ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 103/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 103/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 103/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 103 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 103/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη - Εισηγήτρια, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Μαρία Γιαννακοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 12 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) Α' βαθμού με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Ευκλείδου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η oποία κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Μ. Μ., κατοίκου Αθηνών. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Σωτηρακόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-2-2015 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον νομικό πρόσωπο με την από 31-5-2021 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 31.5.2021 και με αριθμό κατάθ. ... στο Εφετείο Αθηνών αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών - εργατικών διαφορών υπ' αριθμ. ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγιναν τυπικά και κατ' ουσία δεκτές η από 24.6.2019 έφεση του δευτέρου εναγομένου - εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος Ο.Τ.Α. και η από 25-6-2019 έφεση του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος μη διαδίκου στην παρούσα αναιρετική δίκη και μετά από εξαφάνιση της υπ' αριθμ. ... απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει δεκτή κατ' ουσία η από 11.2.2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. ...) αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου, έγινε δεκτή η αγωγή εν μέρει κατ' ουσία. Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα εφ' όσον από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι κατατέθηκε στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών στις 3.6.2021 και η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε την 29.12.2020 (άρθρα 552, 553, 556, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επίσης, για το παραδεκτό της άσκησης της ένδικης αίτησης αναίρεσης από τον αναιρεσείοντα ΟΤΑ με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ" και για την πρόσληψη της πληρεξουσίου του Δικηγόρου Α. Ε. προσκομίζονται, κατά το άρθρο 72 παρ. 1 του ν. 3852/2010 όπως ισχύει κατά τον ένδικο χρόνο: α) η από 10.5.2021 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής, με την οποία εγκρίθηκε η άσκηση αναίρεσης κατά της προσβαλλόμενης με αριθμό ... απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και β) το με αριθμό ... πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου Αθήνας ..., δυνάμει του οποίου ο Δήμαρχος του αναιρεσείοντος ΟΤΑ, Χ. Δ., παρείχε με την ιδιότητά του αυτή, την πληρεξουσιότητα στην προαναφερόμενη δικηγόρο, καθώς και σε άλλους αναφερόμενους σε αυτό (πληρεξούσιο) δικηγόρους, να εκπροσωπεί το Δήμο, ως γενική και ειδική πληρεξούσια, αντιπρόσωπος και αντίκλητος σε όλες τις δίκες και διαφορές ως για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης και για την εκπροσώπηση του αναιρεσείοντος κατά τη συζήτηση αυτής (ΟλΑΠ 13/2018, ΑΠ 77/2022, 92/2020, 640/2016).
Συνεπώς, η από 31.5.2021 αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν από 18.4.2001 μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1) και ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2). Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β)... γ)... Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος, που αφορά τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκύπτει ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις ή από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημά του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο (ΑΕΔ 2/1993). Περαιτέρω, σε εφαρμογή των αντίστοιχων Συνταγματικών ρυθμίσεων του άρθρου 94 παρ. 1 και 3, όπως ίσχυαν πριν την πιο πάνω αναθεώρηση, εκδόθηκε ο ν. 1406/1983, με τα άρθρα 1 και 9 του οποίου όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπήχθησαν από 11.6.1985 στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 εδ. θ' του ν.1406/1983, όπως στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ. 3 του ν. 2721/1999, ορίστηκε ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνονται ιδίως οι διαφορές που αφορούν τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου. Ως "αποδοχές", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι αποδοχές του προσωπικού που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή τα Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση δημόσιου δικαίου. Από τα ανωτέρω γίνεται φανερό ότι οι διαφορές που αφορούν τις αποδοχές των μισθωτών που συνδέονται με το Δημόσιο με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 11/1992, ΑΠ 6/2023, 1340/2014, 1635/2012). Τέτοιες ιδιωτικού χαρακτήρα διαφορές είναι και εκείνες που αναφύονται κατά την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3320/2005 για την κατάταξη του με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικού σε συγκεκριμένο μισθολογικό κλιμάκιο οργανικής θέσης, προσωποπαγούς ή μη, εφόσον και αυτές έχουν ως βάση την παροχή εξαρτημένης εργασίας στο πλαίσιο σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και την κατάταξη του μισθωτού σε οργανική θέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, για την επίλυση των οποίων είναι αρμόδια επομένως τα πολιτικά δικαστήρια (ΑΕΔ 3/2004, ΑΠ 375/2024, ΣτΕ 3691/2014). Μόνη η προβλεπόμενη από τις διατάξεις αυτές αρμοδιότητα του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου να διαπιστώνει την συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων του νόμου, καθώς και η δυνατότητα του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) να ασκεί τον αντίστοιχο έλεγχο, δεν αρκούν για να χαρακτηρίσουν την σχετική διαδικασία ως ειδική διοικητική διαδικασία, η οποία, αν υπήρχε, θα μπορούσε υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να προσδώσει στις διαφορές αυτές τον χαρακτήρα της διοικητικής διαφοράς (ΣτΕ 3691/2014). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα πολιτικά δικαστήρια, όταν κρίνουν ιδιωτικές διαφορές που υπάγονται σ' αυτά, μπορούν να εξετάσουν παρεμπιπτόντως το κύρος και τη νομιμότητα των πράξεων των οργάνων της διοίκησης ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εφόσον τούτο δεν έχει αποκλειστεί από τον νόμο (ΟλΑΠ 447/1984) και δεν έχει εκδοθεί περί του κύρους αυτών απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία και δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια. Η τοιαύτη έρευνα των πολιτικών δικαστηρίων δεν αποσκοπεί στην ακύρωση των διοικητικών πράξεων, ούτε στο να αποκρουστεί η εκτελεστότητα αυτών, οι οποίες άλλωστε, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου έχουν το τεκμήριο της νομιμότητας, έτσι ώστε ακόμη και οι παράνομες διοικητικές πράξεις, εφόσον δεν έχουν ακυρωθεί, είναι εκτελεστές και παράγουν τα έννομα αποτελέσματά τους, αλλά προκειμένου να απαγγελθούν άλλες έννομες συνέπειες ιδιωτικού χαρακτήρα, οι οποίες προκύπτουν από την εκτέλεση των παράνομων διοικητικών πράξεων (ΑΠ 734/2010, 171/2006). Ειδικότερα, ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας της διοικητικής πράξης από τα πολιτικά δικαστήρια περιλαμβάνει και το αν η τελευταία εκδόθηκε κατά παράβαση των κανόνων δικαίου, οι οποίοι είναι αμέσως ή εμμέσως σχετικοί με το περιεχόμενο αυτής και πηγάζουν από οποιαδήποτε πηγή δικαίου, η δε νομιμότητα της εν λόγω πράξης κρίνεται με βάση τους κανόνες δικαίου, οι οποίοι ισχύουν κατά τον χρόνο έκδοσής της (ΑΕΔ 3/2004, ΑΠ 657/2024, 1134/2023, 598/2020, 356/2020, 762/2018). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 4 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Περίπτωση όμως τοιαύτης υπέρβασης της δικαιοδοσίας δεν συντρέχει, όταν τα πολιτικά δικαστήρια εξετάζουν παρεμπιπτόντως ζητήματα, τα οποία, αν αποτελούσαν το κύριο αντικείμενο της δίκης, δεν θα υπήγοντο στη δικαιοδοσία τους, διότι η έννοια του παρεμπίπτοντος συνδέεται κατά νόμο (άρθ. 2 και 282 του ΚΠολΔ) με την απλή εξέταση και όχι με τη διάγνωση του ζητήματος, όταν το δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας προς τούτο και για τον λόγο αυτό η απόφασή του για το ζήτημα που κρίθηκε παρεμπιπτόντως και το οποίο αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου, δεν παράγει δεδικασμένο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 331 του ΚΠολΔ (ΑΠ 375/2024). Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση της από 11.2.2015 και με αριθμ. καταθ. ... αγωγής και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής : Με την ως άνω αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι προσλήφθηκε από το δεύτερο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ΝΠΔΔ (ΟΤΑ) με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΟΝ" με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ως μουσικός (κλάδου ΔΕ) και ότι μέχρι το έτος 1989 παρείχε τις υπηρεσίες του στη Φιλαρμονική του δεύτερου εναγόμενου. Ότι το έτος 1989 ιδρύθηκε το ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ", στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του οποίου υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος το πρώτο εναγόμενο ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΟΑΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΔΗΜΟΥ ΑΟΗΝΑΙΩΝ", (μη διάδικο στην παρούσα αναιρετική δίκη) και ότι έκτοτε η Φιλαρμονική του Δήμου Αθηναίων υπήχθη στο πρώτο εναγόμενο, στο οποίο αυτός αποσπάσθηκε. Ότι από την πρόσληφή του και έως 31.7.2013 μισθοδοτείτο από το δεύτερο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ΝΠΔΔ, ότι από την 1.8.2013 μετατάχθηκε στο πρώτο εναγόμενο ΝΠΔΔ σε κενή οργανική θέση Ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ως μουσικός (κλάδου ΔΕ) στη Φιλαρμονική του πρώτου εναγόμενου και έκτοτε μισθοδοτείται από αυτό. Ότι, κατ'εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4024/2011 τα αρμόδια όργανα του δεύτερου εναγόμενου (ΟΤΑ) παράνομα και παρά τα τυπικά του προσόντα τον κατέταξαν από 1.11.2011 σε θέση κλάδου ΔΕ μουσικών, ενώ όφειλαν με το νόμο να τον κατατάξουν στη θέση κλάδου ΤΕ μουσικών, εφόσον κατείχε πτυχίο από αναγνωρισμένο από το κράτος Ωδείο της ημεδαπής και αλλοδαπής που είναι ισοδύναμα με τους τίτλους σπουδών ανώτερης (τριτοβάθμιας) εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα οι αποδοχές του κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2011 έως τη μετάταξή του στις 1.8.2023 να υπολείπονται από αυτές που δικαιούταν. Ότι και μετά τη μετάταξή του στις 1.8.2013 στο πρώτο εναγόμενο ΝΠΔΔ, το τελευταίο συνέχισε να του καταβάλει μειωμένες αποδοχές που αντιστοιχούσαν στην κατηγορία ΔΕ Μουσικών, αντί τις αναλογούσες στην κατηγορία ΤΕ Μουσικών. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ζήτησε α) να αναγνωρισθεί ότι το δεύτερο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ΝΠΔΔ (ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ) μη νόμιμα τον κατέταξε ως μισθωτό κατηγορίας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΔΕ Μουσικών), ενώ όφειλε να τον κατατάξει στην ΤΕ κατηγορία (κλάδου ΤΕ Μουσικών), β) να αναγνωρισθεί ότι πρέπει να καταταγεί στην ΤΕ εκπαιδευτική βαθμίδα (κλάδος ΤΕ Μουσικών) από 1.11.2011 έως 31.7.2013 και ακολούθως να καταταγεί από το πρώτο εναγόμενο ΝΠΔΔ από 1.8.2013 και εφεξής στην κατηγορία ΤΕ καταβάλλοντας τις αποδοχές που αντιστοιχούν στην ως άνω κατηγορία και γ) να υποχρεωθεί το δεύτερο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ΝΠΔΔ να του καταβάλει για διαφορές αποδοχών για το χρονικό διάστημα από 1.11.2011 έως 31.7.2013 το ποσό των 7.845 ευρώ και το πρώτο εναγόμενο ΝΠΔΔ να του καταβάλει για διαφορές αποδοχών για το χρονικό διάστημα από 1.8.2013 έως 31.10.2013 το ποσό των 1.065 ευρώ, με το νόμιμο τόκο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την ... απόφασή του απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή κατά την περί αδικοπρακτικής ευθύνης βάση αυτής και δέχθηκε κατά τα λοιπά την αγωγή ως βάσιμη κατ'ουσία. Μετά την άσκηση εφέσεων από αμφότερα τα εναγόμενα ΝΠΔΔ, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών εξέδωσε την ήδη προσβαλλόμενη ... απόφασή του, με την οποία, αφού δέχθηκε τυπικά και κατ'ουσία τις εφέσεις, απέρριψε την αγωγή ως προς τα υπό στοιχεία (α) και (β) αιτήματα αυτής, ως απαράδεκτη ελλείψει δικαιοδοσίας και δέχθηκε την αγωγή κατ'ουσία ως προς το υπό στοιχείο (γ) αίτημα αυτής, υποχρεώνοντας το πρώτο εναγόμενο ΝΠΔΔ να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.065 ευρώ και το δεύτερο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ΝΠΔΔ να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 7.845 ευρώ, με το νόμιμο τόκο (6% ετησίως) από την επίδοση της αγωγής. Με το αντικείμενο αυτό, η υπό κρίση διαφορά ως προς το υπό στοιχείο (γ) αίτημα της αγωγής, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, είναι διαφορά ιδιωτικού δικαίου απορρέουσα από σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του αναιρεσίβλητου με το δεύτερο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ΝΠΔΔ (ΟΤΑ) από της προσλήψεώς του και μέχρι την 31.7.2013 και από 1.8.2013 και εφεξής με το πρώτο εναγόμενο ΝΠΔΔ και συνεπώς το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, που, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό της έλλειψης δικαιοδοσίας που προβλήθηκε από την πλευρά των εναγομένων-εκκαλούντων ΝΠΔΔ δίκασε την αγωγή και επιδίκασε στον ενάγοντα - αναιρεσίβλητο διαφορές αποδοχών, δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, η επίκληση από την πλευρά του αναιρεσείοντος Ο.Τ.Α. ότι η επιδίκαση διαφορών αποδοχών στον αναιρεσίβλητο από τη μη κατάταξή του στην κατηγορία ΤΕ Μουσικών αλλά στην κατηγορία ΔΕ Μουσικών, αφορά την πράξη κατάταξης, η οποία υπάγεται στην ακυρωτική δικαιοδοσία των Διοικητικών Δικαστηρίων είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι είναι καθόλα επιτρεπτός από τα πολιτικά δικαστήρια ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας της πράξης κατάταξης ως προς την τήρηση των διατάξεων του νόμου για την ένταξη του αναιρεσιβλήτου σε αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο, στο πλαίσιο της ιδιωτικής διαφοράς που ανοίχθηκε με την πιο πάνω αγωγή. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμ. 4 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων ΟΤΑ υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2022, 1/2016). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσία (ΟλΑΠ 1/2022, 3/2020). Έτσι με βάση τον εν λόγω αναιρετικό λόγο επιτρέπεται αναίρεση όταν συντρέχει παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή εκείνων οι οποίοι ρυθμίζουν τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωμάτων και την γένεση των υποχρεώσεων, επιβάλλοντας κυρώσεις για την τήρηση αυτών (ΑΠ 22/2020, 1097/2019, 535/2015, 1399/2011). Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία" ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Για να είναι δε ορισμένος ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναίρεσης: α) η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής, β) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, γ) ο ισχυρισμός και τα περιστατικά, οι οποίοι προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό, εφόσον αυτή δεν είναι αυτονόητη, δ) η εξειδίκευση της πλημμέλειας του δικαστηρίου της ουσίας, αν πρόκειται, δηλαδή για παντελή έλλειψη αιτιολογίας ή ποίες είναι οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 109/2020, 638/2019, 550/2017, 1184/2015, 121/2014). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης κατ' επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλόμενη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (ΟλΑΠ 28/1998, ΑΠ 19/2020, 93/2020, 319/2017, 901/2010, 2173/2007).
Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του και το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα εξής: "Ο ενάγων-εφεσίβλητος [αναιρεσίβλητος] αμφοτέρων των ανωτέρω συνεκδικαζόμενων εφέσεων, ο οποίος απασχολείτο ήδη από 19.7.1982 δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού ορισμένου χρόνου (αρχική απόφαση Δημάρχου Αθηναίων η υπ' αριθμ. ...) ως μουσικός (...) στη Διεύθυνση Πνευματικού Κέντρου και Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Δήμου Αθηναίων, προσελήφθη ως μουσικός με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για το χρονικό διάστημα από 1.1.1983 έως 13.3.1983. Εν συνεχεία με την υπ' αριθμ. ... απόφασης του Δημάρχου Αθηναίων του δεύτερου εναγομένου- εκκαλούντος [αναιρεσείοντος ΟΤΑ] της ανωτέρω πρώτης συνεκδικαζόμενης έφεσης, ο ενάγων-εφεσίβλητος αμφοτέρων των ανωτέρω συνεκδικαζόμενων εφέσεων τοποθετήθηκε από τις 14.3.1983 σε οργανική θέση στην αυτήν ως άνω Διεύθυνση (Διεύθυνση Πνευματικού Κέντρου και Πολιτιστικών Υπηρεσιών) του δεύτερου εναγομένου-εκκαλούντος της ανωτέρω πρώτης συνεκδικαζόμενης έφεσης με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ενώ με την υπ' αριθμ. ... απόφαση του Δημάρχου Αθηναίων του δεύτερου εναγομένου-εκκαλούντος της ανωτέρω πρώτης συνεκδικαζόμενης έφεσης, ο ενάγων-εφεσίβλητος αμφοτέρων των ανωτέρω συνεκδικαζόμενων εφέσεων κατετάγη αναδρομικώς από 19.1.1982 σε αντίστοιχη θέση του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του οικείου Δήμου Αθηναίων. Ακολούθως, δυνάμει των διατάξεων του Ν.4024/2011 ο ενάγων-εφεσίβλητος αμφοτέρων των ανωτέρω συνεκδικαζόμενων εφέσεων κατετάγη στην κατηγορία ΔΕ Μουσικών με βαθμό Β' και μισθολογικό κλιμάκιο Β' εισαγωγικό έναντι μηνιαίων αποδοχών ύψους 1.499 ευρώ, ενώ στις 29.11.2012 του χορηγήθηκε το πρώτο μισθολογικό κλιμάκιο του Β' βαθμού (Β1) έναντι μηνιαίων αποδοχών ύψους 1.529 ευρώ. Στη συνέχεια μετετάχθη από 1.8.2013 στο πρώτο εναγόμενο-εκκαλούν της ανωτέρω δεύτερης συνεκδικαζόμενης έφεσης, Δημοτικό Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων", με την υπ' αριθμ. ... απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. του, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Γ' .... Ο ενάγων- εφεσίβλητος αμφοτέρων των ανωτέρω συνεκδικαζόμενων εφέσεων μετετάχθη στο πρώτο εναγόμενο-εκκαλούν της ανωτέρω δεύτερης συνεκδικαζόμενης έφεσης με το αυτό βαθμολογικό και μισθολογικό κλιμάκιο, ήτοι ως ανήκων στην κατηγορία ΔΕ Μουσικών με Β' και στο πρώτο μισθολογικό κλιμάκιο του Β' βαθμού (Β1) έναντι μηνιαίων αποδοχών ύψους 1.529 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων-εφεσίβλητος αμφότερων των ανωτέρω συνεκδικαζόμενων εφέσεων τυγχάνει ήδη από το έτος 1984 κάτοχος πτυχίου ... του Ωδείου Αθηνών με βαθμό Άριστα, καθώς επίσης από το έτος 2003 κάτοχος και πτυχίου ενοργάνωσης πνευστών οργάνων του Ωδείου Αγίου Στεφάνου ομοίως με το βαθμό Άριστα, πτυχία τα οποία προέρχονται αμφότερα από ωδεία της ημεδαπής, αναγνωρισμένα από το Κράτος, με αποτέλεσμα να τυγχάνουν ισότιμα, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, με πτυχίο ανώτερης επαγγελματικής εκπαίδευσης τριετούς φοίτησης (Τ.Ε.Ι.). Επομένως, ο ενάγων-εφεσίβλητος αμφοτέρων των ανωτέρω συνεκδικαζόμενων εφέσεων, ο οποίος απασχολείτο ως μουσικός (τρομπόνι) στη Φιλαρμονική του Δήμου Αθηναίων, έπρεπε ήδη από το έτος 2011, και δη από την 1.11.2011 και εντεύθεν να έχει καταταγεί στην κατηγορία μουσικών ΤΕ και ουχί ΔΕ, δεδομένου ότι η κατ' άρθρο 48 παρ. 1 του Ν. 1597/1986 ρύθμιση, η οποία αφορά αμιγώς και όλως περιοριστικώς στους μουσικούς της Κρατικής Ορχήστρας των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης, αλλά και στο εκπαιδευτικό προσωπικό του Ωδείου Θεσσαλονίκης, εισάγει ανεπίτρεπτη για την έννομη τάξη και αντισυνταγματική διάκριση, παραβιάζουσα την αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος) υπό την έννοια της αρχής της ίσης μεταχείρισης όμοιων περιπτώσεων, αφού το πτυχίο του ενάγοντος, όστις παρακολούθησε το αυτό πρόγραμμα σπουδών με εκείνο του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, υποβαλλόμενος παράλληλα και στις αντίστοιχες εξετάσεις, εξομοιούται κατά τα προεκτεθέντα με πτυχίο Τ.Ε.Ι., το οποίο συνιστούσε, μεταξύ άλλων, αναγκαίο τυπικό προσόν κατά τους ορισμούς του Π.Δ. 50/2001 για την κατάταξη αυτού στο μισθολογικό κλιμάκιο της κατηγορίας ΤΕ των απασχολούμενων σε ΟΤΑΑ' βαθμού μουσικών δυνάμει συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον δεύτερο λόγο της ανωτέρω πρώτης συνεκδικαζόμενης έφεσης και πρώτο λόγο της ανωτέρω δεύτερης συνεκδικαζόμενης έφεσης. Σημειωτέον, το γεγονός αυτό αναγνώρισε ο νομοθέτης με το άρθρο 26 παρ. 8 του Ν. 4325/2015, με έναρξη ισχύος από 11.5.2015, σε συνδυασμό με την υπ' αριθμ. ... εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, κατατάσσοντας, πλέον, αυτοδικαίως στον κλάδο μουσικών ΤΕ τους μουσικούς των ΟΤΑΑ' βαθμού και των νομικών προσώπων αυτών (δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου) με πράξη του οικείου Δημάρχου, εφόσον είναι κάτοχοι μεταξύ άλλων πτυχίου ή διπλώματος μουσικής ειδίκευσης αναγνωρισμένου μη ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της ημεδαπής, όπως αναφέρει η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς, όμως, να προσδίδει αναδρομική ισχύ σε αυτή και να την εφαρμόζει στην κρινόμενη υπόθεση, όπως αβάσιμα υποστηρίζονται με τον δεύτερο λόγο της ανωτέρω πρώτης συνεκδικαζόμενης έφεσης και πρώτο λόγο της ανωτέρω δεύτερης συνεκδικαζόμενης έφεσης. Βάσει των ανωτέρω ο ενάγων-εφεσίβλητος αμφοτέρων των ανωτέρω συνεκδικαζόμενων εφέσεων έπρεπε καθ' όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από 1.11.2011 έως 31.10.2013, να καταταγεί στη κατηγορία ΤΕ Μουσικών, και δη στο κλιμάκιο 82, και να λαμβάνει από τον δεύτερο εναγόμενο-εκκαλούντα της ανωτέρω πρώτης συνεκδικαζόμενης έφεσης για το χρονικό διάστημα από 1.11.2011 έως 28.11.2012 μηνιαίες αποδοχές ύψους 1.884 ευρώ αντί 1.499 ευρώ, που ελάμβανε, και για το χρονικό διάστημα από 29.11.2012 έως 31.7.2013 μηνιαίες αποδοχές ύψους 1.884 ευρώ αντί 1.529 ευρώ, που ελάμβανε, καθώς και από το πρώτο εναγόμενο-εκκαλούν της ανωτέρω δεύτερης συνεκδικαζόμενης έφεσης για το χρονικό διάστημα από 1.8.2013 έως 31.10.2013 μηνιαίες αποδοχές ύψους 1.884 ευρώ αντί 1.529 ευρώ, που ελάμβανε. Επομένως, το πρώτο εναγόμενο εκκαλούν της ανωτέρω δεύτερης συνεκδικαζόμενης έφεσης [μη διάδικο στην παρούσα υπόθεση] οφείλει στον ενάγοντα-εφεσίβλητο αμφοτέρων των ανωτέρω συνεκδικαζόμενων εφέσεων για το χρονικό διάστημα από 1.8.2013 έως 31.10.2013 το συνολικό ποσό των 1.065 [(1.884 ευρώ - 1.529 ευρώ) χ 3 μήνες] ευρώ, και ο δεύτερος εναγόμενος-εκκαλών της ανωτέρω πρώτης συνεκδικαζόμενης έφεσης [αναιρεσείων ΟΤΑ] οφείλει στον ενάγοντα-εφεσίβλητο αμφοτέρων των ανωτέρω συνεκδικαζόμενων εφέσεων για το χρονικό διάστημα από 1.11.2011 έως 31.7.2013 το συνολικό ποσό των 7.845 [χρονικό διάστημα από 1.11.2011 έως 28.11.2012 (1.884 ευρώ -1.499 ευρώ) χ 13 μήνες] + [χρονικό διάστημα από 29.11.2012 έως 31.7.2013 (1.884 ευρώ - 1.529 ευρώ) χ 8 μήνες] ευρώ. Κατόπιν τούτων πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί το πρώτο εναγόμενο-εκκαλούν της ανωτέρω δεύτερης συνεκδικαζόμενης έφεσης να καταβάλει στον ενάγοντα-εφεσίβλητο της έφεσης αυτής (δεύτερης) το συνολικό ποσό των 1.065 ευρώ, με το νόμιμο τόκο (6% ετησίως) από την επίδοση της αγωγής και ο δεύτερος εναγόμενος-εκκαλών της ανωτέρω πρώτης συνεκδικαζόμενης έφεσης να καταβάλει στον ενάγοντα-εφεσίβλητο της έφεσης αυτής (πρώτης) το συνολικό ποσό των 7.845 ευρώ, με το νόμιμο τόκο (6% ετησίως) από την επίδοση της κρινόμενης από 11.2.2015 αγωγής.". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση του εναγομένου - εκκαλούντος [αναιρεσείοντος] - Δήμου Αθηναίων, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και δικάζοντας την υπόθεση κατ' ουσία, δέχθηκε την αγωγή, υποχρεώνοντας το εναγόμενο να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 7.845 ευρώ, με το νόμιμο τόκο 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής.
Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της αντιφατικής αιτιολογίας σχετικά με την κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου περί της επιδίκασης των αποδοχών που δικαιούται ο αναιρεσίβλητος από την κατάταξη του σε θέση κατηγορίας ΤΕ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2011 έως 31.7.2013. Ο ως άνω λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του, διότι δεν διαλαμβάνονται σ' αυτόν οι συγκεκριμένες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και το περιεχόμενο αυτών που φέρεται ότι παραβιάσθηκαν, όπως απαιτείται για το ορισμένο του ανωτέρω από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, προκειμένου να ερευνηθεί από το σύνολο των επί της ουσίας παραδοχών της προσβαλλομένης απόφασης αν υπάρχουν, σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή τους, οι κατά το αναιρεσείον υπάρχουσες αναιρετικές πλημμέλειες και οι αντιφάσεις των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το αποδεικτικό της πόρισμα ότι ο αναιρεσίβλητος έπρεπε κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2011 έως 31.10.2013 να λαμβάνει τις αποδοχές που προβλέπονται για την κατηγορία ΤΕ, οπότε ο αναιρεσείων Δήμος υποχρεούται να του καταβάλλει τις προβλεπόμενες για την κατηγορία αυτή αποδοχές, τις οποίες του επιδίκασε.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρ. 3 Ν. Δ. 31/1968 "περί προστασίας της περιουσίας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και ρυθμίσεως ετέρων τινών θεμάτων", τα προνόμια ή οι θεσπισμένες ειδικές προστατευτικές διατάξεις του Δημοσίου εφαρμόζονται αναλόγως και επί των Ο.Τ.Α., ενώ, κατά τις διατάξεις του άρθρ. 276 παρ. 1 εδ. 2 και παρ. 2 Ν. 3463/2006 "Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων", οι Δήμοι έχουν όλα τα δικαστικά, διοικητικά και δικονομικά προνόμια που παρέχονται στο Δημόσιο (ΑΕΔ 7/2011, ΑΠ 607/2018). Με το άρθρο 45 του ν. 4607/24.4.2019 (ΦΕΚ Α 65) ορίζονται τα εξής: "1. Το ύψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO) που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Το επιτόκιο του προηγούμενου εδαφίου δεν μεταβάλλεται, κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), πριν από την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά μία (1,00) εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του το επιτόκιο που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για: α) τις απαιτήσεις των φορολογουμένων της παρ. 2 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013 (Α' 170), β) τις περιπτώσεις όπου σε σύμβαση, στην οποία συμβάλλεται νόμιμα το Δημόσιο, έχει περιληφθεί ειδική πρόβλεψη σχετικά με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο, γ) τις αξιώσεις ιδιωτών που στηρίζονται σε ειδικές και ευθέως εφαρμοζόμενες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, με τις οποίες έχει καθοριστεί, ρητά και ειδικά, ύψος επιτοκίου. Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων αυτών, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά ή παραπομπή στο ύψος του οφειλόμενου από το Δημόσιο νόμιμου επιτοκίου ή και του επιτοκίου υπερημερίας, νοείται το επιτόκιο του παρόντος. 2. Στην περίπτωση των ένδικων βοηθημάτων κατά του Δημοσίου, τόκος οφείλεται, σε κάθε περίπτωση, μόνο από την επίδοση των σχετικών δικογράφων από τον διάδικο στον Υπουργό Οικονομικών ή στο αρμόδιο όργανο του Δημοσίου ή της Αρχής που προβλέπεται από τον νόμο σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων. Ειδικές διατάξεις νόμου, οι οποίες προβλέπουν ρητά διαφορετικό χρόνο έναρξης της τοκοφορίας, εξακολουθούν να ισχύουν. 3. Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται και σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος". Με την πιο πάνω ρύθμιση του άρθρ. 45 του ν. 4607/2019 τροποποιήθηκε το πλαίσιο για την τοκοφορία των οφειλών του Δημοσίου, με μείωση του επιτοκίου από το έως τότε ισχύον έξι τοις εκατό (6%) ετησίως (κατ' άρθρ. 21 του Κώδικα Δικών Δημοσίου) στο ύψος που ορίζεται στην εν λόγω νέα διάταξη, επειδή, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, το (προ)ισχύον νόμιμο επιτόκιο για τις οφειλές του Δημοσίου (ύψους 6% ετησίως), εκτός του γεγονότος ότι κρίνεται ιδιαίτερα υψηλό για τις σημερινές δημοσιονομικές συνθήκες, λόγω του αμετάβλητου χαρακτήρα του, δεν προσαρμόζεται στο εκάστοτε χρηματοοικονομικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα τη σοβαρή επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, λαμβανομένου υπόψη και του ρυθμού απονομής δικαιοσύνης. Με τη διάταξη αυτή ενοποιείται η έως τώρα υφιστάμενη νομοθεσία και καθιερώνεται ενιαίος τρόπος υπολογισμού του οφειλόμενου από το Δημόσιο τόκου (νόμιμου και υπερημερίας), για τις σχετικές οφειλές αυτού, ανεξάρτητα από την αιτία τους, με αναφορά στο επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), το οποίο ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ενδίκου βοηθήματος (γένεση επιδικίας), πλέον των προτεινόμενων εκατοστιαίων μονάδων. Η ως άνω ρύθμιση κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη καταλαμβάνει όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο και αφορά και τα ΝΠΔΔ, όπως το αναιρεσείον (ΑΠ 875/2023, 520/2023). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων Ο.Τ.Α., διατείνεται ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 45 του ν. 4607/2019, η οποία σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου αυτού, εφαρμόζεται από 1.5.2019, σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο βρίσκονται, με αποτέλεσμα να τον υποχρεώσει να καταβάλλει στον ενάγοντα ως μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 1.11.2011 έως 31.7.2013 συνολικού ύψους 7-845 ευρώ μι το νόμιμο τόκο 6% ετησίως. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι βάσιμος, αφού η νέα ως άνω ρύθμιση του άρθρ. 45 ν. 4607/2019, έχοντας ημερομηνία έναρξης ισχύος την 24.4.2019, ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, δηλαδή στις 29.12.2020, και καταλάμβανε (παρ. 3 του άρθρ. 45 ν. 4607/2019) και την εκκρεμή κατά το χρόνο που άρχισε να ισχύει (δηλαδή από τις 24.4.2019) ένδικη αξίωση του ιδιώτη - ενάγοντος - εφεσίβλητου - και ήδη αναιρεσίβλητου, για τόκο, κατά το μέρος που η αξίωση αυτή ανάγεται και υπολογίζεται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου και μετέπειτα. Επομένως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του υποχρέωσε τον εναγόμενο ΟΤΑ να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό που πρωτοδίκως επιδικάστηκε με το νόμιμο τόκο κατά τις διακρίσεις που γίνονται στην απόφαση και με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου κατά το μέρος που η κρίση του αυτή (περί τοκοδοσίας) αφορά στο χρόνο που η περί τόκου αξίωση του ενάγοντος ανάγεται και υπολογίζεται σε χρόνο μετά την 1.5.2019, αφού από τότε και μετά ο οφειλόμενος τόκος υπολογίζεται με βάση τη νεότερη και ειδική ρύθμιση του άρθρ. 45 ν. 4607/2019 και όχι κατ' άρθρο 21 του Κώδικα Δικών Δημοσίου.
Συνεπώς, ο προαναφερόμενος λόγος της αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και ν' αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά το κεφάλαιο των τόκων. Ενόψει δε του ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση, πρέπει, κατ' εφαρμογή του άρθρου 580 παρ. 3 εδ. α του ΚΠολΔ να κρατηθεί αυτή και δικασθεί από το παρόν αναιρετικό τμήμα, στη συνέχεια να γίνει δεκτή η έφεση του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος ΟΤΑ, ως προς το κεφάλαιο της επιδίκασης σε βάρος αυτού τόκων υπερημερίας 6% ετησίως και αφού ερευνηθεί εκ νέου η αγωγή, ως προς το κεφάλαιο αυτό, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος ΟΤΑ να καταβάλει στον ενάγοντα 7845 ευρώ, με το νόμιμο τόκο με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως για το διάστημα έως και τις 30.4.2019 και με επιτόκιο του άρθρ. 45 ν. 4607/2019 για το διάστημα από 1.5.2019 και μετέπειτα. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν καθ' ολοκληρία τα δικαστικά έξοδα του πρώτου και του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας και της προκείμενης δίκης λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας εκάστου διαδίκου (άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθμ. ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιο.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ' ουσίαν την από 24.6.2019 και με αριθμό κατάθ. ... έφεση του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α' βαθμού με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ" κατά της υπ' αριθμ. ... οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως προς το κεφάλαιο της επιδίκασης τόκων υπερημερίας, επί του ποσού των 7.845 ευρώ.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την παραπάνω απόφαση, ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 11.2.2015 και με αριθμό κατάθ. ... αγωγή, ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτή εν μέρει.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το δεύτερο εναγόμενο ΝΠΔΔ "ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ" να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα πέντε (7.845 ευρώ), με το νόμιμο τόκο με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως για το διάστημα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως και τις 30.4.2019 και με επιτόκιο του άρθρου 45 ν. 4607/2019 για το διάστημα από 1.5.2019 και εντεύθεν.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, της παρούσας αναιρετικής δίκης και αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Δεκεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Ιανουαρίου 2025.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή