
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 152 / 2025    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 152/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Ευτύχιο Νικόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 24 Απριλίου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Τσιάντο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", με τον διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει στα Γρεβενά και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Π. Γ. του Μ., κατοίκου ..., 3) Π. Γ. του Μ., κατοίκου ..., 4) Κ. Γ. του Μ., κατοίκου ..., 5) Θ. Γ. του Μ., συζύγου Κ. Τ., κατοίκου ... και 6) Γ. Ν. του Ν., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηλία Ανδρέου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-7-2013 ανακοπή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γρεβενών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16-9-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών``. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά τον σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγόρευσης. Από τη γραμματική διατύπωση όμως της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του, ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014), οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγόρευσης μετακύλισης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο γιατί, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοουμένης της θέσπισης ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου σύμβασης πίστωσης, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ' άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου. Εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, που μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο, πράγμα, που δεν συμβαίνει στην περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 430/2005), ουσιαστικά προσαυξάνει το ποσοστό τους, λογίζεται, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α' ΑΚ, ως τόκος και, συνεπώς, νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 2601/1998, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (ΑΠ 123/2023, ΑΠ 1369/2022, ΑΠ 669/2020). Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2251/1994 "περί προστασίας των καταναλωτών", όπως ο νόμος αυτός ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ν. 3587/2007, οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών), δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. Επίσης, κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία εξαρτάται. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των όρων των συναλλαγών (ΓΟΣ) αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ με τα αναφερόμενα σ' αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών, να λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι σημαντική ή ουσιώδης. Επιπλέον, η τράπεζα υπάγεται στην έννοια του προμηθευτή, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περίπτωση β' του ν. 2251/1994, που ορίζει ότι "ο προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή", οι δε παρεχόμενες από τις τράπεζες υπηρεσίες σαφώς απευθύνονται και αφορούν στο ευρύ καταναλωτικό κοινό, δεν προσφέρονται ούτε σχεδιάζονται για ορισμένο αποδέκτη, αλλά έχουν κατά κανόνα μαζικό χαρακτήρα και έντονο το στοιχείο της τυποποίησης. Ενόψει των ανωτέρω, ο ν. 2251/1994 εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις τραπεζικών συναλλαγών. Ως καταναλωτής νοείται όχι μόνον ο πελάτης της τράπεζας, ο οποίος μπορεί να είναι πιστολήπτης (άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. α' ν. 2251/1994, όπως ίσχυε κατά τον ως άνω χρόνο), αλλά και ο εγγυητής, ο οποίος δεν είναι πελάτης και, συνεπώς, αποδέκτης των υπηρεσιών της τράπεζας, ωστόσο, ενόψει της φύσης της εγγύησης, ως παρεπόμενης της σύμβασης χορήγησης καταναλωτικού δανείου και επί πλέον λόγω της ίδιας ανάγκης προστασίας με το δανειολήπτη, που πρέπει να έχει ο εγγυητής απέναντι στους προδιατυπωμένους όρους των συμβάσεων που συνάπτει με την τράπεζα, εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο των διατάξεων του ν. 2251/1994 (ΟλΑΠ ..., ΑΠ 828/2018, ΑΠ 1463/2017, ΑΠ 350/2016). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή (ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή της (ΟλΑΠ 20/2005, ΟλΑΠ 32/1996), αλλιώς ο λόγος αυτός είναι αόριστος και γι' αυτό απορριπτέος ως απαράδεκτος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νομίμου βάσεως της αποφάσεως συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 6/2006 ΑΠ 1382/2019). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξ άλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ18/2008, ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 1382/2019).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Μεταξύ της καθ' ης η ανακοπή (αναιρεσείουσας), και της πρώτης των ανακοπτόντων (πρώτης αναιρεσίβλητης), συνήφθη εγγράφως στα Γρεβενά η ... σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό μέχρι του ποσού των 350.000 ευρώ. Την σύμβαση αυτή υπέγραψαν και οι λοιποί ανακόπτοντες (αναιρεσίβλητοι), ως εγγυητές υπέρ της πρωτοφειλέτιδος (πρώτης ανακόπτουσας), προς εξυπηρέτηση δε της συμβάσεως τηρήθηκαν: α) ο ... λογαριασμός ενήμερων χορηγήσεων, β) ο ... λογαριασμός εξόδων, γ) ο ... λογαριασμός οριστικής καθυστέρησης. Η επίδικη σύμβαση περιλάμβανε προδιατυπωμένους όρους προορισμένους για απροσδιόριστο αριθμό συμβάσεων (ΓΟΣ) μεταξύ των οποίων και α) όρο για την κεφαλαιοποίηση και τον ανατοκισμό της εισφοράς του ν. 128/1975 (όρος 4.4. εδ. α'), β) όρο για τον υπολογισμό του τόκου με βάση έτος 360 ημερών (όρος 4.2) και γ) όρο για την αναγνώριση πλήρους αποδεικτικής δύναμης στα αποσπάσματα των βιβλίων της Τράπεζας (όρος 5.4). Ο πρώτος όρος εξ αυτών είναι καταχρηστικός και άκυρος διότι δεν είναι νόμιμος ο ανατοκισμός του ποσού της εισφοράς του ν. 128/1975 γιατί τόσο κατά το προϊσχύον (αρ. 8 περ. 6 ν. 1083/1980 και αριθμ. 289/1980 απόφαση της νομισματικής επιτροπής) όσο και κατά το υφιστάμενο δίκαιο (άρθρο 12 ν. 2601/1998, άρθρο 30 ν. 2783/2000, άρθρο 47 ν. 2783/2000, άρθρο 42 ν. 2912/2001 και άρθρο 39 ν. 3259/2004), ανατοκισμός επιτρέπεται μόνο επί των καθυστερούμενων τόκων και όχι των φόρων εισφορών ή άλλων προμηθειών, ενώ κάθε αντίθετη σύμβαση είναι αντίθετη στις άνω διατάξεις και ελέγχεται κατά τα άρθρα 174, 178, 179 του ΑΚ ... Ο δεύτερος εξ αυτών άνω όρος προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, διότι οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ) των συμβάσεων πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη, κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει όσον αφορά παροχή και αντιπαροχή. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε 360 ημέρες, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό γνήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 3 ΑΚ. Όταν η τράπεζα διασπά τεχνητά και κατ' αποκλεισμό των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (έτος) στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργεί μια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή-δανειολήπτη, ο οποίος πλέον (όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση το έτος 360 ημέρες) για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με κατά 1,3889% περισσότερους τόκους. Άλλωστε το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα κατ' επιταγή της Κοινοτικής Οδηγίας 98/7/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ 21-178/13-2-2001 (ΦΕΚ Β 255/8-3-2001) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για την κατ' αυτόν τον τρόπο ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου ... Ως προς τον τρίτο όρο, σημειώνονται τα κάτωθι: Η ακυρότητα των επιμέρους ποσών των α' και β' όρων, επηρεάζει την αποδεικτικότητα με έγγραφα το σύνολο της απαιτήσεως, αφού στον προσκομιζόμενο λογαριασμό δεν είναι δυνατός, λόγω του είδους της εγγραφής, ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών. Το ύψος των παρανόμων αυτών χρεώσεων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορεί να προσδιορισθεί από τους τηρούμενους ελλιπώς λογαριασμούς και εγγραφές από την καθ' ης στο απόσπασμα βάσει του οποίου εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, με αποτέλεσμα να είναι η απαίτηση ανεκκαθάριστη κατ' άρθρο 624 ΚΠολΔ, λαμβανομένου υπόψη ότι αφενός υπάρχει αμφιβολία για το ύψος της απαίτησης της καθ' ης, αφετέρου διαπιστώνεται ότι οι ανακόπτοντες εμποδίζονται με βάση αποκλειστικά τα στοιχεία του φακέλου να προβάλλουν με πληρότητα λόγους μείωσης της απαίτησης για μερική ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Ο όρος 5.4 της επιδίκου συμβάσεως ορίζει "Συμφωνείται ρητά και αναγνωρίζεται από τον πιστούχο και τον εγγυητή, ότι τα εκδιδόμενα από την τράπεζα αντίγραφα ή αποσπάσματα από τα βιβλία της, που εμφανίζουν την κίνηση του λογαριασμού της πιστώσεως από το άνοιγμα του ή από οποιαδήποτε αναγνώριση του υπολοίπου από τον πιστούχο, μέχρι το οριστικό κλείσιμο του, καθώς και του λογαριασμού καθυστερήσεων, στο οποίο θα μεταφερθεί το κατάλοιπο του λογαριασμού της πιστώσεως μετά το οριστικό κλείσιμο του, αποτελούν πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της Τράπεζας". Από την ερμηνεία του όρου 5.4 σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200 και 173 ΑΚ κατά τις οποίες οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη ... προκύπτει ότι τα έγγραφα της καθ' ης (αποσπάσματα και φωτοαντίγραφα από τα εμπορικά της βιβλία) για να αποτελούν πλήρη απόδειξη, πρέπει να περιέχουν και να αναφέρουν το ποσό των τόκων και το επιτόκιο, ήτοι χωριστά το ποσό των συμβατικών και το επιτόκιο υπολογισμού αυτών και χωριστά των τόκων υπερημερίας και το επιτόκιο υπολογισμού αυτών, ώστε να προκύπτουν αναλυτικά οι χρεώσεις και να μπορεί αυτές να ελεγχθούν για την ορθότητα τους από τον πελάτη. Επιπλέον, καθώς η παραπάνω σύμβαση αποτελεί σύμβαση προσχώρησης με όρους εκ των προτέρων μονομερώς διατυπωμένους από την καθ' ης η ανακοπή Τράπεζα, χωρίς περιθώριο ατομικής διαπραγμάτευσης από τον (ανακόπτοντα) πελάτη και ο σχετικός όρος αποτελεί ΓΟΣ (Γενικό Όρο Συναλλαγών), η παραπάνω ερμηνεία είναι σύμφωνη και με τον γενικό ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 2 παρ. 4 εδ. α' του ν. 2251/1994 (ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της 93/13 οδηγίας της ΕΚ) κατά τον οποίο "στην ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών". Ειδικότερα, αν και η δικονομική σύμβαση περί της απόδειξης της απαίτησης με βάση τα αποσπάσματα των βιβλίων της τράπεζας είναι καταρχήν καθαυτή έγκυρη, λόγω της ασαφούς διατύπωσης και αμφιβολίας στη σύμβαση σχετικά με το ποιο ακριβώς πρέπει να είναι το ελάχιστο περιεχόμενο των αποσπασμάτων από τα βιβλία της Τράπεζας, η παραπάνω ερμηνεία, ότι δηλαδή τα αποσπάσματα από τα βιβλία της τράπεζας πρέπει κατ' ελάχιστο περιεχόμενο να περιέχουν τα ανωτέρω στοιχεία, επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 2&4 εδ. β του ν. 2251/1994, σύμφωνα με το οποίο "Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτο για λογαριασμό του προμηθευτή σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή". Περαιτέρω, αν εκτιμηθεί το αντίθετο, ότι δηλαδή κατά τη συμφωνία των μερών συμφωνήθηκε, ότι μπορεί να αποτελέσει πλήρη απόδειξη και η απλή καταγραφή της ηλεκτρονικής κίνησης ή άλλως κάθε έγγραφο, προερχόμενο από την καθ' ης τράπεζα αποκαλούμενο "απόσπασμα από τα εμπορικά της βιβλία", που περιέχει λιγότερα προσδιοριστικά της απαίτησης στοιχεία (δηλ. κινήσεις χωρίς αναλυτική κίνηση κατά μήνα των χρεώσεων των τόκων και του επιτοκίου υπολογισμού τους, σημειώνεται ότι ως τέτοιο έγγραφο μπορεί να εκτιμηθεί ακόμη και ένα έγγραφο που αναγράφει μόνο τον αριθμό λογαριασμού, τα στοιχεία του οφειλέτη και το συνολικό οφειλόμενο ποσό χωρίς καμμιά άλλη εξειδίκευση, π.χ. ακόμη και το τελευταίο μόνο φύλλο αποσπάσματος από τα εμπορικά βιβλία) εκτιμάται από το Δικαστήριο ότι ο σχετικός αυτός όρος είναι καταχρηστικός ως ΓΟΣ περιλαμβανόμενος σε σύμβαση προσχώρησης κατά τα παραπάνω και κατά τις διατάξεις του ν. 2251/1994. Και τούτο αυτή τη φορά γιατί έχει σαν αποτέλεσμα -κατ' άρθρο 2&& 6 και 7 του ν. 2251/1994, όπως έχει διαμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου 10&24 του ν. 2741/1999- την ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων σε βάρος του ανακόπτοντος πελάτη, αφού στην ουσία με την ρύθμιση αυτή αναστρέφεται το βάρος απόδειξης και περιορίζονται υπέρμετρα τα αποδεικτικά μέσα του τελευταίου (άρ. 2&7 περ. κζ). Επομένως, ο δεύτερος λόγος ανακοπής κρίνεται βάσιμος ουσιαστικά και παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων ...". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθμόν ... απόφασης του Πρωτοδικείου Γρεβενών με την οποία είχε γίνει δεκτή η ανακοπή των αναιρεσιβλήτων κατά της υπ' αριθμόν ... διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γρεβενών και της από 25.6.2013 επιταγής προς πληρωμή. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3 ν. 128/1975, 12 ν. 2601/1998, αναφορικά με τη μετακύλιση της εισφοράς του νόμου αυτού, την κεφαλαιοποίηση των τόκων και τον ανατοκισμό αυτής, καθόσον, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, η μετακύλιση της παραπάνω εισφοράς, με σχετικό όρο της επίδικης δανειακής σύμβασης, δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, με την οποία καθορίζονται μεν ως υπόχρεοι για την καταβολή της τα πιστωτικά ιδρύματα και όχι οι δανειολήπτες καταναλωτές, χωρίς, όμως, να απαγορεύεται απ' αυτήν η από κάποια άλλη διάταξη η συμβατική μετακύλισή της στους τελευταίους, και ως εκ τούτου η μετακύλιση αυτή είναι νόμιμη, εντασσόμενη στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, καθώς προσαυξάνει το ποσοστό τους, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, και λογίζεται, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α' ΑΚ, ως τόκος, με συνέπεια νομίμως να ανατοκίζεται και να κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 2601/1998, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου. Ο σχετικός δε όρος (ΓΟΣ) της επίδικης δανειακής σύμβασης, ελεγχόμενος μόνο από άποψη διαφάνειας, κρίνεται ως έγκυρος και διαφανής, ενόψει του ότι στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση των δανειοληπτών και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό, αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, με συνέπεια οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης να έχουν ικανοποιηθεί. Οι δε διατάξεις των άρθρων 30 ν. 2783/2000, 47 ν. 2783/2000, 42 ν. 2912/2001 και 39 ν. 3259/2004, των οποίων γίνεται αναφορά στην προσβαλλόμενη για τη στήριξη του πορίσματός της, ότι ανατοκισμός επιτρέπεται μόνο επί των καθυστερούμενων τόκων και όχι των φόρων εισφορών ή άλλων προμηθειών, δεν έχουν πεδίο εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση καθόσον ρυθμίζουν τελείως διαφορετικό θέμα και ειδικότερα τον προσδιορισμό της συνολικής οφειλής από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που έχουν συνομολογηθεί μεταξύ των πιστούχων και των πιστωτικών ιδρυμάτων. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο τα ίδια υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, είναι βάσιμος. Η αναιρετική εμβέλεια του λόγου αυτού, που γίνεται δεκτός, καλύπτει και το δεύτερο σκέλος του ίδιου, πρώτου λόγου με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι με την παράβαση του ως άνω διατάξεων παρά τον νόμο ακυρώθηκε η ένδικη διαταγή πληρωμής, του οποίου μετά από αυτά παρέλκει η εξέταση. Περαιτέρω, έτσι που έκρινε το Εφετείο, ως προς την ακυρότητα του όρου 4.2 της επίδικης σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό ως άκυρου, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σε αυτήν ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς το ουσιώδες ζήτημα εάν ο όρος 4.2. της σύμβασης για υπολογισμό τόκου με βάση το έτος των 360 ημερών δυνάμει του οποίου οι αναιρεσίβλητοι επιβαρύνονται με περισσότερους τόκους κατά ποσοστό 1,3889% για κάθε ημέρα, προσκρούει ή όχι στην καθιερούμενη από το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 απαγόρευση της σημαντικής διατάραξης της ισορροπίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, οι οποίες αιτιολογίες καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 την οποία έτσι παραβίασε εκ πλαγίου. Συγκεκριμένα, ενώ δέχεται ότι με τον υπολογισμό του τόκου με βάση το έτος των 360 ημερών οι αναιρεσίβλητοι δεν πληροφορήθηκαν το πραγματικό επιτόκιο, και ότι επιβαρύνονται για κάθε ημέρα με περισσότερους τόκους κατά ποσοστό 1.3889%, κρίνοντας άκυρο τον σχετικό όρο 4.2 της σύμβασης και δεχόμενο την ανακοπή των αναιρεσιβλήτων, δεν διαλαμβάνει ωστόσο παραδοχή, αν εξαιτίας του υπολογισμού αυτού επέρχεται σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων εις βάρος των αναιρεσιβλήτων ούτε για τη φύση των υπηρεσιών που αφορά η ένδικη σύμβαση και στις οποίες υπηρεσίες προσέβλεψαν οι αναιρεσίβλητοι με την κατάρτιση της σύμβασης ούτε για το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της ούτε τέλος κάνει αναφορά στις υπόλοιπες ρήτρες αυτής, όπως η ανωτέρω διάταξη απαιτεί. Λόγω των ανεπαρκών αυτών αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει με σαφήνεια, αν επήλθε πράγματι στην ένδικη υπόθεση ουσιώδης διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων εις βάρος των εφεσιβλήτων. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του με το οποίο, κατά την νοηματική του εκτίμηση, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ανωτέρω από το άρθρο 559 αριθμ. 19 (και όχι από τον αριθμό 1) ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι βάσιμος. Η αναιρετική εμβέλεια του λόγου αυτού, που γίνεται δεκτός, καλύπτει και το επικουρικό δεύτερο σκέλος του ίδιου, δεύτερου λόγου με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι με την παράβαση του ως άνω διατάξεων παρά τον νόμο ακυρώθηκε η ένδικη διαταγή πληρωμής στο σύνολό της και όχι κατά το μέρος που μειώνεται το τελικό ποσό της οφειλής, του οποίου μετά από αυτά παρέλκει η εξέταση. Τέλος, παρέλκει και η εξέταση του τρίτου λόγου αναιρέσεως τον οποίο η αναιρεσείουσα άσκησε επικουρικά σε σχέση με τους πρώτο και δεύτερο λόγο αναιρέσεως, για την περίπτωση που αυτοί απορριφθούν. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 Κ. Πολ. Δ.), να διαταχθεί η απόδοση του παράβολου της αναίρεσης στην αναιρεσείουσα (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι, λόγω της ήττας τους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την απόφαση.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της αναίρεσης στην αναιρεσείουσα.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας τα οποία ορίζει σε τρείς χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και τούτου, καθώς και του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη αποχωρησάντων, ο αμέσως αρχαιότερος της σύνθεσης Αρεοπαγίτης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Ιανουαρίου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ