ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 157/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 157/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 157/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 157 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 157/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη, Μαρία Γιαννακοπούλου και Απόστολο Φωτόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 9 Απριλίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Αλέξανδρο Σταυράκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Ι. Μ. του Χ., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Βερβεσό, ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-5-2015 (με αριθμό κατάθεσης ...) αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 23-10-2020 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 23-10-2020 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... αίτηση αναίρεσης που άσκησε το αναιρεσείον, Ελληνικό Δημόσιο, προσβάλλεται η υπ' αριθμό ... τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παρ. 1, 663, 664 έως 676 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν, πριν αντικατασταθούν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ., Α, 87/23-7-2015). Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και γενικά παραδεκτά - διότι η αναιρεσιβαλλομένη ομολογείται ότι επιδόθηκε στις 24-9-2020 και πρέπει επομένως να ερευνηθεί και περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της (άρθρα 552, 553 παρ. 1 β, 556 παρ. 1, 558, 564 παρ.1, 566 παρ.1 και 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ). 2. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη στη χωρίς ημεροχρονολογία και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... αγωγή της - την οποία είχε απευθύνει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και είχε στρέψει κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, Ελληνικού Δημοσίου - εξέθεσε τα εξής: Ότι στις 1-9-1995 είχε καταρτίσει με το εναγόμενο άτυπη σύμβαση εργασίας και ότι έκτοτε έως και την 12-12-1998 παρείχε σε αυτό τις υπηρεσίες της ως διοικητική υπάλληλος της Πρεσβείας της Ελλάδας στο .... Ότι στη συνέχεια και, συγκεκριμένα, στις 12-12-1998 κατήρτισε με το εναγόμενο σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και παρείχε σε αυτό τις ίδιες υπηρεσίες έως και την 12-12-1999. Ότι αμέσως μετά και, συγκεκριμένα, από 1-1-2000 παρείχε στο εναγόμενο προσηκόντως την εργασία της με άτυπη σύμβαση εργασίας έως και την 31-7-2002, στη συνέχεια με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου από 1-8-2002 έως 1-8-2003, από 1-8-2003 έως 31-7-2004 και από 1-8-2004 έως 31-7-2005, κατόπιν με άτυπη σύμβαση εργασίας από 1-8-2005 έως την 30-4-2009 και, τέλος, με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου από 30-4-2009 έως 29-4-20011, από 30-4-2011 έως 29-4-2013 και από 30-4-2013 έως 29-4-2015. Ότι μετά τη λήξη της τελευταίας σύμβασης εργασίας το εναγόμενο αρνήθηκε να αποδεχθεί τις υπηρεσίες της και κατήγγειλε με τον τρόπο αυτό άτυπα τη σύμβασή της. Ότι σε όλη τη διάρκεια της απασχόλησής της στο εναγόμενο της κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του, τελούσε υπό τις εντολές και την εποπτεία των προϊσταμένων της και παρείχε την εργασία της, όπως και το μόνιμο προσωπικό. Ότι για το λόγο αυτό οι συμβάσεις της με το εναγόμενο, τυπικές και άτυπες, αποτελούσαν στην πραγματικότητα μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Με το ιστορικό αυτό ζήτησε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 2839/2000, της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, του άρθρου 8 του Ν.2112/1920 και του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, α) να αναγνωριστεί ότι συνδέεται με το εναγόμενο με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την αρχική πρόσληψή της και, επικουρικά, από την πρώτη ανανέωση της αρχικής σύμβασής της, β) να αναγνωριστεί ότι η καταγγελία της σύμβαση εργασίας της, αν θεωρηθεί ότι είχε λάβει χώρα στις 30-4-2015, ήταν άκυρη και ότι δεν είχε επιφέρει έννομα αποτελέσματα, γ) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες της με απειλή χρηματικής ποινής, δ) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει ως μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 1-5-2015 έως 31-12- 2015 το ποσό των 8.000 ευρώ και, άλλως, το ίδιο ποσό ως αποζημίωση, ε) επικουρικά να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το ποσό των 12.133,33 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 2 του π.δ. 164/2004, άλλως των άρθρων 4 και 5 του ν. 3198/1955 και 3 του ν. 2112/1920. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δίκασε την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παρ. 1, 663, 664 έως 676 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν, πριν αντικατασταθούν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α 87/23-7-2015) και εξέδωσε την υπ' αριθμό ... οριστική απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη. Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα άσκησε κατά της απόφασης αυτής την από 5-9-2019 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... έφεση για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου (άρθρα 591 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και ζήτησε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της κατά του εφεσιβλήτου-εναγομένου. Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δίκασε την έφεση αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία κατά την οποία είχε δικάσει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη υπ' αριθμό ... τελεσίδικη απόφαση, με την οποία δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, κράτησε και δίκασε την αγωγή, την οποία στη συνέχεια δέχθηκε ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη και, ειδικότερα, α) αναγνώρισε ότι η ενάγουσα συνδέεται με το εναγόμενο από 1-9-1995 και εφεξής με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, β) αναγνώρισε ότι η από 3-4-2015 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της από το εναγόμενο ήταν άκυρη, γ) υποχρέωσε το εναγόμενο να αποδέχεται στο μέλλον τις υπηρεσίες της με την απειλή χρηματικής ποινής και, τέλος, δ) υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα μισθούς υπερημερίας συνολικού ποσού 6.400 ευρώ νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε, ειδικότερα, ανελέγκτως (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ) τα εξής: "(...): Η ενάγουσα, μόνιμη κάτοικος ... και άριστη γνώστης της σερβικής γλώσσας, προσελήφθη στις 1-9-1995 με άτυπη σχέση εργασίας, για να προσφέρει τις υπηρεσίες της με την ειδικότητα της διοικητικής υπαλλήλου έως την 12-12-1998 στο Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της Ελληνικής Πρεσβείας στο ..., το οποίο υπαγόταν στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Στη συνέχεια, προσέφερε τις (...) υπηρεσίες της στο Γραφείο (ΟΕΥ) με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου που υπέγραφε αλλά και με άτυπες (προφορικές) συμβάσεις, και συγκριμένα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου από 12-12-1998 έως 12-12-1999, με άτυπη σύμβαση εργασίας από 1-1-2000 έως 31-7-2002, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου από 1-8-2002 έως 1-8-2003, με άτυπη σύμβαση εργασίας από 1-8-2005 έως 30-4-2009 και με συμβάσεις ορισμένου χρόνου από 30 4-2009 έως 29-4-20011, από 30-4-2011 έως 29-4-2013 και από 30-4-2013 έως 29-4-2015. Με τη λήξη της τελευταίας σύμβασης εργασίας το εναγόμενο αρνήθηκε τις υπηρεσίες της ενάγουσας. Κατά τη διάρκεια της εργασιακής της σχέσης, σε εφαρμογή του άρθρου 3 του Π.Δ. 159/2002, τα Γραφεία ΟΕΥ μεταφέρθηκαν στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εξωτερικών μαζί με το προσωπικό τους, στο οποίο ανήκε και η ενάγουσα. Στα πλαίσια της εργασίας της, η ενάγουσα ασκούσε καθήκοντα γραμματέως στο Γραφείο, υποδεχόταν επισκέπτες, απαντούσε στα τηλεφωνήματα, πρωτοκολλούσε την αλληλογραφία, παρείχε πληροφορίες στο κοινό, μετέφραζε επιστολές από τη σέρβική στην ελληνική και αντίστροφα, δακτυλογραφούσε κείμενα, απαντούσε σε αιτήματα Σέρβων και Ελλήνων επιχειρηματιών και κάλυπτε τις λοιπές λειτουργικές ανάγκες του γραφείου, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις οδηγίες του εκάστοτε προϊσταμένου της. Αμειβόταν αρχικά με το κονδύλιο των μεταφραστών, η αντιμισθία της δε τον Απρίλιο 2015 ανερχόταν μηνιαίως στο μεικτό ποσό των 800 ευρώ. Οι παραπάνω ανάγκες του Γραφείου ΟΕΥ στο ... δεν είναι ούτε απρόβλεπτες, ούτε προσωρινές, αλλά μόνιμες και διαρκείς, η δε εργασία που προσέφερε η ενάγουσα καθημερινά από 9:00 έως 17:00 σκόπευε στην ικανοποίηση συνεχών αναγκών αυτού. Εξάλλου, δεν μπορεί να γίνει λόγος για κάλυψη παροδικών και έκτακτων αναγκών του εναγομένου, δεδομένου ότι οι συμβάσεις της ενάγουσας (είτε προφορικές, είτε έγγραφες) ανανεώνονταν σταθερά με τέτοια συχνότητα και διάρκεια (20 ετών συνολικά), από την οποία προκύπτει ότι πρόκειται για ανάγκες που συνδέονται με την ομαλή και κανονική λειτουργία του Γραφείου ΟΕΥ στο .... Επίσης η ορισμένη διάρκεια των συμβάσεων δεν δικαιολογείται από τη φύση, ή το είδος, ή το σκοπό της εργασίας που παρείχε η ενάγουσα, ούτε από κάποιο άλλο αντικειμενικό λόγο, αντιθέτως, προκύπτει ότι η ορισμένη χρονική διάρκεια των αλλεπάλληλων συμβάσεων έγινε με πρόθεση καταστρατήγησης των περί καταγγελίας διατάξεων του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 2112/1920, με συνέπεια να καθίσταται άκυρος ως καταχρηστικός (281 ΑΚ) ο όρος αυτών, ως προς το χρονικό περιορισμό της διάρκειάς τους και το σύνολο των διαδοχικών συμβάσεων της ενάγουσας με το εναγόμενο να συνιστά μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με έναρξη την ημερομηνία της αρχικής πρόσληψής της. Προς άρση δε της καταχρηστικότητας πρέπει, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, να γίνει δεκτό ότι από την αρχή της πρόσληψής της, δηλαδή από 1-9-1995, η ενάγουσα συνδεόταν με το εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την απαγόρευση από το νόμο της σύναψής της ως τέτοιας (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρεί και μετά ταύτα, δηλαδή και μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων των άρθρων 103 παρ. 7, 8 του Συντάγματος και 5, 6 του π. δ/τος 164/2004, ως ενιαία πλέον σύμβαση αορίστου χρόνου. Επομένως, η άρνηση του εναγομένου να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας μετά τη "λήξη" της ως άνω τελευταίας χρονικά σύμβασής της, την 30-4-2015, συνιστά καταγγελία της σύμβασής της, η οποία, όμως, είναι άκυρη, αφού δεν έγινε εγγράφως και με καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, η άρνηση δε αυτή καθιστά το εναγόμενο υπερήμερο εργοδότη ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών της και η τελευταία δικαιούται μισθούς υπερημερίας για το αιτούμενο χρονικό διάστημα από 1-5-2015 έως 31-12-2015 (...)". 3. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 εδάφιο α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, όπως και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η παραβίαση αυτή εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκαν ως μη νόμιμες ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγιναν δεκτές ως νόμιμες ή απορρίφθηκαν ή έγιναν δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες (ΟλΑΠ 5/2023). Από το άρθρο 669 ΑΚ, περαιτέρω, προκύπτει ότι η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν το χρονικό σημείο της λήξης είναι καθορισμένο ή συνάγεται από το είδος και το σκοπό της σύμβασης. Τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή, ορίζουν με συμφωνία τους ότι ένα μελλοντικό και βέβαιο γεγονός θα επιφέρει, όταν πραγματοποιηθεί αυτόματα τη λήξη της σύμβασης. Το αποτέλεσμα αυτό θα επέλθει οπωσδήποτε, χωρίς να χρειασθεί οποιαδήποτε δήλωση ή άλλη ενέργεια είτε του εργοδότη, είτε του μισθωτού. Ο χαρακτηρισμός, εξάλλου, μιας έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σε αυτή οι συμβαλλόμενοι ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός αποτελεί - σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος - έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων. Ο δικαστής επομένως μετά την αποδεικτική του κρίση θα προσδώσει στην επίδικη έννομη σχέση τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό. Η δυνατότητα αυτή υπάρχει και ως προς τις συμβάσεις που καταρτίζονται με το Δημόσιο (ΟλΑΠ 18/2006). Το άρθρο 8 παράγραφος 3 του ν. 2112/1920 - σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 281, 671 ΑΚ και 25 παράγραφοι 1 και 3 του Συντάγματος - είχε εφαρμογή και σε περίπτωση που καταρτίζονταν με το Δημόσιο διαδοχικές συμβάσεις έργου ή διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, πριν τεθούν σε ισχύ οι παράγραφοι 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος - που προστέθηκαν σε αυτό κατά την αναθεώρηση του έτους 2001 και ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α' 85/2001) - οι οποίες απαγορεύουν πλέον και τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας που καταρτίζονται με το Δημόσιο σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, ακόμη και στην περίπτωση που ο εργαζόμενος με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου (ΟλΑΠ 7/2011, ΟλΑΠ 13/2017, ΑΠ 598/2019). Στο μοναδικό λόγο αναίρεσης το αναιρεσείον εκθέτει ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε ευθέως - με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή - τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 25 παράγραφοι 1 και 3 του Συντάγματος, 8 παράγραφοι 1 και 3 του ν. 2112/1920, 5 παράγραφος 3 του ν. 3198/1955, 281, 648, 656 και 669 ΑΚ με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 του ΚΠολΔ και να πρέπει για το λόγο αυτό να αναιρεθεί. Το αναιρεσείον εκθέτει, ειδικότερα, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφαση, μολονότι δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα κατά τον κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση χρόνο από 1-9-1995 έως και 18-4-2001 - όταν πλέον είχαν τεθεί σε ισχύ οι απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 103 παράγραφοι 7 και 8 του Συντάγματος (Φ.Ε.Κ. Α 85/2001) και εν πάση περιπτώσει έως και την 10-7-2001, όταν άρχισε να ισχύει η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 - προσέφερε σε αυτό την εργασία της α) από 1-9-1995 έως 12-12-1998 σε εκτέλεση άκυρης και όχι έγκυρης σύμβασης εργασίας, β) στη συνέχεια και, ειδικότερα, από 12-12-1998 έως 12-12-1999 σε εκτέλεση έγκυρης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και, τέλος, γ) από 12-12-1999 έως 18-4-2001 σε εκτέλεση πάλι άκυρης και όχι έγκυρης σύμβασης εργασίας, έκρινε - επειδή κατά τις παραδοχές της συνέτρεχαν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις - ότι η αναιρεσίβλητη συνδεόταν με αυτό από 1-9-1995 και εφεξής με μια ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Το αναιρεσείον ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι απαραίτητη, ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση προϋπόθεση για τον ορθό χαρακτηρισμό της επίδικης έννομης σχέσης ως μίας, ενιαίας, σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ήταν η ύπαρξη περισσοτέρων, διαδοχικών, εγκύρων συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας και ότι το Μονομελές Εφετείο, το οποίο δέχθηκε ότι αρκούσε και μια μόνον έγκυρη σύμβαση, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν με συνέπεια να δεχθεί την αγωγή της αναιρεσίβλητης εναντίον του ως ουσιαστικά βάσιμη, ενώ θα έπρεπε να την απορρίψει στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δέχθηκε πράγματι ότι η αναιρεσίβλητη κατά τον κρίσιμο για την προκειμένη περίπτωση χρόνο και, συγκεκριμένα, από 1-9-1995 έως και 18-4-2001, όταν είχαν τεθεί σε ισχύ οι απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 103 παράγραφοι 7 και 8 του Συντάγματος (Φ.Ε.Κ. Α 85/2001), οι οποίες απαγόρευσαν - εκτός άλλων - και τη μετατροπή των συμβάσεων των εργαζομένων στο Δημόσιο σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, α) είχε απασχοληθεί στο αναιρεσείον από 1-9-1995 έως και 12-12-1998 σε εκτέλεση άκυρης και όχι έγκυρης σύμβασης εργασίας, την οποία είχε καταρτίσει με αυτό, β) στη συνέχεια και, ειδικότερα, από 12-12-1998 έως και 12-12-1999 παρείχε στο αναιρεσίβλητο την εργασία της σε εκτέλεση έγκυρης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και γ) κατόπιν και, συγκεκριμένα, από 1-1-2000 και εφεξής έως και 18-4-2001 απασχολήθηκε στο αναιρεσείον και πάλι με άκυρη και όχι με έγκυρη σύμβαση εργασίας. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε περαιτέρω ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η φύση της εργασίας, την οποία παρείχε η αναιρεσίβλητη στο αναιρεσείον και το γεγονός ότι με τις υπηρεσίες της κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του στο εξωτερικό, δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν τόσο το χρονικό περιορισμό των συμβάσεών της, όσο και τη συγκεκριμένη χρονική τους διάρκεια. Το Μονομελές Εφετείο έκρινε στη συνέχεια ότι για το λόγο αυτό η αναιρεσίβλητη είχε συνδεθεί με το αναιρεσείον ήδη από 1-9-1995 και εφεξής με μία, ενιαία, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, η οποία διατήρησε το συγκεκριμένο χαρακτήρα της και μετά την έναρξη της ισχύος στις 18-4-2001 των απαγορευτικών διατάξεων των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος (Φ.Ε.Κ. Α 85/2001). Η ύπαρξη, ωστόσο, περισσοτέρων εγκύρων, διαδοχικών, συμβάσεων εργασίας δεν ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να χαρακτηρισθεί η επίδικη έννομη σχέση ως μία, ενιαία, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (ΟλΑΠ 18/2006), όπως επικαλείται το αναιρεσείον, διότι και μια μόνο έγκυρη σύμβαση ορισμένου χρόνου πιθανόν να μην δικαιολογείται από κάποιο αντικειμενικό λόγο ως προς το χρονικό της περιορισμό και ως προς τη συγκεκριμένη χρονική της διάρκεια με ενδεχόμενη συνέπεια να στερεί από τον εργαζόμενο την προστασία που παρέχουν σε αυτόν οι ρυθμίσεις του δικαίου της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου (ΟλΑΠ 3/2021, ΟλΑΠ 13/2017, ΟλΑΠ 7/2011, ΟλΑΠ 18/2006). Η ύπαρξη, περαιτέρω, περισσοτέρων, διαδοχικών, συμβάσεων εργασίας, μπορεί ενδεχομένως να εκτιμηθεί από το δικαστήριο της ουσίας ως στοιχείο ότι δεν συντρέχει σε συγκεκριμένη περίπτωση αντικειμενικός λόγος για την κατάρτιση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Το Μονομελές Εφετείο, επομένως, με την κρίση του αυτή δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 25 παράγραφοι 1 και 3 του Συντάγματος, 8 παράγραφοι 1 και 3 του ν. 2112/1920, 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955, 281, 648, 656 και 669 ΑΚ και συνεπώς δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 του ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το αναιρεσείον με το μοναδικό λόγο της αναίρεσής του, ο οποίος συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. 4. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί, ενώ τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης που κατέθεσε προτάσεις - μετά από το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της - πρέπει να επιβληθούν μειωμένα σε βάρος του αναιρεσείοντος, το οποίο ηττήθηκε στη δίκη (άρθρα 573 παρ. 1, 106, 176 εδάφιο α, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 22 παρ. 1 ν. 3693/1957 που έχει αμφιμερή ισχύ, 12 παρ. 5 ν. 1738/1987 και παράγραφος 2 της Κ.Υ.Α. Οικονομικών και Δικαιοσύνης 134423/οικ/8-12-1992/20-1-1993), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-10-2020 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμό ... τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών
Καταδικάζει το αναιρεσείον στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, το ύψος των οποίων ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 31 Οκτωβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Ιανουαρίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡEΥΟΥΣΑ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ

<< Επιστροφή