
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 95 / 2025    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 95/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (σύμφωνα με την .../2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Ζώη), Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Βάϊα Ζαρχανή και Στυλιανό Κακαβιά, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 15 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Ε. Τ., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Κ. του Γ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Μαρίας Δεβελάσκα, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία" που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Μαρίας Ποντίφηξ, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ...-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η .../2019 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η .../2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από ...-2023 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε ο Αρεοπαγίτης Στυλιανός Κακαβιάς. Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση από ....2023 και με αριθ. καταθ. .../2023 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθ. .../2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, διότι κατατέθηκε στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών την 2.10.2023 και η προσβαλλόμενη απόφαση, της οποίας δεν προκύπτει η επίδοση, δημοσιεύθηκε την 12.1.2022, δηλαδή ασκήθηκε εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο (2) ετών (άρθρα 552, 553, 556, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1, 144 και 145 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
ΙI. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, η αίτηση αναίρεσης είναι κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων με την από 14.9.2011 (με αριθ. καταθ. .../2011) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, απευθυνόμενη κατά της εναγομένης, ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, ζήτησε α)να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 21.6.2011 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του αορίστου χρόνου, στην οποία προέβη η εργοδότριά του εναγομένη τραπεζική εταιρία, επειδή η εν λόγω καταγγελία, για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο, ήταν παράνομη και καταχρηστική, και να υποχρεωθεί η εναγομένη β)να του καταβάλει το ποσό των πενήντα πέντε χιλιάδων τριακοσίων πενήντα (55.350) ευρώ ως μισθούς υπερημερίας για το διάστημα από 22.6.2011 έως 22.9.2012, γ) να τον απασχολεί πραγματικά στη θέση και με τα καθήκοντα που είχε στις 21.6.2011, με τις ίδιες αποδοχές, όρους και συνθήκες εργασίας, τούτο, δε, για την περίπτωση άρνησής της, με την επιβολή χρηματικής ποινής ύψους πέντε χιλιάδων εννιακοσίων (5.900) ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής της, και δ)να του καταβάλει το ποσό των τετρακοσίων χιλιάδων (400.000) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης την οποία αυτός υπέστη εξαιτίας της εκτιθέμενης στην αγωγή αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των αρμοδίων οργάνων της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, που εκδηλώθηκε με τον τρόπο, τα αίτια και τις συνθήκες υπό τις αιτίες η τελευταία προέβη στην ως άνω καταγγελία της εργασιακής του σχέσης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικώς η υπ' αριθ. .../2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, αφού απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη ως προς το παρεπόμενο αίτημά της περί επιβολής χρηματικής ποινής για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης της εναγομένης ως προς την αποδοχή της εργασίας του, διατάχθηκε η αναβολή της συζήτησής της μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής δίκης, που είχε αρχίσει και εκκρεμούσε τότε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης με κατηγορουμένη την Κ. Μ., σύζυγο του ενάγοντος κατά τον επίδικο χρόνο, για το αδίκημα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης και με εγκαλούσα την εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία. Ακολούθως, και δη μετά την αμετάκλητη περάτωση της προαναφερόμενης ποινικής δίκης, η αγωγή επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο, με την υπ' αριθ. .../2019 οριστική απόφασή του, απέρριψε αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της αμέσως προαναφερόμενης απόφασης, όπως και της προηγηθείσας υπ' αριθ. .../2014 απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, ο ενάγων άσκησε την από 7.10.2019 (με αριθ. καταθ. .../2019) έφεση και τους από 25.2.2020 πρόσθετους λόγους αυτής.
Εκδόθηκε δε η αναιρεσιβαλλόμενη υπ' αριθ. .../2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αφού δέχθηκε τυπικά, απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους.
IΙΙ. Από τις ισχύουσες για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1, 5 του ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία αυτή συνιστά δικαίωμα του εργοδότη ή του εργαζόμενου και είναι μονομελής, αναιτιώδης δικαιοπραξία. Ως εκ τούτου, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία γίνεται. Η άσκησή της όμως δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός αυτής (ΑΚ 281). Οπότε, σε περίπτωση τέτοιας υπέρβασης η καταγγελία καθίσταται απαγορευμένη ως καταχρηστική και, κατά συνέπεια, άκυρη (ΑΚ 174, 180). Πιο συγκεκριμένα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη αλλά μη αρεστή στον εργοδότη συμπεριφορά του εργαζόμενου. Δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι' αυτήν κάποια εμφανής ή αληθής αιτία, διότι λόγω του αναιτιώδους χαρακτήρα της δεν είναι ο εργοδότης εκείνος που πρέπει να τη δικαιολογήσει, αλλά ο εργαζόμενος επιδιώκοντας την αναγνώριση της ακυρότητάς της πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και, ως εκ τούτου, καθίσταται απαγορευμένη. Και αντιστρόφως, δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως αληθινό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζομένου ή την από πλευράς εκείνου παραβίαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, διότι τότε κλονίζεται η σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει την καλή λειτουργία της σύμβασης (ΟλΑΠ 3/2024, ΑΠ 516/2023, 139/2023). Ειδικότερα, η απώλεια της εμπιστοσύνης και η έλλειψη πνεύματος συνεργασίας, μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, όχι βέβαια κατά την υποκειμενική αντίληψη και κρίση του καταγγέλλοντος εργοδότη, αλλά με τη συνδρομή αντικειμενικών λόγων που τις δικαιολογούν και διαταράσσουν την ομαλή λειτουργία της εργασιακής σχέσης, θεμελιώνοντας μία αρνητική πρόγνωση ως προς τη λειτουργία της στο μέλλον, καθιστούν μη καταχρηστική τη για τους λόγους αυτούς καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του εργαζόμενου (ΑΠ 512/2024, 139/2023). Σε κάθε περίπτωση όμως δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι' αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι' αυτό ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλ' απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 139/2023, 906/2022). Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν γίνεται για σοβαρούς λόγους, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης του εργοδότη, δεν είναι άνευ ετέρου καταχρηστική. Διότι, εάν ετίθετο τέτοια προϋπόθεση, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου από αναιτιώδης δικαιοπραξία θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (ΟλΑΠ 3/2024, ΑΠ 516/2023, 139/2023). Εάν, όμως, στο πλαίσιο λειτουργίας της σύμβασης αορίστου χρόνου προβλέπεται πειθαρχικός έλεγχος των εργαζομένων, το δικαίωμα του εργοδότη για καταγγελία δεν καταλύεται, διότι εξυπηρετεί σκοπό διαφορετικό και είναι ανεξάρτητο από την πειθαρχική διαδικασία, ακόμη και αν στο πλαίσιο αυτής μπορεί να επιβληθεί ποινή οριστικής παύσης που εκτελείται με καταγγελία της σύμβασης (ΟλΑΠ 3/2024, 43/2002). Παρά ταύτα, και στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας κατά παράλειψη της πειθαρχικής διαδικασίας ελέγχεται από τα δικαστήρια, ως προς την υπέρβαση των ορίων της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ. Ως εκ τούτου, ερευνάται, εάν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις η επιλογή της καταγγελίας, που έχει ως συνέπεια για τον εργαζόμενο την απώλεια της θέσης εργασίας, αντί της επιβολής άλλης, ηπιότερης, πειθαρχικής ποινής, βρίσκεται μέσα στα όρια της ορθής εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ' του Συντάγματος). Εάν αυτό δεν συμβαίνει, η διενέργεια της καταγγελίας έρχεται σε αντίθεση προς την καλή πίστη, οπότε, εφόσον η αντίθεση αυτή είναι προφανής, καθίσταται απαγορευμένη (ΟλΑΠ 3/2024). Έτσι, το δικαστήριο, κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού, εξετάζει εάν υπάρχουν άλλα ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, δηλαδή αν η καταγγελία είναι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη (ΑΠ 373/2024, 139/2023, 1173/2017). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 3/2024, 6/2019, 2/2019, 7/2006). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α' του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ("έλλειψη αιτιολογίας"), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της ("ανεπαρκής αιτιολογία") ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους ("αντιφατική αιτιολογία") (ΟλΑΠ 2/2022, 2/2019, 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, ήταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΟλΑΠ 1/1999, 24/1992, ΑΠ 1464/2022, 1283/2021).
IV. Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά, κατά το ενδιαφέρον για τον αναιρετικό έλεγχο μέρος της, τα εξής:
"..Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των εξετασθέντων ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μαρτύρων, οι οποίες καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με τη με αριθμό .../2014 μη οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου εκείνου, από το σύνολο των εγγράφων που προσκόμισαν εκ νέου οι διάδικοι, χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά κατά την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, ακόμη και αν δεν μνημονεύεται ρητά παρακάτω ......., προς άμεση και έμμεση απόδειξη, ως δικαστικά τεκμήρια .... και ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, καθώς και από τις με αριθμό ...-2014 ένορκες βεβαιώσεις των Γ. Ι., Ν. Χ. και Κ. Β., οι οποίες έχουν ληφθεί ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης .....αλλά και από τις με αριθμούς ... και ... από ...-2014 ένορκες βεβαιώσεις των Μ. Κ. Π. και Κ. Ν., οι οποίες έχουν ληφθεί ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης ...... καθώς και από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο ενάγων προσελήφθη στις 20/6/1989 από την "Τράπεζα Μακεδονίας Θράκης" ως τραπεζικός υπάλληλος. Μετά την απορρόφηση της ως άνω τράπεζας από την εφεσίβλητη, συνέχισε να εργάζεται στην τελευταία. Είναι απόφοιτος του τμήματος στελεχών επιχειρήσεων του ΤΕΙ Σερρών. Κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας και ενώ εργαζόταν στην εφεσίβλητη παρακολούθησε μεγάλο αριθμό σεμιναρίων, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα μεγάλο ζήλο και εργατικότητα κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Για το λόγο αυτό η εφεσίβλητη, εκτιμώντας την απόδοση της εργασίας του, την οποία αξιολογούσε θετικά, τον περιέβαλε με ιδιαίτερη εμπιστοσύνη και από το έτος 2004 και έπειτα τον προήγαγε και τον τοποθέτησε σε θέσεις υψηλής ευθύνης. Το έτος 2004 η εφεσίβλητη τον προήγαγε και τον τοποθέτησε ως διευθυντή του νεοσύστατου υποκαταστήματός της στην περιοχή του Ιπποκρατείου Θεσσαλονίκης, του ανέθεσε δε και την οργάνωση του καταστήματος αυτού. Στη συνέχεια, το έτος 2006 τον προήγαγε και τον τοποθέτησε ως διευθυντή σε υποκατάστημά της στο Ασβεστοχώρι, του οποίου του ανέθεσε την οργάνωση, αφού προηγουμένως είχε συνάψει μαζί του σύμβαση αορίστου χρόνου. Στην ίδια επιλογή προέβη η εφεσίβλητη και το έτος 2010, οπότε του ανέθεσε καθήκοντα διευθυντή του υποκαταστήματός της στη Νέα Κρήνη. Η εμπιστοσύνη της εφεσίβλητης στις ικανότητες και την ευφυϊα του εκκαλούντος ήταν τέτοια που το ίδιο έτος (2010) η διοίκησή της τον επέλεξε να συμμετάσχει στην Ακαδημία Ανωτάτων Στελεχών Δικτύου, διάρκειας 3 ετών, εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο οποίο συμμετείχαν μόνο 30 επίλεκτα στελέχη σε όλη τη χώρα. Σε προσωπικό επίπεδο, ο εκκαλών το έτος 2003 είχε συνάψει γάμο με την Κ. Μ., επίσης υπάλληλο της εφεσίβλητης που και εκείνη κατείχε θέση ευθύνης και εμπιστοσύνης, καθώς ήταν και εκείνη διευθύντρια του υποκαταστήματος της εφεσίβλητης στην περιοχή του Ιπποκρατείου Θεσσαλονίκης, όπου υπηρετούσε τουλάχιστον από το 2008 έως και τον Ιούνιο του έτους 2011. .......Το Μάρτιο του έτους 2011, όργανα της εφεσίβλητης προέβησαν σε τακτικό περιοδικό έλεγχο στο υποκατάστημα που διεύθυνε η σύζυγος του εκκαλούντος καθώς από τον συνδυαστικό έλεγχο συναλλαγής πελατών, είχαν προκύψει ασυμβατότητες που οδηγούσαν στο συμπέρασμα πραγματοποίησης παρατυπιών από μέρους της ως άνω συζύγου του εκκαλούντος. Προκειμένου να τεκμηριώσει πλήρως τα ευρήματα του ελέγχου της, η αρμόδια γενική διεύθυνση εσωτερικού ελέγχου της εφεσίβλητης προέβη στην παρακολούθηση, μέσω ηλεκτρονικών συστημάτων, των κινήσεων των λογαριασμών των πελατών της στο συγκεκριμένο υποκατάστημα, με αποτέλεσμα να διαπιστωθούν ύποπτες συναλλαγές και κινήσεις που είχαν πραγματοποιηθεί από τη σύζυγο του εκκαλούντος. Στις 03/06/2011 διενεργήθηκε ειδικός έλεγχος από τον οποίο προέκυψε ότι η ως άνω Κ. Μ. είχε υπεξαιρέσει από λογαριασμούς οκτώ πελατών του συγκεκριμένου υποκαταστήματος που είχαν απευθυνθεί σε αυτήν για τη δημιουργία προθεσμιακής κατάθεσης, ποσού ύψους κατά προσέγγιση 2.470.000 ευρώ. Όταν η ίδια κλήθηκε στη συνέχεια να δώσει εξηγήσεις, παραδέχθηκε τη διάπραξη από μέρους της υπεξαίρεσης. Για το λόγο αυτό η εφεσίβλητη κατήγγειλε παραχρήμα τη σύμβαση εργασίας της ανωτέρω, άσκησε αγωγή σε βάρος της και της υπέβαλε έγκληση για τα αδικήματα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης της πλαστογραφίας σε βάρος της. Επί της εγκλήσεως της εφεσιβλήτου εκδόθηκε η αμετάκλητη με αριθμό .../2018 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία η ως άνω Κ. Μ. κρίθηκε ένοχη για υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση και πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση με όφελος δικό της και αντίστοιχη ζημία της εφεσιβλήτου ύψους 2.405.855,43 ευρώ, σε χρονικό διάστημα από τέλη Δεκεμβρίου έτους 2008 έως τις αρχές του μήνα Μαϊου έτους 2011. Συνεπεία της έκτασης και της μορφής της παράνομης δραστηριότητας της συζύγου του εκκαλούντος, σε συνδυασμό με το ότι είχε ήδη ασκηθεί σε βάρος της ποινική δίωξη για τις ως άνω κακουργηματικές πράξεις, η ίδια δε η εγκαλουμένη Κ. Μ. είχε ομολογήσει τις παράνομες πράξεις της, ανώτατο στέλεχος της εφεσίβλητης και συγκεκριμένα η τότε βοηθός γενικού διευθυντή της εφεσίβλητης, Α. Μ. - Σ. ........ κάλεσε σε συνάντηση τον εκκαλούντα στις 04/06/2011. Κατά την κατ' ιδίαν αυτή συνάντησή τους, τον ενημέρωσε για τα ανωτέρω ευρήματα του ειδικού ελέγχου σε βάρος της συζύγου του, Κ. Μ., καθώς και ότι το έτος 2008 είχε λάβει χώρα όμοιο περιστατικό, για ποσό της τάξης των 80.000 ευρώ, με εμπλοκή και πάλι της συζύγου του. Ο εκκαλών δήλωσε στην ως άνω βοηθό γενικού διευθυντή της εφεσίβλητης πλήρη άγνοια για την αποκαλυφθείσα δράση της συζύγου του. Στη διατυπωθείσα από εκείνη απορία για τη σχετική δηλωθείσα από μέρους του άγνοια, έλαβε την απάντηση ότι και ο ίδιος είχε μείνει έκθαμβος από την πολυτέλεια που διαπίστωνε στην καθημερινή τους διαβίωση και στην οικογενειακή τους στέγη. ......Στη συνέχεια η βοηθός γενικού διευθυντή της εφεσίβλητης, Α. Μ. - Σ. ενημέρωσε τον εκκαλούντα ότι την ίδια ημέρα κατά την οποία συναντήθηκαν επρόκειτο να λάβει χώρα συνάντησή τους και με άλλα ανώτατα στελέχη της εφεσίβλητης. Όπως επίσης αποδείχθηκε, το έτος 2008 κατόπιν πάλι περιοδικού διαχειριστικού ελέγχου του υποκαταστήματος όπου εργαζόταν η σύζυγος του εκκαλούντος Κ. Μ. από εντεταλμένα όργανα της εφεσίβλητης η τελευταία είχε λάβει δάνειο από την τράπεζα, για την εξασφάλιση του οποίου έπρεπε να είχε δεσμευθεί χρηματική κατάθεση της μητέρας της σε λογαριασμό που τηρούσε στην εφεσίβλητη, ύψους 80.000 ευρώ, κατάθεση η οποία έπρεπε να είχε ενεχυριασθεί, ενέργεια που όμως δεν είχε λάβει χώρα, με αποτέλεσμα το δάνειο να εμφανίζεται ακάλυπτο για την τράπεζα. Όταν διαπιστώθηκε η εν λόγω παράλειψη, είχε λάβει χώρα διαχειριστικός και πειθαρχικός έλεγχος της συζύγου του εκκαλούντος αλλά δεν στοιχειοθετήθηκε πρόθεσή της και για το λόγο αυτό τα χρήματα, τα οποία δεν προέκυψε ότι τα είχε αναλάβει από το λογαριασμό ή ότι τα είχε υπεξαιρέσει η Κ. Μ., επιστράφηκαν άμεσα από αυτή προς την εφεσίβλητη χωρίς να προκληθεί ζημία στην τελευταία. Άλλωστε ο τότε εντεταλμένος σύμβουλος και γενικός διευθυντής της εφεσίβλητης, Χ. Α., είχε προβεί σε επιβολή ποινής και συγκεκριμένα σε έγγραφη επίπληξη προς την Κ. Μ. Το σχετικό έγγραφο καταχωρήθηκε και διατηρήθηκε στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο της Κ. Μ. και προσκομίστηκε από την εφεσίβλητη τόσο στο δικάζον όσο και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Από την ανωτέρω συμπεριφορά των οργάνων της εφεσίβλητης, ήτοι τη διατήρηση του εγγράφου αυτού στον φάκελο της Μ. και την προσκομιδή του από την εφεσίβλητη τόσο ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου, όσο και ενώπιον του πρωτοβαθμίου, αποδεικνύεται ότι δεν είχαν προσπαθήσει ανώτατα στελέχη της εφεσίβλητης και μεταξύ αυτών ο γενικός διευθυντής της εφεσίβλητης, Χ. Α. να συγκαλύψουν ή να αποκρύψουν την κατά το έτος 2008 διαπιστωθείσα παρατυπία εκ μέρους της Κ. Μ., όπως αβασίμως ισχυρίσθηκε ο εκκαλών τόσο ενώπιον του δικάζοντος, όσο και ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Περαιτέρω, στις 04/06/2011, μετά την κατ' ιδίαν συνάντηση του εκκαλούντος με την Α. Μ. - Σ., έλαβε χώρα αυθημερόν και κοινή συνάντηση του εκκαλούντος με άλλα ανώτατα στελέχη της εφεσίβλητης και συγκεκριμένα με τον προαναφερθέντα εντεταλμένο σύμβουλο και γενικό διευθυντή, Χ. Α., τη νομική σύμβουλο και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εφεσίβλητης δικηγόρο και καθηγήτρια Χ. Α. και το διευθυντή εσωτερικού ελέγχου Α. Ψ. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης αυτής, τα εντεταλμένα όργανα της εφεσίβλητης προσπάθησαν να διαπιστώσουν εάν ο εκκαλών γνώριζε ή όχι τη δράση της συζύγου του και να διερευνήσουν το εάν θα ήταν δυνατή η άρση της εύλογης δυσπιστίας και επιφυλακτικότητας που είχε διαμορφωθεί απέναντί του ώστε να παραμείνει στη θέση του. Επίσης επεδίωξαν να λάβουν πειστικές απαντήσεις από αυτόν ως προς το ζήτημα της δηλωθείσας άγνοιάς του για τη δράση της συζύγου του, παρά τον κοινό τους βίο. Στις ερωτήσεις που του υποβάλλοντο, ο εκκαλών ενέμενε στη θέση ότι δεν είχε αντιληφθεί οτιδήποτε καθ' ολόκληρο το διάστημα της τριετίας, κατά το οποίο η σύζυγός του υπεξαιρούσε χρηματικά ποσά από τους λογαριασμούς των πελατών της εφεσίβλητης. Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι η καθημερινότητά τους δεν είχε υποστεί οποιαδήποτε μεταβολή από τον προ της παράνομης συμπεριφοράς της συζύγου του χρόνο και για το λόγο αυτό δεν είχε αντιληφθεί την παράνομη συμπεριφορά της συζύγου του έναντι της εργοδότριάς τους τραπεζικής εταιρείας. Οι απαντήσεις του εκκαλούντος δεν είχαν κριθεί επαρκείς και πειστικές από τους εκπροσώπους της εφεσίβλητης, με αποτέλεσμα να τεθεί αυτός άμεσα σε αργία και στις .../2011 να του επιδοθεί έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, του προσφέρθηκε δε η εκ του νόμου οφειλόμενη νόμιμη αποζημίωση, την οποία αυτός εισέπραξε. Στο έγγραφο της καταγγελίας, μάλιστα, αναφέρεται η αιτία καταγγελίας που είναι ο κλονισμός της εμπιστοσύνης της εφεσίβλητης στο πρόσωπο του εκκαλούντος ενώ λαμβάνει χώρα ειδική μνεία στις κριθείσες ως ανεπαρκείς εξηγήσεις του, αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι ο ίδιος δεν είχε ούτε ελάχιστες υποψίες για τη δράση της συζύγου του, πιστεύοντας ότι ο εξαιρετικά δαπανηρός τρόπος διαβίωσής τους οφειλόταν σε οικονομική υποστήριξη από συγγενικά της πρόσωπα. Περαιτέρω, από την αποδεικτική διαδικασία δεν προέκυψε ότι η καταγγελία της εργασιακής σχέσης του εκκαλούντος από την εφεσίβλητη έλαβε χώρα για λόγους εκδίκησης, μίσους και εμπάθειας από την εφεσίβλητη και τα στελέχη της προς αυτόν και τούτο επειδή δήθεν, όπως ισχυρίσθηκε ο ίδιος, κατά την ανωτέρω συνάντηση της 04/06/2011, αυτός είχε αποδώσει ευθύνες για την τέλεση της υπεξαίρεσης που διέπραξε η σύζυγός του, στα στελέχη της εφεσίβλητης και κυρίως στον γενικό διευθυντή της εφεσίβλητης Χ. Α., ισχυριζόμενος ο εκκαλών ότι, αν και το έτος 2008 είχε διαπιστωθεί για πρώτη φορά παράτυπη και αντισυμβατική συμπεριφορά της συζύγου του Κ. Μ. κατά την άσκηση των καθηκόντων της, εντούτοις δεν μετακινήθηκε από τη θέση ευθύνης που κατείχε αλλά παρέμεινε διευθύντρια υποκαταστήματος. Όπως όμως αποδείχθηκε και με σαφήνεια εξέθεσε και στη με αριθμό ...-2014 ένορκη βεβαίωσή της η Μ. Κ., Περιφερειακή Διευθύντρια του Δικτύου Καταστημάτων της εφεσίβλητης στη Θεσσαλονίκη κατά τη χρονική εκείνη περίοδο, το συγκεκριμένο ζήτημα δεν ανακινήθηκε από τα στελέχη της εφεσίβλητης κατά την ανωτέρω από 04/06/2011 συνάντηση ενώ επιπλέον δεν είχε προκληθεί ένταση κατά τη συνάντηση αυτή ανάμεσα στα προαναφερθέντα στελέχη της τράπεζας και τον εκκαλούντα, με αφορμή τουλάχιστον το συγκεκριμένο γεγονός, το αναγόμενο στο έτος 2008. Όπως επιπλέον ......αποδείχθηκε, δεν συνέτρεχε κατά τη συνάντηση αυτή κανένας λόγος για να προκληθεί ένταση μεταξύ των στελεχών της εφεσίβλητης και του εκκαλούντος, με αφορμή πάντοτε το συγκεκριμένο γεγονός του 2008, διότι ως προς το γεγονός αυτό ....δεν είχε επιχειρηθεί συγκάλυψη, απόκρυψη ή άλλη αθέμιτη ενέργεια, από μέρους του προαναφερόμενου γενικού διευθυντή της εφεσίβλητης, κρίνονται δε ως απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος .....Κατά συνέπεια δε συνέτρεχε κάποιος λόγος να διακατέχεται ο εκκαλών από φόβο αποκαλύψεων και με μόνο κίνητρο το να μην εκτεθεί από τυχόν σχετική αναφορά - αποκάλυψη ενώπιον των άλλων στελεχών της εφεσίβλητης που συμμετείχαν στην κρίσιμη από 04-06-2011 συνάντηση, να παρακινηθεί σε προσβλητική και εν γένει ανάρμοστη συμπεριφορά και τελικά σε ανάπτυξη αισθημάτων εμπάθειας ή και εκδικητικότητας για την εφεσίβλητη. Όπως άλλωστε αποδείχθηκε, για τη συμπεριφορά εκείνη της συζύγου του εκκαλούντος είχε σχηματιστεί σχετικός φάκελος διερεύνησης των ενεργειών της και της είχε γίνει έγγραφη επίπληξη που είχε συμπεριληφθεί ως έγγραφο στον ατομικό υπηρεσιακό της φάκελο, ήδη από το χρόνο εκείνο. Κατά συνέπεια, η διαπιστωθείσα συμπεριφορά της Κ. Μ., η οποία είχε χαρακτηριστεί ως παράτυπη συμπεριφορά της κατά την άσκηση των καθηκόντων της, και η αντιμετώπιση αυτής δεν συνιστούσε, σε καμία περίπτωση, γεγονός που θα μπορούσε να αποκρύψει ο ανωτέρω γενικός διευθυντής της εφεσίβλητης από τα λοιπά στελέχη της εφεσίβλητης που συμμετείχαν στην ίδια ως άνω συνάντηση. Άλλωστε .... αντικείμενο συζήτησης κατά τη συνάντηση του εκκαλούντος με τα στελέχη της εφεσίβλητης στις 04/06/2011 ήταν ο έλεγχος του ενδεχομένου να γνώριζε ο εκκαλών την παράνομη συμπεριφορά της συζύγου του και να την αποδεχόταν ή ακόμη περισσότερο να συμμετείχε και ο ίδιος στις έκνομες ενέργειές της που προξένησαν στην εφεσίβλητη ζημιά ύψους σχεδόν 2.500.000 ευρώ, ποσού κάθε άλλο παρά αμελητέου. Κατά συνέπεια ... τα στελέχη της εφεσίβλητης δεν είχαν κανένα λόγο να επιδιώξουν να υποβαθμίσουν το λόγο συνάντησης και να επιδοθούν σε ήσσονος σημασίας, λήξασες, παρελθούσες και μάλιστα αζήμιες για την εναγόμενη ενέργειες της συζύγου του εκκαλούντος. Λογικό και αναμενόμενο βέβαια ήταν .....το ότι η συνάντηση αυτή θα γινόταν, όπως και έγινε, σε πιεστικό κλίμα προς τον εκκαλούντα, ο οποίος ..... ήταν ένα αποδεδειγμένα ικανό στέλεχος της εφεσίβλητης και ιδιαίτερα ευφυής και αποτελεσματικός στη διαχείριση, όπως καταδεικνύει η ταχεία υπηρεσιακή του εξέλιξη και ανέλιξη στην εφεσίβλητη, ο οποίος προοριζόταν από την τελευταία για θέση ιδιαίτερα ψηλής ευθύνης στην ιεραρχία του προσωπικού της, και προκαλούσε οπωσδήποτε απορία σε όλα τα στελέχη της η αφοπλιστική απάντησή του στις ερωτήσεις τους, ότι δεν είχε αντιληφθεί οτιδήποτε περίεργο από τη συμπεριφορά της συζύγου του και από τον ιδιαίτερα άνετο τρόπο διαβίωσής τους, παρότι .... οι καθαρές αποδοχές εκάστου εξ αυτών από την εφεσίβλητη δεν υπερέβαιναν τις 2.500 ευρώ καθαρά μηνιαίως και ταυτόχρονα είχαν ο καθένας τους σειρά οικονομικών υποχρεώσεων ...... Η δε ένταση αυτή κατά τη συγκεκριμένη συνάντηση δικαιολογείτο μάλιστα απόλυτα δεδομένης της ήδη ομολογημένης, επί σειρά ετών, παράνομης και αντισυμβατικής συμπεριφοράς της συζύγου του. Όμως ..... δεν αποδείχθηκε ότι τα στελέχη της εφεσίβλητης και κυρίως ο προαναφερθείς γενικός διευθυντής της Χ. Α., επέδειξαν συμπεριφορά προκλητική και προσβλητική του εκκαλούντος ή ότι τον εξύβρισαν ή τον απείλησαν. Ως εκ τούτου η καταγγελία της εργασιακής σχέσης του εκκαλούντος δεν υπαγορεύθηκε από ταπεινά ελατήρια και δεν οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπο του εκκαλούντος και δη ως συνέπεια προηγηθείσας, νόμιμης, αλλά μη αρεστής στην εναγομένη συμπεριφοράς του ίδιου.... Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε για το προκείμενο ζήτημα τα ίδια, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Ορθά επίσης αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά, δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι η διερεύνηση του ή των λόγων, για τους οποίους κατήγγειλε τη σύμβαση του εκκαλούντος η εφεσίβλητη παρείλκε, δεδομένου ότι αυτή έχει αναιτιώδη χαρακτήρα, αφού δεν αποδείχθηκε ότι συντελέστηκε για τους λόγους εφέσεως που προέβαλε ο εκκαλών στα κρινόμενα δικόγραφα εφέσεως και προσθέτων λόγω εφέσεως κατά της εφεσίβλητης, δηλαδή συνεπεία μίσους, εμπάθειας και εκδίκησης στο πρόσωπό του από την εφεσίβλητη ως νομικό πρόσωπο και τα στελέχη της ατομικά. ... Επιπλέον .... ο εκκαλών ....ισχυρίστηκε τόσο στο πρωτοβάθμιο όσο και ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη καταχρηστικά δεν προσέφυγε σε παραπομπή του στην πειθαρχική διαδικασία και ενδεχόμενη μετάθεσή του σε άλλο κατάστημα αλλά κατέφυγε απευθείας στο έσχατο μέσο της απόλυσης. ....Ορθά ... έκρινε η εκκαλουμένη ως προς την υποχρέωση τήρησης πειθαρχικής διαδικασίας, ότι, ακόμα και εάν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη, όπως στην περίπτωση της εφεσίβλητης, προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και ποινές, ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει, αντί της καταγγελίας, τη διενέργεια πειθαρχικής διαδικασίας και τη, μέσω αυτής, επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους, αφού με την πρώτη απομακρύνεται ο εργαζόμενος, διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να συνεχισθεί ως επαχθής για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχειρήσεως. .... Στην κρινόμενη περίπτωση μόλις διαπιστώθηκε η υπεξαίρεση εκ μέρους της συζύγου του εκκαλούντος, η εφεσίβλητη τον έθεσε σε υποχρεωτική άδεια και μετά την πάροδο λίγων ημερών, με βάση τα στοιχεία που είχε συλλέξει, τις περιστάσεις και τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν, προέβη σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, χωρίς να προσφύγει στην προβλεπόμενη πειθαρχική διαδικασία. Η επιλογή της αυτή δεν κατέστησε την καταγγελία της σύμβασης ... άκυρη ως καταχρηστική ....., διότι .... η εφεσίβλητη δεν υποχρεούτο να ακολουθήσει την πειθαρχική διαδικασία. Ωστόσο ...... η επιλογή της αυτή ελέγχεται κατά το άρθρο 281 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι, ενόψει και του σχετικού ισχυρισμού του εφεσιβλήτου, πρέπει να εξεταστεί αν υπήρχαν άλλα, ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα, εξίσου όμως πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, ή εάν η επίδικη καταγγελία συνιστούσε το αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων της εφεσίβλητης. ....προέκυψε ότι όταν αποκαλύφθηκε το έτος 2011 η παραβατική συμπεριφορά της συζύγου του εφεσιβλήτου, μεταξύ του προσωπικού της εφεσιβλήτου ή των συναδέλφων του εκκαλούντος λάμβαναν χώρα εκτενείς συζητήσεις για τον τρόπο ζωής του και της συζύγου του, που εκτιμάτο από τους συναδέλφους τους ως δυσανάλογα πολυτελής σε σχέση με τα εισοδήματά τους, με ακριβή ένδυση αμφοτέρων, ακριβά κοσμήματα που φορούσε η σύζυγος του εκκαλούντος στο χώρο εργασίας της, πολλά ταξίδια του ζευγαριού στο εξωτερικό και διατήρηση πολυτελούς οικογενειακής στέγης. .......τα έτη 2008 έως 2011, οπότε έγινε αντιληπτή η υπεξαίρεση της συζύγου του εκκαλούντος, έτη μάλιστα κατά τα οποία είχε αρχίσει να υφίσταται έντονη οικονομική κρίση στην Ελλάδα, ο εκκαλών και η σύζυγός του διήγαν πολυτελή βίο, κάτι απόλυτα δυσανάλογο με τις οικονομικές τους απολαβές και δυνατότητες. Τα ... αυτά περιστατικά ... δεν ήταν μόνο φημολογούμενες συμπεριφορές του εκκαλούντος και της συζύγου του..... Παραλλήλως αποδείχθηκε ότι υπήρχε και κινητικότητα από την πλευρά της Κ. Μ., στον τομέα των ακινήτων, αφού είχε προβεί σε αγορά, έστω όχι μεγάλης αξίας, νέων ακινήτων και σε ανακαίνιση ήδη υπάρχοντος. Το σύνολο των προαναφερόμενων συνδυαζόταν με το γεγονός ότι αμφότεροι, τόσο ο εκκαλών όσο και η τότε σύζυγός του, ήταν βεβαρημένοι με σειρά δαπανηρών οικογενειακών οικονομικών υποχρεώσεων και συγκεκριμένα υποχρέωση διατροφής έναντι τέκνων που είχε έκαστος αποκτήσει από προηγούμενο γάμο και δη ως προς τον εκκαλούντα ποσού 200 ευρώ για διατροφή της ανήλικης θυγατέρας του, υποχρέωση καταβολής δόσης προς αποπληρωμή δανείων, συντήρηση πολυτελούς αυτοκινήτου τύπου τζιπ BMW, οι δε μηνιαίες αποδοχές εκάστου, περί τις 2.500 ευρώ ..., δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κάλυψη του προπεριγραφόμενου τρόπου διαβίωσής τους. Τα ανωτέρω στοιχεία που διέθεταν τα στελέχη της εφεσίβλητης, είχαν εύλογα προκαλέσει σοβαρές και εύλογες υποψίες σε όλα τα προαναφερθέντα στελέχη της σχετικά με τη γνώση και κυρίως με τη δυνατότητα γνώσης ή έστω έγερσης υπονοιών στον εκκαλούντα για την πηγή της οικονομικής κάλυψης του κοινού του βίου με την τότε σύζυγό του, όταν πλέον είχε αποκαλυφθεί η δράση της τελευταίας. Άλλωστε, κατά την προαναφερόμενη συνάντηση της 04-06-2011 με στελέχη της εφεσίβλητης .... ο εκκαλών αδυνατούσε να δώσει πειστικές απαντήσεις ως προς την ολοσχερή απουσία πρόκλησης σε αυτόν στοιχειωδών έστω υπονοιών περί της δράσης της συζύγου του. Τούτο, λαμβανομένου υπόψη ότι η όλως διαχωρισμένη και ανεξάρτητη διαχείριση των οικονομικών τους δεδομένων, την οποία επικαλέστηκε ... ο εκκαλών, ήταν παντελώς ψευδής, αφού αυτός μαζί με τη σύζυγό του είχαν ενεργοποιήσει και διατηρούσαν και κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Το γεγονός αυτό, ήτοι οι μη πειστικές και επαρκείς επεξηγήσεις του εκκαλούντος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο εκκαλών ... ήταν από τα πλέον ικανά, ευφυή και ταχύτατα ανερχόμενα στελέχη της εφεσίβλητης, οι δε ικανότητές του ήδη είχαν διαπιστωθεί, αναγνωριστεί και ανταμειφθεί από την εφεσίβλητη, ενέτεινε τις υποψίες της τελευταίας, οι οποίες απόλυτα λογικά και δικαιολογημένα ... είχαν κλονίσει ήδη την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη, με την οποία τον είχε περιβάλει και επί της οποίας εδραζόταν, κατά κύριο λόγο, η συμβατική του σχέση και η ανάθεση καθηκόντων ευθύνης. Ο δε κλονισμός της εμπιστοσύνης της εφεσίβλητης στο πρόσωπο του εκκαλούντος, ήταν και ο λόγος για τον οποίο η εφεσίβλητη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του .....Όμως ο λόγος που οδήγησε την εφεσίβλητη στην καταγγελία της σύμβασης του εκκαλούντος, ήτοι ο κλονισμός της εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του, που σε συνδυασμό με τις προπεριγραφόμενες συνθήκες που τον εδραίωσαν, κατ' αντικειμενική κρίση θεωρούμενος, καθιστά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά την καλή πίστη, λαμβανομένων και των συναλλακτικών ηθών, μη ανεκτή για την εφεσίβλητη την περαιτέρω συνέχιση της εργασιακής του σύμβασης, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία οποιουδήποτε βαθμού πταίσματος στο πρόσωπο του εκκαλούντος, ήτοι ακόμα και δεν συνιστούσε ταυτόχρονα αντισυμβατική εκ μέρους του συμπεριφορά ..... Το σύνολο δε των ανωτέρω περιστατικών επιβεβαιώνουν ως βάσιμο τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης, περί θεμελίωσης επ' αυτών μιας αρνητικής πρόγνωσης για την περαιτέρω λειτουργία της σύμβασης του εκκαλούντος, ήτοι για τη χρήση του δικαιώματος της καταγγελίας της εν λόγω σύμβασης προς αποφυγή μελλοντικών βλαπτικών επιδράσεων .....Ως εκ τούτου, από την άποψη των λόγων που επέβαλαν την ένδικη καταγγελία, αποδείχθηκε ότι η μη προσφυγή εκ μέρους της εφεσίβλητης σε πειθαρχική διαδικασία, για την αντιμετώπιση των ίδιων λόγων δεν ήταν καταχρηστική. Λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης σχέσης εμπιστοσύνης, επί της οποίας εδραζόταν η σύμβαση εργασίας του εκκαλούντος και δη η θέση ευθύνης που αυτός κατείχε, σε συνδυασμό με τη βαρύτητα των λόγων που κλόνισαν την εμπιστοσύνη αυτή, η καταγγελία της ως άνω σύμβασης, με αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, ήταν το αναγκαίο και επιβαλλόμενο εκ των συνθηκών μέτρο, για την προστασία του καλώς νοούμενου οικονομικού συμφέροντος της εφεσίβλητης, διότι αυτό δεν θα μπορούσε να προστατευθεί με άλλα ηπιότερα μέτρα και δη με τη μετάθεση του εκκαλούντος σε έτερο κατάστημά της ...... Οπωσδήποτε δε η μετάθεση συνιστά, προφανώς, ηπιότερο μέτρο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, και θα μπορούσε να προκριθεί ως επιβαλλόμενο μέτρο, εφόσον όμως συνέτρεχαν οι περιστάσεις, υπό τις οποίες θα την καθιστούσαν μέτρο εξίσου πρόσφορο με την καταγγελία της σύμβασης, περιστάσεις που δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση. Η ένδικη καταγγελία δεν υπαγορεύθηκε .... για λόγους οικονομικοτεχνικούς ή συναφείς .... για την αντιμετώπιση των οποίων, ενδεχομένως, η προσφυγή στο ηπιότερο μέτρο της μετάθεσής του θα εξυπηρετούσε επαρκώς και με εξίσου πρόσφορο τρόπο τα συμφέροντα της εφεσίβλητης αλλά για λόγους αναγόμενους αποκλειστικά στον κλονισμό της εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του. Ενόψει τούτου, η μετάθεση του εκκαλούντος, ήτοι απλώς η αλλαγή τόπου εργασίας, ανεξαρτήτως του ότι δεν αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα είχε κατά τον κρίσιμο χρόνο τη σχετική ικανότητα μετάθεσής του, δεν συνιστούσε μέτρο ικανό να αποκαταστήσει την ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης, η οποία στήριζε τη συμβατική τους σχέση και η οποία διαταράχθηκε με βάση όσα προεκτέθηκαν. Ήτοι αποδείχθηκε ότι η μετάθεση δεν συνιστούσε, σε σχέση με την καταγγελία της σύμβασης, μέτρο εξίσου πρόσφορο για την προάσπιση των συμφερόντων της εφεσίβλητης .......". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως έκρινε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 174, 180, 669 παρ. 2 ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955, ούτε παραβίασε την κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, τις οποίες, αντιθέτως, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, παραλλήλως δε διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις ή ενδοιαστικές κρίσεις και αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, σχετικά με την εγκυρότητα της επίμαχης καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του αναιρεσείοντος από την αναιρεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρία. Ειδικότερα, με βάση τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης έγινε δεκτό ότι η καταγγελία αυτή δεν υπαγορεύθηκε από κίνητρα ξένα προς το σκοπό για τον οποίο προβλέπεται ως δικαίωμα, και συγκεκριμένα δεν οφειλόταν σε εμπάθεια, μίσος ή λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπο του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος και δη ως συνέπεια προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στην εναγομένη συμπεριφοράς του ιδίου, αλλά ότι οφειλόταν στο γεγονός ότι δικαιολογημένα κλονίστηκε η σχέση εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του, επί της οποίας εδραζόταν η μεταξύ τους συμβατική σχέση, ενόψει και της θέσης ευθύνης που αυτός κατείχε και δεδομένου ότι ο ίδιος δεν έδωσε πειστικές απαντήσεις ως προς τη γνώση ή την ανοχή του για την παράνομη δραστηριότητα της τότε συζύγου του, Κ. Μ., η οποία είχε εξακολουθητικά και για μεγάλο διάστημα υπεξαιρέσει μεγάλα χρηματικά ποσά σε βάρος της αναιρεσίβλητης Τράπεζας. Επίσης, δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη δεν προσέφυγε στην πειθαρχική διαδικασία για το λόγο ότι, υπό τις ως άνω περιστάσεις, η συνέχιση της εργασιακής σχέσης του αναιρεσείοντος δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή και ως εκ τούτου η καταγγελία ήταν το αναγκαίο και επιβαλλόμενο εκ των συνθηκών μέτρων, για την προστασία του καλώς νοούμενου οικονομικού συμφέροντος της αναιρεσίβλητης, διότι αυτό δεν θα μπορούσε να προστατευθεί με άλλα ηπιότερα μέτρα και δη με τη μετάθεση του αναιρεσείοντος σε άλλο κατάστημά της, αφού απλώς η αλλαγή τόπου εργασίας δεν συνιστούσε μέτρο ικανό να αποκαταστήσει την ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης, η οποία στήριζε τη συμβατική τους σχέση και η οποία είχε διαταραχθεί. Συνακόλουθα και με βάση τις ως άνω ανέλεγκτες ως προς τα πράγματα παραδοχές του, ορθώς το Εφετείο δέχθηκε ότι η από 21.6.2011 καταγγελία της επίδικης σύμβασης εργασίας του αναιρεσείοντος δεν υπερβαίνει προφανώς τα εκ του άρθρου 281 ΑΚ τασσόμενα όρια, ότι δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και ότι ήταν δικαιολογημένη η άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας κατά παράλειψη της πειθαρχικής διαδικασίας.
Συνεπώς είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι της αναίρεσης με τους οποίους ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση α)με το 1ο σκέλος του 7ου λόγου, την εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι με την παραδοχή ότι δεν υποχρεούτο η αναιρεσίβλητη, ως εργοδότης, πριν καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του να προσφύγει στην πειθαρχική διαδικασία, ακόμη αν αυτή η διαδικασία προβλέπεται στον Κανονισμό, παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 288 και 281 ΑΚ, β)με το 2ο σκέλος του 8ου λόγου την εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι με την παραδοχή ότι η αναιρεσίβλητη δεν μπορούσε να τον απασχολήσει σε άλλη θέση, παραβίασε ευθέως τη διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος, γ)με το 2ο σκέλος του 4ου λόγου και με το 1ο σκέλος του 5ου λόγου, την εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο κρίνοντας ότι δεν υπήρχε εμπάθεια και εκδικητικότητα προς το πρόσωπό του εκ μέρους του στελέχους της αναιρεσίβλητης Χ. Α. και ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του δεν ήταν αποτέλεσμα της αναφοράς του κατά τη συνάντηση της 4.6.2011, περί συγκάλυψης από το ως άνω στέλεχος της υπεξαίρεσης των 80.000 ευρώ, που είχε διαπράξει το έτος 2008 η Κ. Μ., παραβίασε εκ πλαγίου με ελλιπείς αιτιολογίες τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, δ)με το 2ο σκέλος του 8ου λόγου, την εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι με ελλιπείς αιτιολογίες παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος (αρχή της αναλογικότητας) και των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Τέλος, απορριπτέος, είναι και ο 6ος λόγος αναίρεσης ως προς το 1ο σκέλος του, με το οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στο Εφετείο την πλημμέλεια ότι με το να κρίνει ότι η καταγγελία δεν έγινε για τις αιτίες που εκτίθενται στην αγωγή του (δηλαδή συνεπεία μίσους, εμπάθειας, εκδικητικότητας προς το πρόσωπό του) αλλά ότι επήλθε κλονισμός της εμπιστοσύνης της αναιρεσίβλητης προς το πρόσωπό του εξαιτίας της ιδιότητάς του ως συζύγου της Κ. Μ., η οποία είχε διαπράξει υπεξαίρεση σε βάρος της και ότι η επίμαχη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είχε αναιτιώδη χαρακτήρα, παραβίασε ευθέως το άρθρο 28 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, το οποίο ήταν εφαρμοστέο και δυνάμει του ν. 4611/2019 (που ίσχυε ήδη κατά το χρόνο έκδοσης της πρωτοβάθμιας απόφασης), βάσει του οποίου η καταγγελία της σύμβασης εργασίας έχει αιτιώδη χαρακτήρα. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα ήδη πιο πάνω έγιναν δεκτά, δεν υπήρξε παραβίαση των ως άνω διατάξεων, που εν προκειμένω δεν ήταν εφαρμοστέες, καθότι τόσο το άρθρο 48 του ν. 4611/2019, με το οποίο είχε αντικατασταθεί το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του ν. 3198/1955 που όριζε πλέον ότι "η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, μόνο αν οφείλεται σε βάσιμο λόγο, κατά την έννοια του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016 ....." που καταργήθηκε από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 117 παρ. 2 του ν. 4623/2019, όσο και το ως άνω άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Κοινωνικού Χάρτη που κυρώθηκε με το ν. 4359/2016, δεν ίσχυαν κατά το χρόνο της επίμαχης καταγγελίας που έγινε στις 21.6.2011, και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με το ως άνω λόγο αναίρεσης είναι αβάσιμα. Τέλος, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος στον ως άνω λόγο αναίρεσης ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του αναιρεσείοντος από την αναιρεσίβλητη οφειλόταν στην ιδιότητά του ως συζύγου και μόνο της Κ. Μ., στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση γιατί τέτοια παραδοχή δεν διαλαμβάνεται στην απόφαση αυτή. V. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων, αποδίδοντας στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διατείνεται επιπλέον: 1)Με το 2ο σκέλος του 4ου λόγου αναίρεσης και το 1ο σκέλος του 8ου λόγου αναίρεσης, συνδυαστικά, ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3198/1955, καθώς παρέλειψε να εκθέσει στην προσβαλλόμενη απόφαση για ποιο λόγο η αναιρεσίβλητη τον έθεσε σε αναγκαστική άδεια (διαθεσιμότητα) και αν του κοινοποιήθηκε σχετικό έγγραφο ή αυτό έγινε τηλεφωνικά, 2)με το 3ο σκέλος του 8ου λόγου αναίρεσης, ότι το Εφετείο παραβίασε το άρθρο 4 του Συντάγματος, ως προς την αξιολόγηση των μαρτύρων της αναιρεσίβλητης για τους οποίους δέχθηκε ότι δεν έτρεφαν συναισθήματα ζήλειας, αντιπάθειας και εμπάθειας απέναντί του, ενώ δεν εφάρμοσε τα αυτά κριτήρια για τους δικούς τους μάρτυρες, έναντι των οποίων η αναιρεσίβλητη δεν είχε κάτι μεμπτό σε βάρος τους. Οι παραπάνω λόγοι αναίρεσης, κατά τα ως άνω σκέλη, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι, σε συνάρτηση και με όσα στις οικείες πιο πάνω νομικές σκέψεις αναπτύσσονται α)η πρώτη (υπ' αριθ. 1) αιτίαση δεν αφορά σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού δεν υπήρχε αγωγική βάση και αξίωση του ενάγοντος λόγω της θέσης του εκ μέρους της εναγομένης σε αναγκαστική άδεια πριν την απόλυσή του και β)η δεύτερη (υπ' αριθ. 2) αιτίαση διότι υπό το πρόσχημα της εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη, κατ' άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ουσιαστική εκτίμηση, ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και δη των αναφερομένων στο ως άνω λόγο αναίρεσης μαρτυρικών καταθέσεων (ΑΠ 687/2024, 1223/2022).
VI. Με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β' του ΚΠολΔ ορίζεται ότι η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι γενικές και αφηρημένες αρχές που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις που έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο είτε για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει αόριστες νομικές έννοιες, ήτοι για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών, είτε για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν κατά το άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 8/2005). Όμως η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του εδ. β' του αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ιδρύει τον προβλεπόμενο απ' αυτήν αναιρετικό λόγο, μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την ερμηνεία κανόνος δικαίου για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας αυτού, ιδίως όταν ο κανόνας δικαίου περιέχει νομικές έννοιες ή για την υπαγωγή ή όχι στον κανόνα αυτό των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, αλλά ούτε και λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 του ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συμπεριλαμβάνονται στα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 575/2024, 60/2022, 79/2018). Τέλος, κανόνα ουσιαστικού δικαίου αποτελεί και το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, καθ' ο μέρος θεσπίζεται ότι οι υποθέσεις δικάζονται από αμερόληπτα, ανεξάρτητα και νόμιμα λειτουργούντα δικαστήρια, α)δίκαια, β)δημόσια και γ)εντός λογικής προθεσμίας, όχι όμως και η αιτίαση ότι το δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα σε συγκεκριμένη υπόθεση διάταξη ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, αλλά η πλημμέλεια αυτή της απόφασης ελέγχεται με τα προβλεπόμενα από τον ΚΠολΔ ένδικα μέσα (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 62/2022). Δεν στοιχειοθετείται όμως παραβίαση της άνω διατάξεως όταν πολιτικό δικαστήριο που πληροί της προϋποθέσεις της παραπάνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεως, ήτοι είναι ανεξάρτητο, αμερόληπτο και λειτουργεί νόμιμα με βάση κανόνες δικαίου και με οργανωμένη διαδικασία, για τα ζητήματα της αρμοδιότητάς του εφαρμόσει εσφαλμένα σε συγκεκριμένη υπόθεση διάταξη ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, αλλά η πλημμέλεια αυτή της αποφάσεως ελέγχεται με τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ένδικα μέσα (ΑΠ 62/2022, 1142/2020, 825/2020). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων 1)με το 2ο σκέλος του 2ου λόγου αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 375 ΠΚ και 914 ΑΚ, καθώς, ενώ δέχθηκε ότι η Κ. Μ. δεν ανέλαβε τα χρήματα το έτος 2008 το ποσό των 80.000 ευρώ από τον λογαριασμό της μητέρας της και δεν τα υπεξαίρεσε, ακολούθως δέχθηκε ότι η ίδια επέστρεψε τα χρήματα, των οποίων έγινε ανάληψη, στην Τράπεζα και έτσι αποφεύχθηκε η ζημία της τελευταίας, ενώ στην προκειμένη περίπτωση η ανάληψη των χρημάτων του ενεχυρασμένου λογαριασμού έγινε από την Κ. Μ., που ήταν τρίτη ως προς τον επίμαχο λογαριασμό της μητέρας της, 2)με το 2ο σκέλος του 5ου λόγου αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου του άρθρου 281 ΑΚ, αφού δεν δέχθηκε ότι κατά τη συνάντηση της 4.6.2011 αυτός ήταν που έθεσε το ζήτημα της υπεξαίρεσης του έτους 2008, μολονότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής αυτός ήταν που είχε έννομο συμφέρον να αναφερθεί κατά την ως άνω συνάντηση στην υπεξαίρεση αυτή, σε αντίθεση με το στέλεχος της εναγομένης Χ.. Α., ο οποίος δεν είχε τέτοιο συμφέρον, αφού αυτός είχε συγκαλύψει την υπόθεση, 3)με το 2ο σκέλος του 8ου λόγου αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι παραβίασε το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του ιδίου (αναιρεσείοντος) ούτε τις ομολογίες της αναιρεσίβλητης και μερολήπτησε υπέρ της τελευταίας. Οι προαναφερόμενοι λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, και ειδικότερα α)οι υπ' αριθ. 1 και 2 αιτιάσεις, ανεξαρτήτως του ότι αναφέρονται σε ζήτημα μη ουσιώδες ως προς την έκβαση της δίκης, σε κάθε περίπτωση δεν αφορούν σε διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής και σε εσφαλμένη χρησιμοποίηση τέτοιων διδαγμάτων ως προς την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στους επικαλούμενους κανόνες δικαίου, αλλά σε επιχειρήματα και συμπεράσματα του αναιρεσείοντος ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, οι οποίες δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο, και γ)η υπ' αριθ. 3 αιτίαση αφορά σε επικαλούμενες αορίστως πλημμέλειες, οι οποίες, όπως και στην οικεία ως άνω νομική σκέψη επισημαίνεται, δύνανται να ελεγχθούν με τους προβλεπόμενους λόγους αναίρεσης και όχι με προσφυγή στην εν λόγω διάταξη της Ε.Σ.Δ.Α.
VII. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες, κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολ. Μόνο, δηλαδή, το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 1/1999, ΟλΑΠ 24/1992, ΑΠ 1464/2022, ΑΠ 1283/2021). Τα επιχειρήματα, δε, του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούν "αιτιολογία", ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξάλλου ιδρύεται ο άνω λόγος αναίρεσης εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΟλΑΠ 2/2022, 2/2019, ΑΠ 1283/2021). Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος με το 1ο σκέλος του 2ου λόγου αναίρεσης ότι με ελλιπείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες παραβιάστηκαν εκ πλαγίου οι διατάξεις των άρθρων 914 και 281 ΑΚ, με το 1ο σκέλος και 2ο σκέλος του 3ου λόγου αναίρεσης και με το 1ο σκέλος και το 2ο σκέλος του 4ου λόγου αναίρεσης ότι με ελλιπείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες παραβιάσθηκε εκ πλαγίου η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ως προς το ουσιώδες ζήτημα της υπεξαίρεσης ή μη, εκ μέρους της Κ. Μ., του ποσού των 80.000 ευρώ το έτος 2008, γ)με το 2ο σκέλος του 4ου λόγου αναίρεσης και το 1ο σκέλος του 8ου λόγου αναίρεσης, ότι με ελλιπείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες παραβιάστηκε εκ πλαγίου η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3198/1955 για τη θέση του εκ μέρους της εναγομένης σε αναγκαστική άδεια, δ)με το 3ο σκέλος του 5ου λόγου αναίρεσης, ότι με ελλιπείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες παραβιάσθηκαν εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 375 ΠΚ και 914 και 281 ΑΚ, ως προς την πράξη της υπεξαίρεσης του έτους 2008, ε)με το 2ο σκέλος του 8ου λόγου αναίρεσης, ότι με ελλιπείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες παραβιάσθηκαν εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 1 του Συντάγματος (αρχή της αναλογικότητας) και 281 και 288 ΑΚ, ως προς την παραδοχή περί κλονισμού της εμπιστοσύνης της εναγομένης προς το πρόσωπό του, και στ)με τον 9ο λόγο αναίρεσης, ότι το Εφετείο με ελλιπείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 ΑΚ με το να δεχθεί ότι οι σχέσεις του με την Κ. Μ. ήταν και εξακολούθησαν να είναι καλές, επειδή αυτός εξετάστηκε ως μάρτυράς της σε υπόθεσή της σε ένα δικαστήριο. Οι παραπάνω λόγοι αναίρεσης καθ' ο μέρος αφορούν στις παραπάνω αιτιάσεις πρέπει ν' απορριφθούν στο σύνολό τους ως απαράδεκτοι, διότι, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, οι αιτιάσεις αυτές δεν δύνανται να στοιχειοθετήσουν την πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και, συνεπώς, προβάλλονται απαραδέκτως. Ειδικότερα οι αιτιάσεις που αφορούν το ζήτημα της υπεξαίρεσης ή μη, εκ μέρους της Κ. Μ., συζύγου κατά τον επίδικο χρόνο του αναιρεσείοντος, του ποσού των 80.000 ευρώ το έτος 2008, και το ζήτημα της θέσης του σε αναγκαστική άδεια δεν αφορούν σε αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, στις δε λοιπές περιπτώσεις οι αιτιάσεις αφορούν σε ελλείψεις, κατά τη γνώμη του αναιρεσείοντος, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
VIII. κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις ή οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων, και προβάλλονται προς υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων, ούτε οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία του διαδίκου ή τα πορίσματα των αποδείξεων, τα οποία το δικαστήριο εκτιμά ανελέγκτως, έστω και αν αποτελούν περιεχόμενο λόγου έφεσης, ούτε οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι ισχυρισμοί ή τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από αυτά (ΟλΑΠ 9/1997, ΑΠ 846/2023, ΑΠ 471/2023, ΑΠ 34/2016, 76/2016). Στοιχείο ενός αυτοτελούς ισχυρισμού είναι κάθε περιστατικό το οποίο, αφηρημένως λαμβανόμενο, οδηγεί κατά νόμο στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση (ΑΠ 846/2023). Δεν στοιχειοθετείται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης αν ο αυτοτελής πραγματικός ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και απορρίφθηκε ρητά για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 338/2023, 798/2022, 69/2016), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν και τούτο συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 846/2023, 338/2023, 153/2019). Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων προσάπτει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος 1)Με τον 1ο λόγο αναίρεσης, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ουσιώδη αγωγικό ισχυρισμό του ότι η υπεξαίρεση του ποσού των 80.000 ευρώ το έτος 2008 από την Κ. Μ. σε βάρος της αναιρεσίβλητης Τράπεζας συγκαλύφθηκε από τον διευθύνοντα σύμβουλο της αναιρεσίβλητης, Χ. Α. και η αιφνίδια αποκάλυψή της από τον ίδιο (αναιρεσείοντα) στη συνάντηση με τα στελέχη αυτής προκάλεσε την εμπάθεια και εκδικητικότητα του εν λόγω προσώπου, που οδήγησε στην καταγγελία της εργασιακής του σχέσης, 2)με τα υπ'αριθ. 3, 4, 5 σκέλη του 2ου λόγου αναίρεσης, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του περί των περιστάσεων που αποδείκνυαν ότι η Κ. Μ. ήταν η δράστης της διαπραχθείσας το έτος 2008 υπεξαίρεσης και ότι η εκ μέρους του αναφορά περί αυτής (υπεξαίρεσης) και της συγκάλυψης της οδήγησε στην απόλυσή του, 3)με το 1ο σκέλος του 3ου λόγου αναίρεσης, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον περιλαμβανόμενο στους πρώτο και τρίτο λόγους της έφεσής του ισχυρισμό του, περί συγκάλυψης της υπεξαίρεσης που τέλεσε η Κ. Μ. το έτος 2008, αφού παρέλειψε να αναφερθεί στην αιτιολογία της πειθαρχικής απόφασης, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της η ποινή της επίπληξης, 4)με το 2ο σκέλος του 3ου λόγου αναίρεσης, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό του περί συγκάλυψης της υπεξαίρεσης που διέπραξε η Κ. Μ. το έτος 2008, 5)με το 2ο σκέλος του 5ου λόγου αναίρεσης, ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι κατά τη συνάντηση της 4.6.2011 το ζήτημα της υπεξαίρεσης του έτους 2008 δεν το ανακίνησαν τα στελέχη της αναιρεσίβλητης, δεν έλαβε υπόψη της τον αγωγικό του ισχυρισμό ότι ο ίδιος ήταν που έθεσε στη συνάντηση της 4.6.2011 με τα στελέχη της αναιρεσίβλητης το ζήτημα αυτό, και παραλλήλως έλαβε υπόψη του ισχυρισμό τον οποίο αυτός δεν πρότεινε, 6)με το 3ο σκέλος του 5ου λόγου αναίρεσης, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό του ότι κατά τη διάρκεια της συνάντησης της 4.6.2011, ήταν αυτός που ανακίνησε το ζήτημα της υπεξαίρεσης του έτους 2008, 7)Με το 1ο σκέλος του 6ου λόγου αναίρεσης, ότι το Εφετείο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του τον τέταρτο λόγο έφεσης και τον τρίτο πρόσθετο λόγο της έφεσης ότι αφενός μεν το γεγονός της ιδιότητάς του ως συζύγου της Κ. Μ. δεν αποτελεί από μόνο του γεγονός που, κρινόμενο αντικειμενικά, θα μπορούσε να οδηγήσει σε κλονισμό της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του εκ μέρους της εργοδότριας Τράπεζας και αφετέρου ότι κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης ήδη είχε καθιερωθεί, δυνάμει του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016), και το ν. 4611/16.5.2019, η αιτιώδης καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Οι παραπάνω λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται οι συγκεκριμένες από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, πρέπει, σε ακολουθία και όσων στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη εκτίθενται, ν' απορριφθούν ως απαράδεκτοι, διότι στο σύνολό τους οι αιτιάσεις δεν αφορούν σε πραγματικούς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, με αυτοτελή ύπαρξη, συγκροτούντα την ιστορική βάση της αγωγής, αλλά για επιχειρήματα και συμπεράσματα του ιδίου σε σχέση με την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν αποτέλεσαν λόγους έφεσης, ειδικώς δε στην περίπτωση των υπ' αριθ. 7 αιτιάσεων σε νομικούς ισχυρισμούς του ιδίου του αναιρεσείοντος.
IX. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα τα οποία οι διάδικοι νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, αρκεί να καθίσταται απολύτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που με επίκληση προσκομίστηκαν από τους διαδίκους, αρκεί δηλαδή η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα, πραγμ/νη, ένορκες βεβαιώσεις κλπ.) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1464/2022). Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα, από τη γενική κατ` είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (ΟλΑΠ 8/2016, 42/2002, ΑΠ 1080/2022). Επίσης, ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν ιδρύεται όταν η παράλειψη του δικαστηρίου αφορά στη μη αξιολόγηση συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη, σε συνδυασμό με τα άλλα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 124/2022) ή όταν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει, διότι με την αιτίαση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων [ΚΠολΔ 561 παρ. 1 (ΑΠ 1464/2022, 124/2022, 845/2018)]. Ακόμη, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που ιδρύουν τον, κατά τη διάταξη αυτή, λόγο αναίρεσης, είναι και η δικαστική ομολογία, που γίνεται γραπτώς ή προφορικώς, ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή του εντεταλμένου δικαστή και αφορά την παραδοχή επιβλαβούς, για τον ομολογούντα διάδικο, πραγματικού γεγονότος (ΑΠ 352/2023, 1124/2017, 1407/2014) και η οποία, κατά το άρθρο 352 του ΚΠολΔ, αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον του διαδίκου που ομολόγησε (ΑΠ 352/2023, 1124/2017, 1407/2014). Η δικαστική ομολογία πρέπει να είναι σαφής και συγκεκριμένη (Α.Π. 1124/2017, Α.Π. 964/2013) και ειδικότερα να αναγνωρίζεται από τον διάδικο επιβλαβές γι' αυτόν γεγονός, το οποίο αναφέρεται αμέσως στο αμφισβητηθέν αντικείμενο της διαφοράς γεγονός (Α.Π. 403/2017, Α.Π. 2185/2009, Α.Π. 1611/2008). Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, καίτοι ο διάδικος επικαλέσθηκε ομολογία του αντιδίκου του, περιεχομένη στις προτάσεις του, εν τούτοις παρέλειψε να την εκτιμήσει και να τη λάβει υπόψη του, παρόλο που πράγματι περιείχε συγκεκριμένη παραδοχή ενός κρίσιμου γεγονότος, που αποτελούσε τη βάση ισχυρισμού του επικαλουμένου την ομολογία διαδίκου (Α.Π.1003/2017, 469/2009, 1336/2008). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων προσάπτει στην αναιρεσιβαλλόμενη την πλημμέλεια από τον αριθ. 11γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος α)με το 1ο σκέλος του 2ου λόγου αναίρεσης, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη της την ομολογία της αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, διατυπωθείσα με τις από 27.1.2021 έγγραφες προτάσεις της τελευταίας, ότι η Κ. Μ. πήρε τα χρήματα από τον λογαριασμό της μητέρας της το έτος 2008, β)με το 3ο σκέλος του 2ου λόγου αναίρεσης, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τις ομολογίες της αναιρεσίβλητης, διατυπωθείσες με τις προτάσεις της τόσο στον πρώτο βαθμό όσο και στην κατ' έφεση δίκη, περί της υπεξαίρεσης που τέλεσε η Κ. Μ. το έτος 2008 σε βάρος του λογαριασμού της μητέρας της, γ)με το 5ο σκέλος του 2ου λόγου αναίρεσης, ότι το Εφετείο, καταλήγοντας στο εσφαλμένο αποδεικτικό πόρισμα ότι η Κ. Μ. δεν υπεξαίρεσε το ποσό των 80.000 ευρώ το έτος 2008, δεν έλαβε υπόψη του τα έγγραφα που αυτός επικαλέστηκε προς απόδειξη της ως άνω υπεξαίρεσης, και δη την κατάσταση ακίνητης περιουσίας της Κ. Μ., αντίγραφο της υπ' αριθ. .../2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης περί εγγραφής δύο (2) προσημειώσεων υποθήκης υπέρ της Εμπορικής Τράπεζας σε ακίνητα της Κ. Μ., ύψους 72.000 και 36.000 ευρώ αντίστοιχα, ήτοι έγγραφα που αποδεικνύουν ότι η τελευταία έλαβε ισάριθμα καταναλωτικά δάνεια για να επιστρέψει το ποσό των 80.000 ευρώ που είχε υπεξαιρέσει, δ)με το 2ο σκέλος του 4ου λόγου αναίρεσης, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του την ομολογία της αναιρεσίβλητης αναφορικά με τον αληθή λόγο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, και δη ότι ο αληθής λόγος για την καταγγελία αυτή ήταν οι παρανομίες της τότε συζύγου του και η ζημία πολλών εκατομμυρίων που προκάλεσε σε βάρος της, ε)με το 3ο σκέλος του 5ου λόγου αναίρεσης, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τις καταθέσεις των δικών του μαρτύρων, Γ. Ι. και Ν. Χ., που περιέχονται στην υπ' αριθ. .../2014 ένορκη βεβαίωσή τους ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, που αυτός προσκόμισε μετ' επικλήσεως προς απόδειξη, μεταξύ των άλλων, του ισχυρισμού του ότι η συγκάλυψη της υπεξαίρεσης του έτους 2008 εκ μέρους του αναπληρωτή διευθύνοντος συμβούλου της αναιρεσίβλητης Χ. Α. ήταν βαρύτατο πειθαρχικό παράπτωμα και ότι η εκ μέρους του ιδίου (αναιρεσείοντος) αναφορά του συγκεκριμένου συμβάντος ήταν που δημιούργησε αισθήματα εμπάθειας και εκδικητικότητας σε βάρος του, τα οποία και οδήγησαν στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, ενώ αν τις λάμβανε υπόψη θα έκαμε δεκτή την αγωγή του, και στ)με το 2ο σκέλος του 8ου λόγου αναίρεσης, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του την κατάσταση ακίνητης περιουσίας, το υπ' αριθ. .../2010 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, τις φορολογικές δηλώσεις του ιδίου και της Κ. Μ., τα οποία μετ' επικλήσεως προσκόμισε προς απόδειξη του ισχυρισμού του ότι τα ακίνητα, που περιήλθαν στην κυριότητα της Κ. Μ., αποκτήθηκαν όλα πριν αρχίσει η παραβατική της δραστηριότητα, και δη μέχρι τα τέλη του 2007, πλην ενός μικρού διαμερίσματος στην ... το οποίο απέκτησε το 2010, ούτε, ακόμη, την υπ' αριθ. .../2014 ένορκη βεβαίωση των Ν. Χ. και Κ. Β. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, την οποία μετ' επικλήσεως προσκόμισε για ν' αποδείξει τον τρόπο ζωής του ιδίου και της συζύγου του, ούτε, τέλος, την ομολογία της αναιρεσίβλητης ότι ο μοναδικός λόγος κλονισμού της εμπιστοσύνης της προς το πρόσωπό του ήταν η ιδιότητά του ως συζύγου της Κ. Μ. Οι ως άνω λόγοι αναίρεσης ως προς τις αιτιάσεις αυτές είναι απορριπτέοι, και δη α)ως προς τις υπό στοιχ. α' και β' αιτιάσεις ως απαράδεκτοι, προεχόντως διότι οι επικαλούμενες με τις αιτιάσεις αυτές παραδοχές της αναιρεσίβλητης δεν συνιστούν ομολογίες, δηλαδή δεν πρόκειται για αναγνώριση από την τελευταία κάποιων κρίσιμων και επιβλαβών για την ίδια γεγονότων που να σχετίζονται με το αντικείμενο της δίκης που αφορά το αγωγικό αίτημα της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του αναιρεσείοντος ως καταχρηστικής και της επιδίκασης μισθών υπερημερίας, β)ως προς τις υπό στοιχ. γ', ε' και στ' αιτιάσεις, οι άνω λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, όλα τα αποδεικτικά μέσα, στα οποία οι αιτιάσεις αυτές αναφέρονται, λήφθηκαν υπόψη από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και γ)ως προς τη υπ' στοιχ. δ' αιτίαση, ο οικείος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος, διότι από τα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης δεν προκύπτει ότι η αναιρεσίβλητη πράγματι προέβη στην επικαλούμενη στον ως άνω λόγο ομολογία.
X. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δημιουργείται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη που δεσμευτικά γι' αυτό καθορίζει ο νόμος, όχι, όμως και στην περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας, εκτιμώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 340 ΚΠολΔ), κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με τα άλλα, μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα τελευταία (ΑΠ 146/2022, 218/2020, 96/2019, 1081/2019). Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων προσάπτει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος 1)με το 3ο σκέλος του 2ου λόγου αναίρεσης και με το 2ο σκέλος του 4ου λόγου αναίρεσης, ότι το Εφετείο προσέδωσε στις καταθέσεις των μαρτύρων της αντιδίκου του μεγαλύτερη αποδεικτική δύναμη από την ομολογία της αναιρεσίβλητης Τράπεζας περί της υπεξαίρεσης που τέλεσε η Κ. Μ. σε βάρος του λογαριασμού της μητέρας της, που, παρότι έχει αυξημένη αποδεικτική δύναμη, προσέδωσε σ' αυτή μικρότερη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τις μαρτυρικές καταθέσεις των υπαλλήλων της αναιρεσίβλητης, παραβιάζοντας έτσι τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, 2)με το 2ο σκέλος του 8ου λόγου αναίρεσης, ότι τo Εφετείο δεν προσέδωσε την κατά νόμο αυξημένη αποδεικτική δύναμη στο άνω υπ' αριθ. .../2010 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, καθώς και στην ομολογία της αναιρεσίβλητης ότι ο μοναδικός λόγος κλονισμού της εμπιστοσύνης της προς το πρόσωπό του ήταν η ιδιότητά του ως συζύγου της Κ. Μ., αλλ' αντιθέτως προσέδωσε αυξημένη αποδεικτική δύναμη στις ψευδείς καταθέσεις των μαρτύρων της αναιρεσίβλητης. Οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης ως προς τις αιτιάσεις αυτές για πλημμέλειες της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι διότι στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δεν προσέδωσε αυξημένη αποδεικτική δύναμη στις καταθέσεις των μαρτύρων της αναιρεσίβλητης, ενώ από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης δεν προκύπτει ότι υπήρξε ομολογία επιβλαβούς για την εναγομένη γεγονότος που να αφορά το αντικείμενο της δίκης, ενώ τέλος τα γεγονότα, ως προς τα οποία το υπ' αριθ. .../2010 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο μπορούσε, ως έγγραφο, να παράξει πλήρη απόδειξη, δεν ασκούν εν προκειμένω ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. XI. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 17 του KΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η ίδια η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν η αντίφαση εντοπίζεται στις διατάξεις του διατακτικού της απόφασης, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η εκτέλεση αυτής ή να προκαλείται αβεβαιότητα ως προς τη διαγνωστική ή διαπλαστική λειτουργία της και το σχετικό δεδικασμένο. Αντίθετα, ο λόγος αυτός δεν στοιχειοθετείται, όταν υπάρχει αντίφαση στο ιστορικό ή στο αιτιολογικό μέρος της απόφασης ή μεταξύ κύριας και επάλληλης αιτιολογίας ή μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού ή μεταξύ της πρωτόδικης απόφασης και της εφετειακής που επικύρωσε την πρωτόδικη (Ολ ΑΠ 13/1995, ΑΠ 1346/2023, 1144/2021, ΑΠ 570/2020, ΑΠ 551/2020, ΑΠ 403/2020, ΑΠ 38/2020). Επίσης, ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται από τις κρίσεις περί την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 714/1993). Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με το 1ο σκέλος του 2ου λόγου αναίρεσης αποδίδει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθ. 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, υποστηρίζοντας ότι υφίσταται αντίφαση στις έχουσες προσόντα διατακτικού αιτιολογίες της, εξαιτίας της οποίας εμποδίζεται η παραγωγή και ενέργεια του δεδικασμένου ως προς το ουσιώδες ζήτημα της τέλεσης ή μη της πράξης της υπεξαίρεσης του ποσού των 80.000 ευρώ το έτος 2008 από την Κ. Μ., από τον ενεχυρασθέντα λογαριασμό της μητέρας της, καθώς το Εφετείο, ενώ δέχθηκε ότι η Α. Μ. - Σ. τον πληροφόρησε ότι έγινε υπεξαίρεση με εμπλοκή της Κ. Μ., αντιφατικά στη συνέχεια δέχθηκε ότι δεν προέκυψε ότι τα χρήματα τα είχε αναλάβει από τον λογαριασμό ή ότι τα είχε υπεξαιρέσει η Κ. Μ. καθώς και ότι τα χρήματα αυτά επιστράφηκαν στον λογαριασμό, χωρίς εν τέλει να υποστεί ζημία η αναιρεσίβλητη Τράπεζα. Ο ως άνω λόγος αναίρεσης, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, διότι αφορά σε φερόμενες ως αντιφάσκουσες μεταξύ τους κρίσεις ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και όχι σε διατάξεις της απόφασης, που αντιφάσκουν μεταξύ τους και προκαλούν αβεβαιότητα ως προς το παραγόμενο επί της διαφοράς δεδικασμένο. Τέλος η εκ του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση, που προβάλλεται με το 2ο σκέλος του 8ου λόγου αναίρεσης, ότι το Εφετείο έλαβε απαραδέκτως υπόψη του μαρτυρική κατάθεση που δόθηκε το έτος 2014, τρία χρόνια μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του αναιρεσείοντος, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος γιατί δεν αναφέρεται ο δικονομικός κανόνας που παραβιάσθηκε και ο τρόπος που παραβιάσθηκε με τη λήψη υπόψη της μαρτυρικής κατάθεσης (ΑΠ 1419/2023, 1032/2023, 510/2022).
XII. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η αναίρεση πρέπει ν' απορριφθεί. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος της τελευταίας, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρ. 176, 180 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από ....2023 και με αριθ. καταθ. .../2023 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθ. .../2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Δεκεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Ιανουαρίου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ