
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 97 / 2025    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 97/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (σύμφωνα με την .../2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Ζώη), Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Βάϊα Ζαρχανή και Στυλιανό Κακαβιά, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 3 Δεκεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Ε. Τ., για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Θ. του Β., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικόλαου Σιάρκου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "PARADISE AE-Π. Π. & ΣΙΑ ΟΕ", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Αμαλίας Κουτσοκέρα, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από ...-2020 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η .../2021 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η .../2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από ...-2024 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Βάϊα Ζαρχανή.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από ...-2024 (αρ.εκθ.καταθ. .../2024) αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η .../2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών. Με την ως άνω απόφαση έγινε τυπικά και απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ' αρ..../2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή του. Η εν λόγω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της άσκησης του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, εις τρόπον ώστε η μεταγενέστερη άσκηση του, που θα έχει δυσμενείς για τον οφειλέτη συνέπειες, να μη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου, έστω και μακροχρόνια, ακόμη και εάν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται καταφανώς των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Η δε κατά τα άνω επιχειρούμενη από τον δικαιούχο εκ των υστέρων ανατροπή της πιο πάνω κατάστασης, απαιτείται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του οφειλέτη, χωρίς να είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 308/2020). Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που επιφέρει η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της άσκησης του δικαιώματός του (ΟλΑΠ 10/2012, ΑΠ 2115/2022, 626/2020, 472/2020). Το δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας, κατά το άρθρο 656 ΑΚ, λόγω άκυρης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, υπόκειται, όπως κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 391/2020, 2077/2007, 1057/2005). Τέτοια υπέρβαση συντρέχει και στην περίπτωση αντιφατικής συμπεριφοράς του μισθωτού ιδίως όταν αυτή συνιστά προσχεδιασμένο τέχνασμα για την επίτευξη πρόσθετου οικονομικού οφέλους (Ολ.ΑΠ 8/2001, ΑΠ 1316/2021, 92/2019, 2251/2009). Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται αναιρετικά τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (Ολ.ΑΠ 2/2023, 4/2021). Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή ή ένας αυτοτελής ισχυρισμός ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμος ή αν, κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτός ως νόμιμος ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτός κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Επί της από 3-2-2017 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αρχικής αγωγής του ήδη αναιρεσείοντος κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης εταιρείας, εκδόθηκε η .../2017 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου με την οποία α) αναγνωρίστηκε η ακυρότητά της, εκ μέρους της εναγομένης, από 5-1-2017, καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, ως άκυρης, λόγω του ότι εχώρησε κατά το χρόνο που αυτός τελούσε σε άδεια αναψυχής και β) επιδικάσθηκαν στον ενάγοντα μισθοί υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την καταγγελία μέχρι την 30-4-2017. Μετά την άσκηση εφέσεων από αμφοτέρους τους διαδίκους, εκδόθηκε η .../2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών που απέρριψε αυτές ως κατ' ουσίαν αβάσιμες. Στο μεταξύ, ο ενάγων με την από 30-10-2017 δεύτερη αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επικαλούμενος και πάλι την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασής του με την εναγομένη, καθώς και παράταση της υπερημερίας της εναγομένης ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει αποδοχές υπερημερίας για το από ...-2017 έως ...2018 χρονικό διάστημα, νομιμοτόκως. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης περιόρισε το αίτημα της αγωγής του, αιτούμενος την καταβολή αποδοχών υπερημερίας μέχρι την 31-12-2017. Το δικαστήριο εκείνο, με την .../2018 απόφασή του, ανέβαλε τη συζήτηση μέχρι τελεσιδικίας της δίκης επί της πρώτης αγωγής. Ακολούθως, ο ενάγων άσκησε την από 8-11-2017 αγωγή του στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, με την οποία ζητούσε το υπόλοιπο της αποζημίωσης απόλυσης (εκτός των δύο πρώτων δόσεων, που του είχαν ήδη καταβληθεί), επί της οποίας εκδόθηκε η .../2018 απόφαση που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και επιδίκασε το υπόλοιπο της αποζημίωσης ύψους 5.459,72 ευρώ με προσωρινά εκτελεστή διάταξη. Ο ενάγων επέδωσε αντίγραφο εξ απογράφου της απόφασης αυτής στην εναγομένη, η οποία στις 19-9-2018 κατέβαλε το επιταχθέν ποσό. Τέλος, ο ενάγων άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την (ένδικη) από ...-2020 αγωγή του, ζητώντας την επιδίκαση μισθών υπερημερίας για το διάστημα από 1-1-2018 έως 16-10-2020. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η .../2021 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή κατά παραδοχή προταθέντος ισχυρισμού της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος. Μετά την άσκηση έφεσης από τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την ήδη προσβαλλομένη .../2023 απόφασή του, απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση. Με την προσβαλλομένη απόφαση το Εφετείο, κατά το μέρος που ενδιαφέρει την παρούσα αναιρετική δίκη, δέχτηκε τα ακόλουθα: "....Εν τω μεταξύ ο ενάγων από τις 23/3/2018, είχε προσληφθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως παρκαδόρος, από την εταιρία "Paradise Hotel Bangalous-Parkings Πρατήρια Βενζίνης Τουριστική και Εμπορική και Σία ΕΕ" (........). Η εργασιακή αυτή σχέση του ενάγοντος διακόπηκε για διάστημα ενός μηνός με οικειοθελή αποχώρηση αυτού και συνεχίστηκε από την 18/12/2018 με νέα σύμβαση. Η ανωτέρω ΕΕ αποτελεί εταιρία ομοίων συμφερόντων με την εναγομένη και σ' αυτήν μετέχει, μεταξύ άλλων με ποσοστό 15% η εταιρία "Paradise ΑΕ" και ο Π. Π., ο οποίος αποτελεί μειοψηφών εταίρος της εναγόμενης (..............). Στις 13/7/2020, ο ενάγων επέδωσε στην εναγόμενη αντίγραφο εξ απογράφου της με αριθ. .../2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζητούσε την καταβολή των μισθών υπερημερίας, πλέον αυτών που είχαν καταβληθεί με την προσωρινή διάταξη του δικαστηρίου, όχι όμως την επαναπασχόλησή του, παρόλο που το δικαστήριο την είχε διατάξει, στην θέση που αυτός κατείχε κατά τον χρόνο της καταγγελίας. Στις δε 13/10/2020, ο ενάγων απέστειλε στην εναγομένη την από 12/10/2020 εξώδικη πρόσκληση, με την οποία της γνωστοποιούσε ότι την 19/10/2020, θα προσέρχονταν στο πάρκινγκ της εναγομένης επί της οδού ..., προκειμένου να αναλάβει εργασία ως ταμίας και όχι με την ιδιότητα του παρκαδόρου - πλύντη. Ακολούθως, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, ότι την 16/10/2020 κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα η από 16/10/2020 εξώδικη δήλωση - καταγγελία της σύμβασης εργασίας του και του προσφέρθηκε η διαφορά αποζημίωσης απόλυσης ποσού 2.247,32 ευρώ (...............), την οποία και εισέπραξε αυτός την 19.10.2020. Το ζήτημα της μεταβολής της θέσης εργασίας του ενάγοντος (από ταμία σε παρκαδόρο - πλύντη), πέραν του ότι όπως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω, είχε κριθεί - για πρώτη φορά - με την με αριθ. .../2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (επί της πρώτης από 3/2/2017 αγωγής του ενάγοντος), επανεξετάστηκε από το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δυνάμει της .../2020 απόφασής του, επί των αντίθετων εφέσεων των διαδίκων κατά της υπ' αριθ. .../2017 ως άνω απόφασης.
Συνεπώς, από την έκδοση της με αριθ. .../2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (που είναι τελεσίδικη και παράγει δεδικασμένο), ήτοι από την 11/2/2020, ο ενάγων γνώριζε ότι είχε δικαίωμα, εκτός των άλλων, επαναπασχόλησης στην εναγομένη στη θέση, όχι του ταμία, αλλά του παρκαδόρου-πλύντη. Η άσκηση της προαναφερόμενης, από 8/11/2017 αγωγής του ενάγοντος ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτός ζητούσε το υπόλοιπο της αποζημίωσης απόλυσης, μετά την έκδοση της από .../2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε την 31/5/2017), η οποία αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, σε συνδυασμό : α) με την πρόσληψή του τον Μάρτιο του 2018, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως παρκαδόρου, σε άλλη εταιρία ("Paradise Hotel Bangalous-Parkings Πρατήρια Βενζίνης Τουριστική και Εμπορική και Σία ΕΕ" ), β) με την μη προσέλευσή του στην έδρα της εναγομένης, για επαναπασχόληση του σ' αυτήν (στην θέση του παρκαδόρου - πλύντη), από την έκδοση της με αριθ. .../2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ήτοι από την 11/2/2020 έως την 13/10/2020 κατά τα προαναφερόμενα, δηλαδή για χρονικό διάστημα οκτώ περίπου μηνών, και γ) με το γεγονός ότι ο ενάγων εισέπραξε ολοσχερώς, έως την 19/10/2020, την αποζημίωση απόλυσης, για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του την 16/10/2020, συνιστούν καταχρηστική άσκηση δικαιώματος του ενάγοντος, καθόσον δημιούργησε στην εναγόμενη την πεποίθηση, ότι αυτός αποδέχεται εκ των υστέρων την λύση της σύμβασης εργασίας του και δεν προτίθεται να ασκήσει τις ένδικες αξιώσεις του, δεκτής γενομένης ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης καταχρηστικής άσκησης της εναγομένης και απορριπτομένου συνεπώς του 1ου λόγου έφεσης ως αβάσιμου..." Υπό τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, δέχθηκε ως αποδειχθέντα, στην ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 του Α.Κ., την οποία δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή. Ειδικότερα, πληρούν το πραγματικό της νομικής έννοιας της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος και δικαιολογούν την απόρριψη της αγωγής του αναιρεσείοντος τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά. Πλέον συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ο ενάγων, μετά την άσκηση των δύο πρώτων αγωγών του κατά της εναγομένης, με τις οποίες ζητούσε την καταβολή αποδοχών υπερημερίας, αξίωσε με την τρίτη, από 8-11-2017, αγωγή του την αποζημίωση απόλυσης, προβαίνοντας, όπως είχε δικαίωμα, σε επιλογή της συγκεκριμένης αξίωσης, η μεταγενέστερη, και μάλιστα μετά τριετία, αξίωση, με την ένδικη, από ...-2020 αγωγή, και πάλι αποδοχών υπερημερίας, καθιστά την άσκηση του δικαιώματός του καταχρηστική, δεδομένου ότι, αφ' ενός δια της επιλογής της αποζημίωσης απόλυσης, η οποία αφ' εαυτής οδηγεί στο εύλογο συμπέρασμα ότι ο ενάγων δεν εμμένει εφεξής στην ακυρότητα της καταγγελίας, αφ' ετέρου δια της επί τριετία αδράνειάς του, σε συνδυασμό με το ότι, μόλις δημοσιεύτηκε η εφετειακή (.../2020) απόφαση με την οποία τελεσίδικα αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της καταγγελίας, αυτός, έχοντας εισπράξει την αποζημίωση, δεν φρόντισε να εμφανιστεί προς ανάληψη εργασίας, σιωπώντας επί 8 μήνες, ενώ, τέλος, στις 13-10-2020 απέστειλε εξώδικη δήλωση στην εναγομένη ότι θα μεταβεί προς εργασία, όχι στη θέση που απασχολείτο κατά το χρόνο της απόλυσης, αλλά στη θέση που απασχολείτο κατά τον αρχικό χρόνο ισχύος της σύμβασής του, συναγομένου εξ αυτού του λόγου ότι δεν είχε πραγματική πρόθεση να επαναπασχοληθεί στην εναγομένη, δημιούργησαν στην εναγομένη εργοδότρια την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί το επίδικο δικαίωμα, η μεταγενέστερη δε άσκησή του υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, καθώς και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του και θα επιφέρει δυσμενείς συνέπειες για την αναιρεσίβλητη.
Συνεπώς είναι αβάσιμος ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ήτοι της παραβίασης της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 281 του Α.Κ.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων, ως ηττηθείς διάδικος, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις κατά παραδοχή νομίμου σχετικού αιτήματος αυτής (άρθρα 176, 180 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από ...-2024 αίτηση για αναίρεση της .../2023 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Ιανουαρίου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ