
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 156 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 156/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη, Μαρία Γιαννακοπούλου και Απόστολο Φωτόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 9 Απριλίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Α. Π. του Β., 2)Π. Ρ. του Χ., 3)Γ. Γ. του Λ., 4)Η. Ζ. του Π., 5)Ε. Κ. του Β., 6)Α. Λ. του Ν., 7)Μ. Λ. - Κ. του Ν. και 8)Α. Π. του Ι., κατοίκων Αττικής (εκ της εργασίας τους) Οι 1ος, 4ος και 5η δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο και οι λοιποί, εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αλεξάνδρα Κωστούλα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 2)Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.)", που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 3)Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Διοίκηση 1ης Υγειονομικής Περιφέρειας Αττικής (1η Δ.Υ.Πε. Αττικής), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και 4)Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Διοίκηση 2ης Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου", που εδρεύει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη και εκπροσωπείται νόμιμα. Το πρώτο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Τσοκανά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Το δεύτερο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Σοφία Καρυτινού, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η οποία κατέθεσε προτάσεις. Το τρίτο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Μουζουράκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις. Το τέταρτο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Παρασκευή Γεωργίου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η οποία κατέθεσε προτάσεις. Κατά την δικάσιμο της 28ης Νοεμβρίου 2023 η ίδια ως άνω πληρεξούσια του τέταρτου νομικού προσώπου είχε δηλώσει την τροποποίηση της επωνυμίας του σε "Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου (Δ.Υ.Πε Πειραιώς και Αιγαίου), όπως αναφέρεται στο με αριθμό 49/2023 πρακτικό του Δικαστηρίου τούτου
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-12-2006 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και άλλου προσώπου που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 28-3-2023 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 573 παράγραφος 1 και 226 παράγραφος 4 εδάφια β και γ του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν η συζήτηση της αναίρεσης αναβληθεί και η υπόθεση εγγραφεί στο πινάκιο μεταγενέστερης δικασίμου, δεν απαιτείται κλήτευση των διαδίκων να παραστούν κατά τη νέα αυτή δικάσιμο, διότι η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή της στο πινάκιο θεωρείται ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Η πλασματική αυτή κλήτευση, η οποία ισχύει στη δίκη και ενώπιον του Αρείου Πάγου (ΑΠ 803/2017, ΑΠ 112/2017), είναι έγκυρη για το διάδικο που απουσιάζει στη μετά την αναβολή δικάσιμο, μόνον α) όταν ο συγκεκριμένος διάδικος είχε παραστεί νόμιμα στην αρχική δικάσιμο (ΑΠ 344/2010, ΑΠ 566/2010) ή β) είχε επισπεύσει την αρχική συζήτηση της αναίρεσης ή γ) είχε κλητευθεί νόμιμα να παραστεί στην αρχική δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της αναίρεσης. Αν, όμως, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, όπως στην περίπτωση που ο Δικηγόρος, ο οποίος τον είχε εκπροσωπήσει στην αρχική δικάσιμο, δεν είχε πληρεξουσιότητα (ΑΠ 259/2024, ΑΠ 500/2022) ή ο διάδικος είχε παραστεί στην αρχική δικάσιμο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 556/2022, ΑΠ 359/2016) ή αν η κλήτευσή του για την αρχική δικάσιμο ήταν εκπρόθεσμη ή μη νόμιμη (ΑΠ 322/2016, ΑΠ 465/2003), η αναβολή της συζήτησης και η εγγραφή της στο πινάκιο της μεταγενέστερης δικασίμου δεν ισχύει ως πλασματική κλήτευσή του (ΑΠ 685/2006). Στην περίπτωση αυτή πρέπει να επιδοθεί νέο αυτοτελές δικόγραφο κλήσης, το οποίο δεν αναπληρώνεται από εξώδικη δήλωση ή από την απλή γνωστοποίηση της νέας δικασίμου με επίδοση βεβαίωσης του γραμματέα της έδρας ότι η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για νέα δικάσιμο. Η πλασματική κλήτευση που προαναφέρθηκε ισχύει και για τις τυχόν διαδοχικές αναβολές παρά τη ρύθμιση του άρθρου 241 του ΚΠολΔ, διότι η απαγόρευση που εισάγει η διάταξη αυτή δεν καθιστά άκυρες τις περισσότερες αναβολές της υπόθεσης (ΑΠ 871/2013). Στην προκείμενη περίπτωση η ένδικη από 28-3-2023 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... αίτηση αναίρεσης είχε ορισθεί να συζητηθεί αρχικά κατά τη δικάσιμο της 28-11-2023 (βλ. την από 22-6-2023 πράξη της Προέδρου του παρόντος Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου). Η συζήτηση όμως της υπόθεσης κατά την αρχική αυτή δικάσιμο αναβλήθηκε με αίτημα όλων των αναιρεσειόντων - οι οποίοι είχαν παραστεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου δια του Δικηγόρου Αθηνών Ν. Γ. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ...) - για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης (βλ. τα υπ' αριθμό ... πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου). Κατά τη σημερινή όμως συνεδρίαση ο πρώτος, ο τέταρτος και η πέμπτη από τους αναιρεσείοντες, Α. Π. του Β., Η. Ζ. του Π., και Ε. Κ. του Β., κάτοικοι Αττικής, αντίστοιχα, δεν παρέστησαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Από τα έγγραφα, εξάλλου, που υπάρχουν στη δικογραφία δεν προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες που απουσιάζουν είχαν χορηγήσει πληρεξουσιότητα στο Δικηγόρο που προαναφέρθηκε να τους εκπροσωπήσει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την αρχική δικάσιμο της 28-11-2023 κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε μετά από αίτημα και των ίδιων για τη σημερινή δικάσιμο. Οι ίδιοι εξάλλου αναιρεσείοντες δεν προκύπτει ότι κλητεύθηκαν να παραστούν τόσο κατά την αρχική, όσο και εν πάση περιπτώσει κατά τη σημερινή μετά από αναβολή δικάσιμο, είτε από τους λοιπούς αναιρεσείοντες, απλούς ομοδίκους τους, είτε από τα αναιρεσίβλητα νομικά πρόσωπα. Για το λόγο αυτό η αναβολή της συζήτησης υπόθεσης κατά την αρχική δικάσιμο και η εγγραφή της στο πινάκιο της σημερινής δικασίμου δεν ισχύει ως κλήτευση των αναιρεσειόντων που απολείπονται. Η συζήτηση επομένως της ένδικης αίτησης ως προς αυτούς πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, ενώ ως προς τους λοιπούς που παρίστανται νόμιμα πρέπει να προχωρήσει κανονικά. 2. Με την από 28-3-2023 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ' αριθμό ... τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παράγραφος 1, 663, 664 έως 676 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν, πριν αντικατασταθούν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α 87/23-7-2015), επί της από 20-5-2019 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... έφεσης που είχε ασκήσει οι αναιρεσίβλητοι, όπως και τρίτο, φυσικό, πρόσωπο που δεν είναι διάδικο στην παρούσα αναιρετική δίκη, κατά της υπ' αριθμό ... οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα - επειδή οι διάδικοι δεν επικαλούνται και εν πάση περιπτώσει από τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία δεν αποδεικνύεται ότι αναιρεσιβαλλομένη επιδόθηκε - και γενικά παραδεκτά (άρθρα 553 παράγραφος 1, 556 παράγραφος 1, 558, 564 παράγραφος 3 και 566 παράγραφος 1 ΚΠολΔ). Πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί - ως προς τους διαδίκους που παρίστανται νόμιμα - και περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παράγραφος 3 ΚΠολΔ). Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ), τα οποία αφορούν στην παρούσα δίκη, προκύπτουν τα εξής : Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες, ιατροί, όπως και τρίτο φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν είναι διάδικο στην παρούσα αναιρετική δίκη, στην από 29-12-2006 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... αγωγή - την οποία είχαν απευθύνει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και είχαν στρέψει κατά του αρχικά εναγομένου, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ." και έδρα την Αθήνα - εξέθεσαν τα εξής : Ότι είχαν καταρτίσει με το αρχικά εναγόμενο πριν από το έτος 1993 και κατά τις ημεροχρονολογίες που ανέφεραν συγκεκριμένα στην αγωγή ειδικές συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν.δ. 1204/1972 και ότι έκτοτε προσέφεραν σε αυτό προσηκόντως τις ιατρικές τους υπηρεσίες. Ότι το αρχικά εναγόμενο έπαυσε από 12-5-2020 κα εφεξής να προσμετρά για τη μισθολογική τους εξέλιξη το χρόνο υπηρεσίας τους σε αυτό έως και την 15-6-1993, όταν άρχισε να ισχύει ν. 2150/1993 (Φ.Ε.Κ. Α 98/16-6-1993), μολονότι ο χρόνος αυτός έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη για την κατάταξή τους σε ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια, με συνέπεια να απωλέσουν τις μισθολογικές παροχές (μισθούς και επίδομα χρόνου προϋπηρεσίας) συγκεκριμένου ποσού ο καθένας τους, τις οποίες θα έπρεπε να είχαν λάβει κατά τα χρονικά διαστήματα που ανέφεραν στην αγωγή, αν είχαν ενταχθεί σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο, όπως ειδικότερα είχαν ισχυρισθεί σε αυτή. Με το ιστορικό αυτό αιτήθηκαν να υποχρεωθεί το εναγόμενο α) να τους εντάξει σε ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια με συγκεκριμένο χρονοεπίδομα για τον καθένα τους και β) να καταβάλει σε αυτούς νομιμότοκα τη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που θα έπρεπε να είχαν λάβει για την αιτία που προαναφέρθηκε από αυτές που έλαβαν σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα νομιμότοκα από τότε που το κάθε επιμέρους ποσό είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και, επικουρικά, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δίκασε την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παρ. 1, 663, 664 έως 676 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν, πριν αντικατασταθούν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α 87/23-7-2015) και εξέδωσε αρχικά την υπ' αριθμό 1580/2011 μη οριστική απόφαση, με την οποία διέταξε να επαναληφθεί η συζήτηση στο ακροατήριο (άρθρα 591 παρ. 1 και 254 του ΚΠολΔ) για να προσκομισθεί από τον επιμελέστερο διάδικο συγκεκριμένο αποδεικτικό έγγραφο. Οι ενάγοντες στη συνέχεια με την από 31-12-2013 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... κλήση τους - την οποία είχαν στρέψει κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.)" και έδρα το Αμαρούσιο Αττικής ως διάδοχο του αρχικά εναγομένου - επέσπευσαν νέα συζήτηση της αγωγής τους, η οποία ορίσθηκε μετά από αναβολές για τη δικάσιμο της 24-4-2017. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών εξέδωσε την υπ' αριθμό ... οριστική απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή με την αιτιολογία ότι το εναγόμενο δεν νομιμοποιείτο παθητικά στη δίκη, διότι ο τέταρτος και η πέμπτη από τους ενάγοντες και ήδη αναιρεσιβλήτους είχαν παύσει να συνδέονται με το αρχικά εναγόμενο με συμβάσεις εργασίας, πριν τη σύσταση του "Ε.Ο.Π.Υ.Υ.", ενώ οι λοιποί ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες είχαν μεταφερθεί/μεταταγεί νόμιμα σε "Δ.Υ.Πε.". Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες άσκησαν κατά της απόφασης αυτής την από 20-5-2019 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... έφεση - την οποία έστρεψαν κατά των εφεσιβλήτων και ήδη αναιρεσιβλήτων ως διαδόχων του αρχικά εναγομένου - για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζήτησαν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή τους κατά των τότε εφεσιβλήτων και ήδη αναιρεσιβλήτων. Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δίκασε την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία που είχε δικάσει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και εξέδωσε την υπ' αριθμό ... τελεσίδικη απόφαση με την οποία δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και κράτησε την αγωγή και τη δίκασε στην ουσία. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη με την αιτιολογία ότι το αρχικά εναγόμενο κατ' ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του ν. 2150/1993 (Φ.Ε.Κ. Α 98/16-6-1993) δεν είχε προσμετρήσει την υπηρεσία των ήδη αναιρεσειόντων σε αυτό έως και την έναρξη της ισχύς του νόμου που προαναφέρθηκε, διότι η εξομοίωση των ήδη αναιρεσειόντων με τους μονίμους ιατρούς του αρχικά εναγομένου - η οποία είχε επέλθει με το άρθρο 18 το ν. 2150/1993- δεν είχε μεταβάλει τη φύση της σχέσης που τους συνέδεε με αυτό. 3. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 εδάφιο α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, όπως και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η παραβίαση αυτή εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκαν ως μη νόμιμες ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγιναν δεκτές ως νόμιμες ή απορρίφθηκαν ή έγιναν δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες (ΟλΑΠ 5/2023).Ο λόγος αναίρεσης εξάλλου από το άρθρο 559 αριθμός 1 του ΚΠολΔ είναι ορισμένος σε περίπτωση που η αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, όταν ο αναιρεσείων αναφέρει σε αυτόν - εκτός άλλων - και α) ενάριθμα την ουσιαστικού δικαίου διάταξη, η οποία φέρεται ότι παραβιάσθηκε, β) το νομικό σφάλμα που αποδίδεται στην απόφαση ως προς την ερμηνεία και ως προς την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου και γ) το περιεχόμενο της αγωγής για να προκύπτει με τον τρόπο αυτό από το αναιρετήριο η νομική της πλημμέλεια, διότι η αοριστία του λόγου της αναίρεσης δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα (ΟλΑΠ 4/2022, ΟλΑΠ 20/2005, ΟλΑΠ 27/1998, ΟλΑΠ 32/1996, ΑΠ 284/2022, ΑΠ 231/2020). Στο μοναδικό λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες εκθέτουν ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμός 1 του ΚΠολΔ, διότι απέρριψε την αγωγή τους κατά των αναιρεσιβλήτων ως μη νόμιμη με εσφαλμένη αιτιολογία. Οι αναιρεσείοντες όμως δεν εκθέτουν στο δικόγραφο της αναίρεσής τους α) τη διάταξη του ουσιαστικού νόμου, την οποία φέρεται ότι παραβίασε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και μάλιστα ενάριθμα, β) το νομικό, ερμηνευτικό ή υπαγωγικό, σφάλμα που αποδίδουν στην ίδια απόφαση και γ) το περιεχόμενο της αγωγής τους κατά των αναιρεσιβλήτων για να προκύπτει από το αναιρετήριο η ενδεχόμενη νομική πλημμέλεια της αναιρεσιβαλλομένης, διότι ο λόγος αναίρεσης δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα για να θεραπευθεί η αοριστία του. Οι αναιρεσείοντες επικαλούνται ότι το νομικό ζήτημα που τίθεται στην προκειμένη περίπτωση έχει επιλυθεί ήδη από αποφάσεις ανωτάτων Δικαστηρίων, οι οποίες εκδόθηκαν σε άλλες υποθέσεις με όμοιο νομικό θέμα, αλλά μεταξύ διαφορετικών διαδίκων. Η αναφορά όμως αυτή δεν μπορεί να θεραπεύσει την αοριστία του λόγου αναίρεσης που προβάλλουν οι αναιρεσείοντες. Ο μοναδικός, επομένως, λόγος αναίρεσης που προαναφέρθηκε είναι αόριστος και πρέπει για το λόγο αυτό να απορριφθεί ως απαράδεκτος (άρθρα 573 παρ. 1, 118 αριθμός 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). 4. Μετά από αυτό η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, ενώ δικαστικά έξοδα α) του πρώτου και του τετάρτου από τα αναιρεσίβλητα, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου - τα οποία κατέθεσαν προτάσεις και διεξήγαγαν τη δίκη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου δια πληρεξουσίου Δικηγόρου - μετά από νόμιμο και βάσιμο αίτημά τους πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσειόντων που παρέστησαν στη δίκη και ηττήθηκαν σε αυτή και β) του δευτέρου από τα αναιρεσίβλητα, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το οποίο κατέθεσε προτάσεις - μετά από νόμιμο και βάσιμο αίτημά του - πρέπει να επιβληθούν μειωμένα σε βάρος των αναιρεσειόντων που παρέστησαν στη δίκη και ηττήθηκαν σε αυτή (άρθρα 573 παρ. 1, 106, 176 εδάφιο α, 180 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 22 παρ. 1 ν. 3693/1957 που έχει αμφιμερή ισχύ, 12 παρ. 5 ν. 1738/1987 και παράγραφος 2 Κ.Υ.Α. Οικονομικών και Δικαιοσύνης 134423/οικ/8-12-1992/20-1-1993), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Λόγος για δικαστικά έξοδα ως προς το τρίτο αναιρεσίβλητο δεν θα γίνει, επειδή το νομικό αυτό πρόσωπο δεν κατέθεσε προτάσεις και συνεπώς δεν υπέβαλε αίτημα για καταδίκη των αναιρεσειόντων στα δικαστικά του έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τον πρώτο, τον τέταρτο και την πέμπτη από τους αναιρεσείοντες, Α. Π. του Β., Η. Ζ. του Π. και Ε. Κ. του Β., αντίστοιχα, κατοίκους Αττικής
Απορρίπτει ως προς τους λοιπούς αναιρεσείοντες την από 28-3-2023 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμό ... τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του πρώτου και του τετάρτου από τα αναιρεσίβλητα, το ύψος των οποίων ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) Ευρώ και, επιπλέον, του δευτέρου αναιρεσιβλήτου, το ύψος των οποίων ανέρχεται σε τριακόσια (300) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 31 Οκτωβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Ιανουαρίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡEΥΟΥΣΑ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ