
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 96 / 2025    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 96/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (σύμφωνα με την .../2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Ζώη), Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Βάϊα Ζαρχανή και Παρασκευή Γρίβα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 19 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Ε. Τ., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Β. Μ. του Δ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της ιδιότητός του, ως δικηγόρος, αφού ανακάλεσε την δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) παράστασή της και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ε. Χ. χήρας Π., το γένος Η. Ι., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθανάσιου Στυλίδη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ...-2021 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν η .../2022 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η .../2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί η αναιρεσείουσα με την από ...-2023 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Βάϊα Ζαρχανή. Η αναιρεσείουσα ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από ...-2023 (αρ.εκθ.καταθ. .../2023) αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η .../2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (αμοιβών). Με την ως άνω απόφαση έγινε τυπικά και κατ' ουσίαν δεκτή η έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης κατά της υπ' αρ. .../2022 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, μετά δε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν η αγωγή. Η εν λόγω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθ. 91 § 1 του κυρωθέντος με το ν.δ. 3026/1954 Κώδικα περί Δικηγόρων ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, εκτός από τις δαπάνες, και αμοιβή για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη. Σύμφωνα με το άρθ. 92 §§ 1, 3 - 5 του ίδιου Κώδικα, όπως ίσχυε, ως εκ του εδώ κρισίμου χρόνου, πριν την τροποποίησή του με το άρθ. 16 § 7 ν. 3472/2006 (1) η αμοιβή του δικηγόρου κανονίζεται με συμφωνία αυτού και του εντολέα του, που περιλαμβάνει είτε την όλη διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης, είτε μέρος ή κατ' ιδίαν πράξεις αυτής, ή κάθε άλλης φύσεως νομικές εργασίες κ.λπ. (2) (α) επιτρέπεται συμφωνία που εξαρτά την αμοιβή ή το είδος αυτής από την έκβαση της δίκης ή του αποτελέσματος ή από οποιαδήποτε άλλη αίρεση, όπως και συμφωνία για αμοιβή με εκχώρηση ή μεταβίβαση μέρους του αντικειμένου της δίκης ή της εργασίας (εργολαβία δίκης), η συμφωνία, όμως, αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% του αντικειμένου της δίκης (β) προκειμένου περί συμφωνίας, κατά την οποία η αμοιβή εξαρτάται από την έκβαση της δίκης (δηλ. περί εργολαβίας δίκης) που αφορά απαιτήσεις γενικά υπαλλήλων κ.λπ. από εργασιακή σύμβαση η σχετική σύμβαση πρέπει να καταρτίζεται εγγράφως και να γνωστοποιείται στον Δικηγορικό Σύλλογο, του οποίου είναι μέλος ο δικηγόρος, με την προσκομιδή αντιγράφου, εις διπλούν, του εγγράφου της σύμβασης στα γραφεία του οικείου Συλλόγου, μέσα σε προθεσμία 20 ημερών από την κατάρτιση της σύμβασης, εάν δε η προθεσμία αυτή παρέλθει η σύμβαση θεωρείται εξαρχής άκυρη (γ) η παραπάνω συμφωνία που εξαρτά την αμοιβή από την έκβαση της δίκης (εργολαβία δίκης), τότε μόνο ισχύει, όταν ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξαγάγει την δίκη μέχρι τελεσιδικίας, χωρίς σε περίπτωση αποτυχίας να λάβει κάποια αμοιβή. Τέλος, σύμφωνα με το άρθ. 98 του ίδιου Κώδικα σε περίπτωση έλλειψης ειδικής συμφωνίας το ελάχιστο ποσό της αμοιβής του δικηγόρου ορίζεται κατά τις διατάξεις των επομένων άρθρων (99 επ), αυξανόμενο κατά την κρίση του δικαστηρίου ανάλογα με την επιστημονική εργασία κ.λπ. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθ. 161 §§ 6 και 7 του αυτού Κώδικα και 9 ν. 1093/1980 συνάγονται τα εξής: (Α) Για την εγκυρότητα της σύμβασης περί εργολαβίας δίκης, και όταν αυτή αφορά αναγκαστική απαλλοτρίωση, απαιτείται η έγγραφη κατάρτιση της σύμβασης μεταξύ του εντολέα και του δικηγόρου του και η εμπρόθεσμη αναγγελία αυτής στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, ως συστατικοί τύποι, καθώς και η εκ μέρους του δικηγόρου ρητή ανάληψη της υποχρέωσης διεξαγωγής της δίκης μέχρι τελεσιδικίας και χωρίς, σε περίπτωση αποτυχίας, να λάβει αμοιβή. (Β) Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, η αμοιβή του δικηγόρου κανονίζεται με συμφωνία αυτού και του εντολέα του, η οποία μπορεί να αφορά μία μόνο κατ' ιδίαν πράξη ή το σύνολο των πράξεων που αφορούν συγκεκριμένη υπόθεση και η οποία δεν είναι απαραίτητο να καταρτίζεται εγγράφως, πλην των ως άνω εξαιρέσεων, σε κάθε δε περίπτωση, και εάν δηλ. δεν καταρτίσθηκε συμφωνία για την αμοιβή, ο δικηγόρος δικαιούται ως αμοιβή τα ελάχιστα όρια αυτής που ορίζονται στα άρθ. 98 επ. του Κώδικα περί Δικηγόρων. Η σύμβαση μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του, με την οποία ο δεύτερος αναθέτει στον πρώτο τον δικαστικό ή εξώδικο χειρισμό μιας υπόθεσής του και αναλαμβάνει την υποχρέωση να του καταβάλει για το σύνολο των ενεργειών του ορισμένη αμοιβή, είναι καθαρά και δεν τελεί υπό την αίρεση της επιτυχούς έκβασης της δίκης (άρθ. 92 §§ 3, 4 και 5 του ως άνω Κώδικα-πρβλ.ΑΠ 945/2019, 1338/2018, 143/2014, 374/2007, 57/2005). Ως εκ τούτου, έγγραφη κατάρτιση της σύμβασης και ακολούθως αναγγελία αυτής στο Δικηγορικό Σύλλογο, απαιτείται μόνον σε περίπτωση εργολαβίας δίκης που αφορά εργασιακή διαφορά από απαλλοτρίωση (ενώ για τις λοιπές περιπτώσεις εργολαβίας δεν απαιτείται η τήρηση εγγράφου τύπου βλ. ΑΠ 1531/2023) και όχι σε περίπτωση συνομολόγησης συγκεκριμένης αμοιβής για την υπόθεση που θα χειριστεί ο δικηγόρος, ανεξαρτήτως δηλαδή της έκβασης της δίκης, για την οποία αυτή συμφωνήθηκε. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η προφορική συμφωνία είναι καθ' όλα έγκυρη, αφού ο νόμος δεν επιβάλλει οποιαδήποτε διατύπωση για την εγκυρότητά της. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ.1 εδ. α` του ΚΠολΔ, αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, 2/2013, 7/2006). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 6 ΚΠολΔ, που είναι ταυτόσημη με εκείνη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ίδιου κώδικα, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Έλλειψη νόμιμης βάσης, εξάλλου, δεν υπάρχει, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ' άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 247/2022). Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι μ' αυτή έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: "....Η εκκαλούσα είναι κυρία του με αριθμό κτηματογράφησης ... οικοπέδου, το οποίο βρίσκεται στη περιοχή της ... στο με αριθμό ... Οικοδομικά Τετράγωνο, επί της συμβολής των οδών ... Τμήμα του ως άνω οικοπέδου απαλλοτριώθηκε αναγκαστικό με την με αριθμό ... πράξη εφαρμογής [..........] ενώ στο τμήμα αυτού, το οποίο απέμεινε μετά την κατά τα ανωτέρω αναγκαστική απαλλοτρίωση και την εισφορά σε γη, η εκκαλούσα ανήγειρε με δική της επιμέλεια κα ιδαπάνες μία διώροφη οικοδομή. Παρά μάλιστα το γεγονός ότι η πράξη εφαρμογής, με την οποία απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά και τμήμα της κατά τα ανωτέρω ιδιοκτησίας της, εγκρίθηκε και μεταγράφηκε νόμιμα ήδη από το έτος 1995, η εκκαλούσα δεν προέβη έως και το έτος 2003 σε οποιαδήποτε ενέργεια για την είσπραξη της οφειλόμενης προς αυτήν αποζημίωσης λόγω της άγνοιάς της για τις σχετικές διαδικασίες, η οποία αποτέλεσε απόρροια αφενός του χαμηλού μορφωτικού της επιπέδου, όπως ανάγλυφα απεικονίζεται από τα γραπτά μηνύματά της προς την εφεσίβλητη, και αφετέρου από την έλλειψη οποιασδήποτε ενασχόλησής της με σχετικές συναλλαγές και διαδικασίες. Από την άλλη πλευρά, αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη ασκεί από το έτος 1998 το λειτούργημα του Δικηγόρου, είναι δε διορισμένη στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και αποτελεί μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης. Στα πλαίσια μάλιστα της επαγγελματικής δραστηριότητας, την οποία αναπτύσσει κατά την άσκηση του ανωτέρω λειτουργήματος, και προς υποστήριξη αυτής διατηρεί γραφείο στην πόλη της Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα επί της οδού ... Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι σε απροσδιόριστη επακριβώς ημερομηνία, κατά τα τέλη πάντως του μήνα Αυγούστου του έτους 2003 η εκκαλούσα επισκέφθηκε το ως άνω γραφείο της εφεσίβλητης, προκειμένου να καταφύγει στις νομικές της υπηρεσίες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας είσπραξης της οφειλόμενης σε αυτήν αποζημίωσης εξαιτίας της απαλλοτρίωσης τμήματος της κατά τα ανωτέρω ιδιοκτησίας της. Κατά την επίσκεψή της αυτή και μετά την παροχή σχετικής ενημέρωσης από την εφεσίβλητη, η εκκαλούσα ανάθεσε στην αντίδικό της την εντολή να προβεί σε όλες τις αναγκαίες εξώδικες και δικαστικές ενέργειες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας με αντικείμενο την είσπραξη της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση τμήματος του ακινήτου ιδιοκτησίας της, η οποία θα ελάμβανε την μορφή της μεταβίβασης στην εκκαλούσα της κυριότητας ενός διαμερίσματος αντίστοιχης οικονομικής αξίας από τον Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΗΣ". Η ανάθεση μάλιστα της εντολής αυτής συνοδεύτηκε από συμφωνία μεταξύ των διαδίκων σχετικά με την αμοιβή της εφεσίβλητης με βάση την οποία αυτή προσδιορίστηκε στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000,00Ε) και ορίστηκε καταβλητέα κατά το χρονικό σημείο της μεταβίβασης της κυριότητας του ως άνω διαμερίσματος στην εκκαλούσα. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι από τις διατάξεις του άρθρου 92 παρ. 3 και 4 του ισχύοντος κατά την κατάρτιση της ως άνω συμφωνίας Κώδικα περί Δικηγόρων, ο οποίος είχε κυρωθεί με το ν.δ. 3026/1954, και του άρθρου 9 παρ 1 εδ. β' του ν. 1093/1980 οριζόταν έγγραφος τύπος για την κατάρτιση συμβάσεων με αντικείμενο τον προσδιορισμό της αμοιβής δικηγόρου για υποθέσεις αποζημιώσεων από αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και εξάρτηση αυτής από την έκβαση δίκης ή ορισμένου αποτελέσματος καθώς και υποχρέωση κατάθεσης αντιγράφου της σύμβασης αυτής στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, η κατά τα ανωτέρω συμφωνία μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε προφορικά με πρωτοβουλία της εφεσίβλητης καθώς η εκκαλούσα αγνοούσε τις κατά τα ανωτέρω νόμιμες διατυπώσεις. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η τελευταία ενώπιον τόσο του πρωτοβάθμιου, όσο και του παρόντος Δικαστηρίου επιβεβαίωσε τόσο την κατάρτιση της ανωτέρω συμφωνίας όσο και το περιεχόμενο αυτής. Αποδείχθηκε ακόμη ότι σε εκτέλεση της εντολής η οποία της ανατέθηκε με τον ανωτέρω τρόπο, η εφεσίβλητη προέβη από τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2003 σε μία σειρά εξώδικων ενεργειών, στις οποίες περιλαμβάνονταν επισκέψεις στο Δήμο Σταυρούπολης καθώς και στα αρμόδιο πολεοδομικό γραφείο, προς το σκοπό της ενημέρωσής της σχετικά με την απαλλοτρίωση τμήματος του ένδικου ακινήτου. Κατά την ενημέρωσή της αυτή διαπίστωσε ότι η εκκαλούσα βαρυνόταν με οικονομικές υποχρεώσεις τόσο έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, όσο και έναντι του Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ", οι οποίες προέρχονταν από την ανέγερση οικοδομής επί του ένδικου ακινήτου και οι οποίες έθεταν σημαντικά κωλύματα στην επιδιωκόμενη αποζημίωσή της δεδομένου ότι ο ανωτέρω Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης είχε προβεί σε κατάσχεση του ένδικου ακινήτου κυριότητας της εκκαλούσας. Παρά το γεγονός αυτό, το οποίο στην καλύτερη των περιπτώσεων απομάκρυνε χρονικά την αποζημίωση της εκκαλούσας και συνεπακόλουθα την πληρωμή της εφεσίβλητης, η τελευταία δεν μερίμνησε ούτε για την αποτύπωση σε έγγραφο των όρων της συμφωνίας της με την αντίδικό της, ούτε για την κατάρτιση νέας συμφωνίας υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων, αλλά συνέχισε τις εξώδικες παραστάσεις της ενώπιον των αρμόδιων υπηρεσιών του ως άνω Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης προς το σκοπό της άρσης της επιβληθείσας κατάσχεσης με την υποβολή σχετικής ένστασης για τη διαγραφή της οφειλής προς ικανοποίηση της οποίας επιβλήθηκε αυτή, που τελεσφόρησε, καθώς και ενώπιον του Δήμου Σταυρούπολης ώστε να τακτοποιηθεί η οφειλόμενη από την εκκαλούσα εισφορά σε γη διά του συμψηφισμού της αξίας αυτής με αντίστοιχης αξίας μέρος της οφειλόμενης αποζημίωσης. Στις ενέργειες αυτές ήρθαν να προστεθούν η κατάρτιση συμβολαίου με αντικείμενο τη σύσταση καθέτων και οριζόντιων ιδιοκτησιών επί του ένδικου ακινήτου και η μεταγραφή αυτού στο Υποθηκοφυλακείο Νεάπολης καθώς και η υποβολή δηλώσεων για την καταχώρηση του ως άνω ακινήτου και των πέντε (5) οριζοντίων ιδιοκτησιών που συστάθηκαν στο οικείο Κτηματολογικό Γραφείο. Οι κατά τα ανωτέρω ενέργειες της εφεσίβλητης ολοκληρώθηκαν εντός του έτους 2009, οπότε και συνόδευσε την εκκαλούσα στα προσφερόμενα προς μεταβίβαση διαμερίσματα ιδιοκτησίας του Δήμου Σταυρούπολης. Ωστόσο, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την επίσκεψη αυτή έως και τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2012, κατά το οποίο η εκκαλούσα βρέθηκε αντιμέτωπη με την απώλεια περισσότερων προσώπων του στενού οικογενειακού της περιβάλλοντος, ουδεμία περαιτέρω ενέργεια προς ικανοποίηση της απαίτησής της προς αποζημίωση λόγω της απαλλοτρίωσης μέρους της ιδιοκτησίας της έλαβε χώρα. Αντίστοιχα, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα η εφεσίβλητη δεν διατύπωσε οποιαδήποτε απαίτηση σε βάρος της αντιδίκου της για τις νομικές υπηρεσίες τις οποίες της είχε παράσχει κατά το χρονικό διάστημα από τα τέλη Αυγούστου του έτους 2003 έως και το έτος 2009, δηλαδή για χρονική περίοδο έξι (6) περίπου ετών. Από το Σεπτέμβριο του έτους 2012 η εκκαλούσα ανέλαβε εκ νέου πρωτοβουλία προς διεκδίκηση της κατά τα ανωτέρω αποζημίωσης και για τον λόγο αυτό απευθύνθηκε εκ νέου στην εφεσίβλητη, την οποία και επισκέφθηκε στο γραφείο της. Η τελευταία εκκίνησε από την πλευρά της μία σειρά ενεργειών με αντικείμενο την εκπλήρωση της εντολής η οποία της είχε ανατεθεί, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν: (α) η επικοινωνία με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ", στον οποίον είχε συγχωνευθεί στο μεταξύ ο Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΗΣ", ώστε να οριστικοποιηθούν τα αναγκαία για την επανεκκίνηση της σχετικής διαδικασίας δικαιολογητικά, καθώς και η συγκέντρωση και κατάθεση αυτών, (β) η κατάθεση αίτησης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με αντικείμενο την αναγνώριση της εκκαλούσας ως δικαιούχου αποζημίωσης, (γ) η ολοκλήρωση της διαδικασίας για την άρση της κατάσχεσης η οποία είχε επιβληθεί στο ένδικο ακίνητο από τη Δημοσία Οικονομική Υπηρεσία Κεφαλαίου Θεσσαλονίκης για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου, (δ) η κατάθεση αίτησης προς την Κτηματική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης προς το σκοπό της έκδοσης βεβαίωσης περί μη διεκδικήσεων του Ελληνικού Δημοσίου επί του ένδικου ακινήτου, (ε) η τακτοποίηση εκκρεμοτήτων που αφορούσαν στην καταχώρηση του ένδικου οικοπέδου από το οικείο κτηματολογικό Γραφείο, (στ) η συγκέντρωση και προσκομιδή στον Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ" του συνόλου των πιστοποιητικών και λοιπών εγγράφων, τα οποία ζητούσαν οι αρμόδιες υπηρεσίες του τελευταίου, (ζ) η συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου μετά από αναβολή της αίτησης με αντικείμενο την αναγνώριση της εκκαλούσας ως δικαιούχου αποζημίωσης και η επίδοση της απόφασης η οποία εκδόθηκε επί αυτής στον Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ", (η) η προπαρασκευή για την κατάρτιση του συμβολαίου για την μεταβίβαση του διαμερίσματος στην εκκαλούσα. Παρά το γεγονός ότι οι ενέργειες αυτές εκτείνονται χρονικά από το Σεπτέμβριο του έτους 2012 έως και τον Νοέμβριο του έτους 2020, η εφεσίβλητη δεν μερίμνησε για την αποτύπωση σε έγγραφο των όρων της συμφωνίας για την καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής της ούτε φρόντισε για την καταγραφή των επιμέρους κονδυλίων αυτής και για τη γνωστοποίηση τους στην εκκαλούσα κατά τρόπο, ο οποίος θα επέτρεπε την εκ των υστέρων διαπίστωση του περιεχομένου της, δηλαδή εγγράφως. Περαιτέρω, ουδέποτε η εφεσίβλητη προέβη σε οποιαδήποτε έγγραφη διαμαρτυρία προς την εκκαλούσα για την αποδιδόμενη από την ίδια σε αυτήν κωλυσιεργία σχετικά με την ολοκλήρωση της διαδικασίας της αποζημίωσής της από την οποία εξαρτούσε έννομο συμφέρον και η ίδια, καθώς συνδεόταν με αυτήν η καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής της. Παρά την ολοκλήρωση των κατά τα ανωτέρω προπαρασκευαστικών ενεργειών, οι οποίες εκτείνονται χρονικά στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ του Σεπτεμβρίου του έτους 2012 και του Νοεμβρίου του έτους 2020, και την παρέλευση χρονικού διαστήματος ευρύτερου των δεκαεπτά (17) ετών από την ανάθεση από την εκκαλούσα στην εφεσίβλητη της εντολής προς διεκπεραίωση της διαδικασίας προς αποζημίωσή της η τελευταία εξελίχθηκε χωρίς την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος καθώς έως και τον Αύγουστο του έτους 2021 δεν είχε καταρτιστεί το συμβόλαιο για την μεταβίβαση από τον Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η ανεπιτυχής αυτή εξέλιξη της υπόθεσης της εκκαλούσας επέφερε τελικά τη διακοπή της συνεργασίας της με την εφεσίβλητη την 24-08-2021, οπότε η εκκαλούσα προέβη σε ανάκληση της εντολής της προς την αντίδικό της με προφορική δήλωσή της προς αυτήν, η οποία συνοδεύτηκε από την υποβολή αιτήματος προς απόδοση σε αυτόν του συνόλου των εγγράφων, τα οποία αφορούσαν στην υπόθεσή της και τα οποία είχαν παραδοθεί στην εφεσίβλητη από την εκκαλούσα ή είχαν περιέλθει στην κατοχή της μετά από ενέργειες της ίδιας στο πλαίσιο της ανατεθείσας εντολής. Από την παράθεση των παραπάνω πραγματικών γεγονότων που αποδείχθηκαν προκύπτει με σαφήνεια και πέραν οποιοσδήποτε βάσιμης αμφισβήτησης ότι η μοναδική συμφωνία που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων με αντικείμενο τον προσδιορισμό της αμοιβής της εφεσίβλητης για τις υπηρεσίες της που αφορούσαν στην εκπλήρωση της εντολής, η οποία της ανατέθηκε από την εκκαλούσα, ήταν αυτή που έλαβε χώρα κατά τον Αύγουστο του έτους 2003. Ωστόσο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 159 παρ. 1 ΑΚ η σύμβαση αυτή πάσχει από ακυρότητα λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου, ο οποίος οριζόταν από τις διστάζεις του άρθρου 92 παρ. 3 και 4 του ισχύοντος κατά την κατάρτιση της ως άνω συμφωνίας Κώδικα περί Δικηγόρων, ο οποίος είχε κυρωθεί με το ν.δ 3026/1954, και του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. β του ν 1093/1980, η εν λόγω δε ακυρότητα λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη. Από την άλλη, ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης περί κατάρτισης την 12-09-2012 νέας προφορικής συμφωνίας μεταξύ της ίδιας και της αντιδίκου της με αντικείμενο τον προσδιορισμό της αμοιβής της με βάση τις ώρες της απασχόλησής της προς εκπλήρωση της ανατεθείσας εντολής, η οποία μάλιστα ανέτρεχε αναδρομικά και στις υπηρεσίες που είχαν ήδη παρασχεθεί από αυτήν, δεν επιβεβαιώνεται σε βαθμό ικανοποιητικό για το σχηματισμό εμπεριστατωμένης και πλήρως αιτιολογημένης δικαστικής κρίσης από κανένα από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έχουν νόμιμα τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου, καθώς κανένας από τους μάρτυρες της εφεσίβλητης δεν ήταν παρών κατά τη συνάντηση των διαδίκων κατά την ως άνω ημερομηνία, ώστε να είναι σε θέση να καταθέσει τόσο περί της κατάρτισης της ως άνω συμφωνίας, όσο και σχετικά με το περιεχόμενο αυτής. Αντίθετα, μάλιστα η ουσιαστική αβασιμότητα του εν λόγω αγωγικού ισχυρισμού της εφεσίβλητης προκύπτει από την εκτίμηση περισσότερων αποδεικτικών μέσων, τα οποία νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει τόσο η αντίδικός της, όσο και η ίδια, και συγκεκριμένα: (α) από τις με αριθμούς ...-2014, ...-2015, ...-2015, ...-2020, ...-2021 και ...-2021 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, οι οποίες αφορούν στην κατάθεση αίτησης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με αντικείμενο την αναγνώριση της εκκαλούσας ως δικαιούχου αποζημίωσης, στη συζήτηση της αίτησης αυτής στην παροχή νομικών υπηρεσιών με αντικείμενο τη σύνταξη μισθωτηρίου και στην επίσκεψη στο ακίνητο, στο οποίο αφορούσε αυτό, στην έκδοση κτηματολογικών πιστοποιητικών, στην παροχή νομικών υπηρεσιών για τη σύνταξη κανονισμού και στην παροχή νομικών υπηρεσιών στο πλαίσιο της σύνταξης συμβολαιογραφικού προσυμφώνου αντίστοιχα, δηλαδή και σε νομικές υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στην αγωγή της εφεσίβλητης, αποδεικνύεται ότι ουδέποτε η αμοιβή της τελευταίας προσδιορίστηκε με βάση την ωριαία απασχόλησή της, συμπέρασμα που επιβεβαιώνεται εξάλλου και από τα ανεπικύρωτα φωτοτυπικά αντίγραφα των χειρόγραφων σημειωμάτων της εφεσίβλητης προς την εκκαλούσα, τα οποία αναφέρονται στην παροχή νομικών υπηρεσιών κατά την 26-06-2013 με αντικείμενο εργασίες που πραγματοποιήθηκαν ενώπιον του αρμόδιου Κτηματολογίου Γραφείου, του αρμοδίου Δασαρχείου και του Υποθηκοφυλακείου Νεάπολης και στην κατάθεση και τη συζήτηση της αίτησης προς το παρόν Δικαστήριο με αντικείμενο την αναγνώριση της εκκαλούσας ως δικαιούχου αποζημίωσης, από τα οποία με σαφήνεια προκύπτει ότι η αμοιβή της εφεσίβλητης δεν προσδιοριζόταν με βάση την ωριαία απασχόλησή της, αλλά κατ' αποκοπή και (β) από την από 25-08-2021 εξώδικη κλήση - πρόσκληση και δήλωση της εκκαλούσας προς την εφεσίβλητη, η οποία έλαβε χώρα την επομένη της ανάκλησης της εντολής της πρώτης προς την τελευταία και της συνεπακόλουθης διάρρηξης των προσωπικών τους σχέσεων, δηλαδή σε χρονικό σημείο, όπου η εφεσίβλητη δεν κωλυόταν να προβάλει τις αξιώσεις της που αναφέρονταν στην επικαλούμενη από την ίδια οφειλόμενη αμοιβή της και στο πλαίσιο της οποίας η εφεσίβλητη δεν προβάλει οποιαδήποτε συγκεκριμένη αξίωση σχετικά με την αμοιβή της αλλά περιορίζεται σε γενική αναφορά σε αυτήν, χωρίς έστω να προσδιορίζει το συνολικό της ύψος, το οποίο δεν θα ήταν δυσχερές να πραγματοποιηθεί, σε περίπτωση που η εφεσίβλητη τηρούσε την κατάσταση της ωριαίας απασχόλησής της και των αντίστοιχων χρεώσεων για αυτήν, όπως αυτές εκτίθενται στο δικόγραφό της. Η κατά τα ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου περί της ανυπαρξίας οποιουδήποτε έγκυρου συμβατικού θεμελίου για την επίδικη αξίωση της εφεσίβλητης η οποία αναφέρεται στην εντολή για τη διεκπεραίωση της διαδικασίας αποζημίωσης της εκκαλούσας επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι εκφεύγει παντελώς της υφιστάμενης κοινωνικής πραγματικότητας και της εφαρμοζόμενης επαγγελματικής πρακτικής ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι παρείχε τις νομικές της υπηρεσίες στην εκκαλούσα στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης και για χρονικό διάστημα σχεδόν δεκαοκτώ (18) ετών, χωρίς ουδέποτε να λάβει οποιαδήποτε αμοιβή και χωρίς να μεριμνήσει για την από μέρους της εντολέα της έγγραφη αναγνώριση της σχετικής οφειλής της ιδίως ενόψει της επικαλούμενης από την ίδια απροθυμίας της τελευταίας να επωμιστεί σε περισσότερες από μία περιπτώσεις τα αναγκαία για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποζημίωσής της έξοδα, στάση η οποία σε κάθε περίπτωση συνηγορούσε υπέρ της υπόθεσης ότι αντίστοιχη απροθυμία θα επιδείκνυε και για την καταβολή της αμοιβής της πληρεξούσιας Δικηγόρου της. Εξάλλου, προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση ότι η εφεσίβλητη ουδέποτε μερίμνησε να ενημερώσει εγγράφως την εκκαλούσα για τη χρονική διάρκεια της απασχόλησής της προς το σκοπό της διεκπεραίωσης της υπόθεσής της και για την αντίστοιχα οφειλόμενη αμοιβή της, παρά το γεγονός ότι μεταξύ των χρονικών σημείων της ανάθεσης και της ανάκλησης της τελευταίας διέλαθε χρονικό διάστημα, το οποίο σχεδόν συμπλήρωσε τα δεκαοκτώ (18) έτη. Πέραν των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα ανάθεσε στην εφεσίβλητη την 17-02-2020, την 12-05-2020 και την 18-09-2020 τις εντολές: (α) να μεριμνήσει για τις νομικές ενέργειες οι οποίες ήταν αναγκαίες για την κατάρτιση συμβολαίου πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας ενός διαμερίσματος του δεύτερου ορόφου της πολυκατοικίας, την οποία ανέγειρε επί του κατά τα ανωτέρω ακινήτου, (β) να μεριμνήσει για τις νομικές ενέργειες οι οποίες ήταν αναγκαίες για την κατάρτιση συμβολαίου πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας ενός διαμερίσματος του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας την οποία ανέγειρε επί του κατά τα ανωτέρω ακινήτου, και (γ) να μεριμνήσει για τη σύνταξη του με αριθμό ...-2020 από τη Συμβολαιογράφο Θεσσαλονίκης Γ. Ν. Αποδείχθηκε ακόμη ότι σε συμφωνία προς όσα ρύθμιζαν τις μέχρι τότε συναλλαγές τους η εκκαλούσα και η εφεσίβλητη συμφώνησαν να προσδιοριστεί η αμοιβή της τελευταίας κατ' αποκοπή για καθεμία από τις ως άνω υποθέσεις και όχι με βάση την ωριαία απασχόληση της εφεσίβλητης. Ωστόσο από κανένα από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου δεν αποδείχθηκε το ακριβές περιεχόμενο της κατά τα ανωτέρω συμφωνίας και κατ' επέκταση η ύπαρξη και η έκταση οποιοσδήποτε απορρέουσας από αυτή οφειλής της εκκαλούσας έναντι της εφεσίβλητης. Εξάλλου, η ανάκληση του συνόλου των κατά τα ανωτέρω εντολών, η οποία έλαβε χώρα την 24-08-2021 με προφορική δήλωση της εκκαλούσας προς την εφεσίβλητη αποτελούσε ενάσκηση σχετικού συμβατικού δικαιώματος της πρώτης, η οποία μάλιστα δεν έλαβε μορφή προσβλητική για τιμή και την υπόληψη της τελευταίας, με συνέπεια να μην έχει προκληθεί σε αυτήν οποιαδήποτε ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας να καθίσταται αναγκαία η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης. Με βάση τα ως άνω πραγματικό γεγονότα που αποδείχθηκαν είναι απορριπτέα στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή της εφεσίβλητης σε βάρος της εκκαλούσας..." 'Ετσι όπως έκρινε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ήτοι με το να δεχθεί ότι η μεταξύ της αναιρεσείουσας και της αναιρεσίβλητης συμφωνία, με βάση την οποία η πρώτη, ως δικηγόρος, ανέλαβε τη διεκπεραίωση της υποθέσεως ανταλλαγής απαλλοτριούμενου ακινήτου της εντολέως της, αντί της προκαθορισμένης αμοιβής των 4.000 ευρώ, ήταν άκυρη ελλείψει εγγράφου τύπου και κατάθεσής της στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 92 παρ.3 και 4 του Ν.3026/1954 και 9 παρ.1β του ν.1093/1980, οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες, καθ' όσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η συμφωνία μεταξύ δικηγόρου και εντολέως περί διεξαγωγής συγκεκριμένης υποθέσεως έναντι εκ των προτέρων ορισμένης αμοιβής του δικηγόρου -ανεξάρτητης δηλαδή από την έκβαση της δίκης- δεν απαιτεί, για την εγκυρότητά της, έγγραφη κατάρτιση ούτε κατάθεση στον οικείο δικηγορικό σύλλογο, διότι οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν μόνο την εργολαβία δίκης, σε εργατικές διαφορές και σε δίκες απαλλοτρίωσης που δεν πρόκειται στην εξεταζόμενη περίπτωση.
Συνεπώς είναι βάσιμος ο πρώτος αναιρετικός λόγος κατά το πρώτο σκέλος αυτού, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, λόγω της παραβίασης των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση, με τις παραπάνω κρίσεις της, παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 92 του ν.δ. 3026/1954 και 361 του Α.Κ., διαλαμβάνοντας ασαφείς και ελλιπείς αιτιολογίες για ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Συγκεκριμένα: α) ενώ διαλαμβάνει ότι η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων περί χρονοχρέωσης "δεν επιβεβαιώνεται σε βαθμό ικανοποιητικό", ουδόλως εκθέτει ποια ειδικότερα στοιχεία δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, σε σχέση με την εν λόγω συμφωνία, ενώ περαιτέρω, συνεχίζοντας, δικαιολογεί την απορριπτική της κρίση κάνοντας αναφορά ότι "κανένας από τους μάρτυρες της εφεσίβλητης δεν ήταν παρών κατά τη συνάντηση των διαδίκων κατά την ως άνω ημερομηνία, ώστε να είναι σε θέση να καταθέσει τόσο περί της κατάρτισης της ως άνω συμφωνίας, όσο και σχετικά με το περιεχόμενο αυτής", χωρίς ωστόσο να αιτιολογεί για ποιο λόγο αξιώνει μαρτυρία αυτοπτών μαρτύρων για την απόδειξη της συμφωνίας, και, επιπροσθέτως, χωρίς να κρίνει τις ως άνω καταθέσεις αναξιόπιστες, β) ενώ δέχεται ότι την 17-02-2020, την 12-05-2020 και την 18-09-2020 η αναιρεσίβλητη ανέθεσε στην αναιρεσείουσα και τρεις ακόμη ιδιαίτερες εντολές, για τις οποίες δέχεται ότι συμφώνησαν κατ' αποκοπή αμοιβές, ακολούθως, αντιφατικά, διαλαμβάνει ότι δεν αποδείχθηκε το περιεχόμενο των ως άνω συμφωνιών. Έτσι, εξαιτίας των ανωτέρω ελλείψεων και ασαφειών στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος σχετικά με τα ζητήματα εάν υπήρξε οποιαδήποτε μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων για αμοιβή διαφορετική ή πρόσθετη του αρχικώς συμφωνηθέντος ποσού των 4.000 ευρώ και επιπροσθέτως εάν, στα πλαίσια της ανεξάρτητης συμφωνίας τους για αμοιβή των εργασιών που ανατέθηκαν στην ενάγουσα αναιρεσείουσα την 17-02-2020, την 12-05-2020 και την 18-09-2020, πώς θα υπολογιζόταν η αμοιβή αυτή, υπό την έννοια της ορθής ή μη υπαγωγής των ανελέγκτως γενόμενων δεκτών ως αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στο πραγματικό των ως άνω κανόνων δικαίου, τους οποίους ως εκ τούτου το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης και ο πρώτος λόγος αυτής κατά το τρίτο και το πέμπτο σκέλος αυτού, με τους οποίους η αναιρεσείουσα κατ' εκτίμηση του δικογράφου προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του αριθμού 6 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ πλημμέλεια της εκ πλαγίου παραβίασης των άρθρων 92 του ν.δ. 3026/1954 και 361 του Α.Κ., είναι βάσιμοι.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, οι οποίοι καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια των ως άνω κριθέντων ως βάσιμων, πρέπει να γίνει δεκτή αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστή άλλον από αυτόν που την εξέδωσε (άρθρ. 580 παρ.3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις (άρθρ.176, 183, 191 παρ.1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. .../2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασία περιουσιακών διαφορών-αμοιβών).
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Ιανουαρίου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ