ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 86/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 86/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 86/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 86 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 86/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Δέσποινα Βασιλοδημητράκη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γ. Φ., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ε. Δ. του Ε., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ευθυμίου Μικρού και δεν κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ά. χήρας Δ. Μ., το γένος Α. Π., κατοίκου ..., 2) Β. Μ. του Δ., κατοίκου ..., 3) Α. Μ. - Π. του Δ., κατοίκου ..., 4) Ι. Μ. του Δ., κατοίκου ..., 5) Μ. Μ. του Δ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Παναγιώτα Ζερβομπεάκου με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από .../2018 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: .../2020 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και .../2022 του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από .../2022 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την τακτική διαδικασία, υπ' αριθμ. .../2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου, που δέχθηκε την έφεση των αναιρεσεσίβλητων κατά της υπ' αριθμ. .../2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή των τελευταίων, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και αφού κράτησε και δίκασε την αγωγή, την έκανε εν μέρει δεκτή και αναγνώρισε την υποχρέωση της αναιρεσείουσας να καταβάλει σε καθένα από τους αναιρεσίβλητους το ποσό των 5.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την προσβολή της μνήμης του τεθνεώντος συγγενή τους. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 αριθμ. 3 ΚΠολΔ).

Ι. Κατά μεν το άρθρο 57 ΑΚ, "Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον ... Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται", κατά δε το άρθρο 59 του ίδιου Κώδικα "Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις". Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι, επί προσβολής της προσωπικότητας και εφόσον αυτή είναι παράνομη, ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνο ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια. Εξάλλου, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, "Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει", ενώ κατά το άρθρο 932 του ίδιου Κώδικα, "Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του". Παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψη του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς, κατά την έννοια των άρθρων 361-363 ΠΚ (ΑΠ 1017/2022, ΑΠ 292/2020, ΑΠ 1116/2019, ΑΠ 1394/2017, ΑΠ 726/2015). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης των παραπάνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλον, γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Ως ισχυρισμός θεωρείται ανακοίνωση που προέρχεται από ιδία πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση τρίτου προσώπου, ενώ διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτει στις αισθήσεις ώστε να είναι δεκτικό απόδειξης. Για την πλήρωση δε της αντικειμενικής τους υπόστασης δεν ενδιαφέρει, αν οι "τρίτοι" γνωρίζουν ήδη το διαδιδόμενο γεγονός ή θα μπορούσαν ευχερώς να το πληροφορηθούν από άλλους. Τούτο, διότι και στην περίπτωση αυτή η πράξη μπορεί να δημιουργεί επιπλέον κίνδυνο για την τιμή, αφού ενισχύει την πίστη ως προς την αλήθεια του γεγονότος. Για τη στοιχειοθέτηση, εξάλλου, της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης, απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ιδίου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές (ΟλΑΠ 3/2021, ΑΠ 512/2023, ΑΠ 239/2023). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρ. 367 παρ. 1 του ΠΚ, το άδικο των προβλεπομένων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται στις περιπτώσεις που η ίδια διάταξη προβλέπει και η οποία, για την ενότητα της έννομης τάξης, εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Επομένως, με την (κατά τα προαναφερόμενα) άρση του άδικου χαρακτήρα των εν λόγω αξιόποινων πράξεων, αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό, καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος προσώπου (ένσταση), λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής. Όμως ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση κατά το αστικό δίκαιο, όταν, κατόπιν προβολής σχετικής αντένστασης από τον προσβληθέντα, συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 367 του ΠΚ, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης του άρθρου 363 του ΠΚ ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει ειδικός σκοπός εξύβρισης (ΑΠ 512/2023, ΑΠ 1017/2022). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 365 του ΠΚ με τον τίτλο "προσβολή της μνήμης νεκρού", όποιος προσβάλλει την μνήμη νεκρού με βάναυση ή κακόβουλη εξύβριση ή με συκοφαντική δυσφήμηση (άρθρο 363) τιμωρείται ..., κατά δε το άρθρο 368 παρ. 2 ΠΚ δικαίωμα να υποβάλουν έγκληση στην περίπτωση του άρθρου 365 έχουν ο σύζυγος που επέζησε και τα παιδιά του νεκρού και αν αυτοί δεν υπάρχουν οι γονείς και οι αδελφοί αυτού. Από το συνδυασμό μεταξύ τους των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 368 παρ. 2 εδ. α' ΠΚ πρόσωπα θεωρούνται ως άμεσα ζημιούμενα από την αξιόποινη πράξη του άρθρου 365 ΠΚ, η οποία αποβλέπει στην προστασία του αισθήματος της ευλάβειας στη μνήμη των νεκρών, το οποίο εύλογα υπάρχει με ζωηρότητα σ' αυτά τα πρόσωπα, τους αναφερθέντες δηλαδή στενούς συγγενείς του συγκεκριμένου νεκρού, αφού από την αξιόποινη πράξη της προσβολής της μνήμης του στενού συγγενή τους νεκρού και όταν δεν προσβάλλεται με αυτή η τιμή ή υπόληψη αυτών των ιδίων, θίγονται και αυτά ευθέως στη σφαίρα ακριβώς του ζωηρού αυτού αισθήματος της ευλάβειας στη μνήμη του στενού συγγενούς τους νεκρού, που ανάγεται στον εσωτερικό τους κόσμο και συνεπώς βλάπτονται ηθικώς άμεσα παρά τον νόμο με την έννοια των άρθρων 914 και 932 ΑΚ. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 57 ΑΚ, "Αν η προσβολή αναφέρεται στην προσωπικότητα προσώπου που έχει πεθάνει, το δικαίωμα αυτό έχουν ο σύζυγος, οι κατιόντες, οι ανιόντες, οι αδελφοί και οι κληρονόμοι του από διαθήκη". Τα πρόσωπα που ονομάζει το άρθρο 57 παρ. 1 εδ. β ΑΚ ασκούν δικό τους δικαίωμα (jure proprio) όταν ζητούν την άρση της προσβολής της μνήμης του νεκρού, προστατευτέο δε έννομο αγαθό με το άρθρο 57 ΑΚ είναι η προσωπικότητα των επιζώντων, οι οποίοι εμμέσως με την προσβολή της μνήμης του αποθανόντος προσβάλλονται ατομικώς είτε στη δική τους τιμή είτε στο συναίσθημα της στοργής και το καθήκον ευλαβείας προς τον αποθανόντα (ΑΠ 1293/2017). Εξάλλου, στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτή, καθώς και ότι ο προσβαλών τελούσε σε υπαιτιότητα. Ειδικότεροι όμως προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης του υπαιτίου κλπ, αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντα (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή, δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά τα δικαστήρια αποφαίνονται γι` αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 615/2024, ΑΠ 1492/2022, ΑΠ 1445/2003).
Περαιτέρω, η ανεπάρκεια των εκτιθέμενων στην αγωγή ή στην ένσταση πραγματικών περιστατικών, σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή τους, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται αναιρετικά με τον λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή ή την ένσταση, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή τους περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του αντίστοιχου δικαιώματος. Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση νομικής δήθεν αοριστίας της αγωγής ή της ένστασης. Επομένως, νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν κατ` αρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με λόγο από τον αριθ. 8 ή αναλόγως 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 158/2023, ΑΠ 192/2016). Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή αν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Ο αναιρετικός αυτός έλεγχος γίνεται με βάση την κυριαρχική εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής από το δικαστήριο της ουσίας. Στο πλαίσιο αυτό αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, για να είναι αυτή ορισμένη, αποτελεί κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με τα άρθρα 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, η πληρότητα της ιστορικής βάσης της, δηλαδή η σαφής έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο όλων των γεγονότων, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια (ΑΠ 158/2023, ΑΠ 338/2023, ΑΠ 1005/2022, ΑΠ 1291/2022, ΑΠ 1214/2020, ΑΠ 661/ 2020, ΑΠ 18/2018).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, κατ' ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενες στο ότι το Εφετείο προέβη σε παρά το νόμο μη κήρυξη απαράδεκτης της αγωγής, λόγω αοριστίας, μολονότι δεν εκτίθενται σ' αυτήν αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης στοιχεία. Από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, στην οποία προβαίνει ο Άρειος Πάγος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι εκθέτουν τα ακόλουθα: Ότι η εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα με την από 11-7-2017 μήνυσή της κατά των Μ. συζύγου Η. Π. και Ν. Π. (που δεν είναι διάδικοι στη παρούσα δίκη), προσέβαλε τη μνήμη του αποβιώσαντος Δ. Μ., συζύγου της πρώτης αναιρεσίβλητης και πατέρα των λοιπών, ισχυριζόμενη ψευδώς ότι οι μηνυόμενοι σε συνεργασία με τον αποβιώσαντα Δ. Μ., αφού νόθευσαν το από 30-8-1917 πωλητήριο συμφωνητικό του Ν. Μ. Μ., με τη προσθήκη τριών λέξεων ("με τον σταύλον"), το προσκόμισαν στα δικαστήρια και πέτυχαν την έκδοση των ευνοϊκών γι' αυτούς υπ' αριθ. .../2007 και .../2014 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (Μεταβατική Έδρα Καρπάθου) και του Εφετείου Δωδεκανήσου αντίστοιχα, αποκομίζοντας παράνομο περιουσιακό όφελος, το οποίο συνίσταται στην παράνομη και αθέμιτη ιδιοποίηση του ακινήτου της. Ότι η εναγομένη με τους ως άνω συκοφαντικούς ισχυρισμούς της, με τους οποίους αποδίδει στον Δ. Μ. την τέλεση των αξιόποινων πράξεων της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης στο δικαστήριο, προσέβαλε τη μνήμη του νεκρού συγγενού τους, εξαιτίας δε της προσβολής αυτής υπέστησαν αυτοί (ενάγοντες) σύζυγος και τέκνα του ως άνω νεκρού ηθική βλάβη. Ζήτησαν δε να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει σε καθένα απ' αυτούς το ποσό των 100.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο, είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον διαλαμβάνονται σ' αυτήν τα απαιτούμενα για τη θεμελίωσή της στοιχεία που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 ΑΚ σε συνδυασμό με άρθρα 362-363, 365 ΠΚ και ειδικότερα παρατίθενται σ' αυτή τα ψευδή γεγονότα που η εναγομένη εν γνώσει του ψεύδους τους ισχυρίστηκε στην μήνυσή της για τον νεκρό συγγενή των εναγόντων, αναφέρεται ότι τα ψευδή αυτά γεγονότα προσέβαλαν την μνήμη του νεκρού και ότι εξαιτίας αυτής της προσβολής οι ενάγοντες συγγενείς του νεκρού (σύζυγος και τέκνα) ως άμεσα ζημιούμενοι υπέστησαν ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται χρηματικής ικανοποιήσεως. Ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως το είδος, η φύση και η έκταση της βλάβης, η περιουσιακή κατάσταση και η κοινωνική θέση των μερών δεν απαιτούνται για το ορισμένο της αγωγής, αλλά λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του εύλογου ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο έκρινε ορισμένη την ένδικη αγωγή, δεν προέβη σε παρά το νόμο μη κήρυξη απαράδεκτης αυτής, λόγω αοριστίας.

Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο λόγος αυτός υπάρχει, όταν εχώρησε ψευδής ερμηνεία ή κακή εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Εσφαλμένη, κατ' ακρίβεια, εφαρμογή υπάρχει, όταν αποδόθηκε μεν στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, ορθά, η έννοια του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, στη συνέχεια, όμως, δεν εφαρμόστηκε ο ίδιος στην κρινόμενη περίπτωση, αν και τα περιστατικά που δέχτηκε, (ανέλεγκτα), ο δικαστής της ουσίας υπάγονταν στον κανόνα αυτό ή αντίστροφα, εφαρμόστηκε ο κανόνας αυτός, αν και τα περιστατικά δεν υπάγονταν σ' αυτόν (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 4/2006, ΑΠ 1706/2014, ΑΠ 159/2004). Ειδικότερα, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (ΟλΑΠ 3/2020, ΟλΑΠ 27 και 28/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 1525/2022, ΑΠ 1096/2022, ΑΠ 1470/2021, ΑΠ 1285/2021). Για το ορισμένο του ανωτέρω από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση νομικό σφάλμα, στη δε περίπτωση της κατ' ουσίαν έρευνας της υπόθεσης πρέπει επίσης να παρατίθενται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Μάλιστα δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης κατ' επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με τη προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλομένη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (ΟλΑΠ 1/2016, ΑΠ 69/2023, ΑΠ 258/ 2022, ΑΠ 2043/2022, ΑΠ 1373/2019). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α' του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά, ''έλλειψη αιτιολογίας'', ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της ''ανεπαρκής αιτιολογία'' ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους ''αντιφατική αιτιολογία'' (ΟλΑΠ 1/1999). Για να είναι δε ορισμένος ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναίρεσης, η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που φέρεται ότι παραβιάστηκε, προκειμένου να ελεγχθεί αν υπάρχει, σχετικά με την εφαρμογή της, έλλειψη αιτιολογιών ή αντίφαση ή, κυρίως, ανεπάρκεια αυτών, καθώς επίσης και: α) οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή μνεία ότι αυτή δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, β) ο ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση κλπ) και τα περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή η αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό, εφόσον αυτή δεν είναι αυτονόητη και γ) εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου της ουσίας, δηλαδή, αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας, μνεία μόνο τούτου, αν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία, ποία επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη νομικού χαρακτηρισμού και, αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες, ποίες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από πού προκύπτει και τούτα σε σχέση με νόμιμο ισχυρισμό που παραδεκτά προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 472/2017, ΑΠ 793/2015, ΑΠ 1788/2013 ΑΠ 1206/2008). Συνακόλουθα, η εκ πλαγίου παραβίαση του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (αρθρ. 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ), πρέπει να προκύπτει από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της προσβαλλομένης απόφασης ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού αυτής, δηλαδή από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης (ΑΠ 1420/2013) και κατά τούτο συνιστούν, κατά τα ήδη εκτεθέντα, στοιχεία του ορισμένου του προβαλλόμενου στο αναιρετήριο σχετικού λόγου αναίρεσης (ΑΠ 420/2022, ΑΠ 1027/ 2022, ΑΠ 109/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, με τους δεύτερο και τρίτο λόγους αναίρεσης, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου τους, αποδίδονται στη προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, συνιστάμενες στο ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914 ΑΚ και 367 παρ. 1 ΠΚ, απορρίπτοντας εσφαλμένα, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι υπέβαλε την από 11-7-2017 μήνυσή της από δικαιολογημένο ενδιαφέρον για τη διαφύλαξη δικαιώματός της που αίρει το παράνομο της προσβολής και δεχόμενο εσφαλμένα ότι των διαλαμβανόμενων στην ως άνω μήνυση προσβλητικών ισχυρισμών έλαβαν γνώση τρίτοι, οι οποίοι παρέλαβαν τη μήνυση στα πλαίσια των καθηκόντων τους. Οι αναιρετικοί αυτοί λόγοι είναι απαράδεκτοι, λόγω της αοριστίας τους, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, τα πραγματικά γεγονότα που αυτό δέχθηκε, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προσβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, δεν αναφέρεται ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιέχει η προσβαλλόμενη απόφαση, που εντοπίζονται οι αντιφάσεις, ο πραγματικός ισχυρισμός και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωσή του, καθώς και η σύνδεσή του με το διατακτικό, ούτε εκτίθενται οι παραδοχές του δικαστηρίου, υπό τις οποίες συντελέστηκε η επικαλούμενη παραβίαση.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου, κατά το άρθρο 495 αριθμ. 3 ΚΠολΔ και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα που υπέβαλαν αυτοί (άρθρα 106, 176, 183, 189 αρ. 1, 191 αρθμ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται αυτά ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από ...-2022 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. .../2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) Ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Σεπτεμβρίου 2024.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Ιανουαρίου 2025.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή