
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 84 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 84/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Στυλιανή Μπλέτα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γ. Φ., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Ι. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευθύμιο Καραΐσκο που ανακάλεσε την από 19/1/2024 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΠΑΝΑΓΡΟΤΙΚΗ Α.Ε.Β.Ε.", που εδρεύει στην Λαμία και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Βασιλική Οικονομοπούλου και Δημήτριο Γουβέτα και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από .../20109 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2020 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και .../2021 του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από .../2022 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθμ. .../2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας, η οποία απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή της αναιρεσίβλητης. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 αριθμ.3 ΚΠολΔ). Κατά το άρθρο 904 παρ.1 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Επίσης, κατά το άρθρο 908 εδ. α' ΑΚ, ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε απ` αυτό. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης, είναι η ύπαρξη του πλουτισμού του λήπτη χωρίς νόμιμη αιτία και η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, δηλαδή η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πλουτισμού και επιβάρυνσης, έτσι ώστε το ένα να αποτελεί την αιτία του άλλου(ΑΠ 1879/2022, ΑΠ 702/2020). Στερείται νόμιμης αιτίας και επομένως είναι αδικαιολόγητος ο πλουτισμός που δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος ή κατ` εξαίρεση από τη θέληση του νομοθέτη, ενώ νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού, εκτός από τη βούληση του ζημιωθέντος ή του νομοθέτη, είναι και το αντάλλαγμα που τυχόν παρέχει ο λήπτης του πλουτισμού, δηλαδή η οικονομική θυσία του έναντι του αποκτώμενου πλουτισμού, η οποία, αν είναι ισάξια μ` αυτόν, ανταποκρίνεται πλήρως στην εξισωτική αποστολή του θεσμού του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 39/2022, ΑΠ 1351/2011, ΑΠ 1627/2010).
Συνεπώς αξίωση κατά τις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό προς αναζήτηση της παροχής, που καταβλήθηκε στο πλαίσιο σύμβασης, μπορεί να ασκηθεί μόνο αν η σύμβαση είναι ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιονδήποτε λόγο (ΑΠ 1879/2022, ΑΠ 702/2020, ΑΠ 2072/2017). Πλουτισμό συνιστά κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του λήπτη, η οποία μπορεί να εμφανίζεται είτε ως αύξηση του ενεργητικού ή μείωση του παθητικού της περιουσίας του είτε, αντιστρόφως, ως αποφυγή αύξησης του παθητικού της ή μείωσης του ενεργητικού της (ΟλΑΠ 6/1994, ΑΠ 1879/2022). Εφόσον η περιουσιακή μετακίνηση είχε το αποτέλεσμα τούτο, γεγονός το οποίο διαπιστώνεται με τη σύγκριση της περιουσίας του λήπτη πριν και μετά τη μετακίνηση, γεννάται υποχρέωση του τελευταίου να αποδώσει την ωφέλεια σε εκείνον, από την περιουσία του οποίου προήλθε, εφόσον η διατήρησή της δεν δικαιολογείται από κάποια νόμιμη αιτία. Αντίθετα, η ζημία εκείνου, από την περιουσία του οποίου προήλθε η ωφέλεια του λήπτη, δεν ερευνάται, καθόσον στόχος της αγωγής από το άρθρο 904 Α.Κ. δεν είναι η αποκατάσταση της ζημίας του ενάγοντος αλλά η απόδοση του πλουτισμού του εναγομένου, ο οποίος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 909 Α.Κ., πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο επίδοσης της αγωγής. Από το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή ο νόμος αρκείται μόνο στο στοιχείο της αδικαιολόγητης περιουσιακής μετακίνησης για τη θεμελίωση της ευθύνης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, χωρίς να θέτει ως προϋπόθεση της σχετικής αξίωσης τη ζημία του δότη αλλά ούτε και την υπαιτιότητα του λήπτη, διαφαίνεται καθαρά, ότι ο θεσμός αυτός αποβλέπει στην αποκατάσταση της χωρίς νόμιμη αιτία περιουσιακής μετακίνησης (ΑΠ1879/2022). Η ωφέλεια του λήπτη είναι ζήτημα πραγματικό και κρίνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση με τις ειδικές συνθήκες της και όχι αφηρημένα με βάση γενικά αντικειμενικά κριτήρια (ΟλΑΠ 4/2021, ΑΠ 1879/2022). Αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγόμενου, εξαιτίας της ακυρότητας της σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α` του ΚΠολΔ, α) η περιουσιακή μετακίνηση από τη μία περιουσία στην άλλη, β) η συγκεκριμένη αιτία της μετακίνησης αυτής και γ) η ανυπαρξία ή το ελάττωμα αυτής, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΑΠ 1879/2022, ΑΠ 989/2021, ΑΠ 1254/2017, ΑΠ 338/2016). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ` αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (AΠ 133/2022, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1424/2017). Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος (ΑΠ 133/2022, ΑΠ 5/2020). Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή της περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του ουσιαστικού δικαιώματος στο οποίο στηρίζεται. Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση νομικής δήθεν αοριστίας της αγωγής (ΑΠ 18/2018). Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ` αυτήν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος αυτής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ(ΑΠ 133/2022). Έτσι, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα μη διαλαμβανόμενα στην αγωγή, ή δεν έλαβε υπόψη του τέτοια γεγονότα, μολονότι διαλαμβάνονταν, ιδρύεται ο λόγος του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ενώ, αν κατά παράβαση του νόμου θεώρησε ή δεν θεώρησε επαρκή τα εκτιθέμενα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα πραγματικά γεγονότα, ιδρύεται ο λόγος από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 362/2011), ο οποίος υπάρχει αν το δικαστήριο παρά τον νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή λόγω της αοριστίας της, καθόσον δεν αναφέρονται σ' αυτήν η ακυρότητα της επίδικης συμβάσεως και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα, εξαιτίας της οποίας είναι αδικαιολόγητος ο πλουτισμός του αναιρεσείοντος. Από την παραδεκτή κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ιστορούσε τα εξής: "Ότι από το 2013 και εντεύθεν κατήρτιζε κάθε έτος με τα ιδρυτικά μέλη της και τα τέκνα αυτών, που ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της, συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, οι οποίες ναι μεν εγκρίνονταν κατά το άρθρο 23 Α' παρ. 2 Ν. 2190/1920 από την Τακτική Γενική Συνέλευσή των μετόχων της, πλην όμως στην πραγματικότητα γινόταν με αυτές η διανομή των κερδών της, μεταξύ των ανωτέρω προσώπων. Ότι στην Τακτική Γ.Σ. της 27-6-2013, που συγκλήθηκε από τα αναφερόμενα στην αγωγή πρόσωπα (μεταξύ των οποίων και ο εναγόμενος, ο οποίος ήταν τότε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της), τα οποία εκπροσωπούσαν μειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου, ανερχόμενη σε ποσοστό 41,96% των μετοχών, αποφασίσθηκε, μεταξύ άλλων, η εκ νέου κατάρτιση σύμβασης παροχής υπηρεσιών μεταξύ των διαδίκων, για το χρονικό διάστημα από 30-6-2013 έως 30-6-2014 και η διατήρηση της αμοιβής του εναγομένου, στο ίδιο ύψος με εκείνη που είχε ορισθεί για το προηγούμενο έτος, ήτοι στο ποσό των 79.200 ευρώ, παρά το γεγονός ότι η οικονομική κατάσταση της ενάγουσας είχε μεταβληθεί προς το χειρότερο. Ότι σε εκτέλεση της απόφασης αυτής, η ενάγουσα εταιρία συνήψε με τον εναγόμενο σύμβαση παροχής υπηρεσιών διάρκειας ενός έτους, καταβάλλοντάς του ως αμοιβή για την αιτία αυτή το ποσό των 79.200 ευρώ. Ότι δυνάμει τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, εκδοθείσας επί σχετικής αγωγής μελών του ΔΣ της, αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της ανωτέρω απόφασης της Γενικής Συνέλευσης της 27-6-2013, στην οποία ρυθμίζονταν τόσο η σύναψη της ανωτέρω σύμβασης παροχής υπηρεσιών μεταξύ της ενάγουσας και του εναγόμενου, όσο και το ύψος της αμοιβής του τελευταίου. Ότι κατόπιν τούτου, η ενάγουσα, επανέλαβε στις 21- 6-2019 την Τακτική Γενική Συνέλευση για τη χρήση του έτους 2012, με θέμα ημερήσιας διάταξης, μεταξύ άλλων, και την προέγκριση αμοιβής των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της, συνεπώς και του εναγόμενου, για το χρονικό διάστημα από 1-7-2013 έως 12-6-2014, και με απόφαση, την οποία έλαβε, η αμοιβή του εναγόμενου για το ανωτέρω διάστημα ορίστηκε στο εύλογο και αντίστοιχο με τις αρμοδιότητές του ποσό των 24.000 ευρώ. Ότι, ως εκ τούτου, ο εναγόμενος εισέπραξε για την ανωτέρω χρονική περίοδο, ως αμοιβή, το ποσό των 79.200 ευρώ, σε εκτέλεση άκυρης σύμβασης παροχής υπηρεσιών, η κατάρτιση της οποίας αποφασίστηκε με άκυρη απόφαση ΓΣ, ήτοι χωρίς νόμιμη αιτία, ενώ έπρεπε να εισπράξει ως αμοιβή για τις υπηρεσίες του στην ενάγουσα το ποσό των 24.000 ευρώ και συνεπώς η ενάγουσα του κατέβαλε αχρεωστήτως το επιπλέον ποσό των 55.200 ευρώ, κατά το οποίο ο εναγόμενος κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της.>> Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το χρηματικό αυτό ποσό των 55.200 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον αναφέρεται σ' αυτήν η αναγνώριση με τελεσίδικη δικαστική απόφαση της ακυρότητας της αποφάσεως της ΓΣ της αναιρεσίβλητης, σε εκτέλεση της οποίας καταρτίστηκε η επίδικη σύμβαση παροχής υπηρεσιών και καταβλήθηκε στον αναιρεσείοντα το ποσό των 79.200 ευρώ, λόγω μη τηρήσεως των προβλεπομένων διατυπώσεων πληροφορήσεως των μελών και αποκλεισμού από τη συμμετοχή τους στη ΓΣ μετόχων που είχαν το 58,04% του μετοχικού κεφαλαίου, καθώς και η κατά πλειοψηφία του 50,46% των μετόχων προέγκριση αμοιβής του αναιρεσείοντος για το χρονικό διάστημα από 1-7-2013 έως 12-6-2014, η οποία αποφασίστηκε κατά την ΓΣ της χρήσεως του 2012 που πραγματοποιήθηκε εγκύρως μετά την αναγνώριση της ακυρότητας της της ως άνω αποφάσεως. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ορισμένη την αγωγή και απέρριψε τους πρώτο και πέμπτο σχετικούς λόγους έφεσης του αναιρεσείοντος, δεν προέβη σε παρά το νόμο μη κήρυξη απαραδέκτου της αγωγής και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά το νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρονικό διάστημα και πάντως μικρότερο απ` αυτό της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και ευρισκόμενες σε αιτιώδη συνάφεια μεταξύ τους, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και έχει διατηρηθεί για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των διαγραφομένων από την ανωτέρω διάταξη ορίων. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει απλώς δυσμενείς συνέπειες (Ολ ΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 10/2012, ΑΠ 1593/2022, ΑΠ 1248/2018, ΑΠ 909/2017). Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΟλΑΠ 7/2002, ΑΠ 1416/2022, ΑΠ 41/2021, ΑΠ 109/2019). Η διακρίβωση των πράξεων, με τις οποίες ο δικαιούχος άσκησε το δικαίωμά του στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί πραγματικό ζήτημα και κρίνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας, η κρίση του όμως αυτή ότι ορισμένη συμπεριφορά υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς τα όρια που θέτουν τα παραπάνω κριτήρια είναι νομική και, επομένως, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Ο Άρειος Πάγος, δηλαδή, ελέγχει μόνο αν τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας συνιστούν την προεκτεθείσα νομική έννοια του άρθρου 281 ΑΚ (Ολ. ΑΠ 8/2018, ΑΠ 1416/2022, ΑΠ 330/2020, ΑΠ 1352/2011). Η από τη διάταξη αυτή ένσταση του εναγομένου προϋποθέτει την ύπαρξη του αγωγικού δικαιώματος και επομένως ισχυρισμοί αρνητικοί ή καταλυτικοί του δικαιώματος αυτού δεν συνιστούν νόμιμη ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (ΑΠ 109/2019, ΑΠ 985/2017).Τέλος από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι, για το παραδεκτό της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος από την άποψη χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη πρωτοβάθμια συζήτηση της υπόθεσης, να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης ης αγωγής για την αιτία αυτή, διαφορετικά η ένσταση είναι απορριπτέα ως αόριστη και γι' αυτό απαράδεκτη (ΟλΑΠ 472/1983,ΑΠ 1215/2021, ΑΠ 1315/2020, ΑΠ 761/2020, ΑΠ 760/2019 ).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή (Ολ.ΑΠ 7/2006, Ολ.ΑΠ 4/2005). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή της (Ολ.ΑΠ 20/2005, Ολ.ΑΠ 32/1996), αλλιώς ο λόγος αυτός είναι αόριστος και γι' αυτό απορριπτέος ως απαράδεκτος.
Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 (και όχι από τον αριθμό 14, κατά την νοηματική εκτίμηση του λόγου) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, απορρίπτοντας ως μη νόμιμη την προβληθείσα πρωτοδίκως με τις προτάσεις του και επαναφερθείσα με τον έβδομο λόγο της έφεσης ένστασή του περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας- ήδη αναιρεσίβλητης. Από την επισκόπηση του δικογράφου των προτάσεωντου αναιρεσείοντος ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της ενστάσεως εκ του άρθρου 281 ΑΚ ισχυρίστηκε τα ακόλουθα: "Στη προκειμένη περίπτωση και ως προκύπτει και μάλιστα με δύναμη δεδικασμένου, από την ανωτέρω υπ. αριθ. 57/2018 απόφαση του Εφετείου Λαμίας η σύναψη τέτοιου είδους συμβάσεων ήταν μια πάγια τακτική της εταιρείας, η οποία και ακολουθούνταν επί τριακονταετία και μάλιστα είχε τεθεί και πλαίσιο αμοιβών από ετών (30.000 έως 50.000 ευρώ) όλων αυξάνονταν σχεδόν κατ' έτος και οι επίμαχες συμβάσεις ήταν εντός αυτού του πλαισίου και των ορίων. Με βάση δε αυτή τη πάγια τακτική, για εμάς τους εργαζόμενους, ήταν αδιανόητο να μην εγκριθεί από την Τακτική Γενική Συνέλευση η σύναψη συμβάσεων με τα μέλη του ΔΣ, καθόσον [με βάση την εν λόγω απόφαση] από την ίδρυσή της συνάπτονταν συμβάσεις με τους ιδρυτές αυτής και με ίδιες αμοιβές και όταν ενηλικιώθηκαν και με τα τέκνα αυτών, πάντοτε δε και πριν από την ΤΓΣ της 27.06.2013 και αφού [ως διαλαμβάνει και η άνω απόφαση] αν δεν εγκρίνονταν θα συνέβαινε για πρώτη φορά στον υπερτριακονταετή βίο της και η εταιρία θα στερούνταν τις υπηρεσίες έμπειρων προσώπων. Με βάση δε τη σύμβαση από 01/07/2013 και μέχρι 30/06/2014 παρείχα και εγώ την εργασία μου, συνεχώς και αδιαλείπτως [όπως έπραττα για 35 έτη από το έτος 1979], εργαζόμενος ως υπεύθυνος προώθησης φυτοπροστατευτικών πρϊόντων -λιπασμάτων - σπόρων, επαφή και συζήτηση με τις εταιρείες, επίλυση προβλημάτων πελατών στις ασθένειες των φυτών, επίσκεψη σε μαγαζιά στο Νομό Φθιώτιδας και σε όλη την Ελλάδα, κοστολόγηση φαρμάκων-σπόρων -λιπασμάτων, υπεύθυνος κατασκευών και συντήρησης ιδιωτικών και δημοσίων έργων πρασίνου, δημόσιες σχέσεις με τους υπεύθυνους και γενικά τις εταιρείες γεωργικών φαρμάκων- σπόρων - λιπασμάτων κ.α. Η άνω συμπεριφορά δε της ενάγουσας από το έτος 1979 και μέχρι την άσκηση της αγωγής μου έχει δημιουργήσει, και μάλιστα ευλόγως, τη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά της. Η άσκηση της υπό κρίση αγωγής, σαφώς υπαγορεύτηκε από λόγους "εκδίκησης" της πλειοψηφίας των μετόχων της ενάγουσας που ελέγχουν το Δ.Σ. αυτής, μετά τη διαμορφωθείσα μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας κατάστασης [ως περιγράφεται στην άνω απόφαση], που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, οπότε εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και προκαλεί αφόρητες και δυσβάστακτες συνέπειες σε εμένα και στα συμφέροντά του που υποχρεώνομαι να επιστρέψω ένα υπέρογκο ποσό των 24.000 €, το οποίο έχω αναλώσει και αν υποχρεωθώ να επιστρέψω θα καταφύγω σε δανεισμό. Ως εκ τούτου καθίσταται προφανές ότι η συμπεριφορά της αντιδίκου συνιστά απαγορευμένη καταχρηστική άσκηση δικαιώματος αφού υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος.". Με το ως άνω περιεχόμενο η ένσταση αυτή είναι μη νόμιμη, διότι, σύμφωνα μα τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, μόνη η μακροχρόνια αδράνεια της αναιρεσίβλητης, ακόμη και αν δημιούργησε στον αναιρεσείοντα την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το ένδικο δικαίωμά της, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκησή του, αφού ο αναιρεσείων δεν επικαλείται ότι συντρέχουν επιπλέον συγκεκριμένα περιστατικά συμπεριφοράς της αναιρεσίβλητης που διαμόρφωσαν μια κατάσταση, η οποία διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο και ότι η μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης που τείνει στην ανατροπή αυτής της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ.
Συνεπώς το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως και απέρριψε την ως άνω ένσταση ως μη νόμιμη, δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ., την οποία ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε και ως εκ τούτου ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Με την διάταξη του άρθρου 23 α' παρ.2 του κ.ν. 2190/1920 "Περί Ανωνύμων Εταιρειών", που επιγράφεται "Συμβάσεις της εταιρείας με μέλη του διοικητικού συμβουλίου", όπως το άρθρο αυτό ίσχυε κατά τον κατωτέρω κρίσιμο χρόνο, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 33 του Ν. 3604/2007 και πριν την κατάργησή του, από 1-1-2019, με τα άρθρα 189 παρ. α' και 190 Ν.4548/2018 "Αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών" και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου κατάρτισης της επίδικης σύμβασης μεταξύ των διαδίκων (27-6-2013), ορίζεται ότι [εκτός από τις αναφερόμενες στην παρ. 1 του ως άνω άρθρου πιστωτικές συμβάσεις] απαγορεύεται και είναι άκυρη η σύναψη οποιωνδήποτε άλλων συμβάσεων της εταιρείας με τα πρόσωπα της παρ. 5 χωρίς ειδική άδεια της γενικής συνέλευσης και ότι η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει, προκειμένου για πράξεις που δεν εξέρχονται των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών της εταιρείας με τρίτους. Με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι η άδεια της γενικής συνέλευσης κατά την προηγούμενη παράγραφο 2 δεν παρέχεται, εάν στην απόφαση αντιτάχθηκαν μέτοχοι εκπροσωπούντες τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) του εκπροσωπουμένου στην συνέλευση μετοχικού κεφαλαίου. Με την παρ. 4 του ιδίου άρθρου επιτράπηκε η άδεια της γενικής συνέλευσης να παρασχεθεί και μετά τη σύναψη της σύμβασης, υπό την προϋπόθεση ότι στην εν λόγω απόφαση δεν θα αντιταχθούν μέτοχοι εκπροσωπούντες τουλάχιστον το ένα εικοστό (1/20) του εκπροσωπουμένου στη συνέλευση μετοχικού κεφαλαίου, σε αντίθεση δηλαδή με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, όπου απαιτείτο η απόφαση της γενικής συνέλευσης να είναι πάντοτε προγενέστερη της σύναψης της σύμβασης, προκειμένου να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο η γενική συνέλευση να τεθεί προ τετελεσμένων γεγονότων (ΑΠ 1245/2018). Μεταξύ των προσώπων της παρ. 5 του άρθρου αυτού, για τα οποία απαιτείται κατά τα προαναφερθέντα ειδική άδεια της γενικής συνέλευσης των μετόχων της ανώνυμης εταιρείας προς σύναψη σύμβασης με τα πρόσωπα αυτά, στις οποίες περιλαμβάνεται και η σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, συγκαταλέγονται και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας. Οι διατάξεις αυτές θεσπίσθηκαν για την πρόληψη ενδεχομένων καταχρήσεων εκ μέρους των προσώπων αυτών, τα οποία λόγω της ιδιότητας και της θέσης τους είναι δυνατόν να συντελέσουν αποφασιστικά στη σύναψη επιζήμιων για την εταιρεία συμβάσεων προς ίδιο όφελος (ΑΠ 1650/2022, ΑΠ 1245/2018, ΑΠ 1036/2017, ΑΠ 791/2015, ΑΠ 1512/2011, ΑΠ 1791/2006). Από την διατύπωση των ως άνω διατάξεων, σε συνδυασμό με τον κατά τα άνω επιδιωκόμενο από αυτές σκοπό, συνάγεται ότι τον κανόνα αποτελεί η ακυρότητα των οιωνδήποτε συμβάσεων, επομένως και της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, που συνάπτουν με την ανώνυμη εταιρεία τα αναφερόμενα στις διατάξεις αυτές πρόσωπα, στα οποία περιλαμβάνονται τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, και ότι κατ` εξαίρεση οι συμβάσεις αυτές είναι έγκυρες στις περιπτώσεις της χορήγησης ειδικής προς τούτο άδειας από τη γενική συνέλευση και υπό τον όρο ότι δεν θα αντιταχθούν μέτοχοι που συγκεντρώνουν ορισμένο ποσοστό του εκπροσωπουμένου στη γενική συνέλευση μετοχικού κεφαλαίου ή στις περιπτώσεις της ένταξης των συμβάσεων αυτών εντός των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών της εταιρείας (ΑΠ 1650/2022, ΑΠ 1245/2018, ΑΠ 791/2015, ΑΠ 2182/2007). Ως "τρέχουσα συναλλαγή της εταιρείας με τρίτους", όρος που χρησιμοποιείται στο νόμο όχι κυριολεκτικά, αλλά προς δήλωση του συνήθως συμβαίνοντος, θεωρείται εκείνη η οποία, βάσει του αντικειμένου της, εμπίπτει στις συμβάσεις που καταρτίζονται στο πλαίσιο της καθημερινής δράσης της εταιρείας, ήτοι αυτή που οι όροι της είναι οι συνήθεις όροι των συμβάσεων, που η εταιρεία συνάπτει με τους λοιπούς συναλλασσομένους με αυτή. Επομένως σύμβαση, το αντικείμενο της οποίας διαφέρει από εκείνο των συμβάσεων που καταρτίζονται στο πλαίσιο της καθημερινής δράσης της εταιρείας ή που, κατά το περιεχόμενό της, υπερβαίνει το συγκεκριμένο για τη συγκεκριμένη περίπτωση μέτρο, όπως αυτό προσδιορίζεται από τη δραστηριότητα της εταιρείας, την οικονομική της ευρωστία, τις ανάγκες της εταιρείας που ικανοποιούνται με τις συμβάσεις αυτές και τις συνήθειες που κρατούν στις συναλλαγές για συμβάσεις του αυτού είδους, εξέρχεται από τα όρια της τρέχουσας συναλλαγής και επομένως είναι άκυρη, εάν δεν παρασχεθεί η από τις διατάξεις αυτές προβλεπόμενη ειδική άδεια της γενικής συνέλευσης (ΑΠ 628/2023, ΑΠ 1650/2022, ΑΠ 1245/2018, ΑΠ 791/2015, ΑΠ 452/2005, ΑΠ 1066/2002, ΑΠ 8/2001).
Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζητήματα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε ή δεν εφαρμόσθηκε.
Συνεπώς ο λόγος αυτός προϋποθέτει την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και όχι την απόρριψη ισχυρισμού ως μη νόμιμου, αόριστου, απαράδεκτου ή για οποιοδήποτε άλλο τυπικό λόγο (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 988/2021). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της. Αντίφαση δε στις αιτιολογίες υπάρχει, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Ελλείψεις όμως αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 695/2020). Για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών, δηλαδή ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή πού εντοπίζονται οι αντιφάσεις (Ολ.ΑΠ 20/2005).
Με τους τρίτο και τέταρτο λόγους της αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενες στο ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 23α του Ν 2190/1920, και 904 ΑΚ, δεχόμενο εσφαλμένα, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ότι η σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών που συνέδεε τον αναιρεσείοντα με την αναιρεσίβλητη δεν προϋπήρχε του διορισμού του και της κτήσεως της ιδιότητάς του ως μέλους του ΔΣ, οπότε απαιτείτο έγκριση της επίδικης συμβάσεως με απόφαση της ΓΣ, ότι η επίδικη σύμβαση εξερχόταν των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών της αναιρεσίβλητης και ότι ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό της επίδικης συμβάσεως, αφού καταρτίστηκε χωρίς άδεια της ΓΣ, είναι απολύτως άκυρη. Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 αριθ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο Λαμίας δέχθηκε τα ακόλουθα, κρίσιμα για τον αναιρετικό έλεγχο, πραγματικά περιστατικά: <<Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΠΑΝΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ΠΑΝΑΓΡΟΤΙΚΗ Α.Ε.Β.Ε.", συστήθηκε με την υπ' αριθμ. ....1978 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Δ., που εγκρίθηκε με την υπ' αρ. ....1978 απόφαση του Νομάρχη Φθιώτιδος και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τ. ΑΕ & ΕΠΕ υπ' αριθμ. ....1978, ενώ στη συνέχεια καταχωρήθηκε νομίμως στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών με ... και στο ΓΕΜΗ με αριθμό ... Σκοπός της εταιρίας είναι η εμπορία γεωργικών φαρμάκων, μηχανημάτων και εξαρτημάτων, εργαλείων, ζωοτροφών, λιπασμάτων και σπόρων οικιακών συσκευών αυτοκινήτων και κάθε είδους βιομηχανικών και γεωργικών προϊόντων. Η διάρκειά της ορίστηκε πεντηκονταετής, κατόπιν παράτασης με την από 25-06-2008 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης (ΦΕΚ Τ. ΑΕ & ΕΠΕ 8263/25.7.2008), με έναρξη την 07-12-2008 και λήξη την 06-12-2058. Το καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο, το οποίο κατά την ίδρυσή της ανέρχονταν σε 5.000.000 δραχμές και ήδη σε 412.283,23 ευρώ, διαιρέθηκε σε 140.711 ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας 2,93 ευρώ η κάθε μία (βλ. την από 30-06-2010 απόφαση της Γ.Σ., που δημοσιεύτηκε...- στο ΦΕΚ 11088/24-09-2010). Με τα άρθρα 12 και 13 του καταστατικού της (και σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 2190/1920), ορίστηκε ο αριθμός των μελών του Δ.Σ. αυτής, σε πέντε έως εννέα, με τριετή θητεία. Από την έναρξη της λειτουργίας της, η ενάγουσα υπήρξε οικογενειακή και ολιγομετοχική εταιρία, λόγος για τον οποίο, οι ιδρυτές - μέτοχοι και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της, ασχολούνταν προσωπικά με τις υποθέσεις της και τον κύκλο εργασιών της, ως εκ της ιδιότητάς τους ως μελών της διοίκησής της. Με τον τρόπο αυτό, εξάλλου, διασφαλίζονταν καλύτερος έλεγχος και εποπτεία των υποθέσεων της εταιρίας, αφού τα μέλη του Δ.Σ. μπορούσαν να έχουν ίδια άποψη και αντίληψη για όσα λάμβαναν χώρα στην επιχείρηση, ενώ επέβλεπαν προσωπικά την εκτέλεση των αποφάσεων που οι ίδιοι λάμβαναν ως Δ.Σ. Το Δ.Σ. της εταιρίας, το οποίο αποτελούνταν από τους συνεταίρους, καθώς και από μέλη των οικογενειών τους, αποφάσιζε για ζητήματα γενικότερης για την εταιρία σημασίας, όπως π.χ. τη συνεργασία της με Τράπεζες, ζητήματα προσωπικού κλπ., χωρίς βεβαίως να δίνει εντολές στα μέλη που το συναποτελούσαν και που εκπροσωπούσαν την εταιρία κατά το καταστατικό της. Ο εναγόμενος ήταν μέτοχος της εταιρίας με ποσοστό 9,83% επί του μετοχικού κεφαλαίου (13.831 μετοχές). Με το με αρ. ....2011 πρακτικό της Γ.Σ. των μετόχων, εκλέχθηκε το Δ.Σ. της εταιρίας και συγκροτήθηκε αυτό σε σώμα με το αριθμ. ....2011 πρακτικό, ως εξής: 1) Ι. Γ. του Α., Πρόεδρος του Δ.Σ. (εναγόμενος) 2) Σ. Ε. του Γ., Δ/νων Σύμβουλος και Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. 3) Κ. Π. του Η., συζ. Ν. Ρ., μέλος του Δ.Σ. 4) Ι. Α. του Γ., μέλος του Δ.Σ. 5) Σ. Γ., συζ. Ε., μέλος του Δ.Σ. 6) Σ. Γ. του Γ., μέλος του Δ.Σ. 7) Σ. Δ. του Γ., μέλος του Δ.Σ. 8) Κ. Α. του Δ., μέλος του Δ.Σ και 9) Σ. Γ. του Ε., μέλος του Δ.Σ. Η θητεία του ανωτέρω Δ.Σ. ορίστηκε τριετής. Περαιτέρω, από την έναρξη λειτουργίας της εταιρίας, τα ιδρυτικά στελέχη της, καθώς επίσης και τα τέκνα αυτών, υπό την ιδιότητά τους ως ελεύθεροι επαγγελματίες, συνήπταν με την ενάγουσα, κάθε έτος, αντί υψηλών αμοιβών, συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, οι οποίες εγκρίνονταν κατ' άρθρο 23α παρ. 2 του Ν. 2190/1920 από την Τακτική Γ.Σ. και κατατίθεντο στην Δ.Ο.Υ. Λαμίας. Αν και οι καταβαλλόμενες δυνάμει των συμβάσεων αυτών αμοιβές, επιβάρυναν σημαντικά τα γενικά έξοδα της εταιρείας (με συνέπεια, όλες οι χρήσεις, τεχνηέντως, να εμφανίζονται ζημιογόνες), η τελευταία, στην πραγματικότητα, ήταν κερδοφόρα και, ουσιαστικά, με τον τρόπο αυτό, γίνονταν διανομή των κερδών μεταξύ των εκάστοτε μελών του Δ.Σ. και δεν διανέμονταν μέρισμα στους υπόλοιπους μετόχους, που ήταν συγγενείς - μέλη των οικογενειών των ιδρυτών της, πρακτική την οποία, όλα αυτά τα χρόνια, επιδοκίμαζαν και επικροτούσαν οι εταίροι - μέλη του Δ.Σ. (μεταξύ των οποίων και ο εναγόμενος), μετακυλίοντας με τον τρόπο αυτό τις ζημίες στο νομικό πρόσωπο της ανώνυμης εταιρίας, μέσω της διαδικασίας διανομής μερίσματος από την τακτική Γ.Σ. Ο εναγόμενος, ο οποίος ήταν ένα εκ των ιδρυτικών στελεχών της ενάγουσας και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της έως και την 24-6-2011, ότε και εξελέγη Πρόεδρος αυτού, συνήπτε κάθε έτος συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με την ενάγουσα, οι οποίες εγκρίνονταν από την Τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων της, κατά τη διάταξη του άρθρου 23 α παρ.2 του κ.ν. 2190/1920. Από την επισκόπηση του περιεχομένου των συμβάσεων αυτών, τις οποίες ο ίδιος είχε εγκρίνει ανεπιφύλακτα ως μέτοχος, σε όλες τις Τακτικές Γενικές Συνελεύσεις, προκύπτει σαφώς ότι αποκλείεται απολύτως η ερμηνεία τους ως συμβάσεων εργασίας. Ειδικότερα, σε όλες τις εν λόγω συμβάσεις, ρητώς αναφέρεται ότι η ενάγουσα αναθέτει στον εναγόμενο Γ. Ι., που "αναλαμβάνει επ' αμοιβή ως επιστήμων γεωπόνος", τις εξής αρμοδιότητες : α) να παρέχει τις εξειδικευμένες γνώσεις του στους πελάτες της εταιρίας είτε εντός του καταστήματος της, είτε και εκτός αυτού, στους αγρούς, β) να μελετά τη σύνθεση, χρήσεις και επιπτώσεις και να επιλέγει και προτείνει την προμήθεια των πωλούμενών γεωργικών φαρμάκων, λιπασμάτων και σπόρων και να παρέχει συμβουλές για τον τρόπο χρήσης αυτών, καθώς και τη σύνταξη μελετών και εκτιμήσεων, υπό τους όρους, μεταξύ άλλων, ότι δεν επιτρέπεται να παρέχει το ίδιο έργο σε άλλη εταιρία και ότι ο ίδιος θα φέρει την ευθύνη της επιτυχίας του έργου, ευθυνόμενος σε αποζημίωση για κάθε ζημία που τυχόν ήθελε υποστεί η ενάγουσα, με την συμφωνία ότι για την αμοιβή θα εκδίδεται θεωρημένη απόδειξη παροχής υπηρεσιών ή απόδειξη δαπανών και ότι η τελευταία θα έχει το δικαίωμα, κατ' εκλογή της, να καταγγείλει τη σύμβαση ή να υπαναχωρήσει αζημίως από αυτή οποτεδήποτε, ενώ σε περίπτωση πλημμελούς εκτέλεσης του έργου ή πλημμελούς εκπλήρωσης των εκ της συμβάσεων απορρεουσών υποχρεώσεων του εναγομένου ή παραβάσεώς τους, η ενάγουσα δικαιούται σωρευτικά, πλην της καταγγελίας ή υπαναχωρήσεως αζημίως από τη σύμβαση, να ζητήσει και την αποκατάσταση κάθε ζημίας της. Η κατά τη σύμβαση προβλεπόμενη κάθε φορά, συμφωνηθείσα "αμοιβή" του εναγομένου, πέραν του ότι ήταν ιδιαίτερα υψηλή, διέφερε κατ' έτος. Ειδικότερα, οι εν λόγω συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, εγκρίνονταν κάθε χρόνο από τη Γενική Συνέλευση και το ποσό των "αμοιβών" δεν ήταν σταθερό, αλλά προσδιοριζόταν εν όψει των διαφαινομένων κερδών της επόμενης χρήσης, κατά το χρόνο κάθε τακτικής Γενικής Συνέλευσης, δηλαδή περί το μήνα Ιούνιο κάθε έτους. Όπως δε προκύπτει από τα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρίας, μετά την καταβολή των ανωτέρω "αμοιβών", δεν απέμεναν κέρδη προς διανομή στους μετόχους, διότι, στην εκάστοτε ετήσια Τακτική Γ.Σ., οπότε και προσδιορίζονταν οι αμοιβές των εταίρων - μελών του Δ.Σ., μπορούσαν να προβλεφθούν τα κέρδη του επόμενου έτους. Συγκεκριμένα, η αμοιβή του εναγομένου το έτος 2000, (αρχική σύμβαση) ορίστηκε στο ποσό των 108.333 δρχ. μηνιαίως, το έτος 2001 στο ποσό των 119.167 δρχ. μηνιαίως, το έτος 2002 στο ποσό 5.386 ευρώ μηνιαίως, το έτος 2003 ορίστηκε στο ποσό 5.655 ευρώ μηνιαίως, το έτος 2004 στο ποσό των 6.000 ευρώ μηνιαίως, τα έτη 2005, 2006, 2007, 2008 και 2009 στο ποσό των 6.600 ευρώ μηνιαίως (ήτοι 79.200 ευρώ ετησίως), το έτος 2010 στο ποσό των 4.166 ευρώ μηνιαίως και τα έτη 2011 έως 2013, στο ποσό των 6.600 ευρώ μηνιαίως (ήτοι 79.200 ευρώ ετησίως). Ο εναγόμενος, προκειμένου να λαμβάνει με τον τρόπο που προεκτέθηκε τα μερίσματα που αντιστοιχούσαν στην μετοχική του σχέση, εξέδιδε για κάθε καταβολή αμοιβής από την ενάγουσα, αντίστοιχη απόδειξη παροχής υπηρεσιών. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι τόσο ο ίδιος, όσο και όλα τα ιδρυτικά μέλη και μέτοχοι της εταιρίας, ήταν ασφαλισμένα με δικές τους δαπάνες στον ΟΑΕΕ (πλέον ΕΦΚΑ), κατέβαλαν τις εισφορές τους εξ' ιδίων χρημάτων, ενώ σε καμία περίπτωση δεν δήλωναν τα ποσά αυτά ως αποδοχές από μισθωτές υπηρεσίες. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, αν ληφθούν υπόψη οι όροι και οι ιδιαίτερες πραγματικές συνθήκες, υπό τις οποίες ο εν λόγω μέτοχος παρείχε τις υπηρεσίες του στην ενάγουσα οικογενειακή εταιρεία, αλλά και η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η μεταξύ αυτού και της εταιρείας σχέση, δεν είναι εκείνη της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας. Ειδικότερα, ο εναγόμενος, παρείχε τις ανωτέρω υπηρεσίες με συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών και όχι με σχέση εξαρτημένης εργασίας, καθόσον, αναλαμβάνοντας την άσκηση των πράξεων διαχείρισης και εκπροσώπησης της ενάγουσας εταιρίας, την οργάνωση, εποπτεία και τον έλεγχο της δραστηριότητά της στους ανωτέρω τομείς και παρέχοντας τις υπηρεσίες του στα γραφεία της τελευταίας, αλλά και οπουδήποτε αλλού ήταν αναγκαίο, ενεργούσε αυτοβούλως και κατά την εκτίμησή του περί του συμφέροντος της εταιρείας, καθορίζοντας ο ίδιος, εντελώς αυτόνομα, τον τόπο, τρόπο και χρόνο της απασχόλησής του, μη υποκείμενος, ως προς αυτά, στη νομική εξάρτηση της ενάγουσας, αφού λόγω της ως άνω ιδιότητάς του, ασκούσε εξουσία διοικητική και διαχειριστική, με δική του ευθύνη και πρωτοβουλία, υποβαλλόμενος, ως όργανο της εταιρίας, στο καθεστώς που διέπει το διοικητικό συμβούλιο της τελευταίας, χωρίς να υφίσταται κανενός είδους έλεγχο και εποπτεία, ούτε να δέχεται εντολές από εταιρικό όργανο, δοθέντος μάλιστα ότι ο ίδιος ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της, που λειτουργούσε ως συλλογικό όργανο, στο οποίο όλοι οι συμμετέχοντες συναποφάσιζαν για τα γενικότερης σημασίας ζητήματα της εταιρίας. Όσον αφορά δε, στις αρμοδιότητες που του είχαν ανατεθεί από το Δ.Σ. ή σ' εκείνες που προβλέπονταν στις συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών που κατήρτιζε με την ενάγουσα, αυτές ήταν αρμοδιότητες που απλώς εξειδίκευαν τις εξουσίες που ανέλαβε ως προϊστάμενος του ανωτέρω τομέα (υπεύθυνος προώθησης φυτοπροστατευτικών προϊόντων, λιπασμάτων, σπόρων κλπ), λόγω της εμπειρίας και της γνώσης, από μέρους του, των ανωτέρω αντικειμένων, εξαιτίας της πολυετούς ενασχόλησής του στην εταιρία. Εξάλλου, οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, όχι μόνο δεν υπέκρυπταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά αποτελούσαν, όπως ήδη αναφέρθηκε, τον επιλεγέντα μεταξύ των εταίρων - μελών του Δ.Σ., τρόπο διανομής των κερδών της εταιρίας. Εκ των ανωτέρω προκύπτει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι η σχέση που συνέδεε τον εναγόμενο με την ενάγουσα, ήταν αυτή της σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών και όχι σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, όπως ο ίδιος αβασίμως ισχυρίζεται. Τούτο διότι, με αυτές, καθίσταται σαφές ότι ο εναγόμενος καθόριζε ο ίδιος τους όρους, χρόνο και τον τρόπο της εργασίας του, μη υποκείμενος, ως προς τις συνθήκες παροχής των υπηρεσιών του, σε εντολές ή οδηγίες από το Διοικητικό Συμβούλιου, του οποίου, μέλος αρχικά και, από το έτος 2011, Πρόεδρος ήταν ο ίδιος. Η κρίση του Δικαστηρίου περί των ανωτέρω, ενισχύεται α) από το ύψος των αμοιβών τις οποίες λάμβανε κατ' έτος ο εναγόμενος, βάσει των εν λόγω συμβάσεων, οι οποίες ήταν κατά πολύ υψηλότερες από τους μισθούς των υπολοίπων εργαζομένων που απασχολούνταν στην ενάγουσα με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, σε συνάρτηση με την δυναμικότητα της εταιρίας και τον κύκλο εργασιών της, β) από το γεγονός ότι ο εναγόμενος, αν και διετέλεσε επί σειρά ετών μέλος, αλλά και Πρόεδρος του Δ.Σ. της ενάγουσας, ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε ή έστω υπέβαλε το παραμικρό αίτημα αναφορικά με την ασφάλισή του σε άλλον ασφαλιστικό φορέα πλην του ΟΑΕΕ και την καταβολή εκ μέρους του των ανάλογων ασφαλιστικών εισφορών, ούτε διαμαρτυρήθηκε ή μερίμνησε ώστε να καταργηθεί η, κατά τους ισχυρισμούς του, επί σειρά ετών, σε βάρος του καταχρηστική σύναψη συμβάσεων "παροχής υπηρεσιών" κι όχι συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας και δη αορίστου χρόνου, λαμβανομένου υπόψη ότι, τουλάχιστον κατά το χρονικό διάστημα της τριετίας κατά την οποία αυτός διετέλεσε Πρόεδρος του Δ.Σ. της ενάγουσας (στο οποίο, σημειωτέον, συμμετείχαν μέλη της οικογένειας του, που αναμφίβολα θα στήριζαν το αίτημά του), είχε τη δυνατότητα να το πράξει ο ίδιος, γ) από το γεγονός ότι όχι μόνο δεν αποδείχτηκε, αλλά ούτε καν ο ίδιος ο εναγόμενος δεν επικαλείται το πρόσωπο ή τα πρόσωπα της διοίκησης της ενάγουσας, τα οποία καθόριζαν όχι μόνο τον τρόπο σύναψης των συγκεκριμένων συμβάσεων, αλλά και το ωράριό του, το ύψος των αποδοχών του, ενώ παράλληλα επέβλεπαν την εργασία που αυτός παρείχε, δίνοντάς του τις σχετικές εντολές για τον τρόπο με τον οποίο ήταν υποχρεωμένος να ενεργεί ως εργαζόμενος, δ) από το γεγονός ότι η ενάγουσα εταιρία, ως εργοδότρια, απασχολούσε το σύνολο του υπαλληλικού της προσωπικού της δυνάμει συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου και ήταν συνεπής στην κάλυψη των ασφαλιστικών τους εισφορών, ε) από το γεγονός ότι τόσο ο εναγόμενος, όσο και οι λοιποί εταίροι - μέλη του Δ.Σ. της ενάγουσας, ουδέποτε έλαβαν, κατά την διάρκεια όλων αυτών των ετών, ποσά από μερίσματα. Πάντα δε τα ανωτέρω, έχουν ήδη κριθεί με ισχύ δεδικασμένου δυνάμει της υπ' αριθμ. .../2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας, με την οποία κρίθηκε αμετακλήτως ότι οι ως άνω συμβάσεις μεταξύ της ενάγουσας και των μελών του ΔΣ αυτής "ήταν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας και μάλιστα αορίστου χρόνου, με συνέπεια τη ζημία της εναγομένης, καθώς αυτή θα υποχρεωθεί να τους καταβάλει μεγάλα χρηματικά ποσά ως αποζημίωση απόλυσης, αφού οι συμβάσεις αυτές ήταν ετήσιας διάρκειας, κατατίθεντο στη Δ.Ο.Υ. Λαμίας και από την επισκόπηση του περιεχομένου τους αλλά και από τις συνθήκες παροχής των υπηρεσιών τους προκύπτει ότι οι επίμαχες συμβάσεις ήταν συμβάσεις παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, καθώς αυτοί δεν υπόκειντο σε καμία νομική ή προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη τους, ήτοι το νομικό πρόσωπο της εναγομένης". Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι, στις 27-6-2013, έλαβε χώρα Τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων της εταιρίας, με θέματα ημερήσιας διάταξης, μεταξύ άλλων, την έγκριση των αμοιβών των μελών του ΔΣ, για παρεχόμενες εκ μέρους τους υπηρεσίες, κατά το χρονικό διάστημα από την 1-7-2013, μέχρι την επόμενη Τακτική Γενική Συνέλευση. Από το προσκομιζόμενο υπ'αριθ. ...-2013 πρακτικό Τακτικής Γενικής Συνέλευσης, προκύπτει ότι με απόφαση αυτής (ΓΣ), εγκρίθηκε η σύμβαση παροχής υπηρεσιών της ενάγουσας με τον εναγόμενο και ορίστηκε ως αποζημίωση-αμοιβή για τις υπηρεσίες του, το ποσό των 79.200 ευρώ ετησίως, δηλαδή η αμοιβή του διατηρήθηκε στο ύψος που αυτή είχε οριστεί ήδη από το έτος 2005 και εντεύθεν, δίχως να επηρεαστεί από την οικονομική κατάσταση της ενάγουσας, με μόνη εξαίρεση το έτος 2010. Ωστόσο, επειδή στην εν λόγω Τακτική Γενική Συνέλευση δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες διατυπώσεις πληροφόρησης των μελών και λόγω του ότι αποκλείσθηκαν από τη συμμετοχή τους σε αυτήν μέτοχοι που είχαν το 58,04% του μετοχικού κεφαλαίου, κατόπιν ασκήσεως ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, εκ μέρους ορισμένων εκ των μελών του Διοικητικού της Συμβουλίου, κατά της ενάγουσας, αγωγής αναγνώρισης της ακυρότητας της απόφασης της ως άνω Γενικής Συνέλευσης, εξεδόθη εκ του ανωτέρω Δικαστηρίου η υπ' αριθ. .../2015 απόφαση, με την οποία αναγνωρίστηκε ότι η απόφαση της ΓΣ της ενάγουσας που λήφθηκε κατά τη συνεδρίαση της 27-6-2013, για την οποία συντάχθηκε το με αρ. .../2013 πρακτικό, είναι άκυρη ως προς όλα τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Η ανωτέρω απόφαση, επικυρώθηκε με την υπ' αριθ. .../2019 απόφαση του Εφετείου Λάρισας (που δημοσιεύθηκε κατά νόμο στη μερίδα της ενάγουσας εταιρίας στο ΓΕΜΗ, στις 20.5.2019, με Κωδικό Αριθμό Καταχώρησης ...), η οποία απέρριψε την έφεση κατ' ουσίαν, κρίνοντας ομοίως, ότι η προσβληθείσα απόφαση της ΓΣ της ενάγουσας, ήταν άκυρη, ενώ ουδείς εκ των διαδίκων επικαλείται ή αποδεικνύει, ότι κατά της ανωτέρω απόφασης, έχει ασκηθεί το ένδικο μέσο της αναίρεσης.
Συνεπώς και, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό της σύμβασης, η κατάρτιση της μεταξύ των διαδίκων επίδικης σύμβασης, χωρίς άδεια της Γενικής Συνέλευσης της ενάγουσας, σύμφωνα με το άρθρο 23" ν. 2190/1920 (αφού η ΓΣ στην οποία αποφασίστηκε η κατάρτιση αυτή, αναγνωρίσθηκε ως άκυρη), είναι απολύτως άκυρη. Ο εναγόμενος - εκκαλών, με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του, ισχυρίζεται ότι δεν τίθεται εν προκειμένω θέμα αδικαιολόγητου πλουτισμού του, αφού η καταβολή του ποσού των 79.200 ευρώ, είχε ως νόμιμη αιτία την έγκυρη και ισχυρή εργασιακή σχέση του με την ενάγουσα (είτε ως εξαρτημένη είτε ως ανεξάρτητη), η οποία προϋπήρχε της ιδιότητάς του ως μέλους του ΔΣ και δεν εξέρχονταν των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών της τελευταίας με τρίτους, όπως εσφαλμένος έκρινε η εκκαλούμενη.
Εν προκειμένω όμως, από τα προαναφερθέντα στοιχεία, αποδείχτηκε σαφώς ότι η ενάγουσα εταιρία κατήρτιζε συμβάσεις παροχής υπηρεσιών μόνο με μέλη του Δ.Σ. της, αφού ούτε μία εκ των επικαλούμενων από τον εναγόμενο συμβάσεων, δεν καταρτίστηκε σε χρόνο κατά τον οποίο αυτός δεν είχε την ιδιότητα του μέλους του Δ.Σ., ούτε βεβαίως προηγήθηκε η κατάρτιση των εν λόγω συμβάσεων, της εκλογής του στο Δ.Σ. Ο δε ισχυρισμός του εναγομένου ότι ήδη από το έτος 1979 και για χρονικό διάστημα 35 ετών, συνεχώς και αδιαλείπτως, παρείχε προς την ενάγουσα ίδιες κατά περιεχόμενο υπηρεσίες, πέραν της ιδιότητάς του ως μέλους του ΔΣ αυτής (και ασχέτως της φύσεως της μεταξύ τους σχέσης), επί τη βάση προϋπάρχουσας ειδικής εργασιακής σχέσης, η οποία δεν εξέρχονταν από τα όρια τρέχουσας, συνήθους και καθημερινής δράστηριότητάς της, ουδόλως αποδείχτηκε, καθώς δεν αναφέρονται ούτε οι από το έτος 1976 οικονομικές δυνατότητες της εταιρίας, ούτε τυχόν αντίστοιχες συμβάσεις με άλλους εργαζόμενους της εταιρίας ή αντίστοιχες συναλλαγές της με τρίτους συνεργάτες. Αντίθετα, λαμβανομένων υπόψη : α) ότι από την έναρξη της λειτουργίας της, η ενάγουσα υπήρξε οικογενειακή και ολιγομετοχική εταιρία, λόγος για τον οποίο οι ιδρυτές - μέτοχοι και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της, ασχολούνταν προσωπικά με τις υποθέσεις της και τον κύκλο εργασιών της, προκειμένου, με τον τρόπο αυτό, να διασφαλίζεται καλύτερος έλεγχος και εποπτεία των υποθέσεών της, β) των ιδιαιτέρως υψηλών αποδοχών, τις οποίες λάμβανε πάντοτε ο εναγόμενος από την ενάγουσα για τις υπηρεσίες που παρείχε, ακόμη κι όταν δεν ήταν μέλος του ΔΣ αυτής, οι οποίες ουδεμία σχέση είχαν με τις σημαντικά κατώτερες αποδοχές των λοιπών εργαζομένων και γ) ότι αυτός ουδέποτε ασφαλίστηκε σε άλλον ασφαλιστικό φορέα πλην του ΟΑΕΕ, σε αντίθεση με τους λοιπούς εργαζόμενους της ενάγουσας, καθίσταται σαφές ότι η εκάστοτε μεταξύ τους συμβατική σχέση, δεν ενέπιπτε στις συμβάσεις που καταρτίζονται στο πλαίσιο της καθημερινής δράσης της εταιρείας, ήτοι σε αυτές που οι όροι τους είναι οι συνήθεις όροι των συμβάσεων που η τελευταία συνήπτε με τους λοιπούς συναλλασσομένους με αυτή, αλλά υπερέβαινε το για τη συγκεκριμένη περίπτωση μέτρο, όπως αυτό προσδιορίζεται από τη δραστηριότητα της εταιρείας, την οικονομική της ευρωστία, τις ανάγκες της τελευταίας που ικανοποιούνται με τις συμβάσεις αυτές και τις συνήθειες που κρατούν στις συναλλαγές για συμβάσεις του αυτού είδους, εξερχόμενη των ορίων της τρέχουσας συναλλαγής, ούσα, επομένως, άκυρη, εφόσον δεν παρασχέθηκε η από τη διάταξη του άρθρου 23απαρ. 2 κ.ν. 2190/1920 προβλεπόμενη ειδική άδεια της Γενικής Συνέλευσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως, έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία, η οποία όπου είναι αναγκαίο αντικαθίσταται με την παρούσα (ΚΠολΔ 534), ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις ενώπιον του προσαχθείσες αποδείξεις και ο περί του αντιθέτου, δεύτερος λόγος της έφεσης, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Απορριπτέος ως αβάσιμος κατ' ουσίαν, τυγχάνει και ο τρίτος λόγος της έφεσης, κατά τον οποίο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του εναγομένου ότι ο κατά την αγωγή πλουτισμός του, έχει ως νόμιμη αιτία το μη δυνάμενο να του επιστραφεί αντάλλαγμα που αυτός κατέβαλε στην ενάγουσα και, συγκεκριμένα, την εργασία που αυτός της παρείχε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (από 1-7-2013 έως 30-7-2014), καθόσον, όπως ανωτέρω αποδείχτηκε, όλες ανεξαιρέτως οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που καταρτίστηκαν μεταξύ του εναγομένου και της εταιρίας, όχι μόνο δεν υπέκρυπταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά αποτελούσαν, όπως ήδη αναφέρθηκε, τον επιλεγέντα μεταξύ των εταίρων - μελών του Δ.Σ., τρόπο διανομής των κερδών της εταιρίας, δοθέντος ότι η κατά τη σύμβαση προβλεπόμενη κάθε φορά, συμφωνηθείσα "αμοιβή" του εναγομένου, πέραν του ότι ήταν ιδιαίτερα υψηλή, διέφερε κατ' έτος, αφού προσδιορίζονταν ενόψει των διαφαινομένων κερδών της επόμενης εταιρικής χρήσης, κατά το χρόνο κάθε τακτικής Γενικής Συνέλευσης, δηλαδή περί το μήνα Ιούνιο κάθε έτους, ενώ, όπως προκύπτει από τα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρίας, μετά την καταβολή των ανωτέρω "αμοιβών", δεν απέμεναν κέρδη προς διανομή στους μετόχους. Περαιτέρω, αβάσιμος κατ' ουσίαν τυγχάνει και ο τέταρτος λόγος της έφεσης, κατά τον οποίο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, απορρίπτοντας ουσία τον νομίμως προβληθέντα με ένσταση ισχυρισμό του, ότι σε κάθε περίπτωση, η ενάγουσα εταιρία είχε τη βούληση, κατ' άρθρο 905 ΑΚ, να του καταβάλει την επίδικη αμοιβή ύψους 79.200 ευρώ, βούληση η οποία διαμορφώθηκε ελεύθερα και δεν ήταν προϊόν εξαναγκασμού, καθόσον αυτή, ενώ γνώριζε την ακυρότητα της από 27-6-2013 απόφασης της ΓΣ και, επομένως, και της από 27-6-2013 σύμβασης παροχής υπηρεσιών που καταρτίστηκε με τον εναγόμενο σε εκτέλεση αυτής, εν τούτοις, ουδέποτε έλαβε απόφαση είτε να διακόψει την μεταξύ τους εργασιακή σχέση, καταγγέλλοντας τη σύμβαση, είτε να συνεχίσει να του καταβάλλει την επίδικη αμοιβή, με την επιφύλαξη όμως αναζήτησής της. Ειδικότερα, αποδείχτηκε κατά τα ανωτέρω, ότι ναι μεν η ενάγουσα εταιρία κατέβαλε στον εναγόμενο, για το επίδικο χρονικό διάστημα, το συνολικό ποσό των 79.200 ευρώ, ωστόσο, ορθώς, έπραξε τούτο σε εκτέλεση της ως άνω απόφασης της Γενικής Συνέλευσης, κατά της οποίας ασκήθηκε άμεσα αγωγή αναγνώρισης ακυρότητας και η οποία, μέχρι την αναγνώριση της ακυρότητάς της, παρήγαγε έννομα αποτελέσματα που όφειλε να αποδεχθεί και να σεβαστεί η ενάγουσα. Εκ τούτων προκύπτει ότι, κατά το χρόνο καταβολής της αμοιβής του εναγομένου εκ μέρους της ενάγουσας, δεν υπήρχε βούληση ελευθεριότητας της τελευταίας, αφού άμεσα διενεργήθηκαν όλες οι νομικά αναγκαίες ενέργειες αναγνώρισης της ακυρότητας της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης, με την οποία καταρτίστηκε η επίδικη σύμβαση παροχής υπηρεσιών και καθορίσθηκε η αμοιβή του εναγομένου, ενώ, παράλληλα, η Τακτική Γενική Συνέλευσης της χρήσης του 2013, ενέκρινε τα οικονομικά αποτελέσματα, με τη ρητή επιφύλαξη της έκβασης των σχετικών αγωγών και γνωστοποίησε ρητώς στον εναγόμενο, που έλαβε μέρος στην εν λόγω ΓΣ, τη βούλησή της να δικαιολογήσει τα αδικαιολογήτως εισπραχθέντα. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι μετά την αναγνώριση της ακυρότητας της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης της ενάγουσας, που λήφθηκε κατά τη συνεδρίαση της 27-6-2013, η τελευταία, με συμμετοχή μετόχων εκπροσωπούντων το 100% του μετοχικού κεφαλαίου και, κατόπιν της από 30.5.2019 νομίμως δημοσιευθείσας πρόσκλησης του Διοικητικού Συμβουλίου της, επανέλαβε, ως όφειλε, την Τακτική Γενική Συνέλευση για τη χρήση 1.1.2012 - 31.12.2012, στις 21.6.2019, με θέμα ημερήσιας διάταξης, μεταξύ άλλων, την προέγκριση αμοιβών των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, για το χρονικό διάστημα από 4.3.2013 έως 12.6.2014, δεδομένου ότι οι προαναφερόμενες καταρτισθείσες κατά την άκυρη Γ.Σ. της 27.6.2013, συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, ήταν απολύτως άκυρες. Κατά τη Γενική αυτή Συνέλευση, αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία, ήτοι κατά ποσοστό 50,46%, η προέγκριση αμοιβής, για το χρονικό διάστημα από 1.7.2013 έως 12.6.2014, μόνο για τα μέλη του Δ.Σ που είχαν εξουσία εκπροσώπησης της εταιρίας ή/και γενικότερα ενεργό συμμετοχή στις εταιρικές υποθέσεις, ήτοι για τους Σ. Γ., Σ. Ε., Σ. Δ., Σ. Γ., Π. Κ., Ι. Α. και Ι. Γ. Ειδικότερα, προεγκρίθηκε αμοιβή έως το ποσό των 168.000 ευρώ, η οποία θα μοιράζονταν ισόποσα στα παραπάνω μέλη του Δ.Σ, ήτοι θα λάμβανε έκαστος εξ' αυτών το ποσό των 24.000 ευρώ, ενώ για το χρονικό διάστημα από 4.3.2013 έως 30.6.2013, αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία η προέγκριση αμοιβής ποσού 8.000 € για το μέλος του Δ.Σ Γ. Σ. Οι εν λόγω αμοιβές ήταν εύλογες και αντίστοιχες με τις αρμοδιότητες των μελών του ΔΣ και τη συμμετοχή τους στις εταιρικές υποθέσεις, σε αντίθεση με τα εγκριθέντα από την άκυρη Γ.Σ. της 27.6.2013 υπέρογκα ποσά. Ως εκ τούτου, ο εναγόμενος εισέπραξε από την ενάγουσα, κατά το χρονικό διάστημα από 30.6.2013 έως 30.6.2014, το ποσό των [79.200,00 ευρώ - 24.000,00 ευρώ] πενήντα πέντε χιλιάδων, διακοσίων (55.200,00) ευρώ, χωρίς νόμιμη αιτία (άρθ. 904 ΑΚ), ήτοι αχρεωστήτως, σε εκτέλεση απόλυτα άκυρης σύμβασης, με ισόποση ζημία της ενάγουσας, ποσό το οποίο και οφείλει να της αποδώσει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Ο δε ισχυρισμός του ότι ο πλουτισμός του (55.200 ευρώ) δεν σώζεται, διότι ανάλωσε το εν λόγω χρηματικό ποσό εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος μετά την καταβολή του, πραγματοποιώντας δαπάνες για να αντιμετωπίσει ανάγκες, στις οποίες, άλλως, δεν θα προέβαινε και, δη, ότι ανάλωσε το ποσό αυτό σε έξοδα διαβίωσης, δαπανηρότερης μάλιστα σε σχέση με το επίπεδο διαβίωσής του, του προηγούμενου έτους, καθώς επίσης και σε δαπάνες ανέγερσης κατοικίας στη Κοινότητα ..., στις οποίες, άλλως, δεν θα προέβαινε, ουδόλως αποδείχτηκε, καθόσον ο ίδιος δεν προσκόμισε κανένα απολύτως στοιχείο που να τον θεμελιώνει. Το ποσό αυτό (55.200 ευρώ), οφείλει εξάλλου να καταβάλει στο σύνολό του ο εναγόμενος, καθόσον, ναι μεν ως προς αυτό, παρακρατήθηκε φόρος 20%, που αποδόθηκε στην Εφορία, πλην όμως το ποσό της παρακράτησης φόρου συμψηφίστηκε, με βάση τη φορολογική νομοθεσία, με τον συνολικό φόρο εισοδήματος που του αναλογούσε, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του, ως ουσιαστικά αβάσιμου. Επομένως, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ουσία τη σχετική ένστασή του (άρθρ. 909 ΑΚ) και ο έκτος λόγος της έφεσης κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια με την εκκαλούμενη απόφαση, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, αναφορικά με τον χαρακτηρισμό της αμοιβής του εναγομένου, ύψους 24.000 ευρώ (την οποία αιτιολογία το Δικαστήριο τούτο αντικαθιστά κατ' άρθρο 534 ΚΠολΔ, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα στην κρινόμενη έφεση, κρίνονται ως αβάσιμα και απορριπτέα.>>. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε την υπ' αρ. .../2020 εκκαλουμένη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, η οποία είχε κάνει κατ` ουσίαν δεκτή την ανωτέρω αγωγή της αναιρεσίβλητης και είχε υποχρεώσει τον αναιρεσείοντα να της καταβάλει νομιμοτόκως το ποσό των 55.200 ευρώ.
Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 23 Α' Ν. 2190/2020 και 904 Α.Κ. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και τα ως άνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα, η αναιρεσίβλητη κατήρτιζε συμβάσεις παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών μόνον με τα μέλη του Δ.Σ. αυτής, όπως έπραξε και με τον αναιρεσείοντα, του οποίου όλες οι αντίστοιχες συμβάσεις συνήφθησαν ενόσω είχε την ιδιότητα του μέλους του Δ.Σ. της και όχι προγενέστερα όταν ήταν απλώς μέτοχος αυτής, η επίδικη δε σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων και αφορούσε στο διάστημα από 30-6-2013 έως 30-6-2014 και ορίστηκε ως αποζημίωση - αμοιβή του αναιρεσείοντος το ποσό των 79.200 ευρώ ετησίως, είναι άκυρη, διότι έγινε χωρίς άδεια της Γ.Σ. της αναιρεσίβλητης, δεδομένου ότι η από 27-6-2013 Γ.Σ., στην οποία εγκρίθηκε η εν λόγω σύμβαση, αναγνωρίσθηκε τελεσιδίκως ότι είναι άκυρη. Επίσης, η επίδικη σύμβαση εξερχόταν των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών της αναιρεσίβλητης που κατήρτιζε με τους λοιπούς συναλλασσομένους, ενόψει του οικογενειακού και ολιγομετοχικού χαρακτήρας της, του γεγονότος ότι οι ιδρυτές - μέτοχοι και μέλη του ΔΣ ασχολούντο προσωπικά με τις υποθέσεις της και των ιδιαίτερα υψηλών αποδοχών του αναιρεσείοντος, σε σχέση με τις σημαντικά κατώτερες αποδοχές των λοιπών εργαζομένων και ως εκ τούτου αυτή (σύμβαση) είναι άκυρη, καθόσον καταρτίστηκε χωρίς άδεια της Γ.Σ. της αναιρεσίβλητης. Συνεπεία δε της ακυρότητας της επίδικης συμβάσεως, ο αναιρεσείων κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιώτερος κατά το εισπραχθέν από την αναιρεσίβλητη ποσό των 55.200 ευρώ, επιπλέον της εύλογης αμοιβής του ποσού των 24.000 ευρώ. Περαιτέρω, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νομίμου βάσεως, αφού από το ως άνω αιτιολογικό της προκύπτουν σαφώς όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων, ενώ έχει τις αναγκαίες αιτιολογίες, οι οποίες είναι σαφείς, πλήρεις και δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, καθιστούν δε εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις προαναφερθείσες διατάξεις. Επομένως, οι ως τρίτος και τέταρτος αναιρετικοί λόγοι από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ, υφίσταται λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο (ΟλΑΠ 19/2005). Πάντως, ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την παράβαση του νόμου, δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή την εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων. Αν η κρίση περί δεδικασμένου στηρίζεται επί διαδικαστικών εγγράφων, για τη βασιμότητα ή μη του λόγου, ελέγχεται και η εκτίμηση του περιεχομένου τους, ενώ επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο και η απόφαση από όπου απορρέει το δεδικασμένο και ελέγχει με βάση αυτή τη σχετική παραδοχή του δικαστηρίου (άρθρο 561 αρ. 2 ΚΠολΔ). Για να θεμελιωθεί, όμως, ο παραπάνω λόγος προϋποτίθεται, ότι το δικαστήριο της ουσίας επιλήφθηκε αυτεπάγγελτα ή κατά πρόταση κάποιου από τους διαδίκους της έρευνας για τη συνδρομή ή όχι των όρων του δεδικασμένου (ΑΠ 1002/2005). Άρα, απαιτείται η προσβαλλόμενη απόφαση να περιέχει θετική ή αρνητική κρίση για παραδοχή ή όχι του δεδικασμένου (ΑΠ 370/2019). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 322, 324, 331 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι δεδικασμένο υπάρχει, μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το αυτό αντικείμενο και την αυτή ιστορική και νομική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που ήταν αναγκαία και συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη. Ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα) που αφορά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση (ΑΠ 591/2017, 1685/2008). Το δεδικασμένο, δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 324 και 332 ΚΠολΔ, δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (ΑΠ 1559/2017) καλύπτει δε, ως ενιαίο σύνολο, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσεως. Συγκεκριμένα καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, δηλαδή την έννομη σχέση που αναγνωρίστηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου, την οποία εφάρμοσε και γ) την ιστορική αιτία, που έγινε δεκτή και τα πραγματικά περιστατικά, που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσεως. Η ιστορική αιτία, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, από μόνα τους, δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο. Με άλλες λέξεις, το δεδικασμένο δεν καλύπτει τα πραγματικά περιστατικά αυτοτελώς λαμβανόμενα, ανεξάρτητα δηλαδή από το δικανικό συλλογισμό της πρώτης αποφάσεως. Τα ανωτέρω ισχύουν, και όταν η έννομη σχέση που έχει αναγνωρισθεί τελεσίδικα αποτελεί προδικαστικό ζήτημα άλλης, μεταγενέστερης αξιώσεως. Κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο υφίσταται για προδικαστικό ζήτημα που κρίνεται παρεμπιπτόντως και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος. Ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται "ετέρα έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού ζητήματος της δίκης". Το δεδικασμένο του άρθρου 331 ΚΠολΔ δεν αφορά ούτε πραγματικά περιστατικά ούτε βέβαια αξιολογικές κρίσεις. Το δεδικασμένο εκτείνεται μόνο σε δικαίωμα που κρίθηκε (άρθρο 324 ΚΠολΔ). Η κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ αυτοτελής κάλυψη του προδικαστικού ζητήματος εναρμονίζεται με τη ρύθμιση του άρθρου 322 ΚΠολΔ στο μέτρο που προδικαστικό ζήτημα στην έννοια του άρθρου 331 ΚΠολΔ αποτελούν μόνον οι προδικαστικές έννομες συνέπειες (και όχι τυχόν πραγματικά γεγονότα ή νομικές έννοιες κ.λπ.), κατά τον ίδιο ακριβώς λόγο που σύμφωνα με τη βασική ρύθμιση του άρθρου 322 ΚΠολΔ αντικείμενο του δεδικασμένου γενικώς μπορούν να αποτελέσουν μόνον έννομες σχέσεις (έννομες συνέπειες) (ΑΠ 45/2023, ΑΠ 370/2019). Στην περίπτωση όμως που η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε επί προηγούμενης αγωγής αφορούσε όχι την ίδια έννομη σχέση αλλά διαφορετική από εκείνη επί της οποίας θεμελιώνεται η δεύτερη αγωγή και επομένως δεν συνιστά προδικαστικό ζήτημα αυτής, το δεδικασμένο της πρώτης δεν εκτείνεται και επί τη δεύτερης, έστω και αν κάποια από τα μερικότερα πραγματικά στοιχεία της πρώτης αυτοτελώς λαμβανόμενα αποτελούν μέρος και της δεύτερης, διότι η κριθείσα με την πρώτη απόφαση έννομη σχέση δεν συνιστά προδικαστικό ζήτημα της δεύτερης κατά την έννοια του άρθρου 331 ΚΠολΔ (ΑΠ653/2020, ΑΠ39/2020, ΑΠ744/2019, ΑΠ 1218/2018). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει δεδικασμένο από την υπ' αριθμ. .../2018 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας για την ένδικη διαφορά, καθόσον δεν υπάρχει ταυτότητα των διαδίκων και ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας. Από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο αναφέρθηκε διηγηματικά στην ως άνω υπ' αριθ. .../2018 απόφαση του Εφετείου Λαμίας, ενώ ασχολήθηκε μόνο με το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ' αριθ. .../2019 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, το οποίο επικύρωσε την υπ' αριθ. .../2015 απόφαση του ΠΠρ Λαμίας, με την οποία αναγνωρίστηκε ότι η απόφαση της ΓΣ της αναιρεσίβλητης που λήφθηκε κατά τη συνεδρίαση της 27-2013 είναι άκυρη ως προς όλα τα θέματα της ημερήσιας διατάξεως, μεταξύ των οποίων και η έγκριση της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών του αναιρεσείοντος προς την αναιρεσίβλητη και ο ορισμός της αποζημιώσεως - αμοιβής του στο ποσό των 79.200 ευρώ ετησίως, με συνέπεια την ακυρότητα της εν λόγω συμβάσεως, το οποίο αποτελεί προδικαστικό ζήτημα στην παρούσα δίκη. Επομένως, ο ως άνω αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11 εδ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται, αν το δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του, κατά τη διαμόρφωση της αποδεικτικής του κρίσης, αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτώς και νομίμως, επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, χρήσιμα προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων περί πραγματικών γεγονότων, με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 1190/1981, ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1181/2010, ΑΠ 694/2009). Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι αυτοί που θεμελιώνουν την αγωγή ή τις ενστάσεις ή χρησιμεύουν προς απόκρουση της αγωγής ή των ενστάσεων (ΑΠ 179/2003). Για την πληρότητα αυτού του αναιρετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο: α) το φερόμενο ως μη ληφθέν υπόψη αποδεικτικό μέσο, κατά τρόπο, που να προκύπτει η ταυτότητά του. β) Ότι ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε και προσκόμισε το αποδεικτικό αυτό μέσο στο δικαστήριο της ουσίας. γ) Ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, του οποίου αυτό προσκομίσθηκε και το περιεχόμενό του, ώστε να είναι δυνατό να κριθεί, αν αυτός είναι ουσιώδης και το αποδεικτικό μέσο ήταν κρίσιμο για την απόδειξη ή ανταπόδειξη αυτού. δ) Το περιεχόμενο του αποδεικτικού μέσου. Και, ε) ο νόμιμος τρόπος, που αυτό προσκομίσθηκε στο δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 1990/1982, ΑΠ 1277/2019, AΠ 1091/2019, ΑΠ 1185/2010). Για τον έλεγχο της ουσιαστικής βασιμότητας του λόγου αυτού αναιρέσεως είναι αναγκαία η προσκόμιση των αποδεικτικών μέσων, τα οποία αφορά η εν λόγω αναιρετική αιτίαση, προκειμένου να διακριβωθεί το επικαλούμενο περιεχόμενο αυτών, με το οποίο θα ελεγχθεί η μη λήψη τους υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1320/2021, ΑΠ 172/2020, ΑΠ 388/2018, ΑΠ 1037/2010). Με τον έκτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ανωτέρω από τον αριθμό 11 γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, αν και επικαλέστηκε νόμιμα με τις προτάσεις του και προσκόμισε τα παρακάτω έγγραφα και ειδικότερα: 1) τις αποφάσεις του Δ.Σ. της ενάγουσας από το έτος 1979 έως το έτος 2000 και 2) τα πρακτικά των γενικών συνελεύσεων υπ. αριθμ. ...-1992, ...-1992, ...-1993 και ...-1998, από τα οποία προκύπτει ότι η εργασιακή σχέση του με την ενάγουσα ξεκίνησε από τις 18/1/1979 με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία προϋπήρχε του έτους 1986 όταν απέκτησε την ιδιότητα του μέλους του Δ.Σ. της αναιρεσίβλητης. Από την βεβαίωση, όμως, που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι "λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη χωρίς να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, έστω και αν δεν μνημονεύεται ένα προς ένα, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εναγόμενο, ένορκες βεβαιώσεις, ληφθείσες στα πλαίσια άλλης δίκης, από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τις προτάσεις τους", σε συνδυασμό με το πλήρες και χωρίς αντιφάσεις και κενά περιεχόμενο της αποφάσεως, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, αλλά καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, χωρίς να είναι αναγκαία η ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση καθενός από αυτά. Επομένως, ο ως άνω αναιρετικός όγος από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 αριθμ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από ...-2022 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. .../2021 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Σεπτεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ