
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 151 / 2025    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 151/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Ευτύχιο Νικόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 24 Απριλίου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Β. Σ. του Γ., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αθανασόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσίβλητων: 1) ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "... Ο.Ε." και τον διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει στo Ρίο ..., εκπροσωπείται νόμιμα και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και 2) Ι. Ζ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Κυριαζή.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-2-2015 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο .... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Τριμελούς Εφετείου .... Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 30-9-2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν ο αναιρεσείων και ο δεύτερος αναιρεσίβλητος, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του δεύτερου αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τρόπο αφηρημένο, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με το σκοπό να γεννηθεί ενοχή, μη εξαρτώμενη από την αιτία του χρέους. Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, διότι η διάταξη του εδ. β` του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνον ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο ("σε περίπτωση αμφιβολίας"). Κατά κανόνα, όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας κατ` άρθρο 361 ΑΚ, με το οποίο θεσπίζεται γενικώς η ελευθερία της σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικών για τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενο τους να μην προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη. Έτσι είναι ισχυρή η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος του από ορισμένη αιτία, η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 873-875 ΑΚ αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους. Αυτή καταρτίζεται ατύπως και μπορεί να είναι απλώς επιβεβαιωτική του υπάρχοντος χρέους, όταν τα μέρη δεν θέλησαν να δημιουργήσουν με αυτή νέα αυτοτελή ενοχή, αλλά απέβλεψαν είτε στη δημιουργία απλού αποδεικτικού μέσου με τη μορφή της εξώδικης ομολογίας (άρθ. 352 § 2 ΚΠολΔ ) είτε στη διακοπή της παραγραφής (άρθ. 260 ΑΚ) ή σε ανάλογα νομικά αποτελέσματα κατά τα άρθρα λ.χ. 156, 272 § 2 ΑΚ , ή μπορεί να αποσκοπεί γενικότερα στην αποσαφήνιση και διασφάλιση της βασικής ενοχής από τυχόν ελαττώματα και ενστάσεις, από τις οποίες γίνεται έτσι ρητή ή σιωπηρή παραίτηση. Κατά κανόνα δε με την αιτιώδη αναγνώριση χρέους επιδιώκεται η δημιουργία νέας ενοχής, είτε παράλληλα προς την παλαιά είτε σε αντικατάσταση της παλαιάς (άρθρα 421, 436 ΑΚ) και απαλλαγμένης συνεπώς από τις ενστάσεις που μπορούσαν να προταθούν στο πλαίσιο εκείνης, η οποία, νέα ενοχή, δεν υπόκειται επίσης σε τύπο, εκτός εάν με τη σύμβαση αναγνωρίζεται υποχρέωση, για την ανάληψη της οποίας ο νόμος απαιτεί την τήρηση τύπου, οπότε πρέπει να τηρηθεί ο τύπος αυτός και για τη σύμβαση αναγνώρισης (ΟλΑΠ 5/2016, ΑΠ 629/2023). Κοινό γνώρισμα των δύο αυτών συμβάσεων είναι ότι προϋποθέτουν την ύπαρξη προγενέστερης ενοχικής σχέσεως, από την οποία πηγάζει το χρέος και αποβλέπουν στη γέννηση δεύτερης ενοχής, ανεξάρτητης από την αρχική. Γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του ζητήματος, αν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους, μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνωρίσεως υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση, και ειδικότερα όταν, αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνωρίσεως όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο. Στην πρώτη περίπτωση, αυτός που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του δεν μπορεί πλέον, κατά τα προαναφερόμενα, να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια αιτία (ΑΠ 629/2023, ΑΠ 51/2020, ΑΠ 1086/1017, ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 1279/2012) και, για την πληρότητα της αγωγής, όσον αφορά την αιτία από την οποία προέρχεται το αναγνωρισθέν χρέος, αρκεί η παράθεση στο δικόγραφο αυτής όσων πραγματικών στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζομένης ενοχής, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία γι` αυτήν (ΑΠ 629/2023, ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 1279/2012, ΑΠ 523/2001). Γενικότερα αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας της συγκεκριμένης σύμβασης, αν η επερχόμενη με αυτή αιτιώδης αναγνώριση υπάρχοντος χρέους αντικαθιστά ή όχι την αρχική σχέση ή απλώς την αλλοιώνει και αν στην περίπτωση αυτή ενέχει πλήρη ή μερική παραίτηση από ενστάσεις που αφορούν την αρχική σχέση, η οποία όμως πρέπει να είναι έγκυρη κατ` άρθρο άρθρ. 437 ΑΚ (ΟλΑΠ 5/2016, ΑΠ 629/2023, ΑΠ 999/2022, ΑΠ 51/2020, ΑΠ 598/2017).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία την θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των αναγκαίων για τη θεμελίωση του δικαιώματος πραγματικών περιστατικών, του οποίου η προστασία ζητείται και των οποίων πρέπει να γίνεται αναφορά με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ' αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1005/2022, ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 597/2015). Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που αναφέρονται σε αυτή, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος-υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Η πληρότητα ή μη του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση αυτής, εκτιμάται κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1005/2022, ΑΠ 46/2020, ΑΠ 917/2017). Ο Άρειος Πάγος ελέγχει την επάρκεια ή μη της θεμελίωσης της αγωγής, με βάση τις διακρίσεις της νομικής αοριστίας, της ποιοτικής αοριστίας και της ποσοτικής αοριστίας. Η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 46/2020, ΑΠ 487/2020, ΑΠ 803/2019). Ο λόγος αυτός αφορά σε ακυρότητες, απαράδεκτα και εκπτώσεις, που χαρακτηρίζονται ως δικονομικές, σχετίζονται δε με τα εισαγωγικά της δίκης έγγραφα (αγωγές, ανακοπές κλπ) ή δημιουργούνται κατά την ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας διαδικασία (ΟλΑΠ 1/2019, ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 1383/2021). Με την ως άνω διάταξη εισάγεται γενικός δικονομικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ελέγχεται κάθε μορφή ανισχύρου των διαδικαστικών πράξεων, που πηγάζει από άμεση παραβίαση διάταξης δικονομικής φύσης (ΟλΑΠ 2/2001, ΑΠ 933/2019). Ειδικότερα, με τον όρο "απαράδεκτο" νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, δηλαδή αυτό που δημιουργείται από την αθέτηση - παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (Ολ ΑΠ 2/2001, ΑΠ 480/2020, ΑΠ 175/2019, ΑΠ 1496/2017). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το απαράδεκτο αφορά μόνο στις "επιτευκτικές" διαδικαστικές πράξεις, δηλαδή εκείνες που τείνουν στη δημιουργία των αναγκαίων όρων για την έκδοση συγκεκριμένης απόφασης, ώστε η κατ' αποτέλεσμα ενέργειά τους να εκδηλώνεται με την απόφαση και μόνο δυνάμει αυτής (ΑΠ 927/2019, ΑΠ 357/2018). Έτσι, με τον ανωτέρω, από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, αναιρετικό λόγο ελέγχονται, πλην άλλων, το παραδεκτό της ασκήσεως των ενδίκων μέσων (ΑΠ 371/2008), των προσθέτων λόγων εφέσεως, της αντεφέσεως, των ανακοπών (άρθρα 583 επ. 632, 933 ΚΠολΔ) και των προσθέτων λόγων αυτών, καθώς και το παραδεκτό της προβολής των ισχυρισμών (ΑΠ 1206/2019, ΑΠ 2081/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δωδέκατο λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο με το να απορρίψει ως αόριστη την βάση της αγωγής του την στηριζόμενη στην αιτιώδη αναγνώριση χρέους. Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι ενάγων και ήδη αναιρεσείων ισχυρίστηκε με αυτή τα εξής: "Με τον δεύτερο εναγόμενο (ήδη δεύτερο αναιρεσίβλητο) έχοντας αναπτύξει μεταξύ μας μια σχέση εμπιστοσύνης και φιλίας από τα μαθητικά μας χρόνια, αποφασίσαμε να συνεργαστούμε και επαγγελματικά. Έτσι, με το από 14.9.1989 Ιδιωτικό Συμφωνητικό (Καταστατικό) και με τους σε αυτό ειδικούς όρους και συμφωνίες συστήσαμε την πρώτη των εναγομένων (ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη) ομόρρυθμη εμπορική εταιρεία, με την επωνυμία "... Ο.Ε." με έδρα την πόλη της Πάτρας και οριστήκαμε με το ίδιο έγγραφο και οι δύο διαχειριστές της εταιρείας έχοντες τα αυτά δικαιώματα και υποχρεώσεις, αλλά και την εκπροσώπησή της εν παντί. Το καταστατικό αυτό δημοσιεύτηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου ... με αυξ. αριθ. .... Εν συνεχεία και με το από 5.9.2000 ιδιωτικό συμφωνητικό, που επίσης δημοσιεύτηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου ..., με αυξ. αριθ. ..., τροποποιήθηκε το αρχικό συμφωνητικό και προσθέσαμε και διακριτικό τίτλο στην εταιρεία αυτή, τον "...". Ο σκοπός της εταιρείας, όπως διαμορφώθηκε μετά την ανωτέρω τροποποίηση, ήταν η εκμετάλλευση κυλικείου - παρασκευαστηρίου έτοιμων φαγητών - εστιατορίου και παντός ομοειδούς αντικειμένου, καθώς και η ίδρυση και εκμετάλλευση υποκαταστημάτων εντός της Ελληνικής Επικράτειας, συναφών με την ανωτέρω δραστηριότητα. Ως διάρκεια της εταιρείας συμφωνήθηκε ότι, εάν μετά την πάροδο της διετίας από την ίδρυσή της, δεν καταγγελθεί από κάποιον από τους συνεταίρους, θα παρατείνεται για αόριστο χρόνο. Μη καταγγελθείσης της εταιρείας από κανέναν, η διάρκειά της κατέστη αορίστου διαρκείας, υφισταμένης και λειτουργούσης μέχρι σήμερα και στην ανωτέρω έδρα. Η συμμετοχή μας στο κεφάλαιο, αλλά και στις κερδοζημιές ορίστηκε σε ποσοστό 50% για τον καθένα μας πέραν την ανωτέρω από κοινού διαχείρισής της.... Λόγω ακριβώς της ευόδωσης των σκοπών της εταιρείας αυτής, και επειδή γίναμε γνωστοί στην περιφέρεια της Αχαΐας και όλης της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, όταν το Πανεπιστήμιο ... προκήρυξε μειοδοτικό διαγωνισμό για εκμίσθωση του εστιατορίου και του κυλικείου του, αποφασίσαμε να συμμετάσχουμε σε αυτόν. Για το λόγο αυτό με το από 6.9.2004 ιδιωτικό συμφωνητικό, συστήσαμε και νέα εταιρεία με την επωνυμία "... Ο.Ε.", η οποία και δημοσιεύτηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου ... με αυξ. αριθ. .... Η εταιρεία όμως αυτή λόγω των υπερβολικών απαιτήσεων του Πανεπιστημίου, αν και ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις εν τούτοις δεν πήγε καλά και από την πρώτη στιγμή δυστυχώς υπήρξε ζημιογόνος, παρά τις άοκνες προσπάθειες που καταβλήθηκαν. Τις ετήσιες και αποδεδειγμένες ζημίες εκ της λειτουργίας της εταιρείας αυτής συμψηφίζαμε και οι δύο εταίροι στις ετήσιες φορολογικές δηλώσεις που υποβάλαμε, με τα αναμφισβήτητα σημαντικότατα κέρδη της κερδοφόρου πρώτης εναγομένης (ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης). Επιπροσθέτως, και συνεπεία της εμπιστοσύνης που είχα προς τον δεύτερο των εναγομένων (ήδη δεύτερο αναιρεσίβλητο) προκειμένου να ανταποκριθούμε στις αυξημένες ανάγκες λειτουργίας της ανωτέρω ζημιογόνου εταιρείας, καταφύγαμε σε δανεισμό και αναγκάστηκα να προσημειώσω και την ατομική μου ακίνητη περιουσία, κάτι που δεν έκανε ο δεύτερος των αντιδίκων (δεύτερος αναιρεσίβλητος). Με την πάροδο του χρόνου και μη υπαρχούσης δυνατότητας συνέχισης της συνεργασίας με το Πανεπιστήμιο ..., αυτό κήρυξε έκπτωτη τη μισθώτρια ως άνω δεύτερη κοινή με τον δεύτερο εναγόμενο (αναιρεσίβλητο) εταιρεία μας και έτσι από το έτος 2009 τέθηκε σε αδράνεια, χωρίς την παραμικρή δραστηριότητα και λύθηκε και τυπικά από το έτος 2014. Κατά το διάστημα που υπήρχαν οι δύο εταιρείες σε λειτουργία, όπως είχαμε συμφωνήσει με τον δεύτερο αντίδικο (αναιρεσίβλητο), εκείνος είχε ως καθημερινή ενασχόλησή του, τα ζητήματα της πρώτης εταιρείας μας (πρώτης αναιρεσίβλητης) και εγώ της άλλης, ενώ συνεχώς ενημερώναμε ο ένας τον άλλον για τεκταινόμενα στις δύο εταιρείες μας. Ως ήτο φυσικό, ως εκ της θέσεως της εταιρείας ... Ο.Ε. σε αδράνεια, απαίτησα να δραστηριοποιηθώ εκ νέου ενεργά στην διαχείριση της λειτουργούσας κερδοφόρου αρχικής εταιρείας πλην όμως ο δεύτερος αντίδικος (αναιρεσίβλητος) με διάφορες κάθε φορά προφάσεις με απέτρεπε προς τούτο και τελικώς αρνήθηκε να μου επιτρέψει την ενασχόλησή μου με αυτήν, ούτε βεβαίως να λάβω γνώση και των βιβλίων και της εν γένει πορείας των εταιρικών υποθέσεων. Έτσι αναγκάστηκα με την από 24.9.2014 εξώδικη δήλωσή μου, που του κοινοποιήθηκε στις 1.10.2014, να του ζητήσω να με ενημερώσει για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων, και μάλιστα απαίτησα να λάβω γνώση των βιβλίων και στοιχείων της εταιρείας. Εκείνος, όμως, προφασιζόμενος επείγουσα εργασία, αρνήθηκε ισχυριζόμενος ότι τα βιβλία ευρίσκονται στον λογιστή της εταιρείας στον οποίο με παρέπεμψε προκειμένου να λάβω γνώση των οικονομικών της στοιχείων. Ο λογιστής όμως στον οποίο απευθύνθηκα, ισχυρίστηκε ότι τα βιβλία ευρίσκονται στο εταιρικό κατάστημα. Επισκεφθείς και πάλι το εταιρικό κατάστημα, από το οποίο ο αντίδικος (δεύτερος αναιρεσίβλητος) είχε εξαφανιστεί, αρμόδιος υπάλληλος - συγγενής του, αρνήθηκε να μου επιτρέψει να λάβω γνώση των οικονομικών στοιχείων της εταιρείας, πράγμα το οποίο δεν επετεύχθη ούτε μετά από συνεχείς επισκέψεις μου εκεί, με συνέπεια να στερούμαι της δυνατότητας αλλά και του δικαιώματός μου, γνώσεως των εταιρικών υποθέσεων και της εν γένει πορείας της εταιρείας. Καθ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας της ανωτέρω εταιρείας, η οποία ήταν κερδοφόρος, ο δεύτερος αντίδικος (αναιρεσίβλητος) δια του κοινού μας λογιστή, αλλά και της εταιρείας, κ. Δ. Π., συνέτασσε ο ίδιος τις φορολογικές δηλώσεις, τις δικές του, της εταιρείας αλλά και τις δικές μου, κατά το μέρος που αφορούσε στα εισοδήματά μου (αμοιβές διαχείρισης και διανομή κερδών) από την εταιρεία και εγώ καλοπίστως φερόμενος, αφού του είχα εμπιστοσύνη, του το επέτρεπα και προσδοκούσα στην είσπραξη των ποσών αυτών, ήτοι των ποσών που αναφέρονταν στις ετήσιες φορολογικές μου δηλώσεις. Συγκεκριμένα, αν και ο ως άνω λογιστής κατ' εντολή του δευτέρου εναγομένου (αναιρεσίβλητου) δήλωνε τα αναλογούντα σε εμένα, ως έχοντος 50% συμμετοχή στα κέρδη της εταιρείας ποσά, εν τούτοις, ουδέποτε μου καταβλήθηκαν αυτά είτε από τον δεύτερο των εναγομένων (αναιρεσίβλητο) είτε από την πρώτη τούτων (αναιρεσίβλητη). Τουναντίον, τα διάφορα χρηματικά ποσά τα οποία έπρεπε να μου καταβάλλονται ετησίως, είτε επρόκειτο για επιχειρηματικές αμοιβές είτε για διανομή κερδών μου κατά το ποσοστό μου, τα αναλάμβανε από την πρώτη εναγομένη (αναιρεσίβλητη) και παρακρατούσε ο δεύτερος αντίδικος (αναιρεσίβλητος) ως de facto διαχειριστής της και είναι δεδομένο ότι τα χρηματικά ποσά αυτά δεν βρίσκονται στο ταμείο της εταιρείας ούτε εμφαίνονται στους ισολογισμούς της ως μετρητά εν ταμείω. Μάλιστα προκειμένου να μου δείξει ο δεύτερος των αντιδίκων (αναιρεσίβλητος) ότι εξακολουθούν οι φιλικές μας σχέσεις και να συνεχίσει πείθοντάς με ότι όλα βαίνουν καλώς και ομαλώς, κατέβαλε ο ίδιος τους αναλογούντες σε μένα και με βάση τις φορολογικές μου δηλώσεις φόρους εισοδήματος, λέγοντάς μου ότι τα υπόλοιπα ποσά, ήτοι τα καθαρά μετά τους φόρους τοιαύτα θα μου τα κατέβαλε εν καιρώ, δεδομένου όπως μου έλεγε, ότι προσωρινώς τα χρειαζόταν είτε ο ίδιος είτε η εταιρεία (πρώτη αναιρεσίβλητη). Μάλιστα, όπως εκ των υστέρων υποθέτω, ενδέχεται τα δηλωθέντα, έστω και κατά τον ανωτέρω τρόπο κέρδη και επιχειρηματική αμοιβή που μου αναλογούσαν να ήταν κατά πολύ κατώτερα των πραγματικών και η υποψία μου αυτή στηρίζεται στην άρνηση του δευτέρου αντιδίκου (αναιρεσίβλητου) να έχω πρόσβαση στα βιβλία και οικονομικά στοιχεία της εταιρείας. Συγκεκριμένα, για τα κατωτέρω οικονομικά έτη, δηλώθηκαν με εντολή του δεύτερου αντιδίκου (αναιρεσίβλητου) στις φορολογικές μου δηλώσεις, χωρίς όμως και να εισπράξω, ως επιχειρηματική αμοιβή και καθαρά κέρδη τα εξής ποσά ... Δηλαδή συνολικά (για τα οικονομικά έτη 2009 - 2014) δήλωσε στις φορολογικές μου δηλώσεις ο δεύτερος αντίδικος (αναιρεσίβλητος) για λογαριασμό μου, μέσω του κοινού μας λογιστή ως επιχειρηματική αμοιβή και αναλογούντα κέρδη που με αφορούσαν, το ποσό των ... 724.331,59 ευρώ. Τα ποσά αυτά, αν και ο δεύτερος αντίδικος (αναιρεσίβλητος) με συνεχείς υποσχέσεις του μου δήλωνε ότι τα μου τα καταβάλει είτε ο ίδιος είτε η πρώτη των εναγομένων (αναιρεσίβλητη) εν τούτοις ουδέποτε μου καταβλήθηκαν από κανέναν εκ των δύο αντιδίκων... Επειδή τα ποσά αυτά έπρεπε να μου έχουν καταβληθεί ετησίως και δη κατά τον χρόνο διανομής των μερισμάτων, ήτοι εντός του πρώτου τριμήνου κάθε έτους. Επειδή κάθε πρώτο τρίμηνο του έτους έπρεπε να μου καταβάλλονται από την πρώτη των αντιδίκων (αναιρεσίβλητη) τα εις εμέ ανωτέρω αναλογούντα ποσά, τα οποία αφορούσαν τις επιχειρηματικές αμοιβές και τα κέρδη μου του αμέσως προηγούμενου έτους. Επειδή ο δεύτερος των αντιδίκων (αναιρεσίβλητος) με την ιδιότητά του ως διαχειριστού της εταιρείας έχει ο ίδιος αναλάβει τα ανωτέρω ποσά από το ταμείο της πρώτης των αντιδίκων και τα οικειοποιήθηκε αφού ουδέποτε μου τα απέδωσε και αρνείται πάλι να το κάνει... Επειδή η πρώτη αντίδικος (αναιρεσίβλητη) μου οφείλει τα ανωτέρω ποσά στα πλαίσια της συμβατικής μας σχέσης, αφού στα κέρδη αυτής συμμετέχω κατά ποσοστό 50%, και όφειλε να τα καταβάλει απευθείας σε μένα και όχι δια του δευτέρου των αντιδίκων. Επειδή ο δεύτερος αντίδικος που εισέπραξε για λογαριασμό μου τα ως άνω ποσά, τα οποία όλως παρανόμως παρακρατεί και έχει ιδιοποιηθεί και συνεπώς μου τα οφείλει, κατά τα ανωτέρω, και κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, και ως διαχειριστής και ομόρρυθμο μέλος της πρώτης αντιδίκου. Άλλως και επικουρικά, και οι δύο εναγόμενοι μου τα οφείλουν με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον κατέστησαν πλουσιότεροι κατά τα ανωτέρω ποσά χωρίς νόμιμη αιτία, εις βάρος της ατομικής μου περιουσίας και ο πλουτισμός αυτός σώζεται". Με βάση το ιστορικό αυτό ο αναιρεσείων ζήτησε να του καταβάλουν οι αναιρεσίβητοι το συνολικό ποσό των 724.331,59 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής". Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή κατά το σκέλος, με το οποίο ο ενάγων αναιρεσείων επιχειρεί να θεμελιώσει αξίωση από σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους μεταξύ αυτού και του δεύτερου εναγομένου αναιρεσίβλητου, είναι αόριστη διότι ο αναιρεσείων δεν επικαλείται καθόλου περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι τα διάδικα μέρη επιδίωξαν τη δημιουργία μιας νέας αυτοτελούς ενοχής ή εάν απέβλεψαν στη δημιουργία απλού αποδεικτικού μέσου, με τη μορφή της εξώδικης ομολογίας κατ' άρθρο 352 ΚΠολΔ, ή, ενδεχομένως, στη διακοπή της παραγραφής κατ' άρθρο 260 ΑΚ, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως ότι η βάση της αγωγής από σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους είναι αόριστη, όχι παρά το νόμο κήρυξε ακυρότητα και, ως εκ τούτου, ο δωδέκατος, από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης κατά το β' σκέλος του, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249 παρ. 1 του ν. 4072/2012, που κατά το άρθρο 294 § 1 αυτού εφαρμόζεται και στις εταιρείες, οι οποίες κατά την έναρξη ισχύος του δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση, χαρακτηριστικά της ομόρρυθμης εταιρείας είναι, μεταξύ άλλων, α) η επιδίωξη από κοινού από τους εταίρους, εμπορικού σκοπού, στους οποίους περιλαμβάνεται και η εκμετάλλευση κυλικείων παρασκευαστηρίων ετοίμων φαγητών και καφενείων και β) η συμμετοχή των εταίρων στα κέρδη από την επιδίωξη από κοινού του εκάστοτε επιδιωκόμενου εμπορικού σκοπού. Κατά το άρθρο 255 του ίδιου ως άνω νόμου, κάθε εταίρος έχει δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη της εταιρείας κατά το ποσοστό συμμετοχής του, εφόσον υπάρχει τέτοια συμφωνία, άλλως, στην περίπτωση μη ύπαρξης συμφωνίας, το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη είναι κατά ίσα μέρη, ανεξάρτητα από την εισφορά κάθε εταίρου. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 72, 759, 777 εδάφ. α', 780 εδάφ. α', 781, 782 και 784 του ΑΚ και 249 του Ν. 4072/2012, προκύπτει ότι η ομόρρυθμη εταιρεία που τήρησε τις διατυπώσεις δημοσιότητας και έχει νομική προσωπικότητα, έχει δική της περιουσία και διατηρεί τη νομική προσωπικότητά της μέχρι πέρατος της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες αυτής. Κύριος των εισφορών των εταίρων, των κερδών, που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της, και των εν γένει αποκτημάτων από τη διαχείριση και γενικότερα φορέας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, που αποτελούν την εταιρική περιουσία, μέχρι τη ρευστοποίηση και τη διανομή αυτής, είναι το νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρείας.
Συνεπώς, μόνο το νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρείας νομιμοποιείται παθητικά στη δίκη κατόπιν αγωγής κάποιου από τους εταίρους για την καταβολή της αναλογίας των κερδών και όχι τα ομόρρυθμη μέλη ή ο διαχειριστής ή ο εκκαθαριστής αυτής (ΑΠ 224/2016, ΑΠ 2349/2009). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, κατά την οποία, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 330 ΑΚ, προκύπτει ότι, για να θεμελιωθεί υποχρέωση προς αποζημίωση από αδικοπραξία, απαιτείται: α) παράνομη συμπεριφορά προσώπου, δηλαδή ενέργεια ή παράλειψη, που αντίκειται σε συγκεκριμένο επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δίκαιου ή σε γενική επιταγή της έννομης τάξης και προσβάλλει δικαίωμα ή προστατευόμενο έννομο συμφέρον άλλου προσώπου, β) υπαίτια συμπεριφορά, δηλαδή ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενη σε δόλο ή αμέλεια, γ) επέλευση ζημίας άλλου προσώπου (παθόντος) και δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του υπόχρεου και της ζημίας του παθόντος. Μορφή αδικοπραξίας, με την ανωτέρω έννοια, συνιστά και η αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων, του άρθρου 375 ΠΚ, κατά την οποία τιμωρείται εκείνος που ιδιοποιείται παράνομα χρηματικό ποσό που βρέθηκε στην κατοχή του, το οποίο ανήκει σε τρίτο πρόσωπο. Από το συνδυασμό όλων των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι κυρία των κερδών που πραγματοποιούνται κατά το στάδιο της παραγωγικής της λειτουργίας είναι η έχουσα νομική προσωπικότητα ομόρρυθμη εταιρεία, ο δε εταίρος ή διαχειριστής ο οποίος λαμβάνει στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο και ιδιοποιείται παράνομα το χρηματικό ποσό των κερδών που η εταιρεία οφείλει να καταβάλει προς κάποιον από τους λοιπούς ομόρρυθμους εταίρους, η σχετική αδικοπραξία, με τη μορφή της υπεξαίρεσης, τελείται εις βάρος της ομόρρυθμης εταιρείας, η οποία εξακολουθεί να είναι κυρία των χρημάτων αυτών και της οποίας η περιουσία βλάπτεται από την παράνομη και υπαίτια αυτή συμπεριφορά, ενώ η εναντίον της αξίωση για καταβολή προς τον ομόρρυθμο εταίρο του χρηματικού ποσού των κερδών που του αναλογούν, με βάση την εταιρική σύμβαση, παραμένει άθικτη και μετά την τέλεση της εις βάρος της υπεξαίρεσης. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή αμέσως ζημιωθείσα από την ανωτέρω περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά (υπεξαίρεση) είναι η ομόρρυθμη εταιρεία και όχι οι ομόρρυθμοι εταίροι, αφού οι τελευταίοι θεωρούνται ότι υπέστησαν έμμεση ζημία από την ανωτέρω πράξη, ανεξάρτητα αν η αξίωση τούτων στρέφεται κατά τρίτων ή άλλων ομορρύθμων μελών, που ζημίωσαν το νομικό πρόσωπο της εταιρείας (ΑΠ 1364/2022, ΑΠ 1648/2014). Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ' αυτό της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάσταχτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 482/2022). Η διακρίβωση των πράξεων, με τις οποίες ο δικαιούχος άσκησε το δικαίωμά του στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί πραγματικό ζήτημα και κρίνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας, η κρίση του όμως αυτή, ότι ορισμένη συμπεριφορά υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς τα όρια που θέτουν τα παραπάνω κριτήρια είναι νομική και επομένως υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Ο Άρειος Πάγος, δηλαδή, ελέγχει μόνο αν τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας, συνιστούν την προεκτεθείσα νομική έννοια του άρθρου 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 482/2022, ΑΠ 218/2020). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή (ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Η παραβίαση δηλαδή από τη διάταξη αυτή πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, η οποία στηρίζει το δικανικό συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού, η έλλειψη δε μείζονος προτάσεως και οι τυχόν εσφαλμένες κρίσεις του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την έννοια της διάταξης του ουσιαστικού νόμου και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της, δεν ιδρύουν αυτές και μόνο λόγο αναίρεσης, αν δεν συνέχονται με την ουσιαστική του κρίση (Ολ. Α.Π. 3/1997, ΑΠ 1638/2022, ΑΠ 903/2010). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή της (ΟλΑΠ 20/2005, ΟλΑΠ 32/1996), αλλιώς ο λόγος αυτός είναι αόριστος και γι' αυτό απορριπτέος ως απαράδεκτος. Τέλος, η νομιμοποίηση του διαδίκου, αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 68 ΚΠολΔ, ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας.
Συνεπώς, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου ότι συντρέχει ή όχι η προϋπόθεση αυτή ιδρύει τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 915/2021, ΑΠ 42/2021). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. (ΟλΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Περαιτέρω, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 18/2008, ΟλΑΠ 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 50/2020, ΑΠ 2/2019, ΑΠ 708/2017).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με το από 14-9-1989 ιδιωτικό συμφωνητικό, που δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου ..., με αριθμό ..., ο ενάγων, και ήδη εκκαλών (αναιρεσείων), και ο δεύτερος εναγόμενος, και ήδη δεύτερος των εφεσίβλητων (δεύτερος αναιρεσίβλητος), συνέστησαν την πρώτη εναγομένη, και ήδη πρώτη εφεσίβλητη (πρώτη αναιρεσίβλητη), ομόρρυθμη εταιρία, με την επωνυμία "... ΟΕ", με έδρα την Πάτρα, και επί της οδού ... και .... Σκοπός της εταιρίας συμφωνήθηκε η από κοινού ίδρυση και εκμετάλλευση καταστήματος εστιατορίου καφενείου και η διάρκεια της ορίσθηκε κατ' αρχήν για δύο έτη και αν μετά την πάροδο της διετίας δεν καταγγελθεί από κάποιον από τους εταίρους θα παρατείνεται για αόριστο χρόνο. Διαχειριστές και νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρίας ορίσθηκαν και οι δύο ομόρρυθμοι εταίροι, οι οποίοι αρχικά θα ενεργούσαν από κοινού, υπογράφοντες κάτω από την εταιρική επωνυμία, ενώ θα μπορούσε να ενεργήσει κάθε πράξη διαχείρισης της εταιρίας και ο ένας μόνο από τους εταίρους, εφ' όσον είχε νόμιμη εντολή και πληρεξουσιότητα από τον άλλον, ειδικά, όμως, όσον αφορά την έκδοση, αποδοχή, οπισθογράφηση συναλλαγματικών και γραμματίων, έκδοση επιταγών, εγγυητικών επιστολών για τη σύναψη δανείων, παροχή ασφαλειών κλπ θα απαιτείτο η υπογραφή και των δύο εταίρων. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι τα κέρδη και οι ζημίες θα κατανέμονται εξίσου μεταξύ των εταίρων και ότι αυτοί υποχρεούνται στην παροχή προσωπικής εργασίας για την ευόδωση του σκοπού της πρώτης εναγομένης (7ος και 8ος όρος). Στη συνέχεια, με την από 5-9-2000 έγγραφη τροποποίηση του παραπάνω καταστατικού, που δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου ... με αριθμό ..., οι ομόρρυθμοι εταίροι, ενάγων και δεύτερος εναγόμενος, τροποποίησαν το παραπάνω καταστατικό, της πρώτης εναγομένης εταιρίας, ως προς το σκοπό, την έδρα και την εκπροσώπηση της, ενώ πρόσθεσαν και τον διακριτικό "...". Ειδικότερα, με το άρθρο 2 αυτού, σκοπός της εταιρίας, ορίσθηκε η εκμετάλλευση κυλικείου - παρασκευαστηρίου ετοίμων φαγητών - εστιατορίου και παντός ομοειδούς αντικειμένου, καθώς και η ίδρυση και εκμετάλλευση υποκαταστημάτων εντός της Ελληνικής Επικράτειας, συναφών με την πιο πάνω δραστηριότητα, με το άρθρο 3 αυτού, έδρα της εταιρίας ορίσθηκε ο δήμος Ρίου ... επί της ΠΕΟ ... και με το άρθρο 6, διαχειριστές και νόμιμοι εκπρόσωποι αυτής ορίσθηκαν οι δύο συνέταιροι που θα ενεργούν είτε από κοινού είτε και ο καθένας χωριστά υπογράφοντας κάτω από την εταιρική επωνυμία. Τον Οκτώβριο του έτους 2000, εξάλλου, η πρώτη εναγομένη, συμμετείχε σε μειοδοτικό διαγωνισμό και επέτυχε τη μίσθωση του κυλικείου - εστιατορίου, που βρίσκεται στα αμφιθέατρα της Σχολής Θετικών Επιστημών του Πανεπιστημίου ..., η δε πραγματική έναρξη λειτουργίας του κυλικείου, ως υποκαταστήματος της πρώτης εναγομένης, άρχισε τον Οκτώβριο του έτους 2001, με το διακριτικό τίτλο "...", καθ' όσον έπρεπε να αρθούν εκκρεμή ζητήματα με τον προηγούμενο μισθωτή. Η πορεία της πρώτης εναγομένης ήταν ανοδική και κερδοφόρα, διατηρούσα δύο επιχειρηματικά κέντρα δραστηριοτήτων, τόσο στο κεντρικό της κατάστημα στην έδρα της στο Ρίο ..., με το διακριτικό τίτλο "...", με κύριο αντικείμενο το catering και εν γένει την εστίαση, όσο και το υποκατάστημα της στο χώρο του Πανεπιστημίου ..., δηλαδή το παραπάνω κυλικείο - εστιατόριο, με το διακριτικό τίτλο "...". Περί το έτος 2002, ο ενάγων και ο δεύτερος εναγόμενος, συμφώνησαν να διαχωρίσουν την από κοινού ενασχόληση τους, αναφορικά με τα προαναφερθέντα δυο καταστήματά τους, και ο ενάγων να αναλάβει την καθημερινή ενασχόληση και την εν τοις πράγμασι διαχείριση του υποκαταστήματος "..." και ο δεύτερος εναγόμενος του "...", στην έδρα της πρώτης εναγομένης. Από το έτος 2002, μέχρι το έτος 2004 και οι δύο αυτές επιχειρήσεις λειτουργούσαν υπό την ίδια νομική και φορολογική προσωπικότητα της πρώτης εναγομένης εταιρίας "...", όμως ο καθένας είχε τη διαχείριση και εν γένει ευθύνη για τη λειτουργία της επιχείρησης που είχε αναλάβει, όπως προελέχθη. Το έτος 2004, συμφωνήθηκε μεταξύ των συνεταίρων να επέλθει χωρισμός των παραπάνω δραστηριοτήτων, φορολογικά και νομικά, και προς τούτο συμφωνήθηκε να ιδρύσει ο ενάγων δική του εταιρία. Έτσι, με το από 6-9-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό, που δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου ..., με αύξοντα αριθμό ..., συστάθηκε ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "... Ο.Ε.", με έδρα το Πανεπιστήμιο ... Α.Θ.Ε., με σκοπό τη λειτουργία κυλικείου εστιατορίου και όλων των συναφών δραστηριοτήτων, μοναδικό διαχειριστή και εκπρόσωπο τον ενάγοντα και διάρκεια δεκαετή, που θα παρατείνεται για ίσο χρονικό διάστημα αυτοδικαίως κατά τη λήξη της, εφ' όσον ουδείς των εταίρων δηλώσει εγγράφως στον άλλο δύο μήνες προ της λήξεως ότι δεν επιθυμεί την παράταση της εταιρίας. Στην εταιρία αυτή, φαινομενικά, μόνον, συμμετείχε ως ομόρρυθμο μέλος ο δεύτερος εναγόμενος, με ποσοστό 5%, ενώ στην πραγματικότητα η επιχείρηση που εκμεταλλευόταν η εταιρία αυτή ανήκε στον ενάγοντα, ο οποίος και λάμβανε, εξ ολοκλήρου, τα κέρδη της εκμετάλλευσης αυτής, ενώ είχε αναλάβει και την τήρηση όλων των λογιστικών και φορολογικών της στοιχείων, με τον κοινό τους λογιστή, εξετασθέντα πρωτοδίκως, ως μάρτυρα, Δ. Π.. Ο λόγος δε που ο δεύτερος εναγόμενος συμμετείχε εικονικά κατά το παραπάνω ποσοστό (5%) στην προαναφερθείσα εταιρία "... ΟΕ", ήταν η ήδη καταρτισθείσα με το Πανεπιστήμιο ... σύμβαση, στην οποία μετείχε η πρώτη εναγομένη, η οποία και έλαβε μέρος στη δημοπρασία. Έτσι, για να συνεχισθεί η μίσθωση του εστιατορίου με την εν λόγω εταιρία απαιτήθηκε από την Εταιρία Διαχείρισης της Περιουσίας του Πανεπιστημίου ... και η συμμετοχή του δευτέρου εναγομένου σ' αυτήν, λόγω και της φερεγγυότητας του. Αν και προφορικά, μεταξύ των συνεταίρων, όπως προελέχθη, συμφωνήθηκε ήδη από το έτος 2002 ο διαχωρισμός των δραστηριοτήτων τους, όσον αφορά τα προαναφερθέντα, και εν τοις πράγμασι ο ενάγων ανέλαβε αποκλειστικά τη λειτουργία του κυλικείου και στη συνέχεια εξ ολοκλήρου τη συσταθείσα ως άνω ομόρρυθμη εταιρία "... ΟΕ", και ο δεύτερος εναγόμενος το catering και εξ ολοκλήρου την πρώτη εναγομένη εταιρία, με αποτέλεσμα ο ενάγων να παύσει ήδη από το έτος αυτό (2002) οποιαδήποτε συμμετοχή του σε κέρδη και ζημίες της πρώτης εναγομένης εταιρίας, τη διαχείριση της οποίας ανέλαβε αποκλειστικά ο δεύτερος εναγόμενος, λαμβάνοντας και τα κέρδη από την εκμετάλλευση της, όπως, αντίστοιχα, έπραττε ο ενάγων αναφορικά με την παραπάνω επιχείρηση του, οι αντίδικοι (ενάγων και δεύτερος εναγόμενος) δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε τροποποίηση του καταστατικού της δεύτερης εναγομένης, "... Ο.Ε.", κατά τον παραπάνω χρόνο. Ούτε, εξάλλου, συνέταξαν κάποιο έγγραφο, στο οποίο να εμπεριέχεται η αληθής αυτή βούληση τους, περί εικονικής πλέον συμμετοχής του ενάγοντος στην πρώτη εναγομένη εταιρία.
Συνεπώς ... η συμμετοχή του ενάγοντος στην πρώτη εναγομένη εταιρία, δεν καθίσταται φαινομενική από το έτος 2002 και εφεξής, καθ' όσον η εικονική δήλωση, όπως και τα λοιπά ελαττώματα της βουλήσεως των εταίρων, μπορούν να παρουσιασθούν κατά τη σύναψη της εταιρικής σύμβασης ή κατά τις τροποποιήσεις της. Και τόσο κατά το χρόνο σύναψης του καταστατικού της και δη στις 14-9-1989 όσο και κατά το χρόνο τροποποίησης αυτού, την 5-9-2000, και οι δύο συνεταίροι συμμετείχαν στην πρώτη εναγομένη εταιρία, κανονικά, αφού η βούληση τους αυτή, μεταβλήθηκε το έτος 2002, οπότε και διαχώρισαν τις αρμοδιότητες τους, ως ανωτέρω ελέχθη. Η δε σύσταση της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "... ΟΕ", που έλαβε χώρα την 6-9-2004 και, όπως αποδείχθηκε, ήταν εικονική ως προς τη συμμετοχή του δεύτερου εναγομένου (σε ποσοστό 5%), καθ' όσον τα συμβαλλόμενα μέρη επιθυμούσαν εξ ολοκλήρου να τη διαχειρίζεται και να συμμετέχει στα κέρδη και τις ζημίες αυτής αποκλειστικά ο ενάγων, εμπεριέχει βούληση των μερών μόνο για την εταιρία αυτή. Το καταστατικό δε της εν λόγω εταιρίας ουδόλως αναφέρεται στην πρώτη εναγομένη εταιρία και στη βούληση των μερών για αποχώρηση του ενάγοντος από αυτήν, η οποία, όμως, ήταν αληθινή και η πρώτη εναγομένη λειτούργησε εν τοις πράγμασι, όπως ανωτέρω ελέχθη, από το έτος 2002 και εφεξής. Ούτε, όμως, θα μπορούσε το εν λόγω καταστατικό συστάσεως μιας άλλης εταιρίας να θεωρηθεί ότι υποκρύπτει βούληση των εταίρων για λύση της πρώτης εναγομένης και αποχώρηση του ενάγοντος από αυτήν, εφ' όσον τούτα δεν αναφέρονται ρητώς σε αυτό (καταστατικό). Να σημειωθεί, ότι η διάταξη του άρθρου 764 ΑΚ ουδόλως παραβιάζεται από την προταθείσα από την πρώτη εναγομένη ένσταση εικονικότητας της συμμετοχής του ενάγοντος σ' αυτήν, όπως εσφαλμένως διατείνεται ο ενάγων με σχετικό λόγο έφεσης του, καθ' όσον, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα, είναι θέμα αποδείξεως, αν είναι ή όχι δικαιολογημένος ο εν λόγω αποκλεισμός, εν όλω ή εν μέρει.
Συνεπώς, σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, έσφαλε η εκκαλουμένη, που δέχθηκε ως ουσία βάσιμη την, νομίμως προταθείσα από τους εναγομένους, ένσταση εικονικότητας της συμμετοχής του ενάγοντος στην πρώτη εναγομένη εταιρία από το έτος 2004 και εφεξής και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνουν δεκτοί οι σχετικοί περί τούτου λόγοι εφέσεως και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη. Πρέπει δε να διακρατηθεί η υπόθεση προς περαιτέρω έρευνα και να εξετασθεί κατ' άρθρο 535 ΚΠολΔ η περιεχόμενη στις πρωτόδικες προτάσεις της πρώτης εναγομένης ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος, που πρότεινε αυτή πρωτοδίκως και επαναφέρει στο παρόν Δικαστήριο, με το δικόγραφο των προτάσεων της. Από τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προέκυψε, ως ελέχθη, ότι από το έτος 2002 οι ενάγων και δεύτερος εναγόμενος συμφώνησαν προφορικά το διαχωρισμό των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους, ώστε ο καθένας τους να αναλάβει μία μόνον επιχείρηση, της οποίας θα έχει τον πλήρη έλεγχο και θα λαμβάνει τα κέρδη από την εκμετάλλευση της εξ ολοκλήρου, χωρίς καμία συμμετοχή (κέρδη και ζημίες) στην επιχείρηση του άλλου. Ο μεν ενάγων επέλεξε την αποκλειστική εκμετάλλευση της επιχείρησης "...", ο δε δεύτερος εναγόμενος την αποκλειστική εκμετάλλευση της "..." και δη της πρώτης εναγομένης. Έκτοτε, αν και στην πρώτη εναγομένη συμμετείχε, τυπικά, δυνάμει του καταστατικού της (14-9-1989) και της τροποποίησης αυτού (5-9-2000), ως ομόρρυθμο μέλος, και ο ενάγων σε ποσοστό 50%, εν τούτοις έπαψε να συμμετέχει σ' αυτήν ενεργά, καθ' οιονδήποτε τρόπο. Έτσι, από το έτος 2002 και εντεύθεν, ο δεύτερος εναγόμενος και μόνον λάμβανε όλες τις αποφάσεις για την πορεία και τη διαχείριση αυτής, προέβαινε σε όλες τις δοσοληψίες που αφορούσαν την εταιρία και τους προμηθευτές, εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις της (πρώτης εναγομένης) που προέκυπταν από τις ασφαλιστικές εισφορές προς το ΙΚΑ, το Δημόσιο, καθώς και κατέβαλε τους φόρους που προέκυπταν από την εμφαινόμενη, κατά τα παραπάνω, συμμετοχή του ενάγοντος σ' αυτήν, ενώ ο ενάγων ουδέποτε αιτήθηκε κέρδη από τη συμμετοχή του αυτή στην πρώτη εναγομένη εταιρία, για το χρονικό διάστημα από το έτος 2002 έως και το έτος 2008, παρόλο που ουδέποτε είχε λάβει τέτοια. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο και ο ενάγων διαχειριζόταν αποκλειστικά την επιχείρηση του εστιατορίου στο Πανεπιστήμιο ..., με την επωνυμία "...", λαμβάνοντας μόνος αυτός τα κέρδη της. Τα παραπάνω ενισχύονται και από το γεγονός ότι το έτος 2004 οι παραπάνω συνέστησαν ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "... ΟΕ", με έδρα το Πανεπιστήμιο ... Α.Θ.Ε. και σκοπό τη λειτουργία εστιατορίου, με μοναδικό διαχειριστή τον ενάγοντα, προκειμένου να επέλθει με τον τρόπο αυτό χωρισμός των δραστηριοτήτων τους, φορολογικά και νομικά. Παρά δε το γεγονός ότι η επιχείρηση που εκμεταλλευόταν η εταιρία αυτή ανήκε εξ ολοκλήρου στον ενάγοντα, συμμετείχε, όπως προελέχθη, σ' αυτήν και ο δεύτερος εναγόμενος εικονικά σε ποσοστό 5%. Και τούτο διότι, στη δημοπρασία για τη μίσθωση του κυλικείου -εστιατορίου στο Πανεπιστήμιο ..., συμμετείχε η πρώτη εναγομένη, της οποίας εταίρος ήταν και ο δεύτερος εναγόμενος και, ως εκ τούτου, έπρεπε αυτός να εμφαίνεται και στη νέα πιο πάνω εταιρία, που θα είχε εξ ολοκλήρου την εκμετάλλευση του (κυλικείου). Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, παρέμεινε και ο ενάγων στην πρώτη εναγομένη, και δη -επειδή υφίσταντο σε λειτουργία συμβάσεις με δημοσίους οργανισμούς, οι οποίες είχαν συναφθεί με την πρώτη εναγομένη εταιρία υπό την μορφή της "... Ο.Ε.", προκειμένου δηλαδή να αποφευχθεί τυχόν καταγγελία αυτών. Ο ενάγων, εξάλλου, μετά την παραπάνω συμφωνία με τον δεύτερο εναγόμενο για διαχωρισμό των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, εκτός της εκμετάλλευσης του χώρου του κυλικείου, ανέπτυξε, ατομικά, έντονη δραστηριότητα στο χώρο του catering και της εστίασης, παρέχοντας υπηρεσίες τροφοδοσίας, συνεστιάσεων και εκδηλώσεων και διατηρώντας εστιατόριο, δηλαδή ανέπτυξε επιχειρηματική δραστηριότητα όμοια με το σκοπό της πρώτης εναγομένης. Παρόλα αυτά, όμως, η τελευταία, ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε από την ανταγωνιστική αυτή επιχειρηματική δραστηριότητα του ενάγοντος, αν και απαγορεύεται ρητά με τον όρο 10 του από 14-9-1989 καταστατικού της, στον οποίο προβλέπεται ότι απαγορεύεται ρητά στους ομόρρυθμους εταίρους αυτής η ενέργεια πράξεων, που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με το σκοπό αυτής ατομικά και για λογαριασμό τους. Το παραπάνω καταδεικνύει τη βούληση των μερών για ανεξάρτητη επιχειρηματική δραστηριότητα και την "εν τοις πράγμασι" μη συμμετοχή του ενάγοντος στην πρώτη εναγομένη. Μετά τη λύση δε της εταιρίας του ενάγοντος "... Ο.Ε.", η οποία έλαβε χώρα το έτος 2014, ο ενάγων άρχισε να εκδηλώνει ενδιαφέρον για την πορεία της πρώτης εναγομένης. Απέστειλε δε στις 2-10-2014 την από 1-10-2014 εξώδικη δήλωση του, με την οποία ζήτησε να ενημερωθεί για την πορεία των εταιρικών της υποθέσεων και, όταν ο δεύτερος εναγόμενος του απέστειλε την από 20-11-2014 εξώδικη απάντηση του, στην οποία του ανέφερε για το χωρισμό των επιχειρήσεων τους από το έτος 2002, ο ενάγων με την από 13-1-2015 εξώδικη ανταπάντηση για πρώτη φορά έθεσε ζήτημα μη απόδοσης κερδών. Όλα τα παραπάνω, και δη ο διαχωρισμός, κατόπιν κοινής τους συμφωνίας, των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των αντιδίκων από το έτος 2002, η πορεία του ενάγοντος έκτοτε στον επιχειρηματικό χώρο, και η εν γένει συμπεριφορά του, όπως ειδικώς προελέχθη, δημιούργησαν ευλόγως στην εναγομένη την πεποίθηση ότι το εκ της συμμετοχής του σ' αυτήν δικαίωμα του ενάγοντος δεν πρόκειται να ασκηθεί. Η άσκηση δε αυτού με την υπό κρίση αγωγή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που τίθενται για την λειτουργία του από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, και τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του εν λόγω δικαιώματος, αφού η κατ' ουσίαν παραδοχή της αγωγής θα έχει δυσμενείς συνέπειες για τα συμφέροντα της εναγομένης, διότι ενώ από το έτος 2002 ο ενάγων καρπώνεται ατομικά τα κέρδη της εταιρίας "... ΟΕ", χωρίς ουδεμία απαίτηση του δευτέρου εναγομένου, αιτείται αυτός (ενάγων) να καρπωθεί και μέρος των κερδών της εταιρίας "....", ενώ ουδόλως συμμετείχε στις ζημίες αυτής, δεν αποδείχθηκε δε ότι σε βάρος του ενάγοντος θα προκληθούν όμοιας φύσεως και βαρύτητας ή δυσμενέστερες συνέπειες. Κατόπιν τούτων, πρέπει, κατά ουσιαστική παραδοχή της εκ του άρθρου 281 ΑΚ ενστάσεως, την οποία κατά τα άνω πρότεινε η εναγομένη εταιρία, να απορριφθεί η αγωγή, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη." Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο αφού δέχθηκε την έφεση του αναιρεσείοντος και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, προχώρησε στην εξέταση κατ' ουσίαν της αγωγής, την οποία απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, καθόσον τα πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά πληρούσαν το πραγματικό της εν λόγω διάταξης και δικαιολογούσαν την παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της προβληθείσας από την πρώτη αναιρεσίβλητη εταιρεία ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του αναιρεσείοντος να ζητήσει τα αναλογούντα σ' αυτόν κέρδη από τη συμμετοχή του στην εν λόγω εταιρεία, δεδομένου ότι η αναφερόμενη αδράνεια του αναιρεσείοντος για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε συνδυασμό με τα αποδειχθέντα, κατά τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, πρόσθετα περιστατικά, ήτοι ότι : α) ο αναιρεσείων από το έτος 2002 ασχολούνταν αποκλειστικά με το κατάστημα - κυλικείο που βρισκόταν εντός του Πανεπιστημίου ... και από το έτος 2004 και εφεξής μέχρι το 2014 μέσω της νεοσυσταθείσας εταιρείας "....", β) ο δεύτερος αναιρεσίβλητος από το ίδιο έτος (2002) ασχολούνταν αποκλειστικά με την διαχείριση των υποθέσεων της πρώτης αναιρεσίβλητης, μέχρι το έτος 2014 οπότε λύθηκε η εταιρεία "...." και ο αναιρεσείων εκδήλωσε ενδιαφέρον για την πορεία της, γ) ο αναιρεσείων, εξακολουθώντας καθ' όλο το χρονικό αυτό διάστημα να έχει την ιδιότητα του εταίρου της πρώτης αναιρεσίβλητης, ανέπτυξε ατομικά έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα στο χώρο της εστίασης και της παρασκευής έτοιμων φαγητών (catering), δηλαδή δραστηριότητα ανταγωνιστική προς εκείνη της πρώτης αναιρεσίβλητης, κατά παράβαση του όρου 10 του καταστατικού αυτής (πρώτης αναιρεσίβλητης), σύμφωνα με τον οποίο απαγορεύεται ρητά στους ομόρρυθμους εταίρους αυτής η ενέργεια πράξεων που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με το σκοπό αυτής ατομικά και για λογαριασμό τους, ε) η πορεία του αναιρεσίβλητου στον επιχειρηματικό χώρο και η προαναφερόμενη συμπεριφορά του δημιούργησαν στην πρώτη αναιρεσίβλητη την εύλογη πεποίθηση ότι ο αναιρεσείων δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του προς απόληψη κερδών για το επίδικο χρονικό διάστημα, στ) η άσκηση του δικαιώματος για απόληψη κερδών θα έχει δυσμενείς συνέπειες για τα συμφέροντα της πρώτης αναιρεσίβλητης, ενώ από το άλλο μέρος δεν θα προκληθούν εις βάρος του αναιρεσείοντος αντίστοιχης φύσης και βαρύτητας ή δυσμενέστερες συνέπειες από την μη ικανοποίηση του δικαιώματός του προς απόληψη κερδών για το επίδικο χρονικό διάστημα, καθιστούν την μεταγενέστερη αυτή άσκηση του δικαιώματος του αναιρεσείοντος αντίθετη στα χρηστά ήθη, την καλή πίστη και τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό αυτού και συνεπώς καταχρηστική. Επομένως, ο όγδοος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Τέλος, υπό την επίκληση της παράβασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ο αναιρεσείων πλήττει με τον ίδιο λόγο αναίρεσης απαράδεκτα, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, την ουσιαστική κρίση του Εφετείου και κατά το μέρος αυτό ο όγδοος λόγος κατά το πρώτο σκέλος αυτού είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω, το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ' αυτήν επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, αναφέροντας στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της όλα τα αναγκαία περιστατικά που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές ως άνω αποδεικτικό της πόρισμα, με τις υποστηρίζουσες αυτό ειδικότερες παραδοχές, ήτοι: α) αναιρεσείων και ο δεύτερος αναιρεσίβλητος ίδρυσαν το έτος 1989 την πρώτη αναιρεσίβλητη ομόρρυθμη της οποίας αρχικά ήταν οι μόνοι ομόρρυθμοι εταίροι και παράλληλα αμφότεροι ήταν διαχειριστές της, β) στη συνέχεια μετά από συμφωνία των δύο εταίρων, ο μεν αναιρεσείων από το έτος 2002 ασχολούνταν αποκλειστικά με το κατάστημα - κυλικείο που βρισκόταν εντός του Πανεπιστημίου ... αρχικά ως υποκατάστημα της πρώτης αναιρεσίβλητης και από το έτος 2004 και εφεξής μέχρι το 2014 μέσω της νεοσυσταθείσας εταιρείας "....", ο δε δεύτερος αναιρεσίβλητος από το ίδιο έτος (2002) ασχολούνταν αποκλειστικά με την διαχείριση όλων των υπόλοιπων υποθέσεων της πρώτης αναιρεσίβλητης, μέχρι το έτος 2014 οπότε λύθηκε η εταιρεία "...." και ο αναιρεσείων το πρώτον εκδήλωσε ενδιαφέρον για την πορεία της, γ) ο αναιρεσείων εξακολούθησε καθ' όλο το χρονικό αυτό διάστημα να έχει την ιδιότητα του εταίρου της πρώτης αναιρεσίβλητης, χωρίς ωστόσο να ασχολείται με τη διαχείριση των υποθέσεών της, ο αναιρεσείων καθ' όλο το χρονικό αυτό διάστημα ανέπτυξε ατομικά έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα στο χώρο της εστίασης και της παρασκευής έτοιμων φαγητών (catering), δηλαδή δραστηριότητα ανταγωνιστική προς εκείνη της πρώτης αναιρεσίβλητης, η πορεία του αναιρεσίβλητου στον επιχειρηματικό χώρο και η προαναφερόμενη συμπεριφορά του δημιούργησαν στην πρώτη αναιρεσίβλητη την εύλογη πεποίθηση ότι ο αναιρεσείων δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του προς απόληψη κερδών για το επίδικο χρονικό διάστημα, η άσκηση του δικαιώματος για απόληψη κερδών θα έχει δυσμενείς συνέπειες για τα συμφέροντα της πρώτης αναιρεσίβλητης, ενώ από το άλλο μέρος δεν θα προκληθούν εις βάρος του αναιρεσείοντος αντίστοιχης φύσης και βαρύτητας ή δυσμενέστερες συνέπειες από την μη ικανοποίηση του δικαιώματός του προς απόληψη κερδών για το επίδικο χρονικό διάστημα. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης (κατά το δεύτερο σκέλος του), ο τέταρτος λόγος αναίρεσης (κατά το δεύτερο σκέλος του), ο πέμπτος λόγος αναίρεσης, ο έβδομος λόγος αναίρεσης (κατά το δεύτερο σκέλος του) και ο όγδοος λόγος αναίρεσης, με τους οποίους ισχυρίζεται τα αντίθετα ο αναιρεσείων, είναι αβάσιμοι. Με τους πρώτο και δεύτερο (κατά το πρώτο σκέλος) λόγους αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 764 και 180 ΑΚ, καθόσον δέχθηκε στη μείζονα σκέψη του, ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 764 ΑΚ, η οποία χαρακτηρίζει άκυρη τη συμφωνία με την οποία κάποιος εταίρος αποκλείεται από τα κέρδη, ότι, εφόσον ο ενόλω ή εν μέρει αποκλεισμός του εταίρου από τα κέρδη είναι δικαιολογημένος, τότε η ρήτρα αποκλεισμού του είναι έγκυρη. Επίσης, με τον τέταρτο λόγο (κατά το πρώτο σκέλος), ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την ειδικότερη αιτίαση της εσφαλμένης μη εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 249 παρ. 1 ν. 4072/2012 με την αιτίαση ότι εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε την ως άνω διάταξη κατά την οποία βασικό χαρακτηριστικό της ομόρρυθμης εταιρείας είναι, μεταξύ άλλων, η από κοινού επιδίωξη εκ μέρους των εταίρων κοινού εμπορικού σκοπού. Ωστόσο, ο αναιρεσείων δεν συνδέει το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση ερμηνευτικό σφάλμα της μείζονος πρότασης της με τις ουσιαστικές παραδοχές της τελευταίας. Επομένως, οι προβαλλόμενοι αυτοί λόγοι είναι απαράδεκτοι, διότι η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την έννοια της διατάξεως του ουσιαστικού νόμου και τις προϋποθέσεις εφαρμογής του δεν ιδρύει, αυτή και μόνη, σχετικό λόγο αναιρέσεως, αν δεν συνέχεται με την ουσιαστική του κρίση, πέραν του ότι οι ως άνω λόγοι αλυσιτελώς προβάλλονται, αφού διαπιστώνεται ότι το Εφετείο, εξετάζοντας στην ουσία την αγωγή του αναιρεσιβλήτου, την απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν δεχόμενο ότι η αξίωση της καταβολής των κερδών προς τον αναιρεσείοντα για το επίδικο χρονικό διάστημα ασκείται από αυτόν κατά κατάχρηση του σχετικού δικαιώματός του για απόληψη κερδών που απορρέει από την ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως εταίρου της πρώτης αναιρεσίβλητης και δεν συνδέει τη νομική σκέψη αυτή με οποιαδήποτε ουσιαστική παραδοχή αναφορικά με την εγκυρότητα ή όχι τυχόν ρήτρας αποκλεισμού του αναιρεσείοντος από τη συμμετοχή του στα κέρδη της πρώτης αναιρεσίβλητης, επί πλέον δε, το Εφετείο, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, δέχθηκε τη σύσταση και λειτουργία της πρώτης αναιρεσίβλητης ομόρρυθμης εταιρείας (άρθρο 249 παρ. 1 ν. 4072/2012) και, ως εκ τούτου, ειδικότερα, ο οικείος λόγος αναίρεσης στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Με τον ένατο λόγο (κατά το πρώτο σκέλος) της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο, δεχόμενο ότι ο δεύτερος αναιρεσίβλητος, ομόρρυθμος εταίρος της πρώτης αναιρεσίβλητης, δεν νομιμοποιείται παθητικά για την προς τον αναιρεσείοντα καταβολή του αναλογούντος μέρους των κερδών από την λειτουργία της πρώτης αναιρεσίβλητης για τις εταιρικές χρήσεις από 1.1.2008 ως και 31.12.2013, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 249 ν. 4075/2012, σύμφωνα με την οποία οι ομόρρυθμοι εταίροι της ομόρρυθμης εταιρείας ευθύνονται για τα χρέη της εταιρείας αυτής παράλληλα με αυτήν, απεριόριστα και εις ολόκληρον. Από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως το περιεχόμενό του αναφέρεται αναλυτικά ανωτέρω κατά την εξέταση του δωδέκατου λόγου αναίρεσης, (κατά το δεύτερο σκέλος του) προκύπτει ότι ο αναιρεσείων άσκησε την αγωγή του για την καταβολή των αναλογούντων σε αυτόν κερδών συνολικού ύψους 724.331,59 ευρώ για τις εταιρικές χρήσεις από 1.1.2008 ως 31.12.2013 τόσο κατά της πρώτης αναιρεσίβλητης ομόρρυθμης εταιρείας όσο και κατά του δευτέρου αναιρεσίβλητου με την ιδιότητα του ομορρύθμου εταίρου της πρώτης, ζητώντας να καταδικαστούν εις ολόκληρον στην καταβολή του ως άνω ποσού. Με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ο δεύτερος αναιρεσίβλητος, ομόρρυθμος εταίρος και διαχειριστής της πρώτης, δεν νομιμοποιείται παθητικά για την καταβολή των κερδών που αναλογούν στον αναιρεσείοντα από τη λειτουργία της πρώτης αναιρεσίβλητης. Και τούτο διότι, όπως αναπτύχθηκε στη μείζονα σκέψη, μόνον η ομόρρυθμη εταιρεία που έχει νομική προσωπικότητα, όπως εν προκειμένω η δεύτερη αναιρεσίβλητη (της οποίας το από 14.9.1989 ιδιωτικό συμφωνητικό δημοσιεύτηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου ... με αριθμό ...), είναι κυρία των κερδών που πραγματοποιούνται κατά το στάδιο της παραγωγικής της λειτουργίας και, συνεπώς, μόνη αυτή νομιμοποιείται παθητικά στη δίκη που ανοίγει κατόπιν άσκησης αγωγής εταίρου, για την καταβολή των κερδών που του αναλογούν, και όχι και τα ομόρρυθμα μέλη ή ο διαχειριστής της οι οποίοι δεν νομιμοποιούνται παθητικά στη δίκη αυτή. Το Εφετείο, το οποίο απέρριψε την αγωγή αυτή με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, ως προς το δεύτερο αναιρεσίβλητο υπό την ιδιότητα του ομόρρυθμου εταίρου της πρώτης αναιρεσίβλητης, ορθά τη διάταξη του άρθρου 249 ν. 4072/2012 ερμήνευσε και εφάρμοσε. Επομένως, ο ένατος λόγος της αίτησης αναίρεσης (κατά το πρώτο σκέλος), με το οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Με τον ενδέκατο λόγο (κατά το πρώτο σκέλος) της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο, με το να απορρίψει την θεμελιούμενη στην αδικοπραξία βάση της αγωγής του κατά του δεύτερου αναιρεσιβλήτου, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρο 914 ΑΚ σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 375 ΠΚ. Από την παραδεκτή κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση του δικογράφου της από 27.2.2015 αγωγής, όπως αυτό αναλυτικά περιγράφεται ανωτέρω, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων ζήτησε να υποχρεωθεί να του καταβάλει ο δεύτερος αναιρεσίβλητος το συνολικό ποσό των 724.331,59 ευρώ, που αφορά την αναλογία του στα κέρδη και τις επιχειρηματικές αμοιβές του, επειδή, ως διαχειριστής της πρώτης αναιρεσίβλητης, έχει αναλάβει το χρηματικό αυτό ποσό που του αναλογεί για λογαριασμό του, από το ταμείο της και το έχει ιδιοποιηθεί αρνούμενος να του το αποδώσει. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή κατά την σωρευόμενη βάση περί αδικοπραξίας και μάλιστα υπεξαίρεσης, είναι απορριπτέα, διότι ο δεύτερος αναιρεσείων δεν νομιμοποιείται παθητικά έναντι του αναιρεσείοντος, αφού, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη, η πρώτη αναιρεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρεία, η οποία έχει νομική προσωπικότητα, είναι η κυρία των κερδών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της παραγωγικής της λειτουργίας και, συνεπώς, η ανάληψη από το ταμείο της εταιρείας εκ μέρους του διαχειριστή του χρηματικού ποσού που αναλογεί στα κέρδη και τις επιχειρηματικές αμοιβές κάποιου εταίρου και η στη συνέχεια ιδιοποίηση του ποσού αυτού, αφορά την περιουσία της εταιρείας και όχι του εταίρου, ο οποίος και μετά την ιδιοποίηση του ποσού διατηρεί την αξίωσή του αναλλοίωτη κατά της ομόρρυθμης εταιρείας. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο κρίνοντας ομοίως απέρριψε την εξεταζόμενη αγωγική βάση για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του δεύτερου αναιρεσιβλήτου, ορθά τις διατάξεις των άρθρων 914 ΑΚ και 375 ΠΚ ερμήνευσε και εφάρμοσε. Επομένως ο ενδέκατος λόγος αναίρεσης (κατά το πρώτο σκέλος του), με τα οποία ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Με τον δέκατο λόγο αναίρεσης (κατά το πρώτο σκέλος), ο αναιρεσείων προσάπτει στην απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 252 του ν. 4072/2012, που ορίζει ότι "Οι σχέσεις των εταίρων μεταξύ τους καθορίζονται από την εταιρική σύμβαση. Στις σχέσεις αυτές οι εταίροι ευθύνονται για κάθε πταίσμα.", την οποία κατ' εσφαλμένη αρίθμηση αναφέρει ως άρθρο 259 του ίδιου νόμου. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται αναλυτικά ανωτέρω, συνάγεται ότι η αξίωση που ασκήθηκε αφορούσε την προς τον αναιρεσείοντα καταβολή των κερδών και των επιχειρηματικών αμοιβών του, για τις οποίες οφειλέτιδα είναι η πρώτη αναιρεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρεία και η οποία (αξίωση) αφορά τις σχέσεις μεταξύ του αναιρεσείοντος ομορρύθμου εταίρου και της πρώτης αναιρεσίβλητης, η οποία είναι και η κυρία των κερδών που πραγματοποιούνται κατά το στάδιο της παραγωγικής της λειτουργίας και δεν ανάγεται στις μεταξύ των ομορρύθμων εταίρων σχέσεις. Επομένως, το Εφετείο ορθά δεν εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 252 του ν. 4072/2012, η οποία δεν ήταν εφαρμοστέα εν προκειμένω. Επομένως, ο δέκατος λόγος αναιρέσεως (κατά το πρώτο σκέλος), με το οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 61, 68 παρ. 2, 214, 748 ΑΚ, 251 παρ. 2, 254, 257 ν. 4072/2012 δεχόμενο ότι την πρώτη αναιρεσίβλητη εκπροσωπούσε μόνον ο δεύτερος αναιρεσείων και όχι και ο αναιρεσίβλητος. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι κατά το καταστατικό της πρώτης αναιρεσίβλητης αμφότεροι οι ομόρρυθμοι εταίροι της, δηλαδή τόσο ο δεύτερος αναιρεσίβλητος όσο και ο αναιρεσείων, είχαν οριστεί ως διαχειριστές της και περαιτέρω, με συμφωνία μεταξύ αυτών από το έτος 2002 ο δεύτερος αναιρεσίβλητος διαχειριζόταν τις υποθέσεις της, ενώ ο αναιρεσείων αντίστοιχα διαχειριζόταν αρχικά μεν το υποκατάστημα της πρώτης αναιρεσίβλητης εντός του Πανεπιστημίου ... και στη συνέχεια μετά την ίδρυση της εταιρείας "..." διαχειριζόταν αποκλειστικά τις υποθέσεις της τελευταίας τρίτης και μη διαδίκου εταιρείας. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις. Επομένως, ο έβδομος λόγος αναίρεσης (κατά το πρώτο σκέλος) με το οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (ΟλΑΠ 14/2004, ΑΠ 87/2013), καθώς και περιστατικά επουσιώδη ή που εκ περισσού εκτίθενται, ούτε η λήψη υπόψη από το δικαστήριο διευκρινιστικών απλώς περιστατικών που προέκυψαν από τις αποδείξεις, μολονότι δεν είχαν περιληφθεί στην ιστορική βάση της αγωγής κ.λπ., εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της (ΑΠ 1530/2008). Επίσης, δεν αποτελούν "πράγματα" και τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1455/2009). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 250/2014), γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 1161/2020, ΑΠ 1150/2011).
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τους έκτο (κατά το δεύτερο σκέλος) και δωδέκατο (κατά το πρώτο σκέλος) λόγους αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις ειδικότερες αιτιάσεις ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς : α) ότι δεν υπήρχαν κέρδη αλλά μόνον ζημίες από τη λειτουργία της εταιρείας "ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ..." ότι υπέστη οικονομική ζημία από τη συμμετοχή του στην πρώτη αναιρεσίβλητη καθώς υποχρεώθηκε να καταβάλει τις οφειλές της προς το Ι.Κ.Α. και την αρμόδια Δ.Ο.Υ. προκειμένου να αρθεί η κατάσχεση που είχε επιβληθεί εις βάρος της περιουσίας του, ενώ παράλληλα καταδικάστηκε για τα χρέη αυτά και σε ποινή φυλάκισης (έκτος λόγος κατά το δεύτερο σκέλος) και β) ότι αφενός ο δεύτερος αναιρεσίβλητος αναγνώριζε το χρέος από τα οφειλόμενα κέρδη και υποσχόταν ότι θα το καταβάλει και αφετέρου εισέπραττε τα κέρδη αυτά για λογαριασμό του (αναιρεσείοντος) τα οποία ιδιοποιούνταν καθώς τα χρησιμοποιούσε για τις δικές του ανάγκες (δωδέκατος λόγος κατά το πρώτο σκέλος). Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται ανωτέρω, προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη αμφότερους τους ως άνω ισχυρισμούς τους οποίους και απέρριψε δεχόμενο ως προς τον πρώτο εξ αυτών ότι δεν θα προκληθούν εις βάρος του αναιρεσείοντος αντίστοιχης φύσης και βαρύτητας ή δυσμενέστερες συνέπειες από την μη ικανοποίηση του δικαιώματός του προς απόληψη κερδών για το επίδικο χρονικό διάστημα, ενώ τον δεύτερο τούτων έλαβε υπόψη και απέρριψε ως αόριστο εξετάζοντας την αντίστοιχη αγωγική βάση. Επομένως, ο έκτος (κατά το δεύτερο σκέλος) και ο δωδέκατος (κατά το πρώτο σκέλος) λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους ο αναιρεσείων ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Ο λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 9 περίπτωση γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται αν το δικαστήριο άφησε αδίκαστη αίτηση. Ως αίτηση, κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης, νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα της δίκης. Τέτοια είναι ιδίως η της αγωγής, της ανταγωγής, της κύριας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, της ανακοπής, της τριτανακοπής και κάθε ένδικου μέσου (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 1284/2020). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με τους ένατο (κατά το δεύτερο σκέλος), δέκατο (κατά το δεύτερο σκέλος) και ενδέκατο (κατά το δεύτερο σκέλος) λόγους αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 9γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις ειδικότερες αιτιάσεις ότι άφησε αδίκαστο : α) το αίτημα να υποχρεωθεί ο δεύτερος αναιρεσίβλητος υπό την ιδιότητα του ομορρύθμου εταίρου να του καταβάλει το αιτηθέν ποσό των 724.331,59 ευρώ που αφορά κέρδη και επιχειρηματικές αμοιβές του από τη συμμετοχή του στην πρώτη αναιρεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρεία (ένατος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος), β) το αίτημα να υποχρεωθεί ο δεύτερος αναιρεσίβλητος από την εταιρική σύμβαση να του καταβάλει το αιτηθέν ποσό των 724.331,59 ευρώ που αφορά κέρδη και επιχειρηματικές αμοιβές του από τη συμμετοχή του στην πρώτη αναιρεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρεία (δέκατος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος) και γ) το αίτημα από την βάση της αδικοπραξίας και δη της υπεξαίρεσης (ενδέκατος λόγος κατά το δεύτερο σκέλος). Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο επιλήφθηκε όλων των ανωτέρω ισχυρισμών του αναιρεσείοντος τους οποίους και απέρριψε. Επομένως, οι ένατος (κατά το δεύτερο σκέλος), δέκατος (κατά το δεύτερο σκέλος) και ενδέκατος (κατά το δεύτερο σκέλος) λόγοι αναίρεσης με τους οποίους ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 10 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Η περίπτωση αυτή, η οποία στηρίζεται στην παράβαση του συστήματος συζήτησης, κατά την οποία ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί, υπάρχει όταν, για τα "πράγματα" που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο, δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε απόδειξη ή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει στην απόφασή του, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη για "πράγματα" που δέχθηκε ως αληθινά. Ο όρος "πράγματα", στον αριθμό 10 του άρθρου 559, είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο όρο του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου, όπως αυτός αναλύθηκε προηγουμένως. Δεν απαιτείται, πάντως, να αξιολογείται στην απόφαση κάθε αποδεικτικό μέσο ειδικά και χωριστά ή να εξειδικεύονται τα έγγραφα ή να γίνεται διάκριση ποια από αυτά λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη (ΑΠ 403/2017, 677/2015, 259/2007). Για να είναι ορισμένος και παραδεκτός ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο πραγματικός ισχυρισμός που έλαβε υπόψη το δικαστήριο χωρίς απόδειξη και ποια ήταν η ουσιώδης επίδρασή του στο διατακτικό της απόφασης, είναι δε αβάσιμος, όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τα μνημονευόμενα σ* αυτή (απόφαση) αποδεικτικά μέσα. Ο ίδιος λόγος δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, ύστερα από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που με επίκληση προσκομίστηκαν, καταλήξει σε, έστω και εσφαλμένη, για τα "πράγματα", κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 1284/2020, ΑΠ 1161/2020, ΑΠ 677/2015). Με τον τρίτο λόγο (κατά το δεύτερο σκέλος) ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη και δη δέχθηκε την τροποποίηση της εταιρικής σύμβασης κατά το σκέλος με το οποίο συμφώνησαν να αναλάβει τη διαχείριση της πρώτης αναιρεσίβλητης ο δεύτερος αναιρεσίβλητος και αντίστοιχα να εισπράττει τα κέρδη αυτής, την οποία ο ίδιος ο αναιρεσείων αρνείται ότι καταρτίστηκε. Όμως, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, στην εν λόγω κρίση του κατέληξε το Εφετείο ύστερα από εκτίμηση των αναφερόμενων στην απόφαση αποδείξεων και, επομένως, το Εφετείο δεν δέχθηκε παρά το νόμο πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Κατά συνέπεια, ο ανωτέρω τρίτος (κατά το δεύτερο σκέλος) λόγος είναι αβάσιμος. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι υπό το πρόσχημα της παραβίασης του άρθρου 559 αρ. 10 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων πλήττει την ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο εκτίμηση από το Εφετείο πραγματικών γεγονότων (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11α ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Για να είναι ορισμένος ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης πρέπει να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο το αποδεικτικό αυτό μέσο, που παρανόμως λήφθηκε υπόψη και ο λόγος για τον οποίο δεν έπρεπε να ληφθεί, να προβάλλεται δε ισχυρισμός ότι το απαράδεκτο αυτό προτάθηκε από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ εξαιρετικές περιπτώσεις (ΑΠ 146/2022, ΑΠ 218/2020, ΑΠ 374/2019) και να καθορίζεται ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου έχει ληφθεί υπόψη το αποδεικτικό μέσο και το περιεχόμενό του, ώστε να διαπιστωθεί η κρισιμότητά του (ΑΠ 146/2022, ΑΠ 1079/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο (κατά το τρίτο σκέλος) αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την ειδικότερη αιτίαση ότι έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει και συγκεκριμένα ότι απαραδέκτως έλαβε υπόψη καταθέσεις μαρτύρων για την τροποποίηση της εταιρικής σύμβασης της πρώτης αναιρεσίβλητης, χωρίς, ωστόσο, να επικαλείται ότι το απαράδεκτο αυτό προτάθηκε από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο της ουσίας ούτε ότι συντρέχει κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ εξαιρετικές περιπτώσεις, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη. Επομένως, ο τρίτος λόγος (κατά το τρίτο σκέλος) της αίτησης αναίρεσης είναι απαράδεκτος.
Ο από το άρθρο 559 αρ.12 ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης της παραβίασης των ορισμών του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας προσδίδει σε αποδεικτικό μέσο μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη που προσδίδει σ' αυτό ο νόμος, ενώ δεν δημιουργείται ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο, συνεκτιμώντας ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα, αποδίδει μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα σ' ένα από αυτά (ΑΠ 1284/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, με τους τρίτο (κατά το πρώτο σκέλος) και έκτο (κατά το πρώτο σκέλος) λόγους αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο δέχθηκε τις καταθέσεις των μαρτύρων για την απόδειξη της εικονικότητας της εταιρικής σύμβασης (τρίτος λόγος κατά το πρώτο σκέλος) και ότι παραβίασε την αποδεικτική δύναμη των κατωτέρω αναφερόμενων εγγράφων : α) Την υπ' αριθ. 779/2018 καταδικαστική απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ..., β) την με αριθ. πρωτ. 16622/18-9-2017 αίτηση του αναιρεσείοντος για ρύθμιση των οφειλών της πρώτης αναιρεσίβλητης προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και την με αριθ. ... ρύθμιση συνολικού ποσού 17.382.07 ευρώ, για την οποία ρύθμιση ο αναιρεσείων κατέβαλε ως πρώτη δόση το ποσό των 1.448.51 ευρώ. γ) Την από 31-5-2018 απόδειξη για συνολικό ποσό 15.823,14 ευρώ από το πρώην ΙΚΑ - ΕΤΑΜ και πλέον ΕΦΚΑ, το οποίο κατέβαλε ο αναιρεσείων προς εξόφληση υπολειπόμενων οφειλών της πρώτης αναιρεσίβλητης, από τα οποία αποδεικνυόταν ότι στο πλαίσιο των λειτουργίας της πρώτης αναιρεσίβλητης και της πραγματικής συμμετοχής του σε αυτήν υπήρχε πραγματικός κίνδυνος ζημίας εις βάρος του, δ) Την υπ' αριθ. ... Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας, με την οποία επιβλήθηκε κατάσχεση από το ελληνικό Δημόσιο για ποσό 46.031,12 ευρώ σε διαμέρισμα μου για χρέη της πρώτης αναιρεσίβλητης, ε) Το υπ' αριθ. 1-2-2012 Κλητήριο Θέσπισμα με το οποίο ο αναιρεσείων φέρεται ως κατηγορούμενος ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου ... για οφειλές της πρώτης αναιρεσίβλητης προς την εφορία, για το χρονικό διάστημα από 3-112-2010 έως 29-4-2011 και συνολικά ποσού 45.246,68 ευρώ, στ) την από 29-8-2011 αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας τρίτου, του μισθωτή του αναιρεσείοντος Μ. Χ., που επέβαλε το Ελληνικό Δημόσιο για ποσό 46.031,12 ευρώ για οφειλές προς την εφορία, εξαιτίας της ΚΕΡΔΟΦΟΡΟΥ α' ΑΝΤΙΔΙΚΟΥ, ζ) την Δήλωση Φορολογίας Εισοδήματος (Ε5) για το οικονομικό έτος 2006, ήτοι χρήση από 1-1-2005 έως 31-12-2005, της εταιρίας "..." και το Μηχανογραφικό Δελτίο οικονομικών Στοιχείων Επιχειρήσεων και Επιτηδευματιών (ΕΙ) για το ίδιο οικονομικό έτος της ίδιας εταιρίας, η) τη Δήλωση Φορολογίας Εισοδήματος (Ε5) για το οικονομικό έτος 2007, ήτοι χρήση από 1-1-2006 έως 31-12-2006, της εταιρίας "..." και το Μηχανογραφικό Δελτίο οικονομικών Στοιχείων Επιχειρήσεων και Επιτηδευματιών (ΕΙ) για το ίδιο οικονομικό έτος της ίδιας εταιρίας, θ) τη Δήλωση Φορολογίας Εισοδήματος (Ε5) για το οικονομικό έτος 2008, ήτοι χρήση από 1-1-2007 έως 31-12-2007, της εταιρίας "..." και το Μηχανογραφικό Δελτίο οικονομικών Στοιχείων Επιχειρήσεων, και Επιτηδευματιών (Ε1) για το ίδιο οικονομικό έτος της ίδιας εταιρίας, ι) η Δήλωση Φορολογίας Εισοδήματος (Ε5) για το οικονομικό έτος 2009, ήτοι χρήση από 1-1-2008 έως 31-12-2008, της εταιρίας "..." και το Μηχανογραφικό Δελτίο οικονομικών Στοιχείων Επιχειρήσεων και Επιτηδευματιών (ΕΙ) για το ίδιο οικονομικό έτος της ίδιας εταιρίας, ια) τη Δήλωση Φορολογίας Εισοδήματος (Ε5) για το οικονομικό έτος 2010, ήτοι χρήση από 1-1-2009 έως 31-12-2009, της εταιρίας "..." και το Μηχανογραφικό Δελτίο οικονομικών Στοιχείων Επιχειρήσεων και Επιτηδευματιών (ΕΙ) για το ίδιο οικονομικό έτος της ίδιας εταιρίας, ιβ) τη Δήλωση Φορολογίας Εισοδήματος (Ε5) για το οικονομικό έτος 2011, ήτοι χρήση από 1-1-2010 έως 31-12-2010, της εταιρίας "..." και το Μηχανογραφικό Δελτίο οικονομικών Στοιχείων Επιχειρήσεων και Επιτηδευματιών (ΕΙ) για το ίδιο οικονομικό έτος της ίδιας εταιρίας, ιγ) τη Δήλωση Φορολογίας Εισοδήματος (Ε5) για το οικονομικό έτος 2012, ήτοι χρήση από 1-1-2011 έως 31-12-2011, της εταιρίας "..." και το Μηχανογραφικό Δελτίο οικονομικών Στοιχείων Επιχειρήσεων και Επιτηδευματιών (ΕΙ) για το ίδιο οικονομικό έτος της ίδιας εταιρίας, ιδ) τη Δήλωση Φορολογίας Εισοδήματος (Ε5) για το οικονομικό έτος 2013, ήτοι χρήση από 1-1-2012 έως 31-12-2012, της εταιρίας "..." και το Μηχανογραφικό Δελτίο οικονομικών Στοιχείων Επιχειρήσεων και Επιτηδευματιών (ΕΙ) για το ίδιο οικονομικό έτος της ίδιας εταιρίας, (έκτος λόγος κατά το πρώτο σκέλος) από τα οποία αποδεικνυόταν ότι από την συμμετοχή του αναιρεσείοντος στην πρώτη αναιρεσίβλητη υπήρχε κίνδυνος πραγματικής ζημίας εις βάρος του. Οι ερευνώμενοι ως άνω τρίτος (κατά το πρώτο σκέλος) και έκτος (κατά το πρώτο σκέλος) λόγοι αναίρεσης, πέραν του ότι η κατά το άρθρο 138 Α.Κ. εικονικότητα της δικαιοπραξίας, ακόμη και τυπικής (άρθρο 158 ΑΚ), καθώς και η ύπαρξη άλλης ισχυρής δικαιοπραξίας που καλύπτεται από αυτή, μπορεί να αποδειχθεί με όλα τα επιτρεπόμενα κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα, επομένως και με μάρτυρες, είναι απαράδεκτοι καθόσον: α) είναι αόριστοι, αφού ο αναιρεσείων δεν προσδιορίζει ποια αποδεικτική δύναμη αντίθετη από τις προβλέψεις του νόμου, προσέδωσε στα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του και ποιο ήταν ειδικότερα το σχετικό σφάλμα της εν λόγω αποφάσεως και β) οι ως άνω προβαλλόμενες αιτιάσεις των αναιρεσειουσών, ανάγονται στην πραγματικότητα σε παράπονα για τη βαρύτητα και την αξιοπιστία που προσέδωσε το Εφετείο στα ως άνω έγγραφα και σε εσφαλμένη αποδεικτική αξιολόγησή τους, που όμως δεν ιδρύουν τον αναιρετικό αυτό λόγο. Σε κάθε περίπτωση, οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, αφού το Εφετείο ουδόλως παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με την αποδεικτική δύναμη των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων, καθόσον δεν τους απέδωσε μεγαλύτερη ή μικρότερη δύναμη αποδείξεως από εκείνη που ο νόμος καθορίζει, το γεγονός δε ότι μνημόνευσε ειδικά ορισμένα από τα ανωτέρω έγγραφα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, δεν συνιστά παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με την αποδεικτική δύναμη αυτών κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμός 12 Κ.Πολ.Δ. Επισημαίνεται δε ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας της αξιοπιστίας των αποδεικτικών μέσων εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση αυτού (ΑΠ 1033/2019, ΑΠ419/2004). Ως έγγραφα, που η παραμόρφωση του περιεχομένου τους θεμελιώνει τον προβλεπόμενο στο άρθρο 559 αριθμ. 20 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, νοούνται αυτά που προβλέπονται ως αποδεικτικά μέσα στα άρθρα 339 και 432 επ. ΚΠολΔ. Κατά συνέπεια, δεν θεωρούνται έγγραφα με την εν λόγω έννοια τα διαδικαστικά έγγραφα, στα οποία περιλαμβάνεται, εκτός άλλων, και η αγωγή της ενεστώσας δίκης (ΑΠ 703/2018, ΑΠ 2081/2007, 2103/2007). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον ενδέκατο (κατά το τρίτο σκέλος) λόγο αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της από 27.2.2015 αγωγής του, με την άσκηση της οποίας ξεκίνησε η ενεστώσα δίκη. Ωστόσο το δικόγραφο αυτό της αγωγής, δεν συνιστά έγγραφο με την έννοια που απαιτεί η διάταξη του αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δηλαδή με την έννοια εγγράφου που έχει το χαρακτήρα αποδεικτικού μέσου, αλλά διαδικαστικό έγγραφο. Επομένως, ο ενδέκατος (κατά το τρίτο σκέλος) λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου αυτής στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός τους, πρέπει να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30.9.2021 αίτηση του Σ. Β. του Γ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. ... απόφασης του Τριμελούς Εφετείου ....
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και τούτου, καθώς και του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη αποχωρησάντων, ο αμέσως αρχαιότερος της σύνθεσης Αρεοπαγίτης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Ιανουαρίου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ