
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 148 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 148/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρουλιώ Δαβίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Πάπαρη, Μαρία Πετσάλη, Στυλιανή Μπλέτα και Μαρία Αρχοντάκη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "..." και τον διακριτικό τίτλο "..." (πρώην "..." και "..."), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντιγόνη Καρατζολίτη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Λ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αγγελική Λαλούση με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/5/2013 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 17/2/2023 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία με αριθ. ... τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δικάσαντος ως Εφετείου. Με την προσβαλλόμενη απόφαση το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την έφεση του αναιρεσιβλήτου κατά της με αριθ. ... οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή της αναιρεσείουσας κατά του ερημοδικασθέντος αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ). Ι. Κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ, δεδικασμένο - το οποίο, κατ' άρθρο 332 ΚΠολΔ, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζοντας το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι - δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες, και το οποίο κατ' άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠολΔ εκτείνεται στο ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση οριστικά για μια έννομη σχέση που έχει προσβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Κατά δε το άρθρο 324 ΚΠολΔ το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, και καλύπτει όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντάς τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει, ως ενιαίο όλον, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση (ΑΠ 327/2021, ΑΠ 728/1996). Ειδικότερα, ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει, όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη αγωγή. Ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα) που αφορά στη συγκεκριμένη έννομη σχέση (ΑΠ 266/2022, ΑΠ 1255/2015). Έτσι, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων αυτών (321 και 324), καθώς και εκείνης του άρθρου 322 του ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο, που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί, δηλαδή εμποδίζει το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, χάριν του δημόσιου συμφέροντος και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ των ίδιων διαδίκων. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης - είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα - το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια (ΑΠ 266/2022, ΑΠ 2028/2014), όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση και ανατρέπεται μόνο με την επιτυχή άσκηση των έκτακτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης ή της αναψηλάφησης κατά της απόφασης που αποτελεί δεδικασμένο (ΟλΑΠ 10/2002, ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 1394/2008). Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννοµη σχέση που προβλήθηκε µε αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συµψηφισµού. Έννοµη σχέση, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απόσβεσαν τις έννoµες συνέπειες (ΑΠ 266/2022, ΑΠ 1443/2017, ΑΠ 1229/2015). Εξαίρεση από τη διπλή αυτή δέσμευση δικαιολογείται, όταν ο κρίσιμος για τη μεταγενέστερη δίκη χρόνος διέρρευσε υπό νομικό καθεστώς διαφορετικό από εκείνο που υπήρχε κατά τον κρίσιμο στην προηγούμενη δίκη χρόνο, κατά τον οποίο και κρίθηκε η επίδικη τότε απαίτηση, αφού, στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει η αναγκαία για την ενεργοποίηση του δεδικασμένου ταυτότητα νομικής αιτίας ή όταν στη μεταγενέστερη αγωγή γίνεται επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών που συντελέστηκαν σε χρόνο που ήταν αδύνατη πλέον η παραδεκτή επίκλησή τους στο πλαίσιο της προηγούμενης δίκης. Αν κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, το δεδικασμένο ισχύει ακόμη και όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερης δίκης είναι διαφορετικό από το αντικείμενο της δίκης που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη με βάση την έννομη σχέση που πρόκειται να κριθεί και στη νέα δίκη, στην οποία ανακύπτει έτσι ως προδικαστικό ζήτημα (ΟλΑΠ 10/2002, ΑΠ 869/2017), όπως συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα μ' αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (ΟλΑΠ 34/1992, 1327/2021). Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν μόνο από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή αν, αντίθετα, το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ' αυτό (ΑΠ 266/2022, ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 2028/2014). Το δεδικασμένο δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (άρθρα 324, 332 ΚΠολΔ). Αντίθετα δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο τα κριθέντα πλεοναστικώς ζητήματα (ΑΠ 1327/2021, ΑΠ 1137/2006).
ΙΙ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 16 περ. α' ΚΠολΔ (που δεν αντιστοιχεί σε κάποιο από τους λόγους που ιδρύονται από το άρθρο 560 ΚΠολΔ), λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, ύστερα από αυτεπάγγελτη ή κατά πρόταση διαδίκου έρευνα για τη συνδρομή ή όχι των προϋποθέσεων αυτού. Άρα, είναι ανάγκη η προσβαλλόμενη απόφαση να περιέχει θετική ή αρνητική κρίση για παραδοχή ή όχι του δεδικασμένου (ΑΠ 55/2022, ΑΠ 591/2017, ΑΠ 542/2017). Εξάλλου, κατά το άρθρο 560 ΚΠολΔ, ως ίσχυε πριν την διαμόρφωσή του με το άρθρο 26 του ν. 5134/11.9.2024, η οποία (διαμόρφωση) ισχύει από 16.9.2024 κατ' άρθρο 120 παρ. 1 του ίδιου νόμου, "κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) ..., 2) ..., 3) ..., 4) ..., 5) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιαστική επίδραση στην έκβαση της δίκης, 6) ...". Από την ως άνω διάταξη, που είναι ταυτόσημη με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το μονομελές πρωτοδικείο που δίκασε ως εφετείο δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Επομένως, δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης αν δεν λήφθηκαν υπόψη, μεταξύ άλλων, οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (Ολ ΑΠ 14/2004, Ολ ΑΠ 25/2003, ΑΠ 477/2024, ΑΠ 1286/2022, ΑΠ 733/2020). Για να είναι πλήρης ο λόγος αυτός, σε περίπτωση μη λήψης υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας κάποιου ισχυρισμού, θα πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και όλα εκείνα τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει ότι ο ισχυρισμός προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (ΑΠ 230/2010). Αν το δικαστήριο δεν ερεύνησε νόμιμα προταθέντα ισχυρισμό για την ύπαρξη ή μη δεδικασμένου, ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τον ως άνω αριθμό 8 (και όχι από τον αριθμό 16) του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 55/2022, ΑΠ 944/2020, ΑΠ 2084/ 2007, ΑΠ 1867/2006) (αντίστοιχο του αριθμού 5 του άρθρου 560, ως προελέχθη). Το δεδικασμένο που προκύπτει από τελεσίδικη απόφαση λαμβάνεται μεν υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 332 ΚΠολΔ, δεν αφορά όμως στην δημόσια τάξη και, συνακόλουθα, για να ιδρυθεί ο λόγος αναίρεσης για μη λήψη υπόψη του δεδικασμένου, πρέπει ο σχετικός ισχυρισμός να έχει προταθεί νόμιμα (άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ) στο δικαστήριο της ουσίας, να γίνεται επίκληση στο αναιρετήριο ότι προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος πρότασης ή επαναφοράς του στο εφετείο, ώστε να μπορεί να κριθεί από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης αν αυτός ήταν νόμιμος και παραδεκτός (ΟλΑΠ 1339/1985, ΑΠ 55/2022, ΑΠ 944/2020, ΑΠ 34/2016).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του από τον αριθμό 5 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι, κρίνοντας επί της έφεσης του ήδη αναιρεσιβλήτου, δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης και ήδη αναιρεσείουσας, που προέβαλε με τις από 13.12.2021 προτάσεις της, νομίμως κατατεθείσες κατά την συζήτηση της έφεσης, περί ύπαρξης δεδικασμένου, δεσμευτικού για το δικαστήριο ως προς το ότι είναι νόμιμη η ένδικη αγωγή κατά την κύρια αλλά και την επικουρική βάση της, το οποίο (δεδικασμένο) προέκυψε από την μεταγενέστερη της πρωτόδικης με αριθ. ... απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης (τακτική διαδικασία) και προχώρησε στην απόρριψη αυτής (αγωγής) ως μη νόμιμης τόσο ως προς την κύρια όσο και ως προς την επικουρική βάση της, χωρίς να ποιήσει μνεία για την ύπαρξη ή μη δεδικασμένου, παραλείποντας έτσι να ερευνήσει τον εν λόγω ισχυρισμό, ο οποίος ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός είναι παραδεκτός και νόμιμος και πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης με αριθ. ... απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο, και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι το Δικαστήριο τούτο δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλούμενη με αριθ. ... απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή της αναιρεσείουσας κατά του ερημοδικασθέντος αναιρεσιβλήτου και είχε υποχρεωθεί ο τελευταίος να καταβάλει στην αναιρεσείουσα το ποσό των 7.734,62 ευρώ από σύμβαση ελλιμενισμού σκάφους του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, και ακολούθως απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη τόσο ως προς την κύρια βάση της από ενδοσυμβατική ευθύνη όσο και ως προς την επικουρική βάση αυτής από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: "Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι την 06.07.2009 κατάρτισε με τον εκκαλούντα, μετά από την υποβολή έγγραφης αίτησης από την πλευρά του τελευταίου, με αντικείμενο τον ελλιμενισμό του σκάφους ιδιοκτησίας του τελευταίου στην Μαρίνα Θεσσαλονίκης, η οποία ανήκει στο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ" και της οποίας τη διαχείριση ασκεί η ίδια, για το χρονικό διάστημα από 06.07.2009 έως 16.07.2009. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι ο εκκαλών εξακολούθησε να κάνει τη χρήση των υπηρεσιών που του παρέχονται από την ως άνω μαρίνα στο πλαίσιο του ελλιμενισμού του ως άνω σκάφους του και μετά την παρέλευση του εν λόγω χρονικού διαστήματος και έως το χρονικό σημείο της κατάθεσης της υπό κρίση αγωγής της. Παράλληλα, ισχυρίζεται ότι, μολονότι η ίδια εξακολούθησε να παρέχει προσηκόντως στον εκκαλούντα το σύνολο των κατά τα ανωτέρω υπηρεσιών εκδίδοντας μάλιστα για το χρονικό διάστημα από την 01.12.2010 έως και την 30.04.2013 τις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στο υπό κρίση δικόγραφό της. Τέλος, υποστηρίζει ότι παρά τις οχλήσεις της προς τον εκκαλούντα ο τελευταίος αρνείται να της καταβάλει την αμοιβή της για τις υπηρεσίες που του έχουν παρασχεθεί, στην οποία αφορούν οι παραπάνω αποδείξεις και η οποία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων επτακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (7.734,62 €). Με βάση τους ισχυρισμούς της αυτούς και επικαλούμενη επικουρικά αδικαιολόγητο πλουτισμό του εκκαλούντος σε βάρος της περιουσίας της η εφεσίβλητη ζητά να υποχρεωθεί ο εκκαλών να της καταβάλει το ποσό των επτά χιλιάδων επτακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (7.734,62 €) με το νόμιμο τόκο για καθένα από τα επιμέρους ποσά που αθροίζονται σε αυτό από τη λήξη του αντίστοιχου μήνα ελλιμενισμού, στον οποίο αφορά το καθένα από αυτά, και να καταδικαστεί ο εκκαλών στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημά της η υπό κρίση αγωγή στερείται νόμιμου ερείσματος: (α) ως προς την κύρια βάση της, η οποία εδράζεται στην ύπαρξη ενδοσυμβατικής ευθύνης του εκκαλούντος προς καταβολή του ποσού που αποτελεί το αντικείμενό της, διότι παρά το γεγονός ότι η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι η σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ του εκκαλούντος, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα αυτής, είχε ορισμένη διάρκεια και συγκεκριμένα από την 06.07.2009 έως την 16.07.2009, τα πραγματικά γεγονότα που επικαλείται προς θεμελίωση της αξίωσής της αυτής είναι μεταγενέστερα του επικαλούμενου χρόνου λήξης της ως άνω σύμβασης, αφού αναφέρονται στο χρονικό διάστημα από την 01.12.2010 έως και την 30.04.2013, χωρίς ωστόσο να μνημονεύεται η ύπαρξη οποιουδήποτε όρου της εν λόγω σύμβασης σχετικά με την παράταση της διάρκειάς της ή οποιαδήποτε μεταγενέστερη ρητή η σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων σχετικά με την επιμήκυνση της χρονικής της διάρκειας ή την μετατροπή της σε σύμβαση αορίστου χρόνου, με συνέπεια να στερείται οποιουδήποτε συμβατικού θεμελίου η επίδικη αξίωσή της, και (β) ως προς την επικουρική της βάση, η οποία εδράζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επειδή δεν επικαλείται ανυπαρξία ή ελαττωματικότητα της επικαλούμενης σύμβασης μεταξύ των διαδίκων, στην οποία επιχειρεί να θεμελιώσει την κύρια βάση της αγωγής της. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως μη νόμιμη, χωρίς να εξεταστεί από άποψη ουσιαστικής βασιμότητας". Η αναιρεσείουσα με τις από 13.12.2021 προτάσεις της, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της έφεσης του ήδη αναιρεσιβλήτου κατά της με αριθ. ... πρωτόδικης απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, είχε προτείνει παραδεκτά, σύμφωνα με την υπό στοιχ. ΙΙ μείζονα πρόταση, την ύπαρξη δεδικασμένου, δεσμευτικού για το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο περί του ότι είναι νόμιμη η ένδικη αγωγή κατά την κύρια και την επικουρική βάση της, το οποίο προέκυψε από την μεταγενέστερη της πρωτόδικης με αριθ. ... απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης (τακτική διαδικασία), που αφορούσε στην ίδια ιστορική και νομική αιτία του προς διάγνωση δικαιώματος και έχοντας ως μόνη διαφορά με την ένδικη υπόθεση τη διαφορετική χρονική περίοδο των οφειλόμενων τελών ελλιμενισμού του επίδικου σκάφους και το αιτούμενο ποσό. Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι: Η επικαλούμενη ως αποτελούσα δεδικασμένο, καταλαμβάνον την ένδικη υπόθεση, με αριθ. ... απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης (τακτική διαδικασία) εκδόθηκε επί της από 30.11.2010 (με αριθ. κατάθ. ...) αγωγής της αναιρεσείουσας κατά του αναιρεσιβλήτου, την οποία δέχθηκε. Η ως άνω απόφαση επιδόθηκε νόμιμα σε επικυρωμένο αντίγραφο στον αναιρεσίβλητο (βλ. την με αριθ. ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Δ. Χ. Α.) και, ακολούθως, επιδόθηκε στον ίδιο πρώτο εκτελεστό απόγραφο αυτής με επιταγή προς πληρωμή (βλ. την με αριθ. ... έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή), ενώ ο τελευταίος δεν άσκησε κανένα ένδικο μέσο κατά της απόφασης αυτής, όπως προκύπτει από το με αριθ. ... πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, με συνέπεια να έχει καταστεί η τελευταία τελεσίδικη (και ακολούθως αμετάκλητη) και έτσι να αποτελεί δεδικασμένο για το δικαίωμα που διέγνωσε. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω ... απόφαση έγιναν δεκτά, κατά το ενδιαφέρον την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης μέρος, τα εξής: "Στην κρινόμενη αγωγή της εκθέτει η ενάγουσα εταιρία, η οποία ασκεί τη διοίκηση και διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του νπδδ με την επωνυμία "Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού" (ΕΟΤ), με σκοπό τη διαχείριση αυτής, στην οποία περιλαμβάνεται και ο τουριστικός λιμένας Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα το υποκατάστημα με την επωνυμία "ΜΑΡΙΝΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ", που έχει, ως ειδικό σκοπό, την εκμετάλλευση τόσο της θαλάσσιας όσο και της χερσαίας ζώνης του λιμένα, ότι μετά από την από 6.7.2009 αίτηση του εναγομένου, σύναψε με αυτόν σύμβαση ελλιμενισμού του σκάφους, ιδιοκτησίας του τελευταίου, με την ονομασία "..." ("... με αριθμό νηολογίου .... Ότι για τις υπηρεσίες του ελλιμενισμού και των λοιπών παρεχομένων από αυτήν υπηρεσιών (ύδρευση και ηλεκτροδότηση), η ενάγουσα εκδίδει τα προβλεπόμενα από το νόμο παραστατικά (ΤΠΥ), όπως αυτά προσδιορίστηκαν με τις με αρ. 1633/2007 και Τ/14381/2003 αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης και σε εκτέλεση της διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 29 του Ν. 2160/1993. Ότι, παρά το γεγονός ότι το ανωτέρω σκάφος του εναγομένου παρέμεινε ελλιμενισμένο, από την 1η.9.2009 και μέχρι 30.11.2010, στην Μαρίνα Θεσσαλονίκης και του παρέχονταν συνεχώς και αδιαλείπτως όλες οι υπηρεσίες ελλιμενισμού κλπ., δεν έχει καταβάλει μέχρι σήμερα τα ποσά που αντιστοιχούν στην ανωτέρω χρονική περίοδο, που ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 3.606,80 ευρώ, για το οποίο εκδόθηκαν οι αναφερόμενες λεπτομερώς αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, με τα επίσης λεπτομερώς αναφερόμενα σ' αυτές επιμέρους ποσά. Μετά το ανωτέρω ιστορικό, ζητά η ενάγουσα, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει, 3.306,80 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από τη λήξη κάθε μήνα ελλιμενισμού, οπότε και κατέστη κάθε ποσό απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση του ποσού. Επικουρικά ζητά η ενάγουσα, να της καταβληθεί το ως άνω ποσό κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον κριθεί ότι είναι άκυρη η ανωτέρω σύμβαση. Η αγωγή αυτή, για την οποία καταβλήθηκε το ανάλογο δικαστικό ένσημο με τα ποσοστά υπέρ τρίτων (βλ. με αρ. 399251 αγωγόσημο), υπάγεται στην αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου (άρθ. 14 παρ. 1α και 22 ΚΠολΔ) και εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου (...), είναι δε νόμιμη κατά την κύρια και την επικουρική βάση της στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 681 επ., 904 επ., 341, 346 ΑΚ, 907, 908 του ΚΠολΔ και 31 Α Ν. 2160/1993, όπως προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 38 του Ν. 3105/2003 και τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 5 του Ν. 3270/2004 καθώς και στις με αρ. 1632/2007, 1633/2007 και Τ/14381/2003 ΥΑ, εκτός από το αίτημα της καταβολής τόκων από τη λήξη κάθε μήνα ελλιμενισμού, το οποίο είναι παντελώς αόριστο, διότι ουδόλως αναφέρεται στην αγωγή η ύπαρξη συμφωνίας περί του χρόνου εξόφλησης ενός εκάστου των αποδείξεων, δηλαδή η δήλη ημέρα εξόφλησης των επιμέρους ποσών. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί, κατά τα λοιπά, για να κριθεί αν η αγωγή είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και γενικά από την όλη διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής: Η ενάγουσα εταιρία ασκεί τη διοίκηση και διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του νπδδ με την επωνυμία "Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού" (ΕΟΤ), με σκοπό τη διαχείριση αυτής, στην οποία περιλαμβάνεται και ο τουριστικός λιμένας Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα το υποκατάστημα με την επωνυμία "ΜΑΡΙΝΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ", που έχει, ως ειδικό σκοπό, την εκμετάλλευση τόσο της θαλάσσιας όσο και της χερσαίας ζώνης του λιμένα Θεσσαλονίκης. Στο πλαίσιο της ανωτέρω δραστηριότητάς της και μετά από την από 6.7.2009 αίτηση του εναγομένου, η ενάγουσα σύναψε με αυτόν (εναγόμενο) σύμβαση για τον ελλιμενισμό του σκάφους ιδιοκτησίας του, μήκους 9,98 μ., με την ονομασία "..." ("...") με αριθμό νηολογίου ..., στον θαλάσσιο χώρο της Μαρίνας Θεσσαλονίκης, συγχρόνως δε για την παροχή σ' αυτόν υπηρεσιών ύδρευσης. Η σύμβαση αυτή ορίστηκε για το χρονικό διάστημα από 6.7.2009 έως 16.7.2009 (βλ. σχ. σύμβαση), όπως ζήτησε ο εναγόμενος με την αίτησή του, ενώ το κόστος ελλιμενισμού, για την ως άνω χρονική περίοδο του έτους 2009, για σκάφη όπως αυτό του εναγομένου, είχε ορισθεί με την 1632/2007 απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης, την οποία ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει η ενάγουσα, στο ποσό των 191,97 ευρώ μηνιαίως, πλέον ΦΠΑ από 19%, δηλ συνολικά 228,44 ευρώ, μηνιαίως, ενώ με την ίδια υπουργική απόφαση η χρέωση για την ίδια ως άνω χρονική περίοδο είχε ορισθεί στο ποσό των 1,17 ευρώ για κάθε κυβικό κατανάλωσης, πλέον ΦΠΑ από 19%. Κατά την χρονική περίοδο από 1.1.2010 και μέχρι 14.3.2010, το κόστος ελλιμενισμού ανερχόταν στο ποσό των 236,67 ευρώ μηνιαίως και κατά τη χρονική περίοδο από 15.3.2010 έως και 30.6.2010, στο ποσό των 198,88 ευρώ μηνιαίως, πλέον ΦΠΑ από 21%, δηλαδή 240,64 ευρώ μηνιαίως και τέλος από 1.7.2010 και μέχρι 31.12.2010 στο ποσό των 198,88 ευρώ μηνιαίως πλέον ΦΠΑ από 23%, δηλαδή συνολικά 244,62 ευρώ. Εξάλλου, ο εναγόμενος, παρά τη λήξη του συμβατικού χρόνου της ως άνω σύμβασης την 16.7.2009, δεν παρέλαβε το σκάφος του από τον προαναφερόμενο χώρο ελλιμενισμού, αλλά αυτό εξακολούθησε να βρίσκεται εκεί και μετά την 16η.7.2009 έως και 30.11.2010, αλλά και εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί μέχρι σήμερα, απολαμβάνοντας τις υπηρεσίες της ενάγουσας. Ο εναγόμενος κατέβαλε στην ενάγουσα το κόστος ελλιμενισμού του σκάφους του για το χρονικό διάστημα του συμβατικού χρόνου ελλιμενισμού, αλλά και για το υπόλοιπο του μηνός Ιουλίου 2009, καθώς και του μηνός Αυγούστου 2010, ενώ δεν κατέβαλε σ' αυτήν τα τέλη ελλιμενισμού και ύδρευσης για την χρονική περίοδο από 1.9.2009 έως και 30.11.2010, που ανέρχονται: Α) στο συνολικό ποσό των 947,82 ευρώ μαζί με τον ΦΠΑ για το χρονικό διάστημα από 1.9.2009 έως 31.12.2009, κατά το οποίο εκδόθηκαν οι εξής αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (... ) και Β) στο συνολικό ποσό των 2.658,98 ευρώ μαζί με τον ΦΠΑ για το έτος 2010 κατά το οποίο εκδόθηκαν οι εξής αποδείξεις υπηρεσιών (... ). (...) Μετά από τις παραπάνω σκέψεις, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 3.605,80 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση του ποσού (...)". Ωστόσο, από την ως άνω επισκόπηση της προσβαλλόμενης ... απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που δίκασε ως Εφετείο και της ... απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης προκύπτει ότι αφορούν μεν στους ίδιους διαδίκους και έχουν ως αντικείμενο την μεταξύ τους σύμβαση ελλιμενισμού του σκάφους του αναιρεσιβλήτου, πλην όμως δεν ταυτίζονται τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την ιστορική αιτία των δύο αγωγών και, συνακόλουθα, των επ' αυτών εκδοθεισών εν λόγω αποφάσεων. Τούτο δε, διότι, η μεν προσβαλλόμενη απόφαση αφορά στη σύμβαση ελλιμενισμού των διαδίκων για το χρονικό διάστημα από την 01.12.2010 έως και την 30.04.2013, η δε ... απόφαση αφορά στη σύμβαση ελλιμενισμού των ίδιων διαδίκων για το χρονικό διάστημα από την 1η.9.2009 και μέχρι 30.11.2010, δηλαδή δεν πρόκειται για τα αυτά πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία (ήτοι, συγκροτούν την ιστορική αιτία) για τη διάγνωση της καθεμιάς έννομης σχέσης, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην υπό στοιχ. Ι μείζονα πρόταση και, συνεπώς, ο υπό κρίση λόγος από τον αριθμό 5 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, περί του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της τον προταθέντα παραδεκτά και νόμιμα από την αναιρεσείουσα ισχυρισμό περί ύπαρξης δεδικασμένου, είναι κατ' ουσίαν αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν απάντησε στον ως άνω αλυσιτελή ισχυρισμό αυτής περί ύπαρξης δεδικασμένου, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αριθ. 5 ΚΠολΔ, αφού δεν υφίστατο το επικαλούμενο δεδικασμένο που να δεσμεύει την ένδικη υπόθεση και συνεπώς το δικάσαν ως Εφετείο δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει σε μη νόμιμους και αλυσιτελείς ισχυρισμούς, όπως είναι και ο συγκεκριμένος, κατά τα εκτεθέντα στην υπό στοιχ. ΙΙ μείζονα πρόταση.
ΙΙΙ. Η σύμβαση ελλιμενισμού σκαφών είναι σύμβαση μίσθωσης ακινήτου, διεπόμενη από τις διατάξεις περί μίσθωσης του ΑΚ. Εξάλλου, στην εν λόγω σύμβαση εφαρμόζεται ο Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην με αριθ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης - Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β' 1323/16.9.2003). Tο άρθρο 8 του εν λόγω Γενικού Κανονισμού ορίζει στην παρ. 8.1 ότι "Η παραχώρηση, εκ μέρους του φορέα διαχείρισης τουριστικού λιμένα, του δικαιώματος ελλιμενισμού σκάφους, αποκτάται μόνο μετά από έγγραφη έγκριση του φορέα διαχείρισης, εφόσον έχουν συμπληρωθεί τα προς τούτο απαραίτητα έγγραφα", στην παρ. 8.4 ότι "Ο πλοιοκτήτης, κυβερνήτης ή εκπρόσωπος του σκάφους οφείλει να ενημερώνει εγγράφως το φορέα διαχείρισης για κάθε αλλαγή που αφορά στην πλοιοκτησία - εκπροσώπηση (Δ/νση, τηλέφωνο, κ.λπ.) και στο σκάφος (σημαία, νηολόγια κ.λπ.)", στην παρ. 8.5 ότι "Σε κάθε περίπτωση αλλαγής πλοιοκτησίας - ιδιοκτησίας ελλιμενισμένου σκάφους σε τουριστικό λιμένα, ο πωλητής πρέπει να ενημερώνει εγγράφως το φορέα διαχείρισης περί της γενόμενης αλλαγής, αναφέροντας το όνομα, τη δ/νση μόνιμης κατοικίας του αγοραστή, τα στοιχεία του εκπροσώπου καθώς και την ημερομηνία της μεταβίβασης. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο αγοραστής, ο οποίος σε κάθε περίπτωση καθίσταται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνος με τον πωλητή για την εξόφληση τυχόν προηγούμενων υποχρεώσεων του περιελθόντος σ' αυτόν σκάφους", στην παρ. 8.9 ότι "Εάν το σκάφος πρόκειται να αναχωρήσει οριστικά από τον τουριστικό λιμένα, ο ιδιοκτήτης, κυβερνήτης ή ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, υποχρεούται να το δηλώσει εγγράφως και εγκαίρως στον φορέα διαχείρισης, άλλως ο φορέας διαχείρισης δεν φέρει ευθύνη για τη χρέωση του σκάφους μέχρι να ενημερωθεί εγγράφως για την οριστική αναχώρηση αυτού", το δε άρθρο 9 του ίδιου Γενικού Κανονισμού ορίζει στην παρ. 1 ότι "Τα ελλιμενιζόμενα σκάφη οφείλουν να εξοφλούν τα δικαιώματα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες - εξυπηρετήσεις εμπρόθεσμα και σύμφωνα με όσα προβλέπονται στους Ειδικούς Κανονισμούς Λειτουργίας και στις Υπουργικές Αποφάσεις έγκρισης των τιμολογίων, άλλως επιβαρύνονται με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας ανεξάρτητα από άλλες κυρώσεις που μπορεί να προβλέπονται", στην δε παρ. 2 ότι "Στους παραβάτες των άρθρων 4, 5, 7 και 8 του παρόντος, επιβάλλονται από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, ανεξάρτητα από άλλες κυρώσεις που μπορεί να προβλέπονται, οι κυρώσεις του άρθρου 157 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου". Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 574, 595 και 596 του ΑΚ προκύπτει ότι ο μισθωτής υποχρεούται να καταβάλει το μίσθωμα που συμφωνήθηκε από την παράδοση σ' αυτόν της χρήσης του πράγματος, εφόσον έχει τη δυνατότητα χρήσης αυτού, ανεξάρτητα αν πράγματι το χρησιμοποιεί (ΑΠ 1330/2020, ΑΠ 1548/2018, ΑΠ 208/2018). Έτσι, για την θεμελίωση της αγωγής με την οποία ο εκμισθωτής ζητεί την καταβολή του μισθώματος (άρθρ. 574 και 595 ΑΚ), αλλά και την απόδοση του μισθίου λόγω καταγγελίας γενομένης για καθυστέρηση καταβολής του μισθώματος (άρθρ. 574, 595 και 597 ΑΚ), πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο (και να αποδεικνύονται), η σύμβαση μίσθωσης πράγματος και ειδικότερα ο τόπος και ο χρόνος σύναψης αυτής, οι συμβαλλόμενοι, το μίσθιο, το μίσθωμα και ο χρόνος καταβολής αυτού, καθώς και ο χρόνος διάρκειας της μίσθωσης, η γενομένη εκ μέρους του μισθωτή χρήση του μισθίου και η υπερημερία του μισθωτή περί την καταβολή του μισθώματος (ΑΠ 2035/2013). IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αν το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανόνα αυτό, του προσέδωσε δηλαδή έννοια διαφορετική από την αληθινή ή δεν τον εφάρμοσε ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή τον εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, απαιτώντας περισσότερα ή αρκούμενο σε λιγότερα, αντίστοιχα, στοιχεία από όσα αξιώνει ο νόμος για την εφαρμογή του ή αν τον εφάρμοσε εσφαλμένα (Ολ ΑΠ 10/2011 Ολ ΑΠ 7/2006, ΑΠ 477/2024). Ιδρύεται δε ο παραπάνω λόγος, αν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή αν δεν τον εφάρμοσε, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ ΑΠ 4/2018, 1/2013, ΑΠ 477/2024). Με τον παραπάνω λόγο ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, κυρία παρέμβαση, ένσταση κλπ. ορθά απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή στην ουσία (Ολ ΑΠ 10/2011, ΑΠ 477/2024, ΑΠ 1717/2022, ΑΠ 652/2022, 561/2022). Ειδικότερα, η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (και αντίστοιχα του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ επί κατ' έφεση αποφάσεων πρωτοδικείων), αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια της αγωγής κατά την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου αξίωσε περισσότερα ή διαφορετικά στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά νόμο κρίνοντας αυτήν ως αόριστη ή αντίθετα αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία κρίνοντας αυτήν ως ορισμένη. Πρόκειται δηλαδή για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση ή όχι νομικής αοριστίας της αγωγής (ή της ένστασης) (Ολ ΑΠ 18/1998, ΟλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 32/2022, ΑΠ 108/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, κατά την εκτίμησή του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι, κρίνοντας επί της έφεσης του ήδη αναιρεσιβλήτου, παρά το νόμο και δη μη λαμβάνοντας υπόψη τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών που περιέχονται στα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, αλλά και τις εφαρμοστέες διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων (που περιέχεται στην με αριθ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης - Εμπορικής Ναυτιλίας [ΦΕΚ Β' 1323/16.9.2003]) και ιδίως εκείνη του άρθρου 8 παρ. 9, έκρινε μη νόμιμη και απέρριψε ως τέτοια την κύρια βάση της ένδικης αγωγής, ήτοι, την ευθύνη από σύμβαση ελλιμενισμού, με την αιτιολογία, ως ήδη αναφέρθηκε (κατά την προηγηθείσα εξέταση του λόγου από τον αριθ. 5 του άρθρου 560), ότι "ως προς την κύρια βάση της, η οποία εδράζεται στην ύπαρξη ενδοσυμβατικής ευθύνης του εκκαλούντος προς καταβολή του ποσού που αποτελεί το αντικείμενό της, διότι παρά το γεγονός ότι η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι η σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ του εκκαλούντος, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα αυτής, είχε ορισμένη διάρκεια και συγκεκριμένα από την 06.07.2009 έως την 16.07.2009, τα πραγματικά γεγονότα που επικαλείται προς θεμελίωση της αξίωσής της αυτής είναι μεταγενέστερα του επικαλούμενου χρόνου λήξης της ως άνω σύμβασης, αφού αναφέρονται στο χρονικό διάστημα από την 01.12.2010 έως και την 30.04.2013, χωρίς ωστόσο να μνημονεύεται η ύπαρξη οποιουδήποτε όρου της εν λόγω σύμβασης σχετικά με την παράταση της διάρκειάς της ή οποιαδήποτε μεταγενέστερη ρητή η σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων σχετικά με την επιμήκυνση της χρονικής της διάρκειας ή την μετατροπή της σε σύμβαση αορίστου χρόνου, με συνέπεια να στερείται οποιουδήποτε συμβατικού θεμελίου η επίδικη αξίωσή της", αντί να δεχθεί, λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω διατάξεις, ότι, με βάση το περιεχόμενο της αγωγής, η σύμβαση ελλιμενισμού για το επίδικο χρονικό διάστημα ήταν σε ισχύ και, ως εκ τούτου ότι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη και να προβεί στη συνέχεια στην κατ' ουσίαν εξέταση αυτής.
Από την παραδεκτή επισκόπηση της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι γίνεται σαφής αναφορά στη συνέχιση της σύμβασης ελλιμενισμού, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού της, και μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος από 6.7.2009 έως 16.7.2009 κατά το οποίο αιτήθηκε ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσίβλητος από την ενάγουσα, ήδη αναιρεσείουσα, την διάθεση χώρου για τον ελλιμενισμό του σκάφους του και δη κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1.12.2010 μέχρι και 30.4.2013, καθόσον παρέμενε τούτο ελλιμενισμένο στον θαλάσσιο χώρο της Μαρίνας Θεσσαλονίκης που είχε διατεθεί στον αναιρεσίβλητο και του παρέχονταν προσηκόντως και αδιαλείπτως όλες οι παρεχόμενες εξυπηρετήσεις του λιμένα, με τη ρητή περαιτέρω αναφορά της εφαρμογής και των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, ως ίσχυε κατά την κατάθεση της αγωγής, από τις οποίες και δη την προαναφερθείσα στη μείζονα πρόταση διάταξη του άρθρου 8 παρ. 9 συνάγεται ότι η σύμβαση ελλιμενισμού παραμένει σε ισχύ έως ότου ο ιδιοκτήτης, κυβερνήτης ή νόμιμος εκπρόσωπος αυτού δηλώσει εγγράφως και εγκαίρως στον φορέα διαχείρισης ότι το σκάφος πρόκειται να αναχωρήσει οριστικά από τον τουριστικό λιμένα, διαφορετικά ο τελευταίος (φορέας διαχείρισης) δεν φέρει ευθύνη για τη χρέωση του σκάφους μέχρι να ενημερωθεί εγγράφως για την οριστική αναχώρηση αυτού. Η ως άνω διάταξη ουσιαστικού δικαίου αγνοήθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση και έτσι το δικάσαν ως Εφετείο, Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης που την εξέδωσε, έσφαλε, απαιτώντας να μνημονεύεται στην αγωγή επιπλέον είτε όρος της ένδικης σύμβασης σχετικά με την παράταση της διάρκειάς της είτε μεταγενέστερη ρητή η σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων σχετικά με την επιμήκυνση της χρονικής της διάρκειας ή την μετατροπή της σε σύμβαση αορίστου χρόνου, προκειμένου να είναι νόμιμη, δηλαδή αξίωσε περισσότερα απ' όσα απαιτούνταν κατά το νόμο για τη θεμελίωση του δικαιώματος της αναιρεσείουσας από τη σύμβαση ελλιμενισμού που είχε συνάψει με τον αναιρεσίβλητο, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στις υπό στοιχ. ΙΙΙ και IV μείζονες προτάσεις. Επομένως, ο υπό κρίση λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος κατ' ουσίαν και πρέπει να γίνει δεκτός. Συνακόλουθα, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων της αίτησης, συνεπεία της πλήρους αναιρετικής εμβέλειας του γενόμενου δεκτού τούτου λόγου και να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλον δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), προκειμένου να ερευνήσει το κατ' ουσίαν βάσιμο της αγωγής κατά την κύρια βάση της, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προπαρατεθείσες διατάξεις. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου, που κατέθεσε για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης (άρθρο 495 παρ. 4, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012) και να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, η οποία κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την προσβαλλόμενη με αριθ. ... απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (δικάσαντος ως Εφετείου).
Διατάσσει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που κατέθεσε για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστή άλλον από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Δεκεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ