ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 108/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 108/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 108/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 108 / 2025    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 108/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Παναγιώτη Βενιζελέα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 46/2024 Πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, Κλεόβουλο - Δημήτριο Κοκκορό, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Παναγιώτα Γκουδή - Νινέ - Εισηγήτρια και Μιχαήλ Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 8 Απριλίου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "......" και τον διακριτικό τίτλο "…...", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Ανδρέου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Μ. του Γ., κατοίκου ….. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Τόπη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-3-2017 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο ….. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5899/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 1271/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου ... Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20-4-2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση από 20-4-2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, υπ' αριθ. 1271/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (δικάσαντος ως Εφετείου),η οποία απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας- εναγομένης κατά της υπ' αριθ. 5899/2017 απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, επικυρώνοντας την ως άνω πρωτοβάθμια απόφαση, που είχε κάνει εν μέρει δεκτή την από 30-3-2017 αγωγή του αναιρεσίβλητου -ενάγοντος. Η αίτηση αναίρεσης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1ΚΠολΔ), είναι επομένως παραδεκτή (άρθρα 577 παρ.1ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρο 577 παρ.3Κ.Πολ.Δ.). Σημειώνεται, ότι την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης άσκησε και παρίσταται στο Δικαστήριο τούτο η τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "Τράπεζα ... Α.Ε", ως καθολική διάδοχος της εκκαλούσας- εναγομένης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Τράπεζα ... ... Α.Ε", λόγω διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας και σύσταση της ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας.
Ο ισχύων κατά τον κατωτέρω κρίσιμο χρόνο ν.2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα της 28 Ιανουαρίου 1981, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2068/1992, και προς την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24.10.1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, έχει σκοπό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 αυτού, τη θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στη διάταξη του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου δίνεται η έννοια των κρίσιμων ορισμών που έχουν σχέση με τις ειδικές ρυθμίσεις για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, ορίζεται ότι: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) "Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα", κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων... β)...γ) "Υποκείμενο των δεδομένων", το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική. δ) "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("επεξεργασία"), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή. ε) "Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια. στ)... ζ)"Υπεύθυνος επεξεργασίας", οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο. η) "Εκτελών την επεξεργασία", οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. θ) "Τρίτος" κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. ι) "Αποδέκτης", το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι. ια) "Συγκατάθεση" του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο "επεξεργασίας" τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για τον σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπευθύνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί, οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα. ιβ) "Αρχή", η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ` του παρόντος νόμου". Με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι: "Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο". Στη διάταξη του άρθρου 4 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 και 2 του Ν. 3471/2006, ορίζεται ότι: "Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών. β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας. γ) Να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση, δ) ... (παρ.1). Η τήρηση των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας ...(παρ.2)". Με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 αυτού, ορίζεται ότι: "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. (παρ.1). Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων.... β) ... γ)... δ)... ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών (παρ. 2). Με τη διάταξη του άρθρου 10, όπως η παρ.3 αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του Ν.3471/2006, ορίζεται ότι: "Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνο κατ` εντολή του (παρ. 1). Για τη διεξαγωγή της επεξεργασίας ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να επιλέγει πρόσωπα με αντίστοιχα επαγγελματικά προσόντα που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις από πλευράς τεχνικών γνώσεων και προσωπικής ακεραιότητας για την τήρηση του απορρήτου (παρ. 2). Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας... (παρ.3). Αν η επεξεργασία διεξάγεται για λογαριασμό του υπεύθυνου από πρόσωπο μη εξαρτώμενο από αυτόν, η σχετική ανάθεση γίνεται υποχρεωτικά εγγράφως. Η ανάθεση προβλέπει υποχρεωτικά ότι ο ενεργών την επεξεργασία τη διεξάγει μόνο κατ` εντολή του υπευθύνου και ότι οι λοιπές υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου βαρύνουν αναλόγως και αυτόν (παρ. 4)". Στις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 έως 3 αυτού ορίζεται ότι : "Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) την ταυτότητά του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β) τον σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης (παρ.1). Εάν για τη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη συνδρομή του υποκειμένου, οφείλει να το ενημερώσει ειδικώς και εγγράφως για τα στοιχεία της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα δικαιώματά του, σύμφωνα με τα άρθρα 11 έως και 13 του παρόντος νόμου... (παρ. 2). Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς (παρ.3). Με το άρθρο 12 παρ.1 αυτού ορίζεται ότι: "Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως", ενώ στις παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου, ότι: "Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, τις ακόλουθες πληροφορίες: α) Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και την προέλευσή τους. β) Τους σκοπούς της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών. γ) Την εξέλιξη της επεξεργασίας για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρησή του. δ) Τη λογική της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας. Το δικαίωμα πρόσβασης μπορεί να ασκείται από το υποκείμενο των δεδομένων και με τη συνδρομή ειδικού. ε) Κατά περίπτωση, τη διόρθωση, τη διαγραφή ή τη δέσμευση (κλείδωμα) των δεδομένων των οποίων η επεξεργασία δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ιδίως λόγω του ελλιπούς ή ανακριβούς χαρακτήρα των δεδομένων και στ) την κοινοποίηση σε τρίτους, στους οποίους έχουν ανακοινωθεί τα δεδομένα, κάθε διόρθωσης, διαγραφής ή δέσμευσης (κλειδώματος) που διενεργείται σύμφωνα με την περίπτωση ε`, εφόσον τούτο δεν είναι αδύνατο ή δεν προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες (παρ.2). Το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου και τα δικαιώματα του άρθρου 13 ασκούνται με την υποβολή της σχετικής αίτησης στον υπεύθυνο της επεξεργασίας... (παρ. 3). Με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ.1 εδ. α αυτού, ορίζεται ότι "το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προβάλλει οποτεδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία δεδομένων που το αφορούν. Οι αντιρρήσεις απευθύνονται εγγράφως στον υπεύθυνο επεξεργασίας και πρέπει να περιέχουν αίτημα για συγκεκριμένη ενέργεια, όπως διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή...". Τέλος, με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 23 του νόμου αυτού προβλέπονται, για την περίπτωση παραβίασης των διατάξεών του για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και υπό τις οριζόμενες ειδικότερα προϋποθέσεις, ποινικές κυρώσεις, για όσες συμπεριφορές κρίνονται αξιόποινες, καθώς και υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη. Από τις εκτεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του σκοπούμενου συγκερασμού αφενός της προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του (άρθρο 9 Α' Συντάγματος) και αφετέρου της διασφάλισης της ελεύθερης κυκλοφορίας και χρήσης τους (άρθρο 5 Α' Συντάγματος), η νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, α) την ακρίβεια και επικαιρότητα των δεδομένων, β) την εκ μέρους του υπεύθυνου επεξεργασίας ενημέρωση του υποκειμένου και γ) τη συγκατάθεση του υποκειμένου, εκτός των περιπτώσεων που, κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν.2472/1997, εξαιρούνται από την υποχρέωση συγκατάθεσης. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του ν.2472/1997, καθιερώνεται βασική υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας, για την ενημέρωση του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, για την επεξεργασία των δεδομένων του, με σαφή και πρόσφορο τρόπο, ιδίως ως προς τα στοιχεία της ταυτότητάς του και της ταυτότητας του τυχόν εκπροσώπου του, τον σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων, την ύπαρξη του δικαιώματος του υποκειμένου για πρόσβαση αυτού σε πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των δεδομένων του. Η ενημέρωση, όταν τα δεδομένα συλλέγονται απευθείας από το υποκείμενο αυτών, γίνεται κατά τη συλλογή τους. Η ενημέρωση γίνεται εγγράφως και μπορεί να περιλαμβάνεται και σε έντυπο αίτησης, με την οποία το υποκείμενο δηλώνει για συγκεκριμένο σκοπό τα προσωπικά του δεδομένα, αρκεί να πληροί τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν. Ταυτόχρονα, η ενημέρωση, αποτελεί και δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων. Το δικαίωμά του αυτό προστατεύεται με το άρθρο 12 του άνω νόμου. Η υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας και το δικαίωμα του υποκειμένου για την ενημέρωση, αποσκοπούν αφενός στην με ελεύθερη, ρητή, ειδική και με πλήρη επίγνωση δήλωση βουλήσεως του υποκειμένου των δεδομένων για παροχή της συγκατάθεσής του να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, όπως αξιώνεται από τα άρθρα 5 παρ. 1 και 2 περ. ια` του ν. 2472/1997, και γι` αυτό, άλλωστε, πρέπει να προηγείται της συγκατάθεσης, αφετέρου στην αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου α) για πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, ήτοι τη συλλογή και τον τρόπο αυτής, τον σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, την εξέλιξη της επεξεργασίας, τις μεταβολές, τις διορθώσεις των δεδομένων, την τυχόν κοινοποίηση σε τρίτους των δεδομένων, με την ικανοποίηση από την πλευρά του υπεύθυνου επεξεργασίας σχετικής αίτησής του, εντός των οριζόμενων προθεσμιών, και τη δυνατότητα του υποκειμένου να προσφύγει στην αρμόδια Αρχή για την ικανοποίηση του αιτήματός του, σύμφωνα με το άρθρο 12 του άνω νόμου και β) για την προβολή αντίρρησης, κατά το άρθρο 13 του νόμου αυτού, δηλαδή του δικαιώματος του υποκειμένου να προβάλει στον υπεύθυνο επεξεργασίας, οποτεδήποτε, έγγραφες αντιρρήσεις για την επεξεργασία των δεδομένων που το αφορούν και να ζητήσει συγκεκριμένη ενέργεια, όπως, ενδεικτικά, τη διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή. Ειδικότερα, δε, ως προς το στοιχείο της ενημέρωσης για τους αποδέκτες των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, πρέπει να ενημερώνει το υποκείμενο είτε ως προς το συγκεκριμένο πρόσωπο του αποδέκτη, του οποίου έτσι θα προκύπτει η ταυτότητα, είτε, κατά ρητή αναφορά του νόμου, ως προς την κατηγορία των αποδεκτών, οπότε, σ` αυτή την περίπτωση, δεν προσδιορίζεται κάθε πρόσωπο της κατηγορίας, ώστε να προκύπτει η ταυτότητά του. Πληροί, δε, την απαιτούμενη, κατά το άρθρο 11 παρ.1 περ.γ` του ν.2472/1997, για τη νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, προϋπόθεση της ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων, η αναφορά της κατηγορίας των αποδεκτών των δεδομένων, όπως ρητά αναγράφεται στην οικεία διάταξη. Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων μεταβιβάσει αυτά στον εκτελούντα την επεξεργασία, ο οποίος υπάγεται σε κάποια από τις αναφερόμενες κατηγορίες αποδεκτών για την οποία έχει γίνει η ενημέρωση, δεν είναι αναγκαίο ο υπεύθυνος επεξεργασίας να προβεί σε νέα ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, όταν ανακοινώσει στον εκτελούντα την επεξεργασία τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου. Τούτο, μάλιστα, διότι, ο εκτελών την επεξεργασία, ενεργεί την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας αυτών και όχι για δικό του λογαριασμό. Η αναφορά στο άρθρο 11 παρ. 1 περ. α` του ν. 2472/1997, ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να ενημερώσει το υποκείμενο για την ταυτότητά του "και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του", αφορά τον τυχόν εκπρόσωπο του υπεύθυνου επεξεργασίας, προς τον οποίο το υποκείμενο θα μπορεί να απευθύνεται για την άσκηση των δικαιωμάτων του και όχι τον εκτελούντα την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του υποκειμένου για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. Εξάλλου, ο εκτελών την επεξεργασία, δεν ταυτίζεται με τον "τρίτο", όπως ρητά εξειδικεύεται στο σχετικό ορισμό του άρθρου 2 περ. θ` του άνω νόμου. Έτσι, η πρόβλεψη του άρθρου 11 παρ. 3 περί υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας να ενημερώσει το υποκείμενο για την ανακοίνωση των δεδομένων σε τρίτο, πριν από την ανακοίνωση των δεδομένων στον τρίτο, δεν έχει εφαρμογή και για την περίπτωση μεταβίβασης των δεδομένων στον εκτελούντα την επεξεργασία για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. Η ως άνω κρίση, εκτός της αναφοράς της ενημέρωσης σε "κατηγορίες αποδεκτών", στηρίζεται και στο ότι η ίδια διατύπωση διαλαμβάνεται και στο άρθρο 12 παρ. 2 περ. β` του νόμου αυτού, που ορίζει ότι, μεταξύ των πληροφοριών τις οποίες το υποκείμενο έχει δικαίωμα να λαμβάνει από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας των δεδομένων, είναι και "οι κατηγορίες των αποδεκτών" των δεδομένων, χωρίς να απαιτεί συγκεκριμένη ταυτότητα του αποδέκτη. Επίσης, στηρίζεται και στο ότι, δεν θεσπίζεται υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας, πέραν εκείνης της ενημέρωσης του υποκειμένου κατά τη συλλογή των δεδομένων περί των στοιχείων που προαναφέρθηκαν, και για τη μεταγενέστερη ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, σε κάθε είδους εξέλιξη της επεξεργασίας, χωρίς σχετική αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων, εκτός της περίπτωσης που προαναφέρθηκε, της ενημέρωσης δηλαδή του υποκειμένου πριν από την ανακοίνωση των δεδομένων σε τρίτον. Προκειμένου, όμως, να εξασφαλίζονται οι αρχές της διαφάνειας, της ασφάλειας και προστασίας της ιδιωτικής ζωής του ατόμου από την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά και να μπορεί το υποκείμενο να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα της πρόσβασης και των αντιρρήσεων, προβλέπεται με σαφήνεια, ότι το υποκείμενο των δεδομένων, μπορεί να υποβάλει αίτηση στον υπεύθυνο επεξεργασίας και να ζητήσει την αναλυτική ενημέρωση για όλα τα στοιχεία και την εξέλιξη της επεξεργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρησή του. Μεταξύ δε αυτών των στοιχείων, περιλαμβάνεται ασφαλώς και η πληροφόρησή του για την κοινοποίηση των δεδομένων σε συγκεκριμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, αρχή, υπηρεσία ή οργανισμό, που επεξεργάζεται τα δεδομένα για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας (εκτελούντα την επεξεργασία) και το οποίο θα ανήκει στην κατηγορία αποδεκτών για την οποία έχει ενημερωθεί. Αντίστοιχη αυτοτελής υποχρέωση ενημέρωσης με εκείνη του υπεύθυνου επεξεργασίας δεν βαρύνει τον εκτελούντα την επεξεργασία, ενόψει του ότι αυτός ενεργεί για λογαριασμό και υπό την εποπτεία του υπεύθυνου επεξεργασίας, εκτός εάν και ο εκτελών την επεξεργασία των δεδομένων συλλέγει με σκοπό και αποφασισμένο τρόπο περαιτέρω επεξεργασίας τα δεδομένα, δηλαδή επεξεργασίας για σκοπούς άλλους από εκείνους της εκτέλεσης της σχετικής σύμβασης ανάθεσης της επεξεργασίας για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας(Ολ.Α.Π.3/2020,ΑΠ 1184/2024,Α.Π.693/2023, Α.Π.958/2022).Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ.6 του ΚΠολΔ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, που ταυτίζεται μ' αυτή του άρθρου 559 αριθ.19 του ίδιου κώδικα, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζητήματα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε ή δεν εφαρμόσθηκε.
Συνεπώς ο λόγος αυτός προϋποθέτει την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και όχι την απόρριψη ισχυρισμού ως μη νόμιμου, αόριστου, απαράδεκτου ή για οποιοδήποτε άλλο τυπικό λόγο(ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 988/2021). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ,είτε αποκλείουν την εφαρμογή της. Αντίφαση δε στις αιτιολογίες υπάρχει, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων ,που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Ελλείψεις όμως αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 695/2020). Για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών, δηλαδή ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή πού εντοπίζονται οι αντιφάσεις (Ολ.ΑΠ 20/2005).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, δικάζοντας ως Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό λόγο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο ενάγων (ήδη αναιρεσίβλητος) είχε καταρτίσει με την εναγόμενη (ήδη αναιρεσείουσα) την 21-1-2002 σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας, δυνάμει της οποίας εγκρίθηκε και εκδόθηκε στο όνομά του η με αριθμό 6019760711876016 πιστωτική κάρτα, με τους όρους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα όρων συμβάσεως της ως άνω πιστωτικής κάρτας και το οποίο (παράρτημα) επισυνάπτεται στη σύμβαση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής. Κατά την κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως η εναγόμενη τράπεζα συνέλλεξε από τον ίδιο τον ενάγοντα τα αναγκαία προς τούτο απλά προσωπικά δεδομένα αυτού, όπως επώνυμο, όνομα, όνομα πατρός, ημερομηνία γέννησης, την οικογενειακή του κατάσταση, αριθμό ταυτότητας, διεύθυνση κατοικίας, αριθμό τηλεφώνου (σταθερού και κινητού), επάγγελμα, τα στοιχεία της αστυνομικής του ταυτότητας, το καθαρό ετήσιο εισόδημά του. Ο ενάγων ήταν συνεπής στις καταβολές του λογαριασμού της παραπάνω πιστωτικής κάρτας έως το έτος 2012, οπότε λόγω της οικονομικής κρίσης άρχισε σταδιακά να καθυστερεί την καταβολή των συμφωνημένων δόσεων και τελικά να αδυνατεί να καταβάλει αυτές προς την εναγόμενη. Έχοντας αξίωση η τελευταία από τις καθυστερούμενες δόσεις του δανείου, ανέθεσε την είσπραξη της οφειλής αυτής στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "….. Α.Ε.", διαβιβάζοντας σ' αυτήν τα παραπάνω προσωπικά δεδομένα του ενάγοντα καθώς επίσης και το δυσμενές οικονομικό δεδομένο της οφειλής, χωρίς προηγουμένως να έχει ενημερώσει τον ενάγοντα για τη διαβίβαση αυτή. Η εναγόμενη ισχυρίζεται το αντίθετο περί σχετικής του ενημέρωσης πλην, όμως, από το κείμενο της προσκομιζόμενης ως άνω σύμβασης, της οποίας το περιεχόμενο είναι σαφές και αναμφίβολο, ουδόλως αποδεικνύεται από την εναγόμενη που έχει το βάρος απόδειξης της ενημέρωσης, ότι αυτή κατά τον παραπάνω χρόνο της συλλογής των δεδομένων είχε ενημερώσει τον ενάγοντα κατά τρόπο σαφή για το σκοπό της επεξεργασίας (διαβίβασης) και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες των αποδεκτών, όπως απαιτείτο κατ' άρθρο 11 παρ. 1 β, γ. Η εναγόμενη, εξάλλου, δεν επικαλέσθηκε, ούτε απέδειξε ότι είχε προβεί σε τέτοια ενημέρωση μεταγενέστερα, μετά τη συλλογή των δεδομένων και πριν από τη διαβίβασή τους στην ως άνω εισπρακτική εταιρία. Η τελευταία προέβη σε περαιτέρω επεξεργασία (χρήση) των ως άνω παρανόμως διαβιβασθέντων σ' αυτήν από την εναγόμενη προσωπικών δεδομένων του ενάγοντα, καλώντας αυτόν τηλεφωνικώς στον αριθμό του κινητού τηλεφώνου και του γραφείου του την 25-11-2014 και ώρα 15.40 μ.μ., κλήση την οποία η εναγόμενη δεν αμφισβητεί, δια προστηθέντος υπαλλήλου της που αιφνιδιάζοντάς τον καλούσε να επιβεβαιώσει τα προσωπικά του στοιχεία, τα σχετικά με την καθυστέρηση της επίδικης οφειλής του, καλώντας τον να προσέλθει στην εναγόμενη να καταβάλλει το υπόλοιπο της οφειλής του, προκαλώντας του ψυχική αναστάτωση, θυμό και οργή από το γεγονός ότι τα απόρρητα κατά τον ως άνω νόμο προσωπικά του δεδομένα είχαν ανακοινωθεί και διαρρεύσει χωρίς καμιά δική του ενημέρωση σε τρίτους. Η διαβίβαση, λοιπόν, των προσωπικών στοιχείων του ενάγοντος και των πληροφοριών από την εναγόμενη έγινε χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και συναίνεση του ενάγοντα και η εισπρακτική εταιρία επεξεργάστηκε τα εν λόγω στοιχεία, χρησιμοποιώντας αυτά δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, οι οποίοι κάλεσαν τον ενάγοντα στο κινητό του τηλέφωνο και σε πλείστες άλλες ημερομηνίες, πλην της προαναφερόμενης, για ληξιπρόθεσμη οφειλή, προερχόμενη από την εν λόγω πιστωτική κάρτα, γεγονός που η εναγόμενη δεν αμφισβητεί. Για την ορθή και νόμιμη εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν στην ενημέρωση του ενάγοντα από την εναγόμενη τράπεζα και την συγκατάθεση του πρώτου για την επεξεργασία και διαβίβαση σε τρίτους των προσωπικών του στοιχείων, η εναγόμενη τράπεζα ήταν υποχρεωμένη να τον ενημερώσει ειδικώς για την εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, με την οποία συνεργάζεται (επωνυμία, έδρακ.λ.π), στην οποία είχαν διαβιβαστεί τα προσωπικά στοιχεία του ενάγοντος και η οποία θα τον καλούσε προς ενημέρωση και διευθέτηση της οφειλής του, γεγονός που δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα. Άλλωστε, ως "συγκατάθεση" υπό την έννοια του Ν. 2472/1997 ορίζεται η ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βούλησης που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, οι δε τυποποιημένοι σχετικά όροι που απαντώνται σε κάθε σύμβαση και δεν αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης, αλλά προσχώρησης του καταναλωτή, ώστε το εκάστοτε αίτημά του για λήψη πίστωσης να τύχει έγκρισης από την τράπεζα, δεν αρκεί προς θεμελίωση της συγκατάθεσης υπό την ανωτέρω έννοια. Περαιτέρω, η εταιρία με την οποία συμβλήθηκε η εναγόμενη ήταν μεν γνωστή σε εκείνη, όχι, όμως, στον ενάγοντα που δεν συμβλήθηκε μαζί της και η οποία, σε σχέση με τον μη συμβληθέντα με αυτή ενάγοντα, θεωρείται επίσης ''υπεύθυνος επεξεργασίας'', ως έτερο νομικό πρόσωπο με δική της οργάνωση που δεν θεωρείται ότι εξαρτάται από την εναγόμενη εταιρία, αλλά και με βάση το νόμο, υπό τον οποίο λειτουργούν οι εταιρίες αυτές (βλ. άρθρ. 6 παρ. 7 του Ν. 3758/09, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 36 του Ν. 4038/2012). Οι προαναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες (από πρόθεση) πράξεις και παραλείψεις της εναγόμενης δια των προστηθέντων οργάνων της, προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντα και προκάλεσαν σ' αυτόν σημαντική ηθική βλάβη, ενώ τα όργανα της εναγόμενης, κατά την επεξεργασία (διαβίβαση, λήψη, καταχώρηση, χρήση) των προσωπικών δεδομένων αυτού, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωσή του, όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της προαναφερόμενης ηθικής βλάβης, καθώς δεν περιορίζονται σε μία άπαξ ενημέρωση, αλλά την υπενθυμίζουν συνεχώς, καθιστώντας σαφές ότι ο οφειλέτης δεν θα απαλλαγεί από τη συνεχή αυτή υπενθύμιση εάν δεν καταβάλει την οφειλή του, γνωρίζοντας κατά την κοινή πείρα και λογική ότι κατά τον τρόπο αυτό προκαλείται σφοδρό άγχος στον οφειλέτη και συνεχής προσβολή της προσωπικότητάς του. Πρόκειται για συγκεκριμένη μέθοδο παρενόχλησης και ψυχολογικής πίεσης του οφειλέτη με το πρόσχημα της ενημέρωσης, διάρκειας και επαναλαμβανόμενη. Στις συναλλακτικές σχέσεις που δεν βαίνουν πλέον ομαλά, η όχληση λαμβάνει χώρα άπαξ κατά την κοινή πείρα και με τη χορήγηση συνήθως και κάποιας προθεσμίας προς συμμόρφωση και μάλιστα από τον ίδιο τον δανειστή, εκτός και αν αυτός δεν δύναται. Εάν ο οφειλέτης δεν ανταποκριθεί σε αυτή την όχληση τότε ο δανειστής μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσης με τα σχετικά ένδικα βοηθήματα που προβλέπει η έννομη τάξη μας. Η εναγόμενη, λοιπόν, μπορούσε κάλλιστα να επιδιώξει την προάσπιση των νόμιμων δικαιωμάτων της ως ανωτέρω, χωρίς να προσβάλει την προσωπικότητα του ενάγοντα με τη γνωστοποίηση των προσωπικών του δεδομένων στην εταιρία ''... Α.Ε.''. Επομένως, ο σκοπός της εναγόμενης που είναι η προάσπιση των νόμιμων δικαιωμάτων της έγινε με μέσο που είναι παράνομο και προφανώς επιλέχθηκε, διότι είναι λιγότερο δαπανηρό και χρονοβόρο και περισσότερο αποτελεσματικό και ουδείς λόγος άρσης του αδίκου της υπάρχει. Ενόψει δε του είδους του θιγόμενου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, του βαθμού υπαιτιότητας των οργάνων της εναγόμενης και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των διάδικων μερών, η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να ορισθεί στο ποσό των 5869,4 ευρώ. Σύμφωνα με τα παραπάνω, εφόσον κατά την κρίση του δικαστηρίου αποδείχτηκε: α) συμπεριφορά που παραβιάζει τις διατάξεις του Ν. 2472/1997, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή στην ουσία της και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 5869,4 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη συμπεριφορά της με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας - εναγομένης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο κρίνοντας ομοίως είχε κάνει εν μέρει δεκτή την αγωγή του αναιρεσιβλήτου και είχε υποχρεώσει την αναιρεσείουσα να καταβάλει σ` αυτόν το ποσό των 5.869,4 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση και παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 11 παρ.1, 3 του ν. 2472/1997, σε συνδυασμό με τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914 και 932 ΑΚ, καθόσον διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα της ενημέρωσης του αναιρεσιβλήτου, είτε κατά την υπογραφή της σύμβασης χορήγησης πιστωτικής κάρτας και τη συλλογή των προσωπικών δεδομένων του, είτε μεταγενέστερα και πριν την πρώτη τηλεφωνική κλήση προς αυτόν από την εταιρεία "….. Α.Ε." στις 25-11-2014 και ώρα 15.40 μ.μ., για το σκοπό της επεξεργασίας (διαβίβασης) των προσωπικών δεδομένων του και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες των αποδεκτών αυτής, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των διατάξεων αυτών και κατ' ακολουθίαν της προσβολής παράνομα και υπαίτια της προσωπικότητας του αναιρεσιβλήτου και της εντεύθεν παραδοχής της αγωγής του ως ουσιαστικά βάσιμης. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι "ουδόλως αποδεικνύεται από την εναγόμενη, που έχει το βάρος απόδειξης της ενημέρωσης, ότι αυτή κατά τον παραπάνω χρόνο της συλλογής των δεδομένων είχε ενημερώσει τον ενάγοντα κατά τρόπο σαφή για το σκοπό της επεξεργασίας (διαβίβασης) και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες των αποδεκτών" και ότι "δεν επικαλέσθηκε, ούτε απέδειξε ότι είχε προβεί σε τέτοια ενημέρωση μεταγενέστερα, μετά τη συλλογή" για την πληρότητα των αιτιολογιών του 1) δεν παραθέτει το κρίσιμο περιεχόμενο της αίτησης, που υπέγραψε ο αναιρεσίβλητος για να λάβει την επίδικη πιστωτική κάρτα, ώστε να διαπιστωθεί αν οι όροι της σύμβασης, τους οποίους αποδέχθηκε με την υπογραφή της αίτησης αυτής, είναι σύμφωνοι με τις προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος αναφορικά με την ενημέρωση και συγκατάθεση του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων για τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων και ειδικότερα για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες των αποδεκτών, στους οποίους θα μπορούσε να γίνει αυτή και 2) δεν αναφέρει ειδικά αν, όπως επικαλείται η αναιρεσείουσα, με τις πρωτόδικες προτάσεις της και στην έφεσή της, χορηγήθηκε από αυτήν στον αναιρεσίβλητο και παρέλαβε αυτός, κατά την σύναψη χορήγησης της πιστωτική κάρτας, ή τρεις φορές μεταγενέστερα, στις 25-11-2004, 29-11-2006 και 20-4-2007,όταν αυτός υπέβαλε αντίστοιχες αιτήσεις μεταβολής των στοιχείων του, έντυπο που περιέχει τους Γενικούς Όρους Συναλλαγών της σύμβασης αυτής και σε καταφατική περίπτωση, ποίο είναι το περιεχόμενό του και αν περιλαμβάνει τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες των αποδεκτών, στους οποίους θα μπορούσε να γίνει η διαβίβαση.
Συνεπώς δεν υπάρχουν επαρκείς αιτιολογίες στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση: α) περί του εάν, εμπεριέχεται στην ως άνω σύμβαση ή στους μεταγενέστερα γνωστοποιηθέντες στον αναιρεσίβλητο και αποδεχθέντες από αυτόν όρους τραπεζικών συναλλαγών, ο όρος ότι η αναιρεσείουσα (υπεύθυνη εξεργασίας) ή τρίτοι κατ'εντολή και για λογαριασμό της (εκτελούντες την επεξεργασία) θα επεξεργάζονται τα προσωπικά δεδομένα των φυσικών προσώπων που υπογράφουν τη σύμβαση αυτή (εν προκειμένω του αναιρεσίβλητου) προς το σκοπό εκτέλεσης της σχετικής σύμβασης και ότι αποδέκτες των δεδομένων, για την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων των υποκειμένων, είναι μεταξύ άλλων και οι εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών, β) αν η γενόμενη ενημέρωση του αναιρεσιβλήτου, ως υποκειμένου των δεδομένων, πληρούσε την οφειλόμενη από την αναιρεσείουσα, υπεύθυνη επεξεργασίας των δεδομένων, υποχρέωση ενημέρωσης κατά τρόπο πρόσφορο και σαφή, για τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και το σκοπό επεξεργασίας αυτών, ο δε αναιρεσίβλητος συνήνεσε στη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων στις αναφερόμενες κατηγορίες αποδεκτών και, επομένως, η αναιρεσείουσα δεν είχε υποχρέωση να ενημερώσει τον αναιρεσίβλητο ειδικά για τη συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, στην οποία θα διαβιβάζονταν τα προσωπικά του δεδομένα και η οποία θα τον καλούσε, όπως και συνέβη, προς ενημέρωση και διευθέτηση της οφειλής του και γ) αν η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε.", στην οποία διαβιβάστηκαν τα προσωπικά δεδομένα του αναιρεσίβλητου, υπάγεται στην κατηγορία αποδεκτών "εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών. Επομένως, ο πρώτος κατά το δεύτερο σκέλος, από τον αριθ. 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ανωτέρω πλημμέλεια είναι βάσιμος. Οι δε αιτιάσεις του αναιρεσίβλητου, περί απαραδέκτου της αναίρεσης διότι δεν πλήττεται με λόγο αυτής η επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι αβάσιμος, αφού αυτή (προσβαλλομένη) με τις παραδοχές της, ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε ενημερώσει τον αναιρεσίβλητο για το σκοπό της επεξεργασίας (διαβίβασης) και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες των αποδεκτών, δεν περιέλαβε επάλληλη αιτιολογία, με δε τον προαναφερόμενο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ενημέρωσης του αναιρεσίβλητου για το σκοπό της επεξεργασίας (διαβίβασης) και τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες των αποδεκτών.
Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, οι οποίοι καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω κριθέντος ως βασίμου λόγου, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά την παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο που δίκασε, συντιθέμενο από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και τέλος, τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσιβλήτου λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ` αριθ.1271/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ...
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου, ο οποίος εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου στην καταθέσασα αυτό αναιρεσείουσα.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε τρείς χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Νοεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Ιανουαρίου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή