ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 147/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 147/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 147/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α1)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 147 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 147/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρουλιώ Δαβίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Βαρβάρα Πάπαρη, Μαρία Πετσάλη και Άλκηστη Σιάννου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Φ. Β. του Α., 2) Θ. Β. του Φ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Στέφανο Στανέλλο και Δημήτριο Ράπτη και κατέθεσαν προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Σ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Φουρτουνίδη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/12/2012 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 27/3/2019 αίτησή τους και τους από 4/11/2021 και 30/12/2022 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 570 § 1 ΚΠολΔ οι διάδικοι δεν είναι υποχρεωμένοι να καταθέσουν προτάσεις, εκτός αν προβάλλονται ενστάσεις ως προς το παραδεκτό και το εμπρόθεσμο της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων, οπότε οι διάδικοι καταθέτουν τις προτάσεις τους είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι προτάσεις, που περιέχουν ένσταση απαραδέκτου της αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων, πρέπει να κατατίθενται είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Στην ίδια προθεσμία κατατίθενται και τα έγγραφα που αποδεικνύουν την ένσταση (ΑΠ 433/2020, ΑΠ 1555/2017). Αν δεν τηρηθεί η προθεσμία αυτή, η προβαλλόμενη ένσταση είναι απαράδεκτη, εφόσον δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 433/2020). Αν, όμως, οι προτεινόμενες ενστάσεις κατά του παραδεκτού και εμπροθέσμου της αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, με βάση γεγονότα που προκύπτουν από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, ο Άρειος Πάγος θα τις ερευνήσει παρά το εκπρόθεσμο των προτάσεων (ΑΠ 1833/2023, ΑΠ 1488/2022, ΑΠ 759/2022, ΑΠ 547/2021, ΑΠ 972/2019, ΑΠ 461/2018). Η ως άνω διάταξη αναφέρεται πρωτίστως στον αναιρεσίβλητο, ο οποίος προβάλλει ενστάσεις κατά του παραδεκτού και εμπροθέσμου της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων (ΑΠ 1165/2022, ΑΠ 547/2021). Στην περίπτωση όμως που το απαράδεκτο συνδέεται με την ύπαρξη αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζει και επικαλείται ο ενιστάμενος αναιρεσίβλητος, εάν ο τελευταίος κατέθεσε τις έγγραφες προτάσεις του σε προθεσμία μικρότερη των είκοσι ημερών, καθιστά δικονομικώς απαράδεκτη την προβολή με αυτές της σχετικής ένστασης, αλλά και τη λήψη, για την απόδειξη της ίδιας ένστασης, των προσκομιζόμενων από αυτόν με τις εκπρόθεσμες προτάσεις αποδεικτικών στοιχείων, που δεν περιλαμβάνονται στα κατ' άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, διαδικαστικά έγγραφα που επισκοπεί ο Άρειος Πάγος (ΟλΑΠ 412/1981, ΑΠ 433/2020, ΑΠ 983/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσίβλητος με τις από 4-10-2024 προτάσεις του, που κατατέθηκαν τρεις (3) ημέρες πριν από την ημερομηνία της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας απόφασης δικασίμου (7-10-2024) μαζί με τα σχετικά τους έγγραφα, όπως προκύπτει από την παρά πόδας των εν λόγω προτάσεων από 4-10-2024 βεβαίωση του Γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου, προβάλλει, εκτός των άλλων, α) ότι η ένδικη αίτηση αναίρεσης είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας των λόγων της και ως εκ τούτου είναι απαράδεκτοι και οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, β) ότι το (πρώτο) δικόγραφο των από 4-11-2021 πρόσθετων λόγων αναίρεσης είναι εκπρόθεσμο, διότι κατατέθηκε μετά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο, γ) ότι το (δεύτερο) δικόγραφο των από 30-12-2022 πρόσθετων λόγων αναίρεσης είναι απαράδεκτο διότι οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι δεν αναφέρονται στα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία έχουν προσβληθεί με το κύριο δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης, δ) ότι αμφότερα τα δικόγραφα των πρόσθετων λόγων αναίρεσης είναι απαράδεκτα διότι οι λόγοι αναίρεσης θεμελιώνονται σε ισχυρισμούς που δεν έχουν προταθεί παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (άρθρο 562 § 2 του ΚΠολΔ), ε) ότι αμφότερα τα δικόγραφα των πρόσθετων λόγων αναίρεσης είναι απαράδεκτα, κατ' άρθρο 561 του ΚΠολΔ, διότι πλήττουν την ουσία της υπόθεσης και στ) ότι το (δεύτερο) δικόγραφο των από 30-12-2022 πρόσθετων λόγων αναίρεσης είναι απαράδεκτο διότι έχει κατατεθεί από δικηγόρο που δεν ήταν διορισμένη στον Άρειο Πάγο. Οι προτάσεις του αναιρεσίβλητου επί του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων αναίρεσης κατατέθηκαν στις 4-10-2024, ήτοι τρεις (3) μόλις ημέρες πριν την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (7-10-2024) και συνεπώς είναι εκπρόθεσμες, αφού έπρεπε να κατατεθούν τουλάχιστον είκοσι (20) ημέρες πριν την δικάσιμο. Το Δικαστήριο, όμως, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, παρά το εκπρόθεσμο των προτάσεων, θα ερευνήσει τις αιτιάσεις περί του παραδεκτού και εμπροθέσμου της αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, με βάση γεγονότα που προκύπτουν από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου. Με βάση τα ανωτέρω, λεκτέα τα ακόλουθα: α) Η αοριστία των λόγων του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης θα κριθεί κατά την έρευνα αυτών, όπως αναλυτικά θα εκτεθεί κατωτέρω. Ο ισχυρισμός όμως ότι οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης είναι απαράδεκτοι επειδή οι λόγοι του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης είναι αόριστοι, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 569 § 1 του ΚΠολΔ, οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης είναι παραδεκτοί, ακόμη και εάν η αίτηση της αναίρεσης δεν περιέχει λόγο τυπικά παραδεκτό και ορισμένο και συνεπώς, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί αληθής ο παραπάνω ισχυρισμός (ότι δηλαδή οι λόγοι του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης είναι αόριστοι), το βάσιμο του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης, ήτοι το ορισμένο, παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της δεν επηρεάζει τους πρόσθετους λόγους αναίρεσης (ΑΠ 1674/2018), αντίθετα η παραπάνω συνέπεια, ήτοι το απαράδεκτο των πρόσθετων λόγων αναίρεσης επέρχεται όταν το δικόγραφο της κύριας αναίρεσης δεν έχει ασκηθεί κατά τρόπο παραδεκτό, δηλαδή εμπρόθεσμα και κατά τους νόμιμους τύπους (ΑΠ 1139/2021, ΑΠ 792/2020, ΑΠ 1236/2019), γεγονός που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, β) ο ισχυρισμός ότι το (πρώτο) δικόγραφο των από 4-11-2021 πρόσθετων λόγων αναίρεσης είναι εκπρόθεσμο, διότι κατατέθηκε μετά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο, ισχυρισμός που ούτως ή άλλως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, σύμφωνα με το άρθρο 569 § 2 του ΚΠολΔ [όπως η εν λόγω παράγραφος αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚΑ' 87/2015) και το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε δυνάμει των άρθρων 37 και 120 του Ν. 4842/2021 (ΦΕΚΑ' 190/2021), σύμφωνα δε με την παράγραφο 2β του άρθρου 116 του αυτού νόμου, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 21 § 2 του 4912/2022 (ΦΕΚΑ' 59/2022), η παρ. 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται και επί των εκκρεμών ενδίκων μέσων] "Οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ως προς τα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, ασκούνται μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, τριάντα (30) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 281, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση...", ενώ σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΚΠολΔ "Συζήτηση θεωρείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, ανεξάρτητα από το αν το δικαστήριο άρχισε ή όχι να εξετάζει την ουσία της" και συνεπώς, λόγω της αναδρομικής εφαρμογής της διάταξης αυτής από 1-1-2022, το πρώτο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων αναίρεσης που κατατέθηκε στον Άρειο Πάγο την 4-11-2021 και επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο την 4-11-2021, σύμφωνα με την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή, νόμιμα και εμπρόθεσμα ασκήθηκε, ήτοι τριάντα και πλέον ημέρες πριν από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (7-10-2024), κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της (ΑΠ 146/2024), γ) οι υπό στοιχεία γ, δ, και ε αιτιάσεις θα ερευνηθούν από το Δικαστήριο τούτο κατά την έρευνα ενός εκάστου εκ των πρόσθετων λόγων αναίρεσης και δ) ο ισχυρισμός ότι το (δεύτερο) δικόγραφο των από 30-12-2022 πρόσθετων λόγων αναίρεσης είναι απαράδεκτο διότι έχει κατατεθεί από δικηγόρο που δεν ήταν διορισμένη στον Άρειο Πάγο, πρέπει πρωτίστως να απορριφθεί ως απαράδεκτος, καθόσον δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο και οι προτάσεις που κατατέθηκαν από τον αναιρεσίβλητο είναι εκπρόθεσμες. Σε κάθε περίπτωση όμως, αν ήθελε υποτεθεί ότι υποβλήθηκε παραδεκτά και είναι αληθής (καθόσον δεν προσκομίζεται σχετική βεβαίωση του ΔΣΑ ότι η δικηγόρος Κ. Δ., που κατέθεσε το παραπάνω δικόγραφο αναίρεσης δεν ήταν διορισμένη στον ΑΠ) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Ν. 4194/2013 [όπως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 § 6 του Ν. 4205/2013 (ΦΕΚΑ' 242/6-11-2013)], ο δικηγόρος που είναι διορισμένος σε κατώτερο δικαστήριο (όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσίβλητος για την δικηγόρο Κ. Δ.), δύναται να συντάσσει, υπογράφει και καταθέτει ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα που απευθύνονται ενώπιον ανώτερων δικαστηρίων (ΑΠ 1826/2023, ΑΠ 755/2022), συνεπώς και το εν λόγω δικόγραφο των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, το οποίο μάλιστα η εν λόγω δικηγόρος κατέθεσε δυνάμει της από 2-1-2023 εξουσιοδότησης του δικηγόρου Αθηνών Α. Ι. Σ., όπως προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας. Με την κρινόμενη από 27-3-2019 αίτηση αναίρεσης και τα δύο δικόγραφα από 4-11-2021 και 30-12-2022 πρόσθετων λόγων αναίρεσης προσβάλλεται η υπ' αριθ. ... τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 6-4-2016 έφεσης και των από 30-1-2017 πρόσθετων λόγων έφεσης των αναιρεσειόντων και της από 8-4-2016 έφεσης του αναιρεσίβλητου κατά της υπ' αριθ. ... οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ίδια ως άνω διαδικασία επί της ασκηθείσας ενώπιόν του από 1-10-2012 αγωγής του αναιρεσίβλητου. Με την εν λόγω αγωγή, ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του 2008 έως τα τέλη του 2009, με 116 χρηματιστηριακές συναλλαγές, απέκτησε 1.984.441 μετοχές της εισηγμένης στο χρηματιστήριο εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΕ", που αντιστοιχούν στο 9,28% του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της, δαπανώντας το συνολικό ποσό των 732.807,41 ευρώ. Ότι, οι μετοχές της πιο πάνω εταιρείας είχαν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση στην αγορά του Χ.Α.Α. το πρώτον στις 17.3.1999, στην κατηγορία της μεσαίας και μικρής κεφαλαιοποίησης, τέθηκαν από 16.10.2006 στην κατηγορία των υπό επιτήρηση μετοχών κατόπιν απόφασης του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, από 1.4.2010 τέθηκαν υπό προσωρινή αναστολή διαπραγμάτευσης για δέκα ημέρες, ενώ από 12.4.2010 παραμένουν σε οριστική αναστολή διαπραγμάτευσης, με την πλασματική αξία την αξία αυτών κατά το χρόνο αναστολής της διαπραγμάτευσης τους, ήτοι 0,12 λεπτά ανά μετοχή, ενώ στην πραγματικότητα η αξία και εμπορευσιμότητά τους έχει εκμηδενιστεί. Ότι, η εταιρεία ... ΑΕ δραστηριοποιούνταν κυρίως στο χώρο της διαφήμισης και συγκεκριμένα στην υπαίθρια διαφήμιση, κατέχοντας έως το έτος 2007 μερίδιο αγοράς 65%, ελεγχόταν δε από τον πρώτο εναγόμενο, κύριο μέτοχο αυτής, ο οποίος έως το έτος 2010 ήταν κύριος μετοχών εκ ποσοστού 37,66% του μετοχικού της κεφαλαίου, ενώ μέσω παρένθετων προσώπων είχε τον έλεγχο επιπλέον ποσοστού 10% και συγχρόνως αποτελούσε πρόσωπο σημαίνουσας σημασίας και μεγάλης αναγνωρισιμότητας στον κλάδο της υπαίθριας διαφήμισης, αποτελώντας επί της ουσίας το σημαντικότερο κεφάλαιο της ως άνω εταιρείας. Ότι, η ως άνω εταιρεία ... ΑΕ είχε σχηματίσει όμιλο εταιρειών κατέχοντας το 49% της εταιρείας "... ΑΕ", που είχε ως κύρια δραστηριότητα την κατασκευή και τοποθέτηση παντός τύπου φωτεινών και μη επιγραφών και διαφημίσεων, ως επίσης και το 72,5% των μετοχών της εταιρείας "... ΑΕ", η οποία είχε ως κύρια δραστηριότητα την ανάληψη, κατασκευή, διενέργεια και εκμετάλλευση παντός εν γένει είδους διαφημίσεως υπαίθριας ή μη σε όλη την Ελληνική Επικράτεια, κατείχε δε το υπόλοιπο 51% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας "... ΑΕ". Ότι, η δεύτερη εναγομένη, θυγατέρα του πρώτου εναγομένου, από το 2001 συμμετείχε στο διοικητικό συμβούλιο της ... ΑΕ και από 5.4.2006 διατελούσε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνουσα Σύμβουλος αυτής, εκπροσωπώντας την κατά το καταστατικό της. Ότι, κατά το χρονικό διάστημα 2005-2006, η δεύτερη εναγομένη, ως ασκούσα τη διοίκηση της εταιρείας ... ΑΕ, με ανακοινώσεις της προς τα ΜΜΕ, δημοσιοποίησε και προέβαλε την επέκταση της δραστηριότητας της ως άνω εισηγμένης εταιρείας σε κτηματικές -ξενοδοχειακές επιχειρήσεις μέσω συγγενών εταιρειών της. Ότι, η ίδια κατά το έτος 2007, προέβαλε την απόκτηση σημαντικών μετοχών σε εταιρείες, που δραστηριοποιούνταν και σε άλλους κλάδους (ναυτιλιακές εταιρείες εμπορίας και διακίνησης καυσίμων), προβάλλοντας συγχρόνως την οικονομική ευρωστία του πρώτου εναγομένου ως απόδειξη της καλής πορείας της εισηγμένης ως άνω εταιρείας. Ότι, εκ παραλλήλου περί τα τέλη 2006/αρχές 2007, υπήρξε έντονη φημολογία σχετικά με διαπραγματεύσεις μεταξύ της ... ΑΕ και στρατηγικού επενδυτή του εξωτερικού "διεθνούς κύρους". Ότι, το γεγονός αυτό επιβεβαιώθηκε από την ως άνω δεύτερη των εναγομένων, η οποία περί τα μέσα Μαΐου 2007, ενεργώντας υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά της, ανακοίνωσε επισήμως τη σύναψη στρατηγικής συνεργασίας με τον ελβετικό όμιλο "... SA", έναν από τους μεγαλύτερους διεθνώς επιχειρηματικούς ομίλους στον κλάδο της υπαίθριας διαφήμισης. Ότι, ειδικότερα ανακοινώθηκε ότι η εταιρεία ... ΑΕ θα μεταβίβαζε στον πιο πάνω όμιλο το 75% των μετοχών της εταιρείας "... ΑΕ" και θα συμμετείχε στο νέο επιχειρηματικό σχήμα με ποσοστό 25%, ακολούθως δε θα επιδίωκε μετά του στρατηγικού ως άνω εταίρου της την ανάπτυξη και επέκτασή της στις αγορές της ανατολικής Ευρώπης και της Ρωσίας. Ότι, επιπλέον μεταξύ των εταιρειών ... ΑΕ και ... ΑΕ ή με άλλη εταιρεία του ομίλου ..., θα καταρτίζονταν συμβάσεις αποκλειστικής συνεργασίας στον κλάδο της υπαίθριας διαφήμισης, ετήσιου ύψους περίπου 15.000.000 ευρώ, ενώ η εταιρεία ... θα μεταβίβαζε προς την εταιρεία ... κάποιες διαφημιστικές κατασκευές-πάγια στοιχεία, με συνολικά έσοδα για την εταιρεία ... ΑΕ εκ ποσού 21.000.000 ευρώ. Ότι, κατά τις ετήσιες εκθέσεις της ως άνω εισηγμένης εταιρείας του έτους 2008 δημοσιοποιήθηκαν εκτιμήσεις του Δ.Σ αυτής για την ύπαρξη θετικών προοπτικών για τη δραστηριότητα στον τομέα της υπαίθριας διαφήμισης και για τη διείσδυση της εταιρείας σε άλλους συναφείς κλάδους, ενώ κατά το έτος 2009 η πτώση του κύκλου εργασιών της αποδόθηκε, κατά τις ίδιες ετήσιες εκθέσεις, μεταξύ άλλων, στο ότι η επέκτασή της στις βαλκανικές αγορές ήταν ακόμη στο στάδιο του σχεδιασμού. Ότι, ενόψει αυτών των ανακοινώσεων δημιουργήθηκε η εντύπωση στο επενδυτικό κοινό και στον ίδιο τον ενάγοντα ότι η εταιρεία ... ΑΕΡ είχε σταθερή παρουσία και δυναμική αναπτυξιακή πορεία στον τομέα της υπαίθριας διαφήμισης και σε άλλους τομείς, με συνέπεια η χρηματιστηριακή αξία και η εμπορευσιμότητα της μετοχής της ... ΑΕ να εκτιναχθεί. Ότι, περί το έτος 2010 αποκαλύφθηκε ότι οι πιο πάνω ανακοινώσεις είχαν δοθεί σκόπιμα και ήταν ελλιπείς και ψευδείς, ενώ δεν υπήρξε καμία περαιτέρω ενημέρωση περί της εγκατάλειψης του σχεδίου επέκτασης στην αλλοδαπή. Ότι, πιο συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι α) δεν υπήρχε καμία πρόθεση επέκτασης σε άλλες αγορές της βαλκανικής και γενικά στην αλλοδαπή, β) στην πραγματικότητα είχε προσυμφωνηθεί μετά του πιο πάνω επιχειρηματικού ομίλου ήδη από το έτος 2006 και πάντως οπωσδήποτε από το έτος 2007 η μεταβίβαση κάθε επιχειρηματικής δραστηριότητας του πρώτου εναγομένου και της ... ΑΕ, σχετική με τον κλάδο της υπαίθριας διαφήμισης, η απογύμνωση της ως άνω εταιρείας από όλα τα πάγια στοιχεία αυτής, που ήταν απαραίτητα για την άσκηση κάθε σχετικής δραστηριότητας και εν τέλει η αποξένωσή της από τη σχετική αγορά, συνοδευόμενη μάλιστα από σχετική ρήτρα απαγόρευσης ανταγωνισμού τόσο της εταιρείας, όσο και του ίδιου του πρώτου εναγομένου έναντι του ομίλου ..., αλλά και απαγόρευσης κάθε εν γένει δραστηριοποίησης του πρώτου των εναγομένων στην αγορά της υπαίθριας διαφήμισης, άμεσα ή έμμεσα και γ) δεν υφίστατο περίπτωση μόνιμης στρατηγικής συνεργασίας μετά του ως άνω ελβετικού ομίλου. Ότι, η δεύτερη των εναγόμενων αν και γνώριζε τα παραπάνω, σκοπίμως και κατόπιν προτροπών και παραινέσεων του πρώτου εναγομένου, δεν προέβη, ως όφειλε, σε ανακοίνωση προς το επενδυτικό κοινό του συνόλου των ήδη γνωστών σ' αυτήν προνομιακών πληροφοριών ως προς τις πιο πάνω συμφωνίες και το ειδικότερο περιεχόμενό τους, αλλά σε ελλιπή, ασαφή και ανακριβή ενημέρωση, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα καθίστατο αντιληπτό στο επενδυτικό κοινό ότι δεν υφίστατο προοπτική συνεργασίας με τον ελβετικό ως άνω όμιλο, αλλά μόνο μεταβίβαση δραστηριότητας σε αυτόν και αποχώρηση της εταιρείας ... ΑΕ από τη σχετική αγορά. Ότι, εξαιτίας των πιο πάνω ανακοινώσεων, υπήρξε όχι απλώς κίνδυνος παραπλάνησης, αλλά παραπλάνηση του επενδυτικού κοινού και επηρεασμός της αξίας και εμπορευσιμότητας των κινητών αξιών της ... ΑΕ, που διαπραγματεύονταν στο χρηματιστήριο. Ότι, και στον ίδιο ως επενδυτή προκλήθηκε - λόγω των προαναφερόμενων ανακριβών, ελλιπών και ψευδών ανακοινώσεων - η πεπλανημμένη εντύπωση ότι η εταιρεία ... ΑΕ θα είχε σταθερή παρουσία και δυναμική αναπτυξιακή πορεία στον τομέα της υπαίθριας διαφήμισης και σε άλλους τομείς και για το λόγο αυτό από τις αρχές του 2008 έως τα τέλη του 2009 προέβη σε αγορά αριθμού μετοχών, συνολικής αξίας 732.807,41 ευρώ. Ότι, τούτο έπραξε λόγω των πιο πάνω πράξεων και παραλείψεων των εναγομένων οι οποίοι με πρόθεση, παράνομα, καταχρηστικά και αντίθετα στα χρηστά ήθη, σκόπιμα προέβαλαν και διέδωσαν τις ψευδείς, παραπλανητικές και χειραγωγικές ανακοινώσεις, μεθοδευμένα και αθέμιτα αποσιωπώντας αληθινά γεγονότα και προνομιακές πληροφορίες, διαμορφώνοντας έτσι πλασματικά την εικόνα και τις προοπτικές της εταιρείας. Ότι, τούτο έπραξαν οι εναγόμενοι προς το σκοπό βλάβης των επενδυτών και προς σκοπό προορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους μέσω της πώλησης των δικών τους μετοχών, δια της τεχνητής διαμόρφωσης της τιμής τους και σε κάθε περίπτωση προς αποτροπή κατάρρευσης της τιμής των μετοχών αυτής, εν γνώσει της ζημίας που θα προξενούνταν στους παραπλανηθέντες επενδυτές και αποδεχόμενοι αυτήν. Ότι, και ο ίδιος ως επενδυτής υπέστη αντίστοιχη ζημία, καθόσον παραπλανηθείς, αντί να προβεί σε έντοκη κατάθεση του ως άνω διαθέσιμου κεφαλαίου του, όπως θα είχε πράξει αν δεν είχαν μεσολαβήσει τα ανωτέρω γεγονότα, προέβη στην ως άνω επένδυση, έχοντας πλέον κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής απωλέσει το σύνολο του κεφαλαίου του, ενόψει του εκμηδενισμού της αξίας και εμπορευσιμότητάς του. Με βάση αυτά τα περιστατικά ζήτησε, όπως παραδεκτά περιορίσθηκε η αγωγή με δήλωση των πληρεξούσιων δικηγόρων του, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (άρθρα 223, 295 επ. ΚΠολΔ), όπως υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλλουν, εις ολόκληρον έκαστος, 1) ως αποζημίωση, το ποσό των 732.807,41 ευρώ, που συνιστά τη ζημία που υπέστη δεδομένης της μηδενικής ήδη αξίας των αγορασθέντων μετοχών, με την ταυτόχρονη μεταβίβαση των μετοχών στους εναγομένους, άλλως και επικουρικώς το ποσό των 494.674,49 ευρώ, εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι οι πιο πάνω μετοχές έχουν αξία 0,12 λεπτών, όση δηλαδή η χρηματιστηριακή αξία τους κατά το χρόνο θέσεως τους σε αναστολή διαπραγμάτευσης, 2) ως διαφυγόν κέρδος από τη μη έντοκη κατάθεση του προαναφερόμενου κεφαλαίου σε κλειστό αποταμιευτικό λογαριασμό από 1.1.2010 έως 1.10.2012, με μέσο καταθετικό επιτόκιο 5%, το οποίο απολάμβανε και για τις λοιπές έντοκες καταθέσεις, το ποσό των 100.761,01 ευρώ και 3) ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ως εκ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, το ποσό των 300.000 ευρώ, επιφυλασσόμενος προς άσκηση πολιτικής αγωγής για το επιπλέον ποσό των 44 ευρώ και όλα τα παραπάνω κονδύλια νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής του και μέχρις εξοφλήσεως, με ανατοκισμό των διαδραμόντων τόκων από την επίδοση της αγωγής, να απαγγελθεί σε βάρος των εναγομένων προσωπική κράτηση ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικαστούν στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την με αριθμό ... απόφαση, αφού απέρριψε α) το αίτημα για ταυτόχρονη μεταβίβαση των μετοχών στους εναγομένους, ως μη νόμιμο και β) το αίτημα περί ανατοκισμού των οφειλομένων τόκων, ως αόριστο, διότι δεν εκτίθετο στην αγωγή κεφαλαιοποιημένο το ποσό των δεδουλευμένων τόκων, έκρινε κατά λοιπά την αγωγή ορισμένη και νόμιμη και ακολούθως εξετάζοντας αυτή στην ουσία, την δέχθηκε κατά ένα μέρος και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 833.568,42 ευρώ, συνιστάμενο σε 732.807,41 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική του ζημία, σε 100.761,01 ευρώ ως αποζημίωση για το διαφυγόν του κέρδος από τη μη τοποθέτηση των χρημάτων του σε κλειστό τραπεζικό λογαριασμό και σε 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, τα ανωτέρω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, επιπλέον δε λόγω της διαγνωσθείσας αδικοπραξίας απήγγειλε σε βάρος τους προσωπική κράτηση ενός (1) έτους, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και τους καταδίκασε σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος. Κατά της παραπάνω απόφασης, παραπονέθηκαν, οι μεν εναγόμενοι - αναιρεσείοντες με την από 6-4-2016 έφεσή τους και τους από 30-1-2017 πρόσθετους λόγους έφεσης, ο δε ενάγων με την από 8-4-2016 έφεσή του και συγκεκριμένα οι μεν εναγόμενοι κατά το μέρος που έκανε δεκτή την αγωγή, για λόγους που αφορούν την ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος και την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με τη στοιχειοθέτηση των όρων της αδικοπρακτικής τους ευθύνης (υπαιτιότητα, αιτιώδης συνάφεια, ζημία), ο δε ενάγων κατά το μέρος που απορρίφθηκε το κονδύλιο της αιτηθείσας χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης και για τη μη ρητή επιδίκαση τόκων επιδικίας, κατ' άρθρο 346 ΑΚ. Με την προσβαλλόμενη απόφασή του το Εφετείο, αφού απέρριψε κατ' ουσίαν τους πρόσθετους λόγους έφεσης, δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν τις προαναφερόμενες εφέσεις, εξαφάνισε την εκκαλουμένη ... απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κράτησε και δίκασε επί της αγωγής του αναιρεσίβλητου, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, υποχρέωσε τους εναγόμενους - αναιρεσείοντες, εις ολόκληρον έκαστο, να καταβάλουν στον ενάγοντα - αναιρεσίβλητο το ποσόν των 853.568,42 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, υπό τον όρο της ταυτόχρονης παράδοσης στους εναγομένους των κατεχομένων από τον ενάγοντα μετοχών της εταιρίας ... Α.Ε., απήγγειλε σε βάρος των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και επέβαλε σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος. Ακολούθως, οι εκκαλούντες - εναγόμενοι άσκησαν κατά της ως άνω απόφασης αναίρεση και πρόσθετους λόγους αναίρεσης. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της γνήσιας προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, αφού όπως ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες και δεν αμφισβητείται από τον αναιρεσίβλητο, η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον πρώτο αναιρεσείοντα, Φ. Β. του Α., την 25-2-2019 και στην δεύτερη αναιρεσείουσα, Θ. Β. του Φ., την 27-2-2019 και η αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε την 27-3-2019. Επομένως, είναι παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 § 1, 566 § 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να εξετασθεί για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 §§ 1, 3 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, και τα δύο δικόγραφα των πρόσθετων λόγων αναίρεσης έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι κατατέθηκαν τριάντα (30) ημέρες πριν την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και επιδόθηκαν στον αναιρεσίβλητο εντός της ίδιας προθεσμίας και συγκεκριμένα το πρώτο δικόγραφο στις 4-11-2021 και το δεύτερο δικόγραφο την 3-1-2023, όπως προκύπτει από τις σχετικές επισημειώσεις του δικαστικού επιμελητή (άρθρα 281, 552, 553, 556, 558, 564 § 1, 566 § 1 και 569 § 2 ΚΠολΔ) και επομένως πρέπει να εξετασθούν για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 §§ 1, 3 του ΚΠολΔ), αφού διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκασή τους με το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης (ΑΠ 1536/2018).

ΙΙ.Α. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή το δικαστήριο προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή σε αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα, με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 2/2024, ΑΠ 683/2022, ΑΠ 109/2020). Για να είναι ορισμένος ο παραπάνω λόγος αναίρεσης πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο ο κανόνας δικαίου που παραβιάσθηκε και μάλιστα ο αριθμός του νόμου και το άρθρο του καθώς και η επίδραση του σφάλματος αυτού στο διατακτικό της απόφασης, δηλαδή η έννομη συνέπεια που εσφαλμένα διαγνώσθηκε ή δεν διαγνώσθηκε (ΟλΑΠ 20/2005, ΟλΑΠ 32/1996, ΑΠ 4/2022, ΑΠ 22/2022, ΑΠ 139/2022, ΑΠ 140/2022).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την έρευνα του πρώτου λόγου της έφεσής τους, δέχθηκε εσφαλμένα, κατά τις παραδοχές της ότι "....Η επακολουθήσασα δε ζημία του δεν προήλθε από την πτώση της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής της εταιρείας, αλλά είχε γεννηθεί κατά το χρόνο που αυτός αποκτούσε τις επίδικες μετοχές, αφού το αντάλλαγμα που κατέβαλε για την απόκτησή τους δεν αντιστοιχούσε στην πραγματική τους αξία, αλλά σε μια πλασματική αξία που είχε διαμορφωθεί, εξαιτίας των προαναφερθεισών χειραγωγικών ενεργειών των εναγομένων..", δέχθηκε δηλαδή εσφαλμένα ότι η αξία μετοχής εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αξιών δεν έχει μία αξία (αυτή που ορίζεται από την τιμή που διαπραγματεύεται η μετοχή στο Χρηματιστήριο, κατά τους εννοιολογικούς προσδιορισμούς που εκθέτει στην αίτησή του), αλλά δύο, δηλαδή και αυτή που αντιστοιχεί στην "πραγματική της αξία", συγχέοντας ανεπίτρεπτα την αγοραία αξία μίας μετοχής (της μόνης με χρηματικό αντίκρυσμα) με την εσωτερική αξία μίας μετοχής που είναι μόνον λογιστικό μέτρο και μπορεί να διαφέρει προς τα άνω ή προς τα κάτω από την αγοραία αξία. Ο παραπάνω αναιρετικός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως παντελώς αόριστος, καθόσον ουδόλως αναφέρεται ο κανόνας δικαίου που παραβιάσθηκε (ο αριθμός του νόμου και το άρθρο του) ούτε η επίδραση του σφάλματος αυτού στο διατακτικό της απόφασης, στοιχεία που τον καθιστούν απαράδεκτο, σύμφωνα και με όσα έχουν αναφερθεί στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας.
Β. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την ως άνω διάταξη, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 3/1997). Υπό την έννοια αυτή, "πράγματα" που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης είναι και οι λόγοι έφεσης, που περιέχουν παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 292/2021, AΠ 229/2020). Γι' αυτό, η παραδοχή από το εφετείο ανύπαρκτου λόγου έφεσης, η επανάκριση κεφαλαίου της πρωτόδικης απόφασης έξω από τα όρια της έφεσης ή η μη λήψη υπόψη λόγου έφεσης, συνιστούν πλημμέλειες που εμπίπτουν στον προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη λόγο αναίρεσης και όχι στον λόγο αναίρεσης που προβλέπεται στον αριθμό 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 285/2023, ΑΠ 292/2021, ΑΠ 19/2020, ΑΠ 229/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 8 (και όχι 9) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά την ορθή νοηματική εκτίμηση του λόγου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, με την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση άφησε αδίκαστο τον πρόσθετο λόγο της έφεσής τους ενώ αυτός συνέχετο αναγκαία με τους λόγους της έφεσής τους στο κύριο δικόγραφο. Από την επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού αυτού λόγου (άρθρο 561 ΚΠολΔ), της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, σε σχέση με την απόρριψη του πρόσθετου λόγου έφεσης των αναιρεσειόντων, διέλαβε, κατά λέξη, αφού προέβη σε εκτενή ανάπτυξη μείζονος νομικής σκέψης, τις ακόλουθες παραδοχές: "Στην προκειμένη περίπτωση, με την εκκαλούμενη απόφαση, κατά μερική παραδοχή του αιτήματος της αγωγής για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, συνεπεία γενομένης σε βάρος του ενάγοντος αδικοπραξίας, επιδικάσθηκε σ' αυτόν το συνολικό ποσόν των 833.568,42 ευρώ και επιπλέον απαγγέλθηκε σε βάρος των εναγομένων προσωπική κράτηση, διάρκειας ενός (1) έτους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης μετά την τελεσιδικία της. Οι εναγόμενοι με την υπό κρίση από 6-4-2016 (αριθμ. καταθ. ...)) έφεσή τους προσέβαλαν το κεφάλαιο της εκκαλουμένης περί καταβολής του ανωτέρω ποσού και ζήτησαν την απόρριψη της αγωγής ως προς αυτό. Στη συνέχεια, με από 30-1-2017 (αριθμ. καταθ. ...) ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, στις 30-1-2017 και επιδόθηκε στον καθού - εφεσίβλητο, στις 30-1-2017 (βλ. την με αριθμό ... έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Κ. Β.), οι ίδιοι εναγόμενοι άσκησαν το μοναδικό πρόσθετο λόγο έφεσης, με τον οποίο πλήττουν μόνο το κεφάλαιο της προσωπικής κράτησης του πρώτου εναγομένου Φ. Β., θεωρώντας το ως αναγκαίως συνεχόμενο με τα κεφάλαια της έφεσής τους που αφορούν την κακή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με τη στοιχειοθέτηση της αδικοπρακτικής τους ευθύνης. Σύμφωνα όμως με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω (στη νομική σκέψη), το προσβληθέν με την έφεση κεφάλαιο της αποζημίωσης δεν ταυτίζεται, ούτε συνέχεται αναγκαίως με το πληττόμενο με τον εξεταζόμενο πρόσθετο λόγο έφεσης, κεφάλαιο της απαγγελίας της προσωπικής κράτησης ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, και συνεπώς το ανωτέρω δικόγραφο πρόσθετων λόγων της έφεσης, θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο". Επομένως, το Εφετείο δεν άφησε αδίκαστο τον πρόσθετο λόγο έφεσης, τον οποίο έλαβε υπόψη αλλά τον απέρριψε ως απαράδεκτο και συνεπώς ο παραπάνω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.


ΙΙΙ.Α. Με τις διατάξεις του Ν. 3340/2005 - όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 42 του Ν. 4443/2016 (ΦΕΚ A 232/9.12.2016) και την αντικατάστασή του με τα άρθρα 25 έως 41 του ιδίου νόμου, με τον οποίο ενσωματώθηκαν, αφενός οι διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την κατάχρηση της αγοράς και την κατάργηση της Οδηγίας 2003/6/ΕΚ και των συναφών Οδηγιών (Τμήμα Β') και αφετέρου η Οδηγία 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί ποινικών κυρώσεων για την κατάχρηση αγοράς (Τμήμα Α') και εξακολουθεί να εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 41 §§ 1 και 2 σε παραβάσεις οι οποίες έλαβαν χώρα μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου νόμου - που εκδόθηκε σε προσαρμογή της νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Ιανουαρίου 2003, σκοπείται η προστασία της Κεφαλαιαγοράς και των επενδυτών από πράξεις προσώπων που συνιστούν κατάχρηση αγοράς. Η ενσωμάτωση της ανωτέρω Οδηγίας για την κατάχρηση της αγοράς και των εκτελεστικών αυτής μέτρων με το Ν. 3340/2005 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών αποφάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, εισήγαγε στην ελληνική έννομη τάξη μια ολοκληρωμένη προστασία της κεφαλαιαγοράς, ως συστήματος αποκάλυψης της σωστής τιμής των χρηματοπιστωτικών μέσων, της τιμής δηλαδή που προσεγγίζει όσο το δυνατόν περισσότερο την πραγματική αξία των διαπραγματευομένων χρηματοπιστωτικών μέσων. Η τιμή με τη σειρά της είναι εκείνος ο καθοριστικός παράγοντας που ενσωματώνει το υφιστάμενο, κάθε στιγμή επίπεδο πληροφόρησης της χρηματιστηριακής αγοράς (εκτίμηση, πρόβλεψη, προσδοκία), το αντανακλά δε προς τα έξω προσελκύοντας τη σχετική ζήτηση. Έτσι, λοιπόν, η αξιοπιστία της χρηματιστηριακής αγοράς ταυτίζεται με την ακεραιότητά της, δηλ. με τη διαφάνεια της λειτουργίας της, που αφορά στην ακριβή, πλήρη και όσο το δυνατόν ταχύτερη διάχυση της ορθής πληροφόρησης. Η διάχυση ανακριβούς πληροφορίας στρέφεται ευθέως κατά της ομαλής και εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς και προκαλεί όχι μόνο στρέβλωση της χρηματιστηριακής αγοράς από την άποψη της σωστής αποκάλυψης της τιμής και της ορθής κατανομής των παραγωγικών πόρων, αλλά και νόθευση του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι παρεμποδίζει την απρόσκοπτη πρόσβαση των επενδυτών σε όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα. Έτσι, ο νόμος 3340/2005, στο πλαίσιο της άνω Οδηγίας, για την αντιμετώπιση εκείνων των συμπεριφορών οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, υιοθετεί δύο στρατηγικές, εισάγοντας: α) διατάξεις αποτρεπτικού χαρακτήρα, με την απόδοση στις συμπεριφορές αυτές παραβατικό χαρακτήρα, όπως είναι οι διατάξεις για την κατάχρηση αγοράς, με την επιβολή διοικητικών μέτρων και ποινών και β) διατάξεις προληπτικού χαρακτήρα, όπως είναι η άμεση δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών από τον εκδότη, με συνέπεια τη μείωση του περιθωρίου ευχέρειας που έχει ο κάτοχος της εσωτερικής πληροφορίας για την εκμετάλλευσή της. Ως κατάχρηση αγοράς, θεωρείται από το νόμο 3340/2005, αφενός η (καταχρηστική) εκμετάλλευση προνομιακής πληροφορίας (insider trading), κατά τα άρθρα 3 και 4 και αφετέρου η χειραγώγηση της αγοράς (market manipulation), κατά το άρθρο 7 του ιδίου νόμου. Ως χειραγώγηση αγοράς νοείται κάθε αθέμιτη επίδραση επί της αγοράς των τίτλων, με τη χρήση διαφόρων μεθοδεύσεων, συνεπεία των οποίων επέρχεται στρέβλωση των δεδομένων που αφορούν στην τιμή και στην εμπορευσιμότητα των κινητών αξιών και στην τεχνητή διαμόρφωσή τους σε ένα επίπεδο που δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά τους μεγέθη, με συνέπεια την ύπαρξη κινδύνου παραπλάνησης των επενδυτών ως προς κρίσιμα για τις επενδυτικές τους αποφάσεις μεγέθη, προϋποθέτει δε ότι οι κινητές αξίες αποτελούν κατά τον κρίσιμο χρόνο αντικείμενο συναλλαγών ή έχουν τεθεί σε διαπραγμάτευση στην οικεία οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά, ανεξάρτητα από το εάν πράγματι επηρεάσθηκε η τιμή της. Μια από τις μορφές χειραγώγησης, που περιγράφονται στο άρθρο 7 § 2 του Ν. 3340/2005 και αφορά στην προκειμένη υπόθεση, είναι η διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών συμπεριφορών (περ. γ'), ως τέτοιας νοουμένης της "διάδοσης δια των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του διαδικτύου, ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο, πληροφοριών, οι οποίες δίνουν ή είναι πιθανό να δώσουν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα ή φημών ή παραπλανητικών ενδείξεων, εάν ο διαδίδων γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η πληροφορίες, οι φήμες ή οι ειδήσεις αυτές ήταν ψευδείς ή παραπλανητικές". Ψευδείς είναι οι πληροφορίες όταν δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αυτό δε συμβαίνει όταν παρουσιάζονται μη υφιστάμενες καταστάσεις ως υφιστάμενες ή υφιστάμενες καταστάσεις ως μη υφιστάμενες, καθώς και αξιολογική κρίση η οποία βασίζεται σε ανακριβή γεγονότα και είναι εσφαλμένη. Επίσης, παραπλανητικές είναι οι πληροφορίες, όταν είναι ενδεχομένως αληθείς, ως προς το περιεχόμενό τους, εντούτοις από τον τρόπο παρουσίασής τους προκαλείται εσφαλμένη εντύπωση. Στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης εντάσσονται και οι ελλιπείς πληροφορίες, στο μέτρο που οδηγούν στο σχηματισμό εσφαλμένης εικόνας. Συναφώς κρίθηκε από την ΕΚ (Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς) ότι συνιστά διάδοση ψευδών πληροφοριών η δημοσίευση αντιφατικών ανακοινώσεων, με τις οποίες συντηρούνταν η ασάφεια για τις επερχόμενες επιχειρηματικές εξελίξεις, σχετικά με τις οποίες υπήρχαν ήδη ενέργειες, οι οποίες δεν είχαν γνωστοποιηθεί στο επενδυτικό κοινό. Χειραγώγηση μπορεί, κατ' εξαίρεση, να νοηθεί και χωρίς διάδοση πληροφορίας (δια παραλείψεως). Αυτό θα συμβαίνει όταν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, παρότι όφειλε να προβεί σε διόρθωση πληροφορίας που το ίδιο δημοσίευσε, δεν προβαίνει στη διόρθωση αυτή. Η χειραγώγηση με διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 7 § 2γ του ως άνω νόμου, μπορεί να γίνει από οποιαδήποτε πρόσωπα, στα οποία περιλαμβάνονται οι εκδότες, οι μέτοχοι της εκδότριας, οι διαμεσολαβητές και οι επενδυτές. Επίσης, ο διαδίδων είναι δυνατόν να μην συνδέεται με την εκδότρια, χωρίς ωστόσο η ιδιότητα του διαδίδοντος να είναι νομικά αδιάφορη, καθόσον υπάρχουν πρόσωπα, όπως είναι τα μέλη του ΔΣ της εκδότριας, που έχουν ιδιαίτερη εγγύτητα σε πληροφορίες που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, και για τα οποία προβλέπεται, ενδεικτικά, ειδική μορφή απαγόρευσης χειραγώγησης της αγοράς στην παράγραφο 3 περ. δ' του άρθρου 7 του Ν. 3340/2005 (διάφορης εκείνης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 περ. γ' του άρθρου 7), στην οποία ορίζεται ότι ως χειραγώγηση της αγοράς νοείται, μεταξύ άλλων, και "η διάδοση ψευδών, ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών από μέλη του διοικητικού συμβουλίου εταιριών, μέσω των ετήσιων ή περιοδικών καταστάσεων, τρων ενημερωτικών δελτίων ή άλλων δημοσιευμάτων". Επίσης, στη σχετική ρύθμιση δεν αναφέρεται ρητά ως στοιχείο της χειραγώγησης ότι η πληροφορία πρέπει, από τη φύση της, να είναι πρόσφορη να επηρεάσει την αγορά των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων, τούτο όμως προκύπτει από το σκοπό της, που συνίσταται στην προστασία της αγοράς, με συνέπεια να εκφεύγουν από το πεδίο εφαρμογής συμπεριφορές που από την φύση τους δεν είναι δυνατόν να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Έτσι, οι πληροφορίες πρέπει να είναι σημαντικές για την αποτίμηση του επενδυσιακού αξιογράφου, ώστε να είναι δυνατόν, από τη φύση τους, να επηρεάσουν την επενδυτική απόφαση, η οποία κρίνεται με βάση το πρότυπο του μέσου συνετού επενδυτή. Εξάλλου, στο πλαίσιο διασφάλισης επαρκούς και ποιοτικής διαθέσιμης πληροφόρησης και για την αντιμετώπιση των πληροφοριακών ασυμμετριών μεταξύ των συμμετεχόντων στις αγορές, προβλέπεται (προληπτικά) η άμεση δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3340/2005, οι εκδότες είναι υποχρεωμένοι να δημοσιοποιούν τις προνομιακές πληροφορίες που τους αφορούν άμεσα. Καταρχήν, στην αρχική μορφή του άρθρου 2 του άνω νόμου, η έννοια του εκδότη κάλυπτε μόνο εκδότες με μετοχές εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά, επαναλαμβάνοντας τη διατύπωση της σχετικής Οδηγίας. Ωστόσο, με το άρθρο 9 του Ν. 3756/2009, η έννοια του εκδότη επεκτάθηκε ώστε να καλύπτει και νομικά πρόσωπα των οποίων οι κινητές αξίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης, τον οποίο διαχειρίζεται πιστωτικό ίδρυμα, ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστής οργανωμένης αγοράς που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Οι υποχρεώσεις των εκδοτών στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 10 του άνω νόμου, εξειδικεύονται με την απόφαση 3/347/2005 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, και αφορούν, μεταξύ άλλων, δημοσιοποίηση πληροφοριών που επιφέρουν σημαντική μεταβολή της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εκδότη, σύναψη ή λύση σημαντικών συνεργασιών ή επιχειρηματικών συμμετοχών στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, ουσιώδη μεταβολή στην περιουσιακή κατάσταση και στη μετοχική και κεφαλαιακή διάρθρωση του εκδότη. Δεν επαρκεί η δημοσίευση της πληροφορίας ότι βρίσκονται σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις για τη διερεύνηση της πιθανότητας συγχώνευσης του εκδότη με άλλη εταιρεία, αλλά απαιτείται η άμεση δημοσίευση οποιωνδήποτε σημαντικών εξελίξεων, είτε αυτές είναι θετικές, είτε αρνητικές. Ειδικότερα, στην περίπτωση της μεταβολής μιας δημοσιευμένης πληροφορίας, ο εκδότης, σε περίπτωση μη δημοσίευσης της εν λόγω μεταβολής, δεν παραβιάζει μόνο την υποχρέωση δημοσιοποίησης που του επιβάλλεται από το άρθρο 10 του ως άνω νόμου και την ΕΚ 3/43/2005 απόφαση της ΕΚ, αλλά υπάρχει κίνδυνος η συμπεριφορά του αυτή να πληροί και τις προϋποθέσεις εκείνες που ο νόμος προβλέπει για το χαρακτηρισμό μιας συμπεριφοράς ως κατάχρηση αγοράς. Και τούτο διότι ο εκδότης, βάσει του άρθρου 2 § 4 της ΕΚ 3/347/2005 έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να δημοσιεύει άμεσα οποιαδήποτε μεταβολή της δημοσιευμένης πληροφορίας, η παράλειψη δε δημοσίευσης είναι πιθανόν να δώσει παραπλανητικές ή ψευδείς ενδείξεις για τα χρηματοπιστωτικά μέσα του εκδότη, τη στιγμή που ο εκδότης γνωρίζει ότι η δημοσιευμένη πληροφορία είναι πλέον παραπλανητική λόγω της μεταβολής των συνθηκών. Οι κυρώσεις σε βάρος των προσώπων που προβαίνουν σε χειραγώγηση αγοράς διακρίνονται σε διοικητικές και ποινικές, όπως αυτές προβλέπονται στα άρθρα 23, 24 και 30 του ως άνω νόμου. Περαιτέρω, σε επίπεδο κυρώσεων αστικού δικαίου, το ζήτημα της αναγνώρισης δικαιώματος αποζημίωσης σε επενδυτές που υπέστησαν ζημία από την παράβαση των διατάξεων περί χειραγώγησης της αγοράς αποτελεί ένα από τα πλέον δυσχερή ζητήματα του δικαίου της κεφαλαιαγοράς στο πλαίσιο της γενικότερης προβληματικής σε σχέση με το έννομο αγαθό που προστατεύουν οι διατάξεις του δικαίου της κεφαλαιαγοράς και τις δυνατότητες του μεμονωμένου επενδυτή να αξιώσει αποκατάσταση της ζημίας και της βλάβης που υπέστη από την παραβίασή τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, από το πρόσωπο που παραβίασε τις διατάξεις για την κατάχρηση της αγοράς. Και τούτο διότι, κατά μία άποψη, ο επενδυτής δεν αποτελεί αυτοτελές υποκείμενο έννομης προστασίας των διατάξεων του δικαίου της κεφαλαιαγοράς, εν γένει, καθώς το τελευταίο αποσκοπεί στην διασφάλιση της αποτελεσματικής, θεσμικής και ακέραιης λειτουργίας της αγοράς και αντανακλαστικά στον επενδυτή. Η τελευταία αυτή άποψη εκκινεί από την έμφαση που δίδεται στις Οδηγίες 2004/39/ΕΚ (για τις αγορές των χρηματοπιστωτικών μέσων) και 2003/6/ΕΚ (για τις πράξεις κατάχρησης αγοράς), στη διασφάλιση της "ακεραιότητας και αποτελεσματικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του" (σκέψη 5 του Προοιμίου της 2004/39/ΕΚ Οδηγίας). Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, η προστασία του επενδυτή είναι ένας από τους στόχους όχι όμως ο πρωτεύων και πάντως υποστηρίζεται, κατά την άποψη αυτή, ότι είναι αντανάκλαση της γενικότερης "αποτελεσματικότητας" της κεφαλαιαγοράς. Η απάντηση που δίδεται σε διάφορες έννομες τάξεις δεν είναι ενιαία, καθώς το μεν γαλλικό και αυστριακό δίκαιο τάσσεται υπέρ του δικαιώματος αποζημίωσης του επενδυτή, το δε αγγλικό τάσσεται κατά του δικαιώματος αποζημίωσης, ενώ το γερμανικό δίκαιο αν και δεν θεωρεί τις σχετικές διατάξεις προστατευτικούς κανόνες δικαίου, εφαρμόζει στις περιπτώσεις αυτές, προς κάλυψη του επενδυτή, τις διατάξεις που απαγορεύουν την πρόκληση ζημίας σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη. Η παραπάνω άποψη, που δεν αναγνωρίζει ατομικό δικαίωμα αποζημίωσης στον επενδυτή, παραγνωρίζει το γεγονός ότι η προστασία της κεφαλαιαγοράς ως θεσμού δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την εμπιστοσύνη των επενδυτών σε αυτήν, με συνέπεια η ελλιπής ατομική προστασία των επενδυτών να πλήττει καίρια την εμπιστοσύνη τους και το γεγονός αυτό να αποβαίνει τελικά σε βάρος της καλής και με διαφάνεια λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς. Σημειώνεται δε ότι οι διατάξεις του ελληνικού δικαίου που ρυθμίζουν τα ζητήματα της κεφαλαιαγοράς δεν έχουν καθαρά εθνικό χαρακτήρα, αλλά αποτελούν, κατά κύριο λόγο, προϊόν εναρμόνισης ενωσιακού δικαίου. Πολλές φορές, μάλιστα, τυγχάνουν εφαρμογής ευρωπαϊκοί Κανονισμοί, οι οποίοι είναι άμεσα εφαρμοστέοι στο εθνικό δίκαιο. Επομένως, το ζήτημα της αστικής ευθύνης από την παράβαση των διατάξεων του δικαίου της κεφαλαιαγοράς εντός του πλαισίου του εθνικού δικαίου, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό, χωρίς να αναλυθούν αφενός μεν η ενωσιακή διάσταση των επίμαχων διατάξεων αφετέρου δε η σημασία της αστικής ευθύνης ως μέσου για την επιβολή των εν λόγω ενωσιακών κανόνων. Και είναι γεγονός ότι το ενωσιακό δίκαιο δεν περιέχει κανόνες σχετικές με την αστική ευθύνη από την παράβαση διατάξεων του δικαίου της κεφαλαιαγοράς, το γεγονός όμως αυτό δεν σημαίνει ότι οι ενωσιακές ρυθμίσεις δεν επιδρούν καθοριστικά στο ιδιωτικού δικαίου ζήτημα της αστικής ευθύνης από την παράβαση διατάξεων του δικαίου της κεφαλαιαγοράς. Έτσι, και στο χώρο της κεφαλαιαγοράς η εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας των διατάξεων του κοινοτικού - ενωσιακού δικαίου δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με την εξασφάλιση δυνατότητας σε ιδιώτες να ασκούν ατομικά αγωγή, ως αμέσως ζημιωθέντες, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 του ΑΚ (όπως και το γερμανικό δίκαιο) έναντι όλων των προσώπων, τα οποία τους ζημίωσαν, παραβιάζοντας τους κανόνες της κεφαλαιαγοράς (ΑΠ 1093/2008, ΑΠ 1491/2005). Επομένως, η ελαττωματική ενημέρωση του επενδυτικού κοινού για έκτακτα γεγονότα, καθώς και η παράβαση των λοιπών υποχρεώσεων ενημέρωσης του επενδυτικού κοινού, όπως η υποχρέωση τακτικής ενημέρωσης και η εκούσια διάχυση πληροφοριών στο επενδυτικό κοινό στην δευτερογενή αγορά, δημιουργούν αδικοπρακτική ευθύνη τόσο της εκδότριας εταιρείας, όσο και των μελών της διοίκησης προσωπικά. Περαιτέρω, για να ιδρυθεί, κατ' άρθρο 914 ΑΚ, αδικοπρακτική ευθύνη του ζημιώσαντος τρίτον, πρέπει να συντρέχουν ζημιογόνος συμπεριφορά τούτου (τελεσθείσα είτε με πράξη είτε με παράλειψη), παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, υπαιτιότητα, ζημία και πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας) (ΑΠ 131/2022, ΑΠ 1276/2015, ΑΠ 1572/2014). Ειδικότερα, παράνομη είναι η συμπεριφορά που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα. Επί προσβολής ατομικού συμφέροντος, απαιτείται η παραβιαζόμενη διάταξη να είναι κατά το γράμμα της ή το σκοπό του νομοθέτη, προστατευτική του προσβαλλόμενου δικαιώματος ή συμφέροντος ή τουλάχιστον και τούτου. Εάν η διάταξη έχει τεθεί αποκλειστικά για την προστασία του γενικού συμφέροντος ή ατομικού συμφέροντος τρίτων, πλην του ζημιωθέντος, δεν γεννά δικαίωμα αποζημίωσης του τελευταίου, αφού το ατομικό συμφέρον εκείνου δεν σκόπευε να προστατεύσει ο νομοθέτης (ΑΠ 1485/2010, ΑΠ 1257/2005, ΑΠ 903/2003). Επίσης, κατά το άρθρο 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, η οποία είναι ειδική και συμπληρώνει εκείνη του άρθρου 914 ΑΚ, αφού επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ευθέως δεν προσβλήθηκε ορισμένο δικαίωμα ή προστατευόμενο συμφέρον, σαφώς προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: 1) συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη) αντικείμενη στα χρηστά ήθη. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 10/1991). Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπόψη, όπως αυτές (οι αντιλήψεις) νοούνται όχι μόνον η ατομική ηθική, αλλά η κοινωνική ηθική που διαμορφώνεται εντός του ευρύτερου επαγγελματικού και τοπικού χώρων προσώπων (ΑΠ 1093/2008), 2) η συμπεριφορά να συνοδεύεται από πρόθεση επαγωγής ζημίας, 3) να προκλήθηκε όντως ζημία σε άλλον, 4) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας (ΑΠ 16/2024), τέτοια δε συμπεριφορά υπάρχει, όταν, κατ' αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, η συγκεκριμένη συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο (ΑΠ 59/2024, ΑΠ 1586/2022). Περίπτωση που εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ είναι και εκείνη κατά την οποία κάποιος, με πρόθεση και κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, ματαιώνει την ελπίδα ή την πιθανότητα άλλου για την απόκτηση δικαιώματος ή κάποιου αγαθού. Η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική, εξετάζεται αντικειμενικά και σύμφωνα με την αντίληψη του υγιώς κατά το δίκαιο σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου, όπως προαναφέρθηκε. Η πρόθεση (δόλος) έχει την έννοια ότι ο ζημιώσας ήξερε ότι με τη συμπεριφορά του θα ζημιωνόταν κάποιος άλλος και ήθελε την πρόκληση της ζημίας. Εκτός, όμως, από τον άμεσο δόλο, που υπάρχει όταν ο υπαίτιος ενήργησε με αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλο, όπως προαναφέρθηκε, αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος (ΟλΑΠ 10/1991), δηλαδή αρκεί ο υπαίτιος να γνώριζε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρά ταύτα να μην απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη. Η δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς και της ζημίας που επήλθε στον παθόντα έχει την έννοια ότι η πράξη ή παράλειψη του υπαιτίου, ενόψει των ειδικών περιστάσεων και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ήταν πρόσφορη αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος (ΑΠ 59/2024, ΑΠ 223/2016, ΑΠ 1398/2000). Τέλος, σε σχέση με την αποκαταστατέα από την παράνομη συμπεριφορά ζημία των επενδυτών, πρέπει να σημειωθεί ότι αποκαθίσταται το αρνητικό διαφέρον ή διαφέρον εμπιστοσύνης. Ο επενδυτής, δηλαδή, θα πρέπει να βρεθεί στην οικονομική κατάσταση που θα βρισκόταν εάν δεν είχαν λάβει χώρα οι παραπλανητικές και ψευδείς πληροφορίες. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 7 του Ν. 3340/2005 καλύπτει την αδικοπρακτική ευθύνη, τόσο με τη μορφή του άρθρου 914 ΑΚ όσο και με τη μορφή του άρθρου 919 ΑΚ, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις, και συνεπώς ο ζημιωθείς από τη χειραγώγηση της αγοράς επενδυτής υποχρεούται να αποδείξει, πέραν του προσδιοριζόμενου με την ανωτέρω διάταξη παρανόμου των ενεργειών του ζημιώσαντος χειραγωγού, την υπαιτιότητα τούτου (καθόσον δεν ισχύει η προτεινόμενη από μέρος της θεωρίας αρχή της αντιστροφής του βάρους απόδειξης), την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ψευδούς ή παραπλανητικής πληροφορίας και της επενδυτικής του απόφασης, καθώς και τη ζημία που υπέστη από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά.
Β. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 559 § 1 εδάφιο β' του ΚΠολΔ "Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς". Ο εν λόγω λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να ανεύρει την αληθή έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει ή μη σε κανόνα δικαίου τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, όχι δε και όταν παραβιάζει τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία κατά την διάταξη του άρθρου 561 § 1 ΚΠολΔ δεν ελέγχεται αναιρετικά, οπότε ο σχετικός λόγος απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 13/2024, ΑΠ 50/2024, ΑΠ 957/2020, ΑΠ 459/2019). Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να προσδιορίζονται στο αναιρετήριο: α) τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας που δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα από το δικαστήριο της ουσίας, β) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου για την ερμηνεία ή εφαρμογή του οποίου έγινε ή δεν έγινε εσφαλμένη χρήση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, γ) η φερόμενη ως εσφαλμένη έννοια που αποδόθηκε από το δικαστήριο της ουσίας στο συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, όπως προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας που το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε ή δεν εφάρμοσε και δ) η προβαλλόμενη ως ορθή έννοια του ίδιου κανόνα δικαίου, η οποία προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας που η απόφαση δεν χρησιμοποίησε ή χρησιμοποίησε εσφαλμένα. Διαφορετικά, ο λόγος αναίρεσης είναι αόριστος και απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 415/2021, ΑΠ 860/2018, ΑΠ 208/2018).
Γ. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση, κατ' άρθρο 561 § 2 του ΚΠολΔ, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, ως προς τα πραγματικά περιστατικά, κρίση του τα εξής: "Με βάση τις πιο πάνω νομικές παραδοχές, η ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων, με την ιδιότητα του επενδυτή δευτερογενούς αγοράς μετοχών, επιδιώκει την αποκατάσταση της ζημίας και την απάμβλυνση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη διάδοση από τους εναγομένους στη χρηματοοικονομική αγορά ψευδών και παραπλανητικών ανακοινώσεων σχετικά με τις προοπτικές της εταιρίας ... Α.Ε. (της οποίας ο πρώτος ήταν ο κύριος μέτοχος και η δεύτερη η διευθύνουσα σύμβουλος), εξαιτίας των οποίων, παραπλανηθείς, πραγματοποίησε αγορές μετοχών πλασματικής αξίας 732.807,41 ευρώ, αγνοώντας ότι η πραγματική τους αξία, κατά το χρόνο αγοράς τους, είχε ήδη μηδενιστεί λόγω των μη ανακοινωθεισών συμφωνιών που αυτοί (εναγόμενοι) είχαν συνάψει με τον υποτιθέμενο στρατηγικό επενδυτή, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερθείσες στη νομική σκέψη της παρούσας διατάξεις των άρθρων 914 σε συνδ. με άρθρο 7 παρ. 2γ- και 10 του ν. 3340/2005, αλλά και στο άρθρο 919 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 297, 298, 932, 345, 346 ΑΚ. Όσον αφορά δε το κύριο αίτημα του ενάγοντος για την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας του με ταυτόχρονη προσφορά από μέρους του των μετοχών που κατέχει στα χέρια του, το οποίο, ως προς το δεύτερο σκέλος του (της ταυτόχρονης μεταβίβασης μετοχών) κρίθηκε ως μη νόμιμο, με την αιτιολογία ότι δεν πρόκειται για αξιώσεις πηγάζουσες από τη σύμβαση πώλησης ώστε (προφανώς) να μπορεί να ασκηθεί δικαίωμα υπαναχώρησης, θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ η αποκαταστέα ζημία συνίσταται στη διαφορά της περιουσιακής κατάστασης του δικαιούχου μετά τη ζημιογόνα συμπεριφορά του υπόχρεου προς εκείνη, η οποία θα υπήρχε αν δεν μεσολαβούσε το επιζήμιο γεγονός. Από τη διάταξη όμως αυτή, σε συνδυασμό με τα άρθρα 297 και 299 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση κατά την οποία από το ζημιογόνο γεγονός προήλθε, κατά αιτιώδη συνάφεια, εκτός από τη ζημία και κέρδος, η πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται από το κέρδος. Τότε ο υπόχρεος σε αποζημίωση έχει δικαίωμα, αν μεν το κέρδος είναι χρηματικό, να αντιτάξει ένσταση συμψηφισμού, αν δε δεν είναι χρηματικό και συνίσταται στο υπόλειμμα του καταστραφέντος πράγματος να προτείνει ένσταση συνυπολογισμού του στη ζημία, οπότε ο ενάγων δικαιούται με βάση τη γενική διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, είτε να κρατήσει το υπόλειμμα και να εκπέσει η αξία αυτού από την επιδιωκόμενη ζημία, είτε να απαιτήσει ολόκληρη την επιδιωκόμενη ζημία αποδίδοντας στον εναγόμενο το υπόλειμμα... Στην περίπτωση που ο ενάγων προσφέρεται στην παράδοση των υπολειμμάτων, η καταψήφιση του εναγομένου με τη δικαστική απόφαση θα γίνει, κατ' άρθρο 69 παρ. 2 ΚΠολΔ, υπό τον όρο της ταυτόχρονης παράδοσης από τον ενάγοντα στον εναγόμενο αυτουσίων των υπολειμμάτων.... Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον ο ενάγων ζήτησε την πλήρη αποζημίωση, προσφερόμενος ταυτόχρονα στην παράδοση στους εναγομένους των ευρισκομένων στα χέρια του μετοχών της εταιρίας ... Α.Ε., θα έπρεπε το δικαστήριο να κρίνει το αίτημα αυτό ως νόμιμο και να διατάξει την καταβολή της επιδικασθείσας αποζημίωσης με τον όρο της ταυτόχρονης παράδοσης των μετοχών στους εναγόμενους. Μη προβαίνοντας στην κρίση αυτή και απορρίπτοντας το αίτημα αυτό ως μη νόμιμο έσφαλε. Το ελάττωμα αυτό της εκκαλουμένης, το παρόν Δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως, δοθέντος ότι αφορά ζήτημα που και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήλεγξε αυτεπαγγέλτως, το δε σχετικό κεφάλαιο της επιδικασθείσας αποζημίωσης έχει μεταβιβαστεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο από τους εναγομένους και δεν χειροτερεύει τη θέση τους...Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων και την ανωμοτί κατάθεση του ενάγοντος, που δόθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ' αρθρ. 529 παρ. 1 α ΚΠολΔ, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων, οι με αριθμούς, ... και ... ένορκες ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών βεβαιώσεις, που μετ' επικλήσεως προσκομίζει ο ενάγων και ελήφθησαν μετά από νομότυπη κλήτευση των εναγομένων (βλ. τις ... και ... εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Α. Κ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εταιρεία "... Δυναμική Επικοινωνία Ανώνυμος Διαφημιστική και Κατασκευαστική Εταιρεία" με το διακριτικό τίτλο "... ΑΕ" (πρώην "Α. ... ΑΕ"), προέκυψε από τη μετατροπή σε ανώνυμη εταιρεία της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "... ΕΠΕ", που ακολούθως συγχωνεύθηκε μετά της εταιρείας "... ΑΕ", την οποία απορρόφησε (βλ. το 7/2.1.2001 ΦΕΚ ΤΑΕ& ΕΠΕ). Το μετοχικό κεφάλαιο αυτής ανερχόταν έως τον Οκτώβριο του 2009 σε 19.243.860,30 ευρώ, διαιρούμενο σε 21.382.067 κοινές ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας 0,90 ευρώ έκταση, ενώ ακολούθως με την από 16.10.2009 απόφαση της Β' επαναληπτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων αυτής το μετοχικό της κεφάλαιο μειώθηκε κατά το ποσό των 12.829.240,20 ευρώ με αντίστοιχη μείωση της ονομαστικής αξίας των μετοχών της, ανερχόμενο πλέον σε 6.414.620,10 ευρώ και διαιρούμενο σε 21.382.067 κοινές μετοχές, ονομαστικής αξίας 0,30 ευρώ έκαστη (ΦΕΚ 13002/5.11.2009 ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ). Η πιο πάνω εταιρεία δραστηριοποιούνταν στον κλάδο της υπαίθριας διαφήμισης, μισθώνοντας ή υπομισθώνοντας διαφημιστικούς χώρους για την τοποθέτηση διαφημίσεων και πιο συγκεκριμένα αναλάμβανε την εμπορική εκμετάλλευση διαφημιστικών μέσων, που είχαν προηγουμένως ενοικιασθεί και βρίσκονταν σε ιδιωτικούς ή δημόσιους χώρους, στους οποίους είχαν τοποθετηθεί διαφημιστικά μέσα υπαίθριας διαφήμισης, κατείχε δε δεσπόζουσα θέση στην οικεία αγορά. Οι μετοχές της εταιρείας ... ΑΕ είχαν εισαχθεί και διαπραγματεύονταν από 17.3.1999 στην αγορά μετοχών του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, στην κατηγορία μεσαίας και μικρής κεφαλαιοποίησης και είχαν υπαχθεί από 16.10.2006 στην κατηγορία της διαπραγμάτευσης υπό επιτήρηση, διότι στις ατομικές και ενοποιημένες καταστάσεις της ενδιάμεσης περιόδου, που έληξε στις 30.6.2006, δεν απεικονίζονταν ορθά επενδύσεις αυτής, ως μητρικής εταιρείας σε τρεις ανώνυμες εταιρείες εσωτερικού και εξωτερικού και δεν περιλαμβάνονταν στις σημειώσεις οικονομικών καταστάσεων συναλλαγές με συνδεδεμένα φυσικά και νομικά πρόσωπα, κατά τα προβλεπόμενα από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στην εταιρεία ... Α.Ε. ανήκε το 49% των μετοχών της εταιρείας "... ΑΕ", ενώ ήλεγχε επίσης το 75% των μετοχών και δικαιωμάτων ψήφου της θυγατρικής της εταιρείας "... ΑΕ", στην οποία ανήκε το υπόλοιπο 51% των μετοχών της εταιρείας "... ΑΕ". Το αντικείμενο των πιο πάνω εταιρειών "... ΑΕ" και "... ΑΕ" ήταν συμπληρωματικό, δεδομένου ότι κύριο αντικείμενο της εταιρείας "... Α.Ε." (εφεξής ...) ήταν η κατασκευή και τοποθέτηση παντός τύπου φωτεινών και μη επιγραφών και διαφημίσεων, διατηρούσαν δε ευρείας κλίμακας συνεργασία μεταξύ τους. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος και εν γένει η οικογένεια αυτού είχε μακροχρόνια και επιτυχή δραστηριοποίηση στον κλάδο της υπαίθριας διαφήμισης, μέσω διαφόρων επιχειρήσεων, ενώ ειδικά ο πρώτος εναγόμενος ήταν επίσης έως το έτος 2010 ο βασικός και κυρίαρχος μέτοχος της "... ΑΕ", κατέχοντας 8.053.246 μετοχές, ήτοι ποσοστό 37,66% του μετοχικού κεφαλαίου αυτής, ενώ μέσω τρίτων προσώπων είχε τον έλεγχο επιπλέον ποσοστού, ελέγχοντας επί της ουσίας τις δραστηριότητες της εταιρείας και αποτελώντας τη σκιώδη διοίκηση αυτής. Η δεύτερη εναγομένη, που είναι θυγατέρα του πρώτου εναγομένου από το έτος 2001 στο Διοικητικό Συμβούλιο της ... ΑΕ, ενώ από 5.4.2006 διορίσθηκε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνουσα Σύμβουλος αυτής, καθιστάμενη έκτοτε νόμιμος εκπρόσωπος της κατά το καταστατικό της (ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ 8700/1999, 338/2001, 2325/2006, 14007/2006, 3540/2007 και 2650/2009). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η διοίκηση της ... ΑΕ είχε δημοσιοποιήσει και προέβαλε την επέκταση της δραστηριότητας της κατά τη χρονική περίοδο 2005-2006 σε κτηματικές- ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και κατά το έτος 2007 με την απόκτηση συμμετοχών σε ναυτιλιακές εταιρείες, που δραστηριοποιούνταν στην εκμετάλλευση εμπορικών πλοίων τύπου gas carrier για τη μεταφορά καυσίμων. Εκ παραλλήλου, περί τα τέλη 2006/αρχές 2007, υπήρξε στον τύπο έντονη φημολογία σχετικά με τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων μεταξύ της εταιρείας ... ΑΕ και στρατηγικού επενδυτή από το εξωτερικό. Τότε η εταιρεία ... ΑΕ, όπως νόμιμα εκπροσωπούνταν από τη δευτέρη των εναγομένων, με την από 24.1.2007 ανακοίνωση της που δημοσιεύθηκε στον ηλεκτρονικό τύπο, ενημέρωσε ότι επρόκειτο για συζητήσεις μεταξύ του βασικού της μετόχου (ήτοι του πρώτου εναγομένου) που βρίσκονταν ακόμη σε προκαταρκτικό στάδιο, επιφυλάχθηκε δε να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές και το επενδυτικό κοινό για την όποια συγκεκριμένη εξέλιξη. Ακολούθησαν δημοσιεύματα στον τύπο περί λήψεως απόφασης για την απόσχιση του κλάδου της διαφήμισης και την πώληση αυτού σε ξένο χαρτοφυλάκιο, με τη δημιουργία μίας νέας εταιρείας της οποίας το 25% θα ήλεγχε η ... ΑΕ και το 75% ο ξένος στρατηγικός επενδυτής (βλ. το από 17.4.2007 δημοσίευμα στην euro2day.gr). Στο σχετικό δημοσίευμα η εταιρεία ... ΑΕ απάντησε με σχετική επιστολή της, που δημοσιεύθηκε στο από 19.4.2007 "Ημερήσιο Δελτίο Τιμών" του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, ως επίσης στον ηλεκτρονικό τύπο τα ακόλουθα: "...κατόπιν προσέγγισης της από ξένο επιχειρηματικό όμιλο διεθνούς κύρους, για τη διερεύνηση της δυνατότητας συνεργασίας, ευρίσκεται ήδη σε προχωρημένο στάδιο συνομιλιών για συνεργασία με τον όμιλο αυτό στον κλάδο της υπαίθριας διαφήμισης. Η Διοίκηση της Εταιρείας μας θεωρεί ότι, στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο δεν υφίσταται οτιδήποτε προς ανακοίνωση, δεδομένης της υποχρεώσεως για προστασία του επενδυτικού κοινού αφενός και ταυτόχρονα της ανάγκης για την επιβαλλόμενη εχεμύθεια ως προς τις εν λόγω συνομιλίες - διαπραγματεύσεις, οι οποίες βρίσκονται σε κρίσιμη φάση αφετέρου, λαμβανομένου υπόψη και του ότι μέχρι στιγμής ουδέν οριστικό υφίσταται. Η θα ενημερώσει υπεύθυνα και έγκαιρα τις Αρχές και το επενδυτικό κοινό εφόσον υπάρξει οποιαδήποτε συγκεκριμένη εξέλιξη" (βλ. από 75/19.4.2007 "Ημερήσιο Δελτίο Τιμών" του ΧΑΑ και από 19.4.2007 σχετική διερευνητική επιστολή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προς την εταιρεία ... ΑΕ, σε απάντηση της οποίας δημοσιεύθηκε στο από 20.4.2007 "Ημερήσιο Δελτίο Τιμών" του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, ως επίσης στον ηλεκτρονικό τύπο, η ακόλουθη ανακοίνωση της ... ΑΕ: "Σε απάντηση της από επιστολής της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η εταιρία γνωστοποιεί τα εξής:1. Όπως ήδη σε προηγούμενες ανακοινώσεις έχουμε αναφέρει, οι συνομιλίες- διαπραγματεύσεις της Εταιρείας μας, αναφορικά με τη συνεργασία της με όμιλο του εξωτερικού καθώς και τον τρόπο υλοποίησης της στον τομέα της υπαίθριας διαφήμισης, ευρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο με συνέπεια, κατά την άποψη της Διοίκησης, οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφόρηση πιθανότατα: α. Θα δημιουργήσει κινδύνους για το επενδυτικό κοινό, δεδομένου ότι επίκειται εντός των προσεχών ημερών η πραγματοποίηση της συγκληθείσας Έκτακτης Γενικής Συνελεύσεως των Μετόχων, η οποία, ως το ανώτατο όργανο της Εταιρείας, θα αποφασίσει κυριαρχικά και δεσμευτικά και ως εκ τούτου φρονούμε ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 1 της Αποφάσεως 3/347/12.07.2005 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς περί υπάρξεως νομίμου συμφέροντος για την αναβολή δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών και β. Θα επιφέρει σημαντική ζημία στην Εταιρεία και στους Μετόχους της λόγω της έκθεσης σε κίνδυνο εκ της μη τήρησης της επιβαλλόμενης κατά τις συνομιλίες εμπιστευτικότητας και της εντεύθεν ευθύνης εκ των διαπραγματεύσεων έναντι των συνομιλητών μας. 2. Σημειώνουμε ότι, ουδεμία πληροφόρηση, οιασδήποτε φύσεως, αναφορικά με τις διεξαγόμενες συζητήσεις έχει προέλθει από τη Διοίκηση ή το περιβάλλον της Εταιρείας μας, η οποία έχει τηρήσει πιστά όλους τους απαιτούμενους κανόνες, με αποτέλεσμα την διασφάλιση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών. Σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση της Εταιρείας μας στερείται της δυνατότητας να διαψεύδει ή να επιβεβαιώνει κατά περίπτωση το περιεχόμενο σχετικών δημοσιευμάτων (στο σύνολο τους ή επί μέρους), των οποίων οι πηγές είναι άγνωστες, δεδομένου ότι, κατά την άποψη μας, ενδέχεται να δημιουργηθεί σύγχυση στο επενδυτικό κοινό." (βλ 76/20.4.2007 "Ημερήσιο Δελτίο Τιμών" του ΧΧΑ και από 20.4.2007 δημ. στη euro2day.gr). Ακολούθως 14.5.2007 δημοσιεύθηκε στο ίδιο πιο πάνω Ημερήσιο Δελτίο Τιμών ανακοίνωση της εταιρείας ... ΑΕ, στην οποία διαλαμβάνονταν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: "Ανακοινώνεται από την A ... ΑΕ ("Εταιρία") ότι σήμερα 12 Μαΐου 2007 διεξήχθη η Α' Επαναληπτική Έκτακτη Γενική Συνέλευση των μετόχων της στην οποία παρέστησαν 20 μέτοχοι εκπροσωπούντες το 52,24% του μετοχικού της κεφαλαίου. Στη Συνέλευση εγκρίθηκε ομόφωνα η συνεργασία της Α ... ΑΕ με το διεθνή επιχειρηματικό όμιλο ... d'.../.... H ... d.../..., με έδρα την Ελβετία, δραστηριοποιείται από το 1900 στον κλάδο της υπαίθριας διαφήμισης σε χώρες- της κεντρικής Ευρώπης και είναι μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες στο χώρο της\σε Ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Συγκεκριμένα η Έκτακτη Γενική Συνέλευση 1. Με απαρτία 52,24% έλαβε ομόφωνα τις εξής αποφάσεις: α) Την υλοποίηση όλων των κατά Νόμο απαιτουμένων ενεργειών προκειμένου, η θυγατρική της "Εταιρίας", με την επωνυμία "... Ανώνυμη Εταιρεία", να μεταβιβάσει σε εταιρία συμφερόντων του διεθνούς επιχειρηματικού Ομίλου ... d'.../... ..., το σύνολο της συμμετοχής της, ήτοι 51%, στην ημεδαπή μη εισηγμένη εταιρία, με την επωνυμία "... ΑΕ", με τίμημα 4.080.000 ευρώ. Το τίμημα υπερβαίνει κατά το ποσό των 410.000 Ευρώ, την αποτιμηθείσα από την εταιρία ορκωτών λογιστών ... SA αξία της εν λόγω συμμετοχής, η οποία εκτιμήθηκε στο ποσό των 3.670.000,00 Ευρώ. β) Τη μεταβίβαση στην ίδια εταιρία συμφερόντων του διεθνούς επιχειρηματικού Ομίλου ... d'.../... ... του 24% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας "... ΑΕ" που κατέχει η "Εταιρία", διατηρώντας το υπόλοιπο 25%. Η μεταβίβαση αυτή θα γίνει έναντι τιμήματος 1.920.000 Ευρώ, το οποίο υπερβαίνει κατά το ποσό των 193.000 Ευρώ, την αποτιμηθείσα από την εταιρία ορκωτών λογιστών ... SA αξία της εν λόγω συμμετοχής, η οποία εκτιμήθηκε στο ποσό των 1.727.000,00 Ευρώ. Η ως άνω εταιρία "... ΑΕ" πραγματοποίησε κατά τη χρήση 1/01 - 31/12/2006 κύκλο εργασιών 6.526.000 Ευρώ, κέρδη προ φόρων ύψους 416.000,00 Ευρώ, και η συμμετοχή της στα οικονομικά μεγέθη του Ομίλου Α... ανέρχεται σε ποσοστό 13,3% κατά δε το Α' τρίμηνο του έτους 2007 ο κύκλος εργασιών εκτιμάται σε 1,7 εκ. Ευρώ περίπου με κέρδη περίπου 110 χιλ. Ευρώ. γ) Τη μεταβίβαση στην εταιρία με την επωνυμία "... ΑΕ" ή και σε άλλη συμφερόντων του Ομίλου ... d'.../... ... ορισμένων διαφημιστικών κατασκευών που συμπεριλαμβάνονται στα 1 πάγια περιουσιακά στοιχεία της "Εταιρίας" με συνολικό τίμημα 15.000.000 Ευρώ πλέον Φ.Π..Α., το οποίο υπερβαίνει, κατά το ποσό των 3.000.000 Ευρώ την σχετική αποτίμηση του πιστοποιημένου εκτιμητή του ΣΟΕ κ. Ι. Σ.. δ) Την υπογραφή με την εταιρία "... ΑΕ" ή και με άλλη εταιρία συμφερόντων του Ομίλου ... d'.../... ... συμβάσεων αποκλειστικής συνεργασίας της Α... ΑΕ, που αφορούν σε δραστηριότητες στον τομέα της υπαίθριας διαφήμισης, συνολικού ετήσιου ύψους περίπου 15.000.000 ευρώ κατ' ελάχιστο, πλέον Φ.Π.Α. Με νεότερη ανακοίνωσή μας θα γνωστοποιηθεί η εταιρία ή οι εταιρίες του Ομίλου ... d'.../... ... με την ή με τις οποίες τελικά θα υπογραφούν οι ανωτέρω συμβάσεις. Μετά την ολοκλήρωση των παραπάνω ενεργειών, οι οποίες εκτιμάται να ολοκληρωθούν μέχρι τέλος Ιουνίου του τρέχοντος έτους, η "Εταιρεία" ταυτόχρονα με την υφιστάμενη κύρια δραστηριότητα της στην υπαίθρια διαφήμιση, θα συμμετέχει με ποσοστό 25%, στο νέο επιχειρηματικό σχήμα, από κοινού με την ... d'.../... .... Το σχήμα αυτό θα επιδιώξει, στηριζόμενο σε υγιείς οικονομικές βάσεις και κεφάλαια και με εφαλτήριο την Ελλάδα, την περαιτέρω ανάπτυξη της υπαίθριας διαφήμισης στο χώρο των γειτονικών Βαλκανικών χωρών και της Ρωσίας. Επίσης, αφενός μεν με την είσπραξη των ανωτέρω ποσών θα αντιμετωπιστούν υφιστάμενες οικονομικές υποχρεώσεις της "Εταιρίας", αφετέρου δε με την υπογραφή συμβάσεων αποκλειστικής συνεργασίας, ετήσιου ύψους περίπου 15.000.000 Ευρώ, που εξασφαλίζουν υγιή κύκλο εργασιών, παρέχεται η δυνατότητα για εμπλουτισμό του αντικειμένου της Α ... ΑΕ με έμφαση σε τομείς της υπαίθριας διαφήμισης, όπως η παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών τεχνικής και λειτουργικής υποστήριξης εταιρειών του κλάδου, οι εκτυπώσεις για τη διενέργεια υπαίθριας διαφήμισης κ.λ.π. Το ανωτέρω ποσό των 15.000.000,00 Ευρώ θα αποτελεί τμήμα του κύκλου εργασιών του Ομίλου της Α ..., του οποίου όμως το συνολικό μέγεθος δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί επί του παρόντος....6. Στη Γενική Συνέλευση συζητήθηκαν οι προοπτικές και οι δυνατότητες επέκτασης της δραστηριότητας της υπαίθριας διαφήμισης στις Βαλκανικές χώρες και τη Ρωσία." (βλ. το 91/14.5.2007 "Ημερήσιο Δελτίο Τιμών" του ΧΑΑ"). Σε συνέχεια αυτού του δημοσιεύματος και κατόπιν της από 15.5.2007 επιστολής του Χ.Α.Α. δημοσιεύθηκε στις 17.5.2007 η ακόλουθη ανακοίνωση της ... ΑΕ "... αναφορικά με τις αποφάσεις που ελήφθησαν στην Α' Επαναληπτική Έκτακτη Γενική Συνέλευση των Μετόχων της εταιρίας που διεξήχθη την 12/5/2007, παραθέτουμε τις κάτωθι πληροφορίες: 1. Το τρέχον αντικείμενο εργασιών της εταιρείας ... ΑΕ, είναι η υπαίθρια διαφήμιση και συγκεκριμένα η ενοικίαση κοινοχρήστων και ιδιωτικών χώρων και η εκμετάλλευση τους με την τοποθέτηση διαφημιστικών μέσων, δεν πρόκειται δε να διαφοροποιηθεί μετά την αποφασισθείσα συνεργασία. 2. Το ανωτέρω αντικείμενο εργασιών της ... ΑΕ είναι συναφές - συμπληρωματικό με αυτό της Α ... ΑΕ, δεδομένου ότι, με την αμοιβαία συνεισφορά των χώρων τοποθέτησης διαφημιστικών μέσων καθώς και αυτών τούτων των μέσων, διαμορφώνεται σε εθνικό επίπεδο ένα αποτελεσματικότερο πλουσιότερο δίκτυο θέσεων για την διαφημιστική προβολή των πελατών με την παροχή υψηλότερου επιπέδου υπηρεσιών σε αυτούς. 3. Ο κύκλος εργασιών της εταιρείας ... ΑΕ κατά τη χρήση 1/01 - 31/12/2006 ανήλθε στο ποσό των Euro 6.526.240 ήτοι σε ποσοστό 13% επί του συνόλου του κύκλου εργασιών του ομίλου Α ... ΑΕ (50.225.468 Euro) ή σε ποσοστό 13,3% επί του κύκλου εργασιών συνεχιζόμενων εργασιών του ομίλου (49.149.468 Euro). Από το ανωτέρω σύνολο του κύκλου εργασιών της εταιρείας ... ΑΕ ποσό Euro 5.044.424 αφορούσε ενδοεταιρικές συναλλαγές (τιμολογήσεις) προς την Α ... ΑΕ, ποσό δε Euro 1.481.816 συναλλαγές προς τρίτους. Τα κέρδη προ φόρων της ως άνω εταιρείας την 31/12/2006 βάσει των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, ανήλθαν στο ποσό των Euro 174.000 (416.135 Euro βάσει των Ελληνικών Ελεγκτικών Προτύπων) σε σχέση με την ζημία προ φόρων του ομίλου την 31/12/2006 που ανήλθε σε Euro 1.089.000. 4. α) To αποτέλεσμα (κέρδος) που προκύπτει από την μεταβίβαση μέρους της συμμετοχής της Α ... ΑΕ στην εταιρία ... ΑΕ ανέρχεται στο ποσό των 1.848.000 ευρώ, καθόσον η τιμή κτήσεως του ως άνω ποσοστού ανέρχεται σε 72.000 ευρώ ή δε τιμή πωλήσεως ανέρχεται σε 1.920.000 ευρώ. β) Το αποτέλεσμα (κέρδος) που προκύπτει από την μεταβίβαση διαφημιστικών κατασκευών - παγίων ανέρχεται στο ποσό των 8.276.990 ευρώ καθόσον η τιμή κτήσεως αυτών ανέρχεται σε 13.791.607 ευρώ μείον αποσβέσεις ύψους 7.068.597 ευρώ, ήτοι η αναπόσβεστη αξία των μεταβιβαζόμενων παγίων ανέρχεται σε 6.723.010 ευρώ που σε συνδυασμό με το τίμημα της μεταβίβασης που είναι 15.000.000 ευρώ εμφανίζει κέρδος το ανωτέρω ποσό των 8.276.990 ευρώ. γ) Η αξία με την οποία εμφανίζονται τα παραπάνω στις οικονομικές καταστάσεις της 31/12/2006 είναι για μεν το μεταβιβαζόμενο μέρος της συμμετοχής η αξία κτήσεως ήτοι 72.000 ευρώ, για δε τα μεταβιβαζόμενα πάγια η αξία κτήσεως 12.032.582 ευρώ μείον τις αποσβέσεις 6.681.777 ευρώ, ήτοι αναπόσβεστη αξία 5.350.805 ευρώ. 5. Τα συνολικά έσοδα που θα εισπράξει η "Α ... ΑΕ" από τις ανωτέρω μεταβιβάσεις θα ανέλθουν στο ποσό των Euro 16.920.000 εκ των οποίων ποσό Euro 15.000.000 από τη μεταβίβαση διαφημιστικών μέσων και ποσό Euro 1.920.000 από τη μεταβίβαση της συμμετοχής της στην εταιρεία ... ΑΕ. Σε επίπεδο ομίλου τα συνολικά έσοδα θα ανέλθουν στο ποσό των 21.000.000 Euro, δεδομένου ότι σε αυτά θα συμπεριληφθεί και το τίμημα της μεταβίβασης της συμμετοχής της ... ΑΕ, θυγατρικής της Α ... ΑΕ, στην ... ΑΕ ύψους 4.080.000 Euro. 6. Στην νεότερη ανακοίνωση μας με την οποία θα γνωστοποιούμε την εταιρεία ή τις εταιρείες του ομίλου ... d'.../AUgemeine ... με την οποία ή με τις οποίες θα υπογραφούν τελικά οι συμβάσεις αποκλειστικής συνεργασίας της Α ... ΑΕ θα γίνεται και σχετική αναφορά για τον χρονικό ορίζοντα των συμβάσεων αυτών" (βλ. το 91/17.5.2007 "Ημερήσιο Δελτίο Τιμών" του ΧΑΑ). Από τις ανακοινώσεις αυτές δημιουργήθηκε ένα κλίμα ευφορίας και υψηλών προσδοκιών ως προς τις προοπτικές της εταιρείας ... ΑΕ και τέθηκαν οι αναγκαίες συνθήκες για την προσέλκυση νέων μετόχων, αφού μέσω αυτών καταδεικνυόταν όχι μόνο η βούληση της ... ΑΕ για συνέχιση της δραστηριοποίησης της στο χώρο της υπαίθριας διαφήμισης, αλλά πολύ περισσότερο η επέκταση της σε αγορές του εξωτερικού ενόψει της προβαλλόμενης συνεργασίας της με την ως άνω ελβετική εταιρεία, που είχε εξέχουσα θέση σε διεθνές επίπεδο. Ο ενάγων, που ήταν συστηματικός επενδυτής σε προϊόντα της κεφαλαιαγοράς με μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα και συγχρόνως ενδιαφερόταν για επένδυση των διαθεσίμων του ενημερώθηκε από τα ως άνω δημοσιεύματα και διαμόρφωσε την αντίληψη ότι η εταιρεία ... θα συνέχιζε να έχει σταθερή πορεία στο χώρο της υπαίθριας διαφήμισης και είχε χαράξει δυναμική αναπτυξιακή πορεία με σοβαρές πιθανότητες ευόδωσης. Για το λόγο αυτό, παρότι ήδη τότε η μετοχή της ... ΑΕ διαπραγματευόταν υπό επιτήρηση, λαμβανομένων υπόψη και των εκ πρώτης όψεως τεχνικών λόγων που είχε συμβεί αυτό (σε σχέση με τις προαναφερόμενες ελλείψεις), αποφάσισε να προβεί σε επένδυση μέρους διαθέσιμου κεφαλαίου του στις διαπραγματευόμενες στο Χ.Χ.Α. κινητές αξίες αυτής. Έτσι προέβη από 21.1.2008 και σταδιακά έκτοτε (έως 25.1.2009) σε αγορές μετοχών αυτής, από τις διαπραγματευόμενες στο Χ.Α.Α., καταβάλλοντας προς το σκοπό αυτό συνολικό ποσό 732.807,41 ευρώ και πιο συγκεκριμένα προέβη στις ακόλουθες αγορές, όπως αυτές εμφαίνονται σε σχετικό πίνακα που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Στις αγορές δε αυτές προέβη λαμβάνοντας υπόψη πλέον των ανωτέρω και την από Έκθεση Διαχείρισης του Δ.Σ. της ... ΑΕ, που εμπεριέχεται στις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις της χρονικής περιόδου 1.1.2007 έως 31.12.2007 και φέρει την υπογραφή της δεύτερης εναγομένης, όπου διαλαμβάνονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: "... για το έτος 2008 οι εκτιμήσεις της διοίκησης είναι θετικές, με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα...έχει αναπτύξει (ενν. η ... ΑΕ) ισχυρές σχέσεις με πολυεθνικές και εγχώριες διαφημιστικές εταιρείες...έχοντας συνάψει πολυετείς συμβάσεις με Δήμους και Οργανισμούς ελέγχει αποτελεσματικά το λειτουργικό κόστος...το μερίδιο της υπαίθριας διαφήμισης θα αυξηθεί τα προσεχή έτη σε αντίθεση με τις διαφημιστικές δαπάνες που προορίζονται για τα ηλεκτρονικά μέσα...δίνει έμφαση σε νέες τεχνολογίες προώθησης και προϋποθέσεις για ανάπτυξη σε νέες αγορές (Βαλκάνια) ... σε άλλους συμπληρωματικούς και παρεμφερείς με την υπάρχουσα δραστηριότητα τομείς, όπως εκτυπώσεις διαφημιστικοί αφισών και εν γένει υποστηρικτικών εργασιών", ενώ στην από ίδια ετήσια έκθεση για τη χρήση από 1.1.2008 έως 31.12.2008, που επίσης υπογράφεται από τη δεύτερη εναγομένη, η μείωση του κύκλου των εργασιών της ίδιας εταιρείας αποδίδεται μεταξύ άλλων στο ότι η συνεργασία με τον Ελβετικό όμιλο ... τόσο στην Ελλάδα όσο και κυρίως στις Βαλκανικές χώρες βρίσκεται ακόμη στο στάδιο του σχεδιασμού. Όμως, οι πιο πάνω ανακοινώσεις ήταν αναληθείς και ελλιπείς κατά περιεχόμενο, διαμορφωμένες ούτως ώστε να προκαλέσουν παραπλάνηση του επενδυτικού κοινού, διατηρώντας σταθερή τη χρηματιστηριακή αξία της τιμής της μετοχής της ... ΑΕ. Πράγματι, σε αντίθεση με όσα οι εναγόμενοι παραπλανητικά ανακοίνωναν, αυτά που πράγματι συνέβαιναν κατά το χρονικό διάστημα από τα μέσα του 2006 έως τα τέλη του έτους 2008, όπως αποδεικνύεται από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα και δεν αμφισβητούνται, ήταν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: τουλάχιστον από το Μάϊο του 2006, ο πρώτος εναγόμενος βρισκόταν σε επαφές και διαπραγματεύσεις με την εταιρεία ... και μάλιστα διαπραγματευόμενος όχι μόνο για λογαριασμό του ιδίου αλλά και για λογαριασμό της εταιρείας ... ΑΕ και των θυγατρικών αυτής (τις οποίες όπως προαναφέρθηκε ολοκληρωτικά ήλεγχε). Μάλιστα συμβαλλόμενος ο ίδιος ως εκπρόσωπος της εταιρείας ... ΑΕ κατήρτισε μετά της ..., ως εκπροσώπου της εταιρείας ..., την από 27.5.2006 έγγραφη συμφωνία με την οποία συμφωνήθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος θα πωλούσε στην αλλοδαπή ως άνω εταιρεία όλα τα πάγια και τις μισθώσεις στην υπαίθρια διαφήμιση στην Ελλάδα, αντί ποσού 56,5 εκατομμυρίων ευρώ, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη προς το σκοπό αυτό θα κατήρτιζαν νέα εταιρεία (...) στις 15.8.2006, ενώ ο πρώτος εναγόμενος εγγυήθηκε ο ίδιος ότι η εταιρεία ... και οι θυγατρικές αυτής θα μεταβιβάσουν όλες τις υφιστάμενες συμφωνίες μίσθωσης (όλες τις συμβάσεις σε όλες τις τοποθεσίες που ήταν στη διάθεση της ... κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης) και ότι σε περίπτωση που η ολοκλήρωση της συμφωνίας δε θα ήταν δυνατή για κάποιον λόγο, τα συμβαλλόμενα μέρη θα έπρεπε να ανεύρουν μία λύση (βλ. την από 27.5.2006 συμφωνία, που προσκομίζεται σε επικυρωμένο αντίγραφο με αποσπασματική νομότυπη μετάφραση). Είναι λοιπόν σαφές ότι έκτοτε, ήδη πριν τα μέσα του 2006, ο πρώτος εναγόμενος είχε προαποφασίσει και προσυμφωνήσει την αποξένωση της εταιρείας ... ΑΕ από το κύριο αντικείμενο της, ήτοι την υπαίθρια διαφήμιση και πλέον τούτου την πώληση όλων των περιουσιακών στοιχείων που στήριζαν την άσκηση αυτής της δραστηριότητας. Η σύμβαση αυτή, όπως προκύπτει από το κείμενό της, είχε υπερβεί τα όρια μίας απλής διαπραγμάτευσης και συνιστούσε μια κατ' αρχήν οριστική σύμβαση, ο τρόπος εκτέλεσης της οποίας είχε μετατεθεί μελλοντικά. Ακολούθως μάλιστα καταρτίσθηκε μεταξύ του πρώτου εναγομένου και της ιδίας πιο πάνω ..., ως εκπροσώπου της εταιρείας ..., χρονοδιάγραμμα που αφορούσε στην πώληση μετοχών. Στο εν λόγω χρονοδιάγραμμα αποτυπώνονται - μεταξύ άλλων - τα ακόλουθα: "Χρονοδιάγραμμα σύμβασης πώλησης μετοχών μεταξύ .../Αγοραστής και Φ. Β./Πωλητής. 1. Αντικείμενο Στόχος του Αγοραστή Να αναλάβει το 100% της δραστηριότητας του Φ. Β. στην υπαίθρια διαφήμιση. Να διασφαλίσει την υποστήριξη του Φ. Β. για τη μεταβατική περίοδο. Στόχος του Πωλητή. Να πωλήσει το 100% της δραστηριότητας του στην υπαίθρια διαφήμιση σε στρατηγικό εταίρο σε δύο φάσεις 75% άμεσα 25% στις 30 Ιουνίου 2009. Βέλτιστες φορολογικές συνθήκες. Έξυπνη δομή συναλλαγής και έξυπνο σχέδιο μεταβίβασης. 2. Συναλλαγή Η δραστηριότητα στην υπαίθρια διαφήμιση θα μεταβιβασθεί μερικώς με μεταβίβαση μετοχών (shares purchase agreement) και μερικώς με μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων (asset deal). Σύμβαση μεταβίβασης μετοχών: Η "Δόμηση" ως όχημα μεταβίβασης αντιπροσωπεύει περίπου το 40% του συνόλου της περιουσίας. Σύμβαση μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων: Στοιχεία που είναι απαραίτητα για την υπαίθρια διαφήμιση καθώς και συμβάσεις/δικαιώματα, εγκαταστάσεις, κατανεμημένες σε άλλες εταιρείες του πωλητή...Η ιδιοκτησία της "Δόμηση" και ... θα είναι 75% στον Αγοραστή και 25% στον Πωλητή έως τις 30 Ιουνίου 2009. Κατά το χρόνο εκείνο το 100% των μετοχών θα μεταβιβασθεί στον ο
Αγοραστή. 3. Τίμημα. Έξι φορές το EBITDA (κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων) του οικονομικού έτους 2007/2008 4. Καταβολές. 1η δόση 24 εκατ. Ευρώ στον πωλητή ως προκαταβολή με την υπογραφή του χρονοδιαγράμματος. Ο αγοραστής θα εγγυηθεί την προκαταβολή με προσωπικές εγγυήσεις και με τη φυσική παράδοση του 100% των μετοχών της "Δόμηση"..25,5 εκατ.ευρώ σε ειδικό δεσμευμένο τραπεζικό λογαριασμό έως την 30η Ιουνίου 2007. 2η δόση 25% του EBITDA του οικονομικού έτους Ιούλιος 2007/Ιούνιος 2008 στο τέλος Ιουνίου 2009 5. Δέσμευση Ο Πωλητής τοποθετεί το 25% των μετοχών σε δεσμευμένο λογαριασμό ως εγγύηση. 6. Μη ανταγωνισμός. Ο Πωλητής και ο Φ. Β. θα συμφωνήσουν ρήτρα μη ανταγωνισμού αναφορικά με την Ελλάδα" (βλ. SPA term sheet, που προσκομίζεται σε επικυρωμένο αντίγραφο με επίσημη αποσπασματική νομότυπη μετάφρασή του). Τα γεγονότα αυτά, ότι δηλαδή είχε αποφασισθεί η έως το έτος 2009 μεταβίβαση κάθε μέσου υπαίθριας διαφήμισης προς την εταιρία ... και η αποξένωση της ... ΑΕ και της ... από κάθε άμεση σχετική δραστηριότητα τους, αν και δεν είχαν καταστεί γνωστά στο ελληνικό επενδυτικό κοινό, είχαν δημοσιευθεί και στον αλλοδαπό τύπο (βλ. σχ. το από 17.2.2007 δημοσίευμα του Reuters που προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση), στον οποίο όπως είναι πρόδηλο η πρόσβαση από τον ενάγοντα και εν γένει από το επενδυτικό κοινό, δεν ήταν ευχερής. Σε συνέχεια των ανωτέρω καταρτίσθηκε στις 28.3.2007 προσύμφωνο πώλησης και αγοράς μετοχών μεταξύ των εταιρειών ... ΑΕ, ALMA ... ΑΕ και της εταιρείας .... Με το προσύμφωνο αυτό οι εναγόμενοι και δη ο πρώτος ως εκπρόσωπος της εταιρείας ... και η δεύτερη ως εκπρόσωπος της εταιρείας ... ΑΕ συμφώνησαν τη μεταβίβαση και παράδοση του 75% των μετοχών της ως άνω θυγατρικής εταιρείας ... στην εταιρεία .... Στη συμφωνία δε αυτή συνομολογήθηκε αφενός ρήτρα μη ανταγωνισμού της εταιρείας "..." στην Ελληνική Επικράτεια και αφετέρου η κατάρτιση σύμβαση πώλησης παγίων της εταιρείας ... ΑΕ (βλ. σχ. την από 28.3.2007 Προκαταρτική Συμφωνία Πώλησης και αγοράς Μετοχών που προσκομίζεται σε επίσημη αποσπασματική μετάφραση της). Κατόπιν, στις 20.6.2007, καταρτίσθηκε μεταξύ αφενός της εταιρείας ... ΑΕ, της εταιρείας ... ΑΕ, όπως εκπροσωπούνταν από τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων αντίστοιχα και της ..., όπως εκπροσωπήθηκε από τους ... και C. K. (μέλη του Δ.Σ. της εταιρείας ...) η από 20.6.2007 συμφωνία πώλησης και αγοράς μετοχών. Με την εν λόγω συμφωνία οι εταιρείες ... ΑΕ και Α ... ΑΕ μεταβίβασαν στην εταιρεία ..., η μεν πρώτη 5.100 κοινές μετοχές της εταιρείας ..., η δε δεύτερη 2.400 μετοχές της ίδιας εταιρείας, αντί του ποσού των 6.000.000 ευρώ (βλ. την από 20.6.2007 συμφωνία πώλησης και αγοράς μετοχών, που προσκομίζεται σε επικυρωμένο αντίγραφο με επίσημη αποσπασματική μετάφραση της), ενώ στις 29.6.2007 καταρτίσθηκε σύμβαση πώλησης μεταξύ αφενός του Κ. (προσώπου της εμπιστοσύνης του πρώτου εναγομένου), μοναδικού μετόχου της κυπριακής εταιρείας ... και αφετέρου ελβετικής εταιρείας ..., δυνάμει της οποίας ο πρώτος μεταβίβασε το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου της κυπριακής εταιρείας στην ελβετική εταιρεία αντί του ποσού των 9.000.000 ευρώ, πλέον πρόσθετου τιμήματος (βλ. την από 29.6.2007 σύμβαση μεταβίβασης μετοχών, που προσκομίζεται σε επικυρωμένο αντίγραφο με επίσημη αποσπασματική μετάφραση της). Οι εν λόγω συμφωνίες αποτυπώθηκαν στις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας ... έτους 2007, όπου σαφώς αναφέρεται η ίδρυση εταιρείας στην Ελλάδα από 1.7.2007, η αγορά της ... (με έδρα τη Λευκωσία Κύπρου) από 1.7.2007, η αγορά της "..." κατά ποσοστό 75% από 1.7.2007, η πλήρης ενοποίηση των ανωτέρω εταιρειών από 1.7.2007 και η συμφωνία περί δικαιώματος προαίρεσης για την αγορά του υπολοίπου 25% της εταιρείας ... έως τον Ιούλιο του 2010 (βλ. οικονομικές καταστάσεις που προσκομίζονται σε επικυρωμένο αντίγραφο μετά επίσημης αποσπασματική μετάφραση). Η ως άνω από 29.6.2007 συμφωνία ολοκληρώθηκε και εκτελέσθηκε πλήρως, πλην του όρου αυτής που αφορούσε στο πρόσθετο τίμημα, που ακυρώθηκε με την από 30.6.2008 συμφωνία μεταξύ των ιδίων ως άνω Βασιλείου Κ. και της εταιρείας ... S.A. (βλ. την από 30.6.2008 ολοκλήρωση συμφωνίας μεταβίβασης μετοχών, που προσκομίζονται σε επικυρωμένο αντίγραφο μετά επίσημης αποσπασματικής μετάφρασης). Κατόπιν τούτων, δυνάμει της από 2.7.2007 συμφωνίας μετόχων, που καταρτίσθηκε μεταξύ της εταιρείας ... και της εταιρείας ... ΑΕ, όπως εκπροσωπήθηκε από τη δεύτερη εναγομένη, ρυθμίστηκαν οι σχέσεις μεταξύ των μετοχών της εταιρείας ..., ενώ δυνάμει του από 3.7.2007 συμπληρώματος της συμφωνίας μετόχων παρασχέθηκε στην εταιρεία ... δικαίωμα προαίρεσης για την αγορά όλων των υπολοίπων μετοχών της εταιρεία ... (βλ. την από 2.7.2007 συμφωνία μετόχων και το από 3.7.2007 συμπλήρωμα της, που προσκομίζονται σε επικυρωμένο αντίγραφο μετά επίσημης αποσπασματικής μετάφρασης), ενώ με τα από 6.7.2007 δύο ιδιωτικά συμφωνητικά πώλησης μετοχών, που καταρτίσθηκαν μεταξύ αφενός της εταιρείας ... ΑΕ, όπως εκπροσωπήθηκε από τη δεύτερη εναγομένη (το πρώτο) και της εταιρείας ... (το δεύτερο) και αφετέρου της εταιρείας ... μεταβιβάσθηκαν στην τελευταία 2.400 μετοχές της εταιρείας ... στην κυπριακή εταιρεία και οι 5.100 μετοχές που ανήκαν στην εταιρεία .... Ακόμη, μεταξύ της εταιρείας ... ΑΕ, του πρώτου εναγομένου και της εταιρείας ... HELLAS ΑΕ (θυγατρικής εταιρείας του ελβετικού ομίλου), καταρτίσθηκαν στις 15 και 16.7.2008 συμφωνητικά εκμετάλλευσης συμβάσεων, δυνάμει των οποίων παραχωρήθηκαν από την πρώτη εταιρεία στη δεύτερη το σύνολο των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης των συμβάσεων μίσθωσης διαφημιστικών χώρων από Δήμους, δημοτικές εταιρείες, κρατικούς οργανισμούς και τρίτους (βλ. την ... Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς). Τέλος, κατόπιν ασκήσεως του δικαιώματος προαίρεσης εκ μέρους της εταιρείας ... SA, η τελευταία προέβη δυνάμει της από 28.7.2008 σύμβασης πώλησης και αγοράς μετοχών, σε αγορά από την εταιρεία ... ΑΕ (όπως επίσης εκπροσωπήθηκε από τη Θ. Β.) και του υπολοίπου 25% των μετοχών της στην εταιρεία ... και συμφωνήθηκε μάλιστα ότι η εταιρεία ... εφεξής "δεν θα διατηρεί, είτε έμμεσα είτε άμεσα, συμφέροντα, οικονομικά ή άλλης φύσεως, σε οποιαδήποτε επιχειρηματική δραστηριότητα που είναι ανταγωνιστική προς την Επιχείρηση (ενν. Δόμηση) και γενικά προς την υπαίθρια διαφήμιση στην Ελλάδα, με εξαίρεση την συμφωνηθείσα πρόβλεψη για παροχή υπηρεσιών προς την ... Hellas ΑΕ..." ενώ "..ούτε ο πωλητής ούτε κάποια εταιρεία συνδεδεμένη με αυτόν και στην οποία ο Πωλητής διατηρεί δικαίωμα ελέγχου θα ανταγωνιστεί την Εταιρεία στην Ελλάδα" (βλ. την από 28.7.2008 σύμβαση πώλησης και αγοράς μετοχών, που προσκομίζεται σε επικυρωμένο αντίγραφο μετά επίσημης αποσπασματικής μετάφρασης). Αντίστοιχη συμφωνία αποτυπώθηκε και στο από 2.10.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό πωλήσεως μετοχών (βλ. το από 2.10.2008 συμφωνητικό), όλες δε οι συμφωνίες αυτές αποτυπώθηκαν και στις οικονομικές καταστάσεις της ελβετικής εταιρείας των ετών 2008 και 2009 (βλ. σχ. οικονομικές καταστάσεις σε επικυρωμένο αντίγραφο με αποσπασματική μετάφραση) και δημοσιεύθηκαν στον αλλοδαπό ηλεκτρονικό τύπο (βλ. 7.8.2008 δημοσίευμα της Handelszeitung σε επικυρωμένο αντίγραφο με αποσπασματική μετάφραση). Εκ παραλλήλου καταρτίσθηκε σχετική συμφωνία μεταξύ της ... S.A. και του πρώτου εναγομένου (για λογαριασμό τόσο του ιδίου όσο και κάθε άλλης εταιρείας την οποία ήλεγχε άμεσα ή έμμεσα) δυνάμει της οποίας ανέλαβε προσωπικά την υποχρέωση να μην δραστηριοποιηθεί στον κλάδο της υπαίθριας διαφήμισης στην Ελληνική επικράτεια για μία περίοδο τεσσάρων ετών λαμβάνοντας ως αμοιβή το ποσό των 4.500.000 ευρώ (βλ. την από 25.7.2008 συμφωνία μη άσκησης ανταγωνισμού, που προσκομίζεται σε επικυρωμένο αντίγραφο με αποσπασματική μετάφραση). Επιπρόσθετα, πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη προηγουμένως και δη ήδη από τις αρχές του έτους 2008 η εταιρεία ... ΑΕ είχε μεταβιβάσει προς τις εταιρείες ... HELLAS ΑΕ και ... (εταιρεία ελεγχόμενη από τον Ελβετικό όμιλο ... S.A.) το σύνολο σχεδόν των παγίων αυτής, που αποτελούνταν από διαφημιστικές κατασκευές και αντιστοιχούσαν στο 95% περίπου του ιστορικού κόστους της ομάδας παγίων της ... ΑΕ (βλ. σχ. αναφορά στη σελ. 21 της ... απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς). Όλα τα παραπάνω γνώριζαν - όπως είναι πρόδηλο και από το γεγονός ότι συμβλήθηκαν στις περισσότερες από τις συμβάσεις αυτές- αμφότεροι οι εναγόμενοι. Παρά ταύτα η δεύτερη εναγομένη, κατόπιν προτροπών και παραινέσεων του πρώτου εναγομένου, πείσθηκε είτε να μην δημοσιοποιήσει τις πιο πάνω προνομιακές πληροφορίες που είχαν περιέλθει σε γνώση της, είτε να δημοσιοποιήσει μέρος αυτών, ελλιπώς και ανακριβώς. Έτσι η δεύτερη εναγομένη, ως νόμιμη εκπρόσωπος της ... ΑΕ, δεν προέβη σε ανακοινώσεις αναφορικά με προνομιακές πληροφορίες, που είχαν περιέλθει σε γνώση της και μπορούσαν να επηρεάσουν την αξία και εμπορευσιμότητα των μετοχών της και ειδικότερα δεν προέβη σε σχετικές ανακοινώσεις ως προς το ότι: ι) ήδη από 27.5.2006 είχε επέλθει συμφωνία για τη σταδιακή μέχρι την 30/6/2009 μεταβίβαση κάθε εν γένει δραστηριότητας της εταιρείας ... ΑΕ και των θυγατρικών αυτής στην εταιρεία ... S.A. και την αποξένωση της από κάθε σχετική δραστηριότητα, ιι) ότι για την υλοποίηση του ανωτέρω σχεδίου, από 1.1.2007, είχαν ιδρυθεί και λειτουργούσαν δύο εταιρίες πλήρως ελεγχόμενες από την ανωτέρω ελβετική εταιρία, η "... Hellas Α.Ε." και η "..." με έδρα τη Λευκωσία Κύπρου και νόμιμο εκπρόσωπο τον Β.Κ., ιιι) από 28.3.2007 είχε καταρτισθεί μεταξύ των εταιριών ... - ... - ... προσύμφωνο για την πώληση του 75% της εταιρείας ... από τις δυο πρώτες στην τρίτη εταιρία, ιν) στις 20.6.2007 καταρτίστηκε συμφωνητικό οριστικής πώλησης μετοχών μεταξύ των ιδίων εταιριών, και συγκεκριμένα 5.100 μετοχών της ... και 2.400 μετοχών της ... στην ..., έναντι τιμήματος 6 εκ. ευρώ, ν) στις 29.6.2007 καταρτίστηκε σύμβαση πώλησης της ... στην ελβετική εταιρία ... S.A, έναντι τιμήματος 9 εκ. ευρώ, νί) στις αρχές του έτους 2008, η ... Α.Ε. μεταβίβασε στην ... HELLAS Α.Ε. και ... (αμφότερες ελεγχόμενες από την ελβετική εταιρία ...) το σύνολο σχεδόν των παγίων της, που αποτελούνταν από διαφημιστικές κατασκευές, νιι) στις 15 και 16.7.2008 καταρτίστηκαν μεταξύ της ... Α.Ε. και ... HELLAS Α.Ε. δύο ιδιωτικά συμφωνητικά, με τα οποία παραχωρήθηκε στη δεύτερη το σύνολο των δικαιωμάτων της πρώτης στην εκμετάλλευση των συμβάσεων μίσθωσης διαφημιστικών χώρων στους Δήμους, δημοτικές εταιρίες, κρατικούς οργανισμούς και τρίτους, νιιι) στις 28.7.2008 η ελβετική εταιρία ... S.A. άσκησε το συμφωνηθέν δικαίωμα προαίρεσης για την αγορά από την ... Α.Ε. του υπολοίπου 25% της εταιρίας ... Α.Ε. που η τελευταία κρατούσε, με αποτέλεσμα να έχει αποκτήσει το 100% της κύριας δραστηριότητας της ... Α.Ε., παράλληλα δε συμφωνήθηκε και η πλήρης αποχή της τελευταίας από κάθε ανταγωνιστική δραστηριότητα, με εξαίρεση την παροχή υπηρεσιών στην αγοράστρια εταιρία, ιχ) στις 2.10.2008 η ανωτέρω συμφωνία αποτυπώθηκε και με το σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό. Οι πληροφορίες που ενυπάρχουν στις ανωτέρω ανακοινώσεις θεωρούνται προνομιακές, κατά την έννοια του άρθρου 6 του Ν. 3340/05, καθώς σχετίζονται με ζητήματα σύναψης σημαντικής συνεργασίας με όμιλο του εξωτερικού (βλ. περ. β' της υπ' αριθμ. 3/347/ΕΚ απόφασης), αφορούν άμεσα την εκδότρια των μετοχών εταιρία ... Α.Ε. και η δημοσιοποίησή τους θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά την τιμή των μετοχών της, υπό την έννοια ότι πρόκειται για πληροφορίες που ένας συνετός επενδυτής δυνητικά θα αξιολογούσε, μεταξύ άλλων, ως ουσιώδεις κατά τη λήψη των επενδυτικών του αποφάσεων. Επομένως, η φύση των πληροφοριών αυτών απαιτεί την άμεση δημοσιοποίησή τους από τον εκδότη, καθώς η άμεση διάχυσή τους στην αγορά βελτιώνει την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας της. Οι πληροφορίες αυτές θα έπρεπε να δημοσιοποιηθούν από την εκδότρια εταιρία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 3556/07 (όπως εξειδικεύεται στο άρθρο 11 της Απόφασης 1/434/2007 της ΕΚ), ήτοι είτε σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα ενημέρωσης, είτε στον διαδικτυακό τόπο της εκδότριας, είτε μέσω του Δελτίου του Χ..Α.Α. Ειδικότερα, κατά τη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών που σχετίζονται με περιπτώσεις σύναψης σημαντικών συνεργασιών ή επιχειρηματικών συμμαχιών, όπως εν προκειμένω, η σχετική ανακοίνωση θα έπρεπε να περιλαμβάνει τους βασικούς όρους της εν λόγω συνεργασίας ή συμμαχίας. Θα μπορούσε βέβαια να υποστηριχθεί ότι μετά το από 17/2/2007 δημοσίευμα του πρακτορείου Reuters, το οποίο πρώτο έφερε στο φως την από 27/5/2006 βασική συμφωνία πώλησης στην ελβετική εταιρία ... S.A. των περιουσιακών στοιχείων που διατηρούσε η ... Α.Ε. στο χώρο της υπαίθριας διαφήμισης, καθώς επίσης και μετά τη δημοσίευση στον αλλοδαπό ηλεκτρονικό τύπο και στις οικονομικές καταστάσεις του ομίλου ... S.A. των συμφωνιών του έτους 2008, οι πληροφορίες αυτές έχουν παύσει πλέον να είναι προνομιακές, καθώς η αγορά έχει ήδη λάβει γνώση και είναι σε θέση να απορροφήσει τις εν λόγω πληροφορίες μέσω της διακύμανσης της χρηματιστηριακής αξίας του εκδότη. Όμως, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 της ΕΚ/3/347/2005 απόφασης, η ανεπίσημη διαρροή τέτοιων πληροφοριών ή η μη δημοσίευσή τους κατά τον επιβαλλόμενο από την ανωτέρω απόφαση τρόπο, επιβάλλουν στον εκδότη να προβεί στην άμεση επιβεβαίωση ή, σε περίπτωση εσφαλμένης πληροφορίας, στην διάψευσή της. Τις ανωτέρω προνομιακές πληροφορίες όφειλαν οι εναγόμενοι να δημοσιοποιήσουν στο επενδυτικό κοινό, χωρίς υπαίτια βραδύτητα, χωρίς μάλιστα να δύνανται να αναμείνουν την οριστικοποίηση των γεγονότων αυτών (βλ. το άρθρο 2 της απόφασης ΕΚ3/347.2005). Η μη αποκάλυψη των πληροφοριών αυτών δεν δικαιολογείται από την επίκληση του συμβατικού όρου της εχεμύθειας, αφενός λόγω του αναγκαστικού χαρακτήρα των σχετικών διατάξεων του ν. 3340/2005 (προσωρινή αναβολή της δημοσιοποίησης προνομιακής πληροφορίας μπορεί να υπάρξει, εξαιρετικά κατ' άρθρο 4 της απόφασης ΕΚ/3/347/2005, είτε όταν υφίστανται διαπραγματεύσεις σε εξέλιξη ή συναφή στοιχεία των οποίων η δημοσιοποίηση μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά την έκβαση ή ροή τους, είτε όταν οι αποφάσεις που έλαβε το διοικητικό όργανο του εκδότη, πρέπει να εγκριθούν από άλλο όργανο αυτού) και αφετέρου διότι από την ίδια τη σχετική συμβατική ρήτρα είχαν εξαιρεθεί οι ανακοινώσεις που έπρεπε να λάβουν χώρα κατά τη χρηματιστηριακή νομοθεσία. Η παραβίαση από τους εναγόμενους της υποχρέωσης ανακοίνωσης προς τους επενδυτές των προαναφερθεισών προνομιακών πληροφοριών, πέραν από παράβαση του άρθρου 10 του ν. 3340/2005, η οποία επισύρει διοικητικές κυρώσεις, συνιστά και κατάχρηση αγοράς, με τη μορφή της χειραγώγησης. Και τούτο διότι η παράλειψη δημοσίευσης των πληροφοριών αυτών, για την οποία η εκδότρια εταιρία είχε, κατ' άρθρο 2 παρ. 4 της ΕΚ 3/347/2005, ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, να μην δίνει παραπλανητικές ή ψευδείς ενδείξεις για την αξία των μετοχών της. Εκτός όμως από τη μη δημοσιοποίηση των ανωτέρω προνομιακών πληροφοριών, η δεύτερη εναγομένη, παροτρυνόμενη από τον πρώτο εναγόμενο, προέβη και σε ελλιπείς και αναληθείς ανακοινώσεις ως προς το περιεχόμενο των συμβάσεων, που πράγματι καταρτίσθηκαν. Ειδικότερα, ενώ δημοσιοποίησε (με καθυστέρηση) τη μεταβίβαση του 75% της εταιρείας ... (βλ. τις από 14 και 17.5.2007 ανακοινώσεις), προέβαλε ότι υπήρχε δήθεν στρατηγική συνεργασία της εταιρείας ... ΑΕ με έναν σημαντικό αλλοδαπό επιχειρηματικό όμιλο, αποκρύπτοντας την συμφωνηθείσα σταδιακή αποξένωση της εταιρείας ... ΑΕ από το έως τότε κύριο αντικείμενο δραστηριότητας της και ειδικότερα αποκρύπτοντας ότι η εταιρεία ... S.A. είχε δικαίωμα προαίρεσης προς απόκτηση και του υπολοίπου 25% της εταιρείας ..., καθώς και ότι σχεδιαζόταν να παραχωρηθεί στην ίδια ως άνω ελβετική εταιρεία και σε εταιρείες που η τελευταία ήλεγχε, αφενός το σύνολο σχεδόν των παγίων στοιχείων της εταιρείας ... ΑΕ - και όχι απλώς ορισμένες από τις διαφημιστικές κατασκευές, όπως η ίδια διέρρεε - και αφετέρου το σύνολο των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης των συμβάσεων μίσθωσης διαφημιστικών χώρων, καθώς και ότι η ... ΑΕ είχε δεσμευτεί να μην ανταγωνίζεται την ως άνω ελβετική εταιρεία στην ημεδαπή. Περαιτέρω δε, ενώ προέβαλε τη σχεδιαζόμενη επέκταση της σε αγορές της βαλκανικής και τη συνέχισης της δραστηριοποίησής της στην υπαίθρια διαφήμιση, με διείσδυση της μάλιστα σε συναφείς υποστηρικτικές δραστηριότητες, γεγονός που περιέλαβε και στις οικονομικές της καταστάσεις (βλ. την από 27.3.2008 ετήσια έκθεση του ΔΣ που περιέχεται στις οικονομικές καταστάσεις της ... ΑΕ), ουδέποτε δημοσιοποίησε ότι η προοπτική αυτή είχε στην πραγματικότητα εγκαταλειφθεί. Αλλά ούτε και στην ίδια έκθεση του επομένου έτους η δεύτερη εναγομένη ανακοίνωσε την ουσιαστική αποχώρηση της εταιρίας ... Α.Ε. από την αγορά της υπαίθριας διαφήμισης. Αντίθετα μάλιστα, την επελθούσα μείωση του κύκλου εργασιών της κατά το έτος 2008 προσπάθησε να το αποδώσει στο ψευδές γεγονός ότι η συνεργασία της με την ελβετική εταιρία ... S.A. βρισκόταν ακόμη στο στάδιο του σχεδιασμού. Τα ανωτέρω έπραξαν οι εναγόμενοι και ειδικότερα η δεύτερη εναγομένη, κατόπιν προτροπών, παραινέσεων και πειθούς του πρώτου εναγομένου, γνωρίζοντας ότι τυχόν δημοσιοποίηση του αληθούς και πλήρους περιεχομένου των ως άνω συμφωνιών θα καταδείκνυε την εγκατάλειψη του τομέα της υπαίθριας διαφήμισης από την εταιρεία ... ΑΕ, που αποτελούσε τον βασικό τομέα δραστηριότητας της, και θα επιδρούσε μειωτικά στη χρηματιστηριακή αξία και εμπορευσιμότητα αυτής. Με τον τρόπο αυτό πέτυχαν οι εναγόμενοι να δημιουργήσουν μία πλασματική εικόνα για τις προοπτικές της εταιρείας ... ΑΕ, παραπλανώντας τους επενδυτές ως προς τα πιο πάνω κρίσιμα για τις επενδυτικές τους αποφάσεις μεγέθη, που αφορούσαν το επιχειρηματικό μέλλον της άνω εισηγμένης στο χρηματιστήριο εταιρείας και τη μεταβολή της πηγής των εσόδων της, με αποτέλεσμα να συνεχίσουν αυτοί να εμπορεύονται τις μετοχές της και να αποτραπεί έτσι η πτώση της τιμής της. Οι διαπιστώσεις αυτές δεν ανατρέπονται από το γεγονός ότι η εταιρεία ... ΑΕ, σε εκτέλεση των ίδιων συμβάσεων, κατήρτισε συμφωνίες συνεργασίας για την παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών στον κλάδο της υπαίθριας διαφήμισης προς εταιρείες του ομίλου ... S.A., όπως αβάσιμα επάγονται οι εναγόμενοι. Άλλωστε η παροχή υποστηρικτικών και μόνον υπηρεσιών σηματοδοτεί ακριβώς την αποχώρηση της ... ΑΕ από τον κύριο κλάδο δραστηριότητας της, που ουδέποτε γνωστοποιήθηκε στο επενδυτικό κοινό. Η συμπεριφορά αυτή των εναγόμενων, εξαιτίας της οποίας επήλθε στρέβλωση της τιμής και εμπορευσιμότητας των μετοχών της άνω εταιρίας που διαπραγματεύονταν στο χρηματιστήριο, συνιστά κατάχρηση αγοράς. κατά την έννοια του άρθρου 7 του ν. 3340/2005, και πληροί τις προϋποθέσεις του παρανόμου του άρθρου 914 ΑΚ, καθώς, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, η διάταξη αυτή έχει τεθεί, όχι μόνο για τη λειτουργική προστασία του θεσμού της κεφαλαιαγοράς, αλλά και για την ατομική προστασία των επενδυτών. Πέραν όμως τούτου συνιστά και συμπεριφορά, προδήλως αντίθετη στα χρηστά ήθη, κατ' άρθρο 919 ΑΚ, αφού είναι καταφανώς αντίθετη με τις ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αλλά και του μέσου εκπροσώπου του συναλλακτικού κύκλου στον οποίο κινήθηκαν οι εναγόμενοι. Έπραξαν δε έτσι οι εναγόμενοι γνωρίζοντας και αποδεχόμενοι τον κίνδυνο παραπλάνησης και παράσυρσης του επενδυτικού κοινού σε αγορές μετοχών της, με κίνδυνο την απώλεια του κεφαλαίου του...πρέπει κατ' αρχάς να σημειωθεί ότι, κατά την κρατούσα άποψη, για τη θεμελίωση της (διοικητικής) ευθύνης από τη χειραγώγηση της αγοράς δεν απαιτείται να αποδεικνύεται ότι ο διενεργήσας τις συναλλαγές γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι μέσω αυτών επιχειρείται η διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών. Και τούτο διότι ο ν. 3340/2005 έχει απαλείψει το υποκειμενικό στοιχείο από την απαγόρευση χειραγώγησης της αγοράς μέσω συναλλαγών και θεσπίζει πλέον ως κεντρικό στοιχείο ευθύνης το αποτέλεσμα των συναλλαγών... Για τη συμπεριφορά τους μάλιστα αυτή, έχουν επιβληθεί πρόστιμα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (βλ. 6, 7 και 8 αποφάσεις της ΕΚ). Για τη θεμελίωση όμως της αδικοπρακτικής ευθύνης, στο μέτρο που αυτή θεμελιώνεται στο άρθρο 914 ΑΚ, αρκεί οποιοσδήποτε βαθμός υπαιτιότητας του εναγόμενου χειραγωγού, ενώ στο μέτρο που θεμελιώνεται στο άρθρο 919 ΑΚ, απαιτείται ο ζημιώσας να γνώριζε ότι με τη συμπεριφορά του θα ζημιωνόταν κάποιος άλλος και να ήθελε την πρόκληση της ζημίας ή έστω να γνώριζε ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα ζημιογόνα αποτελέσματα και το αποδέχεται, ενώ δεν απαιτείται γνώση ή πρόβλεψη της ακριβούς έκτασης της ζημίας ή του τρόπου επέλευσής του, αρκεί ο δράστης να διέβλεψε τουλάχιστον το είδος της ζημίας σε πρόσωπα ή πράγματα, περιουσιακή ή ηθική και τη γενική κατεύθυνσή της. Στην προκειμένη περίπτωση, η μη δημοσιοποίηση από τους εναγόμενους των παραπάνω προνομιακών πληροφοριών, σε συνδυασμό με το γεγονός της διάδοσης απ' αυτούς των προαναφερθεισών ελλιπών και ψευδών ανακοινώσεων αναφορικά με τη συμφωνία μεταβίβασης του συνόλου της δραστηριότητας της εταιρίας ... Α.Ε. στην ελβετική εταιρία ... S.A. και τη ρήτρα του μη ανταγωνισμού, καθιστά σαφή τη μεθόδευσή τους να δημιουργήσουν στο επενδυτικό κοινό την πεπλανημένη εντύπωση ότι η αλλοδαπή εταιρία, έχοντας μάλιστα ως στόχο την επέκτασή της στη βαλκανική αγορά. Τούτο δε έγινε για να διατηρήσουν όσο το δυνατόν ψηλότερη τη χρηματιστηριακή αξία της μετοχής της εταιρίας, καθώς εάν οι επενδυτές γνώριζαν ότι αυτή είχε απωλέσει κάθε δραστηριότητά της, είναι σαφές ότι δεν θα επένδυαν σ' αυτή. Εφόσον όμως γίνεται δεκτό ότι οι εναγόμενοι κινήθηκαν με τη συγκεκριμένη μεθόδευσή, είναι αυτονόητο ότι είχαν άμεσο δόλο, καθώς εγγενές στοιχείο της μεθόδευσής τους αυτής είναι η γνώση τους για το ψεύδος των ανακοινώσεών τους και η πρόθεσή τους ήταν, τουλάχιστον, να κρατήσουν ψηλά την τιμή της μετοχής για δικό τους όφελος, αδιαφορώντας αν αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη ζημία των επενδυτών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, που, όπως προαναφέρθηκε, ήταν συστηματικός επενδυτής σε προϊόντα της κεφαλαιαγοράς με μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα, προέβη στις ως άνω αγορές ακριβώς διότι παραπλανηθείς σχημάτισε την πεποίθηση ότι η εταιρεία ... Α.Ε. θα συνέχιζε να έχει σταθερή πορεία στο χώρο της υπαίθριας διαφήμισης και ότι είχε χαράξει δυναμική αναπτυξιακή πορεία με σοβαρές πιθανότητες ευόδωσης, καταβάλλοντας προς το σκοπό αυτό το πιο πάνω συνολικό ποσό 732.807,41 ευρώ. Εάν ο ενάγων δεν είχε παραπλανηθεί ως προς το αληθές περιεχόμενο των ως άνω συμφωνιών και συμβάσεων και ως προς τις προοπτικές και την επιχειρηματική δράση της εταιρείας ... Α.Ε., δεν θα είχε προβεί σε αγορά των μετοχών της, αλλά θα είχε τοποθετήσει το διαθέσιμο κεφάλαιό του σε έντοκη κατάθεση σε τραπεζικό ίδρυμα της ημεδαπής, λαμβάνοντας επιτόκιο κατά μέσο όρο 5% ετησίως, ήτοι επιτόκιο ανάλογο αυτού που απολάμβανε και στις άλλες έντοκες καταθέσεις του. Από την επένδυση δε αυτή μετά βεβαιότητος και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 έως 1.10.2012 θα αποκόμιζε το ποσό των 100.761,01 ευρώ...όπως αποδείχθηκε, η ζημία του προκλήθηκε ευθέως από τις παραπλανητικές και ψευδείς ανακοινώσεις των εναγομένων, που τον οδήγησαν στην αγορά μετοχών της συγκεκριμένης εισηγμένης εταιρίας, ενώ αυτή - ήδη κατά το χρόνο διενέργειας των αγορών των μετοχών - δεν είχε πραγματική εμπορική αξία, αφού οι εναγόμενοι είχαν συμφωνήσει να μεταβιβάσουν το κύριο επιχειρηματικό της αντικείμενο στον ελβετικό όμιλο και επιπλέον να μην δραστηριοποιούνται πλέον σ' αυτό. Η επικαλούμενη νομοθετική μεταβολή, που κατά τους εναγομένους προκάλεσε τη χρηματιστηριακή κατάρρευση της μετοχής της άνω εταιρίας, συνέβη μετά την αγορά των μετοχών της από τον ενάγοντα και όταν πλέον η δραστηριότητά της είχε ήδη μεταβιβαστεί στο σύνολό της στον άνω ελβετικό όμιλο. Επομένως, όταν ο ενάγων, από τις αρχές του 2008, είχε αρχίσει να αγοράζει τις μετοχές της εταιρίας ... Α.Ε., η μετοχή της είχε απωλέσει την πραγματική της αξία, η χρηματιστηριακή δε τιμή που κάθε φορά τις αποκτούσε οφειλόταν στη μη αποκάλυψη της "ορθής" τιμής της από τους εναγόμενους...Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής (που αποτελεί τον κρίσιμο χρόνο για τον υπολογισμό της ζημίας) η αξία των ως άνω μετοχών που αγόρασε ο ενάγων ήταν μηδενική, καθόσον αυτές, ήδη από το έτος 2010, είχαν τεθεί υπό οριστική αναστολή διαπραγμάτευσης.
Συνεπώς, από τις πράξεις αυτές των εναγόμενων, ο ενάγων υπέστη ζημία ύψους 732.807,41 ευρώ, ήτοι όση και η αξία του απωλεσθέντος και επενδεδυμένου κατά τα ανωτέρω κεφαλαίου του, πλέον ποσού 100.761,01 ευρώ, το οποίο θα απολάμβανε από την τοποθέτηση αυτού σε κλειστό αποταμιευτικό λογαριασμό κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 έως 1.10.2012, ήτοι η συνολική ζημία αυτού ανήλθε στο ποσό των 833.568,42 ευρώ (732.807,41 +100.761,01). Τη ζημία αυτή του ενάγοντος οφείλουν οι εναγόμενοι να αποκαταστήσουν, υπό τον όρο όμως της ταυτόχρονης παράδοσης από τον πρώτο στην δεύτερη των εναγομένων των κατεχομένων από τον ίδιο μετοχών της εταιρίας ... Α.Ε., κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος του ενάγοντος, το οποίο, όπως αναφέρθηκε, εσφαλμένα είχε απορριφθεί ως μη νόμιμο...Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων προκάλεσε ιδιαίτερη αγωνία, ψυχικό άλγος και στεναχώρια στον ενάγοντα, για την απάμβλυνση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, κατ' άρθρο 932 ΑΚ. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ένταση του δόλου των εναγομένων, τους είδους και της βαρύτητας των πράξεών τους, τις συνέπειες αυτών στην περιουσία του ενάγοντος, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί στον ενάγοντα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τις ίδιες πράξεις, κρίνει ότι θα πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα, για την ως άνω αιτία, το ποσό των 20.000 ευρώ, το οποίο θεωρεί δίκαιο και εύλογο. Με την επιδίκαση του ποσού αυτού στον ενάγοντα δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιηθέντος μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού, που απορρέει από τη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου, που ήδη ρητώς καθιερώθηκε στο αναθεωρηθέν άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, υιοθετείται δε σταθερά από τη Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου..., λαμβάνοντας υπόψη ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό χρηματικής ικανοποίησης, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας διά της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης... Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, από την προεκτεθείσα αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση, από μεν τη μείωση της περιουσίας του (θετική ζημία), το ποσό των 732.807,41 ευρώ, από δε την απώλεια των εισοδημάτων που προσδοκούσε με πιθανότητα και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων (διαφυγόν κέρδος), το ποσό των 100.761,01 ευρώ και επιπλέον ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, το ποσό των 20.000 ευρώ, ήτοι το συνολικό ποσό των 853.568,42 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως.". Με όσα παραπάνω δέχθηκε το Εφετείο ως αποδειχθέντα, ορθά τις διατάξεις των άρθρων 7 § 2γ και 10 του Ν. 3340/2005, 914, 919 του ΑΚ, 297, 298 και 932 του ΑΚ ερμήνευσε και εφάρμοσε, καθόσον: (α) δέχθηκε ότι ο ενάγων επεδίωξε με την ερευνώμενη αγωγή την προστασία του με την ιδιότητά του ως επενδυτής της ... ΑΕ και το ατομικό του συμφέρον από τη χειραγώγηση των μετοχών της ως άνω εταιρείας από τους εναγόμενους με τη μορφή της διάδοσης ψευδών και παραπλανητικών πληροφοριών για τα ως άνω χρηματοπιστωτικά μέσα της εκδότριας εταιρείας καθώς και ότι κατοχυρώνεται πλήρως από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του Ν. 3340/2005 σε συνδυασμό με το άρθρο 914 ΑΚ αλλά και το άρθρο 919 ΑΚ, δυνάμει των οποίων ιδρύεται ατομικό δικαίωμα αποζημίωσης για τη ζημία που αυτός υπέστη από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων - αναιρεσειόντων, σύμφωνα με όσα αναλύθηκαν στην υπό στοιχεία ΙΙΙΑ νομική σκέψη, β) ότι από τις αναληθείς και ελλιπείς ανακοινώσεις της εκδότριας εταιρείας κατά το χρονικό διάστημα από 24-1-2007 έως και 17-5-2007 δημιουργήθηκε ένα κλίμα ευφορίας και υψηλών προσδοκιών ως προς τις προοπτικές της εταιρείας ... ΑΕ και τέθηκαν οι αναγκαίες συνθήκες για την προσέλκυση νέων μετόχων, αφού μέσω αυτών καταδεικνυόταν όχι μόνο η βούληση της ... ΑΕ για συνέχιση της δραστηριοποίησης της στο χώρο της υπαίθριας διαφήμισης, αλλά πολύ περισσότερο η επέκτασή της σε αγορές του εξωτερικού ενόψει της προβαλλόμενης συνεργασίας της με την ελβετική εταιρεία, που είχε εξέχουσα θέση σε διεθνές επίπεδο, με αποτέλεσμα ο ενάγων, που ήταν συστηματικός επενδυτής σε προϊόντα της κεφαλαιαγοράς με μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα και συγχρόνως ενδιαφερόταν για επένδυση των διαθεσίμων του ενημερώθηκε από τα ως άνω δημοσιεύματα και διαμόρφωσε την εσφαλμένη, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, αντίληψη ότι η εταιρεία ... ΑΕ θα συνέχιζε να έχει σταθερή πορεία στο χώρο της υπαίθριας διαφήμισης και ότι έχει χαράξει δυναμική αναπτυξιακή πορεία με σοβαρές πιθανότητες ευόδωσης και αποφάσισε να προβεί σε επένδυση μέρους διαθεσίμου κεφαλαίου στις διαπραγματευόμενες στο Χ.Α.Α. μετοχές της ως άνω εταιρείας, αγοράζοντας από 21.1.2008 έως 25.1.2009 μετοχές συνολικού ποσού 732.807,41 ευρώ. Ότι ο ενάγων προέβη στις αγορές των μετοχών λαμβάνοντας υπόψη και τις εκθέσεις διαχείρισης του ΔΣ της ... ΑΕ που περιλαμβάνονταν στις οικονομικές καταστάσεις της χρονικής περιόδου 1.1.2007 έως 31.12.2007, πλην όμως οι πιο πάνω ανακοινώσεις ήταν αναληθείς κατά περιεχόμενο και διαμορφωμένες με τέτοιο τρόπο, ώστε να προκαλέσουν παραπλάνηση του επενδυτικού κοινού, διατηρώντας όσο το δυνατόν υψηλότερη τη χρηματιστηριακή αξία της τιμής της μετοχής της ... ΑΕ, γ) ότι ήδη πριν τα μέσα του 2006, ο πρώτος εναγόμενος είχε προαποφασίσει και προσυμφωνήσει την αποξένωση της εταιρείας ... ΑΕ από το κύριο αντικείμενό της και την πώληση όλων των περιουσιακών στοιχείων που στήριζαν την άσκηση αυτής της δραστηριότητας, δ) ότι η παραβίαση από τους εναγόμενους της υποχρέωσης ανακοίνωσης προς τους επενδυτές των προνομιακών πληροφοριών, πέραν από παράβαση του άρθρου 10 του Ν. 3340/2005, συνιστά και κατάχρηση αγοράς, με τη μορφή της χειραγώγησης, και διότι η παράλειψη δημοσίευσης των πληροφοριών αναφορικά με τη μεταβίβαση της ... ΑΕ στον ελβετικό όμιλο συνιστά και ιδιαίτερη νομική υποχρέωση της εκδότριας εταιρείας, στην οποία ο πρώτος εναγόμενος ήταν ο βασικός και κυρίαρχος μέτοχος και αποτελούσε τη σκιώδη διοίκηση αυτής, ενώ η δεύτερη εναγόμενη ήταν Πρόεδρος του ΔΣ της ... ΑΕ και Διευθύνουσα Σύμβουλος αυτής, ε) ότι η δεύτερη εναγομένη κατόπιν προτροπών και παραινέσεων του πρώτου εναγομένου, πείσθηκε είτε να μην δημοσιοποιήσει τις προνομιακές πληροφορίες που είχαν περιέλθει σε γνώση της και μπορούσαν να επηρεάσουν την αξία και την εμπορευσιμότητα των μετοχών της είτε να δημοσιοποιήσει μέρος αυτών, ελλιπώς και ανακριβώς και ότι τα ανωτέρω έπραξαν οι εναγόμενοι και ειδικότερα η δεύτερη εναγομένη, γνωρίζοντας ότι τυχόν δημοσιοποίηση του αληθούς και πλήρους περιεχομένου των ως άνω συμφωνιών θα καταδείκνυε την εγκατάλειψη του τομέα της υπαίθριας διαφήμισης από την εταιρεία ... ΑΕ, που αποτελούσε το βασικό τομέα δραστηριότητάς της και θα επιδρούσε μειωτικά στη χρηματιστηριακή αξία και εμπορευσιμότητά της και ότι η συμπεριφορά αυτή των εναγομένων εξαιτίας της οποίας επήλθε στρέβλωση της τιμής και εμπορευσιμότητας των μετοχών της ... ΑΕ συνιστά κατάχρηση αγοράς, κατά την έννοια του άρθρου 7 του Ν. 3340/2005 και πληροί και τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ, αφού η διάταξη αυτή έχει τεθεί όχι μόνο για τη λειτουργική προστασία του θεσμού της κεφαλαιαγοράς αλλά και για την ατομική προστασία των επενδυτών και στ) ότι η παραπάνω συμπεριφορά των εναγομένων συνιστά και συμπεριφορά που είναι προδήλως αντίθετη στα χρηστά ήθη, κατ' άρθρο 919 ΑΚ, αφού είναι αντίθετη με τις ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αλλά και του μέσου εκπροσώπου του συναλλακτικού κύκλου στον οποίοι κινήθηκαν οι εναγόμενοι, οι οποίοι, με τις ενέργειές τους αυτές, γνώριζαν και αποδέχθηκαν τον κίνδυνο παραπλάνησης και παράσυρσης του επενδυτικού κοινού σε αγορές μετοχών της, με κίνδυνο την απώλεια του κεφαλαίου του. Ειδικότερα δε, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε η προσβαλλομένη τις παραπάνω διατάξεις, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό των εναγομένων ότι δεν συνέτρεχε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των πράξεων και των παραλείψεών τους και της ζημίας του ενάγοντος, δεχόμενη ότι η ζημία του προκλήθηκε ευθέως από τις παραπλανητικές και ψευδείς ανακοινώσεις των εναγομένων, που τον οδήγησαν στην αγορά μετοχών της συγκεκριμένης εισηγμένης στο Χρηματιστήριο εταιρείας, ενώ αυτή, ήδη κατά τον χρόνο διενέργειας των αγορών των μετοχών, δεν είχε πραγματική εμπορική αξία, αφού οι εναγόμενοι είχαν συμφωνήσει να μεταβιβάσουν το κύριο επιχειρηματικό της αντικείμενο στον ελβετικό όμιλο και επιπλέον να μην δραστηριοποιούνται πλέον σε αυτό. Συνακόλουθα, ορθά η προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι η αποκαταστατέα ζημία του ενάγοντος συνδέεται αιτιωδώς με τη προπεριγραφείσα παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων και συνίσταται στο χρηματικό ποσό που ο ενάγων κατέβαλε για την αγορά των μετοχών, τις οποίες ουδέποτε αποπειράθηκε να πωλήσει (ούτε είχε υποχρέωση προς τούτο) και η αξία των οποίων, κατά τις παραδοχές της απόφασης, κατά την αγορά τους ήταν μηδενική, αποκαθίσταται δε αυτή αποζημιωτικά και ταυτίζεται απόλυτα το ποσόν που αυτός κατέβαλε για την αγορά τους με την ισόποση ζημία του.
Με τον πρώτο λόγο του πρώτου δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης και τον συναφή τρίτο λόγο, του δεύτερου δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης (κατά την αρίθμηση που αποδίδεται με το δικόγραφο αυτό στον πρώτο λόγο), κατά το πρώτο σκέλος του, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 7 του Ν. 3340/2005, 914 και 919 του ΑΚ, δεχόμενη (εσφαλμένα) ότι α) από παραβάσεις του δικαίου της κεφαλαιαγοράς συγχωρείται αξίωση αποζημίωσης μεμονωμένου επενδυτή, ενώ ο επενδυτής προστατεύεται μόνον έμμεσα - αντανακλαστικά και όχι αυτοτελώς, αφού προστατευόμενο έννομο αγαθό του συνόλου των διατάξεων για την χειραγώγηση της αγοράς είναι η ορθή λειτουργία των αγορών, η ενίσχυση και η αποτελεσματικότητά τους, β) επειδή ο πρώτος αναιρεσείων, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, ήταν μέτοχος της εταιρείας ... ΑΕ και όχι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να είναι υποκείμενο χειραγώγησης με τη μορφή της διάδοσης ανακριβών και παραπλανητικών πληροφοριών, ενόψει του ότι τέτοια χειραγώγηση διαπράττει μόνο μέλος της διοίκησης της εταιρείας όταν αυτή είναι εκδότρια του χρηματοπιστωτικού μέσου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 § 3 του Ν. 3340/2005 και επομένως, εφόσον κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης δεν ήταν ούτε εκδότης των ένδικων μετοχών της εταιρείας ... ΑΕ ούτε μέλος της διοίκησης της εταιρείας αυτής, αλλά απλός μέτοχος, δεν φέρει καμία ευθύνη για τις δήθεν ανακριβείς και ελλιπείς δημοσιοποιήσεις προνομιακών πληροφοριών, ούτε για την παράβαση του άρθρου 10 του Ν. 3340/2005, η οποία τελείται μόνον από εκδότες εταιρειών των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί στη Χρηματιστηριακή Αγορά. Επίσης, ο πρώτος αναιρεσείων, με τον ίδιο ως άνω λόγο αναίρεσης, αιτιάται ότι η προσβαλλόμενη παραβίασε και τις διατάξεις των άρθρων 6 § 1 και 10 § 1 του Ν. 3340/2005, δεχόμενη ότι οι διαπραγματεύσεις του πρώτου με τον Ελβετικό όμιλο, χωρίς να εκτίθεται ότι είχε εξουσιοδοτηθεί προς τούτο με απόφαση της εκδότριας εταιρείας ... ΑΕ, αποτελούσαν προνομιακές πληροφορίες, ενώ αυτές είχαν τον χαρακτήρα των απλών και άτυπων συζητήσεων και υποσχέσεων εκατέρωθεν χωρίς νομική δέσμευση, ως γενόμενες παρατύπως, μη πληρούσες δηλαδή τις προϋποθέσεις της προνομιακής πληροφορίας, λόγω της ιδιότητάς του ίδιου ως απλού μετόχου, γ) ότι για να θεμελιωθεί συμπεριφορά χειραγώγησης της αγοράς, κατ' άρθρο 7 του Ν. 3340/2005, πρέπει αυτή να αναφέρεται στην τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου και όχι αορίστως στις αναμενόμενες ή οριστικές συνεργασίες της εταιρείας με άλλες εταιρείες του αυτού κλάδου ή εκτιμήσεις για τις μελλοντικές προοπτικές, όπως εν προκειμένω, που κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, οι αναφερόμενες δήθεν ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, το περιεχόμενο των οποίων εκτίθεται στην προσβαλλόμενη, δεν περιέχει καμία αναφορά σχετικά με την πορεία και τις προοπτικές της τιμής της μετοχής της ... ΑΕ, που διαπραγματευόταν στο Χ.Α.Α. και κατά συνέπεια δεν θεμελιώνεται χειραγώγηση της αγοράς, δ) ότι το Εφετείο με αυτά που δέχθηκε ως προς τις παραπλανητικές και ψευδείς ανακοινώσεις των εναγομένων, που τον οδήγησαν στην αγορά μετοχών της συγκεκριμένης εισηγμένης εταιρείας, παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας δια της μη χρησιμοποιήσεώς τους για τη συνδρομή στην προκειμένη περίπτωση του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των ως άνω (δήθεν) παραπλανητικών πληροφοριών και της αγοράς των μετοχών από τον ενάγοντα και ακολούθως μεταξύ της αγοράς αυτών και της ζημίας του, καθόσον, αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Υποστηρίζουν περαιτέρω οι αναιρεσείοντες ότι το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 του ΑΚ, διότι εσφαλμένα υπήγαγε τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ανέλεγκτα, στην νομική έννοια του αιτιώδους συνδέσμου και τούτο διότι την πρώτη αγορά, 44.980 μετοχών, ο ενάγων την πραγματοποίησε εννέα (9) μήνες περίπου μετά την τελευταία ως άνω ανακοίνωση της ... ΑΕ, την δε τελευταία (αγορά), 20.075 μετοχών, 30 μήνες περίπου από την ίδια ανακοίνωση και ενώ στο μεταξύ χρονικό διάστημα η μετοχή είχε φθάσει να διαπραγματεύεται στα 0,11 και 0,12 λεπτά (από Φεβρουάριο μέχρι αρχές Απριλίου 2009) και ενώ από τον Ιούλιο 2008 είχαν καταρτισθεί όλες οι εκκρεμείς συμβάσεις και η εκδότρια ... ΑΕ είχε μεταβιβάσει σε εταιρείες συμφερόντων του ελβετικού ομίλου το σύνολο σχεδόν των παγίων της και τα δικαιώματά της στην εκμετάλλευση διαφημιστικών χώρων, στις δε 28-7-2008 η ελβετική εταιρεία άσκησε το δικαίωμα προαίρεσης για την αγορά από την ... ΑΕ του υπολοίπου 25% της εταιρείας Δόμηση ΑΕ, γεγονότα των οποίων ο ενάγων ως μέτοχος της ... ΑΕ και συστηματικός επενδυτής σημαντικών κεφαλαίων, και κατ' επέκταση με μεγάλη εμπειρία σε επενδύσεις χρηματοπιστωτικών μέσων, προφανώς έλαβε γνώση ασκώντας τα δικαιώματά του ως μέτοχος, ενώ επιπλέον τα στοιχεία αυτά προδήλως περιλαμβάνονταν και στην ετήσια οικονομική κατάσταση της χρήσης 2008. Διαλαμβάνουν, επίσης, οι αναιρεσείοντες, με τον ως άνω λόγο αναίρεσης, ότι εάν ο αναιρεσίβλητος είχε προβεί στις έως τότε αγορές μετοχών παραπλανηθείς από τις ανακριβείς και ελλιπείς ανακοινώσεις της ... ΑΕ δεν θα συνέχιζε, όπως εν προκειμένω έπραξε, να αγοράζει μετοχές μετά και την αγορά από τον ελβετικό όμιλο και του υπολοίπου 25% της εταιρείας ... ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΗ ΑΕ και της δημοσιοποίησης της ... ΑΕ ότι επέκτεινε τη δραστηριότητά της, κατά τη χρονική περίοδο 2005-2006, σε κτηματικές - ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και, κατά το έτος 2007, με την απόκτηση συμμετοχών σε ναυτιλιακές εταιρείες, που δραστηριοποιούνταν στην εκμετάλλευση εμπορικών πλοίων τύπου gas carrer για τη μεταφορά καυσίμων, ενώ επιπλέον η ... ΑΕ είχε συμφωνήσει με τον ελβετικό όμιλο και την υπογραφή συμβάσεων αποκλειστικής συνεργασίας, ετήσιου ύψους τουλάχιστον 15.000.000 ευρώ που εξασφαλίζουν υγιή κύκλο εργασιών και παρέχεται η δυνατότητα για εμπλουτισμό του αντικειμένου της Α ... ΑΕ, με έμφαση σε τομείς της υπαίθριας διαφήμισης, όπως η παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών τεχνικής και λειτουργικής υποστήριξης εταιρειών του κλάδου, οι εκτυπώσεις για τη διενέργεια της υπαίθριας διαφήμισης. Υποστηρίζουν, δηλαδή οι αναιρεσείοντες ότι η αποξένωση της ... ΑΕ από το κύριο αντικείμενό της στην υπαίθρια διαφήμιση δεν την αποξένωσε και από την εμπορική της δραστηριότητα σ άλλους τομείς της οικονομίας αλλά και σε δραστηριότητες με άμεση σχέση με την υπαίθρια διαφήμιση, καθόσον η συμφωνηθείσα αποκλειστική συνεργασία της με τον ελβετικό όμιλο σε υποστηρικτικές εξειδικευμένες υπηρεσίες τεχνικής και λειτουργικής υποστήριξης εταιρειών του κλάδου, θα της εξασφάλιζαν σημαντική πηγή εσόδων από τις υπαίθριες διαφημίσεις που θα αναλάμβαναν οι εταιρείες του ομίλου και σημαντικό κύκλο εργασιών ανάλογο σε ύψος με την πρόοδο των εν λόγω εταιρειών στον τομέα αυτόν, η οποία, ενόψει του ότι, και κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, επίσης, ο ως άνω επιχειρηματικός ελβετικός όμιλος εταιρειών ήταν διεθνούς κύρους με εξειδίκευση στην υπαίθρια διαφήμιση, προοιωνιζόταν ελπιδοφόρα. Επίσης, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, οι προοπτικές αυτές της ... ΑΕ ήταν ικανές να προσελκύσουν τους επενδυτές, μεταξύ των οποίων και τον ενάγοντα και όχι η διατήρηση από την ... ΑΕ της δραστηριότητάς της στην υπαίθρια διαφήμιση σε ποσοστό 25% και μάλιστα δια της συμμετοχής της με το αντίστοιχο ποσοστό στο μετοχικό κεφάλαιο της ..., πράγμα που ήταν βέβαιο ότι θα συρρίκνωνε κατά πολύ τα έσοδά της καθώς και ότι για το λόγο αυτό δικαιολογείται η εμμονή του ενάγοντος, ως συστηματικού επενδυτή και πλήρη γνώστη του χρηματιστηρίου, στη συνεχή και αδιάκοπη αγορά μετοχών της ... ΑΕ, παρά τις μεταπτώσεις των τιμών των μετοχών κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα και παρά την ολοκλήρωση της μεταβίβασης της εταιρείας ... στον ελβετικό όμιλο καθώς και ότι από τον μη επηρεασμό του και την έλλειψη αντίδρασής του, όταν έλαβε γνώση και της μεταβίβασης του υπολοίπου 25% και την πλήρη αποξένωση της ... ΑΕ από την ..., συνάγεται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι το δήθεν ανακριβές και ελλιπές των ανακοινώσεων της ... ΑΕ, δεν τον επηρέασαν στην απόφασή του να επενδύσει σε μετοχές της εν λόγω εταιρείας και συνεπώς η αγορά των μετοχών και η εντεύθεν ζημία του ενάγοντος, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν ανέλεγκτα δεκτά από το Εφετείο, δεν συνδέεται αιτιωδώς με τις ως άνω (δήθεν) ελλιπείς και ανακριβείς ανακοινώσεις της ... ΑΕ, διότι οι ανακοινώσεις αυτές ακόμη και αν ήταν πλήρεις (χωρίς κενά και ανακρίβειες) δεν θα απέτρεπαν την προσέλκυση του ενάγοντος και άλλων να επενδύσουν σε αγορές μετοχών της ... ΑΕ αφού, αυτό που ήταν λογικό να βαρύνει την απόφασή τους ήταν η συνεργασία της εν λόγω εταιρείας με τον διεθνούς κύρους επιχειρηματικό όμιλο και όχι η διατήρηση από αυτήν του 25% του αντικειμένου της δραστηριότητάς της στην υπαίθρια διαφήμιση, και διότι ο πρώτος αναιρεσείων, που ήταν ο βασικός μέτοχος της ... ΑΕ, είχε μακροχρόνια επιτυχή δραστηριοποίηση στον χώρο της υπαίθριας διαφήμισης και είναι προφανές ότι οι προοπτικές της εταιρείας θα ήταν καλύτερες αν εξακολουθούσε να έχει το 100% της δραστηριότητάς της στο εν λόγω αντικείμενο παρά το 25%. Τέλος, οι αναιρεσείοντες, με τον ίδιο λόγο αναίρεσης υποστηρίζουν ότι το Εφετείο με την κρίση του ότι η ζημία του ενάγοντος προκλήθηκε ευθέως από τις παραπλανητικές και ψευδείς ανακοινώσεις των εναγομένων, που τον οδήγησαν στην αγορά μετοχών της συγκεκριμένης εισηγμένης εταιρείας ενώ αυτή ήδη κατά το χρόνο διενέργειας των αγορών των μετοχών δεν είχε πραγματική εμπορική αξία, αφού οι εναγόμενοι είχαν συμφωνήσει να μεταβιβάσουν το κύριο επιχειρηματικό της αντικείμενο στον ελβετικό όμιλο και επιπλέον να μην δραστηριοποιούνται πλέον σ' αυτό, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ, καθόσον η ζημία του έπρεπε να υπολογισθεί με βάση τη διαφορά του ποσού που κατέβαλε ο επενδυτής για την αγορά των μετοχών και εκείνου που θα εισπράξει αν είχε πωλήσει τις μετοχές με τη μειωμένη τιμή.
Οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους ως παντελώς αβάσιμοι ως προς όλες τις αιτιάσεις τους. Ειδικότερα: 1) Σύμφωνα και με όσα έχουν εκτεθεί στην οικεία νομική σκέψη (υπό στοιχεία ΙΙΙΑ) της παρούσας, γίνεται δεκτό ότι και στο χώρο της κεφαλαιαγοράς η εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας των διατάξεων του κοινοτικού - ενωσιακού δικαίου δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με την εξασφάλιση δυνατότητας σε ιδιώτες να ασκούν ατομικά αγωγή, ως αμέσως ζημιωθέντες, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 του ΑΚ (όπως και το γερμανικό δίκαιο) έναντι όλων των προσώπων τα οποία τους ζημίωσαν, παραβιάζοντας τους κανόνες της κεφαλαιαγοράς (ΑΠ 1093/2008, ΑΠ 1491/2005). Επομένως, η ελαττωματική ενημέρωση του επενδυτικού κοινού για έκτακτα γεγονότα, καθώς και η παράβαση των λοιπών υποχρεώσεων ενημέρωσης του επενδυτικού κοινού, όπως η υποχρέωση τακτικής ενημέρωσης και η εκούσια διάχυση πληροφοριών στο επενδυτικό κοινό στην δευτερογενή αγορά, δημιουργούν αδικοπρακτική ευθύνη τόσο της εκδότριας εταιρείας, όσο και των μελών της διοίκησης προσωπικά, 2) ο ισχυρισμός του πρώτου αναιρεσείοντος ότι δεν μπορούσε να είναι υποκείμενο χειραγώγησης με τη μορφή της διάδοσης ανακριβών και παραπλανητικών πληροφοριών ούτε της παράβασης του άρθρου 10 του Ν. 3340/2005, επειδή τέτοια χειραγώγηση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 § 3 του Ν. 3340/2005 ή την παράβαση του άρθρου 10 του Ν. 3340/2005 διαπράττει μόνον μέλος της διοίκησης της εκδότριας εταιρείας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και τούτο διότι η χειραγώγηση αγοράς με διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών, που διέπραξε ο πρώτος αναιρεσείων, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, είναι αυτή του άρθρου 7 § 2γ του Ν. 3340/2005 (βλ. σελίδα 20 της προσβαλλόμενης απόφασης), και σύμφωνα με την οικεία νομική σκέψη, μπορεί να την διαπράξουν οποιαδήποτε πρόσωπα, στα οποία περιλαμβάνονται οι εκδότες, οι μέτοχοι της εκδότριας, οι διαμεσολαβητές και οι επενδυτές, και όχι αυτή του άρθρου 7 § 3 του Ν. 3340/2005, η οποία αποτελεί ενδεικτικά ειδική μορφή χειραγώγησης αγοράς που τελείται μόνον από μέλη του διοικητικού συμβουλίου εταιριών, μέσω των ετήσιων ή περιοδικών οικονομικών καταστάσεων, των ενημερωτικών δελτίων ή άλλων δημοσιευμάτων. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις ανέλεγκτες αναιρετικά παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης "ο πρώτος εναγόμενος (ήδη πρώτος αναιρεσείων) ήταν επίσης έως το έτος 2010 ο βασικός και κυρίαρχος μέτοχος της ... ΑΕ, κατέχοντας 8.053.246 μετοχές, ήτοι ποσοστό 37,66% του μετοχικού κεφαλαίου αυτής, ενώ μέσω τρίτων προσώπων είχε τον έλεγχο επιπλέον ποσοστού, ελέγχοντας επί της ουσίας τις δραστηριότητες της εταιρείας και αποτελώντας τη σκιώδη διοίκηση αυτής" (βλ. σελίδα 24 της προσβαλλομένης απόφασης) και συνεπώς στην πραγματικότητα αυτός ήταν ο εκδότης των μετοχών της εταιρείας ... ΑΕ και ήταν υποκείμενο τόσον της χειραγώγησης αγοράς όσον και της παράβασης του άρθρου 10 του Ν. 3340/2005, 3) ο ισχυρισμός του πρώτου αναιρεσείοντος ότι το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 6 § 1 και 10 § 1 του Ν. 3340/2005, δεχόμενη εσφαλμένα ότι οι διαπραγματεύσεις του πρώτου με τον ελβετικό όμιλο αποτελούσαν προνομιακές πληροφορίες, ενώ αυτές είχαν τον χαρακτήρα των απλών και άτυπων συζητήσεων και υποσχέσεων χωρίς νομική δέσμευση και γενόμενες παρατύπως, λόγω της ιδιότητάς του ως απλού μετόχου και μη εξουσιοδοτηθέντος από το ΔΣ της ... ΑΕ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αυτός αποτελούσε την "σκιώδη διοίκηση" της εταιρείας, 4) ο ισχυρισμός του ίδιου ότι για να θεμελιωθεί χειραγώγηση της αγοράς, κατ' άρθρο 7 του Ν. 3340/2005, πρέπει να αναφέρεται η τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου, πλην όμως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία αναφορά σχετικά με την πορεία και τις προοπτικές της τιμής της μετοχής της ... ΑΕ και ως εκ τούτου δεν έχει τελεσθεί τέτοια παράβαση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον τέτοια προϋπόθεση δεν τάσσεται από το νόμο στη διάταξη του άρθρου 7 § 2γ του Ν. 3340/2005, που σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης παρέβησαν οι εναγόμενοι (βλ. αντίθετα διάταξη του άρθρου 7 § 2α του Ν. 3340/2005, σύμφωνα με την οποία "Ως χειραγώγηση της αγοράς νοούνται και (α) συναλλαγές ή εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών, με τις οποίες δίδονται ή είναι πιθανόν ότι θα δοθούν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις για την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή χρηματοπιστωτικού μέσου ή με τις οποίες διαμορφώνεται, από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που ενεργούν από κοινού, η τιμή ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων σε μη κανονικό ή τεχνητό επίπεδο, εκτός εάν το πρόσωπο που κατήρτισε τις συναλλαγές ή το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου καταρτίσθηκαν οι συναλλαγές ή το πρόσωπο που έδωσε τις εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών αποδεικνύει ότι οι συναλλαγές αυτές καταρτίσθηκαν ή ότι έδωσε τις εντολές για τη διενέργεια των συναλλαγών αυτών για θεμιτούς λόγους και ότι οι συναλλαγές ή εντολές είναι σύμφωνες με τις αποδεκτές πρακτικές της σχετικής αγοράς"), 5) ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων ότι το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 του ΑΚ και συγκεκριμένα παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας δια της μη χρησιμοποιήσεώς τους προκειμένου να διαγνώσει τη συνδρομή του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των παραπλανητικών πληροφοριών και της αγοράς των μετοχών και ακολούθως της αγοράς των μετοχών και της ζημίας του ενάγοντος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι οι επικαλούμενες αιτιάσεις, στο σύνολό τους, αναφέρονται όχι στην ερμηνεία κανόνων δικαίου ή στην υπαγωγή σ' αυτούς των πραγματικών περιστατικών που έχουν γίνει δεκτά, αλλά σε επιχειρήματα των αναιρεσειόντων συναφή προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, τα οποία όμως δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθρο 561 § 1 του ΚΠολΔ) και 6) ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων ότι το Εφετείο, με αυτά που δέχθηκε, παραβίασε το άρθρο 298 ΑΚ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης (στις σελίδες 32-36) ο ενάγων - αναιρεσίβλητος προέβη από 21.1.2008 και σταδιακά έκτοτε (έως 25.1.2009) σε αγορές μετοχών της ... ΑΕ, από τις διαπραγματευόμενες στο ΧΑΑ, καταβάλλοντας προς το σκοπό αυτό συνολικό ποσό 732.807,41 ευρώ και πιο συγκεκριμένα προέβη στις ακόλουθες αγορές (όπως η χρηματιστηριακή τιμή εκάστης μετοχής αναφέρεται στους πίνακες που περιλαμβάνονται στην απόφαση). Ακολούθως, το Εφετείο για να προσδιορίσει την ζημία του ενάγοντος επενδυτή δέχθηκε ότι "κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής (που αποτελεί τον κρίσιμο χρόνο για τον υπολογισμό της ζημίας) η αξία των ως άνω μετοχών ήταν μηδενική καθόσον αυτές ήδη από το έτος 2010 είχαν τεθεί υπό οριστική αναστολή διαπραγμάτευσης". Συνακόλουθα, ορθά η προσβαλλομένη απόφαση, κατ' εφαρμογή της θεωρίας της "διαφοράς" [σύγκριση υποθετικής με υπάρχουσα πραγματική κατάσταση] (ΑΠ 16/2024) έκρινε ότι η αποκαταστατέα ζημία του ενάγοντος συνδέεται αιτιωδώς με την προπεριγραφείσα παράνομη συμπεριφορά και συνίσταται στο χρηματικό ποσό που ο ενάγων κατέβαλε για την εν λόγω επένδυση, αποκαθίσταται δε αυτή αποζημιωτικά, ταυτιζόμενης απολύτως της επένδυσης του ενάγοντος σε μετοχές της ... ΑΕ με την ισόποση ζημία του (βλ. και την υπό στοιχεία ΙΙΙΑ νομική σκέψη της παρούσας), χωρίς να αποτελεί αντικείμενο έρευνας η διαφορά μεταξύ του συνολικά διατεθέντος ποσού για την αγορά των μετοχών και του τυχόν ποσού που θα εισέπραττε αυτός εάν πωλούσε τις μετοχές, καθόσον αφενός μεν ο ενάγων ουδέποτε προέβη στην πώληση των μετοχών αφετέρου δε, όπως δέχθηκε η απόφαση, οι αναιρεσείοντες υποχρεώθηκαν, με την προσβαλλόμενη απόφαση, να καταβάλουν στον αναιρεσίβλητο το ποσόν των 853.568,42 ευρώ, υπό τον όρο της ταυτόχρονης παράδοσης στους αναιρεσείοντες των κατεχομένων από τον αναιρεσίβλητο μετοχών της εταιρείας ... ΑΕ. Επομένως, ο πρώτος λόγος του πρώτου δικογράφου των προσθέτων λόγων αναίρεσης και ο συναφής τρίτος λόγος του δεύτερου δικογράφου των προσθέτων λόγων αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, με τις επιμέρους αιτιάσεις, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους. Δ. Έτι περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 § 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο συγκεκριμένος λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνος δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 § 1 του ΚΠολΔ, εκτός εάν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμά του και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, συνεπώς, δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαίτερα και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος (ΟλΑΠ 2/2022, ΟλΑΠ 2/2019, ΑΠ 2/2024). Για να είναι δε ορισμένος ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναίρεσης, πλην της αναφοράς στη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, και μάλιστα ενάριθμα, α) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ή η αναφορά, ότι αυτή δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, β) ο ισχυρισμός και τα περιστατικά, οι οποίοι προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό, εφόσον αυτή δεν είναι αυτονόητη, γ) η εξειδίκευση της πλημμέλειας του δικαστηρίου της ουσίας, αν πρόκειται, δηλαδή για παντελή έλλειψη αιτιολογίας ή ποιές είναι οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 182/2021, ΑΠ 550/2017). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις της ευθείας ή εκ πλαγίου παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου, δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατ' επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει ν' αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, αφού διαφορετικά δεν είναι δυνατή, με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου, η στοιχειοθέτηση του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης(ΟλΑΠ 28/1998, ΑΠ 5/2024, ΑΠ 721/2022, ΑΠ 1170/2021, ΑΠ 319/2017, ΑΠ915/2013).
Με τον δεύτερο λόγο του πρώτου δικογράφου των προσθέτων λόγων αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, ήτοι της προσάπτουν την πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, διότι δέχεται αντιφατικά πράγματα. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη διέλαβε επί λέξει τα εξής: "Στην προκειμένη όμως περίπτωση κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ο ενάγων επεδίωξε την προστασία του με την ιδιότητά του ως επενδυτής και όχι ως μέτοχος της εταιρείας ... ΑΕ, το δε ατομικό του συμφέρον από την χειραγώγηση των μετοχών της άνω εταιρείας από τους εναγομένους με τη μομφή της διάδοσης ψευδών και παραπλανητικών πληροφοριών για τα ως άνω χρηματοπιστωτικά μέσα της εκδότριας εταιρείας, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, κατοχυρώνεται πλήρως από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του ν. 3340/2005 σε συνδυασμό με το άρθρο 914, αλλά και το άρθρο 919 ΑΚ και γεννά ατομικό δικαίωμα αποζημίωσης για τη ζημία που αυτός υπέστη από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά τους. Η επακολουθήσασα δε, εξαιτίας των προαναφερθεισών χειραγωγικών ενεργειών των εναγομένων...Όμως οι πιο πάνω ανακοινώσεις ήταν αναληθείς και ελλιπείς κατά περιεχόμενο διαμορφωμένες ώστε να προκαλέσουν παραπλάνηση του επενδυτικού κοινού, διατηρώντας σταθερή τη χρηματιστηριακή αξία της τιμής της μετοχής ... ΑΕ". Κατά τους αναιρεσείοντες, με τις ως άνω παραδοχές η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται αντιφατικά πράγματα και συγκεκριμένα δέχεται αντιφατικά ότι η ζημία του ήδη αναιρεσίβλητου δεν προήλθε από την πτώση της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής της εταιρείας, αλλά από τη συμπεριφορά των ιδίων, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να διατηρηθεί η χρηματιστηριακή αξία και να μην πέσει. Με το περιεχόμενο αυτό, η επικαλούμενη από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια δεν συνιστά ορισμένο και κατά συνέπεια παραδεκτό λόγο αναίρεσης, διότι δεν περιέχεται στο δικόγραφο της αναίρεσης ποια διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου ή ευθέως, ποιο είναι το αποδιδόμενο, κατά τους αναιρεσείοντες, στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ούτε εξειδικεύονται οι επί πλέον αιτιολογίες που έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί και ως αβάσιμος, καθόσον αφενός μεν οι αναιρεσείοντες επιλέγουν αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης για να θεμελιώσουν τον αναιρετικό λόγο και όχι το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά αφετέρου δε το Εφετείο για να στηρίξει το διατακτικό του, όπως προκύπτει από όλο το περιεχόμενο της απόφασης και ιδιαίτερα από το σύνολο των λοιπών σαφών και επαναλαμβανόμενων παραδοχών ανενδοιάστως δέχθηκε ότι με τις ελλιπείς, ψευδείς και παραπλανητικές ανακοινώσεις οι εναγόμενοι διατηρούσαν υψηλή τη χρηματιστηριακή αξία των μετοχών, ώστε οι επενδυτές να παραπλανηθούν και να προβαίνουν σε αγορά μετοχών, η τιμή των οποίων ήταν πλασματική και δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική της αξία, η οποία ήταν μηδενική. Ε. Επειδή, στο άρθρο 6 § 1 του Ν. 3340/2005 (Α' 112) "Για την προστασία της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και πράξεις χειραγώγησης της αγοράς", με τον οποίον προσαρμόστηκε η ελληνική νομοθεσία προς οδηγίες 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Ιανουαρίου 2003, 2003/124/ΕΚ της Επιτροπής, 2003/125/ΕΚ της Επιτροπής και 2004/72/ΕΚ της Επιτροπής, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, και πριν την κατάργηση των άρθρων 1 έως 19 και 20 έως 31Α του ως άνω νόμου με το άρθρο 42 του Ν. 4443/2016 (Α' 232) ορίζονταν ότι: "Μια πληροφορία θεωρείται "προνομιακή" εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) είναι συγκεκριμένη, δηλαδή: (αα) αφορά κατάσταση που υφίσταται ή που ευλόγως μπορεί να αναμένεται ότι θα υπάρξει ή γεγονός που έλαβε χώρα ή που ευλόγως μπορεί να αναμένεται ότι θα λάβει χώρα, και ββ) επιτρέπει τη συναγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την πιθανή επίπτωση αυτής της κατάστασης ή του γεγονότος στις τιμές χρηματοπιστωτικών μέσων ή των συνδεδεμένων με αυτά παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, (β) δεν έχει δημοσιοποιηθεί, (γ) αφορά, άμεσα ή έμμεσα, έναν ή περισσότερους εκδότες ή ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, (δ) η δημοσιοποίησή της θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά την τιμή των χρηματοπιστωτικών μέσων που αφορά ή την τιμή των συνδεδεμένων με αυτά παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, δηλαδή πρόκειται για πληροφορία που ένας συνετός επενδυτής θα αξιολογούσε, μεταξύ άλλων, ως ουσιώδη κατά τη λήψη των επενδυτικών του αποφάσεων". Περαιτέρω, στο άρθρο 10 § 1 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι: "1. Οι εκδότες υποχρεούνται να δημοσιοποιούν χωρίς υπαίτια βραδύτητα τις προνομιακές πληροφορίες που τους αφορούν άμεσα", ενώ με το άρθρο 2 της 3/347/12.7.2005 απόφασης του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς "Υποχρεώσεις των εκδοτών για τη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών" (Β' 983/13.07.2005), σχετικά με την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις οδηγίες 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, 2003/124/ΕΚ της Επιτροπής και 2004/72/ΕΚ της Επιτροπής, ορίζεται ότι: "1. Οι εκδότες εκπληρώνουν την υποχρέωση δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 3340/2005 εφόσον, κατά τη δημιουργία μιας κατάστασης ή την επέλευση ενός γεγονότος, ενημέρωσαν χωρίς υπαίτια βραδύτητα το επενδυτικό κοινό, χωρίς να αναμείνουν την οριστικοποίηση αυτής της κατάστασης ή αυτού του γεγονότος. 2. Ως γεγονότα ή καταστάσεις τα οποία μπορούν να εκληφθούν ότι συνιστούν προνομιακές πληροφορίες, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3340/2005, θεωρούνται ενδεικτικώς και τα ακόλουθα: (α) ..., (β) σύναψη ή λύση σημαντικών συνεργασιών ή επιχειρηματικών συμμαχιών στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, ..., (γ) ... 3. Η δημοσιοποίηση των προνομιακών πληροφοριών πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον εκείνα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την ορθή, επαρκή και σαφή πληροφόρηση του επενδυτικού κοινού και να μην περιέχει στοιχεία που επιδέχονται διττής ή ασαφούς ερμηνείας. Ειδικότερα, κατά τη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών που αναφέρονται στα στοιχεία (β) και (δ) της παραγράφου 2, η σχετική ανακοίνωση περιλαμβάνει τους βασικούς όρους της συνεργασίας, συμμαχίας ή άλλης εταιρικής μεταβολής. 4. Κάθε σημαντική μεταβολή ή εξέλιξη που αφορά ήδη δημοσιοποιηθείσες προνομιακές πληροφορίες δημοσιοποιείται άμεσα μετά την επέλευση αυτής της μεταβολής ή εξέλιξης, με τρόπο ίδιο με εκείνο που χρησιμοποιήθηκε για την αρχική δημοσιοποίηση των πληροφοριών". Επίσης, με το άρθρο 3 της ως άνω απόφασης ορίζεται ότι: "1. Η δημοσιοποίηση των προνομιακών πληροφοριών γίνεται στην ελληνική γλώσσα και καταχωρείται: (α) στο διαδικτυακό τόπο της οργανωμένης αγοράς αμέσως, και (β) στο Ημερήσιο Δελτίο Τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών ή προκειμένου περί άλλης οργανωμένης αγοράς στο επίσημο δελτίο της, και (γ) στην ιστοσελίδα που διατηρεί ο εκδότης στο διαδίκτυο...". Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα: Ο νόμος 3340/2005 και επακόλουθα η απόφαση 3/347/2005 ΕΚ συνδέει το αντικείμενο των επιβαλλόμενων δημοσιοποιήσεων με τις πληροφορίες εκείνες, η κατάχρηση των οποίων από γνώστες αυτών ή πρόσωπα σχετιζόμενα με τον εκδότη, θα συνιστούσε παράβαση της απαγόρευσης των άρθρων 3 και 4 του Ν. 3340/2005, θα συνιστούσε, δηλαδή κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών. Έτσι το άρθρο 10 του Ν. 3340/2005 επιβάλλει τη δημοσιοποίηση των προνομιακών πληροφοριών που αφορούν άμεσα στο συγκεκριμένο εκδότη. Η απόφαση 3/347/ΕΚ περιλαμβάνει μία απαρίθμηση των πληροφοριών εκείνων που πρέπει να δημοσιοποιούνται άμεσα από τον εκδότη, ωστόσο η εν λόγω απαρίθμηση είναι ενδεικτική καθώς και τη διαδικασία δημοσιοποίησης των πληροφοριών. Σε κάθε πάντως περίπτωση απαραίτητη προϋπόθεση των πληροφοριών που πρέπει να δημοσιεύονται είναι ότι πρέπει να πληρούν τα χαρακτηριστικά εκείνα που με βάση το άρθρο 6 του Ν. 3340/2005 πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά ώστε να χαρακτηρισθούν οι εν λόγω πληροφορίες ως προνομιακές. Έτσι, οι δημοσιοποιούμενες πληροφορίες πρέπει να είναι συγκεκριμένες και να μην έχουν δημοσιοποιηθεί. Εάν οι εν λόγω πληροφορίες έχουν με οποιονδήποτε τρόπο δημοσιευθεί παύουν πλέον να είναι προνομιακές, καθώς η αγορά έχει ήδη λάβει γνώση και είναι σε θέση να απορροφήσει τις εν λόγω πληροφορίες μέσω της διακύμανσης της χρηματιστηριακής αξίας του εκδότη. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι αν η δημοσιευμένη με άλλο τρόπο πληροφορία προέρχεται από την σφαίρα επιρροής του εκδότη και δεν έχει δημοσιευθεί μέσω του επιβαλλόμενου από την απόφαση 3/347/2005 ΕΚ τρόπο ή αν πρόκειται για ανεπιβεβαίωτη πληροφορία - διαρροή, τότε ο εκδότης πρέπει να προβεί σε άμεση επιβεβαίωση ή, σε περίπτωση εσφαλμένης πληροφορίας, διάψευσή της. Επίσης, η υποχρέωση του εκδότη επεκτείνεται στη δημοσιοποίηση κάθε σημαντικής μεταβολής ή εξέλιξης που αφορά ήδη δημοσιοποιηθείσες προνομιακές πληροφορίες. Ειδικότερα, δε, στην περίπτωση της μεταβολής μιας δημοσιευμένης πληροφορίας, ο εκδότης δεν παραβιάζει, σε περίπτωση μη δημοσίευσης της εν λόγω μεταβολής, μόνο την υποχρέωση δημοσιοποίησης που του επιβάλλεται από το άρθρο 10 του Ν. 3340/2005 και την ΕΚ 3/347/2005 απόφαση, αλλά υπάρχει ο κίνδυνος η συμπεριφορά του να πληροί και τις προϋποθέσεις εκείνες που ο νόμος προβλέπει για τον χαρακτηρισμό μιας συμπεριφοράς ως κατάχρησης αγοράς, όπως προαναφέρθηκε. Και αυτό γιατί ο εκδότης βάσει του άρθρου 2 § 4 της απόφασης ΕΚ 3/347/2005 έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να δημοσιεύσει άμεσα οποιαδήποτε μεταβολή της δημοσιευμένης πληροφορίας, η παράλειψη δε δημοσίευσης είναι πιθανό να δώσει παραπλανητικές ή ψευδείς ενδείξεις για τα χρηματοπιστωτικά μέσα του εκδότη, τη στιγμή δε που ο εκδότης γνωρίζει ότι η δημοσιευμένη πληροφορία είναι πλέον παραπλανητική λόγω της μεταβολής των συνθηκών (βλ. και άρθρο 7 § 2γ του Ν. 3340/2005, ΣτΕ 1528/2020) γ) να αφορούν άμεσα τον εκδότη ή ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά του μέσα και δ) η δημοσιοποίησή τους θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά την τιμή της μετοχής του εκδότη ή οποιωνδήποτε άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων του εκδότη ή συνδεδεμένων με αυτά παραγώγων. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο του δεύτερου δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο δεχόμενο ότι "...Τα γεγονότα αυτά, ότι είχε αποφασισθεί η έως το έτος 2009 μεταβίβαση κάθε μέσου υπαίθριας διαφήμισης προς την εταιρεία...και η αποξένωση της ... ΑΕ και της ... από κάθε άμεση σχετική δραστηριότητά τους, αν και δεν είχαν καταστεί γνωστά στο ελληνικό επενδυτικό κοινό, είχαν δημοσιευτεί και στον αλλοδαπό τύπο (βλ. σχετικό το από 17.2.2007 δημοσίευμα του REUTERS που προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση) στον οποίο όπως είναι πρόδηλο η πρόσβαση από τον ενάγοντα και εν γένει από το επενδυτικό κοινό δεν είναι ευχερής", εσφαλμένα ερμήνευσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 3 § 1, 6 § 1 και 29 § 1 του Ν. 3340/2005, αφού δέχθηκε ότι για να είναι ευρέως γνωστή μία πληροφορία, ώστε να μην χαρακτηρίζεται ως προνομιακή, θα έπρεπε μόνο να έχει δημοσιοποιηθεί ή στο ημερήσιο δελτίο χρηματιστηρίου ή στο διαδίκτυο με τις πληροφορίες. Ωστόσο, η διάταξη του άρθρου 6 § 1 του ως άνω νόμου δεν αναφέρει τα στοιχεία αυτά ως αποκλειστικά μέσα δημοσιοποίησης, προκειμένου να μην χαρακτηρίζεται ως προνομιακή, αλλά απλώς επιβάλλει να μην έχει δημοσιοποιηθεί. Η δημοσιοποίηση όμως δεν σημαίνει αναγκαστικά ανακοίνωση της πληροφορίας με τον τρόπο που δέχθηκε το δικαστήριο, κατ' αποκλεισμό κάθε άλλου μέσου και τρόπου και μάλιστα όταν πρόκειται για δημοσίευση σε μέσο (REUTERS) στο οποίο έχουν πρόσβαση δισεκατομμύρια άνθρωποι. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και τούτο διότι ως προς το ζήτημα της δημοσιοποίησης των πληροφοριών που σχετίζονταν με την μεταβίβαση του αντικειμένου της υπαίθριας διαφήμισης από την ... ΑΕ στον ελβετικό όμιλο και την αποξένωσή της από κάθε σχετική δραστηριότητά της, οι οποίες (πληροφορίες) στην συνέχεια κρίθηκαν ως προνομιακές, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν δέχθηκε μόνον όσα επιλεκτικά, ως προς τις παραδοχές της, ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το ζήτημα αυτό, δέχθηκε κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της, και τα ακόλουθα: "Οι πληροφορίες που ενυπάρχουν στις ανωτέρω ανακοινώσεις θεωρούνται προνομιακές, κατά την έννοια του άρθρου 6 του Ν. 3340/05, καθώς σχετίζονται με ζητήματα σύναψης σημαντικής συνεργασίας με όμιλο του εξωτερικού (βλ. περ. β' της υπ' αριθμ. 3/347/ΕΚ απόφασης), αφορούν άμεσα την εκδότρια των μετοχών εταιρία ... Α.Ε. και η δημοσιοποίησή τους θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά την τιμή των μετοχών της, υπό την έννοια ότι πρόκειται για πληροφορίες που ένας συνετός επενδυτής δυνητικά θα αξιολογούσε, μεταξύ άλλων, ως ουσιώδεις κατά τη λήψη των επενδυτικών του αποφάσεων. Επομένως, η φύση των πληροφοριών αυτών απαιτεί την άμεση δημοσιοποίησή τους από τον εκδότη, καθώς η άμεση διάχυσή τους στην αγορά βελτιώνει την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας της. Οι πληροφορίες αυτές θα έπρεπε να δημοσιοποιηθούν από την εκδότρια εταιρία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 3556/07 (όπως εξειδικεύεται στο άρθρο 11 της Απόφασης 1/434/2007 της ΕΚ), ήτοι είτε σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα ενημέρωσης, είτε στον διαδικτυακό τόπο της εκδότριας, είτε μέσω του Δελτίου του Χ.Α.Α. Ειδικότερα, κατά τη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών που σχετίζονται με περιπτώσεις σύναψης σημαντικών συνεργασιών ή επιχειρηματικών συμμαχιών, όπως εν προκειμένω, η σχετική ανακοίνωση θα έπρεπε να περιλαμβάνει τους βασικούς όρους της εν λόγω συνεργασίας ή συμμαχίας. Θα μπορούσε βέβαια να υποστηριχθεί ότι μετά το από 17/2/2007 δημοσίευμα του πρακτορείου Reuters, το οποίο πρώτο έφερε στο φως την από 27/5/2006 βασική συμφωνία πώλησης στην ελβετική εταιρία ... S.A. των περιουσιακών στοιχείων που διατηρούσε η ... Α.Ε. στο χώρο της υπαίθριας διαφήμισης, καθώς επίσης και μετά τη δημοσίευση στον αλλοδαπό ηλεκτρονικό τύπο και στις οικονομικές καταστάσεις του ομίλου ... S.A. των συμφωνιών του έτους 2008, οι πληροφορίες αυτές έχουν παύσει πλέον να είναι προνομιακές, καθώς η αγορά έχει ήδη λάβει γνώση και είναι σε θέση να απορροφήσει τις εν λόγω πληροφορίες μέσω της διακύμανσης της χρηματιστηριακής αξίας του εκδότη. Όμως, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 της ΕΚ/3/347/2005 απόφασης, η ανεπίσημη διαρροή τέτοιων πληροφοριών ή η μη δημοσίευσή τους κατά τον επιβαλλόμενο από την ανωτέρω απόφαση τρόπο, επιβάλλουν στον εκδότη να προβεί στην άμεση επιβεβαίωση ή, σε περίπτωση εσφαλμένης πληροφορίας, στην διάψευσή της. Τις ανωτέρω προνομιακές πληροφορίες όφειλαν οι εναγόμενοι να δημοσιοποιήσουν στο επενδυτικό κοινό, χωρίς υπαίτια βραδύτητα, χωρίς μάλιστα να δύνανται να αναμείνουν την οριστικοποίηση των γεγονότων αυτών (βλ. το άρθρο 2 της απόφασης ΕΚ3/347.2005)". Δέχθηκε, δηλαδή, το Εφετείο ότι α) οι πληροφορίες που δεν δημοσιοποίησαν οι εναγόμενοι ήταν προνομιακές καθόσον συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 6 § 1 του Ν. 3340/2005, β) ότι οι προνομιακές αυτές πληροφορίες έπρεπε να δημοσιοποιηθούν από την εκδότρια εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του Ν. 3556/2007, ήτοι είτε σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα ενημέρωσης είτε στον διαδικτυακό τόπο της εκδότριας είτε μέσω του Δελτίου του Χ.Α.Α. και γ) έκρινε ότι το δημοσίευμα του πρακτορείου REUTERS αναφορικά με την από 17.5.2006 βασική συμφωνία πώλησης στην ελβετική εταιρεία ... S.A. των περιουσιακών στοιχείων που διατηρούσε η ... ΑΕ καθώς επίσης και η δημοσίευση στον αλλοδαπό ηλεκτρονικό τύπο και στις οικονομικές καταστάσεις του ομίλου ... S.A. των συμφωνιών του έτους 2008, αποτελούσαν ανεπίσημες διαρροές τέτοιων πληροφοριών και μη δημοσίευσή τους κατά τον επιβαλλόμενο τρόπο σύμφωνα με την απόφαση της ΕΚ 3/345/2005 και ως εκ τούτου σε κάθε περίπτωση όφειλε η εκδότρια εταιρεία να προβεί στην άμεση επιβεβαίωση ή σε περίπτωση εσφαλμένης πληροφόρησης, στην άμεση διάψευσή τους. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 3 § 1, 6 § 1 του Ν. 3340/2005, αφού, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, όταν πρόκειται για ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες - διαρροές, οι οποίες μάλιστα δεν έχουν δημοσιευθεί με τον επιβαλλόμενο από την απόφαση της ΕΚ 3/345/2005 τρόπο, τότε ο εκδότης πρέπει να προβεί σε άμεση επιβεβαίωση ή, σε περίπτωση εσφαλμένης πληροφορίας, διάψευσή της, γεγονός που δεν έπραξαν οι εναγόμενοι. IV. Επιπροσθέτως με τον τρίτο λόγο του δεύτερου δικογράφου των προσθέτων λόγων αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και συγκεκριμένα ότι δεν έχει νόμιμη βάση καθόσον περιέχει ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες σε ζητήματα κρίσιμα για την έκβαση της δίκης, ώστε καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Οι αιτιάσεις όμως που αναφέρονται στον λόγο αυτό, κατά τις οποίες: 1) Ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι ο ενάγων οδηγήθηκε στην αγορά των μετοχών της ... ΑΕ λαμβάνοντας υπόψη πλέον των ανωτέρω και την Έκθεση Διαχείρισης του ΔΣ της ... ΑΕ, που εμπεριέχεται στις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις της χρονικής περιόδου 1-1-2007 έως 31-12-2007 καθώς και την από ίδια έκθεση για τη χρήση της περιόδου από 1-1-2008 έως 31-12-2008, δεν προσδιορίζει την ημερομηνία σύνταξης των εν λόγω εκθέσεων ώστε να διαπιστωθεί αν αυτές προηγήθηκαν της αγοράς των πρώτων ένδικων μετοχών ή είναι μεταγενέστερες αυτής, οπότε και δεν θα μπορούσαν να συνδεθούν με την εν λόγω αγορά, 2) ενώ δέχεται ότι όλες οι προγενέστερες ανακοινώσεις της ... ΑΕ ήταν αναληθείς και ελλιπείς, κατά περιεχόμενο, διαμορφωμένες ούτως ώστε να προκαλέσουν παραπλάνηση του επενδυτικού κοινού, διατηρώντας σταθερή τη χρηματιστηριακή αξία της τιμής της μετοχής της, δεν προσδιορίζει σε ποιες τιμές διαπραγματευόταν η μετοχή της εν λόγω εταιρείας πριν από τις ανακοινώσεις αυτές και μετά από αυτές, ώστε να διαπιστωθεί αν πράγματι σταθεροποιήθηκε η τιμή της μετοχής και επιτεύχθηκε ο σκοπός στον οποίο απέβλεπαν οι (δήθεν) ψευδείς και ελλιπείς ανακοινώσεις, ήτοι η χειραγώγηση της αγοράς, όπως έκρινε το Εφετείο, 3) ενώ δέχεται ότι η δεύτερη αναιρεσείουσα ορίσθηκε από 5-4-2006 Πρόεδρος, Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας ... ΑΕ, ακολούθως δέχεται αντιφατικά ότι ο πρώτος ως εκπρόσωπος της εν λόγω εταιρείας κατάρτισε μετά της ..., ως εκπροσώπου της εταιρείας ... την από 27-5-2006 έγγραφη συμφωνία με την οποία συμφωνήθηκε ότι θα πωλούσε στην αλλοδαπή ως άνω εταιρεία όλα τα πάγια και τις μισθώσεις στην υπαίθρια διαφήμιση στην Ελλάδα, αντί ποσού 56,5 εκατομμυρίων ευρώ. Επιπλέον δε αιτιώνται οι αναιρεσείοντες ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει ότι ο πρώτος αναιρεσείων είχε νομότυπη εξουσιοδότηση - πληρεξουσιότητα από το Δ.Σ. της ... ΑΕ, ώστε να δεσμεύει με τις ενέργειές του την εταιρεία αυτή, δ) ενώ αυτή δέχεται ότι η ... ΑΕ αν και προέβαλε τη σχεδιαζόμενη επέκτασή της σε αγορές της Βαλκανικής και τη συνέχιση της δραστηριοποίησής της στην υπαίθρια διαφήμιση με διείσδυσή της μάλιστα και σε υποστηρικτικές δραστηριότητες, γεγονός που αναφέρεται και στις οικονομικές καταστάσεις της, ουδέποτε δημοσιοποίησε ότι η προοπτική αυτή είχε στην πραγματικότητα εγκαταλειφθεί, δεν προσδιορίζεται ο χρόνος και ο λόγος που εγκαταλείφθηκε ούτε αν αναμενόταν ευλόγως να λάβει χώρα το γεγονός αυτό, ώστε να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως προνομιακή πληροφορία κατά το άρθρο 6 περ. α' Ν. 3340/2005, που είχε υποχρέωση η ... ΑΕ να δημοσιοποιήσει, ε) ενώ κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης η μετοχή της εταιρείας ... ΑΕ, όταν ο ενάγων άρχισε να αγοράζει τις εν λόγω κινητές αξίες, ήτοι τον Ιανουάριο 2008, δεν είχε πραγματική αξία, δεν προσδιορίζεται αφενός μεν η πραγματική αξία της περιουσίας της ... ΑΕ κατά τον κρίσιμο χρόνο, από τη διαίρεση της οποίας και μόνο με το συνολικό αριθμό των μετοχών, στη δεδομένη στιγμή θα προέκυπτε η πραγματική αξία της μετοχής, αφετέρου δε η οικονομική κατάσταση (θέση) της εν λόγω εταιρείας κατά το έτος 2008 και 2009 καθώς και ο κύκλος εργασιών, η πηγή των εσόδων της αλλά και οι προοπτικές της, στοιχεία από τα οποία κρίνεται η χρηματιστηριακή αξία της μετοχής. Υποστηρίζουν δε οι αναιρεσείοντες ότι δεν διευκρινίζεται αν ο ελβετικός όμιλος με τον οποίο καταρτίστηκαν οι ως άνω συμφωνίες, δραστηριοποιήθηκε στον τομέα της υπαίθριας διαφήμισης στην Ελλάδα και σε ποια έκταση καθώς και αν καταρτίστηκαν ή όχι οι συμφωνηθείσες συμβάσεις αποκλειστικής συνεργασίας της ... ΑΕ με τον εν λόγω όμιλο, για υποστηρικτικές υπηρεσίες στην υπαίθρια διαφήμιση και αν όχι ο λόγος που δεν καταρτίστηκαν και γενικά δεν αναφέρεται αν λειτούργησε η ως άνω συνεργασία της ... ΑΕ με τον ελβετικό όμιλο, καθόσον τα γεγονότα αυτά είναι κρίσιμα, αφού από το γεγονός της επιτυχίας της επένδυσης του ελβετικού ομίλου στην Ελλάδα και στον τομέα της υπαίθριας διαφήμισης, θα κριθεί αν η κατάρρευση της αξίας ένδικης μετοχής οφείλεται στην αποξένωση της ... ΑΕ από το αντικείμενο της υπαίθριας διαφήμισης και την παραχώρηση αυτού στον ως άνω όμιλο, στ) επίσης κατά τις αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, έπρεπε στην προσβαλλόμενη να προσδιορίζεται ο χρόνος που ο ενάγων πληροφορήθηκε το αληθές περιεχόμενο των προνομιακών πληροφοριών που κατείχε η διοίκηση της ... ΑΕ, από τον οποίο και εξαρτάται και η συνδρομή του αιτιώδους συνδέσμου, αφού μετά την πληροφόρηση αυτή, η εμμονή του ενάγοντος να συνεχίσει την αγορά μετοχών της ... ΑΕ και η εντεύθεν ζημία του δεν συνδέεται αιτιωδώς με τις ανακριβείς και ελλιπείς ανακοινώσεις, ενώ το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την προκύπτουσα από τις παραδοχές, μη ρευστοποίηση μετοχών από αυτόν καθ' όλο το ως άνω χρονικό διάστημα των 22 μηνών κατά το οποίο προέβαινε συνεχώς σε αγορές μετοχών, είναι κρίσιμο ως στοιχείο για τη συνδρομή ή μη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της αγοράς των μετοχών από τον ενάγοντα και των ελλιπών ή ανακριβών ανακοινώσεων γενικώς, καθόσον από τη συμπεριφορά (αντίδραση) του ενάγοντος μετά τη γνώση των αληθών πληροφοριών, θα προκύψει και η επίδραση των ανακριβών πληροφοριών στην απόφασή του να προβεί στις αγορές των μετοχών εξ αρχής και εντεύθεν θα κριθεί η ύπαρξη ή μη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των ανακριβών πληροφοριών και της αγοράς των μετοχών, ζ) ενώ δέχεται ότι ο πρώτος αναιρεσείων εκτός από το 37,66% του μετοχικού κεφαλαίου, που κατείχε στην ... ΑΕ ελέγχει μέσω τρίτων προσώπων επιπλέον ποσοστό, εμφανίζοντάς τον ότι επηρέαζε και τις αποφάσεις της εν λόγω εταιρείας, δεν αναφέρει τα πρόσωπα ούτε το επιπλέον ποσοστό που δήθεν ήλεγχε ώστε να κριθεί αν είχε ή όχι αποφασιστική επιρροή στις αποφάσεις της Γενικής Συνελεύσεως της Εταιρείας, η) ενώ δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο πρώτος αναιρεσείων τουλάχιστον από το Μάϊο του 2006, βρισκόταν σε επαφές και διαπραγματεύσεις με την εταιρεία ... και μάλιστα ότι διαπραγματευόταν όχι μόνο για λογαριασμό του αλλά και για λογαριασμό της εταιρείας ... ΑΕ και των θυγατρικών αυτής (τις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, ολοκληρωτικά ήλεγχε), και ότι μάλιστα, συμβαλλόμενος ο ίδιος ως εκπρόσωπος της εταιρείας ... ΑΕ κατήρτισε μετά της ..., ως εκπροσώπου της εταιρείας ..., την από 27-5-2006 έγγραφη συμφωνία με την οποία συμφωνήθηκε ότι θα πωλούσε στην αλλοδαπή ως άνω εταιρεία όλα τα πάγια και τις μισθώσεις στην υπαίθρια διαφήμιση στην Ελλάδα, αντί ποσού 56,5 εκατομμυρίων ευρώ, και ότι τα συμβαλλόμενα μέρη προς το σκοπό αυτό θα κατάρτιζαν νέα εταιρεία (...) στις 15-8-2006, δεν διευκρινίζει με ποιο τρόπο αυτός ήλεγχε τις θυγατρικές εταιρείες της ... ΑΕ, γιατί θεωρεί μια τέτοια συμφωνία έγκυρη για την ... ΑΕ και την ανήγαγε ως προνομιακή πληροφορία που παρανόμως δεν γνωστοποιήθηκε στο επενδυτικό κοινό, μολονότι αυτή δεν φέρεται ότι καταρτίστηκε νομίμως, αφού ο πρώτος αναιρεσείων ήταν απλός μέτοχος της εν λόγω εταιρείας και όχι εκπρόσωπος αυτής και επιπλέον δεν αναφέρει αν ιδρύθηκε πράγματι η "νέα εταιρεία ..." στις 15-8-2006 και αν όχι γιατί δεν ιδρύθηκε, θ) Αν και δέχεται η αναιρεσιβαλλόμενη ότι η ... ΑΕ ενώ προέβαλε τη σχεδιαζόμενη επέκτασή της σε αγορές της βαλκανικής, τη συνέχιση της δραστηριοποίησής της στην υπαίθρια διαφήμιση, με διείσδυση μάλιστα σε συναφείς υποστηρικτικές δραστηριότητες, γεγονός που προέβαλε και στις οικονομικές της καταστάσεις, ουδέποτε δημοσιοποίησε ότι η προοπτική αυτή είχε στην πραγματικότητα εγκαταλειφθεί καθώς και ότι ούτε και στην ίδια έκθεση του επομένου έτους η δεύτερη εναγομένη ανακοίνωσε την ουσιαστική αποχώρηση της εταιρείας ... ΑΕ από την αγορά της υπαίθριας διαφήμισης, αντίθετα μάλιστα, την επελθούσα μείωση του κύκλου εργασιών της κατά το έτος 2008 προσπάθησε να την αποδώσει στο ψευδές γεγονός ότι η συνεργασία της με την ελβετική εταιρεία ... S.A βρισκόταν ακόμη στο στάδιο του σχεδιασμού, δεν διευκρινίζει, από ποια γεγονότα προκύπτει η εγκατάλειψη του σχεδίου επέκτασης σε αγορές της Βαλκανικής και ότι ήταν ψευδές το γεγονός ότι η συνεργασία της ... ΑΕ με την ελβετική εταιρεία βρισκόταν στο στάδιο του σχεδιασμού, αφού δεν αναφέρει ότι πράγματι η συμφωνία αυτή που περιελάμβανε, κατά τις παραδοχές, την υπογραφή συμβάσεων για υποστηρικτικές δραστηριότητες ύψους τουλάχιστον 15.000.000 ευρώ ετησίως υλοποιήθηκε, αν δηλαδή περιλαμβάνεται στις ετήσιες οικονομικές εκθέσεις της ... ΑΕ η κατάρτιση τέτοιας σύμβασης ή έστω αν αναφέρεται αυτή στις οικονομικές καταστάσεις της Ελβετικής Εταιρείας και ακόμη, αν υλοποιήθηκε η συμφωνία, που αναφέρεται στις παραδοχές, να ιδρύσουν οι συμβαλλόμενοι νέα εταιρεία με συμμετοχή της ... ΑΕ σ αυτήν κατά ποσοστό 25%, καθώς, επίσης και ποια ήταν η αιτία της μείωσης του κύκλου εργασιών της ... ΑΕ, αν η μείωση αυτή υπήρξε μόνο στο έτος 2008 ή και το 2007 και το 2009 και που αποδίδεται η μείωση αυτή από τη διοίκηση της εταιρείας στις αντίστοιχες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις. Οι παραπάνω αιτιάσεις των αναιρεσειόντων υπό στοιχεία α-η είναι στο σύνολό τους απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσής τους στις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και πλήττεται έτσι η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας με επαναξιολόγηση, με διαφορετική προσέγγιση, των αποδείξεων αυτών από αυτούς (άρθρο 561 § 1 ΚΠολΔ). Όπως δε αναφέρθηκε στην υπό στοιχεία ΙΙΙΔ νομική σκέψη της παρούσας, ο ΑΠ δεν ερευνά γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε ένα περιστατικό και τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, συνεπώς, δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαίτερα και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος (ΑΠ 472/2023).
V.Α. Με τον τέταρτο λόγο του δεύτερου δικογράφου των λόγων αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, επειδή, όπως ισχυρίζονται, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ, και τούτο διότι έπρεπε να υπολογίσει το διαφυγόν κέρδος τμηματικά με βάση τον χρόνο πραγματοποίησης κάθε μίας από τις 116 χρηματιστηριακές πράξεις, αφού η παραπλάνησή του από τις ανακριβείς και ελλιπείς ανακοινώσεις (συνεπώς και το ζημιογόνο γεγονός) συντελείτο κάθε φορά που αγόραζε μετοχές και ζημιωνόταν, κατά τις παραδοχές, το αντίστοιχο ποσό που κατέβαλε για την συγκεκριμένη αγορά. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, και τούτο διότι, σύμφωνα με τις αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, "...η αξία των ως άνω μετοχών που αγόρασε ο ενάγων ήταν μηδενική, καθόσον αυτές ήδη από το έτος 2010, είχαν τεθεί υπό οριστική αναστολή διαπραγμάτευσης...", γεγονός που ούτε οι αναιρεσείοντες αρνούνται και συνεπώς δεν υπήρχε ζήτημα έρευνας της ζημίας του ενάγοντος με βάση τον χρόνο πραγματοποίησης κάθε μίας από τις 116 χρηματιστηριακές πράξεις.
Β. Με τον ίδιο ως άνω λόγο, κατά το δεύτερο σκέλος του, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι αυτή στερείται νόμιμης βάσης, γιατί περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες, οι οποίες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 298 ΑΚ. Συγκεκριμένα, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη δέχθηκε κατ' ουσία το αγωγικό αίτημα για επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, μόνο με την αιτιολογία ότι ο ενάγων θα κατέθετε το ποσό, που κατέβαλε για την αγορά των μετοχών, σε έντοκο τραπεζικό λογαριασμό, χωρίς να παραθέτει κανένα περιστατικό από το οποίο να πιθανολογείται ότι ο ενάγων, αν δεν είχε προβεί στην αγορά των συγκεκριμένων μετοχών θα είχε καταθέσει το αντίστοιχο ποσό σε έντοκο τραπεζικό λογαριασμό, ενώ αντίθετα (το Εφετείο) δέχεται ότι ο ενάγων ήταν συστηματικός επενδυτής σε προϊόντα της κεφαλαιαγοράς με μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα, δηλαδή δεν προτιμούσε τις ασφαλείς και με περιορισμένα κέρδη τοποθετήσεις των χρημάτων του (όπως οι έντοκοι τραπεζικοί λογαριασμοί) αλλά σε επισφαλείς, όμως με περιθώρια μεγάλων κερδών, επενδύσεις, εξ' ου και παρέπεται ότι με πιθανότητα κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, τα χρήματα που κατέβαλε κάθε φορά που αγόραζε μετοχές της ... ΑΕ δεν θα τα κατέθετε σε τραπεζικό λογαριασμό, αν οι ένδικες ανακοινώσεις ήταν αληθείς και πλήρεις, αλλά θα αγόραζε μετοχές άλλης εταιρείας. Επιπλέον, οι αναιρεσείοντες με τον ίδιο λόγο ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη ενώ αναφέρει ότι ο ενάγων αν είχε τοποθετήσει το ποσό που δαπάνησε για την αγορά των μετοχών, σε έντοκο τραπεζικό λογαριασμό, με βεβαιότητα κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων θα αποκόμιζε το ποσό των 100.761,01 ευρώ, δεν αναφέρει ότι αυτός αν δεν λάμβανε χώρα το ζημιογόνο γεγονός και δεν είχε αγοράσει τις ως άνω μετοχές, με πιθανότητα κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων θα τοποθετούσε το χρηματικό αυτό ποσό σε έντοκο τραπεζικό λογαριασμό, παρά μόνο αναφέρει ότι με βεβαιότητα κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων θα αποκόμιζε το ποσό των 100.761,01 ευρώ κατά το χρονικό διάστημα από 1-2-2010 έως 1-10-2012 αν κατέθετε το ως άνω ποσό σε τραπεζικό λογαριασμό. Τέλος, οι αναιρεσείοντες αιτιώνται ότι το Εφετείο εσφαλμένα δεν αναφέρει καμία προπαρασκευαστική πράξη, από την οποία να συνάγεται η πιθανότητα κατάθεσης των ως άνω χρηματικών ποσών σε έντοκο τραπεζικό λογαριασμό. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθόσον όσα αναφέρονται παραπάνω αφορούν νομικά και πραγματικά επιχειρήματα των αναιρεσειόντων, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου και την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων και ως εκ τούτου δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά (ΑΠ 6/2024, ΑΠ 149/2024, ΑΠ 19/2024). Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναίρεσης του δεύτερου δικογράφου των πρόσθετων λόγων πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.
VI. Εξάλλου, από τη διάταξη του αριθμού 11 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 106 του ιδίου Κώδικα, που καθιερώνει το συζητητικό σύστημα στην πολιτική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, προκύπτει ότι ο σχετικός λόγος ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα, όπως είναι τα έγγραφα, τα οποία ο αναιρεσείων είχε επικαλεσθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ισχυρισμών που είχαν προταθεί νομίμως και ασκούσαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, ανεξαρτήτως εάν αυτά τα είχε προσκομίσει ο ίδιος ή ο αντίδικός του (ΑΠ 759/2018, ΑΠ 161/2017). Για τον έλεγχο όμως της ουσιαστικής βασιμότητας του λόγου αυτού αναίρεσης είναι αναγκαία η προσκόμιση των αποδεικτικών μέσων, τα οποία αφορά η εν λόγω αναιρετική αιτίαση, προκειμένου να διακριβωθεί το επικαλούμενο περιεχόμενο αυτών, με το οποίο θα ελεγχθεί η μη λήψη τους υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 987/2022, ΑΠ 172/2020, ΑΠ 388/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο του δεύτερου δικογράφου πρόσθετων λόγων αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 11 περ. γ του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη ή δεν έλαβε εξολοκλήρου υπόψη τα ακόλουθα, κρίσιμα για την έκβαση της δίκης έγγραφα, τα οποία επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας προκειμένου να ανταποδείξουν τους αγωγικούς ισχυρισμούς περί παραπλάνησης του ενάγοντος από τις δήθεν ελλιπείς και ανακριβείς ανακοινώσεις της εταιρείας ... ΑΕ και την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των ανακοινώσεων αυτών και της αγοράς των μετοχών. Συγκεκριμένα, κατά τους αναιρεσείοντες το Εφετείο δεν έλαβε εξολοκλήρου υπόψη παρά μόνο επιλεκτικά, ορισμένα αποσπάσματα από 1) τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της ... ΑΕ για την χρήση από 1η Ιανουαρίου 2007 έως 31 Δεκεμβρίου 2007, 2) Τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της ... ΑΕ για την χρήση από 1η Ιανουαρίου 2008 έως 31 Δεκεμβρίου 2008 και 3) τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της ... ΑΕ για την χρήση από 1η Ιανουαρίου 2009 έως 31 Δεκεμβρίου 2009, στις οποίες αναφέρονται αναλυτικά όλα τα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 10-10-2024 υπόμνημα των αναιρεσειόντων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο επισκοπείται κατά την ουσιαστική έρευνα του σχετικού αναιρετικού λόγου (άρθρο 561 § 1 του ΚΠολΔ), αυτοί δεν επικαλούνται ούτε προσκομίζουν τα ως άνω έγγραφα (βλ. και σχετική επισημείωση του Γραμματέως της έδρας ότι κατατέθηκε το υπόμνημα χωρίς σχετικά έγγραφα), αν και είναι, σύμφωνα και με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, αναγκαίο για τον έλεγχο της ουσιαστικής βασιμότητας του λόγου αυτού της αναίρεσης και ως εκ τούτου είναι αδύνατο να διακριβωθεί το επικαλούμενο περιεχόμενό τους, ώστε να ελεγχθεί και η μη τυχόν λήψη υπόψη από το Εφετείο αλλά και το κατά πόσον τα έγγραφα αυτά ήταν ουσιώδη για την έκβαση της δίκης. Σε κάθε περίπτωση, από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο κατέληξε στην κρίση του ως προς τα αποδειχθέντα γεγονότα "από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων και την ανωμοτί κατάθεση του ενάγοντος, που δόθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ' άρθρο 529 παρ. 1α ΚΠολΔ, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων, οι με αριθμούς, 8418/23.12.2024 και ... ένορκες ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών βεβαιώσεις, που μετ' επικλήσεως προσκομίζει ο ενάγων και ελήφθησαν μετά από νομότυπη κλήτευση των εναγομένων...". Από τη ρητή αυτή διαβεβαίωση του Εφετείου ότι έλαβε υπόψη του όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, συνάγεται αναμφίβολα και καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του τα συγκεκριμένα έγγραφα, τα οποία συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις προς συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του ως προς τα κρίσιμα ζητήματα της υπόθεσης, πλην όμως, κατά την ελεύθερη κρίση του εκτίμησε διαφορετικά (και όχι σύμφωνα με τις απόψεις των αναιρεσειόντων) την αποδεικτική τους δύναμη και δεν δέχθηκε τους αντίθετους ισχυρισμούς τους. (ΑΠ 571/2021, ΑΠ 1037/2010).
VII. Προσέτι, με τον έκτο λόγο του δεύτερου δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο που δέχθηκε ότι η ζημία του ενάγοντος από την πτώση της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής της εταιρείας ... ΑΕ, που επήλθε εξαιτίας της συμπεριφοράς των εναγομένων που συνιστά χειραγώγηση της αγοράς με τη μορφή της διάδοσης ψευδών και παραπλανητικών πληροφοριών, είναι άμεση και όχι έμμεση, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 914, 928 εδάφιο β', 929 εδάφιο β', 297 και 298 του ΑΚ. Και τούτο διότι, όταν εξαιτίας ενεργειών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου Ανώνυμης Εταιρείας ή και μετόχων αυτοτελώς, επήλθε οικονομική ζημία της ανώνυμης εταιρείας και εντεύθεν κατάρρευση της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής της, από την οποία ζημιώθηκε συγκεκριμένος μέτοχος, ανεξάρτητα από το αν οι ενέργειες των μελών του ΔΣ από τις οποίες επήλθε η ζημία της εταιρείας, δεν ανακοινώθηκαν πλήρως και επακριβώς κατά τον τρόπο που επιβάλλεται από τη σχετική απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και διαπράχθηκαν έτσι παραβάσεις του Ν. 3340/2005, η συμπεριφορά των μελών της διοίκησης ή και μεμονωμένου μετόχου δεν αποτελεί συγχρόνως και παράνομη επέμβαση στην υπόσταση του μετοχικού δικαιώματος, ώστε να θεμελιώνει αδικοπραξία ή συμπεριφορά αντίθετη στα χρηστά ήθη, αφού η, εξαιτίας παραβάσεων διατάξεων του ως άνω νόμου πτώση της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής, ζημία, είναι έμμεση και όχι άμεση. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος αφού ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης. Και τούτο διότι, η προσβαλλόμενη απόφαση, απορρίπτοντας τον πρώτο λόγο έφεσης των αναιρεσειόντων περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος [για το λόγο ότι η ζημία του είναι έμμεση και οφείλεται εξ αντανακλάσεως στην κατάρρευση της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής της εταιρείας ... ΑΕ, η οποία είναι και η μόνη αμέσως ζημιωθείσα από την φερόμενη προδιαληφθείσα αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων (σελ 21επ αυτής)] δέχθηκε ανέλεγκτα ότι "...Στην προκειμένη... περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ο ενάγων επιδίωξε την προστασία του με την ιδιότητά του ως επενδυτής και όχι ως μέτοχος της εταιρείας ... ΑΕ, το δε ατομικό του συμφέρον από την χειραγώγηση των μετοχών της ως άνω εταιρείας από τους εναγόμενους με τη μορφή διάδοσης ψευδών και παραπλανητικών πληροφοριών για τα ως άνω χρηματοπιστωτικά μέσα της εκδότριας εταιρείας...κατοχυρώνεται πλήρως από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του Ν. 3340/2005 σε συνδυασμό με το άρθρο 914, αλλά και το άρθρο 919 ΑΚ και γεννά ατομικό δικαίωμα αποζημίωσης για τη ζημία που αυτός υπέστη από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά τους...". Έτσι, που έκρινε το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 914, 928 εδάφιο β', 929 εδάφιο β', 297 και 298 του ΑΚ, αφού και στο χώρο της κεφαλαιαγοράς η εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, όπως είναι και αυτές που ρυθμίζουν τους κανόνες της κεφαλαιαγοράς, δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με την εξασφάλιση της δυνατότητας σε ιδιώτες - επενδυτές, ως αμέσως ζημιωθέντες, να ασκούν ατομικά αγωγή κατά τα άρθρα 914 ή και 919 ΑΚ, εναντίον όλων των προσώπων τα οποία τους ζημίωσαν, παραβιάζοντας τους κανόνες της κεφαλαιαγοράς (ΑΠ 1093/2008, ΑΠ 1491/2005).
VIII. Με το άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι "οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Με τη νέα αυτή διάταξη, ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε, έτσι, ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά και, πριν από τη ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και, συνεπώς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος, η θεσπιζόμενη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και "στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει" και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, πρέπει τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για το διάδικο, σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται και, αναλογικά, υπό στενή έννοια, δηλαδή, να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ' αυτήν, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά στις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία, πάντως, αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής, κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που, όπως αναφέρθηκε, απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Στην περίπτωση υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και, συνακόλουθα, η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή, να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση, δηλαδή, του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 § 1 αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται ως πλημμέλειες, του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 932 του ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι, συνεπεία αδικοπραξίας, προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει, στη συνέχεια, το ύψος της οφειλόμενης γι' αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ως κριτήρια το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υποχρέου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών.
Συνεπώς, εφόσον ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης επαφίεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που σχηματίζεται, ύστερα από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, το "εύλογο" του επιδικαζόμενου ποσού δεν αποτελεί αόριστη νομική έννοια και συνακόλουθα η σχετική κρίση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, οπότε και δεν μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη, κατά τούτο, εφαρμογή του νόμου, δηλαδή του άρθρου 932 του ΑΚ, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών (άρθρο 561 § 1 του ΚΠολΔ). Σκοπός της ως άνω διάταξης, εξάλλου, είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύφος της αποζημίωσης για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του "ευλόγου" εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την, κατά το άρθρο 932 του ΑΚ, εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις) αλλά, κατ' εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης ή ψυχική οδύνης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 του ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 § 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά στον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά στον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 του ΚΠολΔ, αναλόγως από τους αριθμούς 1 ή 19), η γενική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 § 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 189/2023, ΑΠ 677/2022, ΑΠ 617/2022, ΑΠ 34/2022). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 § 2 του ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: "Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ένταση του δόλου των εναγομένων, του είδους και της βαρύτητας των πράξεών τους, τις συνέπειες αυτών στην περιουσία του ενάγοντος, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί στους εναγομένους (από παραδρομή αναφέρεται στον ενάγοντα) από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τις ίδιες πράξεις, κρίνει ότι θα πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα, για την ως άνω αιτία, το ποσόν των 20.000 ευρώ, το οποίο θεωρεί δίκαιο και εύλογο. Με τη επιδίκαση του ποσού αυτού στον ενάγοντα δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιηθέντος μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού, που απορρέει από τη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου, που ήδη ρητώς καθιερώθηκε στο αναθεωρηθέν άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος, υιοθετείται δε σταθερά από τη Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, λαμβάνοντας υπόψη ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό χρηματικής ικανοποίησης, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας δια της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης". Στην κρίση αυτή ήχθη το Εφετείο, χωρίς να παραβιάσει την αρχή της αναλογικότητας ή να υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, κατά τον προσδιορισμό του ως άνω ποσού, δεδομένου ότι αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, δεν υπολείπεται και μάλιστα καταφανώς, εκείνου, που συνήθως επιδικάζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, ο έβδομος λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, προβάλλοντας την αιτίαση ότι το Εφετείο, επιδικάζοντας στον ενάγοντα αναιρεσίβλητο το προαναφερόμενο ποσό, ως χρηματική ικανοποίησή του, λόγω ηθικής βλάβης, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, κρίνεται αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν τούτων, μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης να απορριφθούν στο σύνολό τους και να διαταχθεί, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ η εισαγωγή του παραβόλου που καταβλήθηκε από τους αναιρεσείοντες, στο Δημόσιο Ταμείο. Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, θα επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσειόντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 180, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27-3-2019 αίτηση αναίρεσης, τους από 4-11-2021 πρόσθετους λόγους και τους από 30-12-2022 πρόσθετους λόγους για αναίρεση της υπ' αριθ. ... απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή