ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 162/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 162/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 162/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 162 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 162/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιφιγένεια Ματσούκα, Φωτεινή Μηλιώνη, Ευαγγελία Στεργίου, Ευγενία Μπιτσακάκη- Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και του γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Σ. Τ. του Μ. και Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Παρασκευή Κουπλίδου, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Σταυρούλα Θεοδωρακοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις, 2) Ιεράς Μητρόπολης ... και ... που εκπροσωπείται νόμιμα από το Μητροπολίτη αυτής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Διονύσιο Φιλιππόπουλο, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις, 3) Μητροπολίτη της Ιεράς Μητρόπολης ... και ... (κατά κόσμος Κωνσταντίνου) Μ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις, 4) Του Ιερού Ενοριακού Ναού Παναγιάς των Ξένων ..., νομίμως εκπροσωπούμενου, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-3-2016 αγωγή και την από 22-3-2016 ανακοίνωση δίκης του ήδη α' αναιρεσιβλήτου, την από 28-4-2016 πρόσθετη υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου παρέμβαση του Σωματείου (ΝΠΙΔ) με την επωνυμία "...", την από 18-5-2016 κύρια παρέμβαση-αγωγή των β', γ' και δ' ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο ... και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 20-6-2023 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 576 παρ.1-3 και 577 παρ. 1 και 2 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι αν, κατά τη συζήτηση της αίτησης για αναίρεση, κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικος ερευνάται αν ο διάδικος, που δεν εμφανίστηκε ή αν και εμφανίστηκε δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση. Στην περίπτωση που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση. Αν όμως κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσκομιζόμενη από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης αναιρεσείοντα υπ' αριθμ. ... έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας Σ. Ρ., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 20-6-2023 ένδικης αίτησης αναίρεσης, με πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου περί ορισμού του Γ' τμήματος ως αρμοδίου για την εκδίκαση αυτής, πράξη της Προεδρεύουσας του Γ' Τμήματος περί ορισμού δικασίμου της αίτησης την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης και κλήση για συζήτηση για την σημερινή δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια του στον τέταρτο αναιρεσίβλητο. Ο τελευταίος κατά την εκφώνηση της ως άνω αίτησης αναίρεσης από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, ούτε υπέβαλε την από το άρθρο 242 Κ.Πολ.Δ. δήλωση μη παραστάσεώς του στο ακροατήριο. Επομένως πρέπει η συζήτηση να προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
Κατά το άρθρο 558 εδ. α' Κ.Πολ.Δ. η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων τους. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 687, 73, 76, 79, 556 και 558 Κ.ΠολΔ., προκύπτει ότι με την άσκηση της κύριας παρέμβασης, με την οποία ο παρεμβαίνων αντιποιείται ολόκληρο ή κατά ένα μέρος το αντικείμενο της μεταξύ άλλων εκκρεμούς δίκης, καθίσταται μεν αυτός κύριος διάδικος και αντίδικος των αρχικών διαδίκων, δεν δημιουργείται όμως και σχέση απλής ή αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ αυτού και των αρχικών διαδίκων. Κατά συνέπεια ο κυρίως παρεμβαίνων, του οποίου η κυρία παρέμβαση απορρίφθηκε δεν μπορεί να είναι αναιρεσίβλητος στην αναίρεση του κυρίως διαδίκου που ηττήθηκε, αφού ως προς αυτόν δεν είναι δυνατό να αναιρεθεί η απόφαση, έστω και αν ευδοκιμήσει κάποιος από τους λόγους της και κατά τούτο αυτή (αναίρεση) πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (Α.Π.572/2022, 40/2014).
Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται για συζήτηση η από 20-6-2023 αίτηση του εκκαλούντος στην κατ' έφεση δίκη (εναγομένου), με την οποία ζητείται η αναίρεση της ... αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Η αίτηση αυτή στρέφεται κατά του πρώτου εναγομένου, ενάγοντος στην πρωτόδικη και εφεσιβλήτου στην κατ' έφεση δίκη, αλλά και κατά των λοιπών αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι στο μεν πρώτο βαθμό είχαν την ιδιότητα των κυρίως παρεμβαινόντων κατά των άνω διαδίκων (αναιρεσείοντος και αναιρεσιβλήτου) , στη δε κατ' έφεση δίκη είχαν την ιδιότητα των εκκαλούντων. Όπως όμως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, κατά τη δίκη ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου καταργήθηκε η κατ' έφεση δίκη μεταξύ του εκκαλούντος, κυρίως παρεμβαίνοντος τέταρτου αναιρεσίβλητου Ενοριακού Ιερού Ναού Παναγίας ... και των εφεσιβλήτων στην έφεση αυτή, πρώτου αναιρεσίβλητου, αναιρεσείοντος και των μη διαδίκων στην κατ' αναίρεση δίκη Δήμου ... και του Σωματείου με την επωνυμία "..." απορρίφθηκε η έφεση των λοιπών κυρίως παρεμβαινόντων ως απαράδεκτη καθ' ο μέρος στρεφόταν κατά των ανωτέρω μη διαδίκων στην παρούσα δίκη και ως ουσία αβάσιμη η κύρια παρέμβαση των ήδη δευτέρας και τρίτου των αναιρεσιβήτων (αφού έγινε τυπικά και κατ' ουσίαν δεκτή η έφεσή τους, λόγω της ερημοδικίας τους στον πρώτο βαθμό) . Επομένως, η κρινόμενη αναίρεση, κατά το μέρος που στρέφεται κατά των δευτέρας, τρίτου και τετάρτου των αναιρεσιβλήτων των οποίων η κύρια παρέμβαση με την οποία αυτοί αντιποιούνταν την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου απορρίφθηκε στην κατ' έφεση δίκη, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτη, ως παθητικά ανομιμοποίητη, αφού, ως προς αυτήν, δεν είναι δυνατόν να αναιρεθεί η απόφαση και αν ακόμη ευδοκιμήσει κάποιος από τους λόγους της αναίρεσης και πρέπει να απορριφθεί, να συμψηφιστεί όμως στο σύνολό της η εκατέρωθεν δικαστική δαπάνη μεταξύ του αναιρεσείοντος και των δευτέρας και τρίτου των αναιρεσιβλήτων που παραστάθηκαν (άρθρα 179 περ. β' και 183 Κ.Πολ.Δ.). Όσον αφορά το πρώτο αναιρεσίβλητο, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά της προαναφερομένης αποφάσεως, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και απορρίφθηκε η έφεση του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της ... απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ... που δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την ένδικη διεκδικητική της κυριότητας ακινήτου αγωγή του πρώτου αναιρεσίβλητου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και, συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει δε να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ' ιδίαν λόγων της (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔικ).
Η διαδικαστική πορεία της υπόθεσης, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος, κατ' επιτρεπτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, έχει ως εξής: Με την από 4-3-2016 ερειδόμενη στο άρθρο 6 παρ.2 του Ν.2664/1998, αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., το ενάγον και ήδη πρώτο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, επικαλούμενο ότι είναι αποκλειστικά κύριο του περιγραφομένου ακινήτου και συγκεκριμένα του κείμενου επί της κεντρικής πλατείας της πόλεως της ... Ιερού Ναού Αγίου Σπυρίδωνος μετά του οικοπέδου επί του οποίου έχει ανεγερθεί, εκτάσεως 418 τ.μ., κυριότητα που απέκτησε λόγω διαδοχής στην περιουσία αρχικά του Ενετικού Δημοσίου και στη συνέχεια της Γενικής Κυβέρνησης της Ιόνιας Πολιτείας, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, επικουρικά δε ως αδέσποτο κατά την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα και τον ν. ΡΝ/1866, άλλως ότι περιήλθε στην κυριότητά του καθώς κατέστη κατ' άρθρο 967 Α.Κ. κοινόχρηστο δυνάμει του θεσμού της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας και ότι κατά τις αρχικές εγγραφές στο οικείο κτηματολόγιο παρέλειψε να δηλώσει το ως άνω δικαίωμα κυριότητά του επ' αυτού, πλην όμως το επίδικο ακίνητο καταχωρήθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο ... και έλαβε το αναφερόμενο ΚΑΕΚ με ιδιοκτήτη αυτού τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα, ο οποίος επικαλούμενος δικαίωμα κυριότητας επ' αυτού το δήλωσε ως ιδιοκτησία του, ζήτησε να αναγνωριστεί το ίδιο ως κύριος του επιδίκου ακινήτου και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του το αποδώσει, καθώς επίσης και να διορθωθούν οι πρώτες εγγραφές στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωρηθεί το ίδιο ως ιδιοκτήτης αυτού. Το αυτό ενάγων Ελληνικό Δημόσιο με την από 22-3-2016 ανακοίνωση δίκης ανακοίνωσε προς το Δήμο ... και την Ιερά Μητρόπολη ... και ... την ανοιγείσα με την άνω αγωγή δίκη, προκειμένου αυτοί να παρέμβουν σε αυτήν είτε κυρίως, είτε προσθέτως υπέρ αυτού, καθώς ο επίδικος Ιερός Ναός βρίσκεται εντός των ορίων του πρώτου εξ αυτών (Δήμου ...) ενώ η δεύτερη εξ αυτών (Ιερά Μητρόπολη ... και ...) έχει αναλάβει τα καθήκοντα του κτήτορος του επιδίκου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα. Επίσης το εδρεύον στη ... σωματείο με την επωνυμία "..." άσκησε με ιδιαίτερο δικόγραφο την από 28-4-2016 πρόσθετη υπέρ του ενάγοντος της κύριας αγωγής παρέμβαση επικαλούμενο ως έννομο συμφέρον για την άσκησή της την κατά τον καταστατικό σκοπό του προστασία του δικαιώματος της θρησκευτικής του ελευθερίας, καθώς ο ναός παραμένει κλειστός για τους πιστούς που επιθυμούν να ασκήσουν εντός αυτού τα λατρευτικά τους καθήκοντα, καθώς και του δικαιώματος στο πολιτιστικό περιβάλλον, καθώς ο εν λόγω ναός έχει κηρυχθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο κατά τα ειδικότερα σε αυτήν (πρόσθετη παρέμβαση) αναφερόμενα. Τέλος οι 1) εδρεύουσα στη ... Ιερή Μητρόπολη ... και ..., όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Μητροπολίτη αυτής, 2) Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως ... και ... και 3)Ενοριακός Ιερός Ναός Παναγιάς των ..., νομίμως εκπροσωπουμένου, με τη από 18-5-2016 κύρια παρέμβασή τους, στρεφόμενη κατά του άνω ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, του προσθέτως παρεμβαίνοντος σωματείου με την επωνυμία "...", του εναγομένου της κύριας δίκης Σ. Τ. και του προς ον η ανακοίνωση δίκης Δήμου ..., ισχυριζόμενοι ότι ο επίδικος Ιερός Ναός που υπήρξε από της ιδρύσεώς του κτητορικός μη προσπορίζων δικαίωμα κυριότητας στον κτήτορα και ότι ήταν ανέκαθεν τεθειμένος στη δημόσια λατρεία, συνιστών πράγμα εκτός συναλλαγής, που ανήκει κατά κυριότητα στην πρώτη εξ αυτών, ζήτησαν να απορριφθεί η άνω αγωγή του Ελληνικού Δημοσίου και η πρόσθετη παρέμβαση και να αναγνωριστεί η κυριότητα της πρώτης (Ιερής Μητρόπολης ... και ...) επ' αυτού, άλλως εάν ήθελε κριθεί ότι ο επίδικος ναός έχει καταστεί Παρεκκλήσιο, να αναγνωριστεί η κυριότητα του τρίτου Ενοριακού Ναού Παναγιάς των .... Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αφού συνεκδίκασε την κύρια αγωγή, την ανακοίνωση δίκης την πρόσθετη και την κύρια παρέμβαση, εξέδωσε την υπ' αριθμ. ... απόφασή του με την οποία απορρίφθηκε η πρόσθετη παρέμβαση του ρηθέντος σωματείου ως απαραδέκτως ασκηθείσα ελλείψει έννομου συμφέροντος, απορρίφθηκε η κύρια παρέμβαση των κυρίως παρεμβαινόντων, που δεν κατέθεσαν εμπρόθεσμα (εντός της προθεσμίας των 100 ημερών) τις προτάσεις τους και θεωρήθηκαν δικονομικά απόντες, έγινε δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσίαν η αγωγή του Ελληνικού Δημοσίου, αναγνωρίστηκε αυτό κύριο του επιδίκου ακινήτου, υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να του το αποδώσει και διατάχθηκε η διόρθωση των πρώτων εγγραφών στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου ..., προκειμένου να καταχωρηθεί ότι το επίδικο ακίνητο με το αναφερόμενο ΚΑΕΚ που βρίσκεται εντός της πόλεως της ..., ανήκει κατά κυριότητα στο ενάγον Ελληνικό Δημόσιο. Κατά της απόφαση αυτής άσκησαν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας οι ερήμην δικασθέντες κυρίως παρεμβαίνοντες την από 26-3-2018 έφεσή τους και ο εναγόμενος της κύριας αγωγής και ήδη αναιρεσείων την από 29-1-2018 έφεσή του καθώς και τους από 17-8-2021 πρόσθετους λόγους αυτής, που συνεκδικάστηκαν και εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση. Με αυτήν καταργήθηκε η κατ' έφεση δίκη μεταξύ του τρίτου εκκαλούντος της πρώτης από 26-3-2018 έφεσης (Ενοριακού Ιερού Ναού Παναγίας των ...) και των εφεσιβλήτων της έφεσης αυτής, λόγω παραιτήσεως του εν λόγω εκκαλούντος από του δικογράφου της εφέσεώς του, απορρίφθηκε η ίδια έφεση, κατά το μέρος που ασκήθηκε από τους πρώτη και δεύτερο των εκκαλούντων (Ιερά Μητρόπολη ... και ... και Μητροπολίτη Ιεράς Μητρόπολης ... και ...) σε βάρος των τρίτου και τέταρτου των εφεσιβλήτων (Δήμου ... και Σωματείου με την επωνυμία "...", έγινε δεκτή τυπικά και κατ' ουσίαν η έφεση αυτή κατά το μέρος που ασκήθηκε από τους πρώτη και δεύτερο των εκκαλούντων (Ιερά Μητρόπολη ... και ... και Μητροπολίτη Ιεράς Μητρόπολης ... και ... εναντίον των πρώτου και δεύτερου των εφεσιβλήτων (Ελληνικού Δημοσίου και Σ. Τ.) κατ' άρθρο 528 Κ.Πολ.Δ., ως ερήμην πρωτοδίκως δικασθέντων, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη κατά το μέρος που δίκασε επί της κυρίας παρεμβάσεώς τους, και αφού κρατήθηκε και δικάστηκε αυτή (κύρια παρέμβαση) απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη, ενώ έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσία η δεύτερη από 29-1-2018 έφεση του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά του εφεσιβλήτου και ήδη αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου καθώς και οι από 17-8-2021 πρόσθετοι λόγοι έφεσης. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του 8/1979 Κανονισμού "Περί Ιερών και Ναών των Ενοριών", που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του ν. 590/1977 "Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος", οι ιεροί ναοί διακρίνονται σε: α) ενοριακούς στους οποίους υπάγονται τα παρεκκκλήσια και εξωκλήσια αυτών, β) προσκυνηματικούς ή επικουρούντας κοινωφελείς σκοπούς και ιδρύματα της Εκκλησίας, γ) ιδιόκτητους και δ) ναούς κοιμητηρίων. Η ίδια σχεδόν διάκριση υπήρχε και υπό το προϊσχύσαν καθεστώς του α.ν. 2200/1940 "Περί ιερών ναών και εφημεριών" στην ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, ενώ ειδικώς στα Επτάνησα, σύμφωνα με το άρθρο 74 του νόμου αυτού οι Ιεροί Ναοί διακρίνονται σε α) ενοριακούς, β) συναδελφικούς και τέτοιοι ήταν όλοι οι δυνάμει τίτλων ή εκ κληρονομιάς ανήκοντες σε οκτώ ή περισσότερες των οκτώ συναδελφικές οικογένειες ή συναδέλφους, γ) κτητορικούς και τέτοιοι ήταν οι ανήκοντες σε κτήτορες ή οικογένειες κτητόρων ελάσσονες των οκτώ, δ) κοινοτικούς..... και ε) ιδιόκτητους και τέτοιοι ήταν οι ανήκοντες ως ιδιοκτησία σε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Από τους παραπάνω ναούς οι ιδιόκτητοι αποτελούσαν ήδη θεσμό από την εποχή των βυζαντινών χρόνων, ο οποίος διατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Με τον όρο αυτό, ιδιόκτητοι ναοί νοούνται οι ναοί εκείνοι, οι οποίοι ανήκουν ως ιδιοκτησία σε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο και παρέχουν στον ιδιοκτήτη το δικαίωμα να τους χρησιμοποιεί αποκλειστικώς προς εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών των ιδίων και των οικογενειών τους. Για την ίδρυσή του απαραίτητη ήταν η έγκριση του οικείου επισκόπου της εκκλησίας στην οποία υπάγεται ο κύριος αυτού. Το δικαίωμα κυριότητας εξάλλου επί των ιδιόκτητων ναών αποκτάται είτε με την ανέγερσή τους από τον φορέα του δικαιώματος τούτου σε οικόπεδο της ιδιοκτησίας του με δικές του δαπάνες, είτε με καθολική ή ειδική διαδοχή επί προϋφιστάμενου ομοίου δικαιώματος. Η Εκκλησία περαιτέρω, θέλοντας να δείξει την ευγνωμοσύνη της στους πιστούς που οικοδομούσαν ναούς, απένειμε ορισμένα προνόμια ηθικής αποκλειστικώς φύσης σ' αυτούς και στους νομίμους διαδόχους τους, αναφορικά με τη διαχείριση της περιουσίας του ναού και το διορισμό ιερέων σ' αυτόν, θέτοντας αυτούς παράλληλα υπό την ανωτάτη εποπτεία του επιχώριου επισκόπου. Τα προνόμια αυτά ρυθμίστηκαν από την εκκλησιαστικοπολιτική νομοθεσία επί του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (νεαρά ΡΚΓ κεφ. ιη'' έτους 546) και αποτέλεσαν το θεσμό του κτητορικού δικαιώματος. Το δικαίωμα αυτό μπορούσε να το απονείμει μόνο ο επιχώριος επίσκοπος. Για το σκοπό αυτόν συντασσόταν από τον κτήτορα με τη συναίνεση του επισκόπου η λεγόμενη κτητορική πράξη (κτητορικό τυπικό) η οποία φυλασσόταν στο επισκοπικό αρχείο, είχε τη σπουδαιότητα και σημασία νόμου και ίσχυε στο μετέπειτα χρόνο, τόσο για τον κτήτορα όσο και για τον επιχώριο επίσκοπο. Το κτητορικό δικαίωμα είναι σύνολο δικαιωμάτων και καθηκόντων, τα οποία αφορούν το οικοδόμημα του εκκλησιαστικού καθιδρύματος, τα μέσα συντηρήσεως του οικοδομήματος, το θέμα διορισμού εφημέριου, τα καθήκοντα του κτήτορα και τη σχέση αυτού προς το καθίδρυμα και την εκκλησιαστική αρχή, όπως φροντίδα του κτήτορα για την καθαριότητα και τον ανακαινισμό του ναού, τέλεση των ιερών ακολουθιών, διορισμός του εφημέριου με τη συγκατάθεση του αρμόδιου επισκόπου, τιμητική θέση στις διάφορες ακολουθίες, μνεία του ονόματος αυτού και των μελών της οικογενείας του στις ιεροτελεστίες κ.ά. Το εν λόγω δικαίωμα καταργείται μεταξύ άλλων, όταν ο κτήτορας δεν εκπληροί τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί με την κτητορική πράξη και γενικά εάν φανεί ανάξιος του προνομίου που του παραχωρήθηκε από την εκκλησία, οπότε ο επίσκοπος έχει δικαίωμα να άρει το κτητορικό δικαίωμα και να διαρρυθμίσει όπως κρίνει, σύμφωνα και με τους κανόνες του ιδρύματος. Από αυτά συνάγεται ότι τα παρεχόμενα στους κτήτορες δικαιώματα φέρουν χαρακτήρα ηθικό και ουδόλως συνάπτονται προς οικονομικές ωφέλειες αμέσως ή εμμέσως, ούτε αποτελεί τέτοια ωφέλεια η δυνατότητα απολήψεως μέρους των εισοδημάτων των αφιερωμένων στο ναό κτημάτων από τον κτήτορα, εάν κάτι τέτοιο επιφύλαξε στον εαυτό του με το τυπικό ή εάν ήθελε περιπέσει σε ένδεια. Σύμφωνα εξάλλου με τους υπ αρ. 24 και 49 εκκλησιαστικούς κανόνες των συνόδων Χαλκηδόνος και της εν Τρούλλω αντίστοιχα, το σύνταγμα Βαρσμώνος (Β 651) και τα πρακτικά του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (Α 221 και 224) που δεν μεταβλήθηκαν με τις μεταγενέστερες σχετικές διατάξεις των βδ της 26.4.1834 και της 13.10.1931 και του ν. 2200/1940, το κτητορικό δικαίωμα μπορούσε να αποκτηθεί από τον παραχωρούντα οικόπεδο προς ανέγερση ναού ή από τον ανεγείροντα ή επιδιορθούντα ετοιμόρροπο ή ερειπωμένο ναό, ενώ στην περίπτωση των ήδη υπαρχόντων ναών, με διαδοχή κατά τους συνοδικούς κανόνες. Το επί των ναών κτητορικό δικαίωμα δεν είναι δικαίωμα ιδιοκτησίας υπό την εις τον Α.Κ. έννοια και συνεπώς ο διαθέσας το προς ανέγερση του κτητορικού ναού οικόπεδο και ανεγείρας τούτο κτήτορας, δεν διατηρεί επί του ακινήτου ή του ναού τέτοιο δικαίωμα, γι' αυτό και δεν καθίσταται τούτο αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής σε περίπτωση θανάτου του κτήτορος κατά τις διατάξεις του Α.Κ. ως εκφυγόν της περιουσίας του κληρονομούμενου κατά το χρόνο του θανάτου του ως προκριθέν στην εξυπηρέτηση θρησκευτικού σκοπού. Η μεταβίβαση του κτητορικού δικαιώματος ρυθμίζεται ειδικώς και όσον αφορά τη διαδοχή από τους συνοδικούς κανόνες, κατά τους οποίους και σε περίπτωση θανάτου του κτήτορος άνευ διαθήκης και κληρονόμων, ο ναός δεν περιήρχετο και ως προς τη διοίκηση και διαχείρισή του στο δημόσιο, αλλά η εκκλησιαστική αρχή ανελάμβανε τα καθήκοντα αυτά του κτήτορος, θεωρούμενη ως υποκείμενο του κτητορικού δικαιώματος, το οποίο ο επίσκοπος είχε την εξουσία να απονείμει σε άλλο πρόσωπο. Περαιτέρω η ..., όπως και τα υπόλοιπα νησιά του Ιονίου, μετά την Τουρκοκρατία διετέλεσαν υπό την κυριαρχία των Ενετών κατά το χρονικό διάστημα 1684-1797, των Γάλλων από το 1797-1798, των Ρωσσοτούρκων μέχρι το 1800, οπότε συστήθηκε η Επτανήσιος Πολιτεία, που εμφανίστηκε ως το πρώτο αυτόνομο Ελληνικό Κράτος, το οποίο και καταλύθηκε από τους Αυτοκρατορικούς Γάλλους το 1807 και ακολούθως καταλήφθηκε από τους Άγγλους με αποτέλεσμα τη δημιουργία του "Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων" το 1815, το οποίο τελούσε υπό την προστασία της Αγγλίας, μέχρι και το 1864, οπότε και ενώθηκαν τα Ιόνια νησιά με την Ελλάδα. Ειδικότερα κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, τη γενική διοίκηση των Επτανήσων, πολιτική, στρατιωτική και δικαστική ασκούσε ο Γενικός Προπονητής Θαλάσσης, ο οποίος με διάφορα νομοθετικά διατάγματα ρύθμιζε μεταξύ άλλων τα θέματα της οργάνωσης και λειτουργίας των ναών των Επτανήσων, οι οποίοι υπαγόταν στην πνευματική διοίκηση του εκάστοτε Ιεράρχου καθεμιάς των νήσων τούτων. Με το από 26 Αυγούστου 1754 νομοθετικό διάταγμα, ο Γενικός Προνοητής Θαλάσσης Αυγουστίνος Σαγρέδο, κωδικοποίησε όλα τα προαναφερόμενα διατάγματα. Με βάση το τελευταίο αυτό διάταγμα οι ναοί της Επτανήσου διακρίνονταν σε δυο κατηγορίες, στους συναδελφικούς ναούς δηλαδή σε εκείνους τους οποίους ανήκαν και συντηρούσαν με ίσες εισφορές οι συνάδελφοι και στους υπαγόμενους υπό πατρωνεία 1) ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή σε εκείνους που ανεγείρονταν από ιδιώτες σε οικόπεδά τους, στους οποίους οι ίδιοι αφιέρωναν και άλλα δικά τους περιουσιακά στοιχεία για τη συντήρηση αυτών ή και τρίτοι και 2) στους υπαγόμενους υπό πατρωνεία δημοσίου δικαίου, οι οποίοι ανεγείρονταν από ιδιώτες σε οικόπεδα του Δημοσίου, το οποίο συνήθως παραχωρούσε και άλλα ακίνητά του για τη συντήρησή τους. Σε εκείνους οι οποίοι ανήγειραν ή επισκεύαζαν ναούς ή άλλο ιερό καθίδρυμα αναγνωριζόταν και παραχωρείτο από την Εκκλησιαστική αρχή το εξαιρετικής φύσης και ιδιαίτερα τιμητικό πατρωνικό δικαίωμα, ταυτόσημο με το προαναφερόμενο κτητορικό δικαίωμα του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης των ναών τούτων ασκούσε η διοίκηση κάθε νήσου. Τα προνόμια του πάτρωνα (κτήτορα) ήταν τόσον ηθικά, όπως η διακεκριμένη θέση στο ναό, το προβάδισμα στις λιτανείες κ.λ.π., όσο και υλικά συνιστάμενα στην παραχώρηση εκκλησιαστικού ευεργετήματος, δηλαδή δικαιώματος είσπραξης των προσόδων των εκκλησιαστικών κτημάτων. Ο πάτρωνας και αν ανήγειρε το ναό με δικές του δαπάνες και προικοδοτούσε αυτόν με περιουσιακά του στοιχεία για τη λειτουργία και συντήρησή του, δεν αποκτούσε δικαίωμα κυριότητας ούτε στο ναό ως αφιερωμένου στη θεία λατρεία ούτε στην περιουσία του. Το πατρωνικό δικαίωμα δημοσίου δικαίου όμως ήταν κληρονομητό, περιερχόταν δηλαδή αιτία θανάτου, στους άρρενες κατιόντες του αρχικού πάτρωνα και αποσβενόταν με το θάνατο και του τελευταίου άρρενος απογόνου του, οπότε στην περίπτωση αυτή ο ναός με όλη την περιουσία του περιέρχονταν στο Δημόσιο το οποίο παραχωρούσε το σχετικό δικαίωμα σε άλλο πρόσωπο. Οι κανονισμοί και οι θεσμοί που αφορούσαν τους ναούς των Επτανήσων και η κωδικοποίηση του παραπάνω Γενικού Προνοητή Θαλάσσης διατηρήθηκαν και στα χρόνια της κυριαρχίας των ξένων, μετά τους Ενετούς, κατακτητών, μέχρι την ένωσή τους με την Ελλάδα. Αλλά και μετά την ένωση διατηρήθηκε στα Επτάνησα το κύρος των παραπάνω κανονισμών που αφορούσαν τα ιερά καθιδρύματα, σύμφωνα με το άρθρο 17του Ν.ΡΝ', και δε μεταβλήθηκε το διαμορφωθέν ως προς αυτά καθεστώς με το Ν. ΓΦΣΤ/1910, με το άρθρο 29 του οποίου εξαιρέθηκαν από την εφαρμογή του οι συναδελφικοί και κτητορικοί ναοί των Επτανήσων, ειδική δε ρύθμιση για τους ίδιους ναούς περιέλαβε ο Α.Ν. 2200/1940, όπως ήδη προαναφέρθηκε. Περαιτέρω κατά το άρθρο 966 του Α.Κ., το οποίο εφαρμόζεται κατ' άρθρο 55 του ΕισΝΑΚ, προκειμένου να κριθεί μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα το εάν κάποιο πράγμα φέρει την ιδιότητα του εκτός συναλλαγής ή του κοινόχρηστου, ως πράγματα εκτός συναλλαγής θεωρούνται και τα προορισμένα στην εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών, εφόσον διαρκεί ο προορισμός τους για το σκοπό αυτό. Η κατηγορία αυτή των πραγμάτων που καθιερώνει ο Αστικός Κώδικας ανταποκρίνεται στην κατηγορία των εκτός συναλλαγής πραγμάτων θείου δικαίου (res divini iuris) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Στην κατηγορία επομένως των εν λόγω πραγμάτων περιλαμβάνονται οι κάθε κατηγορίας ναοί, οι οποίοι αποκτούν την ιδιότητα αυτή, αφότου, τηρουμένων των θείων και ιερών κανόνων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αφιερωθούν στη λατρεία του θεού. Την άποψη αυτή, ότι πράγματα ιερά εκτός συναλλαγής, θεωρούνται εν γένει οι ναοί, οι οποίοι αφιερώθηκαν στη λατρεία του Θεού και όχι μόνο κειμήλια ή ιερά σκεύη και τα άμφια τα καθαγιασθέντα στη θεία λατρεία με την προσήκουσα ιεροπραξία, καθιέρωσε νομοθετικά και το άρθρο 45 του Ν. 590/1977 "Περί καταστατικού χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος", το οποίο ορίζει ρητά ότι "Οι Ιεροί Ναοί, τα εν λατρευτική χρήση ιερά σκεύη. Άμφια, λειτουργικά βιβλία και εικόνες αποτελούν πράγματα ιερά, καθιερωμένα και ηγιασμένα και ισχύουν επ' αυτών οι διατάξεις των άρθρων 966 και 971 του Αστικού Κώδικος". Ως εκ τούτου οι ναοί είναι πράγματα εκτός συναλλαγής, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 966 του Α.Κ., εφ' όσον έχουν αφιερωθεί στη δημόσια λατρεία. Για να αποκτήσει την ιδιότητα αυτή ένας ιδιόκτητος ναός, έπρεπε να μεταβιβαστεί από τον κύριό του σε κάποιο φορέα δημόσιας λατρείας για την οποία (μεταβίβαση) απαιτείται σύμβαση με τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή και δεν αρκεί μονομερής δικαιοπραξία. Ο κτητορικός όμως ναός αποκτά την ιδιότητα του εκτός συναλλαγής πράγματος από το πραγματικό γεγονός της καθιέρωσής του, σε συνδυασμό με τη θέση του σε δημόσια λατρεία. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1054 Α.Κ., ανεπίδεκτα χρησικτησίας, τακτικής ή έκτακτης είναι τα εκτός συναλλαγής πράγματα, μεταξύ των οποίων και τα προορισμένα για την εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών. Εκτός συναλλαγής είναι το οικοδόμημα, αλλά και το ακίνητο, επί του οποίου έχει ανεγερθεί ο ναός. Εξάλλου στο άρθρο 971 Α.Κ. ορίζεται ότι τα πράγματα εκτός συναλλαγής αποβάλλουν την ιδιότητά τους αυτήν από τότε που έπαψε ο προορισμός τους, για την κοινή χρήση ή για δημόσιο, δημοτικό, κοινοτικό ή θρησκευτικό σκοπό. Ειδικά όμως για τους Ιερούς Ναούς στα Βασιλικά, στο βιβλίο 46 Τ.τ.3, θέμα 3(ν.6. παρ. 2111.8) αναφέρεται ότι "Ιερόν εστί πράγμα το δημόσια αφιερωθέν, τα γαρ ιδιωτικά ουκ εισίν ιερά, ει δε καταπέση το οικοδόμημα, μένει ιερός ο τόπος". 'Αλλωστε κατά το δίκαιο (Ιερούς Κανόνες) της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν προβλέπεται διαδικασία άρσης του χαρακτηρισμού, κάποιου πράγματος ως ιερού, εξαιρουμένης της περίπτωσης βεβήλωσης του Ιερού Ναού, συνεπεία της οποίας απαγορεύεται η τέλεση λατρευτικών πράξεων (προσωρινή παύση του για θρησκευτικό σκοπό προορισμού) πριν από την ανάγνωση της κεκανονισμένης ευχής κάθαρσης. Τέλος στο άρθρο 1 ν. 590/1977 (Α'146) "Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος" ορίζεται: "1...... 4. Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, αι Μητροπόλεις, αι ενορίαι μετά των Ενοριακών αυτών Ναών, αι Μοναί, είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου...." στο δε άρθρο 29 του ίδιου νομοθετήματος ορίζεται περί των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων των Αρχιερέων, ότι: "1. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών υπό την ιδιότητα του ποιμαίνοντος την Αρχιεπσκοπήν Αθηνών, ως και έκαστος εν ενεργεία Μητροπολίτης, ως Εκκλησιαστική Αρχή της κληρωθείσης αυτώ Μητροπόλεως, ασκούν εντός της περιφερείας της Μητροπόλεώς των, την υπό των Ιερών Κανόνων, των εκκλησιαστικών διατάξεων και των νόμων εν γένει της Πολιτείας προβλεπόμενην εξουσίαν. 2. Τα της οργανώσεως, της διοικήσεως και της εν γένει λειτουργίας των Μητροπόλεων ρυθμίζονται δι' αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Αποφάσεις ρυθμίζουσες ειδικώς θέματα επιμέρους Μητροπόλεων, εκδίδονται κατά τα ανωτέρω τη προτάσει του οικείου Αρχιερέως (Α.Π. ...). Περαιτέρω με τη συνθήκη των Παρισίων του 1815, η Επτάνησος αναγνωρίστηκε ως ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος καλούμενο " Ηνωμένο Κράτος των Ιονίων Νήσων", διεπόμενο από το Σύνταγμα του έτους 1817 και περιήλθε υπό την προστασία της Αγγλίας. Κάθε μια νήσος, είχε ιδία εγχώρια (τοπική) κυβέρνηση υπό την επίβλεψη Άγγλου Τοποτηρητή, ασκούσα τη διοίκηση της νήσου και έχουσα τη διαχείριση της περιουσίας της εκδοθέντων σχετικά των νόμων (πράξεων) ΞΗ'/1845 της Ζ' Γερουσίας "περί χρήσεως των επιχωρίων προσόδων" και Ι'/14/26.5.1845 της Η' Γερουσίας "περί εγχωρίων προσόδων". Παράλληλα υπήρχε η Γενική Κυβέρνηση, η οποία διαχειριζόταν το γενικό θησαυρό του Κράτους, αποτελούμενο από το θησαυρό εκάστης νήσου και των κτημάτων, τα οποία χρησίμευαν στη γενική υπηρεσία του Κράτους. Το έτος 1841 τέθηκε σε ισχύ στα Επτάνησα ο Ιόνιος Αστικός Κώδικας, ο οποίος ίσχυσε μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23-2-1946). Ο κώδικας αυτός προέβλεπε ρητώς στα άρθρα 423-425 ότι "Θεωρούνται ανήκοντα στην Ιόνια Πολιτεία τα πράγματα κοινής χρήσεως ή τα κοινά τοις πάσι και όλα τα μέρη τα οποία δεν δύνανται να γίνουν ιδιοκτησία ιδιωτική". Μετά δε την ένωση της Επτανήσου (1864) με την Ελλάδα, με το Ν. ΡΝ/1866 "περί εισαγωγής εν Επτανήσω της εν λοιπώ Βασιλείω ισχυούσης νομοθεσίας" αφενός μεν διατηρήθηκε η ισχύς του Ιονίου Α.Κ., πλην των εξαιρέσεων που προέβλεπε ο νόμος αυτός, αφετέρου δε εισήχθη στα Επτάνησα, πλην άλλων και ο από 21-6-1837 νόμος περί διακρίσεως κτημάτων, στα άρθρα 15-17 του οποίου ορίζονται ότι όλα τα αδέσποτα ή εγκταλελειμμένα ή τα κτήματα των άκληρων αποθανόντων και τα κοινής χρήσεως και κοινά τοις πάσι πράγματα καθώς και όσα δεν δύνανται να αποτελέσουν ιδιωτική ιδιοκτησία, θεωρούνται ως δημόσια κτήματα. Έτσι μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα το έτος 1864 δια της Συνθήκης του Λονδίνου, η υφιστάμενη περιουσία του Ιονίου Κράτους, η διαχειριζόμενη από τη Γενική Κυβέρνηση, περιήλθε κατά διαδοχή και κυριαρχικό δικαίωμα στο Κράτος, η δε εγχώρια περιουσία κάθε νήσου, όσον αφορά τη ..., διοικούμενη αρχικά από Επιτροπή, κα' άρθρο 11 του Ν. ΡΝ/1866 και στη συνέχεια σύμφωνα με το Ν. ΨΞΣΤ' της 27.12.1878-ΦΕΚ 2/1879 "Περί διανομής της περιουσίας της ...", διανεμήθηκε κατά δήμους. Το γεγονός ότι υπήρχε στη ... περιουσία της Γενικής Κυβέρνησης προκύπτει κυρίως από το άρθρο 4 του νόμου αυτού, το οποίο ορίζει ότι κάθε διαφορά μεταξύ της επαρχίας της ... και του δημοσίου ως προς την κυριότητα του αμφισβητούμενου κτήματος θέλει αποφασισθεί δικαστικώς, αιτήσει του αιτούντος την κυριότητα. Τέλος με το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Ν. 3127/2003, όπως ισχύει μετά από την τροποποίησή του με το άρθρο 154 παρ. 11 του Ν. 4389/2016 ορίζονται τα εξής: "1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως, ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923, ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 28-2-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη.Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α' και β' προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του Α.Κ. (αστικού κώδικος). 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλύτερου των 2.000 τ.μ., οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται μόνο εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31-12-2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή". Από την ως άνω σαφή διατύπωση των προπαρατεθεισών διατάξεων προκύπτει ότι οι απαιτούμενες προϋποθέσεις εφαρμογής τους είναι αθροιστικώς οι ακόλουθες: Α) Να πρόκειται για ακίνητο που βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως ή εντός προϋφιστάμενου του έτους 1923 οικισμού ή εντός οριοθετηθέντος οικισμού, ο πληθυσμός του οποίου σύμφωνα με την τελευταία (προ της ενάρξεως εφαρμογής του ως άνω νόμου) απογραφή δεν υπερβαίνει τους 2.000 κατοίκους, Β) Να πρόκειται για ακίνητο εμβαδού α) μέχρι 2.000 τετρ. μέτρων ή β) μεγαλυτέρου των 2.000 τετρ. μέτρων, εφόσον στο ακίνητο αυτό υπήρχε στις 31-12-2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον 30% του ισχύοντος στην περιοχή συντελεστή δόμησης, Γ) Να έχει καταστεί το ακίνητο αντικείμενο αδιατάρακτης νομής μέχρι την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου α) επί δέκα έτη με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία υπέρ του ίδιου του νεμομένου ή νεμηθέντος ή υπέρ των δικαιοπαρόχων του, εφόσον ο νόμιμος αυτός τίτλος έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 28-2-1945, εκτός εάν κατά τη κτήση της νομής ο επικαλούμενος κυριότητα ή οιοσδήποτε από τους δικαιοπαρόχους του ήταν κακής πίστεως, ή β) επί τριάντα έτη, εκτός εάν κατά τη κτήση της νομής ο επιληφθείς της νομής του ακινήτου ήταν κακής πίστεως, δηλαδή εφόσον δεν συνέτρεχαν κατά τον χρόνο κτήσεως της νομής οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 ΑΚ. Στο χρόνο νομής των ως άνω περιπτώσεων α' και β' προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 966, 968 και 1054 ΑΚ προκύπτει ότι τα εκτός συναλλαγής ακίνητα του Ελληνικού Δημοσίου, στα οποία συγκαταλέγονται και τα κοινής χρήσεως είναι ανεπίδεκτα τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας και, επομένως, δεν μπορούν να είναι αντικείμενο της κατά το ιδιωτικό δίκαιο κτήσεως είτε κατά κυριότητα είτε κατά νομή από οποιονδήποτε τρίτο, του οποίου το δικαίωμα προς χρήση των πραγμάτων αυτών δεν συνιστά νομή ή οιονεί νομή ή κατοχή, αλλά ιδιόρρυθμο δικαίωμα που απορρέει από την προσωπικότητα του ανθρώπου και προστατεύεται με την διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ μόνο στην περίπτωση παρακώλυσης ή αποβολής από τη χρήση του κοινόχρηστου πράγματος .
Συνεπώς, τα ανήκοντα στο Ελληνικό Δημόσιο κοινόχρηστα πράγματα δεν καταλαμβάνονται από το ως άνω άρθρο 4 του Ν. 3127/2003, αφού το άρθρο αυτό αναφέρεται στις προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας ακινήτου ανήκοντος στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου ή Δήμου (Ολ.Α.Π. 10/2022) Κατά τις άνω δε διατάξεις του ΑΚ, πράγματα εκτός συναλλαγής είναι ως προελέχθη και οι ναοί, εφόσον έχουν αφιερωθεί στη δημόσια λατρεία και ειδικότερα το οικοδόμημα αλλά και το ακίνητο επί του οποίου έχει ανεγερθεί ο ναός. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στην διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ. ΑΠ ..., Ολ. ΑΠ 6/2017). Εξάλλου, ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για παραβίαση τέτοιου κανόνα, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 α Κ.Πολ.Δ., γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (Α.Π. 770/2022, ΑΠ 536/2019, ΑΠ 1370/2018). Κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, έτσι, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε, στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόστηκε (Ολ. ΑΠ 12/2016, Ολ. ΑΠ 1/1999). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 770/2022).
Συνεπώς, η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση, που διατύπωσε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό της απόφασής του, δηλαδή από τις παραδοχές της απόφασης για τα ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες παραδοχές το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση του για παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (Α.Π.770/2022). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. επισκόπηση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου της προσβαλλομένης υπ' αριθμ. ... απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, προκύπτει ότι τούτο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα: "Ο επίδικος Ιερός Ναός του Αγίου Σπυρίδωνος επιφανείας 224,14 τ.μ., έχει ανεγερθεί εντός οικοπέδου εκτάσεως 418 τ.μ., σύμφωνα με το σχετικό κτηματολογικό φύλλο ακινήτου, το οποίο έχει λάβει ΚΑΕΚ ... και βρίσκεται εντός της πόλεως της ..., επί της κεντρικής πλατείας αυτής, συνορεύει δε ανατολικά με την οδό ..., βόρεια με την οδό ..., δυτικά με την οδό ... και νότια με πάροδο της οδού .... Ο Ιερός αυτός Ναός, ανεγέρθηκε το πρώτον το έτος 1685, έχοντας δε καταρρεύσει από τους σεισμούς ανοικοδομήθηκε εκ νέου το έτος 1836. Η αρχική του ανέγερση το έτος 1685 έλαβε χώρα υπό τις εξής συνθήκες: Το έτος 1684, ήτοι επί Ενετικής κυριαρχίας στην περιοχή, οι πάτερ Φ. Σ., πάτερ Θ. Λ., Ι. Ψ., Θ. Ο., Σ. Μ., Α. Ψ., Ι. Μ., Ρ. Τ., Τ. Π. και Σ. Μ., επιθυμώντας να ανεγείρουν ιερό ναό στην πόλη της ..., της οποίας ήταν κάτοικοι και η οποία τότε ανοικοδομούνταν ως πόλη, υπέβαλαν την από 7 Φεβρουαρίου 1684 αίτηση προς τον Ενετό Αρχιστράτηγο Φραγκίσκο Μοροζίνι, με την οποία ζητούσαν, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση από τη μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, παραχωρητήριο έγγραφο, "..... να μας επιτραπεί η θεμελίωση μιας μικρής Εκκλησίας απέναντι από τον Πλάτανο, στο κομμάτι γης, το οποίο γνωρίζουμε ότι είναι δημόσιας ιδιοκτησίας. Σε περίπτωση που το οικόπεδο είναι ξένης ιδιοκτησίας, υποχρεωνόμαστε να κατεδαφίσουμε το κτήριο και να το ξανακτίσουμε σε διαφορετική τοποθεσία που θα μας δοθεί από την Εξοχότητά σας. Εννοείται ότι και τα δύο κτίρια θα οικοδομηθούν με δικά μας έξοδα....". Πράγματι ο Αρχιστράτηγος Φραγκίσκος Μοροζίνι έκανε δεκτό το αίτημά τους αυτό, όπως προκύπτει από το προαναφερόμενο έγγραφο, στο οποίο κάτω από την παραπάνω αίτηση αναφέρονται τα εξής: "Ο εκλαμπρότατος..... Φραγκίσκος Μοροζίνι..... αποφάσισε ότι το κομμάτι γης απέναντι από τον Πλάτανο, όντας δημοσίας ιδιοκτησίας, μπορεί να παραχωρηθεί στους παραπάνω για να το καρπώνονται κατά νόμιμη καταχώρηση, για πάντα και διατάζει να καταχωρηθεί στον Γραμματέα του Εξοχότατου..... ώστε να τηρηθεί αιωνίως. Ο χρησιμοποιούμενος στο παραχωρητήριο αυτό όρος "για να το καρπώνονται κατά νόμιμη καταχώρηση για πάντα", αναφέρεται σε κάρπωση του ακινήτου και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά μεταβίβαση δικαιώματος κυριότητας. Ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών προσκομίζει νεώτερη, ανεπίσημη μετάφραση του ίδιου εγγράφου στην οποία η λέξη "καρπώνονται" ερμηνεύεται ως "κατέχουν", ισχυριζόμενος ότι η μετάφραση αυτή, η οποία έγινε από την ιστορική ερμηνεύτρια Χ. Π. είναι πιο ακριβής. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ο όρος "κατοχή" υποτεθεί ακριβέστερος ως προς τη μετάφρασή του, σε σχέση με τον όρο "κάρπωση", συνεπάγεται κατοχή και μόνο (την οποία και πράγματι είχαν οι εκάστοτε κτήτορες του Ιερού Ναού, λόγω της ιδιότητάς τους αυτής) και σε καμία περίπτωση παραχώρηση κατά κυριότητα, όπως υποστηρίζει ο εναγόμενος, σύμφωνα με τη θέση του οποίου από το άνω παραχωρητήριο έγγραφο προκύπτει μεταβίβαση της κυριότητας από κρατικό φορέα (την Ενετική Κτήση) σε ιδιώτες. Επομένως ουδεμία αμφιβολία δημιουργείται αναφορικά με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου εγγράφου, ούτε απαιτείται να διαταχθεί η διενέργεια μεταφραστικής πραγματογνωμοσύνης από ειδικό, ο οποίος θα γνωρίζει τις ιδιαιτερότητες της μεσαιωνικής ενετικής διαλέκτου, βάσει της οποίας συντάχθηκε το συγκεκριμένο έγγραφο, όπως ορθά έκρινε η εκκαλουμένη, απορριπτομένου ως αβάσιμου του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσης. Βάσει των ανωτέρω, τα παραπάνω φυσικά πρόσωπα δεν απέκτησαν δικαίωμα κυριότητας επί του οικοπέδου και του επ' αυτού ανεγερθέντος Ναού, ο οποίος στη συνέχεια ανεγέρθηκε με δαπάνες τους και λειτούργησε. Ειδικότερα στοιχεία για τη λειτουργία του Ναού κατά τα πρώτα έτη της κατασκευής του δεν προσκομίζονται, αποδεικνύεται ωστόσο, ότι τουλάχιστον από το έτος 1779 και εντεύθεν είχε δοθεί στη δημόσια λατρεία, καθώς τελούνταν εντός αυτού ιερά μυστήρια, ήτοι γάμοι και βαπτίσεις ατόμων, πέραν των οικογενειών των ανωτέρω κατασκευαστών του Ναού. Επίσης στο Ναό αυτό γινόταν και κηδείες, όπως τούτο προκύπτει από την ύπαρξη κοιμητηρίου στον αύλειο χώρο του, ενώ σ' αυτόν γινόταν τουλάχιστον από το έτος 1798 η εκλογή και χειροτονία των Μητροπολιτών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ εκκλησιάζονταν σε αυτόν και πλήθος κατοίκων της πόλης της ..., όπως τούτο προκύπτει από το προσκομιζόμενο αντίγραφο καταλόγου 108 ονομάτων, όπως επιγράφεται, "κτητόρων και αδελφών του Ιερού Ναού Αγίου Σπυρίδωνος" του έτους 1940, απορριπτομένου κατόπιν αυτού του ισχυρισμού του εναγομένου ότι ουδέποτε ο επίδικος ναός είχε τεθεί σε δημόσια λατρεία. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο επίδικος Ναός ήταν ανέκαθεν ιδιόκτητος, ανήκων κατά κυριότητα στους αρχικώς ανεγείραντες αυτόν, στους οποίους το οικόπεδο επί του οποίου ανεγέρθηκε, είχε καταχωρηθεί κατά κυριότητα και εν συνεχεία, κατόπιν διαδοχικών κληρονομικών διαδοχών, ο ίδιος κατέστη μόνος ιδιοκτήτης του. Ο ισχυρισμός αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος, διότι δεν πληρούνται εν προκειμένω οι απαραίτητες προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό του Ναού ως ιδιόκτητου...... καθώς, όπως προαναφέρθηκε η παραχώρηση του οικοπέδου προς τους αρχικούς ιδρυτές του Ναού δεν συνιστά παραχώρηση κατά δικαίωμα κυριότητας, παρά μόνο κατά χρήση και κάρπωση, ενώ ο Ναός αυτός δεν εξυπηρετούσε αποκλειστικά τις ανάγκες των ιδρυτών και των οικογενειών τους, όπως ισχυρίζεται ο εναγόμενος, αλλά είχε δοθεί εξ αρχής στη δημόσια λατρεία. Εξάλλου αν ο Ναός ανήκε κατά κυριότητα στους αρχικούς ιδρυτές, συγκύριοι αυτού θα ήταν και οι κληρονόμοι αυτών, αφού το δικαίωμα κυριότητας ως περιουσιακό στοιχείο κληρονομείται από όλους τους νόμιμους κληρονόμους και υπό την ισχύ του Ιονίου Κώδικα, αλλά και του ΒΔΡ δικαίου, ισχυριζόμενος δε ο εναγόμενος ότι κατέστη μόνος κύριος δυνάμει κληρονομικής διαδοχής του πατέρα του, στον οποίο είχε περιέλθει ο Ναός από αδιάθετη κληρονομιά του δικού του πατέρα Σ. Τ., που απεβίωσε το 1912, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου και του αδελφού του Α. Τ., που απεβίωσε το 1920 κατά το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου, δεν εξηγεί ...πως οι τελευταίοι (Σ. και Α. Τ.) απέμειναν οι μοναδικοί κύριοι του Ναού, αν δηλαδή απέκτησαν αυτόν με μεταβιβαστικές πράξεις εν ζωή, ή αν κληρονόμησαν και με ποιο τρόπο τους υπόλοιπους των αρχικών ιδρυτών ή τους κληρονόμους αυτών και απέμειναν οι μοναδικοί κύριοι αυτού, ενώ ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η ιδιοκτησία του Ναού περιερχόταν στους άρρενες απογόνους των αρχικών ιδιοκτητών, τελευταίος των οποίων ήταν, είτε ο πατέρας του, είτε ο ίδιος, συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης κτητορικού και μόνο δικαιώματος. Η αλήθεια είναι ότι ο επίδικος Ναός ήταν εξ αρχής κτητορικός θεσμός που ήταν γνωστός στον εν γένει Ελλαδικό χώρο από τους Βυζαντινούς χρόνους....., θεσμός ο οποίος ήταν ταυτόσημος με τον μεταγενέστερα θεσπισθέντα στη ... θεσμό της πατρωνείας δημοσίου δικαίου. Το γεγονός ότι δεν τηρήθηκε το τυπικό που το εκκλησιαστικό δίκαιο είχε θέσει ως προς το σκοπό αυτό, δεν αποδεικνύει ότι ο Ναός ήταν ιδιόκτητος, αλλά οφείλεται στο ιδιαίτερο καθεστώς που επικρατούσε στη ... κατά το χρόνο παραχώρησης του οικοπέδου για την ανέγερση του Ναού και συγκεκριμένα στο ότι δεν υφίστατο κατά το χρόνο αυτό Επίσκοπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αρμόδιος για την περιοχή της ..., προκειμένου να τηρηθεί το απαιτούμενο αυτό τυπικό. Ανεξαρτήτως του τρόπου, βέβαιο είναι ότι ο εν λόγω Ναός ήταν κτητορικός γεγονός που και οι ίδιοι οι κτήτορες αυτού αναγνώριζαν και αποδέχονταν, όπως προκύπτει από έγγραφα τα οποία αμφότερες οι διάδικες πλευρές προσκομίζουν με επίκληση. Ειδικότερα στο από 8-1-1869 συμβολαιογραφικό έγγραφο του τότε συμβολαιογράφου ... Σ. Β. περί "παραχώρησης εδαφονομίου επί ακινήτου του Ιερού Ναού", νομίμως μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ... στον τόμο ..., οι εκ των οποίων κτητόρων του επιδίκου Ναού Κ. Α. και Β. Μ. αναφέρονται ως επίτροποι της Εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνος, ενώ στο από 10-2-1873 συμβολαιογραφικό έγγραφο του τότε συμβολαιογράφου Σπυρίδωνος Φίλιππα, περί "παραχώρησης εδαφονομίου επί ακινήτου του Ιερού Ναού", νομίμως μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ... στον τόμο 1 με αριθμό 1435, ο εκ των ανωτέρω Β. Μ. "... κτήτωρ και διαχειριστής της περιουσίας του ενταύθα κτητορικού ναού του Αγίου Σπυρίδωνος ενεργών και δια τους λοιπούς συγκτήτορας.... παραχωρεί εις εδαφονόμιον... το οικόπεδον του δικαιώματος της Εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνος....", αναφέρεται δηλαδή ο Β. Μ. ως κτήτωρ και διαχειριστής του Ναού και εκπρόσωπος των λοιπών συγκτητόρων. Το χαρακτήρα του Ιερού Ναού ως κτητορικού μόνο αποδέχονταν και οι άμεσοι δικαιοπάροχοι του εναγομένου. Συγκεκριμένα ο πατέρας του Μ. Τ. στο υπ' αριθμ. ... πληρεξούσιο αναφέρει τον εαυτό του ως κτήτορα και διαχειριστή του Ιερού ναού και με την ιδιότητά του αυτή διορίζει με το εν λόγω πληρεξούσιο τα αναφερόμενα σ' αυτό φυσικά πρόσωπα ως πληρεξουσίους επιτρόπους και διαχειριστές της περιουσίας του ως άνω Ναού. Από το γεγονός ότι όλοι οι προαναφερόμενοι και ιδιαιτέρως ο Μ. Τ. αναγνωρίζει τον εαυτό του ως κτήτορα και διαχειριστή και όχι ιδιοκτήτη, καθώς επίσης από το ότι σε όλα τα προαναφερθέντα έγγραφα αναφέρεται ότι ο Ιερός Ναός έχει περιουσία, προκύπτει ότι οι ίδιοι θεωρούσαν τον Ναό αυτό ως αυθύπαρκτη οντότητα και όχι ως τμήμα της προσωπικής τους περιουσίας, ήτοι ιδιόκτητο Ναό. Η αντιμετώπιση αυτή του ναού ως κτητορικού συνεχίστηκε και από την πληρεξούσια, σύμφωνα με το ανωτέρω πληρεξούσιο, μητέρα του Μ. Τ., η οποία ενεργούσα ως αντιπρόσωπος αυτού, το έτος 1946, θέλοντας να ανεγείρει εντός του οικοπέδου στο οποίο βρίσκεται ο Ναός κτίριο, το οποίο θα χρησιμοποιούνταν ως κατάστημα προς αύξηση των πόρων αυτού, με την υπ' αριθμ. 113/1946 αίτησή της, ζήτησε την προς τούτο άδεια από το Μητροπολιτικό Συμβούλιο της Ιεράς Μητρόπολης ... και .... Η αίτησή της αυτή, στην οποία για άλλη μια φορά ο ως άνω Ναός αναφέρεται ως κτητορικός, απορρίφθηκε από το Μητροπολιτικό Συμβούλιο. Η ιδιότητα άλλωστε του επιδίκου Ναού ως κτητορικού, τεθειμένου στη δημόσια λατρεία, κρίθηκε και με την ... απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών ..., ο οποίος δικάζοντας αίτηση κάποιων κατοίκων της ..., οι οποίοι σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 2 του Ν. 220/1940, ζητούσαν την αναγνώριση του Ναού ως ενοριακού, άλλως ως συναδελφικού τεθειμένου σε δημόσια λατρεία, απεφάνθη ότι ο ναός είναι κτητορικός, τεθειμένος στη δημόσια λατρεία, ενώ και με την υπ' αριθμ. ... απόφαση του Αρείου Πάγου, που εκδόθηκε επί αγωγής της αδελφής του εναγομένου Ζ. Κ., αναφορικά με τον προσδιορισμό της νόμιμης μοίρας της επί της κληρονομιάς του πατέρα τους Μ. Τ., κατά του εναγομένου της μητέρας του και της έτερης αδελφής του Σ. Έ. Τ., κρίθηκε ότι ο εν λόγω Ναός δεν είναι ιδιόκτητος, αλλά κτητορικός, μη συμπεριλαμβανόμενος ως εκ τούτου στη κληρονομιαία περιουσία του Μ. Τ.. Εξάλλου, ρητά αναφέρονται σε κτητορικό ναό, τεθειμένο σε δημόσια λατρεία από την κτήση του και οι Α. Ψ., Τ. Ψ., Σ. Ψ., Ι. Ψ., Δ. Ψ., Ι. Ψ., Χ. Ψ. και Γ. Ψ., οι οποίοι εμφανίζονται ως απόγονοι των άλλων κτητόρων του επίδικου Ιερού Ναού, αμφισβητώντας ρητά την ιδιότητα του ενάγοντος ως "μοναδικού κληρονόμου- ιδιοκτήτη του ναού" (βλ. την από 28-4-2006 αίτηση των ανωτέρω προσώπων προς την Νομική Υπηρεσία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, νόμιμα κοινοποιηθείσα στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων με αρ. πρωτ. ...). Ο εναγόμενος ισχυρίζεται επίσης ότι από το έτος 1875 μέχρι την άσκηση της αγωγής ο ίδιος και οι δικαιοπάροχοί του ήταν μοναδικοί νομείς του Ναού, διανοία κυρίου, με αποτέλεσμα, σήμερα ο ίδιος, να έχει καταστεί κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού επικαλείται και προσκομίζει την υπ' αριθμ. ... απόφαση του Εφετείου Πατρών, με την οποία αναγνωρίζονται οι τότε κτήτορες του Ναού Μ. Τ., Ε. Τ., Α. Μ. Β. Μ. και Σ. Ψ. νομείς και κάτοχοι αυτού και επειδή είχαν αποβληθεί, διατάχθηκε η επανεγκατάστασή τους σε αυτόν. Οι παραπάνω κτήτορες εγκαταστάθηκαν στον ανωτέρω Ναό στις 25 Ιουνίου 1875, συνταχθέντος σχετικά του με ίδια ημερομηνία "Πρωτοκόλλου Παραδόσεως μεταξύ επαρχιακού ταμία και των ιδιοκτητών του Ιερού Ναού Αγίου Σπυρίδωνος", στο οποίο για πρώτη φορά οι παραπάνω κτήτορες αναφέρονται ως ιδιοκτήτες, πλην όμως αυθαίρετα, αφού όπως προαναφέρθηκε η εκτελεσθείσα με το πρωτόκολλο αυτό ανωτέρω απόφαση αφορούσε αγωγή περί νομής, σε κανένα της σημείο δεν έκανε λόγο για δικαίωμα κυριότητας των εν λόγω κτητόρων, παρά μόνο για νομή αυτών, από δε την προαναφερόμενη συμπεριφορά των κτητόρων προκύπτει ότι αυτοί θεωρούσαν εαυτούς μόνο κτήτορες και διαχειριστές του Ιερού Ναού και όχι ιδιοκτήτες του.
Συνεπώς δεν ασκούσαν πράξεις νομής διανοία κυρίου κατά το χρονικό διάστημα που επικαλείται ο εναγόμενος, ήτοι από την εκτέλεση της παραπάνω απόφασης και έως το έτος 1915 αλλά και εντεύθεν έως το θάνατο του Μ. Τ. το έτος 1964, όπως προκύπτει από το προαναφερόμενο πληρεξούσιο του τελευταίου, αλλά πράξεις που ανάγονταν στα πλαίσια της διαχείρισης του Ναού δυνάμει του κτητορικού δικαιώματος. Εφόσον δε ο ναός ήταν ανέκαθεν τεθειμένος στη δημόσια λατρεία, γεγονός που κρίθηκε και με την ανωτέρω ... απόφαση από την Εισαγωγή του Αστικού Κώδικα το έτος 1946 και εντεύθεν δεν μπορούσε να αποκτηθεί, δικαίωμα κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία στο πρόσωπο του εναγομένου...... και για το λόγο ότι πρόκειται για πράγμα εκτός συναλλαγής ως ιερό καθιερωμένο και αγιασμένο, χρησιμοποιούμενο αποκλειστικά για τη λατρεία, ήτοι προορισμένο για την εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών. Και είναι μεν αληθές ότι από το έτος 1950 περίπου ο εν λόγω Ναός έπαψε να λειτουργείται τακτικά, καθώς δεν είχε ιερέα, παρά μόνο λειτουργούνταν δύο φορές το χρόνο ήτοι στις 11 Αυγούστου και στις 12 Δεκεμβρίου εκάστου έτους και αυτό έως το έτος 2000, οπότε κατέρρευσε η στέγη του, από το γεγονός όμως αυτό δεν συνάγεται ότι απέβαλε την ιδιότητά του ως πράγματος εκτός συναλλαγής (άρθρο 971 Α.Κ.), όπως ισχυρίζεται ο εναγόμενος, αφού......, κατά το δίκαιο της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν προβλέπεται διαδικασία άρσης του χαρακτηρισμού κάποιου πράγματος ως ιερού, εξαιρουμένης της περίπτωσης βεβήλωσης Ιερού Ναού, γεγονός που δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Ο δε ισχυρισμός του εναγομένου περί ανυπαρξίας στην ένδικη περίπτωση σύμβασης, με τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή αυτής, προκειμένου ο επίδικος Ιερός Ναός να καταστεί πράγμα εκτός συναλλαγής, ερείδεται επί της εσφαλμένης παραδοχής της ιδιότητας του εν λόγω ναού ως ιδιόκτητου και του εναγομένου ως κυρίου αυτού. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι πρώτη φορά, κατά την οποία τέθηκε ζήτημα ιδιοκτησίας του εναγομένου επί του Ιερού Ναού ήταν, όταν η μητέρα του, ως εκπρόσωπός του, λόγω της ανηλικότητάς του, συμπεριέλαβε το Ναό αυτό στην ... δήλωση φόρου κληρονομιάς του πατέρα του, ενώ ο ίδιος πρώτη φορά έθεσε θέμα ιδιοκτησίας το έτος 1999, οπότε προέβη στην υπ' αριθμ ... δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, που συνέταξε ο συμβ/φος Απολλωνίων ... Ν. Μ., την οποία μετέγραψε, με βάση την οποία στη συνέχεια προέβη σε δήλωση του οικοπέδου μετά του Ναού στο Κτηματολόγιο, όπου καταχωρήθηκε στο όνομά του και έλαβε τον ΚΑΕΚ που προαναφέρθηκε. Είναι δε γεγονός ότι διάφορες υπηρεσίες του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και κάποιοι Μητροπολίτες της Ιεράς Μητρόπολης ... και ..., με έγγραφά τους, κατά το παρελθόν, απευθυνόμενα προς τον εναγόμενο και τη μητέρα του, όπως και ο Δήμος ... με την υπ' αριθμ. ... απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του, χαρακτήριζαν άμεσα ή έμμεσα τον Ιερό Ναό ως ανήκοντα στην ιδιοκτησία του εναγομένου. Όμως, ο χαρακτηρισμός αυτός, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οφείλεται σε σύγχυση των Υπηρεσιών αυτών, αφού το περιεχόμενο του κτητορικού δικαιώματος (διοίκηση, διαχείριση του Ναού) αποτελεί και περιεχόμενο του δικαιώματος κυριότητας, ώστε είναι εύλογο να μην γνώριζαν ποιο ακριβώς δικαίωμα είχε ο εναγόμενος. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου στηρίζεται άλλωστε στο γεγονός ότι ο ίδιος ο εναγόμενος με το από 7-5-2001 έγγραφό του προς το Υπουργείο Πολιτισμού (8η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων) και απαντώντας στο υπ' αριθμ. ... έγγραφο της Υπηρεσίας αυτής όπου του γνωστοποιούσαν ότι η αναπαλαίωση και αποκατάσταση του Ναού δεν δύναται να ενταχθεί για χρηματοδότηση στο Γ'ΚΠΣ, λόγω του ότι πρόκειται για ιδιωτική εκκλησία και ότι θα μπορούσε ενδεχομένως, να ενταχθεί στη χρηματοδότηση υπό την προϋπόθεση ότι ο ιδιοκτήτης θα παραχωρήσει τη δημόσια χρήση του, πανηγυρικά δηλώνει ότι μόνο κτητορικό δικαίωμα έχει επί του επιδίκου Ιερού Ναού. Επί λέξει στο έγγραφο του αυτό ο εναγόμενος αναφέρει ότι: "..... Η δημόσια χρήση του Ναού είναι δεδομένη και αυτονόητη ώστε να μην χρήζει καν καμιάς παραχώρησης από πλευράς "ιδιοκτητών". Η χρήση του Ναού ανέκαθεν ήταν προσιτή στους πολίτες της ... και εν γένει στον κάθε πιστό που προσήρχετο σε αυτόν χωρίς κανένα περιοριστικό μέτρο. Τα στοιχεία αυτά ορίζονται και επιβεβαιώνονται δυνάμει της υπ' αριθμ. ... απόφασης του Δ' Πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου όπου χαρακτηριστικά αναφέρεται και ορίζεται ότι ο ναός είναι "κτητορικός" τεθειμένος εις δημόσιαν λατρείαν, εκτός συναλλαγής κατά τις διατάξεις του άρθρου 966 του Α.Κ. και κατά συνέπεια δεν τίθεται ζήτημα ιδιοκτησίας". Όπως εξάλλου προαναφέρθηκε, στις 28-12-2000 η στέγη του Ιερού Ναού, ο οποίος με την υπ' αριθμ. ... απόφαση του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως είχε κηρυχθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο και προστατεύεται από το νόμο 3028/2002 "για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς", κατέρρευσε, ενώ την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του έτους 2001 έγινε η μεταφορά των κειμηλίων του εσωτερικού του σε αποθήκη του Υπουργείου Πολιτισμού. Η 8η ΕΒΑ του ΥΠ.ΠΟ μετέφερε προσωρινά τις εικόνες του Ναού κι ανέλαβε την εκτέλεση κατασκευής του στεγάστρου. Λόγω δε της παλαιότητάς του παρουσιάζει σημαντικές οικοδομικές βλάβες, που τον καθιστούν επικίνδυνο με δυνατότητα επισκευής, ενώ λόγω των σεισμών που σημειώθηκαν το Νοέμβριο του 2015 η κατασκευή του επιδεινώθηκε και η Εφορία Αρχαιοτήτων Αιτωλ/νίας και ... εκτέλεσε άμεσα εργασίες για την προστασία του μνημείου και των περαστικών. Ήδη δε, με την υπ' αριθμ. ... απόφαση του Περιφερειάρχη Ιονίων νήσων η αποκατάσταση του Ι.Ν. Αγίου Σπυρίδωνος στη ... εντάχθηκε στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα "Ιόνια Νησιά 2014-2020" του ΕΣΠΑ. Ο δε εναγόμενος ο οποίος μέχρι και σήμερα κατέχει τα κλειδιά του ναού, δεν αποδείχθηκε ότι μέχρι το τέλος του έτους 2007 (οπότε και του αφαιρέθηκε το κτητορικό του δικαίωμα, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω) προέβη με δαπάνες του σε οποιαδήποτε εργασία αποκατάστασης του Ιερού Ναού, καίτοι έχει συμβληθεί στην υπ' αριθμ. ... σύμβαση δανείου ποσού 45.665,38 ευρώ για την αποκατάσταση ζημιών από σεισμό. Μετά την αφαίρεση του κτητορικού του δικαιώματος προέβη σε προπαρασκευαστικές ενέργειες (απομάκρυνση περιπτέρου που βρίσκεται σε επαφή με τον Ιερό Ναό, τοποθέτηση σκαλωσιάς για εκτέλεση εργασιών) για την αποκατάσταση των ζημιών, χωρίς όμως να προκύπτει από έγγραφο της αρμόδιας 22ης Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, η οποία έχει την άμεση επίβλεψη των εργασιών, ότι πραγματοποιήθηκε η εκτέλεση εργασιών αποκατάστασης με δαπάνες του εναγομένου. Αντιθέτως, από το υπ' αριθμ, πρωτ. ... έγγραφο της Δ/νσης Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων αποδείχθηκε ότι μέχρι τον άνω χρόνο δεν είχε γίνει η αποκατάσταση του Ιερού Ναού και ότι το μνημείο βρίσκεται σε κακή κατάσταση αφού παρουσιάζει ρωγμές στην εξωτερική τοιχοποιία, όπως διαπιστώθηκε σε πρόσφατη αυτοψία από μηχανικό της άνω Υπηρεσίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος επιδεικνύει απροθυμία να συνεργαστεί σε κάθε νόμιμη παρέμβαση που προτείνουν οι υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου για την εν γένει προστασία του Ιερού Ναού. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, ο εναγόμενος έχει υποχρεωθεί με την υπ' αριθμ. ... απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ... (διαδ. Ασφαλιστικών μέτρων) να ανέχεται προσωρινά και έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της κρινόμενης διαφοράς (που ανοίχθηκε με την άσκηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ... της από 4-3-2016 αγωγής του Ελληνικού Δημοσίου σε βάρος του εναγομένου) κάθε πράξη μέριμνας, προστασίας, συντήρησης, επίβλεψης του ναού, την οποία οι Υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου κρίνουν απαραίτητη για την προστασία του και για όσο χρονικό διάστημα κρίνουν αναγκαίο. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι λόγω της μακροχρόνιας αδράνειας του εναγομένου, αναφορικά με την επισκευή του Ναού, ο μακαριστός Μητροπολίτης ... και ... Ν., προέβη στην αφαίρεση του κατά τα άνω κτητορικού δικαιώματός του με το υπ' αριθμ. πρωτ. 899/6-12-2007 έγγραφό του, η οποία (αφαίρεση) είναι νόμιμη και έχει ως έννομη συνέπεια η Εκκλησιαστική Αρχή, ήτοι η άνω Ιερά Μητρόπολη, να έχει αναλάβει πλέον τα καθήκοντα του κτήτορος, εφόσον ουδέποτε προσβλήθηκε ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων και έχει καταστεί οριστική και απρόσβλητη. Μάλιστα, η Ιερά Μητρόπολη ... και ... και ο Μητροπολίτης αυτής προέβησαν στην άσκηση της από17-3-2010 αρνητικής αναγνωριστικής κυριότητας του εκκαλούντος ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 20/2012 οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή (η οποία έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. ... απόφασης του Δικαστηρίου τούτου και της υπ' αριθμ.... απόφασης του Αρείου Πάγου, που απέρριψαν τα ασκηθέντα κατ' αυτής από τον εναγόμενο ένδικα μέσα της έφεσης και αναίρεσης αντίστοιχα), αναγνωρίστηκε ότι ο εναγόμενος Σ. Τ. δεν έχει εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου Ιερού Ναού Αγίου Σπυρίδωνα ..., που βρίσκεται στην πόλη της ... , αλλά ούτε και κτητορικό δικαίωμα επ' αυτού. Η απόφαση αυτή δεν δεσμεύει τους διαδίκους της υπό κρίση αγωγής με δύναμη δεδικασμένου, καθώς εκδόθηκε μεταξύ του εναγομένου και της Ιεράς Μητρόπολης ... και ..., διότι η άνω αγωγή είχε ως ιστορική βάση την ανυπαρξία δικαιώματος κυριότητας του εναγομένου στον επίδικο κτητορικό ναό, καθώς και του εκκλησιαστικού περιεχομένου και ηθικής φύσεως κτητορικού δικαιώματος, που ο τελευταίος είχε αποκτήσει ως κληρονόμος του κτήτορα πατέρα του επί του ίδιου ναού και το οποίο του αφαιρέθηκε με πράξη του Μητροπολίτη ... και ... και αίτημα την αναγνώριση της ανυπαρξίας των δικαιωμάτων αυτών, πλην όμως αυτή, σε συνδυασμό και με όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, προκύπτει ότι ο εναγόμενος δεν έχει εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου Ιερού Ναού, ούτε δικαίωμα να κατέχει τον επίδικο Ιερό Ναό, καθώς δεν έχει πλέον ούτε το κτητορικό δικαίωμα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κρίνοντας όμοια δέχθηκε ότι: α) ο επίδικος Ναός που ανεγέρθηκε στην ... κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, σε ακίνητο του Ενετικού Δημοσίου, που παραχωρήθηκε από τον Ενετό διοικητή του νήσου κατά χρήση και κάρπωση και όχι κατά κυριότητα σε κατοίκους της, μεταξύ των οποίων και ο απώτατος δικαιοπάροχος του εκκαλούντος, μετά από σχετική αίτησή τους και με δαπάνες τους, αφιερώθηκε δε μετά την ίδρυσή του στη δημόσια λατρεία και όχι στην εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών των οικογενειών των ιδρυτών του και ως εκ τούτου είναι πράγμα εκτός συναλλαγής και επομένως ανεπίδεκτο χρησικτησίας, ιδιότητα την οποία διατήρησε έκτοτε και μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής παρά το γεγονός ότι έπαυσε από πολλών ετών να λειτουργεί και έχει υποστεί μερική καταστροφή, αφού δεν συνέτρεξε περίπτωση άρσης της ιδιότητας αυτής, δεν είναι ιδιόκτητος, αλλά κτητορικός ναός, ή υπό δημόσια πατρωνεία, υπό την προεκτεθείσα έννοια και β) στους ιδρυτές του παραχωρήθηκε μόνο κτητορικό δικαίωμα δηλαδή δικαίωμα εκκλησιαστικού χαρακτήρα, ηθικής φύσης με προνόμια και καθήκοντα συναρτώμενα με τη διοίκηση, τη λειτουργία και την οικονομική διαχείριση του ναού και της περιουσίας του, γι' αυτό και οι πράξεις των κτητόρων του, οι σχετικές με τα καθήκοντά τους, φυσικής εξουσίασης του ναού δεν γινόταν με διανοία κυρίου, συνεπώς οι κτήτορες δεν απέκτησαν στο ναό και στο οικόπεδο στο οποίο ανεγέρθη δικαίωμα κυριότητας και δεν ανήκε ο ναός στην κληρονομιαία περιουσία του κτήτορος, πατέρα του εκκαλούντος, και έτσι δεν απέκτησε την κυριότητα αυτού, ο τελευταίος, ούτε παραγώγως με κληρονομική διαδοχή του πατέρα του, ούτε πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τι αποδείξεις. Όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών με τους συνδυαστικά ερευνώμενους 2ο, 3ο, 4ο και 7ο λόγους του κυρίου δικογράφου της έφεσης και τους 2ο και 3ο πρόσθετους λόγους, κρίνονται αβάσιμα και οι σχετικοί λόγοι απορριπτέοι. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κύριος του γεωτεμαχίου εντός του οποίου έχει ανεγερθεί ο επίδικος Ιερός Ναός είναι το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο απέκτησε την κυριότητα αυτού ως ακολούθως: όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο Ιερός Ναός ανεγέρθηκε το έτος 1685, λόγο μετά την κατάληψη της νήσου ... από τους Ενετούς, επί οικοπέδου ιδιοκτησίας του τότε Ενετικούς Δημοσίου. Το έτος 1797, με τη Συνθήκη του Κ. Φ., τα Επτάνησα παραχωρήθηκαν στους Γάλλους, ενώ λίγα έτη μετά, με τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (1800), συστήθηκε η αυτόνομη και ομοσπονδιακή "Επτάνησος Πολιτεία". Κάθε νησί λειτουργούσε ως αυτόνομη επαρχία, με ανεξάρτητη τοπική "Εγχώρια" Κυβέρνηση και δικές του δημοσιονομικές, διοικητικές και δικαστικές Αρχές. Στη συνέχεια με τη συνθήκη του Τισλίτ (1807) η Επτάνησος Πολιτεία καταργήθηκε και τα νησιά που την αποτελούσαν (μεταξύ των οποίων και η ...) παραχωρήθηκαν εκ νέου στη Γαλλία, μέχρι την κατάληψή του από τον Αγγλικό Στόλο (1809-1810). Ακολούθως, με τη συνθήκη των Παρισίων το 1815, η Επτάνησος αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο και ελεύθερο κράτος καλούμενο "Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων" και περιήλθε υπό την προστασία της Αγγλίας. Το νέο κράτος είχε τη Γενική Διοίκηση με έδρα την Κέρκυρα και τοπικές κυβερνήσεις σε κάθε νήσο με επικεφαλής "επάρχους" και επαρχιακά συμβούλια. Κάθε μια νήσος αποτελούσε, κατά κάποιον τρόπο, αυτοτελή μονάδα ομοσπονδιακού κράτους, η δε δημόσια περιουσία ανήκε κατά κυριότητα σε κάθε νήσο, διοικούμενη από τους επιτόπιους άρχοντες, με υποχρέωση εισφοράς μέρους από τα αντίστοιχα εισοδήματα στο Γενικό Ταμείο της Ιονίου πολιτείας. Η περιουσία αυτή ονομαζόταν "επιχώρια" ή "εγχώρια" περιουσία. Τα ανωτέρω προκύπτουν από το Σύνταγμα του Ηνωμένου Κράτους των Ιόνιων Νήσων του έτους 1817,με το οποίο είχε παραχωρηθεί στα Ιόνια Νησιά πλήρης αυτοδιοίκηση, αλλά και από την ΚΣΤ'της 11-8-1834 Πράξη της Ε' Γερουσίας που εκδόθηκε σε εφαρμογή του Συντάγματος του έτους 1817, που διέκρινε ρητώς την επιχώρια οικονομία κάθε νήσου από τη Γενική Οικονομία του κράτους, καθόρισε τα έσοδα του επιχώριου ταμείου και αναγνώρισε την κυριότητα της τοπικής διοίκησης κάθε νήσου επί των μη ιδιωτικών κτημάτων, καθώς επίσης και από την όμοια Ι' Πράξη της Η' Γερουσίας της 14/26-5-1845, η οποία στο άρθρο 2 περιέλαβε ανάλογη ρύθμιση. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στα Επτάνησα, εκτός από την επιχώρια περιουσία, υπήρχε και η Γενική Κυβέρνηση, η οποία διαχειριζόταν τον γενικό θησαυρό του Κράτους. Έτσι μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, το έτος 1864, δια της Συνθήκης του Λονδίνου, η μεν υφιστάμενη περιουσία του Ιονίου Κράτους, η διαχειριζόμενη από τη Γενική Κυβέρνηση, περιήλθε κατά διαδοχή στο Ελληνικό Δημόσιο, η δε επιχώριος ή εγχώριος περιουσία, όσον αφορά τη νήσο της ..., διανεμήθηκε κατά δήμους...... Σύμφωνα δε με το άρθρο 4 του ν. ΨΞΣΤ' της 27.12.1878, που προέβλεπε τη διανομή της επιχώριας περιουσίας στους Δήμους της ..., της διανομής θα προηγείτο ακριβής καταγραφή σε κατάλογο της περιουσίας αυτής, πλην όμως στον κατάλογο αυτό δεν περιλαμβάνεται ο επίδικος Ιερός Ναός, ως ανήκων στην κυριότητα οποιουδήποτε ιδιοκτήτη, σύμφωνα με το υπ' αριθμ. πρωτ. ... έγγραφο των Γενικών Αρχείων του Κράτους Νομού .... Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το επίδικο ακίνητο μετά του ανεγερθέντος επ' αυτού Ιερού Ναού, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε ανήκε κατά κυριότητα στο Ενετικό Δημόσιο, περιήλθε κατά διαδοχή στην κυριότητα αρχικά της Επτανήσου Πολιτείας, στη συνέχεια της Γενικής Κυβέρνησης της Ιονίου Πολιτείας και τέλος μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, στο ενάγον Ελληνικό Δημόσιο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κρίνοντας όμοια, δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο επί του οποίου ανεγέρθηκε κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας ο ιερός Ναός του Αγίου Σπυρίδωνος, σε ακίνητο του Ενετικού δημοσίου, ανήκει κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών με τους συνδυαστικά ερευνώμενους 5ο λόγο του κυρίου δικογράφου της έφεσης και 1ο πρόσθετο λόγο κρίνονται αβάσιμα και οι σχετικοί λόγοι απορριπτέοι. Απορριπτέος, επίσης τυγχάνει και ο 6ος λόγος της έφεσης του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, με τον οποίο αυτός παραπονείται ότι εσφαλμένως απορρίφθηκε η προβληθείσα επικουρικώς από αυτόν ένσταση του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, καίτοι συνέντεχαν όλες οι κατά το νόμο προϋποθέσεις εφαρμογής της, αφού το επίδικο ακίνητο βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως έχει εμβαδόν κάτω των 2.000 τ.μ. και ο ίδιος και οι προκάτοχοί του ασκούν νομή επ' αυτού για περισσότερο από 30 έτη μέχρι την 31-12-2003. Και αυτό διότι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, εφόσον ο ναός ήταν ανέκαθεν τεθειμένος στη δημόσια λατρεία και αποτελούσε πράγμα εκτός συναλλαγής, ως ιερό και καθιερωμένο και αγιασμένο, χρησιμοποιούμενο αποκλειστικά για τη λατρεία, ήτοι προορισμένο για την εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών, δεν ήταν επιδεικτικός νομής, ο δε εναγόμενος μέχρι την 31-12-2003 δεν βρισκόταν στην νομή του, αλλά μόνο στην κατοχή του, δυνάμει του κτητορικού δικαιώματος που είχε. Ο δε ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει το ζήτημα εφαρμογής του τεκμηρίου του άρθρου 1046 Α.Κ. (σύμφωνα με το οποίο εκείνος που έχει στη νομή του το πράγμα κατά την έναρξη και τη λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου, τεκμαίρεται ότι το νέμεται και κατά τον ενδιάμεσο χρόνο), ερείδεται επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι υφίστατο δεδικασμένο ως προς το ζήτημα της νομής του ακινήτου κατά το έτος 1875 και μέχρι 31-12-2003 ενώ ρητά αναφέρεται στην εκκαλουμένη ότι ο εναγόμενος μέχρι την 31-12-2003 δεν βρισκόταν στη νομή του Ιερού Ναού, αλλά μόνο στην κατοχή του δυνάμει κτητορικού δικαιώματος. Απορριπτέος εξάλλου τυγχάνει και ο 8ος λόγος της έφεσης του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, με τον οποίο παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την προβληθείσα από αυτόν ένσταση του άρθρου 281 Α.Κ., ισχυριζόμενος περαιτέρω ότι σε περίπτωση που τυχόν καταστεί αμετάκλητη η εκκαλουμένη απόφαση παραβιάζεται το δικαίωμα επί της περιουσίας του, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ειδικότερα ο εναγόμενος ισχυρίστηκε με την άνω ένστασή του, την οποία επαναφέρει προς κρίση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ότι το δικαίωμα του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου ασκείται καταχρηστικά, επικαλούμενος: α) τη μακροχρόνια αδράνεια του ενάγοντος να ασκήσει το δικαίωμά του, β) την άσκηση εκ μέρους του ιδίου (εναγομένου και των δικαιοπαρόχων αυτού εμφανών πράξεων νομής επί του επιδίκου, υπό τα όμματα των οργάνων του ενάγοντος, χωρίς ποτέ αυτό να προβάλλει οποιοδήποτε δικαίωμα κυριότητας, γ) την παράλειψη δηλώσεώς του υπό κρίση ακινήτου κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης της πόλης της ..., δ) τη δημιουργία σε αυτόν της εύλογης πεποίθησης ότι δεν θα ασκηθεί οποιοδήποτε δικαίωμα διεκδίκησης αυτού από το ενάγον και ε) την με την άσκηση της αγωγής ανατροπή της δημιουργηθείσας και επί μακρό διατηρηθείσας κατάστασης, επάγουσα επαχθείς συνέπειες για τον ίδιο, ο οποίος σε περίπτωση παραδοχής της αγωγής θα αναγκαστεί να αποδώσει το επίδικο που το κατέχει διαρκώς από το έτος 1684 μέχρι και σήμερα. Η ένσταση του όμως αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη διότι, όπως ήδη προαναφέρθηκε οι πράξεις που ο εναγόμενος και οι δικαιοπάροχοί του ασκούσαν επί του επιδίκου, δεν ήταν πράξεις νομής, διανοία κυρίου, αλλά πράξεις διαχείρισης του επ' αυτού ανεγερθέντος Ιερού Ναού, συνεπεία του κτητορικού δικαιώματος, το οποίο ο εναγόμενος είχε μέχρι το έτος 2007, οπότε και του αφαιρέθηκε, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει λόγος για μακροχρόνια αδράνεια του ενάγοντος να ασκήσει το ένδικο δικαίωμά του. Δεδομένης δε της πολυπλοκότητας και της δυσχέρειας του ερευνώμενου ζητήματος της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου, λόγω της ειδικής νομοθεσίας που διέπει αυτό, του περιεχομένου του κτητορικού δικαιώματος (διοίκηση και διαχείριση του ναού) το οποίο αποτελεί και περιεχόμενο του δικαιώματος κυριότητας, με αποτέλεσμα διάφορες υπηρεσίες του ενάγοντος να μην γνωρίζουν, χωρίς επισταμένη έρευνα, ποιο ακριβώς δικαίωμα είχε ο εναγόμενος, αλλά και των διαδοχικών μεταβολών στην κυριαρχία της νήσου, όπως εκτέθηκαν λεπτομερώς ανωτέρω, μέχρι την ένωση της ... με την Ελλάδα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για δημιουργία στον εναγόμενο εκ μέρους του ενάγοντος εύλογης πεποίθησης ότι δεν θα ασκηθεί οποιοδήποτε δικαίωμα διεκδίκησης του ακινήτου αυτού. Τέλος πρέπει να αναφερθεί ότι το εκκλησιαστικού περιεχομένου κτητορικό δικαίωμα που είχε ο εναγόμενος επί του επιδίκου ακινήτου ήταν αποκλειστικά δικαίωμα ηθικής φύσεως και όχι περιουσιακό, ώστε να μην συντρέχει εν προκειμένω παραβίαση του δικαιώματος επί της περιουσίας του εναγομένου, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Μετά ταύτα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι το επίδικο ακίνητο, ήτοι το ευρισκόμενο στην πόλη της ... γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ..., εντός του οποίου έχει ανεγερθεί ο Ιερός Ναός Αγίου Σπυρίδωνος, ανήκει κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο και ακολούθως δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνώρισε το ενάγον κύριο του ακινήτου, υποχρέωσε τον εναγόμενο να αποδώσει αυτό στο ενάγον και διέταξε τη διόρθωση των πρώτων εγγραφών στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου ..., προκειμένου να καταχωρηθεί ότι αυτό ανήκει κατά κυριότητας στο Ελληνικό Δημόσιο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις". Ακολούθως απέρριψε την έφεση του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος επικυρώνοντας την εκκληθείσα πρωτοβάθμια απόφαση που είχε εκφέρει όμοια κρίση, αφού απέρριψε τους σχετικούς λόγους έφεσης του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος. Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο μεταξύ άλλων δέχθηκε ότι ο επίδικος ναός που ανεγέρθη στη ... κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, σε ακίνητο του Ενετικού Δημοσίου, που παραχωρήθηκε από τον Ενετό διοικητή της νήσου κατά χρήση και κάρπωση και όχι κατά κυριότητα σε κατοίκους της, μεταξύ των οποίων και ο απώτατος δικαιοπάροχος του αναιρεσείοντος, μετά από σχετική αίτησή τους και με δαπάνες τους, αφιερώθηκε δε από την ίδρυσή του στη δημόσια λατρεία και όχι στην εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών των οικογενειών των ιδρυτών του και ως εκ τούτου είναι πράγμα εκτός συναλλαγής και επομένως ανεπίδεκτο χρησικτησίας, ιδιότητα την οποία διατήρησε έκτοτε και μέχρι το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, παρά το γεγονός ότι έπαυσε προ πολλών ετών να λειτουργεί και έχει υποστεί μερική καταστροφή, αφού δε συνέτρεξε περίπτωση άρσης της ιδιότητας αυτής, δεν είναι ιδιόκτητος, αλλά κτητορικός ναός ή υπό δημόσια πατρωνεία υπό την προεκτεθείσα έννοια. Ότι στους ιδρυτές του παραχωρήθηκε μόνο κτητορικό δικαίωμα δηλαδή δικαίωμα εκκλησιαστικού χαρακτήρα, ηθικής φύσης, με προνόμια και καθήκοντα συναρτώμενα με τη διοίκηση, τη λειτουργία και την οικονομική διαχείριση του ναού και της περιουσίας του, γι' αυτό και οι πράξεις των κτητόρων του οι σχετικές με τα καθήκοντά τους, φυσικής εξουσίασης του ναού δεν γινόταν με διανοία κυρίου, συνεπώς οι κτήτορες δεν απέκτησαν στον ναό και το οικόπεδο στο οποίο ανεγέρθη δικαίωμα κυριότητας και δεν ανήκε ο ναός στην κληρονομιαία περιουσία του κτήτορος πατέρα του αναιρεσείοντος και έτσι δεν απέκτησε την κυριότητα αυτού, ο τελευταίος ούτε παραγώγως με κληρονομική διαδοχή, του πατέρα του, ούτε πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία, ότι μετά ταύτα το επίδικο ακίνητο το οποίο ανήκε κατά κυριότητα στο Ενετικό Δημόσιο περιήλθε κατά διαδοχή στην κυριότητα αρχικά της Επτανήσου Πολιτείας και τέλος μετά την ένωση με την Ελλάδα, στο ενάγον και ήδη πρώτο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο κατέστη κύριος αυτού, ότι δεν κατέστη κύριος αυτού ο εναγόμενος-αναιρεσείων κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, λόγω της ιδιότητάς του ως κοινοχρήστου και πράγματος εκτός συναλλαγής, ούτε ασκήθηκε καταχρηστικά η αγωγή εκ μέρους του πρώτου αναιρεσίβλητου - ενάγοντος απορρίπτοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος- εναγομένου περί ιδίας κυριότητας που απέκτησε κατ' άρθρο 4του Ν. 3127/2003 και καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος κατ' άρθρο 281 Α.Κ. με τις ειδικότερες κατά τα άνω αιτιολογίες, ισχυρισμούς που επανέφερε με σχετικούς λόγους έφεσης. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και ιδίως τις διατάξεις των άρθρων 1 του 8/1979 Κανονισμού " Περί Ιερών Ναών και Ενοριών", 74 του Α.Ν.2200/1940 "Περί Ιερών Ναών και Εφημεριών", 966, 967, 968, 974, 1045, 1051 Α.Κ. 423-425 του Ιονίου Κώδικα, 11 του Ν. ΡΝ/1866, Ν. ΨΞΣΤ' της 27-12-1878, 4 του Ν. 3127/2003, ενόψει του ότι στην απόφασή του υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά απ' αυτό και υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις, όπως η έννοιά τους αναλύθηκε στις νομικές σκέψεις που προαναφέρθηκαν και του συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού. Επομένως όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με το πρώτο μέρος του τρίτου λόγου αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., της ευθείας παραβίασης των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων και ιδία του Ι.Α.Κ. και των άρθρων 974,976ώς 979, 1045, 1051 Α.Κ. με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή είναι αβάσιμοι. Ούτε παραβίασε το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του εκ πλαγίου τις ίδιες ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, στερώντας την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σε αυτήν πλήρεις σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, περί της ορθής ή μη εφαρμογής των πιο πάνω διατάξεων επί όλων των ασκούντων ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ζητημάτων και δη της κυριότητας του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου. Επομένως οι διαλαμβανόμενες στο δεύτερο μέρος του τρίτου αναιρετικού λόγου από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αντίθετες αιτιάσεις περί ανεπάρκειας των αιτιολογιών, αφού με αυτές δεν αιτιολογείται η έννοια της διακατοχής κατά τον Ιόνιο Αστικό Κώδικα, (την οποία θεωρεί ως απλή κατοχή και όχι ως νομή διανοία κυρίου), και η απόρριψη της επικουρικής βάσης του ισχυρισμού του περί χρησικτησίας, δεδομένου ότι υπήρχε διακατοχή που υπερέβαινε τα 30 έτη, εν συνεχεία κληρονομική διαδοχή, αποδοχή κληρονομιάς νομίμως μεταγραφείσα, δήλωση στο Ελληνικό Κτηματολόγιο, φορολόγηση κ.λ.π., είναι αβάσιμες. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11γ' του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338-340 και 346 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, κατά το σχηματισμό της κρίσης του για τους ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, οφείλει να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που παραδεκτά προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, διαφορετικά, υποπίπτει στην πλημμέλεια που ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 11γ' του άρθρ. 559 Κ.Πολ.Δ., χωρίς όμως να ελέγχεται η κρίση του ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξιολόγηση των αποδείξεων γενικά (Ολ.Α.Π. 23/2008). Ειδικότερα, ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους (Α.Π. 242/2023, ΑΠ 1208/2019, 779/2019) προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή λυσιτελών ισχυρισμών κατά την ανωτέρω έννοια, δηλαδή, νόμιμων ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ. ΑΠ 42/200), εφόσον βέβαια προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο). Για την ίδρυση του ως άνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του (ΑΠ 242/2023). Καμιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλ' αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 779/2019). Δεν απαιτείται, εξάλλου, να γίνεται παράθεση ως προς το ποία αποδεικτικά μέσα χρησιμοποιήθηκαν για άμεση ή έμμεση απόδειξη ή καθορισμός της βαρύτητας, που αποδόθηκε στο καθένα από αυτά ή της σχέσης και της επιρροής ενός εκάστου αποδεικτικού μέσου στα προς απόδειξη θέματα, ενώ από την αναφορά ορισμένων εξ αυτών, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας τους, δεν συνάγεται αναγκαίως ότι τα υπόλοιπα δεν εκτιμήθηκαν. Απαιτείται, όμως, να καθίσταται απολύτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της αποφάσεως ότι όλα τα νομίμως προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και συνεκτιμήθηκαν για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού πορίσματος (Ολ.Α.Π. 2/2008, Α.Π. 242/2023). Για την πληρότητα δε του ίδιου λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο και να εκτίθεται ότι έγινε επίκληση και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο εκείνο προς απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμου, κατά τα προεκτεθέντα, ισχυρισμού, ο οποίος πρέπει επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο με παράλληλη αναφορά ότι υπήρξε παραδεκτή επίκλησή του στο δικαστήριο της ουσίας (Α.Π.242/2023). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ' του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., υποστηρίζοντας ο αναιρεσείων ότι το Εφετείο, για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, δεν έλαβε υπόψη κρίσιμα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα προσκόμισε μετ' επικλήσεως στο εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο και δη 1) την υπ'αριθ. ... Γνωμ. Ν.Σ.Κ., 2) την υπ' αριθ. ... σύμβαση δανείου 3)την υπ' αριθμ. ... άδεια αποκατάστασης σεισμόπληκτου, 4) το από 29-5-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό εκτέλεσης εργασιών, 5) την από 19-5-2008 επιστολή του Υπουργείου Πολιτισμού, 6) την από 10-8-2006 βεβαίωση του μηχανικού Δ. Κ. και 7) την ... άδεια χρήσης κοινόχρηστου χώρου του Δήμου ... , από τα οποία αποδεικνύεται ο ισχυρισμός του ότι ο ίδιος είναι κύριος του επιδίκου ακινήτου. Όμως τόσο από τη ρητή διαβεβαίωση του Εφετείου ότι έλαβε υπόψη όλα τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, όσον και από όλο το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, στο οποίο μάλιστα κάποια από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αναλύονται και σχολιάζονται εκτενώς, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι, για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, το Εφετείο έλαβε υπόψη, συναξιολόγησε και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τα ανωτέρω αναφερόμενα ως αγνοηθέντα από τον αναιρεσείοντα, ενώ, τυγχάνει αναιρετικώς ανέλεγκτη η κρίση του Εφετείου ως προς τη βαρύτητα, που προσέδωσε σε ένα έκαστο εξ αυτών, καθώς ανάγεται στην περί των πραγμάτων κρίση του. Επομένως ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Ο αναιρετικός λόγος της διατάξεως του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Στον Κ.Πολ.Δ. ισχύει, κατά κανόνα, το σύστημα της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων (άρθρο 340) και εξαιρετικώς μόνο προσδίδεται σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αυξημένη αποδεικτική δύναμη, όπως η δικαστική ομολογία (άρθρο 352) και τα έγγραφα, που παράγουν πλήρη απόδειξη (άρθρα 438 επ., 441, 445). Για τα αποδεικτικά μέσα, που κατά το νόμο είναι ισοδύναμα, εναπόκειται στο δικαστήριο να κρίνει την αποδεικτική βαρύτητα του καθενός, αφού αυτά, κατ` άρθρο 340, εκτιμηθούν "ελεύθερα". Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται μόνο αν το δικαστήριο προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη, που δεσμευτικώς ορίζει γι' αυτό ο νόμος, και όχι αν απέδωσε μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε ένα από τα ισοδύναμα αυτά αποδεικτικά μέσα( A.Π. 175/2019, ΑΠ 328/2018). Για το παραδεκτό και ορισμένο του λόγου αυτού αναίρεσης, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 Κ.Πολ.Δ., ο αναιρεσείων να το είχε επικαλεστεί στο δικαστήριο της ουσίας, κατά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και να αναφέρεται στο αναιρετήριο το αποδεικτικό μέσο, ως προς το οποίο υπάρχει παράβαση κατά την αποδεικτική αυτού δύναμη, ο ουσιώδης ισχυρισμός σε απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησίμευε ή έπρεπε να χρησιμεύσει και η επίδρασή του στην έκβαση της δίκης, το σχετικό σφάλμα της προσβαλλομένης και ότι έγινε η επίκληση αυτή στο δικαστήριο της ουσίας (Α.Π.225/2009). Στην κρινόμενη υπόθεση, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, από την ανωτέρω διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 12 Κ.Πολ.Δ., αποδίδεται στο Εφετείο παραβίαση της διάταξης του άρθρου 352 του ίδιου Κώδικα, ως προς την αποδεικτική δύναμη των δικαστικών (όπως στο αναιρετήριο χαρακτηρίζονται) ομολογιών του αναιρεσιβλήτου, στις οποίες προέβη α) με τις έγγραφες ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου προτάσεις του, τις οποίες επανέφερε και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο σχετικά με το αναφερόμενο σε αυτές γεγονός ότι δεν ανευρέθησαν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η ιδιοκτησία του ένδικου ναού, παρά την εκτενή έρευνα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, όπου φυλάσσονται τα έγγραφα του Κτηματολογίου της ... και β) με το δικόγραφο της αγωγής όπου αναφέρεται ότι "Στο Κτηματολόγιο της ... που συντάχθηκε από τους Ενετούς δεν αναφέρεται ένδικος Ναός ως ανήκων στην κυριότητα οποιουδήποτε ιδιοκτήτη, παρά μόνο καταγράφεται η περιουσία του Ναού, όπου θα αποδείξουμε με έγγραφα που θα προσκομίσουμε κατά τη συζήτηση της παρούσας αγωγής μας. Είναι όμως εύλογο ότι στην περίπτωση που οποιοδήποτε άλλο νομικό ή φυσικό πρόσωπο πέραν του Ενετικού Δημοσίου είχε δικαίωμα κυριότητας στον ένδικο αυτό ναό θα καταγραφόταν ρητώς στο παραπάνω κτηματολόγιο" Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι στο αναιρετήριο δεν αναφέρονται τα ανωτέρω αναγκαία για το ορισμένο αυτού στοιχεία και επιπλέον δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο η μη ειδική αμφισβήτηση από το Ελληνικό Δημόσιο των ισχυρισμών του ίδιου του αναιρεσείοντος περί ιδίας κυριότητας (ώστε να συνάγεται ομολογία γι' αυτό) αλλά αντίθετα αναφέρεται ότι το Δημόσιο συνάγει τεκμήριο δικής του κυριότητας επί του επιδίκου από τις μη καταχωρήσεις στο ρηθέν κτηματολόγιο σχετικά με την ιδιοκτησία του επίδικου ναού. Ο από το άρθρο 559 αριθμός 20 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά, από εκείνα, που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 25/2011). Η παραμόρφωση του εγγράφου μπορεί να γίνει θετικά, με την εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου ή αρνητικά, με την παράλειψη ανάγνωσης κρισίμων για το αποδεικτέο γεγονός φράσεων αυτού δηλαδή φράσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα. Δεν αρκεί για την ίδρυση του λόγου η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 Κ.Πολ.Δ. εγγράφου, αλλά πρέπει επί πλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 2/2008, Α.Π. 120/2022, ΑΠ 782/2020, ΑΠ 304/2020). Στην προκειμένη περίπτωση με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της υπ' αριθμ. ... απόφασης του Εφετείου Πατρών, διαλαμβάνοντας στις παραδοχές της ότι "Ο δε ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 1046 Α.Κ. ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι υφίστατο δεδικασμένο ως προς το ζήτημα της νομής του ακινήτου κατά το έτος 1875 και μέχρι την 31-12-2003, ενώ ρητά αναφέρεται στην εκκαλουμένη ότι ο εναγόμενος μέχρι την 31-12-2003 δε βρισκόταν στη νομή του Ιερού Ναού, αλλά μόνο στην κατοχή του δυνάμει δικαιώματος", ερμηνεύοντας εσφαλμένα την έννοια της διακατοχής που σε αυτήν (απόφαση) αναφέρεται ως απλή κατοχή και όχι ως νομή και κατοχή διανοία κυρίου. Ο λόγος αυτός από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, απαράδεκτος, γιατί δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος" του επικαλουμένου εγγράφου, αλλά στην πραγματικότητα αναφέρεται σε λανθασμένη εκτίμηση του περιεχομένου του εγγράφου αυτού, από την οποία το δικαστήριο κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Δηλαδή η επικαλουμένη αιτίαση αφορά σε παράπονο αναγόμενο στην ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων και του περιεχομένου των εγγράφων, ανεξαρτήτως του ότι ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος, γιατί το αποδεικτικό πόρισμα της αποφάσεως ότι το ενάγον- πρώτο αναιρεσίβλητο είναι κύριος του επιδίκου ακινήτου δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο αυτό.
Συνακόλουθα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση για αναίρεση της ... τελεσίδικης αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, και να καταδικασθεί, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος του πρώτου αναιρεσίβλητου, ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα αυτού, τα οποία θα καταλογισθούν μειωμένα (άρθρα 176, 183, 191παρ.2 Κ.Πολ.Δ. 22 παρ.1, 3 του ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθμός 18 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., όπως τούτο ισχύει μετά την έκδοση της Κ.Υ.Α. 134423ΟΙΚ./08.12.1992 των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. Β` 11/20.01.1993) που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5παρ.12 του ν. 1738/1987). κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20-6-2023 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. ... αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολο της την μεταξύ του αναιρεσείοντος και των δευτέρας και τρίτου των αναιρεσιβλήτων δικαστική δαπάνη.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του πρώτου αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή