
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 144 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 144/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ζαμπέττα Στράτα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου, Ιωάννη Δουρουκλάκη - Εισηγητή, Γεώργιο Αυγέρη και Μαρία Σιμιτσή - Βετούλα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 8 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "....", που εδρεύει στο ... Κέρκυρας και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Τζαβέλλα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Ε. Α. - Π., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα της δικηγόρο και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-12-2018 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 16-11-2021 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η αυτοπροσώπως παρασταθείσα αναιρεσίβλητη ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 16-11-2021 και με αριθ. κατάθεσης ... αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών με αριθ. ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφασή του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού, κατά παραδοχή ως βάσιμης κατ' ουσία της από 18-9-2020 και με αριθ. κατάθ. ... έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ' αριθ. ... οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε δεχτεί εν μέρει ως κατ' ουσία βάσιμη την από 18-12-2018 και με αριθ. κατάθ. ... αγωγή κατ' αυτής της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, στη συνέχεια, δικάζοντας την ως άνω αγωγή, δέχθηκε αυτήν εν μέρει ως βάσιμη κατ' ουσία και αναγνώρισε ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 25.772,28 ευρώ με το νόμιμο τόκο, ως αμοιβή της για τις δικαστικές και εξώδικες πράξεις και ενέργειες που διενήργησε προς υπεράσπιση των συμφερόντων της, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή και στα πλαίσια της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσης σύμβασης εντολής. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 εδ. α' του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 2/2024, 3/2024, 5/2023, 3-4/2022, 6/2019, 2/2019). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 16 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης επιτρέπεται και αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την "παράβαση νόμου", δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων σε σχέση με όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και σε καταφατική περίπτωση αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα που του προσέδωσε η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ διαφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, ως κρίση περί τα πράγματα, η συνδρομή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς και των διαδίκων. Αν η κρίση περί δεδικασμένου στηρίζεται μόνον επί διαδικαστικών εγγράφων, προς διακρίβωση της βασιμότητας ή μη του λόγου ελέγχεται και η εκτίμηση του περιεχομένου τους, ενώ επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο και η απόφαση από όπου απορρέει το δεδικασμένο. Εξ άλλου κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 του ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για την έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Έννομη σχέση κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα επί μέρους πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απόσβησαν τις έννομες συνέπειες (ΟλΑΠ 7/2013, ΑΠ 456/2018. ΑΠ 294/2016, ΑΠ 1419/2015). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 322 παρ.1 εδ. β του ΚΠολΔ το δεδικασμένο εκτείνεται και επί του δικονομικού ζητήματος που κρίθηκε οριστικά. Ως τέτοιο, νοείται, κυρίως, η απόρριψη της αγωγής, ως απαράδεκτης, λόγω έλλειψης μιας ή περισσοτέρων διαδικαστικών προϋποθέσεων, που αναφέρονται είτε στους διαδίκους (ικανότητα να είναι διάδικος ή να παρίσταται στο δικαστήριο), είτε στο δικαστήριο (αρμοδιότητα), είτε στο αντικείμενο της δίκης (εκκρεμοδικία, δεδικασμένο), είτε στο εισαγωγικό έγγραφο της δίκης (ορισμένο της αγωγής). Ειδικότερα, η απόφαση, που απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη, δεν λύνει το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι του ουσιαστικού δικαιώματος, του οποίου έγινε επίκληση. Έτσι, το δικαίωμα αυτό εξακολουθεί να είναι νομικά αμφισβητήσιμο και μετά την κατά τα άνω απόρριψη της αγωγής. Τούτο δε, διότι στην περίπτωση αυτή η δέσμευση από το δεδικασμένο καταλαμβάνει μόνο τον συγκεκριμένο λόγο απόρριψης της αγωγής, με την έννοια ότι σε περίπτωση άσκησης νέας, όμοιας, κατά περιεχόμενο αγωγής με την προηγουμένη, ήτοι αγωγής που εμφανίζει την ίδια δικονομική έλλειψη, το δικαστήριο θα απορρίψει αυτή, ως απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου περί την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋπόθεσης, χωρίς να ερευνήσει αν ορθώς ή εσφαλμένως έκρινε το προηγούμενο δικαστήριο. Αντίθετα, εφόσον με τη δεύτερη αγωγή επέρχονται οι αναγκαίες διαφοροποιήσεις με τις οποίες συμπληρώνονται οι ασάφειες ή ελλείψεις που προκάλεσαν την έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης του ορισμένου αυτής, δεν ισχύει πλέον το δεδικασμένο και είναι επιτρεπτή η άσκηση εκ νέου της ως άνω δεύτερης αγωγής (ΑΠ 113/2019, ΑΠ 43/2015, ΑΠ 190/2008). Τέλος, κατά τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 του KΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο ανωτέρω λόγος αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα, που προκύπτουν από παραβάσεις διατάξεων δικονομικού μόνο δικαίου, οι οποίες θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις, ως προς το κύρος της διαδικαστικής πράξης, η μη τήρηση των οποίων αποκλείει εκ των προτέρων την εγκυρότητα ή το επιτρεπτό της διαδικαστικής πράξης (Ολ. Α.Π. 963/1985, Ολ. Α.Π. 2/2001, Ολ. Α.Π. 12/2000), δηλαδή αυτές που ανάγονται στη διαδικασία και είναι συνέπεια εφαρμογής δικονομικών διατάξεων, ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου του αριθμού 1 του KΠολΔ (Ολ. Α.Π. 1/1999, Α.Π. 2001/2009, Α.Π. 558/2008). Δικονομικές ακυρότητες είναι όσες αποτελούν νόμιμες κυρώσεις, που απαγγέλλονται για παράβαση διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία και κυρίως τον τύπο των διαδικαστικών πράξεων, δηλαδή οι ακυρότητες, κατά την έννοια των άρθρων 159-161 του KΠολΔ. Με τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθμός 14 του KΠολΔ λόγο, ελέγχονται, πλην άλλων, το παραδεκτό της άσκησης των ενδίκων μέσων (Α.Π. 933/2014, Α.Π. 371/2008), των προσθέτων λόγων έφεσης (Ολ. Α.Π. 2091/1986, Α.Π. 267/2017), της αντέφεσης, των ανακοπών και των προσθέτων λόγων αυτών, καθώς και το παραδεκτό της προβολής των ισχυρισμών (Α.Π. 374/2019, Α.Π. 208/2018). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 8 του KΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται όχι μόνον όταν τα "πράγματα" δηλαδή οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και άρα, ως ουσιώδεις ισχυρισμοί, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης (Ολ. Α.Π. 25/2003, Ολ. Α.Π. 3/1997, Ολ. Α.Π. 11/1996) και τα οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όπως συμβαίνει όταν το δικαστήριο της ουσίας κρίνει επί ανύπαρκτης βάσης αγωγής ή λόγου έφεσης (Ολ. Α.Π. 22/2005) ή λαμβάνει υπόψη θεμελιωτικά της αγωγής γεγονότα, τα οποία δεν περιέχονται σε αυτή (Ολ. Α.Π. 294/1981) και το δικαστήριο της ουσίας τα έλαβε υπόψη, αν και δεν προτάθηκαν σ` αυτό από τον αναιρεσίβλητο, αλλά και όταν προτάθηκαν μεν, αλλά απαραδέκτως (Α.Π. 728/2010), όπως στην περίπτωση της μη παραδεκτής μεταβολής της αγωγικής βάσεως ή λήψεως υπόψη γεγονότων, μη περιεχομένων στην αγωγή ή προτάσεως νέων ισχυρισμών, χωρίς τις προϋποθέσεις του άρθρου 269 του KΠολΔ - το οποίο ήδη έχει καταργηθεί με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α` 87/23-07-2015) - και του άρθρου 527 του ίδιου Κώδικα. Αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ισχυρισμό, που προτάθηκε απαραδέκτως, τον οποίο δέχθηκε κατ` ουσίαν, ιδρύονται παράλληλα και οι δύο αναιρετικοί λόγοι από τον αριθμό 8 και τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του KΠολΔ (Α.Π. 376/2018, Α.Π. 724/2011, Α.Π. 389/2010, Α.Π. 728/2010, Α.Π. 128/2008). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 261 Α.Κ. την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής, η δε παραγραφή, που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Ως έγερση της αγωγής, η οποία επιφέρει την κατά τα ανωτέρω διακοπή της παραγραφής, νοείται η, κατά τις διατάξεις των άρθρων 215 παρ. 1 και 221 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.ικ., ολοκλήρωση της άσκησης αυτής, με την έγκυρη επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο (Α.Π. 720/2019). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 263 Α.Κ., κάθε παραγραφή, που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, θεωρείται ως να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή εντός έξι μηνών, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Στην περίπτωση που η διακοπή της παραγραφής επέρχεται με την άσκηση της αγωγής, η νέα παραγραφή, ακόμη και στις αξιώσεις του άρθρου 250 Α.Κ., αρχίζει από την άσκηση αυτής, διακοπτόμενη δε μετά από κάθε νέα διαδικαστική πράξη, αρχίζει εκ νέου απ` αυτήν. Εξάλλου, ο νόμος ρυθμίζει ειδικά την παραίτηση από την αγωγή ή την απόρριψη αυτής για λόγους μη ουσιαστικούς, επαναλαμβάνοντας διάταξη του προϊσχύοντος δικαίου, ότι με την παραίτηση ή απόρριψη αυτή ματαιούται μεν η διακοπή και λογίζεται πως δεν έγινε, πλην όμως, αν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι μηνών από την παραίτηση ή την τελεσίδικη απόρριψη, η διακοπή της παραγραφής λογίζεται ότι χώρησε από την πρώτη αγωγή, χωρίς πάντως να θεωρείται ανεπίτρεπτη η άσκηση νέας αγωγής πριν από την τελεσιδικία που αρχίζει από την τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης και όχι απλώς από τη δημοσίευση της απορριπτικής οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 1221/2011). Κατά την έννοια του νόμου, απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς υπάρχει σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία απορρίπτεται η αγωγή για λόγο, που δεν ανάγεται στη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαίτησης. Τέτοιοι λόγοι μπορεί να είναι η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, η έλλειψη ικανότητας δικαστικής παραστάσεως, η αοριστία της αγωγής και γενικότερα, οι λόγοι εκείνοι, που, κατά βασική δικονομική αρχή, ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της υπάρξεως και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξιώσεως και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωση αυτής. Η δε τελεσιδικία της απόφασης αυτής επέρχεται, όταν κατά το άρθρο 321 KΠολΔ δεν μπορεί να ασκηθεί ανακοπή ερημοδικίας και έφεση κατά της ως άνω απόφασης λόγω παρέλευσης της προθεσμίας για την άσκηση των τακτικών αυτών ενδίκων μέσων ή λόγω παραίτησης από αυτά ή λόγω αποδοχής της πρωτοβάθμιας απόφασης, για το δικονομικό δε αυτό ζήτημα δημιουργείται δεδικασμένο κατά το άρθρο 322 παρ. 1 εδ. β KΠολΔ. Ως επανέγερση δε της αγωγής νοείται η άσκηση νέας αγωγής από τον ίδιο ενάγοντα κατά του ίδιου εναγομένου, που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία. Το διακοπτικό αποτέλεσμα της παραγραφής δεν επηρεάζεται από τον περιορισμό του αιτήματος της νέας αγωγής, ούτε από την υποβολή με αυτήν προσθέτου ή διαφόρου αιτήματος, το οποίο συνάπτεται με τη δικαστική νομιμοποίηση των διαδίκων και δεν διαφοροποιεί την ταυτότητα της διαγνωστέας αξίωσης (ΑΠ 261/2021, ΑΠ 505/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.ικ., επισκόπηση των προσκομιζομένων διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη άσκησε την από 14-7-2011 αγωγή της κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία αμοιβών) με την οποία ζήτησε, επικαλούμενη ότι στα πλαίσια ανατεθείσης σ' αυτήν εντολής από μετόχους της, διενήργησε κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2007 έως τις αρχές του έτους 2010 τις αναφερόμενες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, να αναγνωριστεί ότι αυτή υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό των 135.575 ευρώ ως νόμιμη, ελλείψει ειδικής συμφωνίας, αμοιβή και το ποσό των 2.398 ευρώ ως οφειλόμενο υπόλοιπο εξόδων. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η ... απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η αγωγή αυτή έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσία για το ποσό των 97.925. Στη συνέχεια η εναγομένη άσκησε την από 17-12-2015 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η ... απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή τυπικά και κατ' ουσία η έφεση, εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση, και απερρίφθη η αγωγή, ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης της διαδικαστικής προυπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης. Ακολούθως η ενάγουσα εντός έξι μηνών από τη δημοσίευση κατά την 29-6-2018 της ως άνω απόφασης του Εφετείου άσκησε την ένδικη από 18-12-2018 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την αγωγή της αυτή η ενάγουσα επικαλούμενη τα αυτά πραγματικά περιστατικά ως προς τη διαγνωστέα αξίωσή της, επικαλέστηκε τα πραγματικά περιστατικά θεμελιωτικά της παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης, η έλλειψη των οποίων είχε ως συνέπεια την κήρυξη της πρώτης αγωγής της ως απαράδεκτης και ζήτησε να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει τη νόμιμη αμοιβή της για τις δικαστικές και εξώδικες πράξεις, όπως αναφέρονταν και στην πρώτη αγωγή της. Η δεύτερη αυτή αγωγή, η οποία βασίζεται στην ίδια ιστορική αιτία ως προς την διαγνωστέα αξίωση αμοιβής και το αίτημά της, παρά το ότι είναι υψηλότερο απ` ό,τι ζητήθηκε με την πρώτη αγωγή, αποτελεί, σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω, επανάσκηση της πρώτης αγωγής, και δεν διαφοροποιεί την ταυτότητα της διαγνωστέας ουσιαστικής αξίωσης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ` αριθμ. ... απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ` ουσία βάσιμη, αφού απέρριψε τους νομίμως προβληθέντες ισχυρισμούς της εναγομένης α) περί υπάρξεως δεδικασμένου απορρέοντος από την με αρ. ... απόφαση του Εφετείου επί της πρώτης αγωγής, λόγω του ότι κατά τους ισχυρισμούς της η αγωγή αυτή είχε απορριφθεί από το δικαστήριο, όχι για τυπικό λόγο, αλλά για λόγους ουσιαστικούς και β) περί πενταετούς παραγραφής της απαίτησης κατ` άρθρο 250 αρ. 1, 5 ΑΚ της ενάγουσας, δεχόμενο κατ` ουσίαν την προταθείσα αντένσταση της τελευταίας περί διακοπής της παραγραφής της απαίτησης με την προηγούμενη άσκηση της από 14-7-2011 αγωγής και εν όψει του ότι δεν είχε παρέλθει η προθεσμία των έξι μηνών για την άσκηση της επίδικης αγωγής από την τελεσίδικη απορριπτική απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Κατά της ως άνω απόφασης η εναγομένη άσκησε την από 18-9-2020 έφεσή της επικαλούμενη εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς α) την απόρριψη της προβληθείσης ενστάσεώς της περί υπάρξεως ουσιαστικού δεδικασμένου απορρέοντος από την 3278/2018 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία, όπως προελέχθη είχε απορριφθεί η πρώτη αγωγή, ως απαράδεκτη, και β) την απόρριψη της ως άνω ένστασης παραγραφής της απαίτησης, λόγω του ότι η απόρριψη της αγωγής αυτής έγινε για λόγους ουσιαστικούς και επί πλέον δεν συντρέχει η ίδια ιστορική αιτία μεταξύ των δύο αγωγών. Το Εφετείο δικάζον επί της ως άνω έφεσης δέχθηκε, 1) ότι με την ... απόφαση του Εφετείου η πρώτη αγωγή της ενάγουσας είχε απορριφθεί, ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποιήσεως της εναγομένης, δηλαδή για τυπικό λόγο, λόγω έλλειψης διαδικαστικής προυπόθεσης της δίκης, ενώ το ζήτημα της ύπαρξης ή μη του ουσιαστικού δικαιώματος της ενάγουσας δικηγόρου να λάβει τη δικηγορική της αμοιβή για τις δικαστικές και εξώδικες πράξεις, που διεκπεραίωσε στα πλαίσια της δοθείσης από την εναγομένη εντολής, παρέμεινε νομικά αμφισβητήσιμο και επομένως, η ως άνω απόφαση του Εφετείου μόνο δικονομικό δεδικασμένο παρήγαγε για το κριθέν δικονομικό ζήτημα της έλλειψης παθητικής νομιμοποιήσεως και όχι ουσιαστικό δεδικασμένο, 2) ότι η προβληθείσα από την ενάγουσα αντένσταση της διακοπής της παραγραφής της απαίτησης με την προηγούμενη άσκηση της από 14-7-2011 αγωγής, είχε μεν προβληθεί πρωτοδίκως απαραδέκτως με την προσθήκη των προτάσεών της, όμως έκρινε (και ορθώς) ότι ενώπιον του παραδεκτώς προβάλλεται από την ενάγουσα, ως εφεσίβλητη, με τις ενώπιόν του προτάσεις της, αμυνόμενη κατά της εφέσεως, κατ' άρθρο 527 παρ. 1 ΚΠολΔ και 3) ότι η ένδικη αγωγή της ενάγουσας έχει την αυτή ιστορική και νομική αιτία με την απορριφθείσα πρώτη αγωγή της, ασκήθηκε δε εντός έξι μηνών από την απόρριψη της τελευταίας, ως απαράδεκτης, για τυπικό λόγο, και συνεπώς με την έγερση αυτής είχε διακοπεί η πενταετής παραγραφή της ουσιαστικής αξιώσεως της ενάγουσας. Στη συνέχεια το Εφετείο, αφού απέρριψε το δεύτερο λόγο της εφέσεως με τον οποίο η εναγομένη επανέφερε ενώπιόν του την, παραδεκτώς προβληθείσα και ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ως άνω ένσταση δεδικασμένου, απέρριψε και την παραδεκτώς επαναφερθείσα ενώπιόν του με σχετικό λόγο εφέσεως ένσταση αυτής περί πενταετούς παραγραφής της αξιώσεως της ενάγουσας, κατ' αποδοχή της υπ' αυτής παραδεκτώς ενώπιόν του προβληθείσης αντένστασης διακοπής της παραγραφής και ακολούθως έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ' ουσία. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 263 του ΑΚ, η οποία κατά τη μείζονα σκέψη ήταν εφαρμοστέα και την οποία δεν παραβίασε, καθόσον τα γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, πληρούσαν το πραγματικό της ως άνω διατάξεως και δικαιολογούσαν την παραδοχή, κατ` άρθρο 263 ΑΚ, της αντένστασης διακοπής της παραγραφής της ένδικης αξίωσης της αναιρεσίβλητης και την απόρριψη της προβληθείσας από την αναιρεσείουσα ένστασης παραγραφής αυτής, αφού, κατά τις ως άνω παραδοχές, η ένδικη αγωγή της αναιρεσίβλητης, επιδοθείσα στην αναιρεσείουσα την 27-12-2018, ασκήθηκε εντός εξαμήνου από την τελεσίδικη απόρριψη της από 14-7-2011 αγωγής της, που στηριζόταν στην ίδια με αυτή ιστορική και νομική αιτία, με αποτέλεσμα να θεωρείται διακοπείσα η παραγραφή της ένδικης αξίωσης με την επίδοση της ως άνω αρχικής αγωγής την 10-11-2011, ήτοι πριν τη συμπλήρωση της πενταετούς παραγραφής, που άρχισε στο τέλος του έτους 2007. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, προσάπτοντας στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι αβάσιμος. Ακολούθως το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του, δεν υπέπεσε στην από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του KΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, λαμβάνοντας υπόψη του μη νομίμως προταθέντα ισχυρισμό, τον οποίο δεν απέκρουσε ως δικονομικά απαράδεκτο και, ως εκ τούτου, ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά την αιτίασή του αυτή, είναι αβάσιμος. Επίσης, ως αβάσιμη ελέγχεται και η προβαλλόμενη, με τον αυτό λόγο αναιρετική αιτίαση, από το άρθρο 559 αριθμός 8 του KΠολΔ, ότι το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του απαραδέκτως προταθέντα ισχυρισμό. Τέλος, αβάσιμος είναι και ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η από τον αρ. 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι δεν γεννάται δεδικασμένο από την απόρριψη της πρώτης αγωγής, ως απαράδεκτης, για τυπικό λόγο, αλλά δέχθηκε (ορθώς) ότι το δεδικασμένο αυτό δεν καλύπτει και το ουσιαστικό δικαίωμα. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 91, 92 παρ.1, 98 και 100 παρ.1 του Κώδικα Περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση λόγω του χρόνου γενέσεως των επιδίκων αξιώσεων, συνάγεται ότι ο δικηγόρος, ως άμισθος δημόσιος λειτουργός που καθήκον έχει την αντιπροσώπευση και υπεράσπιση των υποθέσεων του εντολέα του ενώπιον κάθε δικαστηρίου και αρχής, δικαιούται να λάβει, εκτός από τη δικαστηριακή ή άλλη δαπάνη, και αμοιβή, το ύψος της οποίας, εάν ειδικώς δεν έχει συμφωνηθεί με τον εντολέα του, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τα όρια που ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 100 επ. του ίδιου Κώδικα. Κατά το άρθρο 100 παρ.1 και 2 του Κώδικα αυτού, το ελάχιστο όριο της αμοιβής για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής. Εάν το αίτημα αυτής δεν συνίσταται σε ορισμένη χρηματική απαίτηση, το ελάχιστο όριο αμοιβής καθορίζεται κατά τα άνω με βάση την πραγματική αξία του αντικειμένου της. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι για τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου της αμοιβής του δικηγόρου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική αξία, την οποία έχει το αντικείμενο της αγωγής κατά το χρόνο της άσκησής της ή, εάν επακολουθήσει συζήτηση αυτής, κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησής της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και όχι κατά το χρόνο της παροχής της σχετικής υπηρεσίας από το δικηγόρο. Και τούτο, διότι κατά το χρόνο αυτό διαμορφώνεται τελικά, σύμφωνα με το άρθρο 224 KΠολΔ, το αντικείμενο της αγωγής και, συνεπώς, οι προϋποθέσεις του προσδιορισμού της αξίας αυτού. Περαιτέρω, προκειμένου περί συντάξεως προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοδικείου, ρητώς ορίζεται από το άρθρο 107 παρ.1 του ως άνω Κώδικα ότι το ελάχιστο όριο αμοιβής του δικηγόρου του μεν εναγομένου είναι ίσο με εκείνο που ορίζεται στα άρθρα 100 και επόμενα για τη σύνταξη της αγωγής, του δε δικηγόρου του ενάγοντος το ήμισυ αυτής, το οποίο είναι καταβλητέο, επίσης, κατά το άρθρο 107 παρ.2 του αυτού Κώδικα, ως αμοιβή των δικηγόρων αμφοτέρων των διαδίκων για τη σύνταξη προτάσεων των επομένων συζητήσεων ενώπιον του αυτού δικαστηρίου. Προκειμένου δε για τη σύνταξη προτάσεων ενώπιον του εφετείου, το ελάχιστο όριο αμοιβής του δικηγόρου αμφοτέρων των διαδίκων ορίζεται από το άρθρο 110 παρ.1 του ίδιου Κώδικα για μεν την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στο διπλάσιο εκείνου που ορίζεται στο άρθρο 107 παρ.1 αυτού για το δικηγόρο του ενάγοντος, για δε τις επόμενες στο διπλάσιο του οριζόμενου στο άρθρο 107 παρ.2 αυτού ορίου. Από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 107 και 110, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 100 του ως άνω Κώδικα, προκύπτει ότι η αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη προτάσεων επί αγωγής, το αίτημα της οποίας δεν συνίσταται σε ορισμένη χρηματική απαίτηση, καθορίζεται επίσης με βάση την πραγματική αξία, που είχε το αντικείμενο αυτής κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Συνεπώς, η τυχόν μετά το χρόνο αυτό επερχόμενη αύξηση ή μείωση της πραγματικής αξίας του αντικειμένου της διαφοράς δεν λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της ποσοστιαίας αμοιβής του δικηγόρου για μεταγενέστερες πράξεις του κατά τη διάρκεια της δίκης (ΑΠ 727/2018, ΑΠ 1264/2017, 122/2015, 16/2013). Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 KΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχτηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα ουσιώδη, σχετικά με τον εδώ ερευνώμενο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως: Με το ... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Χ. Σ., όπως ακολούθως διορθώθηκε, η ετερρόρυθμη εταιρεία "...", της οποίας οιονεί καθολική διάδοχος, κατά μετατροπή, είναι η εναγομένη-αναιρεσείουσα, κατέστη κυρία, λόγω πωλήσεως του αναφερομένου ακινήτου στην Κέρκυρα αντί συμφωνημένου τιμήματος 3.450.000 ευρώ. Ακολούθως, το ΜΕΤΟΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ Ν.Π.Δ.Δ., έχοντας κατά της δικαιοπαρόχου της εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία "..." ληξιπρόθεσμη απαίτηση ποσού 1.363.714, 15 ευρώ, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 6-7-2007 με αρ. κατάθεσης ... αγωγή της κατά της ως άνω ετερρορύθμου εταιρείας με την οποία ζήτησε τη διάρρηξη της ως άνω δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής. Η συζήτηση ης αγωγής αυτής προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 4-12-2008 και την εκπροσώπηση και υπεράσπιση των δικαιωμάτων της εναγομένης, η οποία ήδη είχε προκύψει από την μετατροπή της ως άνω ετερρόρυθμης εταιρείας σε Α.Ε, ανέλαβε η ενάγουσα με σχετική εντολή του νομίμου εκπροσώπου αυτής. Στα πλαίσια της ανατεθείσης εντολής η ενάγουσα συνέταξε το από 13-11-2008 δικόγραφο των προτάσεων της εναγομένης, το οποίο υπέγραψε και κατέθεσε στο Δικαστήριο κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση. Με την ... απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έγινε δεκτή η ως άνω αγωγή κατά το ποσό των 1.363.714, 15 ευρώ, ήτοι για ποσοστό 5/12 εξ αδιαιρέτου του μεταβιβασθέντος ακινήτου. Ότι, ελλείψει ειδικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για την αμοιβή της ενάγουσας, η τελευταία, δικαιούται την από τα άρθρα 91, 92 και 100 επ. του ν. 3026/1954-Κώδικας Δικηγόρων προβλεπόμενη αμοιβή και ειδικότερα, για τη σύνταξη, υπογραφή και κατάθεση των προτάσεων της εναγομένης προς αντίκρουση της κατ' αυτής αγωγής, της οποίας το αίτημα δεν συνίσταται σε χρηματική απαίτηση, η ενάγουσα δικαιούται την από τα άρθρα 100 παρ. 1 και 2 και 107 παρ. 1 του ως άνω Κώδικα Δικηγόρων, ανερχόμενη σε 27.274,28 ευρώ (1.363.714,15 ευρώ χ 2%). Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και με την κρίση του αυτή, το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις. Τούτο, διότι προσδιόρισε την αιτούμενη από την ενάγουσα αμοιβή για σύνταξη προτάσεων με βάση τα οριζόμενα ποσοστά στις διατάξεις των άρθρων 100, 107 του ν.δ. 3026/1954, οι οποίες είναι εφαρμοστέες λόγω του χρόνου γενέσεως των επίδικων αξιώσεων επί της πραγματικής αξίας του εξ αδιαιρέτου ποσοστού του μεταβιβασθέντος ακινήτου κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της από 6-7-2007 αγωγής. Ως εκ τούτου ο τέταρτος λόγος της αίτησης είναι αβάσιμος.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111 παρ. 2 και 216 παρ. 1 στοιχ. α και β του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ ..., 837/2019, 1864/2011, 329/2007 σχετ. ΑΠ 862/2015, 291/2015). Περαιτέρω η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια της αγωγής κατά την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου αξίωσε περισσότερα ή διαφορετικά στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά νόμο κρίνοντας αυτήν ως αόριστη ή αντίθετα αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία κρίνοντας αυτήν ως ορισμένη. Πρόκειται δηλαδή και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση ή όχι νομικής αοριστίας της αγωγής (ή της ένστασης) (σχετ. ΟλΑΠ 18/1998, 1573/1981, ΑΠ 515/2016, 991/2014, 57/2005). Η αοριστία, όμως, της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική, αλλά ποσοτική, όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο σύμφωνα με το άρθ. 216 παρ. 1 στοιχ. α' και β' ΚΠολΔ στηρίζεται το αίτημα της αγωγής, ή ποιοτική, όταν γίνεται απλά επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς ν' αναφέρονται τα θεμελιούντα την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου πραγματικά περιστατικά. Στις περιπτώσεις αυτές η απόφαση ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθ. 559 αριθμ. 8 και 14 ΚΠολΔ (ΑΠ 180/2016, 34/2015, 1192/2012, 220/2012, 1125/2011). Ειδικότερα, εάν πρόκειται για αγωγή περί καταβολής αμοιβής, αποζημιώσεων ή/και εξόδων που δικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 5 περ. α και 622 Α του KΠολΔ), το δικόγραφο αυτής πρέπει να περιέχει στην περίπτωση που δεν έχει συναφθεί συμφωνία μεταξύ του εντολέα και του δικηγόρου ως προς το ύψος της οφειλομένης στον τελευταίο αμοιβής, σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 1 του Κώδικα των Δικηγόρων σε συνδυασμό με το άρθρο 91 παρ. 1 αυτού, για το ορισμένο της αγωγής του δικηγόρου, πρέπει στο οικείο δικόγραφο να διαλαμβάνεται: α) η συμφωνία των διαδίκων για ανάθεση της εντολής στο δικηγόρο και το αντικείμενο αυτής, β) η μνεία ότι δεν υπήρξε μεταξύ των μερών συμφωνία ως προς το ύψος της οφειλομένης αμοιβής, γ) η εκτέλεση της εντολής αυτής με την διενέργεια των αναγκαίων για τη διεκπεραίωση της ανατεθείσας εντολής δικαστικών και εξώδικων πράξεων από τον δικηγόρο, που πρέπει να διαλαμβάνονται λεπτομερώς στο οικείο δικόγραφο και δ) η αναγραφή της αξίας του αντικειμένου της δίκης ή της αξίας της δικαιοπραξίας ή του είδους της διεκπεραιωθείσας εργασίας σε συνάρτηση με τις επί μέρους διαδικαστικές ενέργειες στις οποίες προέβη ο δικηγόρος, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της οφειλόμενης εκάστοτε ελάχιστης αμοιβής και η αναφορά της οφειλομένης για κάθε επί μέρους ενέργεια αμοιβής, με βάση τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα των δικηγόρων ελάχιστα όρια (ΑΠ 1251/2018, ΑΠ 396/2017, ΑΠ 441/2016, ΑΠ 556/2009). Ομοίως για το ορισμένο της αγωγής επιδίκασης των εξόδων, στα οποίο προέβη ο δικηγόρος για την εκτέλεση της εντολής, πρέπει στο οικείο δικόγραφο να αναγράφονται λεπτομερώς κατ' είδος και δαπάνη αυτά σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες προέβη ο δικηγόρος για τη διεκπεραίωση της εντολής. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, δεν αποτελεί όμως αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής, ο ακριβής χρόνος διενεργείας των επί μέρους εργασιών του δικηγόρου στο πλαίσιο εκτέλεσης της ανατεθείσας σε αυτόν εντολής ή ο χρόνος περάτωσης των σχετικών εργασιών (ΑΠ 1114/2023, ΑΠ ..., ΑΠ 1251/2018, ΑΠ 1881/1987 σχετ. ΑΠ 568/1999, 1439/1990). Και τούτο, διότι, πλην εξαιρέσεων που δεν αφορούν την προκείμενη διαφορά, κρίσιμο για την επιδίκαση της δικηγορικής αμοιβής, με βάση τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα περί Δικηγόρων ελάχιστα όρια, είναι η εκτέλεση των αναγκαίων για τη διεκπεραίωση της ανατεθείσας υπόθεσης επί μέρους δικαστικών και εξώδικων πράξεων από τον δικηγόρο, είναι δε αδιάφορος ο συγκεκριμένος χρόνος που εκτελέσθηκαν οι επί μέρους εργασίες εκ μέρους του δικηγόρου ή ο συγκεκριμένος χρόνος περάτωσης αυτών (ΑΠ ...). Στην προκείμενη περίπτωση με την από 18-12-2018 αγωγή της η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι κατόπιν εντολής του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης-αναιρεσείουσας, της ανατέθηκε ο χειρισμός των αναφερομένων υποθέσεων, εκ των οποίων και αυτές που αφορούσε τις δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, όπως ειδικότερα και συγκεκριμένα προσδιορίζονται, με την αναφερόμενη αρίθμηση, στις σελίδες 3 έως 5 της αγωγής, με α/α 2, 3, 4, 6, 7 και 8, στις σελίδες 6 έως 11 της αγωγής, με α/α 3, 17, 27, 28 και 31. Ότι στο πλαίσιο της ανωτέρω εντολής προέβη στις απαιτούμενες εργασίες και ότι ελλείψει έγγραφης συμφωνίας το συνολικό ποσό της αμοιβής της σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Περί Δικηγόρων ανέρχεται στα αναφερόμενα σε αυτή ποσά. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η εναγομένη να της καταβάλει τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά κατά τη βάση της αυτή από τη σύμβαση της εντολής. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, καθότι περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία που αναφέρθηκαν προηγουμένως, τα οποία είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή της. Ειδικότερα: αναφέρονται α) η συμφωνία των διαδίκων για ανάθεση της εντολής στην ενάγουσα δικηγόρο και το αντικείμενο αυτής, β) η μνεία ότι δεν υπήρξε μεταξύ των μερών συμφωνία ως προς το ύψος της οφειλομένης αμοιβής, γ) η εκτέλεση της εντολής αυτής με την διενέργεια των αναγκαίων για τη διεκπεραίωση της ανατεθείσας εντολής δικαστικών και εξώδικων πράξεων από την ενάγουσα-δικηγόρο που διαλαμβάνονται λεπτομερώς στο οικείο δικόγραφο και δ) η αναγραφή του είδους της διεκπεραιωθείσας εργασίας σε συνάρτηση με τις επί μέρους διαδικαστικές ενέργειες στις οποίες προέβη η ενάγουσα, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της οφειλόμενης εκάστοτε ελάχιστης αμοιβής και η αναφορά της οφειλομένης για κάθε επί μέρους ενέργεια αμοιβής, με βάση τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα των δικηγόρων ελάχιστα όρια. Για το ορισμένο της αγωγής αυτής δεν είναι αναγκαίο επί πλέον στοιχείο ο ακριβής χρόνος διενέργειας των επί μέρους εργασιών της ενάγουσας στο πλαίσιο εκτέλεσης της ανατεθείσης σ' αυτήν εντολής ή ο χρόνος περάτωσης των σχετικών εργασιών, επί δε των εκκρεμών δικών, το έτος κατά το οποίο ενεργήθηκε από την ενάγουσα η τελευταία διαδικαστική πράξη σε κάθε δίκη.
Συνεπώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό περί αοριστίας του αγωγικού δικογράφου, που επανέφερε παραδεκτώς ενώπιόν του η αναιρεσείουσα με τον σχετικό λόγο εφέσεως, δεν υπέπεσε στην από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα με τον τελευταίο πέμπτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του KΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16-11-2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ... αίτηση αναίρεσης της με αριθμό ... απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσιβλήτου, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Ιουνίου 2023 .
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και ταύτης καθώς και της αρχαιότερης Αρεοπαγίτου αποχωρησασών, ο Αρχαιότερος της σύνθεσης Αρεοπαγίτης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Ιανουαρίου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ