
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 153 / 2025    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 153/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Κλεόβουλο - Δημήτριο Κοκκορό και Ευτύχιο Νικόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 29 Μαΐου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1) Θ. Σ. του Δ., κατοίκου ... και 2) Μ. Σ. του Δ., κατοίκου ..., ως μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος Δ. Σ. του Α.. Εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ειρήνη Βενιού. Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Σ. του Π., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μανόλη Φέλλιο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-5-2018 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών και την από 30-7-2018 ανταγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της υπ' αριθ. ... απόφασης του Εφετείου Αθηνών και της υπ' αριθ. ... απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 8-10-2021 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 8.10.2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλονται : η υπ' αριθμόν ... απόφαση του Εφετείου Αθηνών και β) η υπ' αριθμόν ... απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ' επιτρεπτή, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων: Οι ενάγουσες ήδη αναιρεσείουσες, με την από 30-05-2018 αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά την τακτική διαδικασία, ισχυρίστηκαν ότι είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος την 7-9-2017 πατέρα τους, Δ. Σ. του Α., ο οποίος με τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο το έτος 1999 συνέστησαν την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "..." με ποσοστό συμμετοχής εκάστου 50%. Ότι την 10-12-2014, ο εναγόμενος μεταβίβασε, από το προαναφερόμενο ανωτέρω ποσοστό συμμετοχής του στην ανωτέρω εταιρεία, ποσοστό 45% στον αποβιώσαντα πατέρα τους, ενώ ποσοστό 4% μεταβίβασε στην πρώτη ενάγουσα και ήδη πρώτη αναιρεσείουσα. Ότι, όπως πληροφορήθηκαν μετά το θάνατο του πατέρα τους, για την εν λόγω μεταβίβαση την 8-12-2014 είχε καταρτισθεί μεταξύ αυτού (πατέρα των εναγουσών αναιρεσειουσών) και του εναγομένου ήδη αναιρεσίβλητου, ιδιωτικό συμφωνητικό αντέγγραφο με το οποίο ο πατέρας τους είχε αναλάβει να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο ως τίμημα το ποσό του 1.025.000 ευρώ με τους εκεί αναφερόμενους ειδικότερους όρους και συμφωνίες. Ότι ο πατέρας τους είχε αποπληρώσει, μέχρι το θάνατό του, το ποσό των 575.000 ευρώ. Ότι η εν λόγω συμφωνία είναι άκυρη κατ' άρθρο 179 ΑΚ κατά το μέτρο που υπερβαίνει την αξία της μεταβιβασθείσας επιχείρησης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, άλλως ακυρώσιμη λόγω πλάνης αμφοτέρων των συμβαλλομένων ως προς την αξία της μεταβιβασθείσας περιουσίας. Με βάση το ιστορικό αυτό οι αναιρεσείουσες ζήτησαν με την αγωγή τους αυτή: (α) να αναγνωρισθεί ως έγκυρη, ισχυρή και συντελεσθείσα η παροχή, ήτοι η πώληση και μεταβίβαση του ποσοστού του 45% της εταιρικής μερίδας του εναγομένου προς τον εκλιπόντα πατέρα τους Δ. Σ. του Α., να αναγνωρισθεί δε αυτή ως πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθείσα δια της αντιπαροχής του καταβληθέντος τιμήματος, ήτοι δια της καταβολής ποσού 522.211 ευρώ, που είχε καταβάλει μέχρι το χρόνο του θανάτου του ο πατέρας τους, (β) να αναγνωριστεί ως εξοφληθείσα η απαίτηση του αναιρεσίβλητου, (γ) να αναγνωρισθούν οι ενάγουσες (και ήδη αναιρεσείουσες) κυρίες κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου εκάστη, σύμφωνα με το κληρονομικό τους δικαίωμα, του συνολικού μεταβιβασθέντος ποσοστού 45%, ήτοι της όλης εταιρικής μερίδας του αναιρεσίβλητου, την οποία πώλησε και μεταβίβασε αυτός στον εκλιπόντα Δ. Σ. του Α., (δ) να διαταχθεί η απόδοση ή επιστροφή στις ενάγουσες (αναιρεσείουσες) του μέρους εκείνου της αντιπαροχής του εκλιπόντος Δ. Σ. - πατρός αυτών, ήτοι του ποσού των 52.789 ευρώ, το οποίο συνιστά καταπλεονεκτική και καταχρηστική αξίωση του εναγόμενου η οποία πρέπει να αναγνωριστεί ως τέτοια με απόφαση του Δικαστηρίου, (ε) να διαταχθεί η απόδοση επιστροφή του ποσού των 52.789 ευρώ σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, (στ) άλλως και επικουρικά να αναγνωρισθεί ως ακυρώσιμη η, συναφθείσα με το από 8-12-2014 αντέγγραφο ιδιωτικό, επίδικη σύμβαση οφειλόμενη σε κοινή πλάνη των συμβαλλομένων που τότε τη θέλησαν ως προς το ύψος του αληθούς και ευλόγου τιμήματος που συνιστούσε αντιπαροχή της πωληθείσας εταιρικής μερίδας, (ζ) να ακυρωθεί με απόφαση του Δικαστηρίου κατά το μέρος εκείνο που συνιστά αποτέλεσμα της πλάνης, ήτοι του εσφαλμένου καθορισμού του τιμήματος του μεταβιβασθέντος πράγματος, και δη κατά το μέρος του τιμήματος που συνιστά φανερή δυσαναλογία παροχής - αντιπαροχής, ήτοι να αναγνωρισθεί ως ακυρώσιμη και έτσι να κηρυχθεί άκυρη η απαίτηση του εναγομένου για το ποσό των 419.115 ευρώ η οποία προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ τιμήματος ύψους 941.326 το οποίο αντιστοιχεί στην δια του αντεγγράφου ορισθείσα αξία για ποσοστό εταιρικής μερίδας 45%, αφαιρουμένης από της αξίας του μεριδίου αυτού, ποσού 522.211 ευρώ, που υπολογίζεται με βάση τους συντελεστές και τον υπολογισμό της αξίας που ορίζει το Υπουργείο Οικονομικών, (η) έτι επικουρικότερα, να διατάξει το Δικαστήριο πραγματογνωμοσύνη με αντικείμενο τη διακρίβωση τόσο της φορολογητέας σύμφωνα με τους όρους και συντελεστές που ορίζει το Υπουργείο Οικονομικών όσο και της αγοραίας εμπορικής αξίας του ποσοστού του 45% της εταιρικής μερίδας του εναγομένου, που ίσχυε κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2014, ώστε να διαγνωσθεί η ορθή αναλογία και συμμετρία μεταξύ της επίδικης παροχής και αντιπαροχής, (θ) όλως επικουρικά να αναγνωρίσει τις αναιρεσείουσες το Δικαστήριο με βάση τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης, με απόφασή του, κυρίες με βάση το κληρονομικό τους δικαίωμα εκείνου του ποσοστού εκ του πωληθέντος στον εκλιπόντα Δ. Σ. του Α., από τον εναγόμενο, ήτοι του μεριδίου του 45% το οποίο θα έχει εξοφληθεί από τον κληρονομηθέντα από τις ενάγουσες δια της καταβολής του ποσού των 575.000 ευρώ. Ο εναγόμενος ήδη αναιρεσίβλητος άσκησε την από 30-7-2018 ανταγωγή του κατά των ανωτέρω εναγουσών (ήδη αναιρεσειουσών), ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες και ήδη αναιρεσείουσες ως εξ αδιαθέτου μοναδικές κληρονόμοι του αποβιώσαντος πατέρα τους Δ. Σ. του Α., να του καταβάλουν, εκάστη κατά το λόγο της κληρονομικής της μερίδας, το ποσό των 450.000 ευρώ και ειδικότερα εκάστη το ποσό των 225.000 ευρώ, κυρίως με βάση την από 8-12- 2014 σύμβαση πώλησης εταιρικής μερίδας ως υπόλοιπο οφειλόμενο τίμημα, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε δόση κατέστη απαιτητή, άλλως από την 10-11-2017, άλλως από της επιδόσεως της ανταγωγής, επικουρικώς δε με βάση τις συναλλαγματικές που απεδέχθη ο πατέρας αυτών, νομιμοτόκως. Αμφότερες, αγωγή και ανταγωγή συνεκδικάστηκαν και εκδόθηκε η με αριθμό ... απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την τακτική διαδικασία, η οποία αφού απέρριψε την ανωτέρω κύρια αγωγή, έκανε δεκτή την ανταγωγή και υποχρέωσε εκάστη των αντεναγομένων (αναιρεσειουσών) να καταβάλει στον αντενάγοντα, και ήδη αναιρεσίβλητο, το ποσό των διακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ, νομιμοτόκως. Οι αναιρεσίβλητες άσκησαν την από 13.7.2019 έφεσή τους επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. ... απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία η έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω ελλιπούς καταβολής του παραβόλου που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. ΚΠολΔ. Τις αποφάσεις αυτές προσβάλλουν οι αναιρεσείουσες με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553. 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι από τη διάταξη του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η οποία δεν κάνει καμία διάκριση, προκύπτει ότι αναίρεση συγχωρείται αδιαφόρως εάν το δικαστήριο της ουσίας με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση αποφάσισε για την ουσία της υπόθεσης ή δεν εισήλθε στην εξέταση αυτής για τυπικούς λόγους, επιτρεπόμενη σε κάθε μια περίπτωση, εφόσον συντρέχει κάποιος νόμιμος λόγος από τους αναφερόμενους, περιοριστικά, στο άρθρο 559 ΚΠολΔ, ο οποίος αφορά το περιεχόμενο της εκάστοτε, αντιστοίχως, αποφάσεως.
Συνεπώς, εάν η κατά της πρωτόδικης οριστικής απόφασης ασκηθείσα έφεση απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους, όπως ως απαράδεκτη λόγω μη καταβολής ή ελλιπούς καταβολής του, κατ' άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, παραβόλου άσκησης ενδίκου μέσου, σε αναίρεση υπόκειται, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμοι όροι για το παραδεκτό αυτής, τόσον η απόφαση του Εφετείου, αλλά μόνον ως προς την από αυτήν απόρριψη της έφεσης για τυπικούς λόγους, εφόσον υπάρχει σύμφωνα με το νόμο προβλητή ως προς αυτή πλημμέλεια, όσο και η πρωτόδικη οριστική απόφαση, ως προς τα από αυτή κριθέντα στην ουσία, καθόσον αυτή καθίσταται τελεσίδικη ως προς αυτά, με την έκδοση της απορρίπτουσας για τυπικούς λόγους την έφεση απόφασης (ΑΠ 995/2020, ΑΠ 1000/2009, ΑΠ 1158/1980).
Σύμφωνα με τη διάταξη του αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο και μόνο. Υπό τον όρο απαράδεκτο νοείται το δικονομικό, αυτό δηλαδή, που δημιουργείται από την αθέτηση-παραβίαση δικονομικής διάταξης με αποτέλεσμα, η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της. Μέσω του παρόντος λόγου ελέγχεται το παραδεκτό της άσκησης της αγωγής, το παραδεκτό οποιουδήποτε ενδίκου βοηθήματος ή και ενδίκου μέσου (ΟλΑΠ 2/2001, ΟλΑΠ 12/2000, ΑΠ 175/2019, ΑΠ 2001/2009). Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως ισχύει από 23-01-2017 και εφαρμόζεται, εν προκειμένω, ενόψει του χρόνου άσκησης της ένδικης έφεσης, στις 17-12-2019, δυνάμει των άρθρων 35 παρ. 2, 45 Ν. 4446/2016) και 532 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι εκείνος, που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης κατά της απόφασης του πολυμελούς πρωτοδικείου, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού εκατό (150) ευρώ, το οποίο παράβολο επισυνάπτεται στην έκθεση, που συντάσσει ο γραμματέας, κατ' άρθρο 496 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς και ότι, σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτο. Με την μη καταβολή παραβόλου ισοδυναμεί και η κατάθεση ελλιπούς παραβόλου, για την ταυτότητα του νομικού λόγου. Με βάση τα ανωτέρω η κατάθεση του παραβόλου συνιστά τυπική προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης (ΑΠ 164/2017). Όμως, εφόσον ορίζεται ότι το απαράδεκτο γεννάται "αν δεν κατατεθεί το παράβολο" και όχι αν αυτό δεν κατατεθεί εμπροθέσμως, η κατάθεση αυτού μετά την άσκηση της έφεσης και πριν από τη συζήτησή της δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο αυτής (ΑΠ 995/2020, ΑΠ 933/2019, ΑΠ 341/2015). Ως συζήτηση της υπόθεσης για τη δυνατότητα καταβολής του απαιτούμενου παραβόλου για την άσκηση της έφεσης, όταν τούτο δεν έχει κατατεθεί κατά την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη με αυτή απόφαση, λαμβάνεται υπόψη η ημέρα και η ώρα η οποία ορίστηκε να εκδικαστεί με την αναγραφή της στο πινάκιο την αντίστοιχη ημέρα και ώρα με βάση τις οποίες κλητεύεται να παραστεί και ο εφεσίβλητος κατ' εφαρμογή του άρθρου 498 ΚΠολΔ για λόγους διαδικαστικής ασφάλειας ως προς την κρίση του παραδεκτού του ενδίκου μέσου. Περαιτέρω, η θέσπιση παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου, αποσκοπεί στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και στην ταχεία και αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης, δια της περιστολής της προπετούς άσκησης αβασίμων ενδίκων μέσων, κυρίως έφεσης και αναίρεσης, χωρίς να θίγεται το ατομικό δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη, αφού το ύψος του καταβλητέου ποσού, και υπό την παρούσα οικονομική συγκυρία, δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο και σε περίπτωση νίκης (ολικής ή μερικής) επιστρέφεται στον καταθέσαντα διάδικο, σε κάθε περίπτωση δε, η οικονομική αδυναμία καταβολής του, μπορεί να αντιμετωπισθεί με το θεσμό του ευεργετήματος πενίας (άρθρο 194 ΚΠολΔ). Έτσι, με τη ρύθμιση αυτή δεν παραβιάζονται: α) Οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος καθώς και αυτής του άρθρου 6 παρ. 1 της από 4-11-1950 Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Ρώμης "για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών", η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974, που προστατεύουν το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο, καθόσον το Σύνταγμα ή η ΕΣΔΑ δεν υποχρεώνει την θέσπιση ένδικων μέσων ή την καθιέρωση πλειόνων βαθμών δικαιοδοσίας (ΟλΣτΕ 1583/2010, ΑΠ 1137/2018). Σημειουμένου ότι, η διάταξη του άρθρου 2 του Εβδόμου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προβλέπει το δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσης από ανώτερο δικαστήριο, αναφέρεται, αποκλειστικά, σε ποινικές καταδίκες και, επομένως, ούτε από αυτή απορρέει υποχρέωση του Εθνικού Νομοθέτη να θεσπίζει ένδικα μέσα ή πλείονες βαθμούς δικαιοδοσίας στις λοιπές (πλην καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων) υποθέσεις. Και, β) η Συνταγματική διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 καθώς και η προαναφερθείσα του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, με τις οποίες προστατεύεται η αρχή της ισότητας, έκφανση της οποίας αποτελεί η δικονομική ισότητα των διαδίκων, διότι, ως ανεφέρθη, η οικονομική αδυναμία του διαδίκου, να καταβάλει το υπόψη παράβολο, μπορεί να αντιμετωπισθεί με το θεσμό του ευεργετήματος πενίας και, έτσι δεν τίθεται ζήτημα άνισης μεταχείρισης του οικονομικά ασθενέστερου διαδίκου έναντι του οικονομικά εύρωστου, ενώ η ευνοϊκή διάκριση υπέρ του Δημοσίου και άλλων ΝΠΔΔ, που δυνάμει ειδικών νόμων, απαλλάσσονται από την καταβολή του δικαιολογείται από τον εξυπηρετούμενο, με αυτή, σκοπό γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται στην εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των δικαστηρίων και την κάλυψη της ανάγκης αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης. Τέλος, η θέσπιση της επίμαχης ρύθμισης δεν υπερβαίνει τα όρια πέρα από τα οποία η εφαρμογή της ισοδυναμεί με κατάλυση, άμεση ή έμμεση, των προαναφερθέντων ατομικών δικαιωμάτων, ήτοι της προσφυγής στο δικαστήριο και της ίσης μεταχείρισης (ΑΠ 995/2020, πρβλ. ΑΕΔ 27/2004, 33/1995). Στην προκειμένη περίπτωση με το μοναδικό λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 2281/2021 απόφαση του Εφετείου Αθηνών την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο και δη απέρριψε την έφεσή τους ως απαράδεκτη καθώς εξομοίωσε την ελλιπή κατάθεση παραβόλου για την άσκηση της έφεσης με την ολοσχερή παράλειψη κατάθεσης παραβόλου, της τυπικής δε αυτής παράλειψης την συμπλήρωση δεν δέχθηκε ως δυνατή κατά τη διάταξη του άρθρου 227 ΚΠολΔ, ενώ τέλος με την παρά το νόμο κήρυξη του ως άνω απαράδεκτου παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα : "Όπως, όμως, προκύπτει από την σχετική με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου 64614/4971/19-7-2019 του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, τη συνημμένη σε αμφότερα τα επικυρωμένα δύο αντίγραφα της έφεσης που υπάρχουν στη δικογραφία, το δικόγραφο αυτής (έφεσης) κατατέθηκε στη γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου την 19-07-2019, χωρίς το νόμιμο παράβολο των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, το οποίο απαιτείτο κατά τον ως άνω, κρίσιμο για την προκειμένη υπόθεση, χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης, κατ' άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 4055/2012 και όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ αντικαταστάθηκε από 23-1-2017 με τις διατάξεις του άρθρου 35 παρ.2 του Ν. 4446/2016, το οποίο (άρθρο) τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, κατ' άρθρο 45 του ίδιου ως άνω νόμου, ενόψει του χρόνου άσκησης της ένδικης έφεσης. Αντί δε του ως άνω νόμιμου παράβολου (των 150 ευρώ) οι εκκαλούσες κατέθεσαν τρία παράβολα, ήτοι τα υπ' αριθ. ..., ... και ... του ΤΑΧΔΙΚ το πρώτο και του Δημοσίου το δεύτερο και τρίτο, εκ ποσού εξήντα (6ο) ευρώ το πρώτο και είκοσι (20) ευρώ έκαστο εκ των δευτέρου και τρίτου, δηλαδή κατέθεσαν τρία παράβολα συνολικού ποσού εκατό (100) ευρώ, όπως αυτό προκύπτει από την ανωτέρω έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου. Ως εκ τούτου, κατά την άσκηση της ένδικης έφεσης δεν κατατέθηκε το νόμιμο αυτό παράβολο, αφού κατατέθηκαν τρία παράβολα, συνολικού ποσού εκατό (100) ευρώ. Εξάλλου, από τα προσκομισθέντα με επίκλησή από τις εκκαλούσες έγγραφα, δεν προκύπτει ότι μέχρι τον κρίσιμο χρόνο συζήτησης της ένδικης έφεσης (04-02-2021), που είναι το απώτατο, για το παραδεκτό αυτής, χρονικό σημείο κατάθεσης του νόμιμου παράβολου, έλαβε χώρα τέτοια κατάθεση, ώστε να συμπληρωθεί το ελλείπον παράβολο των πενήντα (50) ευρώ και να ανέλθει στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, αλλά ούτε και γίνεται σχετική αναφορά για κατάθεση τέτοιου ύψους παράβολου στις κατατεθείσες την 02-02-2021, κατά τη συζήτηση της ένδικης έφεσης, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, έγγραφες προτάσεις τους (βλ. τις από 02-02-2021 έγγραφες προτάσεις των εκκαλουσών με την επ' αυτών από 02-02-2021 πράξη κατάθεσης της αρμόδιας γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου). Ακόμη, πρέπει να αναφερθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 227 ΚΠολΔ περί συμπλήρωσης τυπικών παραλείψεων που μπορούν να αναπληρωθούν. Και τούτο, γιατί, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, στις τυπικές παραλείψεις, οι οποίες μπορούν να καλυφθούν και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του ως άνω άρθρου, δεν περιλαμβάνεται και η μη κατάθεση (ή η ελλιπής κατάθεση) του νομίμου παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου, αφού η διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (και ήδη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) ορίζει ειδικώς ως έννομη συνέπεια της μη κατάθεσης παραβόλου, την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου ...
Συνεπώς, η μη κατάθεση του νομίμως προβλεπόμενου παραβόλου κατά τον χρόνο άσκησης της έφεσης ή έστω κατά το χρονικό διάστημα μετά την άσκηση αυτής και πάντως πριν από την συζήτησή της, δεν συνιστά τυπική παράλειψη που "μπορεί να αναπληρωθεί" και μετά τη συζήτηση, αφού η διατύπωση του ως άνω άρθρου, κατά την οποία η κατάθεση του παράβολου συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, δεν καταλείπει έδαφος για διαφορετική ερμηνεία, ενώ, όπως γίνεται δεκτό και στη νομολογία κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ο χρόνος συζήτησης της έφεσης είναι το απώτατο, για το παραδεκτό αυτής, χρονικό σημείο κατάθεσης του νόμιμου παραβόλου". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο όχι παρά το νόμο κήρυξε ακυρότητα, δεδομένου ότι δεν είχε κατατεθεί το ακριβές ποσό του παραβόλου για την άσκηση έφεσης ενώπιον του τριμελούς εφετείου, η δε ελλιπής κατάθεση του παραβόλου ισοδυναμεί με την μη καταβολή του, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη. Εξάλλου, με την κήρυξη του απαραδέκτου αυτού δεν παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος καθώς και αυτής του άρθρου 6 παρ. 1 της από 4-11-1950 Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Ρώμης "για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών", σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι ούτε από το Σύνταγμα ούτε από την ΕΣΔΑ απορρέει υποχρέωση, στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης, για την θέσπιση ένδικων μέσων ή την καθιέρωση περισσότερων βαθμών δικαιοδοσίας. Τέλος, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 227 ΚΠολΔ περί συμπλήρωσης τυπικών παραλείψεων που μπορούν να αναπληρωθούν, αφού η μη κατάθεση παραβόλου ή η ελλιπής κατάθεση αυτού έχει ως έννομη συνέπεια το απαράδεκτο του ενδίκου μέσου, παράλειψη πάντως η οποία, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω είναι δυνατό να θεραπευτεί με την κατάθεση πλήρους του ελλιπούς παραβόλου μέχρι την συζήτηση της έφεσης. Επομένως, ο σχετικός μοναδικός λόγος αναίρεσης κατά της ως άνω απόφασης, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 179 ΑΚ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση του άρθρου 178 ΑΚ, άκυρη, ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, είναι, ιδίως, η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να λάβει για τον εαυτό του ή τρίτον, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή. Από τις διατάξεις αυτές, των άρθρων 178 και 179 ΑΚ και ειδικότερα τη δεύτερη, προκύπτει ότι, για το χαρακτηρισμό της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς και συνεπώς άκυρης, ως αντικείμενης στα χρηστά ήθη, απαιτείται, αφενός μεν η συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων, που τελούν, κατά το χρόνο της συνομολόγησής τους, κατά τις περιστάσεις σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή, αφετέρου δε η επίτευξη των ωφελημάτων αυτών να γίνεται με εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας του άλλου από τους συμβληθέντες. Έτσι, για να χαρακτηριστεί μια δικαιοπραξία ως αισχροκερδής απαιτείται να συντρέχουν, αθροιστικά, τρία στοιχεία, ήτοι : α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός των συμβαλλομένων και γ) εκμετάλλευση της γνωστής σ' αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του συμβαλλομένου τούτου, από τον αντισυμβαλλόμενο. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί ακυρότητας της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς. Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, δηλαδή, το θύμα, λόγω της απερισκεψίας ή της έλλειψης επαρκούς σκέψης, η οποία μπορεί να οφείλεται και σε διανοητική μειονεξία, δεν αποδίδει στις πράξεις του τη σημασία και την αξία που αυτές είχαν, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Ειδικότερα, προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποκύπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό και θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία αυτή διαπιστώνεται, ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της κατάρτισής της, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές περιστάσεις ή επιθυμίες των μερών, αποτελεί δε νομική έννοια και ως εκ τούτου η κρίση περί της υπάρξεως αυτής ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Εξάλλου, εκμετάλλευση υπάρχει, όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία), επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή, χωρίς να είναι απαραίτητη, για να συντρέξει το στοιχείο της εκμετάλλευσης, κάποια ενέργεια του εκμεταλλευτή, η οποία να εκδηλώνεται με ηθικώς επιλήψιμα περιστατικά που αποσκοπούν στην επίτευξη της αισχροκέρδειας. Αν συντρέξουν οι παραπάνω προϋποθέσεις του άρθρου 179 ΑΚ, σε κάθε ανταλλακτική σύμβαση δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης, κατά την έννοια του άρθρου 180 ΑΚ. Αν, όμως λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας, ως αισχροκερδούς, κατά το άρθρο 179 ΑΚ, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλομένου (ΑΠ 168/2021). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 140 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, ουσιώδης δε, κατά τη διάταξη τον άρθρ. 141 του ίδιου Κώδικα, είναι η πλάνη, όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε την κατάρτισή της, ενώ κατά την διάταξη του άρθρου 143 ΑΚ, δεν είναι ουσιώδης η πλάνη, εάν στρέφεται αποκλειστικώς περί τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως. Ως παραγωγικά αίτια της βουλήσεως νοούνται όσα περιστατικά συμβάλλουν στον σχηματισμό της βουλήσεως του δηλούντος. Όμως αν τα παραγωγικά αίτια τέθηκαν ως αίρεση ή αν συζητήθηκαν πριν από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας και αποτέλεσαν έτσι, κατά τη θέληση των μερών, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, βάση ή προϋπόθεση αυτής, δηλαδή θεμέλιο της δικαιοπραξίας, η πλάνη ως προς τα αίτια αυτά είναι ουσιώδης και δικαιολογεί την ακύρωση της δικαιοπραξίας, όπως συμβαίνει όταν τα περιστατικά, που έλαβαν κυρίως υπόψη τα μέρη για τη σύναψη της σύμβασης δεν συνέτρεχαν εξ αρχής ή στη συνέχεια ανατράπηκαν (ΟλΑΠ 35/1998, ΟλΑΠ 5/1990, ΑΠ 1661/2022, ΑΠ 1067/2019, ΑΠ 1/2017). Πλάνη, επομένως, είναι η εσφαλμένη γνώση της απαιτούμενης για τον προσδιορισμό της βούλησης του δηλούντος πραγματικής κατάστασης, προς την πλάνη δε με την παραπάνω έννοια εξομοιώνεται και η έλλειψη γνώσης (άγνοια) της πραγματικής κατάστασης, όταν δεν είναι συνειδητή εκ μέρους του δηλούντος. Η πλάνη αυτή μπορεί να αφορά ακόμη και στο περιεχόμενο της δήλωσης, έστω και αν έχει σχέση με το δίκαιο, δηλαδή με το είδος της δικαιοπραξίας ή τη νομική ενέργεια κάποιου όρου ή με τις έννομες συνέπειες της δήλωσης (ΑΠ 1661/2022, ΑΠ 745/2020, ΑΠ 406/2019). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 157 ΑΚ, το δικαίωμα για ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής κατ' άρθρ. 140 επ. ΑΚ αποσβήνεται με την παρέλευση δύο ετών από την επομένη ημέρα της κατάρτισης της δικαιοπραξίας (241 παρ. 1 ΑΚ), στην περίπτωση όμως που η πλάνη, η απάτη ή η απειλή εξακολούθησαν και μετά τη δικαιοπραξία, η εν λόγω αποσβεστική προθεσμία των δύο ετών αρχίζει από την επομένη ημέρα αφότου πέρασε η κατάσταση, που ήταν δημιουργός της ελαττωματικής βούλησης του συμβαλλομένου, δηλαδή από την αποκάλυψη της πλάνης ή απάτης ή από την παύση της απειλής (ΑΠ 994/2019, ΑΠ 2/2016, ΑΠ 654/2011 ΑΠ 674/1993). Τέλος, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 279 ΑΚ που ορίζει ότι "στις περιπτώσεις που ο νόμος ή τα μέρη τάσσουν προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να ασκηθεί το δικαίωμα (αποσβεστική προθεσμία) εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις για την παραγραφή" και 255 ΑΚ εδ. α' του ίδιου Κώδικα, που ορίζει ότι "Η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανώτερης βίας να ασκήσει την αξίωσή του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου παραγραφής", συνάγεται ότι και η αποσβεστική προθεσμία αναστέλλεται για όσο μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου συμπλήρωσής της ο δικαιούχος εμποδίστηκε από λόγο ανώτερης βίας να ασκήσει το δικαίωμά του για ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης. Ανώτερη βία αποτελεί κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα μπορούσε να αποτραπεί ούτε με άκρα επιμέλεια και σύνεση, εξαιτίας του οποίου ο δικαιούχος αδυνατεί να προβεί ο ίδιος ή με τη συνδρομή άλλου προσώπου στην επιβαλλόμενη σε αυτόν ενέργεια. Περίπτωση ανώτερης βίας συνιστά και η αιφνίδια και απρόβλεπτη σωματική ασθένεια του δικαιούχου εξαιτίας της οποίας δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμά του για ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης εντός του τελευταίου εξαμήνου της διετούς αποσβεστικής προθεσμίας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 27/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 18/2008, ΟλΑΠ 7/2006). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζητήματα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου ,που εφαρμόσθηκε ή δεν εφαρμόσθηκε.
Συνεπώς ο λόγος αυτός προϋποθέτει την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και όχι την απόρριψη ισχυρισμού ως μη νόμιμου, αόριστου, απαράδεκτου ή για οποιοδήποτε άλλο τυπικό λόγο(ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 988/2021). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της. Αντίφαση δε στις αιτιολογίες υπάρχει, όταν τα πραγματικά περιστατικά ,που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Ελλείψεις όμως αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 695/2020). Για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών, δηλαδή ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή πού εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005).
Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της υπ' αριθ. ... πρωτόδικης απόφασης προκύπτει ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο δέχθηκε τα ακόλουθα κατά το μέρος που αφορά την αναιρετική διαδικασία: "Δυνάμει του από 25-08-1999 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο έχει νόμιμα δημοσιευτεί και καταχωρηθεί στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών (αριθμ. κατάθεσης: ...), ο εναγόμενος - αντενάγων και ο (μη διάδικος) εξάδελφός του Δ. Σ. του Α., πατέρας των εναγουσών-αντεναγομένων, ίδρυσαν την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "....". Σκοπός της εταιρίας ορίστηκε η εμπορία και η δη η χονδρική και λιανική πώληση ζαχαρωδών, ψιλικών, αναψυκτικών ποτών και συναφών τυποποιημένων ειδών. Το εταιρικό της κεφάλαιο ορίστηκε στο ποσό των 2.000.000 δραχμών, ενώ οι συνιδρυτές της συμμετείχαν ως ομόρρυθμα μέλη στο εταιρικό της κεφάλαιο, έκαστος κατά ποσοστό συμμετοχής 50%. Στα πλαίσια του εταιρικού της σκοπού, η παραπάνω εταιρία εκμεταλλευόταν επιχείρηση δραστηριοποιούμενη στον κλάδο του χονδρικού εμπορίου ζαχαρωδών, ποτών και ψιλικών, κείμενη επί της οδού ... στον Δήμο .... Σύμφωνα με την καταστατική πρόβλεψη, διαχειριστής της ορίστηκε ο εναγόμενος- αντενάγων, ωστόσο στην πραγματικότητα η διαχείριση της εταιρίας ασκούνταν από κοινού από αμφότερους τους εταίρους. Επρόκειτο για μια οικογενειακή επιχείρηση, στην οποία παρείχαν εργασία, εκτός από το προσωπικό που απασχολούσε, οι ομόρρυθμοι εταίροι, ο υιός του εναγομένου - αντενάγοντος Π. Σ., καθώς και η πρώτη ενάγουσα - αντεναγομένη. Περί το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2014, ο εναγόμενος - αντενάγων ενημέρωσε τον συνεταίρο του ότι εξαιτίας προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε στη μέση του και ενόψει της επικείμενης συνταξιοδότησής του, σκόπευε να αποχωρήσει από την εταιρία, αφού άλλωστε ο υιός του δεν ενδιαφερόταν να τον διαδεχθεί σε αυτήν. Εκδήλωσε δε το ενδιαφέρον του να μεταβιβάσει την εταιρική του μερίδα στον πατέρα των εναγουσών - αντεναγομένων. Ο τελευταίος αποδέχθηκε την πρόταση, καθώς η απόκτηση της εταιρικής μερίδας του εναγόμενου - αντενάγοντος θα τον καθιστούσε μοναδικό ιδιοκτήτη της επιχείρησης και θα του επέτρεπε να αποκαταστήσει επαγγελματικά τις ενάγουσες-αντεναγόμενες θυγατέρες του, εκ των οποίων η μεν πρώτη είχε απασχοληθεί στην επιχείρηση μέχρι τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2014, η δε δεύτερη απασχολούνταν κατά τον χρόνο εκείνο στον ίδιο κλάδο και συγκεκριμένα ως υπάλληλος στο λογιστήριο του Συνεταιριστικού Ομίλου Χονδρεμπόρων ζαχαρωδών ειδών και αναψυκτικών "...", στον οποίο μετείχε η εταιρία. Κατόπιν διαπραγματεύσεων ως προς τους όρους της πώλησης, καταρτίστηκε μεταξύ του εναγομένου-αντενάγοντος και του πατέρα των εναγουσών-αντεναγομένων το από 08-12-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου ο πρώτος πώλησε την εταιρική του μερίδα και συγκεκριμένα μερίδιο σε ποσοστό 45% επί του εταιρικού κεφαλαίου στον δεύτερο και μερίδιο σε ποσοστό 4% επί του εταιρικού κεφαλαίου στην υποδειχθείσα από τον τελευταίο πατέρα των εναγουσών-αντεναγομένων) πρώτη ενάγουσα-αντεναγομένη, αντί συνολικού τιμήματος (για την πώληση και των δύο εταιρικών μεριδίων) 1.025.000 ευρώ. Την καταβολή του τιμήματος ανέλαβε ο πατέρας των εναγουσών- αντεναγομένων, τόσο για τον ίδιο προσωπικά, όσο και για λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας - αντεναγομένης, με τους ακόλουθους όρους: α) Ποσό 150.000 ευρώ εκ του τιμήματος συμψηφίστηκε με το σύνολο των υποχρεώσεων του εναγομένου - αντενάγοντος εκ της εταιρικής ιδιότητας, από τη σύσταση της εταιρίας και μέχρι τις 08-12-2014, ώστε μετά τον γενόμενο αυτόν συμψηφισμό να μην βαρύνει αυτόν καμία οικονομική υποχρέωση, είτε έναντι της εταιρίας είτε έναντι του αντισυμβαλλομένου του, β) ποσό 125.000 ευρώ καταβλήθηκε αυθημερόν σε μετρητά, κατά την υπογραφή της συμφωνίας και γ) το υπόλοιπο ποσό των 750.000 ευρώ θα καταβαλλόταν σε 9 δόσεις και συγκεκριμένα η πρώτη δόση εκ ποσού 50.000 ευρώ στις 10-06-2015, η δεύτερη δόση εκ ποσού 100.000 ευρώ στις 10-08-2015, η τρίτη δόση εκ ποσού 100.000 ευρώ στις 10-11-2015, η τέταρτη δόση εκ ποσού 50.000 ευρώ στις 10-06- 2016, η πέμπτη δόση εκ ποσού 100.000 ευρώ στις 10-08-2016, η έκτη δόση εκ ποσού 100.000 ευρώ στις 10-11-2016, η έβδομη δόση εκ ποσού 50.000 ευρώ στις 10-06-2017, η όγδοη δόση εκ ποσού 100.000 ευρώ στις 10-08-2017 και η ένατη δόση εκ ποσού 100.000 ευρώ στις 10-11-2017. Για την εξασφάλιση της εμπρόθεσμης και ολοσχερούς καταβολής όλων των δόσεων, ο πατέρας των εναγουσών- αντεναγομένων, δυνάμει της ίδιας συμφωνίας, αποδέχθηκε και παρέδωσε στον εναγόμενο-αντενάγοντα εννέα (9) συναλλαγματικές, έκαστη των οποίων φέρει ως ποσό εκείνο εκάστης ως άνω δόσης και ως ημερομηνία λήξης, τη συμφωνημένη ημερομηνία πληρωμής εκάστης δόσης κατά τα προαναφερόμενα. Σημειώνεται ότι δυνάμει της ίδιας συμφωνίας, συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών να μεταβιβάσει ο εναγόμενος-αντενάγων το υπόλοιπο 1% επί του εταιρικού κεφαλαίου της μερίδας του στη σύζυγό του Α. Σ. του Α.. Βέβαια, προκειμένου να λάβει μεν χώρα η απαιτούμενη τροποποίηση του καταστατικού, χωρίς όμως και να δημοσιοποιηθεί το αληθές ύψος του τιμήματος που συμφωνήθηκε κατά τα προαναφερόμενα, προφανώς προκειμένου αυτό να μην καταστεί γνωστό στη φορολογική διοίκηση και σε τρίτους (ανταγωνιστές της επιχείρησης κλπ), καταρτίστηκε μεταξύ των παραπάνω συμβαλλόμενων μερών, της πρώτης ενάγουσας- αντεναγομένης και της Α. Σ. του Α. (συζύγου του εναγομένου- αντενάγοντος), το από 10-12-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο και καταχωρήθηκε νόμιμα στο ΓΕΜΗ με αριθμό καταχώρισης ... και με το οποίο τροποποιήθηκε το καταστατικό της εταιρίας. Σύμφωνα δε με αυτό φερόταν ότι ο εναγόμενος-αντενάγων μεταβίβασε ποσοστό 45% επί του κεφαλαίου στον πατέρα των εναγουσών-αντεναγομένων αντί τιμήματος δήθεν 2.641,23 ευρώ, ποσοστό 4% στην πρώτη ενάγουσα-αντεναγομένη αντί τιμήματος δήθεν 234,78 ευρώ και ποσοστό 1% στην Α. Σ. του Α. αντί τιμήματος δήθεν 58,69 ευρώ. Η εικονικότητα της από 10-12-2014 συμφωνίας σε σχέση με το ύψος του τιμήματος συνομολογείται από αμφότερους τους διαδίκους και προκύπτει, άλλωστε, και από την από 08-12-2014 συμφωνία, στην οποία τα συμβαλλόμενα μέρη χαρακτήρισαν το συμφωνηθέν τίμημα εκ ποσού 1.025.000 ευρώ για την πώληση της εταιρικής μερίδας του εναγομένου-αντενάγοντος στον πατέρα των εναγουσών-αντεναγομένων ως "πραγματικό". Μετά την τροποποίηση του καταστατικού, ο πατέρας των εναγουσών- αντεναγομένων συμμετείχε πλέον στο εταιρικό κεφάλαιο κατά ποσοστό 95% (ήτοι 50%+45%), η θυγατέρα του πρώτη ενάγουσα-αντεναγομένη κατά ποσοστό 4% και η Α. Σ. του Α. κατά ποσοστό 1%. Εξάλλου, αποδεικνύεται ότι ο πατέρας των εναγουσών - αντεναγομένων τήρησε τους όρους του από 08-12-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού μέχρι και τον μήνα Ιούνιο του έτους 2016, καταβάλλοντας εμπρόθεσμα τις τέσσερις (4) πρώτες από τις συνολικά εννέα (9) οφειλόμενες δόσεις και συνολικά το ποσό των 300.000 ευρώ. Ωστόσο, τον μήνα Ιούνιο του έτους 2016, ο τελευταίος διαγνώστηκε ότι πάσχει από καρκίνο. Έκτοτε έπαυσε την καταβολή των δόσεων, ενώ στις 07-09-2017 απεβίωσε, απομένοντος οφειλόμενου υπολοίπου του ποσού των 450.000 ευρώ (ήτοι 750.000 ευρώ οφειλόμενο τίμημα - 300.000 ευρώ καταβληθέν τίμημα). Κληρονομήθηκε δε από τις ενάγουσες-αντεναγόμενες θυγατέρες του, μοναδικές νόμιμες εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, οι οποίες αποδέχθηκαν την κληρονομιά κατά το κληρονομικό τους μερίδιο και υπεισήλθαν σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πατέρα τους, έκαστη κατά ποσοστό 1/2. Οι ενάγουσες - αντεναγόμενες ισχυρίζονται ότι η ως άνω από 08-12-2014 έγγραφη συμφωνία τυγχάνει εν μέρει άκυρη ως καταπλεονεκτική σε βάρος του πατέρα τους, και συγκεκριμένα κατά το μέρος που το τίμημα της αγοραπωλησίας της εταιρικής μερίδας ορίστηκε σε ποσό μεγαλύτερο από το ποσό των 522.211 ευρώ, στο οποίο προσδιορίστηκε η φορολογητέα αξία της από τη φορολογική διοίκηση. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος με βάση τις ακόλουθες σκέψεις: Η εταιρία με την επωνυμία "...", που ιδρύθηκε το έτος 1999, διέγραψε μια ιδιαίτερα επιτυχημένη οικονομική πορεία, η οποία μάλιστα δεν ανακόπηκε ούτε κατά την περίοδο της διεθνούς και εγχώριας οικονομικής ύφεσης από το έτος 2010 και εντεύθεν, πετυχαίνοντας να είναι διαχρονικά κερδοφόρα. Ειδικότερα, τα ακαθάριστα έσοδά της και τα κέρδη της ανήλθαν κατά την εταιρική χρήση του έτους 2010 στο ποσό των 4.450.564,03 ευρώ και των 153.123,25 ευρώ αντίστοιχα, κατά την εταιρική χρήση του έτους 2011 στο ποσό των 3.515.608,84 ευρώ και των 182.770,87 ευρώ αντίστοιχα, κατά την εταιρική χρήση του έτους 2012 στο ποσό των 2.933.746,88 ευρώ και των 126.192,61 ευρώ αντίστοιχα, κατά την εταιρική χρήση του έτους 2013 στο ποσό των 3.037.359,88 ευρώ και των 301.182,63 ευρώ αντίστοιχα, και κατά την εταιρική χρήση του έτους 2014 στο ποσό των 3.700.510,84 ευρώ και των 245.315,69 ευρώ αντίστοιχα (βλ. τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των αντίστοιχων ετών, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγουσες- αντεναγόμενες). Επίσης, όπως προκύπτει από τον ισολογισμό εταιρικής χρήσης έτους 2014, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος-αντενάγων, το γενικό σύνολο του ενεργητικού της ανήλθε στο ποσό των 2.179.801,65 ευρώ, εκ του οποίου το επιμέρους ποσό των 1.956.626,48 ευρώ αφορά σε απαιτήσεις της εταιρίας κατά πελατών της. Αβάσιμα, λοιπόν, προσδιορίζουν οι ενάγουσες-αντεναγόμενες το ύψος των απαιτήσεων της εταιρίας κατά πελατών της στο ποσό των μόλις 611.948 ευρώ, ενώ ο περαιτέρω ισχυρισμός τους ότι οι απαιτήσεις αυτές είναι (επί λέξει) "άκρως επισφαλείς", πέραν της αοριστίας του, καθώς οι ενάγουσες -αντεναγόμενες χαρακτηρίζουν το σύνολο των απαιτήσεων ως επισφαλείς χωρίς καμία ειδικότερη αναφορά σε ονόματα πελατών και συγκεκριμένες άκαρπες προσπάθειες είσπραξης των απαιτήσεων, δεν αποδεικνύεται από κανένα ασφαλές αποδεικτικό μέσο (διαταγές πληρωμής, δικαστικές αποφάσεις, επιδόσεις επιταγών προς εκτέλεση κλπ), απεναντίας μάλιστα αναιρείται από το γεγονός ότι στον ισολογισμό της εταιρικής χρήσης έτους 2014, οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις, που έχουν σχηματιστεί σε βάρος των αποτελεσμάτων, περιορίζονται στο ποσό των 112.570,30 ευρώ. Περαιτέρω, η εταιρία είχε σημαντική θέση στην αγορά, έχοντας αποκτήσει εδραιωμένη φήμη στον επιχειρηματικό χώρο της. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, ήταν και μέλος του Συνεταιριστικού Ομίλου Χονδρεμπόρων ζαχαρωδών ειδών και αναψυκτικών με την επωνυμία "...", στον οποίο ανήκουν οι δραστηριοποιούμενες στον Ν. Αττικής μεγαλύτερες εταιρίες του κλάδου. Οι δε αξιόλογες οικονομικές επιδόσεις της και η υψηλή κερδοφορία της, ακόμη και κατά την περίοδο της γενικευμένης οικονομικής ύφεσης και ιδίως κατά τα τελευταία δύο έτη 2013 και 2014, παρείχαν βάσιμη προσδοκία ότι η επιτυχής οικονομική πορεία της θα κορυφωθεί μετά την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη του τα παραπάνω δεδομένα, κρίνει ότι η αξία της μεταβιβασθείσας εταιρικής μερίδας σε ποσοστό 49% επί του εταιρικού κεφαλαίου ως παροχής δεν υπολειπόταν και μάλιστα δυσανάλογα του συμφωνηθέντος τιμήματος των 1.025.000 ευρώ ως αντιπαροχής. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από το γεγονός ότι ο πατέρας των εναγουσών- αντεναγομένων Δ. Σ. του Α., απόφοιτος εξαταξίου γυμνασίου, ο οποίος συμβλήθηκε ως αγοραστής στην από 08-12-2014 σύμβαση και συμφώνησε στο παραπάνω τίμημα για την αγορά της εταιρικής μερίδας του συνεταίρου του, ήταν ιδιαίτερα έμπειρος και επιτυχημένος επιχειρηματίας, δραστηριοποιούμενος στον κλάδο του χονδρεμπορίου ζαχαρωδών, ψιλικών κλπ πλέον των 40 ετών, και απολύτως ικανός να προασπίσει τα συμφέροντά του. Μάλιστα, η δραστηριότητά του δεν περιορίστηκε στη διοίκηση της εταιρίας (από κοινού με τον εναγόμενο- αντενάγοντα), καθώς επιπλέον επί σειρά ετών δραστηριοποιήθηκε ενεργά και ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών (βλ. τη με αριθμό ... βεβαίωση του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος-αντενάγων), με σημαντική συμβολή στον επιχειρηματικό του κλάδο, και ως Πρόεδρος του Σωματείου Χονδρεμπόρων ζαχαρωδών, ψιλικών και αναψυκτικών με την επωνυμία "Δύναμη", ενώ επιπλέον υπήρξε ιδρυτικό και δραστήριο μέλος του Συνεταιριστικού Ομίλου Χονδρεμπόρων ζαχαρωδών ειδών και αναψυκτικών με τον διακριτικό τίτλο "...", έχοντας μάλιστα διατελέσει Πρόεδρος και Ταμίας αυτού. Βάσει δε της πολυετούς και επιτυχημένης επιχειρηματικής του δραστηριότητας, της διοίκησης (από κοινού με τον εναγόμενο-αντενάγοντα) της εταιρίας που συνίδρυσε, της επιχειρηματικής του γνώσης σε σχέση με τις παραμέτρους και συνθήκες της αγοράς και τον κλάδο στον οποίο δραστηριοποιούνταν η εταιρία, της βαθιάς, πρωτογενούς και άμεσης (προσωπικής) του γνώσης σε σχέση με τα οικονομικά μεγέθη, τις δυνατότητες και προοπτικές της εταιρίας και της πλούσιας και εξειδικευμένης επαγγελματικής και συναλλακτικής εμπειρίας του ήταν πλήρως σε θέση να εκτιμήσει με ακρίβεια την αληθή εμπορική αξία της εταιρίας και εντεύθεν την αξία της μεταβιβασθείσας εταιρικής μερίδας του συνεταίρου του, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγουσών-αντεναγομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων. Άλλωστε, αμφότεροι οι εταίροι συνεπικουρήθηκαν συμβουλευτικά κατά την κατάρτιση της συμφωνίας από τον υπογράφοντα τους ισολογισμούς της εταιρίας λογιστή της επιχείρησης Γ. Μ. και τον νομικό σύμβουλο αυτής Α. Π., τους οποίους αμφότεροι οι εταίροι είχαν περιβάλει με εμπιστοσύνη, όπως συνάγεται από το μακροχρόνιο της συνεργασίας των τελευταίων με την εταιρία. Βέβαια, οι ενάγουσες-αντεναγόμενες ισχυρίζονται ότι δεν περιλήφθηκε στην παραπάνω από 08-12-2014 συμφωνία οποιαδήποτε αναφορά στον τρόπο υπολογισμού - εκτίμησης του τιμήματος ούτε η φορολογητέα αξία κατά τη φορολογική διοίκηση, ενώ σε αυτήν διαλαμβάνονται αποκλειστικά και μόνο όροι που αποσκοπούν να προστατεύσουν τα συμφέροντα του εναγόμενου-αντενάγοντος, χωρίς παράθεση όρων προστασίας των συμφερόντων του αγοραστή πατέρα τους. Πλην, όμως, ο ισχυρισμός αυτός δεν αρκεί για να θεμελιώσει τον ισχυρισμό τους περί του καταπλεονεκτικού χαρακτήρα της επίδικης σύμβασης. Και τούτο, διότι ούτε νόμιμη υποχρέωση ούτε όμως και οποιοδήποτε συμφέρον είχαν οι συμβαλλόμενοι να αποτυπώσουν στην έγγραφη συμφωνία τους τον τρόπο υπολογισμού-εκτίμησης του τιμήματος ή τη φορολογητέα αξία της πωλούμενης εταιρικής μερίδας, δεδομένου ότι οι τελευταίοι, πέραν της συγγενικής τους ιδιότητας ως εξαδέλφων και της υφιστάμενης μεταξύ τους εμπιστοσύνης, ήταν συνιδρυτές, συνεταίροι, συνεργάτες και από κοινού διαχειριστές της εταιρίας επί σειρά ετών, έχοντας αμφότεροι, με βάση την πολυετή επαγγελματική εμπειρία και την πλούσια επιχειρηματική δράση τους, εμπεριστατωμένη γνώση της αγοράς, του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιούνταν η εταιρία, των οικονομικών μεγεθών αυτής και των δυνατοτήτων και των προοπτικών της ίδιας της επιχείρησής τους, δυνάμενοι να προσδιορίσουν ευχερώς την εμπορική αξία της. Άλλωστε, η καταγραφή του τρόπου υπολογισμού-εκτίμησης του τιμήματος ή της φορολογητέας αξίας σε συμβάσεις μεταβίβασης εταιρικών συμμετοχών δεν συνιστά συνήθη επιχειρηματική πρακτική. Σέ σχέση δε με το δεύτερο σκέλος του παραπάνω ισχυρισμού επισημαίνεται ότι πράγματι η από 08-12-2014 συμφωνία διαλαμβάνει όρους προστασίας των συμφερόντων κυρίως του εναγομένου-αντενάγοντος, πλην όμως εύλογα, καθώς ο τελευταίος, μεταβιβάζοντας την εταιρική του μερίδα, εκπλήρωσε τις συμβατικές υποχρεώσεις του ήδη στις 10-12-2014, ενώ η εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων και δη ή αποπληρωμή του συμφωνηθέντος και τιμήματος εκ μέρους του πατέρα των εναγουσών-αντεναγομένων θα ολοκληρωνόταν στις 10-11-2017, δηλαδή μετά περίπου 3 έτη από την κατάρτιση της συμφωνίας, με συνέπεια πράγματι να παρίσταται ανάγκη να διασφαλιστεί η είσπραξη από τον εναγόμενο-αντενάγοντα του πιστωθέντος τιμήματος, με ειδικότερες συμβατικές προβλέψεις έναντι μελλοντικών κινδύνων, δυνάμενων να ανακύψουν κατά τη διαδρομή του χρόνου (π.χ. για την περίπτωση μελλοντικής συγχώνευσης ή εκκαθάρισης της εταιρίας, για την περίπτωση θανάτου του αγοραστή-πατέρα των εναγουσών-αντεναγομένων κλπ). Το αποδεικτικό πόρισμα ότι δεν υφίσταται δυσαναλογία και μάλιστα προφανής μεταξύ της εμπορικής αξίας της μεταβιβασθείσας εταιρικής μερίδας (σε ποσοστό 49% επί του εταιρικού κεφαλαίου) ως παροχής και της χρηματικής αξίας που συμφωνήθηκε ως αντιπαροχή, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η φορολογική διοίκηση υπολογίζει τη φορολογητέα αξία της εταιρικής μερίδας σε ποσοστό 45% επί του εταιρικού κεφαλαίου, στο ποσό των 522.211,40 ευρώ, υπολογιζόμενης εντεύθεν αναλογικά της φορολογητέας αξίας της μεταβιβασθείσας εταιρικής μερίδας σε ποσοστό 49% επί του εταιρικού κεφαλαίου, στο ποσό των 568.630,19 ευρώ (ήτοι 522.211,40 ευρώ X 49/45). Τούτο, διότι ο τρόπος υπολογισμού της φορολογητέας αξίας εταιρικής μερίδας αποσκοπεί να προσδιορίσει (μόνο) την ελάχιστη αξία μεταβίβασης, συνιστώντας τρόπο προσδιορισμού (μόνο) του ελάχιστου ποσού υπεραξίας και της κατώτατης πραγματικής αξίας, προκειμένου για τον υπολογισμό του φόρου από τη μεταβίβαση με επαχθή αιτία, σε τρίτους, ολόκληρης επιχείρησης, εταιρικών μεριδίων ή μερίδων, ποσοστών συμμετοχής και μετοχών μη εισηγμένων στο Χ.Α.Α. (βλ. την 1030366/10307/Β0012/ΠΟΛ. 1053/01-04-2003 Υ.Α. του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και την 1066328/1394/Α0012/16-07-2003 Εγκ. Υπ. Οικονομικών) και επομένως δεν αποσκοπεί να προσδιορίσει την αληθή εμπορική αξία της. Άλλωστε, είναι γνωστό, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), ότι η αξία που αποδίδει η φορολογική διοίκηση σε ενσώματα (υλικά) ή ασώματα (άυλα) οικονομικά αγαθά και περιουσιακά δικαιώματα (λ.χ. εταιρικές συμμετοχές, εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητα ή μεταφορικά μέσα κλπ), κατ' αρχήν, αποκλίνει από την εμπορική-αγοραία αξία τους, ενώ συχνά οι μεταξύ των δύο αξιών διαφορές είναι ιδιαίτερα σημαντικές (βλ. και την ένορκη βεβαίωση του Α. Κ.: "Άσχετα με ακόμη με το τι υπολογίζει η Εφορία ως αξία. Γιατί σημασία έχει, τι έδινε και τι δίνει αγορά".). Στην προκείμενη δε περίπτωση, η φορολογική διοίκηση, προκειμένου να προσδιορίσει τη φορολογητέα αξία της μεταβιβασθείσας εταιρικής μερίδας, σε ποσοστό 45% επί του εταιρικού κεφαλαίου, στο παραπάνω ποσό περιορίστηκε να στηριχθεί αποκλειστικά στα δημοσιοποιημένα οικονομικά στοιχεία της εταιρίας και μάλιστα μόνο της τελευταίας πενταετίας, λαμβάνοντας υπόψη της ουσιαστικά μόνον τα κέρδη της κατά τα έτη 2010-2014 και τη διάρκεια λειτουργίας της. Υπό την έννοια αυτή ο υπολογισμός αυτός είναι στατικός, αφού επικεντρώνεται στη στατική εικόνα του ισολογισμού και μονοδιάστατος, αφού στηρίζεται μόνο σε μεμονωμένα στοιχεία του ισολογισμού και αδυνατεί να αποδώσει την αληθή εμπορική αξία, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη του και άλλα κρίσιμα οικονομικά δεδομένα, δημοσιοποιημένα και μη, όπως τον κύκλο εργασιών της επίδικης εταιρίας, που κατά την τελευταία πενταετία ανήλθε κατά μέσο όρο στο ποσό των 3.527.558,09 ευρώ, το γενικό σύνολο του ενεργητικού, που από το ποσό των 1.634.476,70 ευρώ το έτος 2013 αυξήθηκε στο ποσό των 2.179.801,65 ευρώ το έτος 2014, τις απαιτήσεις της εταιρίας κατά πελατών της, που για την εταιρική χρήση του έτους 2014 ανήλθαν στο ποσό των 1.956.626,48 ευρώ, την αποδοτικότητά της, όπως καθορίζεται από τα αποτελέσματα χρήσης των ετών 2013 και 2014, αλλά και άλλα κρίσιμα δεδομένα και παραμέτρους που συνδιαμορφώνουν την εμπορική αξία μιας επιχείρησης, έστω και αν δεν αποτυπώνονται στις δημοσιοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, όπως εν προκειμένω τα ειδικά χαρακτηριστικά της εταιρίας, ήτοι ότι επρόκειτο για μια οικογενειακή επιχείρηση από την έναρξή της, η οποία είχε 15 έτη συνεχούς επιχειρηματικής παρουσίας, με συνέπεια να είναι γνωστή στην αγορά, έχοντας επιτύχει να αποκτήσει εδραιωμένη θέση και καλή φήμη, θεωρούμενη μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στον Ν. Αττικής στον τομέα του χονδρικού εμπορίου ζαχαρωδών και ψιλικών, επίσης την πολυετή επιτυχημένη οικονομική πορεία της, τη σταθερή πελατεία της, την καλή οργάνωση, την επί έτη συνετή της διοίκηση, την οποία άλλωστε συνομολογούν και οι ενάγουσες-αντεναγόμενες, τη δυναμική εικόνα, την υψηλή κερδοφορία της, με την επισήμανση ότι τα κέρδη της σημείωσαν αξιόλογη άνοδο σε περίοδο εγχώριας οικονομικής ύφεσης, κατά την οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των ίδιων των εναγουσών-αντεναγομένων, "έκλειναν η μια μετά την άλλη οι επιχειρήσεις χονδρεμπόρων πώλησης ζαχαρωδών-ποτών και ψιλικών", καθώς και τις ευοίωνες προοπτικές της που παρέχονταν με βάσιμη προσδοκία για το μέλλον. Ακόμη, οι ένορκες βεβαιώσεις των Α. Μ., Α. Κ. και Χ. Μ., που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγουσες-αντεναγόμενες, εκ των οποίων σημειωτέον ότι ο πρώτος έχει εγκαταλείψει το χονδρικό εμπόριο ζαχαρωδών ήδη από το έτος 2004, ο δεύτερος διατηρεί αποθήκη χονδρικού εμπορίου ζαχαρωδών και ο τρίτος είναι εκμεταλλευτής δύο περιπτέρων και κουμπάρος της δεύτερης ενάγουσας-αντεναγομένης, κατά το μέρος που υπολογίζουν, βάσει της εμπειρίας τους, την αξία της μεταβιβασθείσας μερίδας σε ποσό ακόμη και υποπολλαπλάσιο της φορολογητέας αξίας, δεν κρίνονται αξιόπιστες και εντεύθεν δυνάμενες να ανατρέψουν το παρόν αποδεικτικό πόρισμα, καθόσον τα ως άνω πρόσωπα στερούνται πρωτογενούς γνώσης σε σχέση με την οικονομική πορεία, το πελατολόγιο, τις απαιτήσεις, τις δυνατότητες και προοπτικές της εταιρίας, δεν τεκμηριώνουν την εκτίμησή τους, περιοριζόμενοι στην αόριστη επίκληση της εμπειρίας τους, υπολαμβάνουν εσφαλμένα ότι οι απαιτήσεις της εταιρίας κατά των πελατών της ανέρχονται στο ποσό των 611.948 ευρώ, αντί του ορθού πολλαπλάσιου ποσού των 1.956.626,48 ευρώ, ενώ οι εκτιμήσεις τους βρίσκονται σε προφανή αντίθεση ακόμη και με τα δημοσιοποιημένα οικονομικά στοιχεία της εταιρίας. Επίσης, αν και βεβαιώνουν ότι ο πατέρας των εναγουσών-αντεναγομένων αναγκάστηκε να αγοράσει το εταιρικό μερίδιο του εναγομένου-αντενάγοντος προκειμένου αυτό να μην αγοραστεί από τρίτο πρόσωπο, συγκεκριμένο χονδρέμπορο, τον οποίο σημειωτέον ουδόλως κατονομάζουν, δεν δικαιολογούν για ποιον λόγο ο τελευταίος θα ήταν διατεθειμένος να καταβάλει ως τίμημα για την αγορά της εταιρικής μερίδας του εναγομένου - αντενάγοντος το ποσό των 1.025.000 ευρώ, το οποίο μάλιστα με έμφαση χαρακτηρίζουν ως προς το ύψος του, σε σχέση με την εμπορική αξία της εταιρίας υποπολλαπλάσια του ποσού των 522.211,40 ευρώ, στο οποίο υπολογίζεται η φορολογητέα αξία της, η δε αξία όλης της εταιρίας δεν υπερέβαινε (κατά τον ενόρκως βεβαιώσαντα Α. Κ.) το ποσό των 350.000-400.000 ευρώ. Η δε εκδοχή τους περί ύπαρξης τρίτου προσώπου διατεθειμένου να καταβάλει το ποσό των 1.025.000 ευρώ για την αγορά της εταιρικής μερίδας του εναγομένου-αντενάγοντος ενισχύει το συμπέρασμα ότι στο ποσό αυτό ανερχόταν η εμπορική αξία της εταιρικής μερίδας, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ο έτερος ισχυρισμός του ενόρκως βεβαιώσαντος Α. Κ. ότι για τον προσδιορισμό της εμπορικής αξίας σημασία έχει (επί λέξει) "τι δίνει η αγορά". Βάσει των προαναφερόμενων αποδεικτικών μέσων, το Δικαστήριο έχει σχηματίσει εδραία δικανική πεποίθηση για το ότι η εμπορική αξία της μεταβιβασθείσας εταιρικής μερίδας, σε ποσοστό 49% επί του εταιρικού κεφαλαίου, ως παροχής δεν υπολειπόταν και μάλιστα δυσανάλογα του συμφωνηθέντος τιμήματος των 1.025.000 ευρώ ως αντιπαροχής, επίσης ο προσδιορισμός της φορολογητέας αξίας προκύπτει ευθέως από τη με αριθμό ... δήλωση φόρου κληρονομιάς και τη δήλωση προσδιορισμού φορολογητέας αξίας, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγουσες-αντεναγόμενες, χωρίς να αμφισβητούν το ύψος αυτής, για δε τον προσδιορισμό της εμπορικής αξίας δεν απαιτούνται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ειδικές ή πολύ περισσότερο ιδιάζουσες γνώσεις της οικονομικής-λογιστικής επιστήμης, απορριπτομένου του αιτήματος που υπέβαλαν οι ενάγουσες για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης με αντικείμενο τη διακρίβωση της φορολογητέας και της αγοραίας-εμπορικής αξίας του πωληθέντος από τον εναγόμενο στον πατέρα τους μεριδίου σε ποσοστό 45% επί του κεφαλαίου ως ουσιαστικά αβάσιμου. Λαμβανομένων, λοιπόν, υπόψη των περιστάσεων που υφίσταντο κατά τον χρόνο κατάρτισης της από 08-12-2014 σύμβασης, της φύσης, του περιεχομένου και του σκοπού της, καθώς και της αξίας των εκατέρωθεν παροχών, δεν αποδεικνύεται η συνδρομή και μάλιστα προφανούς δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής. Εξάλλου, ανεξάρτητα από την έλλειψη προφανούς δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, δεν αποδεικνύεται ότι ο πατέρας των εναγουσών-αντεναγομένων συμφώνησε στην αγορά της εταιρικής μερίδας του συνεταίρου του, ενεργώντας από αδήριτη και επιτακτική ανάγκη, ώστε να μην εισέλθει στην εταιρία τρίτο πρόσωπο και να μην απωλέσει αυτή τον οικογενειακό της χαρακτήρα ούτε να λυθεί αυτή λόγω καταγγελίας από τον εναγόμενο-αντενάγοντα, πολύ περισσότερο δεν αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος εκμεταλλεύτηκε αυτή την ανάγκη, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ενάγουσες-αντεναγόμενες. Τούτο, καθώς σύμφωνα με τους όρους του καταστατικού της εταιρίας, ο εναγόμενος-αντενάγων αδυνατούσε να πωλήσει την εταιρική του μερίδα σε τρίτο πρόσωπο, χωρίς την έγγραφη συναίνεση του συνεταίρου του (βλ. όρο 8 του καταστατικού). Ούτε, όμως, και συνέφερε οικονομικά τον εναγόμενο-αντενάγοντα να καταγγείλει την εταιρία, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση τη λύση της εταιρίας θα ακολουθούσε η εκκαθάρισή της (άρθρ. 268 παρ. 1 Ν. 4072/2012), με συνέπεια τη διάλυση της εμπορικής επιχείρησης και της άυλης αξίας της και εντεύθεν τα οικονομικά ωφελήματα που θα λάμβανε από το προϊόν της ρευστοποίησης, προφανώς θα υπολείπονταν εκείνων που θα λάμβανε από την πώληση της εταιρικής μερίδας του σε εταιρία εν λειτουργία. Επιπλέον, ο πατέρας των εναγουσών-αντεναγομένων ήταν, βάσει των προαναφερόμενων ιδιοτήτων του (ήτοι ιδιαίτερα έμπειρος και επιτυχημένος επιχειρηματίας, ακόμη και με δημόσια παρουσία στον επιχειρηματικό κλάδο), απολύτως σε θέση να προασπίσει τα συμφέροντά του, ώστε να μην μπορεί να γίνει δεκτό ότι η συμβατική ρύθμιση σε σχέση με το ύψος του τιμήματος δεν ήταν ουσιαστικά ηθελημένη, αλλά υπαγορεύτηκε σε αυτόν από τον αντισυμβαλλόμενό του. Απεναντίας, ο πατέρας των εναγουσών-αντεναγομένων κατάρτισε τη συμφωνία, συμφωνώντας και ουσιαστικά με τον εναγόμενο-αντενάγοντα ως προς το ύψος του τιμήματος. Άλλωστε, από κανένα ασφαλές αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει ότι στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων ενέμεινε μέχρι την κατάρτιση της συμφωνίας σε μικρότερο τίμημα ή ότι προέβαλε αντιρρήσεις για το ύψος του τιμήματος ή ότι έστω πρότεινε στον εναγόμενο-αντενάγοντα μικρότερο τίμημα. Μετά δε την κατάρτιση της συμφωνίας, ουδέποτε αμφισβήτησε, εγγράφως ή έστω προφορικώς, το περιεχόμενό της και δη το ύψος του τιμήματος για την αγορά της εταιρικής μερίδας, πολύ περισσότερο την εγκυρότητά της, μη επιδιώκοντας να διαφυλάξει τα συμφέροντά του, όπως βέβαια εύλογα θα έπραττε, αν είχε καταρτίσει τη συμφωνία από αδήριτη και επιτακτική ανάγκη, όπως ισχυρίζονται οι ενάγουσες - αντεναγόμενες. Ούτε ποτέ αναζήτησε νομική συμβουλή προς την κατεύθυνση προσβολής της επίμαχης σύμβασης ούτε διερεύνησε την πρόθεση του εναγομένου - αντενάγοντος για τη σύναψη τροποιητικής συμφωνίας ως προς το ύψος του τιμήματος ούτε χαρακτήρισε ποτέ τη συμφωνία ως λεόντειο ή άδικη σε βάρος του ούτε καν διαμαρτυρήθηκε, χαρακτηρίζοντας αυτήν, έστω, όλως ασύμφορη για τον ίδιο. Απεναντίας, μάλιστα, αποδέχθηκε πλήρως και ανεπιφύλακτα το περιεχόμενό της, όπως άλλωστε συνάγεται από το γεγονός ότι μέχρι και τον μήνα Ιούνιο του έτους 2016, οπότε διαγνώστηκε ότι πάσχει από σοβαρή νόσο, εκπλήρωνε προσηκόντως και εμπροθέσμως τις συμβατικές υποχρεώσεις του, καταβάλλοντας ανεπιφύλακτα στον εναγόμενο - αντενάγοντα τις συμφωνηθείσες δόσεις. Παρά δε τα όσα αβάσιμα ισχυρίζονται οι ενάγουσες-αντεναγόμενες, οι ίδιες έλαβαν άμεσα γνώση των όρων της από 08-12-2014 συμφωνίας και δη του συμφωνηθέντος τιμήματος, όπως τούτο αποτυπώθηκε και στην ίδια τη συμφωνία (βλ. όρο 15 αυτής: "Οι εδώ συμβαλλόμενοι διαβεβαιώνουν ο ένας τον άλλον, ότι η σύζυγος του πρώτου συμβαλλόμενου και η θυγατέρα του δεύτερου συμβαλλόμενου έλαβαν γνώση του παρόντος ιδιωτικού συμφωνητικού, συμφώνησαν με το περιεχόμενο του και εξουσιοδότησαν τους εδώ συμβαλλομένους να το υπογράψουν και στο όνομα τους και για λογαριασμό τους"). Άλλωστε, δεν κρίνεται εύλογο ότι ο πατέρας των εναγουσών-αντεναγομένων ανέφερε μεν στις ενάγουσες-αντεναγόμενες θυγατέρες του, "ότι είχε έρθει σε αναγκαστική συμφωνία εξαγοράς του 45% ο ίδιος από τον εναγόμενο" και επιπλέον ρώτησε την πρώτη ενάγουσα-αντεναγομένη, αν επιθυμεί να εξαγοράσει το 4%, όπως ισχυρίζονται οι ενάγουσες-αντεναγόμενες, πλην όμως ότι ουδέποτε αποκάλυψε σε αυτές τους όρους της συμφωνίας και δη το ύψος και τους όρους καταβολής του τιμήματος, ούτε την ύπαρξη του από 08-12-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού ούτε τον λόγο για τον οποίο χαρακτήρισε τη συμφωνία ως "αναγκαστική" ούτε τη συμβατική υποχρέωσή του για την τακτική καταβολή δόσεων αξιόλογου χρηματικού ύψους, ακόμη μάλιστα και μετά τη σύναψη της συμφωνίας, χωρίς να συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί τέτοια συμπεριφορά και ενώ η μεν πρώτη ενάγουσα-αντεναγομένη είχε απασχοληθεί ως υπάλληλος στην επιχείρηση από τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2008 μέχρι και τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2014, ενώ η δεύτερη εργαζόταν ως υπάλληλος στον Συνεταιριστικό Όμιλο Χονδρεμπόρων ζαχαρωδών ειδών και αναψυκτικών με την επωνυμία "...", στον οποίο ανήκει ως μέλος η εταιρία, και ως εκ τούτου ήταν σε θέση να συνδράμουν τον πατέρα τους. Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση της ακυρότητας της από 08-12-2014 σύμβασης ως καταπλεονεκτικής, απορριπτομένης της ένστασης των αντεναγομένων εκ της διάταξης του άρθρου 179 ΑΚ ως ουσιαστικά βάσιμης. Ομοίως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ακύρωση της από 08-12-2014 σύμβασης, διότι, παρά τα όσα αβάσιμα ισχυρίζονται οι ενάγουσες-αντεναγόμενες, δεν συντρέχει το απαιτούμενο στοιχείο της ουσιώδους πλάνης στο πρόσωπο του πατέρα των εναγουσών-αντεναγομένων, αφού, όπως προεκτέθηκε, ο τελευταίος -όπως βέβαια και ο εναγόμενος-αντενάγων- ήταν απολύτως σε θέση να εκτιμήσει πλήρως την εμπορική αξία της πωληθείσας εταιρικής μερίδας, απορριπτομένης της σχετικής ένστασης των αντεναγομένων ως ουσιαστικά αβάσιμης. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, το δικαίωμα των εναγουσών να ζητήσουν την ακύρωση της δικαιοπραξίας έχει αποσβεστεί κατ' άρθρ. 157 ΑΚ, καθώς από την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης (08-12-2014) μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (20-06-2018 - βλ. τη με αριθμό ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Γ. Μ.) έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μείζον των δύο ετών, η δε αποσβεστική προθεσμία συμπληρώθηκε ήδη στις 09-12-2016. Βέβαια, ο πατέρας των εναγουσών, τον μήνα Ιούνιο του έτους 2016, διαγνώστηκε ότι πάσχει από καρκίνο, εξαιτίας δε της ασθένειάς του αυτής τελικά απεβίωσε στις 07-09-2017. Ωστόσο, δεν αποδεικνύεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιούνιο 2016, οπότε και έγινε η διάγνωση της ασθένειάς του, μέχρι και τις 09-12-2016, χρόνο συμπλήρωσης της αποσβεστικής προθεσμίας, η ασθένεια κατέστησε ανέφικτη για τον πατέρα των εναγουσών την άσκηση της αξίωσής του, προσλαμβάνοντας έτσι τον χαρακτήρα ανωτέρας βίας, απορριπτομένης της αντένστασης των εναγουσών περί αναστολής της αποσβεστικής προθεσμίας ως ουσιαστικά αβάσιμης και γενομένης δεκτής της ένστασης του εναγομένου περί συμπλήρωσης της αποσβεστικής προθεσμίας ως ουσιαστικά βάσιμης. Εξάλλου, αποδεικνύεται ότι ο όρος 14 της από 08-12-2014 σύμβασης, που κατάρτισαν ο εναγόμενος-αντενάγων (ως πρώτος συμβαλλόμενος) και ο πατέρας των εναγουσών-αντεναγομένων (ως δεύτερος συμβαλλόμενος) ορίζει επί λέξει τα εξής: "14. Σε περίπτωση αποβίωσης του δεύτερου συμβαλλόμενου προτού ολοκληρωθεί η καταβολή όλων των άνω δόσεων, ο πρώτος συμβαλλόμενος θα μπορεί είτε να εγγράφει προσημείωση υποθήκης σε οποιοδήποτε ακίνητο του δεύτερου συμβαλλόμενου, για ποσό ίσο με το τότε ανεξόφλητο τίμημα είτε να ζητήσει από τους κληρονόμους του δεύτερου συμβαλλομένου την αναμεταβίβαση της εταιρικής μερίδας, κατά τέτοιο ποσοστό που να ισούται με το ανεξόφλητο τίμημα τότε και με συμβολικό τίμημα ενός (1) ευρώ. Ο δεύτερος συμβαλλόμενος συμφωνεί στα άνω". Από τον προαναφερόμενο όρο σαφώς προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη επιφύλαξαν υπέρ του εναγομένου-αντενάγοντος, σε περίπτωση θανάτου του πατέρα των εναγουσών-αντεναγομένων, τη διαζευκτική (εκλεκτική) ευχέρεια είτε να αξιώσει την ικανοποίηση της χρηματικής απαίτησής του, έχοντας τη δυνατότητα να εγγράφει προσημείωση υποθήκης σε οποιοδήποτε ακίνητο αυτού, για ποσό ίσο με το τότε ανεξόφλητο τίμημα, είτε να επιδιώξει από τους κληρονόμους αυτού την αναμεταβίβαση της εταιρικής μερίδας, κατά τέτοιο ποσοστό, που να ισούται με το τότε ανεξόφλητο τίμημα. Υπό την έννοια αυτή, για τη μεταβίβαση της εταιρικής μερίδας, μια μόνον αντιπαροχή οφειλόταν και συγκεκριμένα το τίμημα (αρχική αντιπαροχή), όμως ο πωλητής-δανειστής είχε το δικαίωμα να απαιτήσει άλλη, εναλλακτική παροχή, αντί της οφειλόμενης, και συγκεκριμένα την αναμεταβίβαση της εταιρικής μερίδας. Καθώς η διαζευκτική ευχέρεια καταλείπεται, όχι στους κληρονόμους του αποβιώσαντος αγοραστή, αλλά αντίθετα στον πωλητή εναγόμενο-αντενάγοντα, ο δε τελευταίος με την υπό κρίση ανταγωγή του επέλεξε την αρχική παροχή, ήτοι την ικανοποίηση της χρηματικής απαίτησής του, όπερ είχε ως συνέπεια να συγκεντρωθεί η προδιαληφθείσα διαζευκτική του ευχέρεια στην προειρημένη αξίωση και να μη δικαιούνται πλέον να απαιτήσει από τις ενάγουσες-αντεναγόμενες κληρονόμους του αποβιώσαντος την αναμεταβίβαση της εταιρικής μερίδας (κατά τέτοιο ποσοστό που να ισούται με το ανεξόφλητο τίμημα), η ένσταση των αντεναγομένων περί άσκησης εκ μέρους τους της διαζευκτικής ευχέρειας, ώστε να διαταχθεί από το Δικαστήριο, αντί καταβολής οποιουδήποτε χρηματικού ποσού, η αναμεταβίβαση από τις ίδιες στον αντενάγοντα του αναλογούντος ποσοστού εκ της μεταβιβασθείσας στον πατέρα τους εταιρικής μερίδας που ήθελε κριθεί ως ανεξόφλητο, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, όπως προεκτέθηκε, δυνάμει του από 08-12-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού, ο εναγόμενος-αντενάγων μεταβίβασε την εταιρική του μερίδα και συγκεκριμένα μερίδιο σε ποσοστό 45% επί του κεφαλαίου στον πατέρα των εναγουσών-αντεναγομένων και μερίδιο σε ποσοστό 4% επί του κεφαλαίου στην υποδειχθείσα από τον τελευταίο (πατέρα των εναγουσών-αντεναγομένων) πρώτη ενάγουσα-αντεναγομένη, αντί συνολικού τιμήματος (και για τα δύο μερίδια) 1.025.000 ευρώ, το οποίο ανέλαβε να καταβάλει εξ ολοκλήρου ο πατέρας των εναγουσών- αντεναγομένων. Οι ενάγουσες-αντεναγόμενες ισχυρίζονται με τις προτάσεις τους ότι δυνάμει προφορικής συμφωνίας, που κατάρτισε στις 10-12-2014 η πρώτη από αυτές με τον εναγόμενο-αντενάγοντα, συμφωνήθηκε ως τίμημα για την πώληση σε αυτήν της εταιρικής μερίδας του εναγομένου-αντενάγοντος, και συγκεκριμένα μεριδίου σε ποσοστό 4% επί του κεφαλαίου, το ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο εκείνη του κατέβαλε ολοσχερώς. Ο ισχυρισμός αυτός, πέρα από το γεγονός ότι αντιφάσκει με τον ισχυρισμό που διαλαμβάνεται στην υπό κρίση αγωγή, αλλά και με το περιεχόμενο της από 03-01-2018 εξώδικης δήλωσης των εναγουσών-αντεναγομένων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι τελευταίες, σύμφωνα με τα οποία ως τίμημα για τη μεταβίβαση του παραπάνω ποσοστού ορίστηκε (όχι το ποσό των 10.000 ευρώ, αλλά) το ποσό των 2.641,23 ευρώ, όπως αποτυπώθηκε στην από 10-12-2014 έγγραφη συμφωνία τροποποίησης του καταστατικού, ελέγχεται ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνύεται ούτε η σύναψη προφορικής συμφωνίας μεταξύ του εναγομένου-αντενάγοντος και της πρώτης ενάγουσας- αντεναγομένης ούτε η καταβολή από αυτήν του ποσού των 10.000 ευρώ. Άλλωστε, βάσει της συναλλακτικής εμπειρίας της, η πρώτη ενάγουσα-αντεναγομένη, αν πράγματι είχε καταβάλει το αξιόλογο αυτό ποσό, εύλογα θα είχε αξιώσει την έκδοση εξοφλητικής απόδειξης προς διαφύλαξη των συμφερόντων της, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι, κατά τους ισχυρισμούς της, οι σχέσεις της με τον εναγόμενο-αντενάγοντα είχαν διαρρηχθεί από τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2014, πλην όμως ουδεμία εξοφλητική απόδειξη επικαλείται και προσκομίζει. Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι η από 08-12-2014 συμφωνία πώλησης της εταιρικής μερίδας του εναγομένου- αντενάγοντος είναι έγκυρη. Ο δε πατέρας των εναγουσών-αντεναγομένων όφειλε στον εναγόμενο-αντενάγοντα το συνολικό ποσό των 450.000 ευρώ, που αφορά στις υπόλοιπες ανεξόφλητες δόσεις (πέμπτη μέχρι και ένατη) του συμφωνηθέντος και πιστωθέντος τιμήματος από την πώληση της εταιρικής μερίδας, απορριπτομένης με βάση τα προαναφερόμενα της ένστασης των εναγουσών περί εξόφλησης ως ουσιαστικά αβάσιμης. Ο τελευταίος απεβίωσε αδιάθετος (βλ. τα με αριθμό ... και ... πιστοποιητικά του Ειρηνοδικείου Αθηνών και του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, αντίστοιχα, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος-αντενάγων) και κληρονομήθηκε από τις ενάγουσες-αντεναγόμενες θυγατέρες του, μοναδικές νόμιμες εξ αδιαθέτου συγκληρονόμους του (βλ. το με αριθμό ... πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου ..., που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι τελευταίες), οι οποίες αποδέχθηκαν σιωπηρά την κληρονομία (βλ. το με αριθμό ... πιστοποιητικό περί μη αποποίησης κληρονομιάς του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος-αντενάγων, και τη με αριθμό ... υποβληθείσα δήλωση φόρου κληρονομίας, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγουσες-αντεναγόμενες) και υπεισήλθαν κατά το κληρονομικό τους μερίδιο σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κληρονομούμενου πατέρα τους, έκαστη κατά ποσοστό 1/2 (άρθρ. 1710, 1813 ΑΚ)...". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πολυμελές Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή των αναιρεσειουσών ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, έκανε δεκτή την ανταγωγή του αναιρεσίβλητου ως βάσιμη κατ' ουσίαν και υποχρέωσε εκάστη αναιρεσείουσα να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 225.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο: Ι. δεν παραβίασε με τη μη εφαρμογή της την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 179 AK, ούτε και τις διατάξεις των άρθρων 42 και 43 (υπεραξία μεταβίβασης μετοχών - μεριδίων) του ν. 4172/2013 (Κ.Φ.Ε.) ως ισχύουν σήμερα, σε συνδυασμό και τις με αριθ. 1030366/ 10397/ Β 0012 /ΠΟΛ 1053/1-4-2003 και 1031583/253/A0013 ΠΟΛ 1055/1-4-2003 Αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, καθόσον τα πιο πάνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 179 ΑΚ, για την ουσιαστική βασιμότητα της ένστασης των αναιρεσειουσών και, ως εκ τούτου, η ένδικη σύμβαση πώλησης, με την οποία ο αναιρεσίβλητος πώλησε ποσοστό 45% της εταιρικής του μερίδας στην εταιρεία "...." προς τον πατέρα των αναιρεσειουσών και ποσοστό 4% στην πρώτη αναιρεσείουσα, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αισχροκερδής - καταπλεονεκτική, λόγω ελλείψεως συνδρομής των στοιχείων που απαιτούνται, αθροιστικά, για το χαρακτηρισμό της ως τέτοιας, καθόσον, σύμφωνα με τις ουσιαστικές αυτές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, α) η αξία της μεταβιβασθείσας από τον αναιρεσίβλητο εταιρικής μερίδας σε ποσοστό 49% επί του εταιρικού κεφαλαίου ως παροχής δεν υπολειπόταν και μάλιστα δυσανάλογα του συμφωνηθέντος τιμήματος των 1.025.000 ευρώ ως αντιπαροχής και β) δεν αποδείχθηκε ότι ο πατέρας των αναιρεσειουσών προέβη στην κατάρτιση της επίδικης σύμβασης για την αγορά του εταιρικού μεριδίου του αναιρεσίβλητου αντί του ποσού του 1.025.000 ευρώ ενεργώντας υπό καθεστώς αδήριτης και επιτακτικής ανάγκης ώστε να μην εισέλθει στην εταιρία τρίτο πρόσωπο και να μην απωλέσει έτσι η εταιρεία αυτή τον οικογενειακό της χαρακτήρα ούτε να λυθεί αυτή λόγω καταγγελίας από τον αναιρεσείοντα και, παράλληλα, ότι ο αναιρεσίβλητος εκμεταλλεύτηκε την ανάγκη αυτή του αντισυμβαλλομένου του, περαιτέρω δε, ο προσδιορισμός της αξίας της εταιρικής μερίδας από την φορολογική αρχή στο ποσό των 522.211,40 ευρώ δεν δεσμεύει την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τον προσδιορισμό της αληθούς εμπορικής αξίας της μεταβιβασθείσας εταιρικής μερίδας. Επομένως, οι πρώτος (κατά το πρώτο σκέλος), δεύτερος και πέμπτος (κατά το πρώτο σκέλος) λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι αβάσιμοι, ενώ ο έκτος λόγος (κατά το πρώτο σκέλος) με τον οποίο οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα δέχθηκε αποδοχή της εγκυρότητας του από 8.12.2014 συμφωνητικού εκ μέρους του πατέρα τους δια της καταβολής των συμφωνημένων δόσεων, υπό τον μανδύα της παράβασης του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, πλήττει την ουσιαστική κρίση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και, συνεπώς, είναι απαράδεκτος κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ.
ΙΙ. Επίσης, ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 140 ΑΚ, καθόσον ανελέγκτως δέχθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ακύρωση της από 08-12-2014 σύμβασης, διότι δεν συντρέχει το απαιτούμενο στοιχείο της ουσιώδους πλάνης στο πρόσωπο του πατέρα των αναιρεσειουσών, αφού ο τελευταίος ήταν απολύτως σε θέση να εκτιμήσει πλήρως την εμπορική αξία της πωληθείσας εταιρικής μερίδας και, ως εκ τούτου, δεν υπήρξε διάσταση μεταξύ δηλώσεως και βουλήσεως αυτού κατά την κατάρτιση της επίμαχης σύμβασης. Επομένως, ο έβδομος (κατά το πρώτο σκέλος) λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
ΙΙΙ. Τέλος, και ανεξαρτήτως του ότι, η ως άνω ανεπιτυχώς πληττόμενη κύρια αιτιολογία στηρίζει πλήρως το διατακτικό της απόφασης, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, με την επικουρική αιτιολογία του, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 157 ΑΚ, καθόσον τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, αφού από την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης (08-12-2014) μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (20-06-2018) παρήλθε χρονικό διάστημα μείζον των δύο ετών, η δε αποσβεστική προθεσμία συμπληρώθηκε ήδη στις 09-12-2016, χωρίς να συντρέχει περίπτωση διακοπής αυτής από το ότι ο πατέρας των αναιρεσειουσών, διαγνώστηκε τον μήνα Ιούνιο του έτους 2016, ότι πάσχει από καρκίνο (ασθένεια εξαιτίας της οποίας απεβίωσε στις 07-09-2017), καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιούνιο 2016, οπότε και έγινε η διάγνωση της ασθένειάς του, μέχρι και τις 09-12-2016, χρόνο συμπλήρωσης της αποσβεστικής προθεσμίας, η ασθένεια κατέστησε ανέφικτη για τον πατέρα των αναιρεσειουσών την άσκηση της αξίωσής του, με συνέπεια με την πάροδο της διετίας να επέλθει απόσβεση του διαπλαστικού δικαιώματος προς ακύρωση της δικαιοπραξίας, αποκλειομένης έτσι, έκτοτε, της ακύρωσης αυτής λόγω πλάνης τόσο με αγωγή όσο και με ένσταση. Επομένως, ο ένατος (κατά το πρώτο σκέλος) λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ' αυτήν την απαιτουμένη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, καθόσον αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, με τις υποστηρίζουσες αυτό αναιρετικά ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές: Ι. α) ότι κατόπιν διαπραγματεύσεων ως προς τους όρους της πώλησης, καταρτίστηκε μεταξύ του εναγομένου-αντενάγοντος και του πατέρα των εναγουσών-αντεναγομένων το από 08-12-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου ο πρώτος πώλησε την εταιρική του μερίδα και συγκεκριμένα μερίδιο σε ποσοστό 45% επί του εταιρικού κεφαλαίου στον δεύτερο και μερίδιο σε ποσοστό 4% επί του εταιρικού κεφαλαίου στην υποδειχθείσα από τον τελευταίο πατέρα των εναγουσών-αντεναγομένων) πρώτη ενάγουσα-αντεναγομένη, αντί συνολικού τιμήματος (για την πώληση και των δύο εταιρικών μεριδίων) 1.025.000 ευρώ, β) Η εταιρία με την επωνυμία "...", είχε ιδιαίτερα επιτυχημένη οικονομική πορεία, η οποία μάλιστα δεν ανακόπηκε ούτε κατά την περίοδο της διεθνούς και εγχώριας οικονομικής ύφεσης από το έτος 2010 και εντεύθεν, πετυχαίνοντας να είναι διαχρονικά κερδοφόρα, ότι τα ακαθάριστα έσοδά της και τα κέρδη της ανήλθαν κατά την εταιρική χρήση του έτους 2010 στο ποσό των 4.450.564,03 ευρώ και των 153.123,25 ευρώ αντίστοιχα, κατά την εταιρική χρήση του έτους 2011 στο ποσό των 3.515.608,84 ευρώ και των 182.770,87 ευρώ αντίστοιχα, κατά την εταιρική χρήση του έτους 2012 στο ποσό των 2.933.746,88 ευρώ και των 126.192,61 ευρώ αντίστοιχα, κατά την εταιρική χρήση του έτους 2013 στο ποσό των 3.037.359,88 ευρώ και των 301.182,63 ευρώ αντίστοιχα, και κατά την εταιρική χρήση του έτους 2014 στο ποσό των 3.700.510,84 ευρώ και των 245.315,69 ευρώ αντίστοιχα, ότι όπως προκύπτει από τον ισολογισμό εταιρικής χρήσης έτους 2014, το γενικό σύνολο του ενεργητικού της ανήλθε στο ποσό των 2.179.801,65 ευρώ, εκ του οποίου το επιμέρους ποσό των 1.956.626,48 ευρώ αφορά σε απαιτήσεις της εταιρίας κατά πελατών της, ότι οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις περιορίζονται στο ποσό των 112.570,30 ευρώ, ότι η εταιρεία είχε σημαντική θέση στην αγορά, έχοντας αποκτήσει εδραιωμένη φήμη στον επιχειρηματικό χώρο, ότι ήταν και μέλος του Συνεταιριστικού Ομίλου Χονδρεμπόρων ζαχαρωδών ειδών και αναψυκτικών με την επωνυμία "...", στον οποίο ανήκουν οι δραστηριοποιούμενες στον Ν. Αττικής μεγαλύτερες εταιρίες του κλάδου και ότι οι αξιόλογες οικονομικές επιδόσεις της και η υψηλή κερδοφορία της, ακόμη και κατά την περίοδο της γενικευμένης οικονομικής ύφεσης και ιδίως κατά τα τελευταία δύο έτη 2013 και 2014, παρείχαν βάσιμη προσδοκία ότι η επιτυχής οικονομική πορεία της θα κορυφωθεί μετά την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, γ) ότι ο πατέρας των εναγουσών- αντεναγομένων Δ. Σ. του Α., απόφοιτος εξαταξίου γυμνασίου, ο οποίος συμβλήθηκε ως αγοραστής στην από 08-12-2014 σύμβαση και συμφώνησε στο παραπάνω τίμημα για την αγορά της εταιρικής μερίδας του συνεταίρου του, ήταν ιδιαίτερα έμπειρος και επιτυχημένος επιχειρηματίας, δραστηριοποιούμενος στον κλάδο του χονδρεμπορίου ζαχαρωδών, ψιλικών κλπ πλέον των 40 ετών, και απολύτως ικανός να προασπίσει τα συμφέροντά του, η δραστηριότητά του δε αυτή δεν περιορίστηκε στη διοίκηση της εταιρίας (από κοινού με τον εναγόμενο- αντενάγοντα), καθώς επιπλέον επί σειρά ετών δραστηριοποιήθηκε ενεργά και ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, ενώ επιπλέον υπήρξε ιδρυτικό και δραστήριο μέλος του Συνεταιριστικού Ομίλου Χονδρεμπόρων ζαχαρωδών ειδών και αναψυκτικών με τον διακριτικό τίτλο ""...", έχοντας μάλιστα διατελέσει Πρόεδρος και Ταμίας αυτού. Βάσει δε της πολυετούς και επιτυχημένης επιχειρηματικής του δραστηριότητας, της διοίκησης (από κοινού με τον εναγόμενο-αντενάγοντα) της εταιρίας που συνίδρυσε, της επιχειρηματικής του γνώσης σε σχέση με τις παραμέτρους και συνθήκες της αγοράς και τον κλάδο στον οποίο δραστηριοποιούνταν η εταιρία, της βαθιάς, πρωτογενούς και άμεσης (προσωπικής) του γνώσης σε σχέση με τα οικονομικά μεγέθη, τις δυνατότητες και προοπτικές της εταιρίας και της πλούσιας και εξειδικευμένης επαγγελματικής και συναλλακτικής εμπειρίας του ήταν πλήρως σε θέση να εκτιμήσει με ακρίβεια την αληθή εμπορική αξία της εταιρίας και εντεύθεν την αξία της μεταβιβασθείσας εταιρικής μερίδας του συνεταίρου του, δ) ότι δεν υφίσταται δυσαναλογία και μάλιστα προφανής μεταξύ της εμπορικής αξίας της μεταβιβασθείσας εταιρικής μερίδας (σε ποσοστό 49% επί του εταιρικού κεφαλαίου) ως παροχής και της χρηματικής αξίας που συμφωνήθηκε ως αντιπαροχή, ε) ότι ο τρόπος υπολογισμού της φορολογητέας αξίας εταιρικής μερίδας (με βάση την οποία η φορολογική διοίκηση υπολογίζει τη φορολογητέα αξία της εταιρικής μερίδας στο ποσό των στο ποσό των 568.630,19 ευρώ) αποσκοπεί να προσδιορίσει (μόνο) την ελάχιστη αξία μεταβίβασης, συνιστώντας τρόπο προσδιορισμού (μόνο) του ελάχιστου ποσού υπεραξίας και της κατώτατης πραγματικής αξίας, προκειμένου για τον υπολογισμό του φόρου από τη μεταβίβαση με επαχθή αιτία, σε τρίτους, ολόκληρης επιχείρησης, εταιρικών μεριδίων ή μερίδων, ποσοστών συμμετοχής και μετοχών μη εισηγμένων στο Χ.Α.Α. δεν αποσκοπεί να προσδιορίσει την αληθή εμπορική αξία της, στ) ότι ο υπολογισμός αυτός της φορολογικής διοίκησης είναι στατικός, αφού επικεντρώνεται στη στατική εικόνα του ισολογισμού και μονοδιάστατος, αφού στηρίζεται μόνο σε μεμονωμένα στοιχεία του ισολογισμού και αδυνατεί να αποδώσει την αληθή εμπορική αξία, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη του και άλλα κρίσιμα οικονομικά δεδομένα, δημοσιοποιημένα και μη, όπως τον κύκλο εργασιών της επίδικης εταιρίας, που κατά την τελευταία πενταετία ανήλθε κατά μέσο όρο στο ποσό των 3.527.558,09 ευρώ, το γενικό σύνολο του ενεργητικού, που από το ποσό των 1.634.476,70 ευρώ το έτος 2013 αυξήθηκε στο ποσό των 2.179.801,65 ευρώ το έτος 2014, τις απαιτήσεις της εταιρίας κατά πελατών της, που για την εταιρική χρήση του έτους 2014 ανήλθαν στο ποσό των 1.956.626,48 ευρώ, την αποδοτικότητά της, όπως καθορίζεται από τα αποτελέσματα χρήσης των ετών 2013 και 2014, αλλά και άλλα κρίσιμα δεδομένα και παραμέτρους που συνδιαμορφώνουν την εμπορική αξία μιας επιχείρησης, έστω και αν δεν αποτυπώνονται στις δημοσιοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, όπως εν προκειμένω τα ειδικά χαρακτηριστικά της εταιρίας, ήτοι ότι επρόκειτο για μια οικογενειακή επιχείρηση από την έναρξή της, η οποία είχε 15 έτη συνεχούς επιχειρηματικής παρουσίας, με συνέπεια να είναι γνωστή στην αγορά, έχοντας επιτύχει να αποκτήσει εδραιωμένη θέση και καλή φήμη, θεωρούμενη μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στον Ν. Αττικής στον τομέα του χονδρικού εμπορίου ζαχαρωδών και ψιλικών, επίσης την πολυετή επιτυχημένη οικονομική πορεία της, τη σταθερή πελατεία της, την καλή οργάνωση, την επί έτη συνετή της διοίκηση, τη δυναμική εικόνα, την υψηλή κερδοφορία της, με την επισήμανση ότι τα κέρδη της σημείωσαν αξιόλογη άνοδο σε περίοδο εγχώριας οικονομικής ύφεσης, καθώς και τις ευοίωνες προοπτικές της που παρέχονταν με βάσιμη προσδοκία για το μέλλον ζ) ότι δεν αποδεικνύεται η συνδρομή και μάλιστα προφανούς δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, η) δεν αποδεικνύεται ότι ο πατέρας των εναγουσών-αντεναγομένων συμφώνησε στην αγορά της εταιρικής μερίδας του συνεταίρου του, ενεργώντας από αδήριτη και επιτακτική ανάγκη, ώστε να μην εισέλθει στην εταιρία τρίτο πρόσωπο και να μην απολέσει αυτή τον οικογενειακό της χαρακτήρα ούτε να λυθεί αυτή λόγω καταγγελίας από τον αναιρεσίβλητο, θ) δεν αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος εκμεταλλεύτηκε αυτή την ανάγκη, διότι σύμφωνα με τους όρους του καταστατικού της εταιρίας, ο αναιρεσίβλητος αδυνατούσε να πωλήσει την εταιρική του μερίδα σε τρίτο πρόσωπο, χωρίς την έγγραφη συναίνεση του συνεταίρου του,
ΙΙ. Ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ακύρωση της από 08-12-2014 σύμβασης, διότι δεν συντρέχει το απαιτούμενο στοιχείο της ουσιώδους πλάνης στο πρόσωπο του πατέρα των αναιρεσειουσών, αφού, όπως προεκτέθηκε, ο τελευταίος ήταν απολύτως σε θέση να εκτιμήσει πλήρως την εμπορική αξία της πωληθείσας εταιρικής μερίδας,
ΙΙΙ. α) το δικαίωμα των εναγουσών να ζητήσουν την ακύρωση της δικαιοπραξίας έχει αποσβεστεί κατ' άρθρ. 157 ΑΚ, καθώς από την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης (08-12-2014) μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (20-06-2018) έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μείζον των δύο ετών, η δε αποσβεστική προθεσμία συμπληρώθηκε ήδη στις 09-12-2016 β) ότι ο πατέρας των εναγουσών, τον μήνα Ιούνιο του έτους 2016, διαγνώστηκε ότι πάσχει από καρκίνο, εξαιτίας δε της ασθένειάς του αυτής τελικά απεβίωσε στις 07-09-2017, β) ότι δεν αποδεικνύεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιούνιο 2016, οπότε και έγινε η διάγνωση της ασθένειάς του, μέχρι και τις 09-12-2016, χρόνο συμπλήρωσης της αποσβεστικής προθεσμίας, η ασθένεια κατέστησε ανέφικτη για τον πατέρα των εναγουσών την άσκηση της αξίωσής του, προσλαμβάνοντας έτσι τον χαρακτήρα ανωτέρας βίας. Επομένως, οι πρώτος λόγος (κατά το τρίτο σκέλος), τρίτος τέταρτος, πέμπτος λόγος (κατά το δεύτερο σκέλος), έκτος λόγος (κατά το δεύτερο σκέλος), έβδομος λόγος (κατά το δεύτερο σκέλος) και ένατος λόγος (κατά το δεύτερο σκέλος), με τα οποία οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 10 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Η περίπτωση αυτή, η οποία στηρίζεται στην παράβαση του συστήματος συζήτησης, κατά την οποία ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί, υπάρχει όταν, για τα "πράγματα" που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο, δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε απόδειξη ή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει στην απόφασή του, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη για "πράγματα" που δέχθηκε ως αληθινά. Ο όρος "πράγματα", στον αριθμό 10 του άρθρου 559, είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο όρο του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου, όπως αυτός αναλύθηκε προηγουμένως. Δεν απαιτείται, πάντως, να αξιολογείται στην απόφαση κάθε αποδεικτικό μέσο ειδικά και χωριστά ή να εξειδικεύονται τα έγγραφα ή να γίνεται διάκριση ποια από αυτά λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη (ΑΠ 1284/2020, ΑΠ 1161/2020, ΑΠ 403/2017, 677/2015, 259/2007). Για να είναι ορισμένος και παραδεκτός ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο πραγματικός ισχυρισμός που έλαβε υπόψη το δικαστήριο χωρίς απόδειξη και ποια ήταν η ουσιώδης επίδρασή του στο διατακτικό της απόφασης, είναι δε αβάσιμος, όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τα μνημονευόμενα σ' αυτή (απόφαση) αποδεικτικά μέσα. Ο ίδιος λόγος δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, ύστερα από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που με επίκληση προσκομίστηκαν, καταλήξει σε, έστω και εσφαλμένη, για τα "πράγματα", κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 1284/2020, ΑΠ 1161/2020, ΑΠ 677/2015). Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείουσες, με τον δέκατο λόγο της αίτησης αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο αν και δεν κατείχε ειδικές γνώσεις οικονομικής επιστήμης δεν έκανε δεκτό το αίτημά τους για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για τον προσδιορισμό της αξίας της εταιρικής μερίδας του αναιρεσιβλήτου, αλλά αρκέστηκε στα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και εσφαλμένα την προσδιόρισε στο ποσό του 1.025.000 ευρώ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, από την διαλαμβανομένη στην προσβαλλομένη απόφαση βεβαίωση ότι το δικαστήριο για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψη όλα τα αναφερόμενα εκεί αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης, προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν δέχθηκε τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά χωρίς απόδειξη, αλλά με βάση τις νόμιμα προσκομισθείσες από τους διαδίκους, αποδείξεις, ουσιαστικά δε, με πρόσχημα την ανωτέρω επικαλούμενη πλημμέλεια οι αναιρεσείουσες επιχειρούν στην πραγματικότητα να πλήξουν την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου ως προς την ουσία της υπόθεσης. Κατά το μέρος που με τον ως άνω λόγο αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλόμενη για τον λόγο ότι δεν διέταξε πραγματογνωμοσύνη, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον από τις διατάξεις των άρθρων 368, 387 και 388 ΚΠολΔ. συνάγεται ότι, η διάταξη πραγματογνωμοσύνης επί συγκεκριμένου ζητήματος ή η διάταξη νέας ή επανάληψης ή συμπλήρωσης της αρχικής από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας και δεν ελέγχεται αναιρετικά, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία, κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο, κατά το άρθρο 368 παρ. 2 ΚΠολΔ. κρίνει ότι χρειάζονται "ειδικές" γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες (ΑΠ 11/2021, ΑΠ 1025/2014, ΑΠ 1088/2014), εν προκειμένω, όμως, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν και αυτολεξεί παρατεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το Πολυμελές Πρωτοδικείο έκρινε ότι "για δε τον προσδιορισμό της εμπορικής αξίας δεν απαιτούνται,... ειδικές ή πολύ περισσότερο ιδιάζουσες γνώσεις της οικονομικής-λογιστικής επιστήμης", ώστε συνακόλουθα η κρίση περί της αναγκαιότητας της διάταξης πραγματογνωμοσύνης να εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας, μη ελεγχόμενη αναιρετικά, με τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αλλά ούτε και με τους αναιρετικούς λόγους από τους αρ. 8 και 9, αφού το σχετικό αίτημα δεν συνιστά "πράγμα", κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, ούτε "αίτηση", κατά την έννοια του αρ. 9 του ίδιου ως άνω άρθρου, για να στοιχειοθετήσει τις εκ των διατάξεων αυτών προβαλλόμενες αναιρετικές πλημμέλειες. Επομένως, ο δέκατος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 559 αριθμ.11 εδάφ. γ' του ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των κρίσιμων γεγονότων ή πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, δηλαδή λυσιτελών που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 371/2021, ΑΠ 845/2018, ΑΠ 343/2017), οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί γι' αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Δεν συνάγεται ότι δεν έχει ληφθεί υπόψη έγγραφο από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση όλα τα έγγραφα, εκτός από εκείνο στο οποίο αναφέρεται η αναιρετική αιτίαση. Πάντως, η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων που με επίκληση προσκομίστηκαν δεν αποκλείει την ίδρυση του παρόντος λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου αναίρεσης (ΟλΑΠ 8/2016, 2/2008). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός, θα πρέπει στην αίτηση αναίρεσης να αναφέρεται: (α) ποιες είναι οι αποδείξεις που με επίκληση προσκομίστηκαν και τις οποίες δεν έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας, (β) ο κρίσιμος ισχυρισμός για τον οποίο το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις αποδείξεις και (γ) η επίδραση που έχει αυτός στο διατακτικό της απόφασης, το οποίο και θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 371/2021, ΑΠ 1221/2018, ΑΠ 845/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης (κατά το δεύτερο σκέλος) οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο δεν εκτίμησε το Ειδικό Έντυπο του Υπουργείου Οικονομικών της Δήλωσης Προσδιορισμού Φορολογητέας Αξίας και έτσι κατέληξε στο να δεχθεί ότι η αξία της εταιρικής μερίδας του αναιρεσίβλητου ανέρχεται στο ποσό του 1.025.000 ευρώ. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο κάνει γενική αναφορά ότι έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που με επίκληση προσκομίστηκαν από τα διάδικα μέρη ενώ και από το σύνολο των παραδοχών της καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι και το έγγραφο τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης (κατά το δεύτερο σκέλος) με τον οποίο οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο της ουσίας, είτε κάνοντας εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου αποδεικτικού εγγράφου, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, είτε παραλείποντας την ανάγνωση κρίσιμων περικοπών ή φράσεων αυτού, αποδίδει σ' αυτό περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιέχει και ακολούθως, με βάση μόνο αυτό ή κυρίως αυτό, καταλήγει σε αποδεικτικό πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα για πράγματα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή στο διατακτικό της απόφασής του. Αντίθετα, δεν υπάρχει παραμόρφωση εγγράφου, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υποπίπτει σε διαγνωστικό σφάλμα ως προς το περιεχόμενο του εγγράφου και αξιολογώντας τα περιστατικά που πράγματι περιέχονται σ' αυτό, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που θεωρεί ο αναιρεσείων ορθό, οπότε πρόκειται για εκτίμηση αποδείξεων που δεν ελέγχονται αναιρετικά (Ολ.ΑΠ2/2008, ΑΠ 1286/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον όγδοο λόγο της αίτησης αναίρεσης οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του από 8.12.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού και μάλιστα τον όρο 14 αυτού. Από την παραδεκτή επισκόπηση του προαναφερόμενου από 8.12.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού προκύπτει ότι στον όρο 14 αυτού διαλαμβάνονται τα εξής: "Σε περίπτωση αποβίωσης του δεύτερου συμβαλλόμενου προτού ολοκληρωθεί η καταβολή όλων των άνω δόσεων, ο πρώτος συμβαλλόμενος θα μπορεί είτε να εγγράψει προσημείωση υποθήκης σε οποιοδήποτε ακίνητο του δεύτερου συμβαλλομένου, για ποσό ίσο με το ανεξόφλητο τίμημα είτε να ζητήσει από τους κληρονόμους του δεύτερου συμβαλλομένου την αναμεταβίβαση της εταιρικής μερίδας κατά τέτοιο ποσοστό που να ισούται με το ανεξόφλητο τίμημα". Περαιτέρω, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο δέχθηκε τα ακόλουθα όσον αφορά τον υπ' αριθμόν 14 όρο του επίδικου συμφωνητικού : "Από τον προαναφερόμενο όρο σαφώς προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη επιφύλαξαν υπέρ του αναιρεσίβλητου, σε περίπτωση θανάτου του πατέρα των αναιρεσειουσών, τη διαζευκτική (εκλεκτική) ευχέρεια είτε να αξιώσει την ικανοποίηση της χρηματικής απαίτησής του, έχοντας τη δυνατότητα να εγγράφει προσημείωση υποθήκης σε οποιοδήποτε ακίνητο αυτού, για ποσό ίσο με το τότε ανεξόφλητο τίμημα, είτε να επιδιώξει από τους κληρονόμους αυτού την αναμεταβίβαση της εταιρικής μερίδας, κατά τέτοιο ποσοστό, που να ισούται με το τότε ανεξόφλητο τίμημα. Υπό την έννοια αυτή, για τη μεταβίβαση της εταιρικής μερίδας, μια μόνον αντιπαροχή οφειλόταν και συγκεκριμένα το τίμημα (αρχική αντιπαροχή), όμως ο πωλητής-δανειστής είχε το δικαίωμα να απαιτήσει άλλη, εναλλακτική παροχή, αντί της οφειλόμενης, και συγκεκριμένα την αναμεταβίβαση της εταιρικής μερίδας. Καθώς η διαζευκτική ευχέρεια καταλείπεται, όχι στους κληρονόμους του αποβιώσαντος αγοραστή, αλλά αντίθετα στον πωλητή εναγόμενο-αντενάγοντα, ο δε τελευταίος με την υπό κρίση ανταγωγή του επέλεξε την αρχική παροχή, ήτοι την ικανοποίηση της χρηματικής απαίτησής του, όπερ είχε ως συνέπεια να συγκεντρωθεί η προδιαληφθείσα διαζευκτική του ευχέρεια στην προειρημένη αξίωση και να μη δικαιούνται πλέον να απαιτήσει από τις ενάγουσες-αντεναγόμενες κληρονόμους του αποβιώσαντος την αναμεταβίβαση της εταιρικής μερίδας (κατά τέτοιο ποσοστό που να ισούται με το ανεξόφλητο τίμημα), η ένσταση των αντεναγομένων περί άσκησης εκ μέρους τους της διαζευκτικής ευχέρειας, ώστε να διαταχθεί από το Δικαστήριο, αντί καταβολής οποιουδήποτε χρηματικού ποσού, η αναμεταβίβαση από τις ίδιες στον αντενάγοντα του αναλογούντος ποσοστού εκ της μεταβιβασθείσας στον πατέρα τους εταιρικής μερίδας που ήθελε κριθεί ως ανεξόφλητο, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη". Επομένως, το Πολυμελές Πρωτοδικείο με το να δεχτεί τα ανωτέρω δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο του πιο πάνω όρου αλλά ήχθη σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα δεχόμενο ότι η όποια ευχέρεια είχε επιφυλαχθεί με το συμφωνητικό μόνον υπέρ του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος μάλιστα δεν έκανε χρήση αυτής αλλά ζήτησε την καταψήφιση του υπολοίπου του τιμήματος, και όχι και υπέρ των αναιρεσειουσών. Επομένως, ο όγδοος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων αυτής στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός του, πρέπει να επιβληθούν στις αναιρεσείουσες λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8.10.2021 αίτηση των 1. Θ. Σ. του Δ. και 2. Μ. Σ. του Δ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. ... απόφασης του Εφετείου Αθηνών και της υπ' αριθ. ... απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών Διατάσσει την εισαγωγή των παραβόλων στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και τούτου, καθώς και του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη αποχωρησάντων, ο αμέσως αρχαιότερος της σύνθεσης Αρεοπαγίτης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Ιανουαρίου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ