
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 155 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 155/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Απόστολο Φωτόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 12 Μαρτίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "...", που εδρεύει στο Παγκράτι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Παραστάθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της Ι. Μ. και διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο της τον Μιχαήλ Καλαντζόπουλο, ο oποίος κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Τ. Π. του Λ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αριστοτέλη Μερεκούλια, ο oποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-10-2020 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 9-11-2023 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 9-11-2023 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ' αριθμό ... τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών - η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παράγραφος 1, 614 αριθμός 3, 621 και 622 ΚΠολΔ) - επί της από 30-9-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... έφεσης που είχε ασκήσει η αναιρεσίβλητη, Τ. Π. του Λ., κάτοικος Αθηνών, κατά της υπ' αριθμό ... οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και γενικά παραδεκτά μέσα στη διετή προθεσμία που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 564 παρ. 3 του ΚΠολΔ από την επομένη της δημοσίευσης της αναιρεσιβαλλομένης, η οποία δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε (άρθρα 552, 553 παράγραφος 1 β, 556 παράγραφος 1, 558, 564 παράγραφος 3, 566 παράγραφος1 και 577 παράγραφος 1 και 3 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως να ερευνηθεί και περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 577 παράγραφος 3 ΚΠολΔ). 2. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων που υπάρχουν στη δικογραφία (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη, Τ. Π. του Λ., κάτοικος Αθηνών, στην από 10-10-2020 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... αγωγή - την οποία είχε απευθύνει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και είχε στρέψει κατά της εναγομένης, εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "..." και έδρα το Παγκράτι Αττικής και ήδη αναιρεσείουσας - εξέθεσε τα εξής : Ότι στις 17-7-2007 είχε καταρτίσει με την εναγομένη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι έκτοτε προσέφερε σε αυτή προσηκόντως την εργασία της ως υπάλληλος. Ότι εργαζόταν και πέραν του νομίμου ημερησίου και εβδομαδιαίου ωραρίου. Ότι η εναγομένη στις 18-8-2020 κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας τους. Ότι η απόλυσή της αυτή έπασχε από ακυρότητα, πρώτον, διότι η εναγομένη δεν κατέβαλε σε αυτή πλήρη την αποζημίωση απόλυσης, την οποία είχε δικαίωμα να λάβει ως υπάλληλός της, αλλά μειωμένη και, συγκεκριμένα, το ποσόν που θα δικαιούτο να λάβει ως εργάτρια και, δεύτερον, επειδή η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβασή τους καταχρηστικά και, ειδικότερα, από λόγους εμπάθειας και εκδικητικότητας προς το πρόσωπό της, όπως ειδικότερα ανέφερε στην αγωγή. Με το ιστορικό αυτό ζήτησε - μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής της, ο οποίος έλαβε χώρα κατά τη συζήτησή της στις 18-3-2022 ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου - κυρίως Α.α.1) να αναγνωρισθεί ότι η από 18-8-2020 απόλυσή της ήταν άκυρη, α.2) να υποχρεωθεί η εναγομένη-εργοδότριά της να καταβάλει σε αυτή μισθούς υπερημερίας ποσού 920 Ευρώ το μήνα για το χρονικό διάστημα από 18-8-2020 έως και 17-12-2020, όταν η εναγομένη κατήγγειλε και πάλι τη σύμβαση εργασίας τους για την περίπτωση που η πρώτη καταγγελία που είχε ασκήσει αναγνωριζόταν από το δικαστήριο ως άκυρη και α.3.) να υποχρεωθεί η εναγομένη να την απασχολεί πραγματικά ως υπάλληλο με την απειλή χρηματικής ποινής, Β) επικουρικά - σε περίπτωση που η απόλυσή της κρινόταν έγκυρη - να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε αυτή νομιμότοκα επιπλέον αποζημίωση απόλυσης ποσού 7.084 Ευρώ, την οποία δικαιούτο, επειδή παρείχε σε αυτή εργασία ως υπάλληλος, Γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε αυτή αποδοχές για υπερωριακή εργασία και υπερεργασία που είχε παράσχει σε αυτή κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως και 18-8-2020 ποσού 47.295,36 Ευρώ και 9.008,64 Ευρώ, αντίστοιχα, με τους νόμιμους τόκους κυρίως με βάση τη σύμβαση εργασίας της και, επικουρικά, σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και Δ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε αυτή ποσό 10.000 Ευρώ νομιμότοκα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία είχε υποστεί από την άκυρη απόλυσή της. Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη στην από 15-1-2021 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ..., δεύτερη, αγωγή της - την οποία είχε απευθύνει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και είχε στρέψει κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας - εξέθεσε ό,τι είχε εκθέσει και στην πρώτη αγωγή της κατά της εναγομένης και, επιπλέον, τα εξής: Ότι η εναγομένη στις 17-12-2020 προέβη σε νέα, επικουρική, καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους για την περίπτωση που η κύρια καταγγελία της κρινόταν άκυρη από το Δικαστήριο. Με το ιστορικό αυτό ζήτησε α) να αναγνωρισθεί ότι η επικουρική καταγγελία της σύμβασής της ήταν άκυρη ως καταχρηστική για τους λόγους που είχε επικαλεσθεί σε αυτή, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη-εργοδότριά της να καταβάλει σε αυτή μισθούς υπερημερίας ποσού 920 Ευρώ το μήνα για το χρονικό διάστημα από 17-12-2020 έως και τη συζήτηση της αγωγής της, γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να την απασχολεί πραγματικά ως υπάλληλο με την απειλή χρηματικής ποινής και δ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε αυτή ποσό 10.000 Ευρώ νομιμότοκα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία είχε υποστεί από την άκυρη απόλυσή της. Η εναγομένη αρνήθηκε την ιστορική βάση των αγωγών και, επικουρικά, προέβαλε τους εξής ισχυρισμούς: α) ότι είχε καταβάλει ελλιπή την αποζημίωση απόλυσης στην ενάγουσα, διότι βρισκόταν σε συγγνωστή πλάνη ως προς το ακριβές ύψος της αποζημίωσης απόλυσης, την οποία όφειλε να καταβάλει σε αυτή και β) ότι εν πάση περιπτώσει, όταν επέδωσε στην ενάγουσα στις 17-12-2020 την επικουρική καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους, κατέβαλε σε αυτή ποσόν των 7.084 Ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, την οποία δικαιούτο ως υπάλληλός της, με συνέπεια η αξίωση της ενάγουσας εναντίον της για καταβολή συμπληρωματικής αποζημίωσης απόλυσης να έχει αποσβεσθεί. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεκδίκασε και τις δύο αγωγές αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παρ. 1, 614 αριθμός 3 α και 621 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και εξέδωσε την υπ' αριθμό ... οριστική απόφαση, με την οποία απέρριψε α) ως μη νόμιμη την πρώτη αγωγή ως προς την επικουρική της βάση, η οποία επιχειρείτο να θεμελιωθεί στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και ως μη νόμιμες και τις δύο αγωγές της ως προς το αίτημά τους να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, β) έκρινε κατά τα λοιπά νόμιμες και τις δύο αγωγές, αλλά τις απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες, επειδή, όπως δέχθηκε, α) η ενάγουσα παρείχε την εργασία της στην εναγομένη ως εργάτρια και όχι ως υπάλληλος με συνέπεια να μην μπορεί να αξιώσει από την εργοδότριά της υψηλότερη κατά ποσό αποζημίωση απόλυσης από αυτή που ήδη είχε λάβει ως εργάτρια κατά την απόλυσή της και, β) επιπλέον, η εναγομένη είχε απολύσει την ενάγουσα, διότι είχε προβεί σε οικονομική αναδιάρθρωση της επιχείρησής της και όχι κατά κατάχρηση του διευθυντικού της δικαιώματος και, συγκεκριμένα, από εμπάθεια και εκδικητικότητα προς το πρόσωπό της. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την ίδια απόφαση δέχθηκε περαιτέρω ότι η ενάγουσα δεν είχε απασχοληθεί στην εναγομένη υπερωριακά και δεν είχε παράσχει σε αυτή υπερεργασία με συνέπεια να μην διατηρεί εναντίον της αξιώσεις από τις αιτίες που προαναφέρθηκαν.
Η ενάγουσα άσκησε κατά της απόφασης αυτής την από 30-9-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... έφεση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζήτησε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση με σκοπό να γίνουν δεκτές οι αγωγές της κατά της εφεσίβλητης-εναγομένης. Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δίκασε την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία κατά την οποία είχε δικάσει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη υπ' αριθμό ... τελεσίδικη απόφαση, με την οποία δέχθηκε α) ότι η εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσείουσα δεν είχε καταγγείλει ακύρως τη σύμβαση εργασίας της με την εκκαλούσα και ήδη αναιρεσίβλητη, διότι, πρώτον, δεν την είχε απολύσει κατά κατάχρηση του διευθυντικού της δικαιώματος και, δεύτερον, το γεγονός ότι είχε καταβάλει σε αυτή ελλιπή την αποζημίωση απόλυσης οφειλόταν σε συγγνωστή της πλάνη ως προς το ακριβές ύψος της αποζημίωσης απόλυσης, την οποία έπρεπε να καταβάλει σε αυτή β) ότι η αναιρεσείουσα απασχολούσε την αναιρεσίβλητη ως υπάλληλο και όχι ως εργάτρια, γ) ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε καταβάλει πλήρη την αποζημίωση απόλυσης στην αναιρεσίβλητη και ότι υπολειπόταν προς καταβολή ποσό 7.084 Ευρώ και δ) ότι η αναιρεσίβλητη είχε παράσχει στην αναιρεσείουσα υπερωριακή εργασία και υπερεργασία κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως και 18-8-2020. Μετά από αυτό έκανε δεκτή την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και, αφού συνεκδίκασε τις δύο αγωγές για οικονομία χρόνου και δαπάνης (άρθρα 591 παρ. 1 και 246 του ΚΠολΔ) α) απέρριψε στο σύνολό της την από 15-1-2021 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ..., δεύτερη αγωγή της κατά της αναιρεσείουσας, ενώ β) δέχθηκε ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη την πρώτη από 10-10-2020 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... αγωγή της αναιρεσίβλητης κατά της αναιρεσείουσας, αναγνώρισε την υποχρέωση της αναιρεσείουσας να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη νομιμότοκα ποσό 7.084 Ευρώ ως συμπληρωματική αποζημίωση απόλυσης και, περαιτέρω, είτε υποχρέωσε, είτε αναγνώρισε την υποχρέωση της αναιρεσείουσας να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη νομιμότοκα αποδοχές για παροχή σε αυτή υπερωριακής εργασίας και υπερεργασίας που είχε πραγματοποιήσει κατά το χρονικό διάστημα που προαναφέρθηκε. Το Μονομελές Εφετείο δέχθηκε, ειδικότερα, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος της (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ) τα εξής: "Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, που προσκομίσθηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου είτε προς απόδειξη, άμεση και έμμεση, είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ήτοι από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά, τις από 4-2 -2022, από 17- 3 - 2022 και από 24 - 3 - 2022 ένορκες βεβαιώσεις (...) ενώπιον της δικηγόρου Α. Ε., που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων (...), ληφθείσες (...) νομοτύπως (...) και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν, αποδείχθηκαν τα εξής: Η ενάγουσα (...) Π. Τ. [ήδη αναιρεσίβλητη] προσελήφθη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας την 11η-7-2007 από την εναγομένη (...) εταιρία με την επωνυμία "..." [ήδη αναιρεσείουσα] (...) [ως υπάλληλος και όχι ως εργάτρια]. (...) Περαιτέρω μεταξύ της εναγομένης (...) και της ενάγουσας (...) συμφωνήθηκε ότι η τελευταία θα παρείχε την εργασία της σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης σε πενθήμερη εβδομαδιαία βάση από Δευτέρα έως Παρασκευή με ημερήσιο ωράριο εργασίας από 08:30 π.μ. το πρωί έως 17:00 μ.μ. το απόγευμα, με ενδιάμεσο διάλειμμα διάρκειας μισής ώρας, ήτοι επί οκτώ ώρες ημερησίως και επί 40 ώρες εβδομαδιαίως (...). Όμως (...) πολλές φορές η ενάγουσα (...) παρείχε την εργασία της και πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως με αποτέλεσμα να εκτελεί υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση (...). [Η] ενάγουσα (...) εκτελούσε υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση εκτιμώντας όχι μόνο τις καταθέσεις των (...) μαρτύρων, αλλά και το είδος και τη φύση των εργασιακών καθηκόντων [της] ενάγουσας (...) [τα οποία] πολλές φορές απαιτούσαν για τη διεκπεραίωση τους απασχόληση πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως. Όμως, η εναγομένη (...) δεν κατέβαλλε αμοιβή για την εκτέλεση υπερεργασίας και υπερωριακής απασχόλησης στην ενάγουσα (...). Από το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (...) αποδείχθηκε ότι κατά το αιτούμενο χρονικό διάστημα από 1ης-1-2015 μέχρι 18-8-2020 η ενάγουσα (...) πραγματοποιούσε εβδομαδιαίως κατά μέσο όρο πέντε ώρες υπερεργασίας και τρεις ώρες υπερωριακής απασχόλησης. Επομένως, για τις αιτίες αυτές δικαιούται τις εξής αποδοχές: Α) Για υπερεργασία το ποσό των 9.008,64 ΕΥΡΩ (...), Β). 1. Για υπερωριακή απασχόληση 8.107,77 ΕΥΡΩ (...). Περαιτέρω, στις 10-8-2020 η εναγομένη (...) προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας. Στο δε με ιδία ημερομηνία έντυπο της καταγγελίας η εναγομένη (...) χαρακτήρισε την τελευταία με την ιδιότητα "..." και της κατέβαλε αποζημίωση απολύσεως ανερχόμενη στο ποσό των 2.576 ΕΥΡΩ, το οποίο [η] ενάγουσα (...) θα δικαιούταν με βάση την εν λόγω ιδιότητα (...). Κατόπιν τούτου η ενάγουσα άσκησε την υπό στοιχ. Α από 10 - 10 - 2020 (υπ' αριθμ. κατάθ. ...) ένδικη αγωγή, με την οποία εξέθεσε και ζήτησε, όσα έχουν παραπάνω αναφερθεί. Μετά την άσκηση της (...) αγωγής, η εναγομένη (...) προέβη σε δεύτερη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας (...) και συγκεκριμένα στην από 17-12-2020 επικουρική καταγγελία "με ρητή επιφύλαξη δικαιωμάτων", κοινοποιηθείσα την ίδια ημερομηνία (βλ. την επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή Θ. Μ. στο αντίγραφο της από 17 - 12 - 2020 επικουρικής καταγγελίας σύμβασης εργασίας που προσκομίζει η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα). Στο (...) εξώδικο της (...) επικουρικής καταγγελίας η εναγόμενη (...) δήλωσε στην ενάγουσα (...) ότι "η παρούσα συνιστά επικουρική καταγγελία της σύμβασης εργασίας της στην αδόκητη περίπτωση που κριθεί άκυρη η από 18 - 8 - 2020 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της". Κατόπιν τούτου, αποδείχθηκε ότι η αποζημίωση απολύσεως που η εναγομένη (...) κατέβαλε στην ενάγουσα (...) ανερχόμενη στο (...) ποσό των 2.576 ΕΥΡΩ, υπολογίσθηκε με εσφαλμένο τρόπο (...) [Η] ενάγουσα (...) καθ' όλη τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης της με την εναγομένη (...) απασχολούταν με την ιδιότητα της "Υπαλλήλου" και όχι με την ιδιότητα της "Εργάτριας", βάσει της οποίας υπολογίσθηκε η αποζημίωση απολύσεώς της. Σε περίπτωση που η εν λόγω αποζημίωση είχε υπολογισθεί με βάση την ιδιότητα της "Υπαλλήλου" (...), θα έπρεπε να ανέλθει στο ποσό των 9.660 ΕΥΡΩ (...). Επομένως, η εναγομένη (...) οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα (...) ως υπόλοιπο αποζημίωσης απολύσεως το ποσό των 7.084 ΕΥΡΩ (9.660 Ε μείον 2.576 Ευρώ). Με βάση τα παραπάνω η εκκαλουμένη απόφαση, δεχόμενη ότι "ορθώς υπολογίστηκε και κατεβλήθη στην ενάγουσα η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης που αντιστοιχούσε σε εργάτη ποσού 2.576 ευρώ", προέβη (...) σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω από το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό δεν αποδείχθηκε ότι η από 18-8-2020 κύρια καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας (...) και η από 17-12-2020 επικουρική καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ίδιας είναι καταχρηστικές. Κατ' ακολουθίαν (...) πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη και στη συνέχεια (...) να συνεκδικασθούν (...) οι ένδικες υπό στοιχ. Α από 10 - 10 -2020 (υπ' αριθμ. κατάθ. ...) και υπό στοιχ. Β από 15 - 1 - 2021 (υπ' αριθμ. κατάθ. ...) αγωγές (...). Αναφορικά με την ένδικη υπό στοιχ. Α από 10 - 10 - 2020 (υπ' αριθμ. Κατάθ. ...), πρέπει (...) να γίνει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη ως προς το ανωτέρω υπό στοιχ. Δ επικουρικό αίτημά της (...) και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει [στην ενάγουσα] το υπόλοιπο αποζημίωσης απολύσεώς της ανερχόμενο στο (...) ποσό των 7.084 ΕΥΡΩ (...). Επίσης, πρέπει η ένδικη υπό στοιχ. Α αγωγή να γίνει εν- μέρει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη ως προς το ανωτέρω υπό στοιχ.Ε αίτημά της, που αφορά την αμοιβή της ενάγουσας (...) για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση, και συγκεκριμένα : Α) Να υποχρεωθεί η εναγομένη (...) να καταβάλει στην ενάγουσα (...) το συνολικό ποσό των 15.963,84 ΕΥΡΩ, αναλυόμενο στο ποσό των 9.008,64 ΕΥΡΩ, που αφορά την αμοιβή για υπερεργασία, και το πόσο των 6.955,20 ΕΥΡΩ, που αφορά την αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση (...), Β) Να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης να καταβάλει στην ενάγουσα (...) το ποσό των 1.152,57 ΕΥΡΩ, που αφορά την αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση (...).". 3.α. Το άρθρο 559 αριθμός 8 ΚΠολΔ ορίζει ότι "[α]ναίρεση επιτρέπεται μόνο (...) αν το δικαστήριο παρά το νόμο (...) δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στην (...) παρακώλυση ουσιαστικού (...) δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε (...) ως αμυντικό μέσο και συνεπώς πρόκειται για ισχυρισμούς, οι οποίοι στηρίζουν το αίτημα (...) ένστασης ή αποτελούν λόγο έφεσης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 9/1997, ΑΠ 9/2023). Ο ισχυρισμός εξάλλου που αγνοήθηκε πρέπει να μπορεί να επηρεάσει ευνοϊκά για τον αναιρεσείοντα το διατακτικό της απόφασης που προσβάλλεται με αναίρεση (ΑΠ 20/2023). Σύμφωνα εξάλλου με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11 γ ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται (και) αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τις διατάξεις περαιτέρω των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας για να διαπιστώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης πρέπει να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Το Δικαστήριο όμως δεν έχει υποχρέωση να κάνει ειδική μνεία στη δικαστική απόφαση ή να αξιολογεί χωριστά κάθε αποδεικτικό μέσο. Δεν αποκλείεται βέβαια το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και να εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή κατά την ελεύθερη κρίση του έχουν μεγαλύτερη αποδεικτική σημασία. Για τον αναιρετικό έλεγχο αρκεί να προκύπτει με βεβαιότητα ότι από τη γενική και κατ' είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα συνεκτιμήθηκαν όλα όσα υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραλειφθεί. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, και όταν παρά τη βεβαίωση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ότι έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα για να καταλήξει στο αποδεικτικό του συμπέρασμα, καταλείπονται με βάση το όλο περιεχόμενο της απόφασης που προσβάλλεται αμφιβολίες για το αν συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης ως προς ουσιώδη ισχυρισμό (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 40/2024, ΑΠ 57/2023). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι "η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή", συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Στον πρώτο και στον τέταρτο λόγο αναίρεσης - οι οποίοι είναι συναφείς- η αναιρεσείουσα εκθέτει ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 416 του ΑΚ, 106, 335, 338 έως 340 και 346 του ΚΠολΔ με συνέπεια να υποπέσει στις αναιρετικές πλημμέλειες που προβλέπονται από το άρθρο 559 αριθμοί 8 και 11 γ του ΚΠολΔ και να πρέπει για το λόγο αυτό να αναιρεθεί, διότι α) δεν έλαβε υπόψη πράγματα που είχαν προταθεί και τα οποία ασκούσαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και β) δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που είχε επικαλεσθεί και είχε προσκομίσει στη δίκη για να αποδείξει ουσιώδεις ισχυρισμούς της σε αυτή. Η αναιρεσείουσα εκθέτει, ειδικότερα, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την ένσταση που είχε προβάλει ως εφεσίβλητη ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ως άμυνα κατά της έφεσης ότι είχε καταβάλει στην αναιρεσίβλητη το ποσόν των 7.084 Ευρώ, το οποίο η τελευταία είχε ζητήσει από αυτή με την αγωγή της εναντίον της ως επιπλέον αποζημίωση απόλυσης, διότι, όπως είχε ισχυρισθεί στην αγωγή, παρείχε εργασία στη επιχείρησή της ως υπάλληλος και όχι ως εργάτρια και ότι συνεπώς το γεγονός ότι είχε καταβάλει σε αυτή ελλιπή αποζημίωση καθιστούσε την απόλυσή της άκυρη. Η αναιρεσείουσα εκθέτει, περαιτέρω, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη για να σχηματίσει την αποδεικτική του κρίση ότι όφειλε στην αναιρεσίβλητη-υπάλληλό της επιπλέον αποζημίωση απόλυσης ποσού 7.084 Ευρώ α) το από 18-12-2020 απόσπασμα κίνησης τραπεζικού λογαριασμού που διατηρεί στην "..." και β) την υπ' αριθμό ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην Περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Θ. Μ., αποδεικτικά δηλαδή έγγραφα, τα οποία είχε επικαλεσθεί με τις προτάσεις της ως σχετικά με αριθ.27 και 26 αντίστοιχα, και είχε προσκομίσει τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου, όσο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και από τα οποία κατά τους ισχυρισμούς της αποδεικνυόταν πλήρως ότι στις 17-12-2020 είχε καταβάλει ολοσχερώς στην αναιρεσίβλητη το επίδικο ποσό με κατάθεση σε λογαριασμό της στην τράπεζα που προαναφέρθηκε. Η αναιρεσείουσα εκθέτει επίσης ότι, αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λάμβανε υπόψη την ένσταση που είχε προβάλει ενώπιόν του, όπως και τα αποδεικτικά μέσα που προαναφέρθηκαν - μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης - θα απέρριπτε την από 10-10-2020 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... αγωγή που είχε ασκήσει η αναιρεσίβλητη εναντίον της ως προς το αίτημά της για καταβολή επιπλέον αποζημίωσης απόλυσης ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η αναιρεσείουσα, πράγματι, είχε επικαλεσθεί παραδεκτά ως εφεσίβλητη με τις από 13-12-2022 προτάσεις της ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (βλ. σελ. 28 των από 13-12-2022 προτάσεών της ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου) την ένσταση ότι στις 17-12-2020 είχε καταβάλει στην αναιρεσίβλητη και το υπόλοιπο της αποζημίωσης απόλυσης που όφειλε σε αυτή, το οποίο ανερχόταν σε ποσό 7.084 Ευρώ με συνέπεια η αξίωση της αναιρεσίβλητης εναντίον της να έχει αποσβεσθεί (άρθρο 416 ΑΚ, ΑΠ 56/2024). Η αναιρεσείουσα, επιπλέον, είχε επικαλεσθεί νόμιμα και είχε προσκομίσει και ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για να αποδείξει τον ουσιώδη αυτό ισχυρισμό της α) το από 18-12-2020 αντίγραφο κίνησης του υπ' αριθμό 117(...)014 λογαριασμού που τηρεί στην "..." και στο οποίο εμφανίζεται εντολή μεταφοράς (-) ποσού 7.094 Ευρώ με αιτιολογία "... (ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟ ΠΟΣΟ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ)" και β) την υπ' αριθμό ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην Περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών στην οποία αναφέρεται ρητά -εκτός άλλων και - ότι η αναιρεσείουσα επρόκειτο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη επιπλέον ποσό 7.084 Ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης - πλέον του ποσού των 2.576 Ευρώ, το οποίο είχε ήδη καταβάλει σε αυτή για την ίδια αιτία κατά την απόλυσή της - στον υπ' αριθμό GR 700(...)931 λογαριασμό μισθοδοσίας που διατηρούσε η αναιρεσίβλητη στην "... της Ελλάδος Α.Ε.". Το Μονομελές Εφετείο, όμως, παρέλειψε να λάβει υπόψη την ένσταση που προαναφέρθηκε, διότι δεν διαλαμβάνει στην αναιρεσιβαλλομένη καμία αιτιολογία ως προς το παραδεκτό και οποιαδήποτε παραδοχή ως προς τη βασιμότητα του ισχυρισμού αυτού, ο οποίος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο περαιτέρω δεν συνδέει την αποδεικτική του κρίση ότι η αναιρεσείουσα οφείλει να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη και επιπλέον ποσό 7.084 Ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, διότι την απασχολούσε ως υπάλληλο και όχι ως εργάτρια και ότι, επομένως, απομένει υπόλοιπο προς καταβολή ποσό (9.660 Ευρώ στο οποίο ανερχόταν η αποζημίωση απόλυσης την οποία δικαιούτο η αναιρεσίβλητη ως υπάλληλος - 2.567 Ευρώ την οποία έλαβε ως εργάτρια = 7.084 Ευρώ) και με τα δύο έγγραφα που προαναφέρθηκαν, τα οποία η αναιρεσείουσα είχε επικαλεσθεί νόμιμα με τις προτάσεις της και είχε προσκομίσει τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου, όσο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Το Μονομελές Εφετείο, ειδικότερα, δεν κάνει καμία αναφορά στο πρώτο από τα δύο αυτά έγγραφα, ενώ δεν αξιολογεί καθόλου το δεύτερο από αυτά ως προς το αν ήταν πρόσφορο ή όχι να αποδείξει την ένσταση που είχε προβάλει η αναιρεσείουσα ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ως άμυνα κατά της έφεσης. Η αναιρεσιβαλλομένη μάλιστα δεν διαλαμβάνει άλλη αιτιολογία για να θεμελιώσει την κρίση της ότι η αναιρεσείουσα όφειλε στην αναιρεσίβλητη και επιπλέον ποσό 7.084 Ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης. Στην προκειμένη συνεπώς περίπτωση καθίσταται αμφίβολο αν το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο πράγματι έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και, συνεπώς, και τα αποδεικτικά έγγραφα που προαναφέρθηκαν για να καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμα που προαναφέρθηκε, μολονότι στο προοίμιο του αποδεικτικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλομένης βεβαιώνεται ρητά το αντίθετο. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν το Μονομελές Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 591 παρ. 1, 262 παρ. 1, 527 αριθμός 1 σε συνδυασμό με τα άρθρα 416, 417 παρ. 1 ΑΚ και 1 παρ. 1 της Υ.Α. 26034/695 Φ.Ε.Κ. Β 2362/18-6-2019, 106, 335, 338 έως 340 και 346 του ΚΠολΔ και υπέπεσε για το λόγο αυτό στις αναιρετικές πλημμέλειες που προβλέπονται από το άρθρο 559 αριθμοί 8 και 11 γ του ΚΠολΔ, όπως βάσιμα επικαλείται η αναιρεσείουσα με τους λόγους αναίρεσης που προαναφέρθηκαν, οι οποίοι, επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι. 3.β. Στο δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα επικαλείται ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 του ΚΠολΔ με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθμός 11 γ του ΚΠολΔ και να πρέπει για το λόγο αυτό να αναιρεθεί, διότι δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που είχε επικαλεσθεί και είχε προσκομίσει νόμιμα για να αποδείξει ουσιώδεις ισχυρισμούς της στη δίκη. Η αναιρεσείουσα ειδικότερα επικαλείται ότι το Μονομελές Εφετείο α) δεν έλαβε υπόψη του 1) τις υπ' αριθμό ... πέντε (5) αποφάσεις για καταβολή επιδόματος ασθένειας που είχε εκδώσει ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης ("Ε.Φ.Κ.Α.") και με τις οποίες είχε χορηγηθεί στην αναιρεσίβλητη επίδομα ανικανότητας για εργασία για τα χρονικά διαστήματα από 18-2-2018 έως και 27-2-2018, από 7-3-2018 έως και 23-3-2018, από 28-5-2019 έως και 1-6-2019, από 27-6-2019 έως και 12-7-2019, από 13-7-2019 έως και 27-8-2019, 2) την υπ' αριθμό πρωτοκόλλου ... υπεύθυνη δήλωση της αναιρεσείουσας προς τον Ο.Α.Ε.Δ. στην οποία αναφέρει ότι η επιχείρησή της τίθεται σε αναστολή λειτουργίας από 1-4-2020 και εφεξής και 3) την κατάσταση μισθοδοσίας του μηνός Μαΐου του έτους 2020 από την οποία αποδεικνυόταν ότι η αναιρεσίβλητη το μήνα Μάιο του ίδιου έτους είχε εργασθεί δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες με συνέπεια είτε να υποχρεώσει, είτε να αναγνωρίσει την υποχρέωσή της να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη αποδοχές για παροχή υπερωριακής εργασίας και υπερεργασίας για το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως και 18-8-2020, μολονότι από τα έγγραφα που προαναφέρθηκαν - τα οποία είχε επικαλεσθεί ως σχετικά με αριθ. 20, 20α, 20β, 7, 7α και 16 αντίστοιχα και είχε προσκομίσει νόμιμα και ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου - αποδεικνυόταν ότι κατά τα χρονικά διαστήματα που αναφέρονται σε αυτά η αναιρεσίβλητη δεν παρείχε καθόλου εργασία στην επιχείρησή της είτε επειδή ήταν ασθενής, είτε διότι η επιχείρησή της τελούσε σε αναστολή λειτουργίας. Η αναιρεσείουσα επικαλείται περαιτέρω ότι, αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο λάμβανε υπόψη κατά τα αποδεικτικά έγγραφα που προαναφέρθηκαν, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης θα επιδίκαζε στην αναιρεσίβλητη για τις αιτίες που προαναφέρθηκαν μικρότερα ποσά. Η αναιρεσείουσα, πράγματι, είχε επικαλεσθεί με τις προτάσεις της και ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (βλ. σελ. 31 και 32 των από 13-12-2022 προτάσεών της ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου) και είχε προσκομίσει και σε αυτό α) τις υπ' αριθμό ... πέντε (5) αποφάσεις για καταβολή επιδόματος ασθένειας που οποίες είχε εκδώσει ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης ("Ε.Φ.Κ.Α.") και με τις οποίες είχε χορηγηθεί στην αναιρεσίβλητη επίδομα ανικανότητας για εργασία λόγω ασθένειας για τα χρονικά διαστήματα από 18-2-2018 έως και 27-2-2018, από 7-3-2018 έως και 23-3-2018, από 28-5-2019 έως και 1-6-2019, από 27-6-2019 έως και 12-7-2019, από 13-7-2019 έως και 27-8-2019, β) την υπ' αριθμό πρωτοκόλλου ... υπεύθυνη δήλωση της αναιρεσείουσας προς τον Ο.Α.Ε.Δ. στην οποία αναφέρεται ότι η επιχείρησή της τίθεται σε αναστολή λειτουργίας κατά το χρονικό διάστημα από 1-4-2020 και εφεξής και γ) την κατάσταση μισθοδοσίας του προσωπικού της από την οποία προκύπτει ότι η αναιρεσίβλητη είχε εργασθεί σε αυτή κατά το μήνα Μάιο του έτους 2020 δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, περαιτέρω, αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, είτε υποχρέωσε, είτε αναγνώρισε την υποχρέωση της αναιρεσείουσας να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη αποδοχές για παροχή σε αυτή υπερωριακής εργασίας και υπερεργασίας συγκεκριμένων χρηματικών ποσών για κάθε αιτία και για τα χρονικά διαστήματα που προαναφέρθηκαν κατά τα οποία, ωστόσο, η αναιρεσίβλητη δεν μπορούσε αντικειμενικά να εργάζεται είτε επειδή ήταν ασθενής, είτε διότι η επιχείρησή της τελούσε σε αναστολή λειτουργίας. Στην προκειμένη συνεπώς περίπτωση καθίσταται αμφίβολο αν το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο πράγματι έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και, συνεπώς, και τα αποδεικτικά έγγραφα που προαναφέρθηκαν για να καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμα ότι η αναιρεσίβλητη παρείχε στην αναιρεσείουσα κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως και 18-8-2020 υπερωριακή εργασία κατά μέσο όρο τριών (3) ωρών την ημέρα και υπερεργασία κατά μέσο όρο πέντε (5) ωρών την εβδομάδα, δηλαδή, συνολικά - μετά την αφαίρεση μόνο της ετήσιας άδειας αναψυχής που είχε λάβει η αναιρεσίβλητη κατά το χρονικό αυτό διάστημα - ([(48 εβδομάδες ανά έτος από τα έτη 2015, 2016, 2017, 2018 και 2019 Χ 5 έτη) + 32 εβδομάδες από το έτος 2020]=) για χρονικό διάστημα 272 εβδομάδων, μολονότι στο προοίμιο του αποδεικτικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλομένης βεβαιώνεται ρητά το αντίθετο. Το Μονομελές Εφετείο, επομένως, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 591 παρ. 1, 106, 335, 338 έως 340 και 346 του ΚΠολΔ και υπέπεσε για το λόγο αυτό στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθμός 11 γ του ΚΠολΔ, όπως βάσιμα επικαλείται η αναιρεσείουσα με το λόγο αναίρεσης που προαναφέρθηκε, ο οποίος, επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτός ως βάσιμος. 4. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κατά το κεφάλαιο που προσβλήθηκε και, συγκεκριμένα, ως προς τη διάταξή της, με την οποία δέχθηκε την από 30-9-2022 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... έφεση - την οποία είχε ασκήσει η αναιρεσίβλητη-εκκαλούσα κατά της υπ' αριθμό ... οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών - εξαφάνισε μετά από αυτό την εκκαλουμένη απόφαση και δέχθηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη την από 10-10-2020 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... αγωγή που είχε ασκήσει η αναιρεσίβλητη κατά της αναιρεσείουσας. Μετά από αυτό παρέλκει να ερευνηθεί ο τρίτος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, επειδή μετά την παραδοχή του πρώτου, του δευτέρου και του τετάρτου από αυτούς καταλαμβάνεται από την εμβέλεια της αναιρετικής απόφασης. Η υπόθεση, τέλος, χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση και πρέπει συνεπώς να παραπεμφθεί για εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο μπορεί να συγκροτηθεί από άλλον Δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας που κατέθεσε προτάσεις - μετά από το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της - πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσίβλητης, η οποία ηττήθηκε στη δίκη (άρθρα 573 παρ. 1, 106, 176 εδ. α, 180 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμό ... τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον Δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, το ύψος των οποίων ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Ιανουαρίου 2025.
O ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και τούτου αποχωρήσαντος η αρχαιότερη της σύνθεσης Αρεοπαγίτης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Ιανουαρίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ