ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 122/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 122/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 122/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 122 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 122/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη - Εισηγήτρια και Μαρία Γιαννακοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 22 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Μ. του Α., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κωνσταντίνα Κονιδάρη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η oποία κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Χαράλαμπο Τσόγκα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-12-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά της οποίας ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η ... απόφαση του Αρείου Πάγου, που την αναίρεσε εν μέρει και παρέπεμψε την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλο Δικαστή εκτός του εκδώσαντος την εν λόγω απόφαση. Κατόπιν αυτής εκδόθηκε η ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 5-4-2024 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση, από 5 Απριλίου 2024 και με αριθμό κατάθεσης ..., αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, υπ' αριθ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ως δικαστηρίου της παραπομπής, μετά την έκδοση της υπ' αριθ. ... απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει η προηγουμένη υπ' αριθ. ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ως δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση κατά το μέρος που αναιρέθηκε στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή. Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, στις 5-4-2024, εντός της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρο 564 παρ.1 ΚΠολΔ) από την επίδοση, στις 11-3-2024, της προσβαλλόμενης υπ' αριθ... απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με επιμέλεια του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, στο εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών (βλ. την υπ'αριθμ. ... έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά Σ. Μ.) (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 1, 566 παρ.1, 144 ΚΠολΔ).
Συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
Στο άρθρο 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι "αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτήν ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ' αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται σ' αυτήν", ενώ σύμφωνα με το άρθρο 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα "η υπόθεση συζητείται (στο δικαστήριο της παραπομπής) μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση...". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση. Επίσης από τη διάταξη του άρθρου 579 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης ως προς τα πληγέντα κεφάλαια και τα αρρήκτως συνδεόμενα με αυτά που συναναιρούνται, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ` αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ.3, 581 παρ.2 και 3, 579 παρ.1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και τα αρρήκτως με αυτό συνδεόμενα κεφάλαια και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν μέρος, επί του οποίου με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 4 του ΚΠολΔ μόνο ως προς τα νομικά ζητήματα, που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση του Αρείου Πάγου, όχι όμως και από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε, ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας και να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, από ό,τι η αναιρεθείσα, χωρίς να δεσμεύεται, ούτε ως προς το σημείο αυτό, από εκείνη (ΑΠ 149/2024, ΑΠ 886/2017). Τα νομικά ζητήματα, για τα οποία κάνει λόγο το άρθρο αυτό, μπορεί να ανάγονται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 149/2024, ΑΠ 179/2020, ΑΠ 631/2018), γεγονός που προκύπτει τόσο από την αδιάστικτη διατύπωση της διάταξης, όσο και από το ότι, η παραπομπή διατάσσεται επί αναίρεσης, για παράβαση όχι μόνο του ουσιαστικού, αλλά και του δικονομικού δικαίου. Επομένως, αν αναιρεθεί η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας και ο Άρειος Πάγος παραπέμψει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, αυτό δεσμεύεται ως προς το νομικό ζήτημα, που έλυσε ο Άρειος Πάγος. Αν ασκηθεί δε (νέα) αναίρεση κατά της αποφάσεως του δικαστηρίου της παραπομπής, ο Άρειος Πάγος αυτοδεσμεύεται από την προηγούμενη απόφασή του (ΑΠ 149/2024, ΑΠ 816/2022, ΑΠ 1708/2014). Εξάλλου, ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 18 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως συνάγεται από τον συνδυασμό της διάταξης αυτής προς τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ.4 και 581 παρ.2 του ιδίου άρθρου, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση, δηλ. δεν ακολούθησε όσον αφορά το νομικό ζήτημα που κρίθηκε με την αναιρετική απόφαση την λύση που δόθηκε από τον Άρειο Πάγο. Εφόσον, όμως, το Δικαστήριο της παραπομπής συμμορφώθηκε με την αναιρετική απόφαση, ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε, είναι απαράδεκτος κάθε λόγος αναίρεσης, που προσβάλλει την απόφαση του δικαστηρίου της παραπομπής, κατά το μέρος που αυτό συμμορφώθηκε (άρθρο 562 παρ. 1 του ΚΠολΔ- ΑΠ 149/2024, ΑΠ 472/2007). Αντιθέτως, δεν υπάρχει μη συμμόρφωση, όταν το δικαστήριο της παραπομπής δίνει λύση μη απτόμενη του νομικού ζητήματος που έδωσε λαβή στην αναίρεση ή όταν τούτο αποφαίνεται επί της ουσίας της διαφοράς, η επί της οποίας κρίση άλλωστε είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 149/2024, ΑΠ 1195/2018, ΑΠ 923/2017, ΑΠ 556/2011, ΑΠ 906/2009). Όταν όμως η διαφορετική νομική λύση που δέχθηκε το δικαστήριο της παραπομπής στηρίζεται σε λαθεμένη ερμηνεία ή εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου αν και δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις του ή στην αντίθετη περίπτωση, που δεν εφαρμόζεται κανόνας δικαίου, μολονότι υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις του, σύμφωνα με όσα ανελέγκτως έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας, επιτρέπεται αναίρεση κατά της απόφασης του, για τον προβλεπόμενο όμως από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγο (ΑΠ 149/2024, ΑΠ 871/2017, ΑΠ 867/2008). Για το ορισμένο δε του αναιρετικού αυτού λόγου πρέπει να καθορίζεται ενάριθμα η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου (ΑΠ 839/2023). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ'άρθρον 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης, κατά το ενδιαφέρον τον προκείμενο αναιρετικό έλεγχο μέρος, προκύπτουν τα εξής: Με την από 8-12-2011 με αριθ. καταθ. ... αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων εξέθεσε ότι, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, παρείχε τις υπηρεσίες του ως διπλωματούχος μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος στην ανώνυμη εταιρία "... ΑΕ", από τις 22-10-1976 μέχρι την καταγγελία της σύμβασής του στις 15-12-2009, λόγω της θέσης της άνω εργοδότριάς του υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης. Ότι ακολούθως, με την αριθμ.... (ΦΕΚ ...) Κ.Υ.Α., μεταφέρθηκε/ μετετάγη από τις 8-11-2010, κατόπιν της από 30-11-2009 αιτήσεώς του και κατά τις διατάξεις του ν. 3717/2008, στην Επιτροπή Διεύρυνσης Ατυχημάτων και Ασφαλείας Πτήσεων (...) του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, σε συνιστώμενη προσωποπαγή θέση με την ειδικότητα του μηχανολόγου μηχανικού εκπαιδευτικής βαθμίδας ΠΕ. Ότι, παρότι παρείχε δυνάμει της σύμβασης αυτής προσηκόντως τις υπηρεσίες του από τις 8-11-2010, το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, επικαλούμενο ότι δήθεν η πράξη μεταφοράς/μετάταξής του στην ... δεν ήταν σύννομη, δεν του κατέβαλε και του όφειλε τις δεδουλευμένες μικτές αποδοχές του από τότε (8-11-2010) έως και τις 26-9-2011, ανερχόμενες, κατ'εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 παρ.5, 7 του ν.3717/2008 και 1 παρ.12 της από 16-9-2009 ΠΝΠ, στις πλήρεις μικτές τακτικές αποδοχές που ελάμβανε από την αρχική εργοδότριά του (... ΑΕ), ποσού 5.252,79 ευρώ μηνιαίως και συνολικά, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ποσού 57.255,41 ευρώ, και για το λόγο αυτό ο ίδιος, κατόπιν νομότυπης δήλωσής του, προέβη σε επίσχεση εργασίας από τις 27-9-2011 μέχρι και το τέλος Οκτωβρίου του 2011, δικαιούμενος για το διάστημα αυτό, κατά τις άνω διατάξεις, τις ίδιες μικτές αποδοχές μηνιαίως, ως μισθούς υπερημερίας, συνολικού ποσού 5.953,16 ευρώ. Κατόπιν τούτων ο ενάγων ζήτησε να του επιδικαστεί - μεταξύ άλλων - το μεν καταψηφιστικά, το δε αναγνωριστικά, το συνολικό ποσό των 57.255, 41 ευρώ, ως δεδουλευμένες αποδοχές και το ποσό των 5.953,16 ευρώ, ως αποδοχές υπερημερίας, νομιμοτόκως. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ' αριθ. ... απόφασή του, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, δέχθηκε κατ'ουσία κατά το μέρος τούτο την αγωγή, και επιδίκασε στον ενάγοντα-μεταξύ άλλων-το μεν καταψηφιστικά, το δε αναγνωριστικά, τις αιτούμενες δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας, συνολικού ποσού 57.255,41 ευρώ και 5.953,41 ευρώ, αντίστοιχα, νομιμοτόκως. Κατά της απόφασης αυτής το ηττηθέν εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την από 9-2-2018 με αριθμ.καταθ.... έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ίδια διαδικασία, η με αριθμ. ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την τελευταία το Εφετείο δέχθηκε τυπικά την έφεση και αφού έκρινε ότι ο ενάγων, έχοντας συμπληρώσει τις προϋποθέσεις λήψης πλήρους σύνταξης γήρατος μέχρι τη δημοσίευση της πράξης της μεταφοράς/μετάταξής του στην ανήκουσα στο δημόσιο τομέα ..., στην προσωποπαγή θέση ειδικότητας μηχανολόγου μηχανικού εκπαιδευτικής βαθμίδας ΠΕ, κατόπιν της από 30-11-2009 σχετικής αιτήσεώς του (ενώ ίσχυε η από 16-9-2009 ΠΝΠ), δικαιούται πλήρεις τις, υπέρτερες της νέας θέσης του, τακτικές μικτές αποδοχές που ελάμβανε από την υπό ειδική εκκαθάριση "... ΑΕ", ως προσωπική διαφορά, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.5, 7 παρ.2, 7 και 8 του ν.3717/2008 (και της από 16-9-2010 ΠΝΠ), ποσού 5.252,79 ευρώ μηνιαίως και συνακόλουθα δικαιούται τις επίδικες α) δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 8-10-2010 έως και 27-9-2011, συνολικού ποσού (5.252,79 ευρώ οι μικτές μηνιαίες αποδοχές Χ 10 μήνες+4.727,51 από 1-9-2011 έως και 27-9-2011=) 57.255,41 ευρώ και β) αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 28-9-2011 έως και 31-10-2011, συνολικού ποσού 5.953,16 ευρώ, νομιμοτόκως, μετά ταύτα (το Εφετείο) απέρριψε κατ'ουσία την έφεση του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε κρίνει ομοίως. Κατά της ως άνω τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών το εναγόμενο-εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την από 10-10-2019 και με αριθμ.καταθ. ... αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. ... απόφαση του Αρείου Πάγου. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε βάσιμος ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του, για αναιρετική πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης εκ του αριθμού 1α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγω ευθείας παραβίασης των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου που διέπουν το μισθολογικό καθεστώς του ενάγοντος (τότε αναιρεσιβλήτου) το επίδικο χρονικό διάστημα και κατά παραδοχή του λόγου αυτού αναιρέθηκε η ως άνω απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εν μέρει και συγκεκριμένα κατά το μέρος που αφορά στο ύψος των αποδοχών του. Ειδικότερα, για το νομικό αυτό ζήτημα ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1 και 7, 7 παρ.1, 2 εδ.α, 5 εδ.α', β', γ', δ και 7 του ν.3717/2008 οι υπηρετούντες στις εταιρείες .., "... ΑΕ"....με σχέση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης, με την οποία κάθε μία των άνω εταιριών τέθηκε υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, οι οποίοι μεταφέρθηκαν κατόπιν αιτήσεώς τους υπό την ίδια σχέση εργασίας σε άλλες υπηρεσίες του δημοσίου τομέα-όπως ο ενάγων-εφεσίβλητος-αναιρεσίβλητος κατά τις παραδοχές τις προσβαλλόμενης απόφασης-κατατάσσονται σε βαθμό και μισθολογικό κλιμάκιο ανάλογο με τον συνολικό χρόνο της υπηρεσίας που διήνυσαν στον αρχικό εργοδότη τους και το χρόνο βαθμολογικής εξέλιξης που προβλέπεται για το προσωπικό του φορέα υποδοχής, τυχόν δε επιπλέον τακτικές αποδοχές, τις οποίες ελάμβαναν στον προηγούμενο φορέα, όπως αυτές προσδιορίζονται στο άρθρο 1 παρ.5 του άνω νόμου, διατηρήθηκαν, ως προσωπική διαφορά, όχι όμως πέραν του ποσού των 500 ευρώ μηνιαίως, μειουμένης αυτής με οποιαδήποτε αύξηση των αποδοχών τους μέχρι πλήρους εξισώσεώς τους με τις αποδοχές της νέας θέσης τους (αρθ.7 παρ.7 ν.3717/2008), μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2010, καθόσον η από 16 Σεπτεμβρίου 2009 ΠΝΠ-που με το άρθρο 1 παρ.12 όριζε ότι δεν ίσχυε ο ανωτέρω περιορισμός και ότι οι μεταφερθέντες μισθωτοί εδικαιούντο ως προσωπική διαφορά πλήρεις τις επιπλέον τακτικές αποδοχές που ελάμβαναν από τον προηγούμενο φορέα, υπό τον όρο ότι είχαν μέχρι τη δημοσίευση της πράξης μεταφοράς συμπληρώσει τις προϋποθέσεις λήψης πλήρους σύνταξης γήρατος-είχε παύσει να ισχύει ήδη από τις 19-2-2010 λόγω συμπλήρωσης, τότε, του τριμήνου από της υποβολής της στη Βουλή χωρίς αυτή να κυρωθεί, ενώ από την 1η Ιανουαρίου 2011 εδικαιούντο μόνο τις αποδοχές της θέσης στην οποία μεταφέρθηκαν, χωρίς να διατηρούν ως προσωπική διαφορά τυχόν επιπλέον τακτικές αποδοχές από τον προηγούμενο φορέα, όπως ορίζεται με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.22 του ν.3899/2010. Μετά ταύτα, με την αναιρετική απόφαση κρίθηκε ότι το Εφετείο, δεχόμενο ότι ο ενάγων-αναιρεσίβλητος, ως μεταφερθείς/μεταταγείς, κατά τις διατάξεις του ν.3717/2008, από την αρχική του εργοδότρια "... ΑΕ", στην ..., που ανήκει στο δημόσιο τομέα, σε θέση μηχανολόγου μηχανικού εκπαιδευτικής βαθμίδας ΠΕ, δικαιούται να αξιώνει από το Ελληνικό Δημόσιο το επίδικο διάστημα τις πλήρεις μικτές τακτικές αποδοχές που ελάμβανε από την άνω αρχική εργοδότριά του, ποσού 5.252,79 ευρώ μηνιαίως, παραβίασε ευθέως τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.12 της από 16ης Σεπτεμβρίου 2009 ΠΝΠ, την οποία εφάρμοσε, ενώ αυτή δεν ήταν εφαρμοστέα, ως και τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ.7 ν.3717/2008 και 2 παρ.22 ν.3899/2010, τις οποίες δεν εφάρμοσε, ενώ ήταν εφαρμοστέες, καθόσον η ισχύς της ως άνω ΠΝΠ είχε παύσει ήδη από τις 19 Φεβρουαρίου 2010, και το μισθολογικό καθεστώς του αναιρεσίβλητου, κατά τα διαστήματα, από 1η Νοεμβρίου 2010 μέχρι 31η Δεκεμβρίου 2010 και από 1 Ιανουαρίου 2011 μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2011, διεπόταν από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 3717/2008 και 3899/2010, αντίστοιχα. Στη συνέχεια το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου αναίρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το προαναφερόμενο μέρος και παρέπεμψε την υπόθεση κατά τούτο στο Εφετείο Αθηνών, προκειμένου να εκδικαστεί με άλλη σύνθεση κατά τούτο αναιρούμενο μέρος της (580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατόπιν της παραπομπής της υπόθεσης ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, και μετά από την από 19-9-2022 με αριθμ. καταθ. ... κλήση του εκκαλούντος- εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου κατά του εφεσιβλήτου-ενάγοντος, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η προσβαλλόμενη, με την υπό κρίση αναίρεση, με αριθ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την απόφασή του αυτή το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα, για τα οποία δεν είχε κριθεί με την αναιρετική απόφαση βάσιμος λόγος αναίρεσης, αλλά ούτε και προβάλλονται αιτιάσεις με την κρινόμενη αίτηση αίτησης από τον νυν αναιρεσείοντα-ενάγοντα: "...Ο εφεσίβλητος-ενάγων [ήδη αναιρεσείων] προσελήφθη στις 22-10-2976 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από την εταιρεία με την επωνυμία "... ΑΕ", προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του ως μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος. Μετά δε τη θέση της ανωτέρω εταιρείας σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης και την εξ αυτού του λόγου καταγγελία της σύμβασης εργασίας του στις 15-12-2009, μετατάχθηκε κατόπιν αιτήσεώς του, από 8-11-2010 στην Επιτροπή Διερεύνησης Ατυχημάτων και Ασφάλειας Πτήσεων (...) του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων του εκκαλούντος-εναγομένου σε συνιστώμενη προσωποπαγή θέση εκπαιδευτικής βαθμίδας ΠΕ Μηχανολόγων Μηχανικών και με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Ο ενάγων άρχισε να παρέχει τις ανωτέρω υπηρεσίες του στην πιο πάνω θέση εργασίας από τις 8-11-2010. Ωστόσο το εκκαλούν-εναγόμενο δεν κατέβαλε στον εφεσίβλητο-ενάγοντα τις δεδουλευμένες αποδοχές αυτού από τις 8-11-2010 έως τις 27-9-2011 [.....] ο εφεσίβλητος-ενάγων, εξαιτίας της μη καταβολής των ανωτέρω δεδουλευμένων αποδοχών του, προέβη σε επίσχεση εργασίας από τις 28-9-2011". Ακολούθως το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής ως προς το ύψος των μικτών αποδοχών του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος το επίδικο διάστημα, που ρυθμίζονται, κατά την άνω αναιρετική απόφαση από τις ανωτέρω εφαρμοστέες διατάξεις, και ενδιαφέρουν τον προκείμενο αναιρετικό έλεγχο, δέχθηκε τα εξής: "...οι μηνιαίες αποδοχές του ....για την ανωτέρω θέση εργασίας του (μηχανολόγου μηχανικού εκπαιδευτικής βαθμίδας ΠΕ στην ...), με το συνυπολογισμό και της προϋπηρεσίας του στην "... ΑΕ" από 22-10-1976 έως 15-12-2009 ανέρχονταν για όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα-[από 8-11-2010 έως και Οκτώβριο του 2010] στο ποσό των 1.766 ευρώ (ήτοι 1.666 ευρώ βασικός μισθός+100 ευρώ κίνητρο απόδοσης...). Επομένως, ο εφεσίβλητος-ενάγων δικαιούται: α) ως δεδουλευμένες αποδοχές: 1) από 8-11-2010 έως 30-11-2010 το ποσό των 1.353,94 ευρώ, 2) από 1-12-2010 έως 30-8-2011 το ποσό των (1.766 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές του Χ 9 μήνες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος ) 15.894 ευρώ, 3) από 1-9-2011 έως 27-9-2011 το ποσό των 1.589,40 ευρώ και β) ως αποδοχές υπερημερίας: 1) από 28-9-2011 έως 30-9-2011 το ποσό των 176,60 ευρώ και 2) από 1-10-2011 έως 31-10-2011 το ποσό των 1.766 ευρώ. [....]. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και ουσία και: 1) να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (1.353,94+1.766+1.766+1.766+ 1.766+1.766+1.766 +1.766+ 176,60 +1.766) 15.658,54 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές Νοεμβρίου (από 8.11 έως 30.11) και Δεκεμβρίου 2010, Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Μαίου και Ιουνίου του 2011 και για αποδοχές υπερημερίας Σεπτεμβρίου (από 28-9-2011 έως 30-11-2011) και Οκτωβρίου του 2011, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και 2) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (1.766+1.766+1.589,40) 5.121,40 ευρώ, για δεδουλευμένες αποδοχές Ιουλίου, Αυγούστου και Σεπτεμβρίου (από 1.9 έως 27.9) του 2011, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής". Κατόπιν τούτων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της παραπομπής, αφού δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσία την από 9-2-2018 έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, εξαφάνισε την υπ'αριθμ. ... απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κράτησε και δίκασε κατ' ουσία την υπόθεση κατά το μέρος που παραπέμφθηκε ενώπιόν του, δέχθηκε κατά τούτο εν μέρει την από 8-12-2011 αγωγή ως κατ'ουσία βάσιμη και, με βάση υπολογισμού τις μικτές μηνιαίες αποδοχές της νέας θέσης στην οποία μετατάχθηκε στην ..., μετά από συνυπολογισμό της προϋπηρεσίας του στην "... ΑΕ", αναγνώρισε ότι το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα το ποσό των 15.658,54 ευρώ και το υποχρέωσε να του καταβάλει (και) το ποσό των 5.121,40 ευρώ, ως δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας του επιδίκου χρονικού διαστήματος, από 8-11-2010 έως και τον Οκτώβριο του 2011, κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις, νομιμοτόκως. Έτσι που έκρινε το Εφετείο ως δικαστήριο παραπομπής, με την προσβαλλόμενη υπ'αριθμ. ... απόφασή του, δεσμευόμενο από την προαναφερόμενη απόφαση του Αρείου Πάγου για το νομικό ζήτημα που λύθηκε, δηλαδή του καθορισμού των μικτών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος το επίδικο χρονικό διάστημα από 8-11-2010 έως και 31-12-2010, από τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ.7 του ν.3717/2008, και από τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.22 του 3899/2010 για το διάστημα από 1-1-2011 έως και 31-10-2011, μη επιδικάζοντας κατά το διάστημα αυτό μηνιαίως και τα τακτικά επιδόματα του άρθρου 1 παρ.5 του ν.3717/2008, που περιλαμβάνονται στις πλήρεις τακτικές αποδοχές που ελάμβανε από τον προηγούμενο φορέα, τα οποία, κατά τη διάταξη αυτή καταβάλλονται σε κάθε εργαζόμενο και ισχύουν με βάση συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή εξομοιούμενες με συλλογικές συμβάσεις εργασίας διαιτητικές αποφάσεις την 1-10-2008, συμμορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση. Και τούτο καθόσον με την άνω αναιρετική απόφαση είχε κριθεί ότι ο αναιρεσείων για το επίδικο διάστημα, κατά τις εφαρμοστέες, με τις άνω διακρίσεις, διατάξεις των άρθρων 7 παρ.7 του ν.3717/2008 και αρθ.2 παρ.22 του ν.3899/2010, δικαιούται α) τις αποδοχές της νέας θέσης του, της, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της τότε αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, συνιστώμενης προσωπαγούς θέσης μηχανολόγου μηχανικού εκπαιδευτικής βαθμίδας ΠΕ, στην οποία είχε μεταφερθεί/μεταταγεί στην ..., με συνυπολογισμό της προϋπηρεσίας του στον προηγούμενο φορέα, όπως ορθώς έκρινε κατά τούτο και το Εφετείο με την προσβαλλόμενη, υπ'αριθμ...., απόφασή του, και β) ότι πλέον των αποδοχών αυτών, μόνο για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2010, δικαιούται, κατ'άρθρο 7 παρ.7 του ν.3717/2008, το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, ως προσωπική διαφορά, για τις επιπλέον τακτικές αποδοχές του (ποσού 5.252,79 ευρώ μηνιαίως), όπως αυτές προσδιορίζονται από το άρθρο 1 παρ.5 του ίδιου νόμου, στις οποίες περιλαμβάνονται και τα τακτικά επιδόματα που καταβάλλονται σε κάθε εργαζόμενο την 1-10-2008, και ελάμβανε από τον προηγούμενο φορέα. Κατά συνέπεια το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, μη επιδικάζοντας το επίδικο χρονικό διάστημα τα τακτικά επιδόματα που προσδιορίζονται από την διάταξη 1 παρ.5 του ν.3717/2008, η οποία δεν είχε κριθεί εφαρμοστέα για τον καθορισμό των αποδοχών του το επίδικο διάστημα, κινήθηκε μέσα στα όρια που διαγράφονται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 579 παρ.1, 580 παρ.3 και 581 παρ.2 και 3 ΚΠολΔ, συμμορφούμενο με την αναιρετική απόφαση ως προς αυτό το νομικό ζήτημα που έλυσε. Επομένως, ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, όπως κατά περιεχόμενο εκτιμάται, συνδυαζόμενος με τις σχετικές περικοπές του δεύτερου και τρίτου λόγου αυτής, αληθώς από τον αριθμό 18 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (και όχι από το άρθρο 560 αρ.6 ΚΠολΔ όπως αριθμείται), με τον οποίο ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια, επειδή το Εφετείο δεν επιδίκασε τα τακτικά επιδόματα που προσδιορίζονται από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.5 του ν.3717/2008, και καταβάλλονται σε κάθε εργαζόμενο, όπως και στον ίδιο από τον προηγούμενο φορέα του, είναι αβάσιμος. Λόγω της αβασιμότητας του ανωτέρω λόγου αναίρεσης, ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτος σκέλος του και οι δεύτερος και τρίτος λόγοι αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος τους, προβαλλόμενοι με την επίκληση, αληθώς, των αριθμών 19, 1 και 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (και όχι των αριθμών 6, 1 και 5 του άρθρου 560 ΚΠολΔ αντίστοιχα, όπως αριθμούνται), κατά το μέρος με το οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το Εφετείο δεν συνυπολόγισε στις μικτές μηνιαίες αποδοχές, που ο αναιρεσείων δικαιούται το επίδικο χρονικό διάστημα από 8-11-2010 έως 31-12-2010 και δεν του επιδίκασε, τα τακτικά επιδόματα που προσδιορίζονται από την εφαρμοστέα διάταξη του άρθρου 1 παρ.5 του ν.3717/2008 και καταβάλλονται σε κάθε εργαζόμενο που ισχύουν με βάση συλλογικές συμβάσεις και ή εξομοιούμενες σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας διαιτητικές αποφάσεις την 1-10-2008 και δη το οικογενειακό επίδομα (γάμου) και το επίδομα τέκνου, είναι απαράδεκτοι, κατ'άρθρον 562 παρ.1 ΚΠολΔ. Και τούτο διότι ο ισχυρισμός αυτός προσκρούει ευθέως στην ανωτέρω, υπ'αριθμ. ... απόφαση του Αρείου Πάγου, προς την οποία, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα παραπάνω, συμμορφώθηκε το Εφετείο κατά τούτο με την προσβαλλόμενη απόφασή του. Καθό μέρος με τους ανωτέρω λόγους αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει-όπως εκτιμάται- στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 ΚΠολΔ, με την αιτίαση της παραβίασης, ευθέως και εκ πλαγίου, των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του ν. 3205/2003 που προβλέπουν την επιδίκαση των ίδιων ως άνω επιδομάτων (γάμου και τέκνου) ως περιλαμβανόμενα στις τακτικές αποδοχές της νέας θέσης του στην ..., με βάση τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι αβάσιμοι. Και τούτο διότι στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν διαλαμβάνονται παραδοχές ότι ο αναιρεσείων το επίδικο χρονικό διάστημα, που προσέφερε τις υπηρεσίες του στην συνιστώμενη προσωπαγή θέση του στην ... ως μηχανολόγος μηχανικός εκπαιδευτικής βαθμίδας ΠΕ, ήταν έγγαμος και είχε προστατευόμενα τέκνα, ώστε να δικαιούται κατά τις επικαλούμενες διατάξεις τα αντίστοιχα επιδόματα, περιλαμβανόμενα στις τακτικές αποδοχές της θέσης αυτής, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων. Με τους ίδιους ως άνω λόγους ο αναιρεσείων εσφαλμένως επικαλείται ως προσδιοριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.5 του ν.3717/2008 και καταβλητέα κατ'αυτήν τακτικά επιδόματα, εκτός των δύο ανωτέρω, και τα επιδόματα των εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, καθόσον με το τελευταίο εδάφιο της διάταξης αυτής ορίζεται το αντίθετο, δηλαδή ότι στα τακτικά επιδόματα δεν λαμβάνονται υπόψη τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Ο αναιρεσείων, αξιώνοντας με την ένδικη αγωγή τις πλήρεις τακτικές αποδοχές του (βασικό μισθό και τακτικά επιδόματα) που ελάμβανε από τον προηγούμενο φορέα, όπως αυτές προσδιορίζονται από την άνω διάταξη του άρθρου 1 παρ.5 του ν.3717/2008, στις οποίες δεν περιλαμβάνονται τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, δεν διέλαβε τα επιδόματα αυτά στους αγωγικούς ισχυρισμούς του και δεν αξίωσε την επιδίκασή τους, αλλά, όπως και ο ίδιος ιστορεί στον τρίτο λόγο αναίρεσης, επικαλούμενος την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, το πρώτον προέβαλε το σχετικό ισχυρισμό και αίτημα επιδίκασης των εν λόγω επιδομάτων με την προσθήκη των προτάσεών του ενώπιον του Εφετείου και στους προσκομιζόμενους με αυτή αναλυτικούς και εικονικούς πίνακες υπολογισμού των αποδοχών του. Επομένως, ο εν λόγω ισχυρισμός του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, προταθείς κατά τον τρόπο αυτό συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής του, κατ'άρθρον 224 ΚΠολΔ και συνεπώς ο τρίτος λόγος αναίρεσης, αναφορικά με τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, στηρίζεται σε ισχυρισμό που δεν προτάθηκε νόμιμα και είναι απαράδεκτος, κατ'άρθρον 562 παρ.2 ΚΠολΔ. Το Εφετείο όμως κρίνοντας ως ανωτέρω για το ύψος των μικτών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος για τους μήνες Νοέμβριο (από 8-11-2010 έως και 30-11-2010) και Δεκέμβριο 2010, καθό μέρος δεν υπολόγισε σε αυτές την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.7 του ν.3717/2008 ως προσωπική διαφορά, για τις επιπλέον τακτικές αποδοχές (ποσού 5.252,79 ευρώ), που ελάμβανε από τον προηγούμενο φορέα, το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, όπως είχε κριθεί με την ανωτέρω αναιρετική απόφαση, δεν συμμορφώθηκε προς την τελευταία όσον αφορά το επιλυθέν αυτό νομικό ζήτημα, ως προς το οποίο δεσμευόταν από την αναιρετική απόφαση, ότι δηλαδή για το διάστημα αυτό ο αναιρεσείων δικαιούται-πλέον των μικτών μηνιαίων αποδοχών της νέας θέσης του με συνυπολογισμό του συνολικού χρόνο προϋπηρεσίας του που του επιδικάστηκαν-και το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως ως προσωπική διαφορά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.7 του ν.3717/2008, την οποία (το Εφετείο) δεν εφάρμοσε. Κατά συνέπεια το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, με την ως άνω κρίση του, παρότι δεσμευόταν, δεν συμμορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση κατά το μέρος τούτο, όπως βάσιμα, ισχυρίζεται ο αναιρεσείων με τον πρώτο, κατά το δεύτερο σκέλος του, τον δεύτερο και τρίτο, κατά το δεύτερο σκέλος τους υπό τον αριθμό 5, λόγους αναίρεσης, αληθώς από τον αριθμό 18 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενος ειδικότερα ότι δικαιούται την προβλεπόμενη από το άρθρο 7 παρ.7 του ν.3717/2008 προσωπική διαφορά για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2010, όπως κρίθηκε με την αναιρετική απόφαση, και δη μειωμένη, διαδοχικά, κατά 12% και 8%, σύμφωνα με τους νόμους 3833/2010 και 3845/2010, αντίστοιχα. Επομένως, οι ανωτέρω λόγοι αναίρεσης, με επίκληση της αναιρετικής πλημμέλειας από τον αριθμό 18 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι. Οι λοιπές διαλαμβανόμενες στον τρίτο λόγο αναίρεσης αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση για το ακριβές ύψος των λοιπών μικτών αποδοχών που του επιδίκασε έλαβε υπόψη και σχετικό έγγραφο, το από 15-11-2023, το οποίο επικαλέστηκε και προσκόμισε το εναγόμενο και αναιρεσίβλητο ως αποδεικτικό μέσο, δεν ιδρύουν την επικαλούμενη αναιρετική πλημμέλεια, της μη συμμόρφωσής της προς την αναιρετική απόφαση. Κατά τα λοιπά με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου και του τρίτου λόγου αίτησης αναίρεσης και με τον τέταρτο λόγο αυτής, όπως το περιεχόμενό τους εκτιμάται, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (και όχι από τους αριθμούς 560 αρθ.1 και 560 παρ.5 ΚΠολΔ), επικαλούμενος ότι το Εφετείο, λαμβάνοντας ως βάση υπολογισμού των επιδίκων αποδοχών του του χρονικού διαστήματος από 1-1-2011 έως 31-10-2011 τις μικτές μηνιαίες αποδοχές της νέας θέσης του στην ..., σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.22 του ν. 2 παρ.22 του 3899/2010, όπως κρίθηκε με την αναιρετική απόφαση, προσδιορίζοντας αυτές στο ποσό των 1.766 ευρώ μηνιαίως (βασικός μισθός+κίνητρο απόδοσης) χωρίς συνυπολογισμό 1) του ειδικού επιδόματος- πρόσθετης αμοιβής ΠΕ ... του άρθρου 6 παρ.6 του ν.2912/2001 2) της Πρόσθετης Αμοιβής Προϊσταμένου Τμήματος ... 3) της Αποζημίωσης Ετοιμότητας Διερευνητή ... και 4) της Ειδικής Αποζημίωσης Ραντάρ ..., δεν εφάρμοσε και παραβίασε ευθέως διάταξη ουσιαστικού δικαίου, που προβλέπει τα επιδόματα αυτά και περιλαμβάνονται στις αποδοχές της νέας θέσης του. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, αναφορικά με το υπό τον αριθμό 1 ειδικό επίδομα-πρόσθετη αμοιβή, με επίκληση ενάριθμα της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που φέρεται να παραβιάστηκε ευθέως, είναι αβάσιμος. Και τούτο διότι η επικαλούμενη διάταξη του άρθρου 6 παρ.6 του ν.2912/2001 προβλέπει τον καθορισμό, με κοινή απόφαση των Υπουργών Μεταφορών και Επικοινωνιών και Οικονομικών, ειδικής πρόσθετης αμοιβής, για τους υπαλλήλους της Μονάδας Μελετών και Διερεύνησης Αεροπορικών Ατυχημάτων και Συμβάντων, η οποία (Μονάδα) συνίσταται κατά την παρ.1 του ίδιου άρθρου για την υποβοήθηση του έργου της ..., είναι οργανωμένη σε επίπεδο Διεύθυνσης και ανήκει οργανικά σε αυτήν (στην ...).
Συνεπώς, ανεξάρτητα από την έκδοση ή μη της προβλεπόμενης από την άνω διάταξη ΚΥΑ που καθορίζει την αναφερόμενη ειδική πρόσθετη αμοιβή, ο αναιρεσείων, ο οποίος, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, μετατάχθηκε σε θέση μηχανολόγου μηχανικού εκπαιδευτικής βαθμίδας ΠΕ στην ..., και συνακόλουθα δεν είναι υπάλληλος της διακριτής και συσταθείσας με το άρθρο 6 του άνω νόμου Μονάδας Μελετών και Διερεύνησης Αεροπορικών Ατυχημάτων και Συμβάντων, και δεν δικαιούται, πρωτίστως για το λόγο αυτό, την αναφερόμενη στην άνω διάταξη ειδική πρόσθετη αμοιβή. Αναφορικά με τα λοιπά επικαλούμενα επιδόματα οι ανωτέρω λόγοι αναίρεσης είναι απαράδεκτοι, καθόσον δεν καθορίζεται ενάριθμα η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που προβλέπει τα επιδόματα αυτά, και φέρεται να παραβιάστηκε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως απαιτείται κατά τα αναφερόμενα στην νομική σκέψη που προηγήθηκε για το ορισμένο, του από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης. Σε κάθε περίπτωση οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, καθόσον τα ιστορούμενα σε αυτούς επιδόματα, υπό τους αριθμούς 2, 3 και 4, δεν προσιδιάζουν στη νέα θέση του αναιρεσείοντος στην ..., του μηχανολόγου μηχανικού ΠΕ, με βάση τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον στην τελευταία δεν διαλαμβάνεται παραδοχή ότι η θέση αυτή ήταν θέση Προϊσταμένου Τμήματος, και Διερευνητή στην ... με χρήση ραντάρ. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, κατά παραδοχή του πρώτου, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγου της αίτησης αναίρεσης, και του δεύτερου σκέλους υπό τον αριθμό 5, των δεύτερου και τρίτου λόγων αυτής, που κρίθηκαν βάσιμοι, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει και συγκεκριμένα κατά το κεφάλαιο των δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος του Νοεμβρίου 2010 (από 8-11-2010 έως και 30-11-2010) και του μηνός Δεκεμβρίου 2010, που προσδιορίστηκαν χωρίς συνυπολογισμό της προσωπικής διαφοράς του άρθρου 7 παρ.7 του ν.3717/2008, ποσού 500 ευρώ μηνιαίως. Περαιτέρω, επειδή αναιρείται κατά το προαναφερόμενο μέρος εκ νέου η προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, στο οποίο η υπόθεση είχε παραπεμφθεί με την με αριθμό ... απόφαση του Αρείου Πάγου, μετά από αναίρεση της προηγούμενης με αριθμό ... απόφασης του άνω δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για την ίδια υπόθεση, πρέπει να κρατηθεί κατά το μέρος τούτο η υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση στο τμήμα αυτό του Αρείου Πάγου σε νέα συζήτηση. Η συζήτηση αυτή θα λάβει χώρα, ύστερα από κλήση, με φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων, κατ'εφαρμογή των δύο τελευταίων εδαφίων της παρ.3 του άρθρου 580 του ΚΠολΔ, όπως η παρ.3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως και του χρόνου άσκησης της ένδικης αίτησης αναίρεσης, τα οποία ορίζουν ότι αν η (μετ'αναίρεση) απόφαση του δικαστηρίου της παραπομπής αναιρεθεί εκ νέου, δεν γίνεται νέα παραπομπή, αλλά ο Άρειος Πάγος δικάζει την ουσία της υπόθεσης και ότι στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται εκ νέου με κλήση στο ίδιο τμήμα (ΑΠ 2990/2022, ΑΠ 751/2020, ΑΠ 503/2017). Λόγω της κατά τα ανωτέρω μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων, που παρέστησαν και κατέθεσαν προτάσεις, πρέπει κατ'εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 22 παρ.2 εδ. β του Ν. 3693/1957, τα δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ του αναιρεσείοντος και του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθμό ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (διαδικασία εργατικών διαφορών), κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. Κρατεί την υπόθεση κατά το μέρος αυτό προς ουσιαστική εκδίκαση σε νέα συζήτηση που θα οριστεί στο παρόν αναιρετικό τμήμα, ύστερα από επίσπευση του επιμελέστερου των διαδίκων. Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ του αναιρεσείοντος και του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 07 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 23 Ιανουαρίου 2025.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή