
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 85 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 85/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Δέσποινα Βασιλοδημητράκη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γ. Φ., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Ευτυχία Τσούντου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Γιανναράκο και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από .../2020 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και .../2066 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η ως άνω αναιρεσίβλητη με την από .../2006 αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η .../2009 απόφαση του Αρείου Πάγου που αναίρεσε την .../2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Εκδόθηκε η .../2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητεί το αναιρεσείον με την από .../2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την τακτική διαδικασία, υπ' αριθμ. .../2015 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση μετά την έκδοση της υπ' αρ. .../2009 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η υπ' αρ. .../2006 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου), που απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος και έκανε δεκτή τη συνεκδικαζόμενη μ' αυτήν έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της υπ' αριθμ. .../2003 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή της αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και αφού κράτησε και δίκασε την αγωγή, την έκανε δεκτή στο σύνολό της και υποχρέωσε το αναιρεσείον να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη το ποσό των 85.107,65 ευρώ, εκ του οποίου το ποσό των 35.216,43 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, λόγω κατάπτωσης της παρασχεθείσας εγγύησής του. Η αίτηση αναίρεσης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 αριθμ. 3 ΚΠολΔ).
Ι. Κατά το άρθρο 862 του Α.Κ "ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις ελευθέρωσης του εγγυητή από την ευθύνη του είναι η επιγενομένη αδυναμία του οφειλέτη προς ικανοποίηση του δανειστή και πταίσμα του τελευταίου που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την αδυναμία. Πταίσμα, που μπορεί να είναι οποιουδήποτε βαθμού, εκδηλώνεται είτε με ενέργειες είτε με παραλείψεις του δανειστή σε ύστερο χρόνο, δηλαδή μετά την κατάρτιση της σύμβασης εγγύησης, ένεκα των οποίων έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη, όπως η από αμέλεια μη είσπραξη της κυρίας οφειλής ή η υπαίτια μη αποδοχή από το δανειστή της προσφερομένης παροχής. Δεν ελευθερώνεται όμως ο εγγυητής, όταν κατά το χρόνο της εγγύησης το χρέος δεν ασφαλίζεται επαρκώς με εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτων του πρωτοφειλέτη, αφού, κατά τα προεκτιθέμενα, δεν εφαρμόζεται στην τελευταία αυτή περίπτωση η ΑΚ 862. Περαιτέρω προκειμένου περί βιοτεχνικών δανείων χορηγουμένων από τράπεζες, σύμφωνα με την έχουσα ισχύ νόμου κανονιστική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ...-1991, όπως τροποποιήθηκε με την ...-1992 απόφαση του ιδίου Υπουργού, η εγγύηση του Δημοσίου καλύπτει αυτά μέχρι του ποσού των δραχμών 100.000.000 σε ποσοστά κατά περίπτωση 60%, 70% ή 80%. Μεταξύ των νομίμων όρων για να ισχύσει η εγγύηση του Δημοσίου περιλαμβάνεται, προκειμένου περί δανείων που υπερβαίνουν το ποσό των 10.000.000 δραχμών, η λήψη από τις τράπεζες, για το υπερβαίνον το όριο τούτο ποσό, ασφαλειών (εμπραγμάτων, προσωπικών ή άλλων) που θα κρίνονται από τις ίδιες επαρκείς για την εξασφάλιση του χορηγουμένου δανείου. Ειδικότερα η ως άνω υπουργική απόφαση προέβλεπε τα εξής: " I. Παρέχουμε την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου προς όλες τις Εμπορικές Τράπεζες, διατηρούντες το δικαίωμα προβολής της ένστασης της διζήσεως, για τη μερική κάλυψη των δανείων που θα χορηγούνται από 1-1-1991 και εφεξής στις βιοτεχνικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις που ορίζονται στην πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος αριθ. ...-1991. II) Α. Η εγγύηση του Δημοσίου καλύπτει τα ανωτέρω χορηγούμενα δάνεια μέχρι ποσού δραχμών 100.000.000 και σε ποσοστό 60%. Το ανωτέρω ποσοστό αυξάνεται σε 70%, όταν πρόκειται για χρηματοδοτήσεις προετοιμασίας εξαγωγών και 80%, όταν πρόκειται για οποιεσδήποτε βιοτεχνικές μονάδες, που είναι εγκατεστημένες στην Δ' περιοχή με βάση το ν. 1892/1990, όπως ισχύει. Β) Οι δανείστριες Τράπεζες για κάθε χορήγηση δανείου θα πρέπει να συντάσσουν ιδιαίτερη πράξη στην οποία θα αναφέρεται ότι το δάνειο χορηγείται με την εγγύηση του Δημοσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, και στην οποία θα αναγράφονται τα στοιχεία της δανειοδοτούμενης βιοτεχνικής επιχείρησης, το ποσό του δανείου, ο σκοπός του δανείου, το ποσοστό εγγύησης του Δημοσίου, το εγγυημένο ποσό του δανείου, το επιτόκιο, η διάρκεια, η περίοδος χάριτος, ο τρόπος εξόφλησης, οι λαμβανόμενες ασφάλειες, τα υφιστάμενα δάνεια (όλων των Τραπεζών) από το ειδικό κεφάλαιο της απόφ. Ν.Ε. 197/78, η χρονολογία εκταμίευσης του κάθε ποσού, καθώς και οι πρόσθετοι ειδικοί όροι τους οποίους θα καθορίζουν ως υπεύθυνες οι δανείστριες Τράπεζες για το σύνολο του δανείου και όχι μόνον για το μη εγγυημένο τμήμα του. Αντίγραφα των πράξεων αυτών και των σχετικών δελτίων πληροφοριών (Α, Β και Γ μέρος) θα επισυνάπτονται σε συγκεντρωτική κατάσταση, στην οποία θα περιλαμβάνονται όλες οι χρηματοδοτήσεις που εγκρίθηκαν στη διάρκεια του προηγούμενου μήνα αναλυτικά κατ' αύξοντα αριθμό, κατά επιχείρηση και κατά δάνειο, καθώς και τα ποσά που εκταμιεύθηκαν και θα υποβάλλονται υποχρεωτικά, από κάθε κατάστημα δανείστριας Τράπεζας στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (Γ.Λ.Κ) Δ/νση 25: KΙΝΗΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ, ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ, ΔΑΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΑΞΙΩΝ-ΤΜ.Δ. εντός του πρώτου εικοσαημέρου του αμέσως επόμενου μήνα. Ειδικά για τις χρηματοδοτήσεις που εγκρίθηκαν κατά τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο 1991 τα ανωτέρω δικαιολογητικά θα υποβληθούν μέχρι 20 Φεβρουαρίου 1992. Η έκδοση των πράξεων αυτών, η σύνταξη των συγκεντρωτικών ως άνω καταστάσεων και η υποβολή τους στην προαναφερόμενη Υπηρεσία μας αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση της ισχύος της εγγύησης του Δημοσίου. Γ) 1. Για συνολική χρηματοδότηση μέχρι ποσού δρχ. 10.000.000 κατά βιοτεχνική επιχείρηση (περιλαμβανομένων και των προηγούμενων εν ισχύει εγκρίσεων) δεν απαιτείται, προκειμένου να παρασχεθεί και να ισχύει η εγγύηση του Δημοσίου, η υποχρεωτική λήψη από τις δανείστριες Τράπεζες εμπραγμάτων ή άλλων ασφαλειών πλην των περιπτώσεων για την ανέγερση, αγορά κλπ. κτιριακών εγκαταστάσεων, επί των οποίων θα λαμβάνεται εμπράγματη ασφάλεια ανεξαρτήτως ποσού χρηματοδότησης. Στην περίπτωση όμως που θα ληφθούν ασφάλειες, αυτές θα ισχύουν για ολόκληρο το δάνειο ως ενιαίο και όχι μόνο για το μη εγγυημένο τμήμα αυτού. 2. Για συνολική χρηματοδότηση άνω του ποσού των δραχμών 10.000.000 και για το τμήμα που υπερβαίνει το ποσό αυτό η εγγύηση του Δημοσίου παρέχεται και ισχύει μόνον έναντι ασφαλειών (εμπραγμάτων, προσωπικών ή άλλων) οι οποίες θα λαμβάνονται υποχρεωτικά από τις Τράπεζες και οι οποίες θα κρίνονται ως επαρκείς κατά τη χορήγηση των δανείων και για το σύνολο αυτών από τις ίδιες τις δανείστριες Τράπεζες.
IΙΙ) Α. Το Ελληνικό Δημόσιο αναλαμβάνει την υποχρέωση, ως εγγυητής, σε περίπτωση που δεν εξοφληθούν στο σύνολο τους οι απαιτήσεις των Τραπεζών, αν και επιδιώχθηκε από αυτές και δικαστικά η ολοσχερής εξόφλησή τους, να εξοφλήσει από το τελικό ανεξόφλητο κεφάλαιο το τμήμα εκείνο που αντιστοιχεί στο ποσοστό της εγγύησης, όπως αυτή εξειδικεύτηκε κατά τη χορήγηση με τη σχετική πράξη της ίδιας της Τράπεζας καθώς και τους αναλογούντες επί του τμήματος αυτού ανεξόφλητους τόκους (συμβατικούς και υπερημερίας) και αναλογούντα τυχόν ανεξόφλητα συναφή έξοδα μέχρι την ημέρα αποστολής των βεβαιωτικών καταστάσεων στην αρμόδια ΔΟΥ. Προς τούτο η κάθε δανείστρια Τράπεζα, σε περίπτωση κατάπτωσης της εγγύησης του Δημοσίου, δικαιούται να ζητήσει με έγγραφο της, που θα απευθύνεται στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους Δ/νση 25: KΙΝΗΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ, ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ, ΔΑΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΑΞΙΩΝ-ΤΜ.Δ. την εξόφληση, όπου από το ανεξόφλητο ποσό των απαιτήσεών της καλύπτεται με την εγγύηση του Δημοσίου σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης και εφόσον: 1) έχει προηγηθεί καθυστέρηση καταβολής από την οφειλέτρια βιοτεχνική επιχείρηση και τους λοιπούς συνυπόχρεους τριών (3) συνεχών δόσεων και για το λόγο αυτό ή άλλο ειδικό λόγο που έχει λάβει χώρα πριν από τη λήξη τριών δόσεων και απορρέει από τις διατάξεις της πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος αριθ. ...-1991 ή από τους όρους της πράξης εξειδίκευσης της εγγύησης ή της δανειακής σύμβασης, έχει κηρυχθεί ολόκληρο το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. 2) Η Τράπεζα εντός του επομένου τριμήνου από τη χρονολογία λήξης της τρίτης σε συνέχεια καθυστερημένης δόσης ή τη χρονολογία λήξης της προθεσμίας εξόφλησης για τα εφάπαξ εξοφλητέα δάνεια, έχει κάνει έναρξη της δικαστικής επιδίωξης για την είσπραξη του συνόλου των ανεξόφλητων απαιτήσεών της, χρησιμοποιώντας τις ληφθείσες ασφάλειες τουλάχιστον και έκτοτε συνέχισε αμελλητί τη δικαστική επιδίωξη μέχρι πέρατος αυτής. 3) Η Τράπεζα έχει προβεί στη βεβαίωση, στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (ΔΟΥ) και σε βάρος της δανειολήπτριας επιχείρησης, του συνολικού ποσού των τελικά ανεξόφλητων απαιτήσεών της, του μεν εγγυημένου σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα απόφαση, υπέρ του Δημοσίου και στον ειδικό λογαριασμό αυτού "Κεφάλαιον Ασφαλίσεως Χρηματοδοτήσεων εκ Κεφαλαίων ή εγγυήσει του Ελληνικού Δημοσίου (Κ.Α.Χ.Κ.Ε.Ε.Δ)" του δε μη εγγυημένου σε ειδικό λογαριασμό υπέρ αυτής, προκειμένου να της αποδοθεί όταν εισπραχθεί από τη ΔΟΥ, που υποχρεούται α) να την ενημερώνει όποτε το ζητήσει για το κατά περίπτωση σχετικό αποτέλεσμα των ενεργειών της και β) να της αποδίδει από τα εισπραττόμενα ποσά το αναλογούν σ' αυτή μερίδιο". Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι από 1-11-1991, για τις προϋποθέσεις εγγυήσεων από το Ελληνικό Δημόσιο για χορηγούμενα από Τράπεζες βιοτεχνικά δάνεια, έπαυσε να ισχύει η υπ' αριθ. ... απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και ίσχυσε η υπ' αριθ. .../1991 (ΦΕΚ ...-1991) απόφαση αυτού, η οποία ρύθμιζε διαφορετικά το θέμα, προβλέποντας: α) διατήρηση του δικαιώματος προβολής της ένστασης της δίζησης υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, β) διεύρυνση της δυνατότητας εγγύησης του Δημοσίου και για δάνεια βιοτεχνικών επιχειρήσεων που δεν προορίζονταν μόνο για την Αξιοποίηση ερευνητικών εργασιών, γ) μετάθεση στις δανειοδότριες τράπεζες της μέχρι τότε ανήκουσας στις Υποεπιτροπές Βιοτεχνικών Πιστώσεων υποχρέωσης για σύνταξη ως προς κάθε χορηγούμενο δάνειο ιδιαίτερης πράξης (πράξης εξειδίκευσης) σχετικά με το ποσό (εγγυημένο και μη), τη διάρκεια, το επιτόκιο και τον τρόπο εξόφλησης του δανείου, καθώς και σχετικά με τις λαμβανόμενες ασφάλειες, οι οποίες, προκειμένου για δάνεια πέραν των 10.000.000 δραχμών και για το τμήμα της εγγύησης του Δημοσίου που θα υπερέβαινε το ποσό αυτό (και για το σύνολο των δανείων προοριζόμενων για την ανέγερση κτιριακών εγκαταστάσεων) ήταν υποχρεωτικές και έπρεπε να κρίνονται ως επαρκείς κατά τη χορήγηση των δανείων για το σύνολο αυτών από τις ίδιες τις δανείστριες τράπεζες, με τον ίδιο βαθμό επιμέλειας, "ως υπεύθυνες δανείστριες", που θα επιδείκνυαν και για το μη εγγυημένο τμήμα των δανείων λαμβάνοντας υπόψη και τις προϋφιστάμενες δανειακές υποχρεώσεις του δανειολήπτη προς όλες τις τράπεζες και αρνούμενες τη χορήγηση του δανείου (ή περιορίζοντας τούτο) σε περίπτωση μη χορήγησης επαρκών ασφαλειών και δ) διαδικασία ενημέρωσης του Ελληνικού Δημοσίου για τα υπό την εγγύησή του δάνεια και την κατάπτωση των εγγυήσεων μετά από καθυστέρηση καταβολής τριών συνεχών δόσεων και εφόσον η δανειοδότρια τράπεζα, εντός των χρονικών ορίων που θέτει η εν λόγω απόφαση, έκανε έναρξη της δικαστικής επιδίωξης για την είσπραξη του συνόλου των ανεξόφλητων απαιτήσεών της, με χρήση και των ασφαλειών που δόθηκαν, συνέχισε αμελλητί τη δικαστική επιδίωξη μέχρι την περάτωσή της (ΑΠ 1068/2017, ΑΠ 2205/2009). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των πραγματικών περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ. ορθώς απορρίφθηκε ως αόριστη ή μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως ορισμένη και νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 27/1998). Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και ιδρύεται ο άνω λόγος αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν προφανή την παράβαση (ΑΠ 1525/2022, ΑΠ 1096/2022, ΑΠ 1470/2021, ΑΠ 1285/2021). Εξάλλου για να ιδρυθεί ο λόγος αυτός, πρέπει η παράβαση του δικαστηρίου της ουσίας να αφορά κανόνα ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνα που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωμάτων και τη γένεση των υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις, χωρίς να ενδιαφέρει σε ποιό επίπεδο εντάσσεται ο κανόνας από άποψη ιεραρχίας των πηγών του δικαίου (ΑΠ 637/2017, ΑΠ 159/2004). Η υπουργική απόφαση, κανονιστικού περιεχομένου (ΑΠ 637/2017, ΑΠ 850/ 2004, ΑΠ 825/2004), η οποία, για τη ρύθμιση των θεμάτων της, εκδίδεται επιτρεπτά στο πλαίσιο νομοθετικής εξουσιοδότησης που παρασχέθηκε νόμιμα, αποτελεί, υπό την προϋπόθεση δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΑΠ 566/1995), κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ελέγχεται μέσω του άρθρου 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, όταν εσφαλμένα εφαρμόστηκε (ΑΠ 850/2004). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α' του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά, ''έλλειψη αιτιολογίας'', ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της ''ανεπαρκής αιτιολογία'' ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους ''αντιφατική αιτιολογία'' (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Η εκ πλαγίου παραβίαση του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (αρθρ. 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ), πρέπει να προκύπτει από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της προσβαλλομένης απόφασης ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού αυτής, δηλαδή από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης. Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί με αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στην θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως οι αρνητικοί της αγωγής ισχυρισμοί, ούτε η επιχειρηματολογία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε η εκτίμηση των αποδείξεων, ακόμη και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (ΟλΑΠ 28/1998, ΑΠ 354/2022, ΑΠ 420/2022, ΑΠ 1027/ 2022, ΑΠ 1470/2021, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 319/2017, ΑΠ 1420/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της αναίρεσης αποδίδονται στη προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, συνιστάμενες στο ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις της υπ' αριθ. ...-1991 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, όπως τροποποιήθηκε με την υπ' αριθ. ...-1992 απόφαση του ιδίου Υπουργού, δεχόμενο εσφαλμένα και με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ότι υφίσταται η εγγυητική ευθύνη του αναιρεσείοντος για το επίδικο δάνειο, ύψους 20.000.000 δραχμών, για το οποίο εγγυήθηκε μέχρι του ποσού των 12.000.000 δραχμών, μολονότι η αναιρεσίβλητη Τράπεζα δεν έλαβε επαρκείς ασφάλειες (εμπράγματες, προσωπικές και άλλες), κατά τη χορήγησή του. Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, ως προς το ενδιαφέρον τους ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους μέρος, τα ακόλουθα: "Με σύμβαση δανείου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας - εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας και της (μη διαδίκου) εταιρείας με επωνυμία "Η. Λ. Σ. Ε.Π.Ε.", η οποία εδρεύει στο ... και έχει ως αντικείμενο την κατασκευή ετοίμων ενδυμάτων, η πρώτη χορήγησε στη δεύτερη δάνειο ποσού 20.000.000 δραχμών σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της υπ' αριθ. ...-1991-πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, το οποίο εκταμιεύθηκε στις 18-11-1992. Η διάρκεια του δανείου ορίστηκε σε δύο (2) έτη και η εξόφλησή του σε ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις, εκ των οποίων η πρώτη ήταν καταβλητέα σε έξι (6) μήνες από τη χορήγηση, ήτοι στις 18-5-1993. Προς εξασφάλιση της απορρέουσας από την ανωτέρω σύμβαση δανείου απαίτησής της, η ενάγουσα έλαβε την προσωπική εγγύηση των α) Η. Σ., β) Δ. Α. και γ) Α. Α., ενώ ενέγραψε πρώτη προσημείωση υποθήκης υπέρ αυτής και σε βάρος του Η. Σ., για το ποσό των 10.000.000 δραχμών, επί ακινήτων που ανήκαν στον τελευταίο κατά ψιλή κυριότητα, καθώς και συμπληρωματική προσημείωση, για το ποσό των 20.000.000 δραχμών, επί των ιδίων ακινήτων. Το δάνειο χορηγήθηκε με την εγγύηση του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου κατά ποσοστό 60%, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό των (20.000.000 X 60% =) 12.000.000 δραχμών, σύμφωνα με τους όρους της υπ' αριθ. ...-1991 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, όπως τροποποιήθηκε με την υπ' αριθ. ...-1992 υπουργική απόφαση. Προς τούτο συντάχθηκε από την ενάγουσα η υπ' αριθ. ...-1992 πράξη εξειδίκευσης της εγγύησης του Δημοσίου δραχμών 12.000.000 για βιοτεχνικό δάνειο δραχμών 20.000.000, η οποία περιείχε όλα τα στοιχεία που απαιτούνται από την ανωτέρω υπουργική απόφαση, μεταξύ των οποίων και τα υφιστάμενα προηγούμενα δάνεια που είχε λάβει η οφειλέτρια εταιρεία από το ειδικό κεφάλαιο της υπ' αριθ. .../1978 απόφασης της Νομισματικής Επιτροπής και συγκεκριμένα α) δάνειο ποσού 20.000.000 δραχμών στις 13-7-1989, β) δάνειο ποσού 10.000.000 δραχμών στις 12-7-1990 και γ) δάνειο ποσού 20.000.000 δραχμών στις 7-6-1991, το ανεξόφλητο υπόλοιπο του οποίου κατά τον χρόνο σύνταξης της πράξης εξειδίκευσης ανερχόταν στο ποσό των 12.726.000 δραχμών. Η εν λόγω πράξη υποβλήθηκε ακολούθως από την ενάγουσα στην αρμόδια Δ/νση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, γεγονός που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της ισχύος της εγγύησης του Δημοσίου, κατά τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η οφειλέτρια εταιρεία δεν κατέβαλε καμία από τις οφειλόμενες δόσεις του δανείου, αλλά μόνο τους τόκους που αντιστοιχούσαν στο χρονικό διάστημα από 18-11-1992 έως 15-3-1993 και ανέρχονταν στο ποσό των 1.791.199 δραχμών, για τον λόγο αυτό η ενάγουσα προέβη στις 12-11-1993 σε οριστικό κλείσιμο της πίστωσης και ακολούθως, με αίτησή της, εκδόθηκε σε βάρος της οφειλέτριας η υπ' αριθ. .../1994 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με βάση την ως άνω σύμβαση δανείου, η οποία (διαταγή) έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. Εξάλλου, με σχετική δήλωσή της ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ά. Π.-Π., η ενάγουσα αναγγέλθηκε στον πλειστηριασμό της ακίνητης περιουσίας του Η. Σ. για την απορρέουσα από την προαναφερόμενη σύμβαση δανείου απαίτησή της, η οποία όπως προεκτέθηκε, ήταν εξοπλισμένη με ειδικό προνόμιο και συγκεκριμένα με προσημείωση υποθήκης επί των πλειστηριασθέντων ακινήτων, επειδή όμως το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, συντάχθηκε από την υπάλληλο του πλειστηριασμού ο υπ' αριθ. 1853/1995 πίνακας κατάταξης, με τον οποίο η ενάγουσα κατατάχθηκε προνομιακά και τυχαία υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησής της, για το ποσό των 6.414.791 δραχμών. Κατόπιν αυτού, στις 20-3-1997 η ενάγουσα προέβη στη σύνταξη κατάστασης βεβαίωσης φόρου σε βάρος της οφειλέτριας εταιρείας για το συνολικό ποσό των 44.667.390 δραχμών, στο οποίο περιλαμβανόταν και απαίτησή της ποσού 29.000.443 δραχμών (=85.107,65 ευρώ), προερχόμενη από την επίδικη σύμβαση δανείου, η οποία (απαίτηση) αναλύεται ως εξής: α) 12.000.000 δραχμές (ήτοι 20.000.000 X 60% = 12.000.000 ή 35.216,43 ευρώ) κεφάλαιο, β) 15.929.805 δραχμές (= 46.749,24 ευρώ) τόκοι του χρονικού διαστήματος από 16-3-1993 έως 20-3-1997, γ) 1.000.000 δραχμές (=2.934,70 ευρώ) δικαστική δαπάνη που της επιδίκασε η ανωτέρω διαταγή πληρωμής και δ) 70.628 δραχμές (=207,27 ευρώ) προμήθεια υπέρ του εναγόμενου. Η κατάσταση αυτή απεστάλη ακολούθως από την ενάγουσα στην αρμόδια για τη φορολογία της οφειλέτριας εταιρείας Δ.Ο.Υ. Χαϊδαρίου και παραλήφθηκε από τα αρμόδια όργανα αυτής στις 17-6-1997. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η ενάγουσα τήρησε τη διαδικασία που προβλέπεται από την υπ' αριθ. ...-1991 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, όπως τροποποιήθηκε με την υπ' αριθ. ...-1992 υπουργική απόφαση, το εναγόμενο με τα υπ' αριθ. πρωτ. ...-1998 και ...-1998 έγγραφά του της γνωστοποίησε ότι αρνείται την καταβολή του ανωτέρω ποσού, ισχυριζόμενο ότι δεν ισχύει η εγγύησή του, καθόσον οι ασφάλειες που έλαβε αυτή κατά τη χορήγηση του επίδικου δανείου ήταν ανεπαρκείς (βλ. υπ' αριθ. πρωτ. ...-2005 έγγραφο του εναγομένου προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους). Ήδη με τον μοναδικό λόγο της υπό κρίση έφεσής του το εναγόμενο επαναφέρει τον ισχυρισμό που είχε προβάλει παραδεκτά με τις πρωτόδικες προτάσεις του, ο οποίος συνίσταται στο ότι η ενάγουσα κατά τη χορήγηση του δανείου προς την εταιρεία "Η. Λ. Σ. Ε.Π.Ε." δεν έλαβε επαρκείς ασφάλειες, γεγονός το οποίο καθιστά την παρασχεθείσα εγγύησή του εξαρχής άκυρη, άλλως τον ελευθερώνει από την εγγυητική του ευθύνη κατ' άρθρο 862 Α.Κ. Ο ανωτέρω ισχυρισμός, τόσο κατά το κύριο όσο και κατά επικουρικό σκέλος του, είναι μη νόμιμος, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, συνεπώς δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση α) εξαρχής ακυρότητας της σύμβασης εγγύησης, καθόσον η επικαλούμενη από το εναγόμενο έλλειψη επαρκών ασφαλειών της δανείστριας κατά τη σύναψη αυτής δεν καθιστά άκυρη την παρασχεθείσα εγγύηση, αλλά του παρέχει το δικαίωμα να ζητήσει είτε αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί ευθύνης από τις διαπραγματεύσεις είτε την ακύρωση της σύμβασης εγγύησης ως ανήθικης ή λόγω πλάνης του ή απάτης του εκ μέρους της ενάγουσας, ούτε β) ελευθερώσεως του εγγυητή κατά το άρθρο 862 Α.Κ., διότι αφενός μεν το άρθρο τούτο δεν εφαρμόζεται, όταν κατά τον χρόνο της εγγύησης το χρέος δεν ασφαλίζεται επαρκώς με εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτων του πρωτοφειλέτη, αφετέρου δε το εναγόμενο δεν επικαλείται πταίσμα της δανείστριας Τράπεζας σε ύστερο χρόνο, δηλαδή μετά την κατάρτιση της σύμβασης εγγύησης, εξαιτίας του οποίου έγινε αδύνατη η ικανοποίηση αυτής από τον πρωτοφειλέτη. Με βάση αυτές τις παραδοχές, υφίσταται στην προκειμένη περίπτωση η εγγυητική ευθύνη του εναγομένου Δημοσίου και συνεπώς τούτο έχει την υποχρέωση να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 29.000.433 δραχμών (= 85.107,65 ευρώ), από το οποίο εκείνο των 12.000.000 δραχμών (= 35.216,43 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος-εναγόμενου, δέχθηκε κατ' ουσίαν την συνεκδικαζόμενη μ' αυτήν έφεση της αναιρεσίβλητης-ενάγουσας, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και έκανε δεκτή την αγωγή. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και τα ανελέγκτως από το δικαστήριο δεκτά γενόμενα, η αναιρεσίβλητη για την εξασφάλιση της απαιτήσεώς της από το χορηγηθέν στην εταιρεία "Η. Σ. ΕΠΕ" δάνειο των 20.000.000 δραχμών, με την εγγύηση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, σε ποσοστό 60%, που αντιστοιχεί στο ποσό των 12.000.000 δραχμών: α) έλαβε την προσωπική εγγύηση των Η. Σ., Δ. Α. και Α. Α. και β) ενέγραψε πρώτη προσημείωση υποθήκης υπέρ αυτής και σε βάρος του Η. Σ., για το ποσό των 10.000.000 δραχμών επί των ακινήτων που ανήκουν σ' αυτόν κατά ψιλή κυριότητα και επί πλέον ενέγραψε συμπληρωματική προσημείωση, για το ποσό των 20.000.000 δραχμών επί των ιδίων ακινήτων, λαμβάνοντας υπόψη και το προηγούμενο δάνειο που είχε λάβει η ως άνω εταιρία το έτος 1991, το ανεξόφλητο υπόλοιπο του οποίου ανερχόταν στο ποσό των 12.726.000 δραχμών, οι ως άνω δε ασφάλειες (προσωπικές και εμπράγματες) κρίθηκαν από την αναιρεσίβλητη ως επαρκείς κατά τη χορήγηση του επίδικου δανείου, καθόσον σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, από την ως άνω συνολική χρηματοδότηση των 20.000.000 δραχμών μόνο για το τμήμα που υπερέβαινε το ποσό των 10.000.000 δραχμών, δηλαδή για τα υπόλοιπα 10.000.000 δραχμές απαιτείτο η λήψη των ασφαλειών, καθώς και για το ποσό των 12.726.000 δραχμών του ως άνω ανεξόφλητου δανείου, δηλαδή για συνολικά δάνεια 22.726.000 δραχμές η αναιρεσίβλητη έλαβε τις ως άνω ασφάλειες ποσού τουλάχιστον 30.000.000 δραχμών, τις οποίες έκρινε ως επαρκείς κατά τη χορήγηση του επίδικου δανείου, με συνέπεια να ισχύει για το δάνειο αυτό η παρασχεθείσα εγγύηση του αναιρεσείοντος. Περαιτέρω, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού από το ως άνω αιτιολογικό της προκύπτουν σαφώς όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων, ενώ έχει τις αναγκαίες αιτιολογίες, οι οποίες είναι σαφείς, πλήρεις και δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, καθιστούν δε εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις προαναφερθείσες διατάξεις. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους το αναιρεσείον υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. II. Ο ΚΠολΔ ορίζει στο άρθρο 559 αριθμό 18 ΚΠολΔ, ότι ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση, στο 579 παρ. 1 εδ. β' ότι αν αναιρεθεί η απόφαση οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνο κατά το σημείο, που στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, στο άρθρο 580 παρ. 4 ότι οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση, ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν και στο άρθρο 581 παρ. 2 ότι στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η υποχρέωση του δικαστηρίου της παραπομπής να συμμορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση περιορίζεται μόνο στο νομικό ζήτημα, που έλυσε ο Άρειος Πάγος δεχόμενος το σχετικό λόγο αναίρεσης. Αντίθετα, τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται σε σχέση με την ουσία της διαφοράς, η περί της οποίας κρίση του είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (ΑΠ 871/2017, ΑΠ 1211/2014, ΑΠ 2226/2009, ΑΠ 906/ 2009, ΑΠ 367/2005, ΑΠ 7/2001).
Στην προκειμένη περίπτωση το αναιρεσείον με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 18 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενο ότι το Εφετείο ως δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφώθηκε με την με αριθμό .../2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η με αριθμό .../2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά παραδοχή του αναιρετικού λόγου από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και υπολαμβάνοντας ότι αναιρέθηκε μόνον όσον αφορά την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 862 ΑΚ, δέχθηκε την εγγυητική ευθύνη του αναιρεσείοντος και επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη το αιτούμενο ποσό, χωρίς να εξετάσει αν η αναιρεσίβλητη έλαβε επαρκείς ασφάλειες σε ακίνητα, η αντικειμενική αξία των οποίων επαρκούσε για να καλύψει το ποσό της εγγυήσεως. Με την με αριθμό .../2009 απόφαση του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε η με αριθμό .../2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών για εκ πλαγίου παραβίαση των ουσιαστικών διατάξεων της αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών ...-1991, όπως τροποποιήθηκε από την ...-1992 όμοια απόφαση και του άρθρου 862 ΑΚ, κατά παραδοχή του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για το λόγο ότι από τις παραδοχές του ως άνω δικαστηρίου δεν προέκυπτε αν οι ασφάλειες που έλειπαν, αφορούσαν ολόκληρο ή μέρος του ποσού της εγγυήσεως που αντιστοιχούσε στο πέραν των 10.000.000 δραχμών ποσό του δανείου, δεν προσδιορίζεται ποιες ήταν οι ασφάλειες που έλαβε η τότε αναιρεσείουσα και σε ποιο βαθμό παρέλειψε να λάβει, από πταίσμα των προστηθέντων υπαλλήλων της, κατά τη σύνταξη της πράξεως εξειδικεύσεως, άλλες περαιτέρω ασφάλειες για το εγγυημένο τμήμα του δανείου, συνυπολογίζοντας και τις υπάρχουσες δανειακές υποχρεώσεις της δανειολήπτριας και αν συνέτρεχαν σωρευτικά ή επικουρικά οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 862 ΑΚ. Από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε τη συνδρομή στη συγκεκριμένη περίπτωση των προϋποθέσεων εφαρμογής των ως άνω ΥΑ, διότι η αναιρεσίβλητη για τη συνολική χρηματοδότηση της οφειλέτριας εταιρείας, ύψους 22.726.000 δραχμών, έλαβε επαρκείς ασφάλειες (προσωπικές και εμπράγματες) ποσού τουλάχιστον 30.000.000 δραχμών, κατά τη χορήγηση του επίδικου δανείου, με την εγγύηση του αναιρεσείοντος για το ποσό των 12.000.000 δραχμών. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 18 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο το αναιρεσείον υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, και να καταδικασθεί το αναιρεσείον, λόγω της ήττας του, στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένων, όμως, κατά τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 και 3 Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθμ. 18 ΕισΝΚΠολΔ), όπως ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, δεν γίνεται λόγος περί του κατ' άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παραβόλου, διότι το αναιρεσείον, κατ' άρθρο 19 παρ.1 του Ν.Δ. της 26-6/10-7-1944 "Περί Κώδικος των νόμων περί δικών Δημοσίου", σε συνδυασμό με άρθρο 36 ΠΔ 28/1931(ΦΕΚ Α' 239/1931), απαλλάσσεται από την καταβολή του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από ...-2017 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. .../2015 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Σεπτεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ