ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 105/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 105/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 105/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 105 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 105 /2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρουλιώ Δαβίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Πάπαρη, Μαρία Πετσάλη - Εισηγήτρια, Στυλιανή Μπλέτα και Δέσποινα Βασιλοδημητράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Α. του Γ., 2) Γ. Α. του Π., κατοίκων ….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αργύριο Δήμοβιτς και κατέθεσαν προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "…...", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Της Προσθέτως Παρεμβαίνουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "……." και τον διακριτικό τίτλο "….. " (πρώην "…...", με διακριτικό τίτλο "…..), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "…....", ειδικής διαδόχου της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "…...", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Σπηλιόπουλο και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/7/2016 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: …./2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1725/2019 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 13/12/2022 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της Προσθέτως Παρεμβαίνουσας την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
A. Από τη διάταξη του άρθρου 80 KΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναιρέσεως, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ.1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με την κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειες της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 1028/2022, ΑΠ 1329/2017). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78. Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (AΠ 1102/2022, ΑΠ 1028/2022, 368/2019). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ, αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού, κατά το άρθρο 325 παρ.2 ΚΠολΔ - AΠ 985/2023, ΑΠ 1028/2022, ΑΠ 467/2021), καθώς και αυτός που μετά την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης σε δίκη μεταξύ του αληθούς δικαιούχου διαδίκου και τρίτου και ενώ έχει ήδη δημιουργηθεί δεδικασμένο μεταξύ των τελευταίων κατέστη, δυνάμει νόμου, αποκλειστικώς νομιμοποιούμενος μη δικαιούχος διάδικος, διότι όταν η δίκη διεξήχθη νομιμοποιούνταν αποκλειστικώς και είχε εξουσία διάθεσης ο δικαιούχος ή υπόχρεος διάδικος, όμοια όπως ισχύει όταν ο μη δικαιούχος διάδικος έχει αποκλειστική νομιμοποίηση και εξουσία διάθεσης και το δεδικασμένο της απόφασης ισχύει και απέναντι στο δικαιούχο διάδικο (ΑΠ 302/2023). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του Ν 4354/2015 "Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων....", "Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις". Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, "Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014. Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης". Η κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση που παρέχεται με την παραπάνω διάταξη στις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων ισχύει και στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ.14 του Ν. 3156/2003 (Ολ ΑΠ 1/2023, ΑΠ 302/2023). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 576 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί της αίτησης αναίρεσης, αν κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην, όμως, έχει κλητευθεί νομίμως είτε από τον αντίδικό του, είτε από αναγκαίο ομόδικο, τότε η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολειπόμενο αυτόν αναγκαίο ομόδικο, αφού, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον αναγκαίο ομόδικό του (ΑΠ 1343/2022, ΑΠ 1028/2022, ΑΠ 368/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "….." και τον διακριτικό τίτλο "….." με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου και επιδόθηκε εμπροθέσμως, ήτοι εντός της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου αυτού, μετά από σύντμηση, προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών πριν την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, αφενός στους αναιρεσείοντες (βλ. τις υπ' αρ. 8485θ και 8484θ/12-9-2024 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, Α.Κ.), αφετέρου στην αναιρεσίβλητη (βλ. την υπ' αρ. 8513θ/12-9-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, Α. Κ.), άσκησε το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "…..", επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια και πληρεξούσια της επίδικης απαίτησης, της οποίας δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία "…...", ειδική διάδοχος της αναιρεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρo 325 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, δυνάμει της από 12-9-2019 συμφωνίας, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ της αναιρεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία "…..." και έδρα το …..., μεταβιβάστηκε από την πρώτη στη δεύτερη, μέσω τιτλοποίησης απαιτήσεων και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 παρ. 13 του Ν. 3156/2003, χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από χορηγήσεις δανείων ή και πιστώσεων προς οφειλέτες των οποίων οι οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή έχουν καταγγελθεί. Η συμφωνία αυτή καταχωρήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 8 Ν. 3156/2003, στις 16-9-2019 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. 237, στον τόμο 10 και με αριθμό 271. Έτσι, η ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία κατέστη δικαιούχος των ως άνω απαιτήσεων, ως ειδική διάδοχος της αναιρεσίβλητης τράπεζας, μεταξύ δε των μεταβιβασθέντων απαιτήσεων περιλαμβάνεται και αυτή που απορρέει από την υπ' αριθμ. ……/5/10.12.2009 σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό. Στη συνέχεια, με την από 12-9-2019 Σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων και σύμφωνα με τα άρθρα 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003, ανατέθηκε η διαχείριση του ανωτέρω χαρτοφυλακίου στην αναιρεσίβλητη τράπεζα, η σύμβαση δε αυτή καταχωρήθηκε στις 16-9-2019 στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτ. 238, στον τόμο 10 και με αριθμό 272. Στις 16-9-2019, συστήθηκε η εταιρεία με την επωνυμία "…..", με διακριτικό τίτλο "…...", η οποία δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4354/2015 αδειοδοτήθηκε και εποπτεύεται από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ, δυνάμει της 326/2/17-9-2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β' 3533/20-9-2019. Στην εταιρεία αυτή εισφέρθηκε σε είδος από την αναιρεσίβλητη τράπεζα, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 4548/2018, ο κλάδος διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, στον οποίο περιλαμβάνεται και η ανωτέρω από 12-9-2019 συμφωνία διαχείρισης των πιο πάνω τιτλοποιημένων απαιτήσεων. Συνεπεία της ως άνω εισφοράς, τροποποιήθηκε η πιο πάνω από 12-9-2019 συμφωνία διαχείρισης με την από 18-9-2019 συμφωνία μεταβολής του προσώπου του διαχειριστή, η οποία δημοσιεύθηκε με αριθμό πρωτ. 251/23-9-2019 στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στο τόμο 10 με αριθμό 285 και ορίστηκε νέος διαχειριστής-πληρεξούσιος των τιτλοποιημένων απαιτήσεων η ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία "…..". Στη συνέχεια η εταιρεία αυτή μετονομάστηκε σε "….." και το διακριτικό τίτλο "…...", που αποτελεί την προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία. Ακολούθως, η πιο πάνω αναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία "..." προέβη στις 13-7-2020 σε επανεκχώρηση προς την αναιρεσίβλητη τράπεζα μέρους των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν αρχικά σ' αυτήν δυνάμει της από 12-9-2019 σύμβασης πώλησης, η οποία συμφωνία επαναγοράς καταχωρήθηκε στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτ. 269/13-7-2020, στον τόμο 11 με αριθμό 217. Περαιτέρω, δυνάμει της από 21-7-2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων μεταξύ της αναιρεσίβλητης τράπεζας και της εδρεύουσας στο ….. αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "….." και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 του Ν. 3156/2003 και των άρθρων 455 επ. ΑΚ, η αναιρεσίβλητη μεταβίβασε στην εν λόγω αλλοδαπή εταιρεία χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων, στις οποίες περιλαμβανόταν και η απαίτηση από την υπ' αριθμ. ……/5/10.12.2009 σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης δημοσιεύθηκε σε περίληψη στο ειδικό βιβλία του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, που τηρείται στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμό πρωτ. 299/22-7-2020, στον τόμο 11 με αριθμό 247. Επίσης, δυνάμει της από 21-7-2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "….." και της προσθέτως παρεμβαίνουσας εταιρείας, η οποία καταχωρήθηκε στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτ. 300/22-7-2020, στον τόμο 11 με αριθμό 248, διορίστηκε ως διαχειρίστρια των τιτλοποιημένων απαιτήσεων η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία, ενώ παράλληλα χορηγήθηκε σ' αυτήν (παρεμβαίνουσα) από την ως άνω αλλοδαπή εταιρεία σχετικό πληρεξούσιο σύμφωνα με το Ν. 3156/2003. Στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η απαίτηση της αναιρεσίβλητης - υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση Τράπεζας, που απορρέει από την, καταρτισθείσα μεταξύ της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "….." (όπως μετονομάστηκε η "….."), ειδική διάδοχος της οποίας αποτελεί η αναιρεσίβλητη τράπεζα και της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "…..", υπ' αρ. …./5/10.12.2009 σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, την οποία συνυπέγραψε ο πρώτος αναιρεσείων ως εγγυητής.
Από τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ.1, 568 παρ.1, 2, 4 και 576 παρ.1 έως 3ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί και δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ` αυτήν κάποιος διάδικος, το Δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και, αν μεν τη συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προκύπτει έγκυρη επίσπευση της συζήτησής της ή δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποιος διάδικος επέσπευσε τη συζήτησή της, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση.
Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσκομιζόμενη από τους αναιρεσείοντες υπ` αριθμ. 9465Δ'/20-4-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, Ν.Μ. προκύπτει, ότι η αναιρεσίβλητη κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα για να παραστεί στην παρούσα συζήτηση, από τους επισπεύδοντες αυτήν αναιρεσείοντες. Όμως η αναιρεσίβλητη δεν παρέστη κατά την παραπάνω δικάσιμο στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά τη νόμιμη εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το πινάκιο, όπως αυτό προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου. Επομένως, κατ' εφαρμογή των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, εφόσον η αναιρεσίβλητη - υπερ' ής η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, δεν εμφανίσθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της, αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα και η συζήτηση θα χωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα.
B. Κατά τη διάταξη του άρθρου 553 παρ.1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνον κατά των οριστικών αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση και περατώνουν την όλη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 524 παρ.3 ΚΠολΔ σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι η απόρριψη της έφεσης λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ` ουσίαν και όχι κατά τύπους. Γιατί, παρόλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους. Επομένως, εάν η ασκηθείσα έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης απορριφθεί, λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος, προσβλητή με το ένδικο μέσο της αναίρεσης είναι μόνον η (μη υποκείμενη πλέον σε ανακοπή ερημοδικίας) απόφαση του Εφετείου, στην οποία ενσωματώνεται η πρωτόδικη. Έτσι τα τυχόν σφάλματα της απόφασης του πρώτου βαθμού, αφού επικυρώνονται από το Εφετείο, μπορούν να προταθούν με την άσκηση αναίρεσης, ως σφάλματα της δευτεροβάθμιας απόφασης, εφόσον συνιστούν και αναιρετικούς λόγους που προβάλλονται παραδεκτά (Ολ.ΑΠ 16/1990, ΑΠ 958/2022, ΑΠ 641/2017). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 553 παρ. 1 και 554 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι η ερήμην οριστική απόφαση του Εφετείου καθίσταται τελεσίδικη και υπόκειται πλέον σε αναίρεση, μόνο αφότου έπαυσε να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, είτε διότι παρήλθε άπρακτη η προθεσμία της ανακοπής, είτε διότι ο διάδικος παραιτήθηκε του δικαιώματος άσκησής της (ΑΠ 958/2022, ΑΠ 765/2021, ΑΠ 1382/2019, ΑΠ 819/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στρέφεται κατά της υπ` αριθ. 1725/2019 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε κατ` ουσίαν, λόγω της ερημοδικίας τους, την έφεση των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων Π. Α. και Γ. Α. κατά της υπ` αριθ. …./2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Από τις προσκομιζόμενες από 31-10-2022 βεβαιώσεις του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, Α. Κ. επί των προσκομιζομένων δύο αντιγράφων της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι ακριβή αντίγραφα της απόφασης αυτής, δημοσιευθείσας στις 28-3-2019, επιδόθηκαν στους αναιρεσείοντες στις 31-10-2022, ενώ η αναίρεση ασκήθηκε στις 13-12-2022, ήτοι μετά την πάροδο της προθεσμίας προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, και συνεπώς, η απόφαση αυτή είχε τελεσιδικήσει κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης αίτησης αναίρεσης, εφόσον είχε παρέλθει άπρακτη (βλ. το υπ' αρ. 141/24-2-2023 πιστοποιητικό του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών) η οριζόμενη στο άρθρο 503 παρ. 1 ΚΠολΔ δεκαπενθήμερη προθεσμία από της επίδοσης της προσβαλλομένης αποφάσεως προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας. Επομένως, υπό τα ως άνω εκτιθέμενα, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, εφόσον και κατά τα λοιπά ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι παραδεκτή και πρέπει, αφού συνεκδικαστεί με την παραπάνω πρόσθετη παρέμβαση (άρθρα 246 και 573 ΚΠολΔ), να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 αρ. 3 ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939, 941, 942 και 943 ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι οι δανειστές δικαιούνται να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης, που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν επαρκεί για την ικανοποίησή τους. Οι προϋποθέσεις προστασίας των δανειστών είναι: 1) Η ύπαρξη απαίτησης κατά του οφειλέτη γεννημένη κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, η οποία να έχει γίνει ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη στο ακροατήριο συζήτηση της αγωγής για διάρρηξη, χωρίς να απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά ούτε να είναι εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο (ΑΠ 158/2023, ΑΠ 88/2023, ΑΠ 668/2021).Την ιδιότητα του δανειστή λογίζεται ότι έχει και ο φορέας ενοχικής απαίτησης, που τελεί υπό αναβλητική προθεσμία, διότι η προθεσμία δεν εξαρτά τη γένεση του ενοχικού δικαιώματος από την πάροδο του χρόνου, που έχει ταχθεί, αλλά αναστέλλει μόνο την ενάσκησή του, την οποία μεταθέτει στο μέλλον, ήτοι αρκεί να έχουν συντελεστεί μέχρι και το χρόνο της απαλλοτρίωσης, τα παραγωγικά γεγονότα της απαίτησής του και να έχει γίνει αυτή ληξιπρόθεσμη, κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο της αγωγής διάρρηξης (ΑΠ 88/2023, ΑΠ 928/2014, ΑΠ 708/2017). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕμπΝ, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 64-67 ν.δ. της 17.07/13.08.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών" συνάγεται ότι κατά τη σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, καθένας από τους συμβαλλομένους, θεωρείται δανειστής του άλλου, ως προς το τυχόν κατάλοιπο του λογαριασμού, από τη σύναψη της σύμβασης, το οποίο είναι απαιτητό μόνο κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, όπως προκύπτει από το άρθρο 112 παρ.2 ΕισΝΑΚ, ήτοι το κλείσιμο του λογαριασμού δεν συνιστά γενεσιουργό όρο της απαίτησης για το κατάλοιπο, αλλά αποτελεί προϋπόθεση για το απαιτητό (ληξιπρόθεσμο) του καταλοίπου. Με τη σύμβαση δε του ανοικτού λογαριασμού, η οποία αποτελεί ειδικότερη μορφή του αλληλόχρεου λογαριασμού, η τράπεζα ανοίγει πίστωση υπέρ πελάτη της, την οποία αυτός αναλαμβάνει σταδιακά και ακολούθως καταβάλλει τμηματικά, ανάλογα με τους ειδικότερους όρους της σύμβασης, ορισμένες δόσεις έναντι κεφαλαίου και τόκων. Στην έννομη αυτή σχέση οι αμοιβαίες αποστολές (πιστοδοτικές και εξοφλητικές) αποβάλλουν την αυτοτέλειά τους και καθίστανται κονδύλια του λογαριασμού, ώστε απαιτητό είναι μόνο το μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο. Και πριν όμως από το κλείσιμο αυτό, από την αντιπαραβολή των πιστοχρεώσεων, προκύπτει η ενεργητική ή παθητική θέση εκατέρου, η οποία συνιστά ενεργητικό ή παθητικό της περιουσίας του. Επομένως, τα παραγωγικά της απαίτησης περιστατικά, ιδίως η σύμβαση και η χορήγηση των πιστώσεων, έχουν ήδη συντελεστεί, ώστε η απαίτηση είναι γεγενημένη, έστω και αν δεν είναι, πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, βέβαιη και κατά ποσόν εκκαθαρισμένη. Επομένως, η τράπεζα είναι και πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, δανείστρια ώστε έχει το δικαίωμα να προσβάλει ως καταδολιευτική, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι του νόμου, κάθε απαλλοτρίωση του πελάτη της, έστω και αν έλαβε χώρα πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, αρκεί αυτό να γίνει έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής (ΑΠ 529/2022, ΑΠ 914/2020, 1320/2019). 2) Απαλλοτρίωση εκ μέρους του οφειλέτη προς τρίτον, η οποία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων κάθε σοβαρή και ηθελημένη (μη εικονική) διάθεση ή εκποίηση με δικαιοπραξία ή άλλη ενέργεια, που επάγεται μείωση της υπέγγυας περιουσίας, ανεξάρτητα αν είναι επαχθής ή χαριστική, καθώς και κάθε παροχή γενόμενη από ηθικό καθήκον ή από λόγους κοινωνικής ευπρέπειας, διότι το γεγονός ότι η διάθεση αυτή γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης, δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπλήρωσης από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νομικών. Η γονική παροχή που θεσμοθετείται με το άρθρο 1509 του ίδιου Κώδικα συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα και συνεπώς, η περί αυτής δικαιοπραξία είναι χαριστική, μη συναγομένου άλλως από το χαρακτηρισμό της, στο α` εδάφιο της τελευταίας διάταξης, ως δωρεάς, ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, αφού αυτό αποσκοπεί στο να αποκλείσει τη δυνατότητα ανάκλησης αυτής, ως προς το μέρος που αυτή δεν αποτελεί δωρεά, και όχι να τη χαρακτηρίσει, εξ αντιδιαστολής, ως επαχθή δικαιοπραξία (ΑΠ 227/2024, ΑΠ 88/2023, ΑΠ 529/2022, ΑΠ 1523/2021 914/2020). 3) Ανεπάρκεια της υπόλοιπης εμφανούς περιουσίας του οφειλέτη για την ικανοποίηση του δανειστή, η οποία οφείλεται αιτιωδώς στην απαλλοτρίωση. Η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη πρέπει να συντρέχει όχι μόνο κατά την απαλλοτρίωση αλλά και κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής διάρρηξης, που είναι και ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης του δανειστή (ΑΠ 88/2023). Κρίνεται δε, με βάση τα εμφανή περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και τέτοια είναι κατ' αρχήν όσα είναι γενικώς γνωστά και μπορούν να επιχειρήσουν σ' αυτά οι δανειστές εκτέλεση για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους (ΑΠ 1268/2023). Η αφερεγγυότητα του οφειλέτη μετά τις καταδολιευτικές μεταβιβάσεις είναι στοιχείο της αγωγής (ΑΠ 158/2023, ΑΠ 302/2023), αρκεί όμως η επίκληση αυτής (ΑΠ 824/2021), ενώ η ύπαρξη επαρκούς περιουσίας και μετά τις μεταβιβάσεις αποτελεί άρνηση της αγωγής (ΑΠ 227/2024, ΑΠ 1437/2019, ΑΠ 1778/2006). 4) Δόλος του οφειλέτη, ήτοι πρόθεση βλάβης των δανειστών. Η πρόθεση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει όταν αυτός (οφειλέτης) γνωρίζει, κατά τον κρίσιμο χρόνο της απαλλοτρίωσης, ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία, που του απομένει, να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού, στην περίπτωση αυτή, είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της πράξης του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται, μη αναιρουμένου του καταδολιευτικού χαρακτήρα της απαλλοτρίωσης αν, εκτός από την πρόθεση βλάβης των δανειστών, επιδιώκει παράλληλα και άλλους σκοπούς (ΑΠ 302/2023). 5) Γνώση του τρίτου. Ο τρίτος πρέπει να γνωρίζει το δόλο του οφειλέτη, ήτοι την πρόθεσή του να βλάψει τους δανειστές του, μη απαιτούμενης αυτοτελούς πρόθεσης του τρίτου να βλάψει τους δανειστές του οφειλέτη, ούτε συμπαιγνία ανάμεσα στον οφειλέτη και τρίτο προς βλάβη των δανειστών του οφειλέτη (ΑΠ 88/2023). Η γνώση του τρίτου δεν απαιτείται κατά το άρθρο 942 ΑΚ, αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία (ΑΠ 1320/2019).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νόμιμης βάσης της απόφασης συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (Ολ. ΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 357/2023, ΑΠ 150/2023).
Με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην, ενσωματωμένη στην προσβαλλόμενη, πρωτόδικη απόφαση, την πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το δικαστήριο παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 939, 941, 942, 943 ΑΚ, δεχόμενο την αφερεγγυότητα του πρώτου από αυτούς κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, καθώς και την ύπαρξη στο χρόνο της απαλλοτρίωσης πρόθεσης αυτού να βλάψει την εναγομένη τράπεζα, με ανεπαρκείς αιτιολογίες, ως προς την εμπορική αξία της, εναπομείνασας μετά την απαλλοτρίωση, περιουσίας του, τόσο κατά το χρόνο της άσκησης της αγωγής (16-7-2016), όσο και κατά το χρόνο της επίδικης απαλλοτρίωσης (16-9-2011). Από την παραδεκτή, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της, ενσωματωμένης στην προσβαλλόμενη, πρωτόδικης απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο δέχθηκε τα ακόλουθα : "Δυνάμει της υπ' αριθμ. …../5/10.12.2009 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η οποία συνήφθη μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "…...", στη θέση της οποίας υπεισήλθε, αναφορικά με την επίδικη σύμβαση η ενάγουσα, και της εταιρείας με την επωνυμία "…..", ως οφειλέτριας - πιστούχου και στην οποία, συμβλήθηκε, εγγράφως, ως εγγυητής, ο πρώτος των εναγομένων, χορηγήθηκε στην ανωτέρω οφειλέτρια εταιρεία πίστωση, μέχρι του ποσού των 300.000 ευρώ, με τους ειδικότερους αναφερόμενους στη σύμβαση όρους.......Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι ο πρώτος των εναγομένων εγγυητής εγγυάται την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου της πίστωσης, πλέον τόκων και εξόδων και ευθύνεται, ως αυτοφειλέτης και παραιτείται, μεταξύ άλλων, του δικαιώματος διζήσεως, καθώς και ότι κάθε αναγνώριση χρέους από τον πιστούχο προς την τράπεζα θα δεσμεύει και αυτόν. Προς εξυπηρέτηση της ανωτέρω πίστωσης, ανοίχθηκε ο υπ' αριθμ. 0330254424 λογαριασμός, ο οποίος λειτούργησε μέχρι τις 06.03.2012, οπότε έκλεισε, λόγω μη τήρησης των συμφωνηθέντων εκ μέρους της πιστούχου εταιρείας προς εμπρόθεσμη καταβολή των οφειλομένων, με χρεωστικό υπόλοιπο, ύψους 102.804,10 ευρώ, το οποίο μεταφέρθηκε στον υπ' αριθμ. PDPD1206700002 λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης και στις, 18.11.2013, στον υπ' αριθμ. 6759120955100 λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, ο οποίος, στις 31.12.2015 εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο, ύψους 163.781,62 ευρώ, όπως τα ανωτέρω αποδεικνύονται από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την ενάγουσα αντίγραφα των αποσπασμάτων των ανωτέρω λογαριασμών, από τα τηρούμενα ηλεκτρονικά εμπορικά της βιβλία και εξήχθησαν σε γνήσια εκτύπωση, όπως βεβαιώνεται από τους αρμόδιους προς τούτο υπαλλήλους της ενάγουσας και τα οποία, αποτελούν, κατά τα ανωτέρω συμφωνηθέντα, μεταξύ των διαδίκων, πλήρη απόδειξη της οφειλής της ενάγουσας, χωρίς δε, εν προκειμένω, οι εναγόμενοι να ανταποδεικνύουν τη μη ύπαρξη ή την ύπαρξη μικρότερης της ανωτέρω οφειλής. Εξάλλου, η ανωτέρω πιστούχος εταιρεία, με το από 01.07.2011 έγγραφο αναγνώρισε το ανερχόμενο στις 30.06.2011 χρεωστικό σε βάρος της υπόλοιπο, ύψους 100.546,18 ευρώ. Περαιτέρω, η ενάγουσα, με την από 26.05.2016 εξώδικη καταγγελία της, η οποία επιδόθηκε νόμιμα στον πρώτο των εναγομένων, στις 11.07.2016, κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση πίστωσης και τον κάλεσε να της καταβάλει, εις ολόκληρον με την ανωτέρω πιστούχο εταιρεία, την συνολική οφειλή τους, ύψους 163.781,62 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος, στις 16.09.2011, κι ενώ είχαν συντελεστεί τα παραγωγικά της απαίτησης της ενάγουσας γεγονότα, ήτοι είχε καταρτισθεί η ανωτέρω σύμβαση χορήγησης πίστωσης και ο ανωτέρω λογαριασμός που ανοίχθηκε προς εξυπηρέτησή της εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο, με το υπ' αριθμ. …./16.09.2011 συμβόλαιο γονικής παροχής του Συμβολαιογράφου …… Γ.Β. που μεταγράφηκε νόμιμα στα κτηματολογικά φύλλα του κτηματολογικού γραφείου ….., με αριθμό καταχώρισης …./23.09.2011, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής στον υιό του, δεύτερο των εναγομένων, την ψιλή κυριότητα ενός ακινήτου - αγροτεμαχίου, με ΚΑΕΚ ….. 010/0/0 που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου ……, στη θέση "…… ή ……" και ήδη στη δημοτική ενότητα …… του Δήμου Ανατολικής Μάνης της Περιφερειακής Ενότητας Λακωνίας της Περιφέρειας Πελοποννήσου και έχει έκταση, κατά μεν τον τίτλο κτήσης οκτώ (8) στρέμματα περίπου, κατά δε το προσαρτώμενο στο ως άνω συμβόλαιο απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος 6.244 τ.μ.......... Πέραν του ανωτέρω μεταβιβασθέντος ακινήτου, ο πρώτος εναγόμενος είχε, κατά τον χρόνο της ως άνω μεταβίβασης, στην κυριότητά του, οικοδομή, αποτελούμενη από ισόγειο, πρώτο (Α), δεύτερο (Β), τρίτο (Γ), τέταρτο (Δ) πάνω από το ισόγειο ορόφους και δώμα, ευρισκόμενη στο Δήμο ……, επί της οδού ……, αρ. 34 (πρώην 24) και συγκεκριμένα: α) ισόγειο χώρο - αποθήκη, επιφανείας 29 τ.μ, β) χώρο πρώτου ορόφου - αποθήκη, επιφανείας 59,20 τ.μ., γ) χώρο δευτέρου ορόφου - αποθήκη, επιφανείας 39,75 τ.μ., δ) χώρο τρίτου ορόφου - αποθήκη, επιφανείας 39,75 τ.μ., ε) χώρο τετάρτου ορόφου - αποθήκη επιφανείας 39,75 τ.μ. και στ) δώμα, η ανωτέρω δε οικοδομή βρίσκεται επί οικοπέδου, εκτάσεως 85,50 τ.μ. Επί του ακινήτου αυτού, το οποίο εξακολουθούσε να είναι στην κυριότητα του πρώτου εναγομένου τουλάχιστον μέχρι τις 11.11.2016 (βλ. υπ' αριθμ. …../17.11.2016 πιστοποιητικό μεταγραφοφύλακα …..), είχε ήδη, κατά το χρόνο της επίδικης μεταβίβασης του ως άνω ακινήτου, εγγραφεί, υπέρ της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., προσημείωση υποθήκης μέχρι του ποσού των 1.100.000 ευρώ, η οποία, ειδικότερα, εγγράφηκε στις 07.02.2008, για απαίτησή της από τοκοχρεωλυτικό δάνειο ποσού 855.000 ευρώ που χορηγήθηκε στην εταιρεία με την επωνυμία "…...". Ήτοι, κατά τον χρόνο της επίδικης μεταβίβασης, το ανωτέρω εναπομείναν περιουσιακό στοιχείο του πρώτου εναγομένου ήταν ήδη βεβαρυμμένο, μέχρι του ως άνω ποσού των 1.100.000 ευρώ, ενώ, ουδόλως αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η αξία του ως άνω ακινήτου ανήρχετο, κατά το έτος 2008, στο ποσό των 1.300.000 ευρώ.
Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη και της κατακόρυφης πτώσης της αξίας των ακινήτων από το έτος 2008 έως τον κρίσιμο χρόνο της κατάθεσης της αγωγής, η διασφαλιστική αξία του ως άνω εναπομείναντος ακινήτου του πρώτου εναγόμενου ήταν, κατά τον τελευταίο χρόνο, μηδενική και, επομένως, η απομείνασα περιουσία του πρώτου εναγόμενου δεν επαρκούσε για να καλύψει την απαίτηση της ενάγουσας, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού των εναγομένων, ως αβάσιμου κατ' ουσία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η αξία της ανωτέρω μεταβιβασθείσας ψιλής κυριότητας του ως άνω αγροτεμαχίου, ανήρχετο, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, στο ποσό των 59.373,58 ευρώ, η δε εμπορική του αξία ανέρχεται στο ποσό των 40.000 ευρώ, ως τούτο δεν αμφισβητείται ειδικά από τους εναγόμενους, συναγόμενης ομολογίας τους (261 ΚΠολΔ). Εξάλλου, λόγω της χαριστικής αιτίας της ως άνω απαλλοτρίωσης, κατά τα αναφερόμενα στη σχετική νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας, δεν απαιτείται ο δεύτερος εναγόμενος να γνώριζε ότι ο πρώτος εναγόμενος προέβη στην προς αυτόν γονική παροχή, προς βλάβη της ενάγουσας. Η απαλλοτρίωση δε του ακινήτου έγινε με πρόθεση βλάβης της ενάγουσας εκ μέρους του πρώτου εναγομένου και οφειλέτη της αξίωσης, εφόσον γνώριζε ότι κατ' αυτόν τον τρόπο ματαίωνε την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας εναντίον του, καθώς η τελευταία, μετά την εν λόγω απαλλοτρίωση, δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει αναγκαστικά την απαίτησή της, ενόψει του ότι, κατά τα ανωτέρω, ο πρώτος εναγόμενος εστερείτο άλλης επαρκούς αξιόχρεης εμφανούς περιουσίας πλην του απαλλοτριωθέντος ακίνητου. Δεν ασκεί δε έννομη επιρροή ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η επίμαχη μεταβίβαση έγινε για την αποκατάσταση του δευτέρου των εναγομένων, τέκνου του πρώτου εξ' αυτών, δεδομένου ότι όταν μια διάθεση γίνεται για την εκπλήρωση ηθικών υποχρεώσεων ή της κοινωνικής ευπρέπειας του οφειλέτη, δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση από τον οφειλέτη των ηθικών του υποχρεώσεων έναντι των νομικών (.......). Με βάση τα ανωτέρω και ενόψει του ότι η συνολική απαίτηση της ενάγουσας κατά του πρώτου εναγομένου των ένδικων αγωγών ανέρχεται στο ποσό των 163.781,62 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, η δε αξία της μεταβιβασθείσας ψιλής κυριότητας των επίδικων ακινήτων υπολείπεται, κατά τα ανωτέρω, της ως άνω απαίτησης, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν όλω δεκτή και ως κατ' ουσία βάσιμη και να απαγγελθεί υπέρ της ενάγουσας η διάρρηξη της απαλλοτρίωσης που έλαβε χώρα δυνάμει του υπ' αριθμ. …./16.09.2011 συμβολαίου γονικής παροχής του Συμβολαιογράφου ….. Γ.Β....". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το δικαστήριο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, καθόσον διέλαβε σ' αυτήν επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της αφερεγγυότητας του πρώτου εναγομένου - αναιρεσείοντος και την πρόθεσή του να βλάψει την ενάγουσα τράπεζα με την ως άνω απαλλοτριωτική δικαιοπραξία. Τούτο ειδικότερα, διότι κατά τα ανωτέρω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα με την προσβαλλόμενη απόφαση, η απαλλοτρίωση του επίδικου ακινήτου έγινε με πρόθεση βλάβης της ενάγουσας εκ μέρους του πρώτου εναγομένου και οφειλέτη της αξίωσης, διότι αυτός, κατά τον παραπάνω χρόνο γνώριζε ότι κατ' αυτόν τον τρόπο ματαίωνε την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας εναντίον του, καθώς η τελευταία, μετά την εν λόγω απαλλοτρίωση, δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει αναγκαστικά την απαίτησή της, λόγω του ότι ο ίδιος στερείτο άλλης επαρκούς αξιόχρεης εμφανούς περιουσίας πλην του απαλλοτριωθέντος ακίνητου. Πλέον ειδικότερα, κατά τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα με την προσβαλλόμενη απόφαση, το μοναδικό εναπομείναν μετά την απαλλοτρίωση περιουσιακό στοιχείο του πρώτου εναγομένου - αναιρεσείοντος ήταν μια οικοδομή, αποτελούμενη από ισόγειο 29τμ, πρώτο (59,20τμ), δεύτερο (39,75τμ), τρίτο (39,75τμ), τέταρτο (39,75τμ) πάνω από το ισόγειο ορόφους και δώμα, ευρισκόμενη επί οικοπέδου, εκτάσεως 85,50 τ.μ., στο Δήμο ….., επί της οδού ……. αρ. 34 (πρώην 24), η οποία ωστόσο, κατά τον παραπάνω χρόνο, ήταν βεβαρυμένη με προσημείωση υποθήκης, που είχε εγγραφεί στις 7-2-2008 μέχρι του ποσού των 1.100.000 ευρώ, υπέρ της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., για απαίτησή της από τοκοχρεωλυτικό δάνειο ποσού 855.000 ευρώ και συνεπώς, λαμβανομένων περαιτέρω υπόψη : α) ότι η αξία του εν λόγω ακινήτου δεν ανερχόταν σε 1.300.000 ευρώ το έτος 2008 και β) ότι έκτοτε έως και την άσκηση της κρινόμενης αγωγής (16-7-2016) έλαβε χώρα κατακόρυφη πτώση της αξίας των ακινήτων, η εμπορική αξία του ως άνω εναπομείναντος ακινήτου, πέραν της εξασφάλισης της απαίτησης της Εθνικής Τράπεζας, για την οποία είχε προσημειωθεί, ουδόλως κάλυπτε, τόσο στο χρόνο της ένδικης απαλλοτρίωσης όσο και στο χρόνο άσκησης της αγωγής, την απαίτηση της ενάγουσας, που ανέρχεται σε 163.781,62 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για την οποία είχε μηδενική διασφαλιστική αξία. Επομένως, ο πρώτος αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 559 αρ. 13 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Αυτός ο λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου αναφορικά με το ρυθμιζόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, βάρος της απόδειξης, σύμφωνα με την οποία (διάταξη) κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Το βάρος της απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα απόφαση θα επιβάλει την ευθύνη προσκομιδής των αποδεικτικών μέσων, προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το αντικειμενικό βάρος προσδιορίζει τον διάδικο που φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων επέλευσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού, του, φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας, διαδίκου, στοιχειοθετεί τον παρόντα λόγο αναίρεσης. Ειδικότερα, εσφαλμένη επιβολή του αντικειμενικού βάρους υπάρχει όταν το δικαστήριο από τις προσαχθείσες αποδείξεις δεν σχηματίζει την δικανική πεποίθηση, που απαιτεί ο νόμος για την παραδοχή ορισμένου αιτήματος, δηλαδή αμφιβάλλει για την ουσιαστική βασιμότητα κάποιου ισχυρισμού, που κατά νόμο θεμελιώνει το αίτημα της αγωγής, ένστασης κλπ και που οφείλει να αποδείξει ο υποβαλών το αίτημα διάδικος, οπότε το δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει το σχετικό αίτημα. Εάν δεν το απορρίψει υποπίπτει στη νομική πλημμέλεια της ανωτέρω διάταξης (ΑΠ 193/2017, ΑΠ 946/2015). Ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται μόνον όταν το βάρος απόδειξης επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα, ενώ κατά νόμο ο τελευταίος δεν έφερε αυτό και έτσι ο σχετικός ισχυρισμός έγινε δεκτός ή απορρίφθηκε για έλλειψη αποδείξεων ή ανεπάρκεια αυτών κατ` εφαρμογή του κανόνα ότι εάν δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός απ` αυτόν που φέρει το βάρος απόδειξης, ο αντίδικος απαλλάσσεται. Δεν ιδρύεται, όμως, ο λόγος αυτός, στην περίπτωση που οι προσαχθείσες αποδείξεις (ανεξάρτητα από ποιος διάδικος τις προσκόμισε, ενόψει του ότι αυτές, κατ` επιταγήν του άρθρου 346 ΚΠολΔ, καθίστανται κοινό αποδεικτικό μέσο), μετά την εκτίμησή τους από το δικαστήριο, θεωρήθηκαν επαρκείς προς απόδειξη του προβληθέντος ισχυρισμού ή περί του αντιθέτου. Τούτο δε, διότι στην περίπτωση αυτή, η τυχόν εσφαλμένη κατανομή του βάρους της απόδειξης στερείται σημασίας, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος για την προβολή της αιτίασης αυτής (ΑΠ 1437/2019, ΑΠ 1842/2014, ΑΠ 1803/2014, ΑΠ 1085/2013). Με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην, ενσωματωμένη στην προσβαλλόμενη, πρωτόδικη απόφαση, την από τον αριθμό 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ισχυριζόμενοι ότι το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το βάρος απόδειξης αναφορικά με τους αγωγικούς ισχυρισμούς : α) της αφερεγγυότητας του οφειλέτη, πρώτου εναγομένου - αναιρεσείοντος και β) της πρόθεσης αυτού να βλάψει με την απαλλοτρίωση τη δανείστρια τράπεζα, καθώς έκρινε ως ένσταση τον ισχυρισμό αυτού ότι, η αξία της εναπομείνασας, μετά την απαλλοτρίωση, περιουσίας του, τόσο κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης όσο και κατά την άσκηση της αγωγής, επαρκούσε για την ικανοποίηση της επίδικης απαίτησης. Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτει ότι το δικαστήριο έκρινε ως ένσταση, εσφαλμένα, σύμφωνα και με τα ανωτέρω λεχθέντα, τον παραπάνω αρνητικό ισχυρισμό του πρώτου εναγομένου, πλην όμως, στη συνέχεια, συνεκτιμώντας όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν αμφότεροι οι διάδικοι, που κατέστησαν κοινά μέσα απόδειξης και θεωρώντας αυτά επαρκή προς απόδειξη, κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι η υπολειπόμενη, μετά την μεταβίβαση του προπεριγραφέντος ακινήτου, περιουσία του πρώτου εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, οφειλέτη δεν επαρκούσε, τόσο κατά το χρόνο της ένδικης απαλλοτρίωσης όσο και κατά την άσκηση της αγωγής, για την ικανοποίηση της επίδικης απαίτησης, χωρίς να διατυπώσει κάποια αμφιβολία για την ουσιαστική βασιμότητα των παραπάνω αγωγικών ισχυρισμών. Τούτο, άλλωστε, προκύπτει και από την εκτενή παράθεση των στοιχείων της απαίτησης, της αξίας του απαλλοτριωθέντος με την επίδικη σύμβαση ακινήτου και της μηδενικής διασφαλιστικής για την ένδικη απαίτηση αξίας της εναπομείνασας περιουσίας του πρώτου αναιρεσείοντος - οφειλέτη. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης είναι, σύμφωνα και με τα ανωτέρω λεχθέντα, αβάσιμος.
Kατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από το διάδικο. Δεν θεμελιώνεται ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί δε γι' αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Πάντως η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων, που με επίκληση προσκομίστηκαν, δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνον η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου (ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 1027/2022, ΑΠ 252/2021).
Με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην, ενσωματωμένη στην προσβαλλόμενη, πρωτόδικη απόφαση, την πλημμέλεια από τον αριθ. 11 περ.γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, συνισταμένη στο ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα κάτωθι έγγραφα, τα οποία, με νόμιμη επίκληση στις προτάσεις τους προσκόμισαν, προκειμένου ν' ανταποδείξουν την επάρκεια της εναπομείνασας, μετά την απαλλοτρίωση, περιουσίας του πρώτου αυτών και την μη ύπαρξη στο πρόσωπό του πρόθεσης βλάβης της αναιρεσίβλητης τράπεζας και ειδικότερα : α) το από 15-11-2012 ενημερωτικό σημείωμα, το οποίο απέστειλε στον δεύτερο αναιρεσείοντα η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος για την πορεία του δανείου στο οποίο είχε συμβληθεί ως εγγυητής ο πρώτος αναιρεσείων και για την εξασφάλιση του οποίου είχε εγγραφεί προσημείωση υποθήκης στον εναπομείναν ακίνητό του και β) το αντίγραφο της κίνησης του ανωτέρω λογαριασμού δανείου της Εθνικής Τράπεζας, που εστάλη στον δεύτερο αναιρεσείοντα, καθώς επίσης και την υπ' αρ. 1192/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων), την οποία προσκόμισε ο πρώτος αναιρεσείων.
Από τη βεβαίωση, όμως, που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι λήφθησαν υπόψη ".....όλα τα νόμιμα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα...." σε συνδυασμό με το πλήρες και χωρίς αντιφάσεις και κενά περιεχόμενο της απόφασης, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, αλλά καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα. Επομένως, ο παραπάνω λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β' του ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι γενικές και αφηρημένες αρχές που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις που έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο είτε για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει αόριστες νομικές έννοιες, ήτοι για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών, είτε για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν κατά το άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ. Όμως η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του εδ. β' του αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ιδρύει τον προβλεπόμενο απ' αυτήν αναιρετικό λόγο, μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την ερμηνεία κανόνος δικαίου για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας αυτού, ιδίως όταν ο κανόνας δικαίου περιέχει νομικές έννοιες ή για την υπαγωγή ή όχι στον κανόνα αυτό των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, αλλά ούτε και λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 του ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συμπεριλαμβάνονται στα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 1620/2022, ΑΠ 1285/2021, ΑΠ 1079/2019).
Με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην, ενσωματωμένη στην προσβαλλόμενη, πρωτόδικη απόφαση, την πλημμέλεια από τον αριθμό 1β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το δικαστήριο, δεχόμενο ότι το εναπομείναν μετά την απαλλοτρίωση ακίνητο του πρώτου αυτών δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της επίδικης απαίτησης της αναιρεσίβλητης, παραβίασε τα κάτωθι διδάγματα της κοινής πείρας, για την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε στο πραγματικό της διάταξης του άρθρου 939 ΑΚ, ήτοι τα εξής : α) ότι η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος πριν εγγράψει προσημείωση υποθήκης μέχρι του ποσού των 1.100.000 ευρώ στο ακίνητο αυτό, το έτος 2008, είχε ενημερωθεί αυτονόητα από τις τεχνικές της υπηρεσίες ότι η αξία του υπερβαίνει το ποσό των 1.100.000 ευρώ, ανερχόμενη σε 1.300.000 ευρώ, β) ότι το τελικώς εκταμιευθέν ποσό του δανείου από την ΕΤΕ, για το οποίο ενεγράφη η άνω προσημείωση υποθήκης ανήλθε σε 600.000 ευρώ και όχι σε 855.000 ευρώ, γ) ότι η ημερομηνία λήξης του εν λόγω δανείου ήταν μακρινή (12-2-2033), δ) ότι το παραπάνω δάνειο κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης (16-9-2011) εξυπηρετείτο κανονικά και το υπόλοιπο του οφειλόμενου κεφαλαίου μειωνόταν, φθάνοντας στις 15-11-2012 σε 497.310,48 ευρώ και ε) ότι, παρά τη γενική μείωση της αξίας των ακινήτων που επήλθε μετά το έτος 2010, το εναπομείναν μετά την απαλλοτρίωση ακίνητο του πρώτου αναιρεσείοντος συνέχισε να διατηρεί την μεγάλη εμπορική του αξία, με βάση την οποία ενεγράφη επ' αυτού η προσημείωση υποθήκης μέχρι του ποσού των 1.100.000 ευρώ, λόγω της προνομιούχας θέσης του στην κεντρική αγορά του ….. . Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος, διότι τα ως άνω επικαλούμενα δεν αποτελούν διδάγματα της κοινής πείρας υπό την προεκτεθείσα έννοια και διότι, υπό την επίφαση της επικαλούμενης αναιρετικής πλημμέλειας, οι αναιρεσείοντες πλήττουν απαραδέκτως (561 παρ.1 ΚΠολΔ) την προσβαλλόμενη απόφαση για την εκτίμηση των αποδείξεων.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 14ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του αριθ. 1 του ίδιου άρθρου, προκύπτει ότι, ως απαράδεκτο, του οποίου η, παρά το νόμο, κήρυξη ή μη κήρυξη από το δικαστήριο ιδρύει τον παραπάνω λόγο αναιρέσεως, νοείται, όχι το ουσιαστικό απαράδεκτο, αλλά εκείνο που είναι συνέπεια παράβασης δικονομικών διατάξεων, οι οποίες θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις ως προς την διαδικαστική πράξη, η μη τήρηση των οποίων αποκλείει εκ των προτέρων την πράξη αυτή (ΑΠ 215/2023, ΑΠ 1001/2022, ΑΠ 231/2020). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 262 παρ.2 ΚΠολΔ, η οποία απαγορεύει ενστάσεις στηριζόμενες σε δικαίωμα τρίτου αφορά τις γνήσιες ενστάσεις, όπως είναι (γνήσια αυτοτελής) και η ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (ΑΠ 1634/2009), οι οποίες και μόνον περιέχουν άσκηση δικαιώματος. Το γεγονός ότι με τη γνήσια ένσταση γίνεται επίκληση δικαιώματος προς απόκρουση άλλου, ως ανταγωνιστικού του βασικού, έχει ως συνέπεια, ότι η άσκησή του (και άρα η πρότασή της) μπορεί να γίνει μόνο από το φορέα του δικαιώματος (δικαιούχο) και όχι από τρίτον. Αν ασκηθεί από τρίτον, εκτός από το δικαιούχο, απορρίπτεται ως ανομιμοποίητη (ΑΠ 68/2021, ΑΠ 1175/2001). Όταν δε στο δικόγραφο δεν περιέχονται τα στοιχεία που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 772/2014).
Με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης ο δεύτερος αναιρεσείων αποδίδει στην, ενσωματωμένη στην προσβαλλόμενη, πρωτόδικη απόφαση, την πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτη την προβληθείσα από αυτόν ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησής του.
Από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) των προτάσεων, που κατέθεσε ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο προκύπτει ότι, αυτός προέβαλε επικουρικά τον ισχυρισμό καταχρηστικής άσκησης της αγωγής, επικαλούμενος ότι, με το να μην εγγράψει η δικαιοπάροχος της ενάγουσας, δανείστρια τράπεζα στο ένδικο αγροτεμάχιο προσημείωση υποθήκης, κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης, δημιούργησε στον οφειλέτη, πρώτο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα, πατέρα του την εύλογη πεποίθηση ότι είχε ως ψιλός κύριος την πλήρη ελευθερία διάθεσης αυτού με οιονδήποτε τρόπο. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός περί καταχρηστικής άσκησης της αξίωσης της ενάγουσας, που σύμφωνα με τα ανωτέρω λεχθέντα, αποτελεί γνήσια ένσταση και υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 262 παρ2 ΚΠολΔ, αφορά, κατά τα εκτιθέμενα στο παραπάνω δικόγραφο, δικαίωμα του πρώτου αναιρεσείοντος και συνεπώς, προβληθείς αποκλειστικά από τον δεύτερο αναιρεσείοντα είναι απαράδεκτος, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης αυτού. Επομένως, το δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε τον άνω ισχυρισμό, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του δεύτερου εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ της παρά το νόμο κήρυξης απαραδέκτου.
Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος της αναίρεσης με τον οποίο ο δεύτερος αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 β ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν. Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237, 346 και 453 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε (ΑΠ 1001/2022).
Με τον έκτο λόγο της αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην, ενσωματωμένη στην προσβαλλόμενη, πρωτόδικη απόφαση, την πλημμέλεια από τον αριθμό 11β του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το δικαστήριο, προς απόδειξη της ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης τράπεζας, που αμφισβητήθηκε από τον πρώτο αναιρεσείοντα, παρά το νόμο έλαβε υπόψη βεβαίωση περί μεταβίβασης από την αρχικώς συμβαλλόμενη στην επίδικη σύμβαση δανείστρια τράπεζα με την επωνυμία "…..." στην αναιρεσίβλητη τράπεζα της επίδικης απαίτησης, η οποία (βεβαίωση), όμως, δεν προσκομίστηκε. Ωστόσο, από την επισκόπηση της, ενσωματωμένης στην προσβαλλόμενη, πρωτόδικης απόφασης και των προτάσεων που κατέθεσε στη δίκη εκείνη η ενάγουσα τράπεζα προκύπτει ότι, το δικαστήριο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι η τελευταία νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της αγωγής, ως ειδική διάδοχος της παραπάνω αναφερόμενης δανείστριας τράπεζας, αφού συνεκτίμησε τα νόμιμα προσκομιζόμενα από αυτήν με επίκληση έγγραφα, μεταξύ των οποίων και την από 26-3-2013 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης, που καταρτίστηκε μεταξύ των δύο παραπάνω εταιρειών, χωρίς να λάβει υπόψη του μη προσκομισθέντα, όπως η επικαλούμενη βεβαίωση, έγγραφα. Επομένως, ο ανωτέρω, από τον αριθμό 11β του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Με τις λοιπές δε, αναφερόμενες στο δεύτερο σκέλος του ιδίου ως άνω λόγου, αιτιάσεις των αναιρεσειόντων ότι, από τα προσκομισθέντα από την ενάγουσα έγγραφα δεν αποδείχθηκε η ενεργητική νομιμοποίηση της τελευταίας για την άσκηση της αγωγής, υπό την επίφαση της πλημμέλειας του άρθρου 559 αρ.13 ΚΠολΔ, πλήττεται στην πραγματικότητα, απαραδέκτως, η αναιρετικά ανέλεγκτη, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο.
Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας των αναιρεσειόντων (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει, κατά το σχετικό αίτημά της, να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσειόντων, λόγω της ήττας αυτών (άρθρα 176, 182, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 13-12-2022 αίτηση αναίρεσης και την από 2-9-2024 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 13-12-2022 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθ. 1725/2019 απόφασης Εφετείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 02 Δεκεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Σελίδα 34 της 105/2025 πολιτικής απόφασης του Αρείου Πάγου Σελίδα 35 της 105/2025 πολιτικής απόφασης του Αρείου Πάγου

<< Επιστροφή