης αυτού, διαπραγματεύθηκε και συμφώνησε στους όρους της συμβάσεως με αυτόν, ανέλαβε υποχρεώσεις όσον αφορά την αμοιβή του τελευταίου και την καταβολή σε αυτόν των εξόδων που θα πραγματοποιούσε, εμφανιζόταν στους τρίτους ως εργοδότης του έργου, έχοντας συχνή παρουσία και εποπτεία στο χώρο αυτού, λαμβάνοντας γνώση της προόδου του και ελέγχοντας τις εργασίες, κατά τρόπο ουσιαστικό και δη ουσιαστικότερο από εκείνον της τυπικά εμφανιζόμενης ως εργοδότριας πρώτης εναγόμενης-εκκαλούσας. Ομοίως, αυτός, συμμετέχοντας αφανώς, πλην όμως ουσιαστικώς, στην προαναφερόμενη επιχείρηση της θυγατέρας του ...", συμβλήθηκε μαζί με την τελευταία ως εργοδότης και στη σύμβαση υπεργολαβίας που συνήψε με τον ενάγοντα-εφεσίβλητο αναφορικά με το έργο "...", νομιμοποιούμενος συνεπώς παθητικά, αποδεικνυομένης της ουσιαστικής και ενεργούς συμμετοχής του στην άνω επιχείρηση της θυγατέρας του και της εμφάνισης του στις συναλλαγές ως εργοδότη των έργων στα οποία αυτή συμβαλλόταν, συμπεριφορά υπερβαίνουσα την απλή συνδρομή στην θυγατέρα του λόγω της εμπειρίας του στον τομέα της ανάληψης έργων, όπως αβασίμως ισχυρίζεται, γεγονός που επιβεβαιώνεται περαιτέρω και από την από 1-7-2010 οικονομική προσφορά δικτύου ύδρευσης και αποχέτευσης καταλυμάτων του Χ. Μ., ηλεκτρολόγου μηχανικού, που αφορά τα επίδικα καταλύματα του έργου "...", όπου ως εργοδότης αναγράφεται "..."....". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 192 και 681 ΑΚ.Και τούτο διότι, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, λόγω της μακροχρόνιας επαγγελματικής συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων και της συστεγάσεως των επιχειρήσεών τους, το έτος 2005, οι αναιρεσείοντες ως εργοδότες ανέθεσαν στον αναιρεσίβλητο ως εργολάβο την εκτέλεση του επίδικου έργου, δηλαδή την ανέγερση συγκροτήματος αγροτοτουριστικών κατοικιών επί ακινήτου κυριότητας της πρώτης αναιρεσείουσας, έναντι αμοιβής του αναιρεσιβλήτου 22.000 ευρώ και ειδικότερα ο δεύτερος αναιρεσείων από κοινού με την πρώτη αναιρεσείουσα(θυγατέρα του) κατήρτισε ως εργοδότης α) την επίδικη σύμβαση έργου με τον αναιρεσίβλητο εργολάβο, διαπραγματευόμενος και συμφωνώντας τους όρους αυτής, αναλαμβάνοντας τις εξ αυτής υποχρεώσεις ως προς την καταβολή της αμοιβής του εργολάβου και των εξόδων που θα πραγματοποιούσε για την εκτέλεση του έργου και β) την επίδικη σύμβαση υπεργολαβίας με τον αναιρεσίβλητο για το έργο ... και ως εκ τούτου ο δεύτερος αναιρεσείων νομιμοποιείτο παθητικά ως εναγόμενος στην ένδικη αγωγή. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 192 και 681 ΑΚ, δεχόμενο με αντιφατικές και ασαφείς αιτιολογίες, ότι ο δεύτερος αναιρεσείων συμβλήθηκε ως εργοδότης και στη σύμβαση υπεργολαβίας που συνήψε με τον αναιρεσίβλητο, αναφορικά με το έργο ..., ενώ στη συνέχεια δέχθηκε ότι οι διάδικοι συμφώνησαν να αναλάβουν από κοινού το εν λόγω έργο και να λάβει κάθε πλευρά το ήμισυ του καθαρού κέρδους. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, διότι δεν διευκρινίζεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η αντίφαση της αιτιολογίας, δεν αναφέρεται ποιος είναι ο πραγματικός ισχυρισμός και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωσή του, καθώς και η σύνδεσή του με το διατακτικό, ούτε εκτίθενται οι παραδοχές του δικαστηρίου, δηλ. τα πραγματικά γεγονότα που αυτό δέχθηκε, με πληρότητα και όχι αποσπασματικά και κατ' επιλογή των αναιρεσειόντων, ως εν προκειμένω, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των ως άνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Σε κάθε περίπτωση, ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος και διότι, υπό την επίκληση της πλημμέλειας από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατ' αποτέλεσμα, πλήττεται η περί των πραγμάτων κρίση του Εφετείου, η οποία είναι ανέλεγκτη (άρθρο 561 αριθ.1 ΚΠολΔ).
5. Ο από το άρθρο 559 αρ.11 περ.α ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, της λήψεως υπόψη αποδεικτικών μέσων που ο νόμος δεν επιτρέπει, ιδρύεται όταν λαμβάνεται υπόψη αποδεικτικό μέσο άλλο από εκείνα που καθορίζονται στα άρθρα 339 και 340 παρ. 1 του ΚΠολΔ, είτε για άμεση είτε για έμμεση απόδειξη, καθώς και όταν η χρήση του νόμιμου αποδεικτικού μέσου δεν είναι επιτρεπτή στη συγκεκριμένη περίπτωση λόγω της φύσεως της υποθέσεως, ενόψει και των περιορισμών των άρθρων 393-394 ΚΠολΔ (ΑΠ 1298/1990) ή προβλέπεται απόδειξη μόνο με συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο (ΟλΑΠ 8/1987). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 393 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο της συζητήσεως της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο(22-3-2012), που ορίζουν ότι, "Δεν επιτρέπεται να αποδειχθούν με μάρτυρες συμβάσεις ... όταν η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ και ότι "Δεν επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη κατά του περιεχομένου εγγράφου" συνάγεται ότι η απαγόρευση της απόδειξης με μάρτυρες (και με ένορκες βεβαιώσεις) αφορά το περιεχόμενο της έγγραφης σύμβασης, δηλαδή τις δικαιοπρακτικές δηλώσεις βούλησης των μερών, όπως διατυπώθηκαν στη σύμβαση, που προσάγεται προς άμεση απόδειξη δικαιοπρακτικής βούλησης και όχι σε απόδειξη πραγματικών γεγονότων, που έχουν σχέση με τη σύμβαση και που επιφέρουν την κατάργησή της με βάση το περιεχόμενό της, ή με τα εσωτερικά ελαττώματα των δηλώσεων βουλήσεως(ΑΠ 77/2023).Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 393 παρ. 2 ΚΠολΔ και 138 ΑΚ προκύπτει ότι, η εικονικότητα της δικαιοπραξίας και η ύπαρξη άλλης ισχυρής που καλύπτεται κάτω από αυτή μπορεί να αποδειχθεί με όλα τα επιτρεπόμενα από τις διατάξεις του ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα, επομένως και με μάρτυρες, μη εφαρμοζομένης της από τη διάταξη του άρθρου 393 παρ.2 ΚΠολΔ προβλεπομένης απαγόρευσης της εμμάρτυρης απόδειξης της εικονικότητας, ενόψει του ότι δεν πρόκειται για τροποποίηση της δικαιοπραξίας κατά το περιεχόμενό της που καθορίστηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη. Η απόδειξη της εικονικότητας δεν στρέφεται κατά του περιεχομένου της δικαιοπραξίας αλλά κατά του κύρους της περιεχομένης σε αυτήν πράξης, η οποία έγινε χωρίς πρόθεση παραγωγής εννόμων αποτελεσμάτων ή παραγωγής διαφορετικών (αποτελεσμάτων) από τη φαινομένη δικαιοπραξία (ΑΠ 1024/2018, ΑΠ 321/2018, ΑΠ 1822/2012, ΑΠ 10/2007, ΑΠ 26/2003).
6.Οι αναιρεσείοντες, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως, προσάπτουν, στην προσβαλλόμενη απόφαση, την από τον αριθ. 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο που ο νόμος δεν επιτρέπει και συγκεκριμένα για την απόδειξη του αγωγικού ισχυρισμού ότι η δήλωση βουλήσεως των μερών (πρώτης αναιρεσείουσας και αναιρεσιβλήτου) στο από 19-4-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό εργολαβίας με αντικείμενο 52.084, 20 ευρώ, καθώς και στο από 7-11-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό με αντικείμενο 30.912, 10 ευρώ, δεν έγινε στα σοβαρά αλλά μόνο φαινομενικά, καθόσον μεταξύ των μερών είχε καταρτισθεί προφορικά άλλη σύμβαση για το επίδικο έργο, έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων κατά του περιεχομένου των ως άνω εγγράφων.Ο αναιρετικός αυτός λόγος, είναι αβάσιμος διότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, η η εικονικότητα των ως άνω δικαιοπραξιών μπορούσε να αποδειχθεί με όλα τα επιτρεπόμενα από τις διατάξεις του ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα, επομένως και με μάρτυρες, ενόψει του ότι η απόδειξη της εικονικότητας δεν στρέφεται κατά του περιεχομένου της δικαιοπραξίας αλλά κατά του κύρους της περιεχομένης σε αυτήν πράξης.
7. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, παραμόρφωση υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει σε διαγνωστικό λάθος (εσφαλμένη ανάγνωση), αποδίδει, δηλαδή, ύστερα από εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου αποδεικτικού, σύμφωνα με τα άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ, εγγράφου, περιεχόμενο προφανώς διαφορετικό εκείνου που πραγματικά έχει, και κατά προφανή παρανόηση δέχεται ως μνημονευόμενα σε αυτό πραγματικά περιστατικά, τα οποία, όμως, είναι καταδήλως διάφορα των πράγματι διαλαμβανομένων στο έγγραφο, ακολούθως, δε, στηριζόμενο αποκλειστικά στο ίδιο έγγραφο ή κυρίως σε αυτό, οδηγείται σε ουσιαστική κρίση βλαπτική για τον επικαλούμενο τον πιο πάνω αναιρετικό λόγο. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, εκτιμώντας το έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο, δεν υπέπεσε σε διαγνωστικό σφάλμα, αλλά αναγιγνώσκοντας το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού όπως αυτό πραγματικά έχει, προβαίνει σε εκτίμηση του αληθινού περιεχομένου του, δηλαδή σε αποδεικτική αξιολόγησή του, και συνάγει εξ αυτού, έστω και εσφαλμένα, αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που θεωρεί ορθό ο αναιρεσείων. Τούτο, δε, διότι, αυτή η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας που εξάγεται από το αληθινό περιεχόμενο του εγγράφου, είναι, κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, αναιρετικώς ανέλεγκτη, η δε σχετική αιτίαση αφορά στην εκτίμηση πραγμάτων (ΑΠ 1071/2015, ΑΠ 825/2014). Επίσης, ο ως άνω λόγος δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας σχημάτισε την κρίση του για την βασιμότητα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως κλπ., στηριζόμενο σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, το δε φερόμενο ως παραμορφωθέν έγγραφο το συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, χωρίς να στηριχθεί κυρίως ή αποκλειστικώς σε αυτό, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε κρίση διαφορετική από εκείνη την οποία εκλαμβάνει ως ορθή εκείνος που προβάλλει ότι χώρησε παραμόρφωση του εγγράφου. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του, και η διαφορετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας που έχει εξαχθεί από τη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, δεν υπόκειται, κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 365/2017, ΑΠ 25/2017, ΑΠ 99/2016). Παραμόρφωση εγγράφου συνιστά πάντως και η παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει μέρος του εγγράφου, όταν το μέρος αυτό είναι κρίσιμο για την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 516/2016, ΑΠ 886/2008). Εξάλλου, για το ορισμένο του εκ του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στην αίτηση το αληθές περιεχόμενο του εγγράφου που φέρεται ότι παραμορφώθηκε, το περιεχόμενο που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ότι έχει, ώστε εκ της συγκρίσεως αυτών να παρέχεται στον Άρειο Πάγο η δυνατότητα να κρίνει αν υφίσταται διαγνωστικό λάθος, το επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου περί της συνδρομής ή μη κρίσιμων γεγονότων, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο εξαιτίας της παραμόρφωσης του εγγράφου και ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το επίμαχο έγγραφο (ΑΠ 1093/2020, ΑΠ 305/2016, ΑΠ 177/2016, ΑΠ 11/2016, ΑΠ 1663/2013).
8.Οι αναιρεσείοντες, με το τρίτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως, προσάπτουν, επίσης, στην προσβαλλόμενη απόφαση, την από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο 1)με το να δεχθεί ότι η εικονικότητα και συνακόλουθα η ακυρότητα των εγγράφων ιδιωτικών συμφωνητικών εργολαβίας που υπογράφηκαν μεταξύ της πρώτης αναιρεσείουσας και του αναιρεσιβλήτου αποδείχθηκε από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τον αναιρεσίβλητο τιμολόγια αγοράς υλικών που απαιτήθηκαν για το συγκεκριμένο έργο ύψους 40.551, 14 ευρώ, τα οποία(υλικά) ο αναιρεσίβλητος αγόραζε στο όνομά του, παραμόρφωσε το περιεχόμενο των εν λόγω τιμολογίων, δοθέντος ότι σ'αυτά(τιμολόγια) δεν γίνεται αναφορά του έργου στο οποίο αφορούν τα υλικά αυτά και επί πλέον σ'αυτά φέρεται ως αγοραστής ο ίδιος ο αναιρεσίβλητος και όχι όπως θα έπρεπε η πρώτη αναιρεσείουσα και 2) με το να δεχθεί ότι από τα από 12-8-2005, 20-11-2006, 19-6-2007 παραστατικά της Εγνατίας Τράπεζας περί αναλήψεως από τον αναιρεσίβλητο ποσών 17.672, 93 ευρώ, 8.807, 07 και 6.916, 28 ευρώ αντίστοιχα, καθώς και την από 30-11-2006 κίνηση του υπ'αριθμ.... λογαριασμού που τηρούσε ο αναιρεσίβλητος στην ως άνω τράπεζα, αποδεικνύεται ότι ο αναιρεσίβλητος επέστρεψε αυθημερόν στην πρώτη αναιρεσείουσα τα αντίστοιχα ποσά, τα οποία αυτή είχε καταθέσει για λογαριασμό του, παραμόρφωσε το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων, δοθέντος ότι δεν αποδεικνύεται από τα ως άνω παραστατικά η επιστροφή των χρημάτων από τον αναιρεσίβλητο στην πρώτη αναιρεσείουσα. Με το ως άνω περιεχόμενο, ο αναιρετικός αυτός λόγος, προεχόντως, είναι απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο το αληθινό περιεχόμενο των φερομένων ως παραμορφωθέντων εγγράφων, κατά λέξη παρατιθέμενο, το διαφορετικό από το αληθινό περιεχόμενο που έγινε δεκτό από την προσβαλλόμενη απόφαση, το επιζήμιο για τους αναιρεσείοντες αποδεικτικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο, σχετικά με τον ουσιώδη ισχυρισμό, για την απόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκαν τα έγγραφα και ότι στο πόρισμα αυτό κατέληξε το Εφετείο στηριχθέν αποκλειστικώς ή κυρίως στα παραμορφωθέντα έγγραφα. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και διότι, υπό την επίκληση της πλημμέλειας από τον αριθ.20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου των ως άνω εγγράφων και τη συναγωγή εξ αυτού αποδεικτικού πορίσματος διαφορετικού από εκείνο το οποίο θεωρούν ορθό οι αναιρεσείοντες. 9. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η πρώτη αναιρεσείουσα που ηττήθηκε, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά του (άρθρα 176, 183, 189 αριθ.1, 191 αριθ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -
Απορρίπτει την από 08-01-2016 αίτηση, για αναίρεση της υπ'αριθμ. ... τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.
-Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο.
-
Καταδικάζει την πρώτη αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, που ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Σεπτεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ