
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 104 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 104/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη - Εισηγήτρια, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Μαρία Γιαννακοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 12 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δημοτικού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων", καθολικού διαδόχου του Δημοτικού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Πολιτισμικός Οργανισμός του Δήμου Αθηναίων", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευγενία Δημητροπούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η oποία κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Μ. Μ., κατοίκου Αθηνών. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Σωτηρακόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-2-2015 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον νομικό πρόσωπο με την από 15-12-2022 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 15.12.2022 και με αριθμό κατάθ. ... στο Εφετείο Αθηνών αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών - εργατικών διαφορών υπ' αριθμ. ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγιναν τυπικά και κατ' ουσία δεκτές η από 24.6.2019 έφεση του δευτέρου εναγομένου (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη) και η από 25.6.2019 έφεση του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος και μετά από εξαφάνιση της υπ' αριθμ. ... απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει δεκτή κατ' ουσία η από 11.2.2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. ...) αγωγή, έγινε αυτή δεκτή εν μέρει κατ' ουσία. Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα εφ' όσον από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι κατατέθηκε στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών στις 16.12.2022 και η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε την 29.12.2020 (άρθρα 552, 553, 556, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν από 18.4.2001 μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1) και ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2). Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β)... γ)... Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος, που αφορά τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκύπτει ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις ή από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημά του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο (ΑΕΔ 2/1993). Περαιτέρω, σε εφαρμογή των αντίστοιχων Συνταγματικών ρυθμίσεων του άρθρου 94 παρ. 1 και 3, όπως ίσχυαν πριν την πιο πάνω αναθεώρηση, εκδόθηκε ο ν. 1406/1983, με τα άρθρα 1 και 9 του οποίου όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπήχθησαν από 11.6.1985 στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 εδ. θ' του ν. 1406/1983, όπως στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ. 3 του ν. 2721/1999, ορίστηκε ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνονται ιδίως οι διαφορές που αφορούν τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου. Ως "αποδοχές", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι αποδοχές του προσωπικού που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή τα Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση δημόσιου δικαίου. Από τα ανωτέρω γίνεται φανερό ότι οι διαφορές που αφορούν τις αποδοχές των μισθωτών που συνδέονται με το Δημόσιο με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 11/1992, ΑΠ 6/2023, 1340/2014, 1635/2012). Τέτοιες ιδιωτικού χαρακτήρα διαφορές είναι και εκείνες που αναφύονται κατά την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3320/2005 για την κατάταξη του με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικού σε συγκεκριμένο μισθολογικό κλιμάκιο οργανικής θέσης, προσωποπαγούς ή μη, εφόσον και αυτές έχουν ως βάση την παροχή εξαρτημένης εργασίας στο πλαίσιο σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και την κατάταξη του μισθωτού σε οργανική θέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, για την επίλυση των οποίων είναι αρμόδια επομένως τα πολιτικά δικαστήρια (ΑΕΔ 3/2004, ΑΠ 375/2024, ΣτΕ 3691/2014). Μόνη η προβλεπόμενη" από τις διατάξεις αυτές αρμοδιότητα του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου να διαπιστώνει την συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων του νόμου, καθώς και η δυνατότητα του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) να ασκεί τον αντίστοιχο έλεγχο, δεν αρκούν για να χαρακτηρίσουν την σχετική διαδικασία ως ειδική διοικητική διαδικασία, η οποία, αν υπήρχε, θα μπορούσε υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να προσδώσει στις διαφορές αυτές τον χαρακτήρα της διοικητικής διαφοράς (ΑΠ 375/2024 ΣτΕ 3691/2014). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα πολιτικά δικαστήρια, όταν κρίνουν ιδιωτικές διαφορές που υπάγονται σ' αυτά, μπορούν να εξετάσουν παρεμπιπτόντως το κύρος και τη νομιμότητα των πράξεων των οργάνων της διοίκησης ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εφόσον τούτο δεν έχει αποκλειστεί από τον νόμο (ΟλΑΠ 447/1984) και δεν έχει εκδοθεί περί του κύρους αυτών απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία και δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια. Η τοιαύτη έρευνα των πολιτικών δικαστηρίων δεν αποσκοπεί στην ακύρωση των διοικητικών πράξεων, ούτε στο να αποκρουστεί η εκτελεστότητα αυτών, οι οποίες άλλωστε, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου έχουν το τεκμήριο της νομιμότητας, έτσι ώστε ακόμη και οι παράνομες διοικητικές πράξεις, εφόσον δεν έχουν ακυρωθεί, είναι εκτελεστές και παράγουν τα έννομα αποτελέσματά τους αλλά προκειμένου να απαγγελθούν άλλες έννομες συνέπειες ιδιωτικού χαρακτήρα, οι οποίες προκύπτουν από την εκτέλεση των παράνομων διοικητικών πράξεων (ΑΠ 375/2024, 734/2010, 171/2006). Ειδικότερα, ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας της διοικητικής πράξης από τα πολιτικά δικαστήρια περιλαμβάνει και το αν η τελευταία εκδόθηκε κατά παράβαση των κανόνων δικαίου, οι οποίοι είναι αμέσως ή εμμέσως σχετικοί με το περιεχόμενο αυτής και πηγάζουν από οποιαδήποτε πηγή δικαίου, η δε νομιμότητα της εν λόγω πράξης κρίνεται με βάση τους κανόνες δικαίου, οι οποίοι ισχύουν κατά τον χρόνο έκδοσής της (ΑΕΔ 3/2004, ΑΠ 657/2024, 1134/2023, 598/2020, 356/2020, 762/2018). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 4 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Περίπτωση όμως τοιαύτης υπέρβασης της δικαιοδοσίας δεν συντρέχει, όταν τα πολιτικά δικαστήρια εξετάζουν παρεμπιπτόντως ζητήματα, τα οποία, αν αποτελούσαν το κύριο αντικείμενο της δίκης, δεν θα υπήγοντο στη δικαιοδοσία τους, διότι η έννοια του παρεμπίπτοντος συνδέεται κατά νόμο (άρθ. 2 και 282 του ΚΠολΔ) με την απλή εξέταση και όχι με τη διάγνωση του ζητήματος, όταν το δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας προς τούτο και για τον λόγο αυτό η απόφασή του για το ζήτημα που κρίθηκε παρεμπιπτόντως και το οποίο αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου, δεν παράγει δεδικασμένο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 331 του ΚΠολΔ (ΑΠ 375/2024).
Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση της από 11.2.2015 και με αριθμ. καταθ. ... αγωγής και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής : Με την ως άνω αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι προσλήφθηκε από το δεύτερο εναγόμενο ΝΠΔΔ(ΟΤΑ) με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ" (μη διάδικο στην παρούσα αναιρετική δίκη) με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ως μουσικός (κλάδου ΔΕ) και ότι μέχρι το έτος 1989 παρείχε τις υπηρεσίες του στη Φιλαρμονική του δεύτερου εναγόμενου. Ότι το έτος 1989 ιδρύθηκε το ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ", στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του οποίου υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος το πρώτο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ", και ότι έκτοτε η Φιλαρμονική του Δήμου Αθηναίων υπήχθη στο πρώτο εναγόμενο, στο οποίο αυτός αποσπάσθηκε. Ότι από την πρόσληψή του και έως 31.7.2013 μισθοδοτείτο από το δεύτερο εναγόμενο ΝΠΔΔ, ότι από την 1.8.2013 μετατάχθηκε στο πρώτο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ΝΠΔΔ σε κενή οργανική θέση Ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ως μουσικός (κλάδου ΔΕ) στη Φιλαρμονική του πρώτου εναγόμενου και έκτοτε μισθοδοτείται από αυτό. Ότι, κατ'εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4024/2011 τα αρμόδια όργανα του δεύτερου εναγόμενου ΟΤΑ παράνομα και παρά τα τυπικά του προσόντα τον κατέταξαν από 1.11.2011 σε θέση κλάδου ΔΕ μουσικών, ενώ όφειλαν με το νόμο να τον κατατάξουν στη θέση κλάδου ΤΕ μουσικών, εφόσον κατείχε πτυχίο από αναγνωρισμένο από το κράτος Ωδείο της ημεδαπής και αλλοδαπής που είναι ισοδύναμα με τους τίτλους σπουδών ανώτερης (τριτοβάθμιας) εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα οι αποδοχές του κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2011 έως τη μετάταξή του στις 1.8.2023 να υπολείπονται από αυτές που δικαιούταν. Ότι και μετά τη μετάταξή του στις 1.8.2013 στο πρώτο εναγόμενο ΝΠΔΔ, το τελευταίο συνέχισε να του καταβάλει μειωμένες αποδοχές που αντιστοιχούσαν στην κατηγορία ΔΕ Μουσικών, αντί τις αναλογούσες στην κατηγορία ΤΕ Μουσικών. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ζήτησε α) να αναγνωρισθεί ότι το δεύτερο εναγόμενο ΝΠΔΔ (ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ) μη νόμιμα τον κατέταξε ως μισθωτό κατηγορίας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΔΕ Μουσικών), ενώ όφειλε να τον κατατάξει στην ΤΕ κατηγορία (κλάδου ΤΕ Μουσικών), β) να αναγνωρισθεί ότι πρέπει να καταταγεί στην ΤΕ εκπαιδευτική βαθμίδα (κλάδος ΤΕ Μουσικών) από 1.11.2011 έως 31.7.2013 και ακολούθως να καταταγεί από το πρώτο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ΝΠΔΔ από 1.8.2013 και εφεξής στην κατηγορία ΤΕ καταβάλλοντος τις αποδοχές που αντιστοιχούν στην ως άνω κατηγορία και γ) να υποχρεωθεί το δεύτερο εναγόμενο να του καταβάλει για διαφορές αποδοχών για το χρονικό διάστημα από 1.11.2011 έως 31.7.2013 το ποσό των 7.845 ευρώ και το πρώτο εναγόμενο να του καταβάλει για διαφορές αποδοχών για το χρονικό διάστημα από 1.8.2013 έως 31.10.2013 το ποσό των 1.065 ευρώ, με το νόμιμο τόκο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την ... απόφαση του απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή κατά την περί αδικοπρακτικής ευθύνης βάση αυτής και δέχθηκε κατά τα λοιπά την αγωγή ως βάσιμη κατ'ουσία. Μετά την άσκηση εφέσεων από αμφότερα τα εναγόμενα ΝΠΔΔ, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών εξέδωσε την ήδη προσβαλλόμενη ... απόφασή του, με την οποία, αφού δέχθηκε τυπικά και κατ'ουσία τις εφέσεις, απέρριψε την αγωγή ως προς τα υπό στοιχεία (α) και (β) αιτήματα αυτής, ως απαράδεκτη ελλείψει δικαιοδοσίας και δέχθηκε την αγωγή κατ'ουσία ως προς το υπό στοιχείο (γ) αίτημα αυτής, υποχρεώνοντας το πρώτο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ΝΠΔΔ να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.065 ευρώ και το δεύτερο εναγόμενο ΝΠΔΔ να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 7.845 ευρώ, με το νόμιμο τόκο (6% ετησίως) από την επίδοση της αγωγής. Με το αντικείμενο αυτό, η υπό κρίση διαφορά ως προς το υπό στοιχείο (γ) αίτημα της αγωγής, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, είναι διαφορά ιδιωτικού δικαίου απορρέουσα από σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του αναιρεσίβλητου με το δεύτερο εναγόμενο ΝΠΔΔ (ΟΤΑ) από της προσλήψεώς του και μέχρι την 31.7.2013 και από 1.8.2013 και εφεξής με το πρώτο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ΝΠΔΔ και συνεπώς το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, που, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό της έλλειψης δικαιοδοσίας που προβλήθηκε από την πλευρά των εναγομένων-εκκαλούντων ΝΠΔΔ, δίκασε την αγωγή και επιδίκασε στον ενάγοντα-αναιρεσίβλητο διαφορές αποδοχών δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Ειδικότερα η επίκληση από την πλευρά του αναιρεσείοντος ΝΠΔΔ, ότι η επιδίκαση διαφορών αποδοχών στον αναιρεσίβλητο από τη μη κατάταξη του στην κατηγορία ΤΕ Μουσικών, αλλά στη κατηγορία ΔΕ Μουσικών, αφορά την πράξη κατάταξης η οποία υπάγεται στην ακυρωτική διαδικασία των Διοικητικών Δικαστηρίων, είναι αβάσιμος δεδομένου ότι είναι καθόλα επιτρεπτός από τα πολιτικά δικαστήρια ο παρεμπίπτων έλεγχος της πράξης κατάταξης ως προς την τήρηση των διατάξεων του νόμου για την ένταξη του αναιρεσιβλητου σε αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο, στο πλαίσιο της ιδιωτικής διαφοράς που ανοίχθηκε στην αγωγή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμ. 4 ΚΠολΔ, με τον οποίο το αναιρεσείον ΝΠΔΔ υποστηρίζει τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ.α του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2022, 1/2016). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσία (ΟλΑΠ 1/2022, 3/2020). Έτσι με βάση τον εν λόγω αναιρετικό λόγο επιτρέπεται αναίρεση όταν συντρέχει παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή εκείνων οι οποίοι ρυθμίζουν τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωμάτων και την γένεση των υποχρεώσεων, επιβάλλοντας κυρώσεις για την τήρηση αυτών (ΑΠ 22/2020, 1097/2019, 535/2015, 1399/2011). Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 9/2016, 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 9/2016, 15/2006). Τα επιχειρήματα του Δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα, και ως εκ τούτου δεν αποτελούν αιτιολογία, ώστε στο πλαίσιο του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια (ΑΠ 613/2022, 219/2020).Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος, εξ αιτίας του ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικώς τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 219/2020, 1261/2018).
Με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζεται ότι οι'Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Η διάταξη αυτή καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου, έναντι αυτών και, συνεπώς, δεσμεύει και υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μην μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Επομένως, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθμιση αυτή, κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος, που επιβάλλει την αυτή ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή, που εισάγει την αδικαιολόγητη δυσμενή μεταχείριση είναι ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική. Το ίδιο ισχύει και όταν η ειδική νομοθετική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό. Στην περίπτωση αυτή, προς αποκατάσταση της συνταγματικής αρχής της ισότητας εφαρμόζεται από το δικαστήριο η διάταξη που ισχύει για τη κατηγορία, υπέρ της οποίας θεσπίσθηκε ειδικά και για εκείνη την κατηγορία, που αδικαιολόγητα αποκλείσθηκε από την εφαρμογή της, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό αίρεται η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την παραβίαση της ανωτέρω συνταγματικής αρχής και, κατά συνέπεια, το δικαστήριο επιδικάζει τη παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα έχουν εξαιρεθεί, χωρίς η επιδίκαση αυτή να παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, που θεσπίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος (ΟλΑΠ 3/2013, 16/2015). Δεν συντρέχει όμως τοιαύτη περίπτωση επί συγκεκριμένης, βάσει διάταξης νόμου, παροχής προς ορισμένη κατηγορία μισθωτών, που κατά τη σχετική ρύθμιση πρέπει να συγκεντρώνει ορισμένες ιδιότητες, σε σχέση με άλλη κατηγορία μισθωτών, που δεν συγκεντρώνουν τις ιδιότητες αυτές (ΑΠ 102/2023, 1936/2022,357/2016). Περαιτέρω, με το Β.Δ. 16/1966 "Περί ιδρύσεως ιδιωτικών μουσικών ιδρυμάτων", το οποίο με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 299/1976, ισχύει για όλα τα λειτουργούντα στην Ελλάδα μουσικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, πλην του κρατικού ωδείου Θεσσαλονίκης, προβλέπονται, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα: "Άρθρο 1 παρ. 1: Τα μουσικά ιδρύματα ιδιωτικά και μη διακρίνονται εις: α) Ωδεία, β) Μουσικάς σχολάς, γ) Συμφωνικός Ορχήστρας, δ) Συγκροτήματα Μουσικής δωματίου και ε) Χωρωδίας", "Αρθρο 1 παρ. 2: "Τα υπό στοιχεία α και β ιδρύματα αποτελούν μουσικά εκπαιδευτικά ιδρύματα". Τα νομίμως συσταθέντα και αναγνωρισμένα από το Κράτος Δημοτικά Ωδεία είναι μουσικά εκπαιδευτικά ιδρύματα που δεν ανήκουν σε καμία βαθμίδα της εκπαίδευσης Περαιτέρω στη διάταξη του άρθρου 48 παρ. 1 του Ν. 1597/1986 "Προστασία και Ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης, ενίσχυση της ελληνικής κινηματογραφίας και άλλες διατάξεις" ορίζεται ότι: "1. Πτυχία ή διπλώματα μουσικών εκπαιδευτηρίων της ημεδαπής αναγνωρισμένων από το Κράτος ή ανώτερων σχολών της αλλοδαπής που κατέχουν οι μουσικοί της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (Κ.Ο.Α.) και της Κρατικής Ορχήστρας Θεσ/νίκης (Κ.Ο.Θ.), καθώς και το εκπαιδευτικό προσωπικό του Ωδείου Θεσσαλονίκης θεωρούνται ισοδύναμα με τίτλους σπουδών ανώτερης σχολής της ημεδαπής τριετούς φοιτήσεως". Η ως άνω διάταξη του άρθρου 48 παρ. 1 του ν. 1597/1986, ανεξαρτήτως της συνταγματικότητάς της, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί σε κατηγορίες υπαλλήλων άλλες από εκείνες που ρητώς κατονομάζει (ΣτΕ 2630/2014). Και τούτο, διότι, η ανωτέρω διάταξη, υπό την εκδοχή ότι επιτρέπει, μεταξύ άλλων, την μετάταξη σε οργανικές θέσεις Μουσικών Εκπαιδευτικής Βαθμίδας ΤΕ μουσικών που δεν έχουν πτυχίο ιδρύματος ανώτερης εκπαίδευσης, αλλά απολυτήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, είναι εξαιρετική και, ως εκ τούτου, αφενός μεν στενά ερμηνευτέα, αφετέρου δε, δεν δύναται να επεκταθεί, δυνάμει της αρχής της ισότητας,, και σε άλλες κατηγορίες προσώπων, ευρισκόμενες σε θέση ανάλογη με αυτή των αναφερόμενων ρητά σε αυτήν (βλ. ΣτΕ 1926/2017, 1362/2016, 4657/2013, 410/2012 κ.ά.).
Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του και το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα εξής: "Ο ενάγων-εφεσίβλητος [αναιρεσίβλητος] αμφοτέρων των ανωτέρω συνεκδικαζόμενων εφέσεων, ο οποίος απασχολείτο ήδη από 19.7.1982 δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού ορισμένου χρόνου (αρχική απόφαση Δημάρχου Αθηναίων η υπ' αριθμ. ...) ως μουσικός (Άλτι-Κόρνο-...) στη Διεύθυνση Πνευματικού Κέντρου και Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Δήμου Αθηναίων, προσελήφθη ως μουσικός με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για το χρονικό διάστημα από 1.1.1983 έως 13.3.1983. Εν συνεχεία με την υπ' αριθμ. ... απόφασης του Δημάρχου Αθηναίων του δεύτερου εναγομένου- εκκαλούντος της ανωτέρω πρώτης συνεκδικαζόμενης έφεσης, ο ενάγων-εφεσίβλητος αμφοτέρων των ανωτέρω συνεκδικαζόμενων εφέσεων τοποθετήθηκε από τις 14.3.1983 σε οργανική θέση στην αυτήν ως άνω Διεύθυνση (Διεύθυνση Πνευματικού Κέντρου και Πολιτιστικών Υπηρεσιών) του δεύτερου εναγομένου-εκκαλούντος της ανωτέρω πρώτης συνεκδικαζόμενης έφεσης με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ενώ με την υπ' αριθμ. ... απόφαση του Δημάρχου Αθηναίων του δεύτερου εναγομένου-εκκαλούντος της ανωτέρω πρώτης συνεκδικαζόμενης έφεσης, ο ενάγων-εφεσίβλητος αμφοτέρων των ανωτέρω συνεκδικαζόμενων εφέσεων κατετάγη αναδρομικώς από 19.1.1982 σε αντίστοιχη θέση του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του οικείου Δήμου Αθηναίων. Ακολούθως, δυνάμει των διατάξεων του Ν.4024/2011 ο ενάγων-εφεσίβλητος αμφοτέρων των ανωτέρω συνεκδικαζόμενων εφέσεων κατετάγη στην κατηγορία ΔΕ Μουσικών με βαθμό Β' και μισθολογικό κλιμάκιο Β' εισαγωγικό έναντι μηνιαίων αποδοχών ύψους 1.499 ευρώ, ενώ στις 29.11.2012 του χορηγήθηκε το πρώτο μισθολογικό κλιμάκιο του Β' βαθμού (Β1) έναντι μηνιαίων αποδοχών ύψους 1.529 ευρώ. Στη συνέχεια μετετάχθη από 1.8.2013 στο πρώτο εναγόμενο-εκκαλούν της ανωτέρω δεύτερης συνεκδικαζόμενης έφεσης, Δημοτικό Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων", με την υπ' αριθμ. ... απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. του, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Γ' .... Ο ενάγων-εφεσίβλητος αμφοτέρων των ανωτέρω συνεκδικαζόμενων εφέσεων μετετάχθη στο πρώτο εναγόμενο-εκκαλούν της ανωτέρω δεύτερης συνεκδικαζόμενης έφεσης με το αυτό βαθμολογικό και μισθολογικό κλιμάκιο, ήτοι ως ανήκων στην κατηγορία ΔΕ Μουσικών με Β' και στο πρώτο μισθολογικό κλιμάκιο του Β' βαθμού (Β1) έναντι μηνιαίων αποδοχών ύψους 1.529 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων- εφεσίβλητος αμφότερων των ανωτέρω συνεκδικαζόμενων εφέσεων τυγχάνει ήδη από το έτος 1984 κάτοχος πτυχίου τρομπονίου του Ωδείου Αθηνών με βαθμό Άριστα, καθώς επίσης από το έτος 2003 κάτοχος και πτυχίου ενοργάνωσης πνευστών οργάνων του Ωδείου ... ομοίως με το βαθμό Άριστα, πτυχία τα οποία προέρχονται αμφότερα από ωδεία της ημεδαπής, αναγνωρισμένα από το Κράτος, με αποτέλεσμα να τυγχάνουν ισότιμα, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, με πτυχίο ανώτερης επαγγελματικής εκπαίδευσης τριετούς φοίτησης (Τ.Ε.Ι.). Επομένως, ο ενάγων-εφεσίβλητος αμφοτέρων των ανωτέρω συνεκδικαζόμενων εφέσεων, ο οποίος απασχολείτο ως μουσικός (...) στη Φιλαρμονική του Δήμου Αθηναίων, έπρεπε ήδη από το έτος 2011, και δη από την 1.11.2011 και εντεύθεν να έχει καταταγεί στην κατηγορία μουσικών ΤΕ και ουχί ΔΕ, δεδομένου ότι η κατ' άρθρο 48 παρ. 1 του Ν. 1597/1986 ρύθμιση, η οποία αφορά αμιγώς και όλως περιοριστικώς στους μουσικούς της Κρατικής Ορχήστρας των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης, αλλά και στο εκπαιδευτικό προσωπικό του Ωδείου Θεσσαλονίκης, εισάγει ανεπίτρεπτη για την έννομη τάξη και αντισυνταγματική διάκριση, παραβιάζουσα την αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος) υπό την έννοια της αρχής της ίσης μεταχείρισης όμοιων περιπτώσεων, αφού το πτυχίο του ενάγοντος, όστις παρακολούθησε το αυτό πρόγραμμα σπουδών με εκείνο του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, υποβαλλόμενος παράλληλα και στις αντίστοιχες εξετάσεις, εξομοιούται κατά τα προεκτεθέντα με πτυχίο Τ.Ε.Ι., το οποίο συνιστούσε, μεταξύ άλλων, αναγκαίο τυπικό προσόν κατά τους ορισμούς του Π.Δ. 50/2001 για την κατάταξη αυτού στο μισθολογικό κλιμάκιο της κατηγορίας ΤΕ των απασχολούμενων σε ΟΤΑ Α' βαθμού μουσικών δυνάμει συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον δεύτερο λόγο της ανωτέρω πρώτης συνεκδικαζόμενης έφεσης και πρώτο λόγο της ανωτέρω δεύτερης συνεκδικαζόμενης έφεσης. Σημειωτέον, το γεγονός αυτό αναγνώρισε ο νομοθέτης με το άρθρο 26 παρ. 8 του Ν. 4325/2015, με έναρξη ισχύος από 11.5.2015, σε συνδυασμό με την υπ' αριθμ. ... εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, κατατάσσοντας, πλέον, αυτοδικαίως στον κλάδο μουσικών ΤΕ τους μουσικούς των ΟΤΑ Α' βαθμού και των νομικών προσώπων αυτών (δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου) με πράξη του οικείου Δημάρχου, εφόσον είναι κάτοχοι μεταξύ άλλων πτυχίου ή διπλώματος μουσικής ειδίκευσης αναγνωρισμένου μη ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της ημεδαπής, όπως αναφέρει η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς, όμως, να προσδίδει αναδρομική ισχύ σε αυτή και να την εφαρμόζει στην κρινόμενη υπόθεση, όπως αβάσιμα υποστηρίζονται με τον δεύτερο λόγο της ανωτέρω πρώτης συνεκδικαζόμενης έφεσης και πρώτο λόγο της ανωτέρω δεύτερης συνεκδικαζόμενης έφεσης. Βάσει των ανωτέρω ο ενάγων- εφεσίβλητος αμφοτέρων των ανωτέρω συνεκδικαζόμενων εφέσεων έπρεπε καθ' όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από 1.11.2011 έως 31.10.2013, να καταταγεί στη κατηγορία ΤΕ Μουσικών, και δη στο κλιμάκιο 82, και να λαμβάνει από τον δεύτερο εναγόμενο- εκκαλούντα της ανωτέρω πρώτης συνεκδικαζόμενης έφεσης για το χρονικό διάστημα από 1.11.2011 έως 28.11.2012 μηνιαίες αποδοχές ύψους 1.884 ευρώ αντί 1.499 ευρώ, που ελάμβανε, και για το χρονικό διάστημα από 29.11.2012 έως 31.7.2013 μηνιαίες αποδοχές ύψους 1.884 ευρώ αντί 1.529 ευρώ, που ελάμβανε, καθώς και από το πρώτο εναγόμενο-εκκαλούν της ανωτέρω δεύτερης συνεκδικαζόμενης έφεσης για το χρονικό διάστημα από 1.8.2013 έως 31.10.2013 μηνιαίες αποδοχές ύψους 1.884 ευρώ αντί 1.529 ευρώ, που ελάμβανε. Επομένως, το πρώτο εναγόμενο εκκαλούν της ανωτέρω δεύτερης συνεκδικαζόμενης έφεσης [αναιρεσείον] οφείλει στον ενάγοντα-εφεσίβλητο αμφοτέρων των ανωτέρω συνεκδικαζόμενων εφέσεων για το χρονικό διάστημα από 1.8.2013 έως 31.10.2013 το συνολικό ποσό των 1.065 [(1.884 ευρώ - 1.529 ευρώ) χ 3 μήνες] ευρώ, και ο δεύτερος εναγόμενος-εκκαλών της ανωτέρω πρώτης συνεκδικαζόμενης έφεσης [μη διάδικος στην ένδικη υπόθεση] οφείλει στον ενάγοντα-εφεσίβλητο αμφοτέρων των ανωτέρω συνεκδικαζόμενων εφέσεων για το χρονικό διάστημα από 1.11.2011 έως 31.7.2013 το συνολικό ποσό των 7.845 [χρονικό διάστημα από 1.11.2011 έως 28.11.2012 (1.884 ευρώ -1.499 ευρώ) χ 13 μήνες] + [χρονικό διάστημα από 29.11.2012 έως 31.7.2013 (1.884 ευρώ -1.529 ευρώ) χ 8 μήνες] ευρώ. Κατόπιν τούτων πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί το πρώτο εναγόμενο-εκκαλούν της ανωτέρω δεύτερης συνεκδικαζόμενης έφεσης να καταβάλει στον ενάγοντα-εφεσίβλητο της έφεσης αυτής (δεύτερης) το συνολικό ποσό των 1.065 ευρώ, με το νόμιμο τόκο (6% ετησίως) από την επίδοση της αγωγής και ο δεύτερος εναγόμενος-εκκαλών της ανωτέρω πρώτης συνεκδικαζόμενης έφεσης να καταβάλει στον ενάγοντα-εφεσίβλητο της έφεσης αυτής (πρώτης) το συνολικό ποσό των 7.845 ευρώ, με το νόμιμο τόκο (6% ετησίως) από την επίδοση της κρινόμενης από 11.2.2015 αγωγής.". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση του πρώτου εναγομένου - εκκαλούντος [αναιρεσείοντος] - Δημοτικού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και δικάζοντας την υπόθεση κατ' ουσία δέχθηκε την αγωγή, υποχρεώνοντας τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.065 ευρώ, με το νόμιμο τόκο 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής.
Υπό τις ως άνω παραδοχές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 48 παρ. 1 ν. 1597/1986 σε συνδυασμό με τις διατάξει του β.δ. 16/1966, που προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε καθώς και του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, τις οποίες εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε και διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του ανεπαρκή αιτιολογία ως προς την παραδοχή του ότι ο αναιρεσίβλητος, κάτοχος πτυχίου τρομπονίου του Ωδείου Αθηνών και πτυχίου ενοργάνωσης πνευστών οργάνων του Ωδείου ..., μολονότι δεν διέθετε το προβλεπόμενο από το νόμο προσόν διορισμού στον κλάδο Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, μπορούσε να καταταχθεί στην κατηγορία ΤΕ για το επίδικο χρονικό διάστημα και δη από 1.1.2011 και εντεύθεν, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων. Τούτο διότι η εν λόγω παραδοχή έρχεται σε αντίθεση με την απορρέουσα από την πιο πάνω διάταξη, του άρθρου 48 παρ. 1 του Ν. 1597/1986, ρύθμιση, η οποία είναι εξαιρετική και δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας, μη δυνάμενη να τύχει εφαρμογής σε άλλες κατηγορίες υπαλλήλων του κλάδου ή της ειδικότητας Μουσικών. Περαιτέρω το Εφετείο, υπό τις ίδιες ως άνω παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, καθ' όσον διέλαβε σε αυτή, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της κατάταξης του αναιρεσιβλήτου στο μισθολογικό κλιμάκιο της κατηγορίας ΤΕ, ανεπαρκείς αιτιολογίες παρ' ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 48 παρ. 1 του Ν. 1597/1986 εφόσον ο αναιρεσίβλητος δεν ήταν μουσικός της Κ.Ο.Α. ή της Κ.Ο.Θ. ή του Ωδείου Θεσσαλονίκης, στους οποίους και μόνο εφαρμόζεται αυτή, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Επομένως, ο τέταρτος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. Μετά από αυτά και αφού παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης (δεύτερου, τρίτου και πέμπτου) από τους αριθμ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί καταλαμβάνονται από την αναιρετική εμβέλεια του γενομένου δεκτού τετάρτου λόγου αναίρεσης, πρέπει κατά παραδοχή του λόγου αυτού που κρίθηκε βάσιμος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη με αριθμό ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, συγκροτούμενου από άλλο δικαστή εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος που κατέθεσε προτάσεις, κατόπιν σχετικού αιτήματος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσιβλήτου ΝΠΔΔ που ηττήθηκε (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Δεν ορίζεται δε, η δικαστική δαπάνη μειωμένη διότι στην υπόθεση αυτή το αγαιρεσείον εκπροσωπήθηκε από τη δικηγόρο Ευγενία Δημητροπούλου που υπηρετεί στο αναιρεσείον με πάγια αντιμισθία (βλ. το υπ αριθμ. ... πληρεξούσιο της Συμβ/φου Αθηνών Μ. Κ. του Κ.) και όχι από μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ώστε να έχει εφαρμογή το άρθρο 22 παρ. 3 του ν. 3693/1957 περί μειωμένης δικαστικής δαπάνης (ΑΠ 788/2022, 457/2023, 151/2020, 1073/2019), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθμ. ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιο.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος ποσού δύο χιλιάδων τριακοσίων (2300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Δεκεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Ιανουαρίου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ