ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 87/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 87/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 87/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 87 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 87/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη - Εισηγητή, Ευτύχιο Νικόπουλο και Βαρβάρα Πάπαρη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γ. Φ., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Σ. Κ. του Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρίδωνα Πάικα με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Της αναιρεσιβλήτου: Συνεταιριστικής Τράπεζας Ηπείρου, που εδρεύει στα Ιωάννινα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Καπελλίδη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ...015 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ...017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ...020 του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από ...021 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Mε την κρινόμενη από ...-2021 αίτηση της Σ. Κ. ζητείται η αναίρεση της υπ'αριθ. ...020 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ'αριθ. ...017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων , με την οποία είχε απορριφθεί η από ...-2015 αγωγή της κατά της εναγομένης/αναιρεσίβλητης με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί ότι δεν οφείλει κανένα ποσό στην εναγομένη από την υπ'αριθ. ... σύμβαση χορήγησης πίστωσης, που συνήψε η τελευταία με την εταιρία "Κ. Π. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και υπέγραψε η ενάγουσα/αναιρεσείουσα ως εγγυήτρια. Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις ...-2021, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 14-7-2020, και δεν προκύπτει επίδοση της τελευταίας, ενώ για το παραδεκτό έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (άρθ. 495, 552,553, 558, 564 παρ.3 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ'ιδίαν λόγων της (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Aπό τις διατάξεις των άρθρων 847, 848,851 ΑΚ, 47 του ν.δ. της 17/7-13/8/1923 και 112 ΕισΝΑΚ προκύπτει, ότι ο εγγυητής του δανειστή, για την καταβολή από μέρους του οφειλέτη, του καταλοίπου, που θα προέλθει από την λειτουργία σύμβασης πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, κατά το οριστικό κλείσιμο αυτού, ευθύνεται, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγύησης, μέχρι του ποσού για το οποίο εγγυήθηκε και όχι για τα κονδύλια του λογαριασμού, τα οποία αναφέρονται σε άλλη μεταγενέστερη σύμβαση παροχής πίστωσης προς τον πρωτοφειλέτη, την εκπλήρωση της οποίας αυτός δεν εγγυήθηκε, εκτός αν η μεταγενέστερη σύμβαση δεν είναι αυτοτελής, αλλά πρόσθετη σύμβαση (συμπληρωματική), με την οποία απλώς αυξάνεται ως ποσό της πίστωσης, χωρίς να επέρχεται άλλη μεταβολή, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται για την πληρωμή οποιουδήποτε χρεωστικού υπολοίπου από τη λειτουργία του λογαριασμού και αν ακόμη δεν έλαβε μέρος, με την ιδιότητα του εγγυητή, στην πρόσθετη αυτή σύμβαση, μέχρις, όμως, του ποσού της αρχικής σύμβασης ή και των προσθέτων, στην συνέχεια, όλων ή μερικών συμβάσεων, εφόσον και αυτές τις εγγυήθηκε, δηλαδή, αποδέχθηκε να ευθύνεται για την καταβολή μεγαλύτερου, κάθε φορά, χρεωστικού καταλοίπου σε βάρος του πρωτοφειλέτη, που προέρχεται από τη λειτουργία της σύμβασης (ΑΠ 254/2018, ΑΠ 1229/2007). Ωστόσο ο εγγυητής ευθύνεται για το προαναφερόμενο κατάλοιπο, έως το ποσό, βέβαια, της κύριας οφειλής, ακόμη και αν στον προμνημονευόμενο λογαριασμό εισήλθαν και παρέμειναν έως το οριστικό κλείσιμο του και μη ασφαλιζόμενες προηγουμένως με την εγγύησή του απαιτήσεις, και είναι πιθανόν με τις καταβολές του πρωτοφειλέτη κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του λογαριασμού να έχουν υπερκαλυφθεί οι ασφαλιζόμενες απαιτήσεις. Τούτο δε διότι, ούτε η είσοδος και παραμονή μέχρι τέλους στο λογαριασμό μη αρχικώς ασφαλιζομένων με την εγγύηση απαιτήσεων, ούτε η τυχόν κατά τη λειτουργία του ισοσκέλιση του λογαριασμού, επηρεάζουν την ευθύνη του εγγυητή για το κατάλοιπο, εκτός αν η πιστώτρια τήρησε, κατά τη συμφωνία των μερών, χωριστό λογαριασμό για τις εγγυημένες απαιτήσεις και χωριστό για τις μη εγγυημένες, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται για το οριστικό κατάλοιπο του λογαριασμού στον οποίο έχουν υπαχθεί οι καλυπτόμενες με την εγγύηση απαιτήσεις (ΑΠ 267/2021, ΑΠ 1790/2008, ΑΠ 1458/2006). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται, επίσης, ότι η εγγύηση στην περίπτωση του ανοίγματος πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, μπορεί, ενόψει της πιο πάνω διακριτής θέσης σύμβασης ανοίγματος πίστωσης και αλληλόχρεου λογαριασμού, να αναφέρεται, σύμφωνα με σχετικό όρο, είτε στη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, δηλαδή στο κατάλοιπο αυτού, για το οποίο ο εγγυητής ευθύνεται, έως το ποσό, βέβαια, της κύριας οφειλής, ακόμη και αν στο λογαριασμό εισήλθαν και παρέμειναν έως το οριστικό κλείσιμο του και μη ασφαλιζόμενες προηγουμένως με την εγγύηση του απαιτήσεις, είτε στη βασική σύμβαση παροχής πίστωσης, που αποτελεί το πραγματικό θεμέλιο γέννησης των απαιτήσεων, οπότε γεννιέται ευθύνη του εγγυητή, μέχρι του ύψους βέβαια της παρασχεθείσας εγγύησης, για την ολοκληρωτική εξόφληση κάθε ποσού που οφείλεται από τον πιστούχο κατά τους όρους της βασικής σύμβασης και πηγάζει από αυτή (ΑΠ 1553/2022, ΑΠ 1229/2007, ΑΠ 1790/2008). Kατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νομίμου βάσεως της αποφάσεως συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 6/2006). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/2008, ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 917/2020).
Με τους πρώτο και τρίτο λόγους αναίρεσης, κατ'ορθή εκτίμηση του περιεχομένου τους, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθ. 361, 847, 849,851,853, 866 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 47, 48 και 64-67 του ν.δ. της 17-7/13-8-1923, δεχόμενο εσφαλμένα, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ότι η υπ'αριθ. ...-2013 σύμβαση αναγνώρισης και ρύθμισης ληξιπρόθεσμης οφειλής δεν αποτελεί νέα σύμβαση με την έννοια της ανανεώσεως δηλ. της δημιουργίας νέας ενοχής, με σκοπό την κατάργηση της παλαιάς , ότι η αναιρεσείουσα δεν συμβλήθηκε κατά την κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως, αλλά δεσμεύεται από αυτήν, ότι ενώ οι διάδικοι δεν είχαν σκοπό να αποσβέσουν την αρχική σύμβαση, στη νέα σύμβαση περιέχονται νέοι όροι αναφορικά με τον χρόνο εκπληρώσεως των υποχρεώσεων της πιστούχου και το επιτόκιο και ότι η εγγυητική ευθύνη της αναιρεσείουσας που απορρέει από την αρχική σύμβαση και τις πρόσθετες πράξεις αυτής, εξακολουθεί να ισχύει και για τη νέα σύμβαση, η οποία επίσης τη δεσμεύει.
Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο μέρος, τα ακόλουθα: "Δυνάμει της από ...-2008 με αριθμό ... σύμβασης παροχής πίστωσης δι' ανοικτού τρεχούμενου λογαριασμού καταρτίσθηκε μεταξύ της εναγόμενης και της εταιρείας με τίτλο "Κ.- Π. Α.Α.Ε." σύμβαση πίστωσης μέχρι ποσού 200.000 ευρώ για τη χορήγηση χρηματοδοτήσεων στην πιστούχο. Την ίδια ημέρα υπεγράφη με τους άνω συμβαλλόμενους και η ... πρόσθετη πράξη αύξησης πίστωσης κατά 20.000 ευρώ. Προς εξυπηρέτηση της εν λόγω σύμβασης λειτούργησε ο με αριθμό ... λογαριασμός και ως εγγυητές σ' αυτές τις συμβάσεις συνυπέγραψαν η ενάγουσα, ο Α. Π., ο Γ. Κ., η Α. Π. και ο Λ. Κ. που δήλωσαν ότι εγγυώνται υπέρ τις πιστούχου την τήρηση των όρων της σύμβασης και την εξόφληση του καταλοίπου από το κλείσιμο αλληλόχρεου λογαριασμού. Στις 4-11-2011 και 11-7-2011 υπεγράφησαν οι επιπλέον ... και ... πρόσθετες πράξεις που η πίστωση των 220.000 ευρώ αυξήθηκε κατά ποσό 60.000 ευρώ (30.000 ευρώ με κάθε μία) και διαμορφώθηκε σε 280.000 ευρώ τις οποίες επίσης όλοι οι ανωτέρω εγγυητές συνυπέγραψαν με την αυτή εγγυητική ιδιότητα. Στον όρο με αριθμ. ... αυτής της ...-2013 σύμβασης ορίζεται ότι η σύμβαση αυτή δεν αποτελεί εξόφληση, απόσβεση ή ανανέωση της υφισταμένης οφειλής του πιστούχου προς την εναγόμενη, αλλά ρύθμιση για τη διευκόλυνση του οφειλέτη για την καταβολή των οφειλών του και διατηρούνται το σύνολο των υφισταμένων πάσης φύσεως εξασφαλίσεων και εγγυήσεων. Επαναλήφθηκε δε ότι ισχύουν οι όροι και συμφωνίες της ...-2008 αρχικής σύμβασης με την οποία αυτή αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο. Αποδείχθηκε επίσης ότι, στα πλαίσια της ρύθμισης αυτής, δεν χορηγήθηκε νέο δάνειο αλλά συντελέστηκε μεταφορά του υπολοίπου της πίστωσης, προς λογιστική τακτοποίηση όπως εμφαίνεται και στο από 18-6-2013 ένταλμα πληρωμής χορήγησης - εντολή μεταφοράς σε κατάθεση ποσού 249.815,84 ευρώ. Στο σώμα αυτής της σύμβασης πράγματι ελλείπει η υπογραφή της ενάγουσας, ενώ οι λοιποί συμβαλλόμενοι είναι οι ίδιοι. Ωστόσο η σύμβαση αυτή δεν αποτελεί νέα σύμβαση με την έννοια της ανανέωσης, ήτοι τη δημιουργία νέας ενοχής με σκοπό απόσβεσης και κατάργησης της παλαιάς. Όπως συνάγεται από το περιεχόμενό της σε συνάρτηση και με το περιεχόμενο των προγενεστέρων αποτελεί μία πρόσθετη πράξη - παράρτημα της αρχικής, με την οποία, όπως και οι προηγηθείσες, αποτελεί ενιαίο σύνολο με κύριο σκοπό τη ρύθμιση της οφειλής, που έγινε προς διευκόλυνση της πιστούχου - πρωτοφειλέτιδος. Η αναγνώριση της οφειλής, την οποία εμπεριέχει, αποτελεί απλή επιβεβαιωτική δήλωση και δεν συνιστά νέα ενοχή με την έννοια του νόμου, η οποία δεσμεύει και την ενάγουσα, ως εγγυήτρια της αρχικής συμβάσεως. Εξάλλου, απεδείχθη ότι δεν υπήρχε σκοπός των μερών για απόσβεση της αρχικής σύμβασης, από κάποια συμβαλλόμενη πλευρά, οι βουλήσεις των οποίων αποτυπώθηκαν εγγράφως στο ίδιο σώμα της επίδικης σύμβασης, όχι επί σκοπώ ανανεώσεως. Η ίδια δε, δεν περιέχει καμία τροποποίηση ως προς τα υποκείμενα, ή άλλους όρους της πιστώσεως, παρά μόνο αλλάζει το χρόνο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της οφειλέτιδος εταιρείας και το επιτόκιο. Επομένως, η αρχική σύμβαση με αριθμό ...-2008 και οι επακολουθήσασες τροποποιητικές πράξεις αυτής ουδέποτε αποσβέσθησαν και άρα η εγγυητική ευθύνη της ενάγουσας που απορρέει από αυτές εξακολουθεί να ισχύει, η ίδια δε, δεσμεύεται και από την επίδικη ...-2013 σύμβαση που δεν υπέγραψε, αλλά η οποία δεν είναι αυτοτελής αλλά συμπληρωματική". Υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές το Εφετείο δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθ` όσον διέλαβε σ` αυτήν την απαιτούμενη αιτιολογία που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των προαναφερθεισών διατάξεων και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε εκ πλαγίου. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τις ουσιαστικές αυτές παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η υπ'αριθ. ...-2013 σύμβαση, με την οποία ρυθμίστηκε η οφειλή της πιστούχου εταιρίας από την από ...-2008 σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοιχτό τρεχούμενο λογαριασμό μέχρι του ποσού των 200.000 ευρώ και τις πρόσθετες πράξεις αυξήσεως της πιστώσεως, τις οποίες υπέγραψε η αναιρεσείουσα ως εγγυήτρια, δηλώνοντας ότι εγγυάται υπερ της πιστούχου την τήρηση των όρων της συμβάσεως και την εξόφληση του καταλοίπου από το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού, δεν αποτελεί σύμφωνα με τον όρο 5 αυτής, εξόφληση, απόσβεση ή ανανέωση της υφισταμένης οφειλής της πιστούχου προς την αναιρεσίβλητη, αλλά ρύθμιση της οφειλής της για τη διευκόλυνση της οφειλέτιδος προς καταβολή των οφειλών της, διατηρείται το σύνολο των υφισταμένων πάσης φύσεως εξασφαλίσεων και εγγυήσεων και ισχύουν οι όροι και συμφωνίες της αρχικής συμβάσεως, με την οποία αυτή αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, με συνέπεια η σύμβαση αυτή να δεσμεύει την αναιρεσείουσα, της οποίας η εγγυητική ευθύνη εξακολουθεί να ισχύει. Επομένως, οι πρώτος και τρίτος λόγοι της αίτησης αναίρεσης από τον αριθ. 19 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11γ' του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338-340 και 346 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, κατά το σχηματισμό της κρίσης του για τους ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, οφείλει να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που παραδεκτά προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, διαφορετικά, υποπίπτει στην πλημμέλεια που ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 11γ' του άρθρ. 559 ΚΠολΔ,, χωρίς όμως να ελέγχεται η κρίση του ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξιολόγηση των αποδείξεων γενικά (ΟλΑΠ 23/2008). Ειδικότερα, ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους (ΑΠ 1208/2019, 779/2019, 222/2008, 774/1996) προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών κατά την ανωτέρω έννοια, δηλαδή, νόμιμων ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 105/2005, 1874/2008), εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο). Για την ίδρυση του ως άνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του (ΑΠ 1134/1993). Καμιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλ` αρκεί η γενική μνεία των κατ` είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 779/2019). Δεν απαιτείται, εξάλλου, να γίνεται παράθεση ως προς το ποία αποδεικτικά μέσα χρησιμοποιήθηκαν για άμεση ή έμμεση απόδειξη ή καθορισμός της βαρύτητας, που αποδόθηκε στο καθένα από αυτά ή της σχέσης και της επιρροής ενός εκάστου αποδεικτικού μέσου στα προς απόδειξη θέματα, ενώ από την αναφορά ορισμένων εξ αυτών, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας τους, δεν συνάγεται αναγκαίως ότι τα υπόλοιπα δεν εκτιμήθηκαν. Απαιτείται, όμως, να καθίσταται απολύτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της αποφάσεως ότι όλα τα νομίμως προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και συνεκτιμήθηκαν για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού πορίσματος (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 500/2019). Για την πληρότητα δε του ίδιου λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο και να εκτίθεται ότι έγινε επίκληση και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο εκείνο προς απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμου, κατά τα προεκτεθέντα, ισχυρισμού, ο οποίος πρέπει επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο με παράλληλη αναφορά ότι υπήρξε παραδεκτή επίκλησή του στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 242/2023, ΑΠ 793/2015, ΑΠ 1535/1995, 567/1996). Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, κατ'ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 11γ του άρθ. 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη, άλλως, δεν αξιολόγησε ορθά την υπ'αριθ. ...-2013 σύμβαση, τον από 18-6-2013 τοκοχρεωλυτικό πίνακα της ως άνω συμβάσεως, καθώς και το από 16-12-2014 αναλυτικό καθολικό χορηγήσεων, τα οποία προσκόμισε με επίκληση η αναιρεσείουσα για την απόδειξη του ισχυρισμού της περί συνάψεως νέας συμβάσεως χρεολυτικού δανείου μεταξύ της πιστούχου και της αναιρεσίβλητης και περί καταργήσεως της αρχικής συμβάσεως για την οποία εγγυήθηκε. Από τη διαβεβαίωση που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη, τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, χωρίς να είναι αναγκαία η ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση καθενός από αυτά. Επομένως, ο ερευνώμενος δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αριθ. 11γ του άρθ. 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Η αιτίαση που περιέχεται στον ίδιο ως άνω λόγο ότι το Εφετείο δεν αξιολόγησε ορθά τα όσα άνω έγγραφα, αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων και δεν ελέγχεται αναιρετικά. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί αυτή, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθ. 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από ...-2021 αίτηση της Σ. Κ. για την αναίρεση της υπ'αριθ. ...2020 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης εκ ποσού δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Σεπτεμβρίου 2024.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Ιανουαρίου 2025.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή