ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 163/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 163/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 163/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 163 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 163/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιφιγένεια Ματσούκα, Φωτεινή Μηλιώνη, Ευαγγελία Στεργίου, Ευγενία Μπιτσακάκη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και του γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. Η. του Π., συζύγου Π. Π., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Νικολόπουλο, και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Σ. Η. του Δ., κατοίκου Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Τασόπουλο, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-10-2015 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... μη οριστική, ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 17-2-2023 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 17-2-2023 αίτηση αναίρεσης με την οποία προσβάλλεται η υπ' αριθμ. ... τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495, 552, 553, 556, 558,560,564 παρ.1, 566παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ' ιδίαν λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).
Η διαδικαστική πορεία της υπόθεσης, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος, κατ' επιτρεπτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, έχει ως εξής: Με την από 12-10-2015 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα, ζήτησε επικαλούμενη έννομο συμφέρον την αναγνώριση της ακυρότητας της από 20-4-2010 ιδιόγραφης διαθήκης του αποβιώσαντος στην Αθήνα την 6-4-2014 πατέρα της Π. Η., κατοίκου εν ζωή ... Αττικής, που δημοσιεύτηκε νόμιμα, δυνάμει της οποίας εγκατέστησε ως κληρονόμους του στα περιγραφόμενα κληρονομιαία περιουσιακά στοιχεία του, την εναγομένη αδελφή του κατά τα 9/10 περίπου της συνολικής αξίας τους και κατά το υπόλοιπο 1/10 περίπου την ίδια, επειδή κατά τον φερόμενο χρόνο σύνταξής της (διαθήκης) ο κληρονομούμενος δεν διέθετε τη δυνατότητα χρήσεως του λογικού και συνείδηση των πραττομένων, ώστε να ισχύσει η προγενέστερη από 19-12-1973 δημόσια διαθήκη του τελευταίου, που επίσης δημοσιεύτηκε νόμιμα και με την οποία κατέλειπε την ίδια μοναδική κληρονόμο του στο σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε αρχικά την υπ' αριθ. ... απόφασή του με την οποία διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη και ακολούθως την υπ' αριθμ. ... οριστική απόφαση του, που απέρριψε την αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Κατά της πρωτόδικης αυτής απόφασης η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών την από 14-4-2021 έφεση της, η οποία έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσίαν, με την εκδοθείσα, επίσης αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ίδια διαδικασία, προαναφερθείσα (υπ' αριθμ. ...) προσβαλλομένη απόφαση του.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1718 Α.Κ., διαθήκη για την οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 3 του ίδιου κώδικα, όπως ήδη ισχύει μετά την τροποποίησή της με τη διάταξη του άρθρου 30 του ν. 2447/1996, ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι .... όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Στην αμέσως πιο πάνω διάταξη προβλέπονται δύο περιπτώσεις ανικανότητας προς σύνταξη διαθήκης, δηλαδή α) η έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως λ.χ. μέθη, ύπνωση κλπ) δεν έχει τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεων της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη λειτουργίας του νου και β) η ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη. Σε αντίθεση δηλαδή, με την αρχική διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 4 Α.Κ., όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με τη διάταξη του άρθρου 30 του Ν. 2447/1996, που προπαρατέθηκε, η οποία, ως ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης, απαιτούσε επίσης, τη στέρηση της χρήσης του λογικού από πνευματική ασθένεια δηλαδή, διανοητική ή ψυχική διαταραχή οφειλόμενη σε ασθένεια, επιφέρουσα, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αδυναμία λογικής στάθμισης και ελεύθερου προσδιορισμού της βούλησης του διαθέτη, ο οποίος μπορούσε μεν να έχει επαρκή αντίληψη για το τι έπραττε συντάσσοντας τη διαθήκη του, αλλά εξαιτίας ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής δεν ήταν η βούλησή του ελεύθερη, στο βαθμό που είναι του ομαλά ψυχικά ανθρώπου, δηλαδή δεν μπορούσε αυτός να προσδιορίσει με λογικούς υπολογισμούς, ελεύθερα, τη βούλησή του και να αντισταθεί, έτσι, σε υποβολή προερχόμενη από άλλους, η ήδη ισχύουσα διάταξη απαιτεί απλά ψυχική ή διανοητική διαταραχή περιορίζουσα αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη, εξαιτίας προφανώς του ότι η στέρηση της χρήσης του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας αποτελεί νομικό όρο που δεν χρησιμοποιείται στην ιατρική, δηλαδή όρο, ο οποίος με δυσχέρεια μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αφού ως πνευματική ασθένεια δεν νοείται μόνο η πάθηση της νόησης του πνεύματος, αλλά γενικά κάθε ψυχική διαταραχή. Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη, νοείται, ειδικότερα, κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν, δηλαδή εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Οι ασθένειες που μπορούν να οδηγήσουν στην πιο πάνω διαταραχή είναι οι ίδιες, οι οποίες σύμφωνα με τη ρύθμιση της προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου 1719 αρ. 4 Α.Κ., προκαλούσαν έλλειψη της χρήσης του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας, δηλαδή, οι γνήσιες ψυχώσεις, όπως λ.χ. η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και οργανικοψυχικές παθήσεις, όπως λ.χ. η γεροντική άνοια όταν από αυτή προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του και, σε βαθμό που αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης, η ολιγοφρένεια κ.ά. Η διακρίβωση πότε σε συγκεκριμένη περίπτωση αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, είναι έργο ιδιαίτερα λεπτό και δυσχερές, ενόψει και του ότι μια εξελικτική οργανική ασθένεια του εγκεφάλου καθιστά, κατά την εξέλιξή της, ανίκανο τον πάσχοντα για σύνταξη διαθήκης. Παρέπεται ότι δεν αποκλείεται, κατά νόμο, η συνύπαρξη στο πρόσωπο του διαθέτη και των δύο περιπτώσεων ανικανότητας, που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 1719 αριθμ. 3 Α.Κ. τόσο της έλλειψης συνείδησης των πράξεών του, όσο και της ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής του, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Τέλος, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 3 Α.Κ., προς σύνταξη έγκυρης διαθήκης ο διαθέτης πρέπει να έχει ικανότητα προς τούτο, υπάρχουσα κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης και καθόλη τη διάρκειά της. Αν όμως πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη ή για βαρειά ψυχική ή διανοητική διαταραχή του διαθέτη, τότε δεν είναι αναγκαίο η απόδειξή της κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αφού αυτή, τεκμαίρεται, λόγω της διάρκειάς της (Α.Π.2169/2014).
Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στην διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ. ΑΠ 4/2018, Ολ. ΑΠ 6/2017). Εξάλλου, ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για παραβίαση τέτοιου κανόνα, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 α Κ.Πολ.Δ., γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (Α.Π. 770/2022, ΑΠ 536/2019, ΑΠ 1370/2018). Κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, έτσι, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε, στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόστηκε (Ολ. ΑΠ 12/2016, Ολ. ΑΠ 1/1999). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 770/2022).
Συνεπώς, η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης για ελλιπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση, που διατύπωσε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό της απόφασής του, δηλαδή από τις παραδοχές της απόφασης για τα ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες παραδοχές το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση του για παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (Α.Π.770/2022). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. επισκόπηση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου της προσβαλλομένης υπ' αριθμ. ... απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, προκύπτει ότι τούτο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα: "Στις 6-4-2014 απεβίωσε στην Αθήνα, ο Π. Η., γεννηθείς στις 24-4-1943, κάτοικος εν ζωή ... Αττικής (βλ. το προσκομιζόμενο από 8-4-2014 απόσπασμα Ληξιαρχικής Πράξης Θανάτου του Ληξιαρχείου Δήμου Αθηναίων). Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα Μ. Η. είναι η θυγατέρα του αποβιώσαντος, την οποία ο τελευταίος είχε αποκτήσει από τον πρώτο γάμο του, που είχε τελέσει σε ηλικία 23 ετών, το έτος 1966, με τη Μ. χα Χ. Σ., η οποία εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας απόδειξης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (......). Ο γάμος αυτός είχε λυθεί κατά το έτος 1971 και ο αποβιώσας πολύ αργότερα, όταν διένυε το 56° έτος της ηλικίας του, τέλεσε και δεύτερο γάμο, από τον οποίο δεν απέκτησε τέκνα, η δε σύζυγός του από τον δεύτερο γάμο του απεβίωσε το έτος 2008. Όσον αφορά στην εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη Σ. - Α. Η., είναι η αδερφή του αποβιώσαντος. Περαιτέρω, ο αποβιώσας είχε συντάξει την ... δημόσια διαθήκη του ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Κ., η οποία δημοσιεύθηκε με το ... Πρακτικό Δημόσιας Δημοσίευσης Διαθήκης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και καταχωρήθηκε στον τόμο ... στο Βιβλίο Διαθηκών του ιδίου Ειρηνοδικείου. Με τη διαθήκη αυτή ο αποβιώσας εγκατέστησε μοναδική κληρονόμο του την ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα. Συγκεκριμένα, με τη διαθήκη αυτή όρισε τα εξής : "Εγκαθιστώ κληρονόμον μου απάσης της κινητής και ακινήτου περιουσίας μου την θυγατέρα μου Μ. Π. Η.. Διορίζω επίτροπον της ανηλίκου θυγατρός μου μέχρις ενηλικιώσεως της έναν εκ των: Α. Ι. Ν. δικηγόρου, Ι. Α. Ν. δικηγόρου κατά πρώτον λόγον και Π. Α. Ν. ασκουμένου δικηγόρου κατοίκους Αθηνών οδός ...". Με βάση αυτή τη διαθήκη, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα προέβη στη σύνταξη των ... και ... πράξεων αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Α., νομίμως μεταγεγραμμένων, επί του συνόλου της κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα της. Όμως, με τα ... Πρακτικά Συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου ... δημοσιεύθηκε και η ένδικη μεταγενέστερη από 20-4-2014 ιδιόγραφη διαθήκη, στην οποία φέρεται ως διαθέτης ο ίδιος ως άνω αποβιώσας. Με τα ίδια Πρακτικά η πιο πάνω διαθήκη κηρύχθηκε κυρία, παρουσία της μάρτυρος Α. Φ.. Εξάλλου, με την ιδιόγραφη αυτή διαθήκη ο ανωτέρω κληρονομούμενος εγκατέστησε ως κληρονόμους του στα περιουσιακά στοιχεία του όχι μόνο την ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα θυγατέρα του, αλλά και την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη αδερφή του, με αποτέλεσμα οι διατάξεις της να είναι ασυμβίβαστες, νομικά και ουσιαστικά, με τις διατάξεις της ανωτέρω προγενέστερης ... δημόσιας διαθήκης και, συνεπώς, να καθίσταται πρακτικά αδύνατη η εκτέλεση και των δύο εν λόγω διαθηκών. Συγκεκριμένα, το περιεχόμενο της επίδικης ιδιόγραφης διαθήκης έχει ως εξής : "Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ. Στο Παλαιό Ψυχικό σήμερα στις 20 Απριλίου του 2010 έτους και στην οικία μου, που βρίσκεται στην οδό ..., ο υπογραφόμενος Π. Η. του Δημοσθένους και της Μαρίας, έχοντας πλήρη συνείδηση των πραττομένων και επιθυμώντας να τακτοποιήσω τα της περιουσίας μου μετά το θάνατο μου, συντάσσω την παρούσα διαθήκη μου και ορίζω τα εξής : Εγκαθιστώ κληρονόμους τις 1) Μ. Η. του Παναγιώτου, συζύγου Π. Π. στην οποία αφήνω α) το διαμέρισμά μου στην Αθήνα και στην ..., β) το δικαίωμά μου του 1/2 της ψιλής κυριότητας ενός διαμερίσματος στην Καλλιθέα Αττικής και στην οδό ..., το ποσοστό μου εξ αδιαιρέτου, 2) Α. - Σ. Η. του Δημοσθένους και της Μαρίας, στην οποία αφήνω όλα τα υπόλοιπα ακίνητα μου και όλην την κινητή περιουσία μου, η οποία θα βρεθεί κατά την ημέρα εκείνη, α) τα τρία διαμερίσματα μου και τον υπόγειο χώρο μιας πολυκατοικίας στο Αμαρούσιο Αττικής και στην οδό .... β) τ ποσοστό μου των 6,25/100 εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου στη .... γ) το ποσοστό μου 50/100 εξ αδιαιρέτου ακινήτου στην πλατεία Πλατάνου του Δήμου Σκυρίτιδος νομού Αρκαδίας. το ποσοστό μου του 50/100 εξ αδιαιρέτου ενός αγρού στη θέση ... του Δήμου ... του νομού Αρκαδίας και ε) το ποσοστό μου του 25/100 εξ αδιαιρέτου ενός αγρού στη θέση ….του Δήμου Αιγίνης του νομού Πειραιώς εμβαδού μ.τ. 16.557. 2) Μ. Η. του Παναγιώτου σύζυγο Π. Π. στην οποίαν αφήνω όλα τα υπόλοιπα ακίνητα μου, είτε κατά πλήρη κυριότητα είτε κατά ψιλή κυριότητα είτε κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου, είτε αστικά είτε αγροτικά, τα οποία θα βρεθούν κατά τήν ημέραν εκείνη. Εάν η θυγατέρα μου θελήσει να προσβάλει την παρούσα μου, τότε την περιορίζω ρητά στην νόμιμη μοίρα, η οποία καλύπτεται πλήρως από τα παραπάνω ακίνητα τα οποία τής αφήνω. Ζητώ από όλους τους συγγενείς μου να σεβαστούν απόλυτα την τελευταία αυτή βούλησή μου και επίσης ζητώ να είναι πάντα αγαπημένοι μεταξύ τους. Σε βεβαίωση συνέταξα την παρούσα διαθήκη, την οποία έγραψα ιδιόχειρα από αρχής μέχρι τέλους, έβαλα την ημερομηνία σύνταξης της και υπέγραψα αυτήν επίσης ιδιοχείρως. Παλαιό Ψυχικό 20 Απριλίου 2010. Ο Διαθέτης Π. Δ. Η.". Στο τέλος του προαναφερομένου κειμένου και, συγκεκριμένα, κάτωθι του ονόματος "Π. Δ. Η." υπάρχει η υπογραφή του διαθέτη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από τις 2-11-2004 μέχρι τις 10-11-2004 ο προαναφερόμενος κληρονομούμενος είχε νοσηλευθεί στο Νοσοκομείο Π.Γ.Ν. "ΚΟΡΓΙΑΛΕΝΕΙΟ - ΜΠΕΝΑΚΕΙΟ" λόγω υπερτροφίας του προστάτη και οξείας προστατίτιδας, ενώ μετά την έξοδό του από αυτό το Νοσοκομείο ελάμβανε το αντιβιοτικό φάρμακο "Ciproxin" των 500 mg (βλ. το προσκομιζόμενο από 10/11/2004 εξιτήριο του ανωτέρω Νοσοκομείου σε συνδυασμό με το από 17/1/2004 ιατρικό έγγραφο συνταγογράφησης). Επίσης, το Δεκέμβριο του έτους 2008 ο κληρονομούμενος εισήχθη στην ουρολογική κλινική του ιδίου ως άνω Νοσοκομείου λόγω αιματουρίας, οπότε και διαπιστώθηκε ότι πάσχει από καρκίνο του προστάτη και γι' αυτό χρειάστηκε να χειρουργηθεί (βλ. την από 22/12/2008 Βεβαίωση Εισαγωγής του ανωτέρω Νοσοκομείου). Περαιτέρω, στις 3-9-2009, κατόπιν υπερηχογραφήματος ουροποιητικού συστήματος του Αναπληρωτή Καθηγητή Ακτινολογίας Α. Κ., διαπιστώθηκε ότι ο κληρονομούμενος εμφάνισε αξιοσημείωτη πάχυνση τοιχώματος βάσεως προστάτη με σχετικά ανώμαλη παρυφή, που συνηγορούσε υπέρ υποτροπής υπολείμματος θηλώδους εξεργασίας, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική κατακράτηση ούρων και τη διουρηθρική εκτομή προστάτη σε έδαφος σημαντικής υπερπλασίας (βλ. την από 30-9-2009 γνωμάτευση του Κέντρου Απεικονιστικής Διάγνωσης). Στις 14-1-2014, ύστερα από βιοψία και ιστολογική εξέταση της Διευθύντριας του αιμοπαθολογοανατομικού εργαστηρίου του Γ.Ν.Α. "Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ" Α. Τ., διαπιστώθηκε ότι ο κληρονομούμενος έπασχε από διήθηση μυελού και από πολλαπλό μυέλωμα σε ποσοστό 60% (βλ. την από 14-1-2014 Ιστολογική Έκθεση του Νοσοκομείου "Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ"), Επίσης ο ίδιος την 1η-1-2014 είχε μεταφερθεί από τη νευροχειρουργική κλινική του Γ.Ν.Α. "Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ", στην οποία είχε εισαχθεί λόγω συμπιεστικού κατάγματος 01, στην Α' Παθολογική Κλινική του Νοσοκομείου "417 Νοσηλευτικό Ίδρυμα Μ.Τ.Σ.", όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι και τις 13-2-2014. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας αυτής υποβλήθηκε σε σπινθηρογράφημα οστών, το οποίο σε μυελόγραμμα και οστεομυελική βιοψία κατέδειξε διήθηση μυελού σε ποσοστό 60% λόγω πολλαπλού μυελώματος, ενώ σε βιοψία προστάτη κατέδειξε θετικό αποτέλεσμα για κακοήθεια (βλ. το από 13/2/2014 έγγραφο του Νοσοκομείου "417 Νοσηλευτικό Ίδρυμα Μ.Τ.Σ."). Ο κληρονομούμενος, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα προαναφερόμενα σοβαρότατα προβλήματα της υγείας του, ελάμβανε από το έτος 2004 ισχυρή φαρμακευτική αγωγή, ήτοι φάρμακα όπως Ciproxin (βλ. παραπάνω), Melphalan, Prednisone, Thalidomide, Casodex, Arvekar, tramal, lonalgal και ενέσεις Romidon. Εξάλλου, από το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρ. 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ), δεν αποδείχθηκε ότι ο κληρονομούμενος, έχοντας υποστεί πολλαπλό μυέλωμα και καρκίνο του προστάτη, εμφάνισε τουλάχιστον από το έτος 2008 συναισθηματική αστάθεια και εν γένει ψυχικές διαταραχές, συνοδευόμενες από κατάθλιψη, βαρύνουσα ψυχοπαθολογία και έκπτωση των νοητικών, επιτελικών και γνωστικών λειτουργιών, όπως της μνήμης, της προσοχής, της συγκέντρωσης, της κρίσης, της αντίληψης, της λογικής, του συναισθήματος και της βούλησης. Η δε ισχυρή φαρμακευτική αγωγή, αποτελούμενη από τα προαναφερόμενα φάρμακα, που ελάμβανε για την αντιμετώπιση της σοβαρότατης κατάστασης της υγείας του, δεν μπορεί να οδηγήσει σε έκπτωση των νοητικών, ψυχικών και πνευματικών λειτουργιών. Αυτό επειδή τα εν λόγω φάρμακα, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι αποτελούν βαρύτατα αναλγητικά, εντούτοις δεν είναι "οπιούχα", δεν δημιουργούν εξάρτηση και, συνεπώς, δεν μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές επιπτώσεις στην ψυχική κατάσταση των ασθενών που τα χρησιμοποιούν (π.χ. ψυχικές ή διανοητικές διαταραχές) ακόμη και για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως εν προκειμένω ο κληρονομούμενος. Άλλωστε, τα προαναφερόμενα φάρμακα, που ελάμβανε ο τελευταίος, ο Ν 1729/1987 "περί ναρκωτικών φαρμάκων" δεν τα περιλαμβάνει στις ναρκωτικές ουσίες, ενώ κάποια εξ αυτών, όπως το Lonalgal και το Romidon, τα περιλαμβάνει στους υπ' αριθμ. Δ και Γ πίνακές του, στους οποίους αναφέρονται τα ισχυρά αναλγητικά φάρμακα που μπορούν να χορηγηθούν με ιατρική συνταγή θεωρημένη από τη Νομαρχία. Ειδικότερα, ο κληρονομούμενος, όντας ήδη από το έτος 2008 διαγνωσμένος και χειρουργημένος από καρκίνο του προστάτη, ήτοι από μια κακοήθη νόσο που εξελισσόταν επί τα χείρω, υποβλήθηκε σε αντικαρκινικές και αναγλητικές φαρμακοθεραπείες, οι οποίες, όσο κι αν τον περιήγαγαν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, εντούτοις δεν επηρέασαν σε τέτοιο βαθμό τη διανοητική και ψυχική του σφαίρα, δηλαδή το κέντρο αποφάσεων της ζωής του, ώστε να του στερήσουν τη χρήση του λογικού και να του περιορίσουν αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Τα παραπάνω αποδεικνύονται από την από 3 - 3 2020 Ιατρική Έκθεση του Τεχνικού Συμβούλου Μ. Ν., Ψυχιάτρου - Ψυχοθεραπευτή, συνταχθείσα με επιμέλεια της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης, στην οποία αναφέρεται ότι ο κληρονομούμενος κατά τον χρόνο σύνταξης της επίδικης διαθήκης δεν εμφάνισε στοιχεία που στοιχειοθετούν διάγνωση κάποιας βαριάς διαταραχής προσωπικότητας (παραβατική συμπεριφορά, κοινωνική απομόνωση, ακανόνιστο πρόγραμμα ζωής κλπ), αλλά, απεναντίας, διατηρούσε υψηλή και σταθερή λειτουργικότητα στην καθημερινή του ζωή. Η ίδια Ιατρική Έκθεση επισημαίνει και το γεγονός ότι ο κληρονομούμενος όχι μόνο κατά τον χρόνο σύνταξης της επίδικης διαθήκης αλλά και σε όλη τη διάρκεια της ζωής του δεν εμφάνισε κάποιο ψυχιατρικό ιστορικό, π.χ. με επίσκεψη σε κάποιον ιδιώτη ή νοσοκομειακό ψυχίατρο ή με τη λήψη κάποιας ψυχιατρικής φαρμακευτικής αγωγής, ακόμη και συνταγογραφημένης. Εξάλλου, η 244/26-11-2019 Ιατρική Έκθεση Ψυχιατρικής Πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Γ. Δ., Νευρολόγου - Ψυχιάτρου, διορισθέντος με την ανωτέρω ... απόφαση, και η από 10-9-2015 Ιατρική Γνωμοδότηση του Μ. Μ., Νευρολόγου - Ψυχίατρου, συνταχθείσα με επιμέλεια της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, αναφέρουν ότι κατά το χρόνο σύνταξης της επίδικης διαθήκης ο κληρονομούμενος, λόγω της σοβαρής ασθένειάς του και της ισχυρής φαρμακευτικής αγωγής που ελάμβανε για την αντιμετώπισή της, αποτελούμενη από βαρύτατα αναλγητικά φάρμακα, είχε υποστεί σημαντική διαταραχή στην ανατομική βάση της ψυχικής σφαίρας και του συνόλου των πνευματικών λειτουργιών του, η οποία δεν του επέτρεπε τον ελεύθερο προσδιορισμό της βούλησής του με λογικούς υπολογισμούς και, συνεπώς, του αποστερούσε τη γνώση των συνεπειών των πράξεών του. Τα παραπάνω αναιρούνται καταρχάς από το γεγονός ότι, όπως προεκτέθηκε, τα προαναφερόμενα φάρμακα, που ελάμβανε ο κληρονομούμενος, όσο κι αν θεωρούνται βαρύτατα αναλγητικά, εντούτοις δεν αποτελούν "ναρκωτικά φάρμακα", τα οποία προκαλούν έντονη σύγχυση και διαταραχή στις ψυχικές και πνευματικές λειτουργίες του ασθενούς. Επίσης, αναιρούνται από το γεγονός ότι οι ασθένειες, από τις οποίες έπασχε ο κληρονομούμενος κατά τον χρόνο σύνταξης της επίδικης διαθήκης, ήταν το πολλαπλό μυέλωμα και ο καρκίνος του προστάτη, οι οποίες, όσο κι αν δημιουργούν άσχημη ψυχολογική κατάσταση, εντούτοις δεν μπορούν να θεωρηθούν γνήσιες πνευματικές ασθένειες που προκαλούν ψυχική ή διανοητική διαταραχή και επιφέρουν έλλειψη της χρήσης του λογικού, όπως λ.χ. η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, η γεροντική άνοια κλπ (.........). Τέλος, τα παραπάνω αναιρούνται και από το ίδιο το κείμενο της ένδικης διαθήκης, το οποίο περιέχει συγκροτημένο και δομημένο τρόπο γραφής καθώς, επίσης, και λεπτομερειακές ή σύνθετες πληροφορίες, όπως ακριβείς τοποθεσίες των αναφερομένων σε αυτήν ακινήτων και ακριβής προσδιορισμός των ποσοστών κυριότητας επί των ακινήτων που καταλείπονται σε καθέναν από τους κληρονόμους. Δηλαδή, το κείμενο της διαθήκης εμφανίζει χαρακτηριστικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο διαθέτης, κατά τον χρόνο συντάξεως του, διατηρούσε ανέπαφες τις ψυχικές και διαγνωστικές λειτουργίες του και είχε τη δυνατότητα να προσδιορίσει τη βούλησή του ελεύθερα και με λογικούς υπολογισμούς. Εξάλλου, όλοι οι μάρτυρες της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, ήτοι τόσο η Μ. Σ., πρώην σύζυγος του κληρονομουμένου,..... όσο και οι Ν. Κ., Α. - Σ. Σ. και Φωτεινή - Μ. Ζ., ..........βεβαιώνουν ότι ο κληρονομούμενος, προκειμένου να ανακουφίζεται από τους αφόρητους πόνους που του προκαλούσε ο καρκίνος του προστάτη, ελάμβανε ισχυρή φαρμακευτική αγωγή με αναλγητικά φάρμακα, τα οποία προκαλούν παρενέργειες και επηρεάζουν την ψυχική και διανοητική λειτουργία. Όμως, κανένας από αυτούς τους μάρτυρες δεν κατέθεσε με περιγραφή συγκεκριμένου πραγματικού περιστατικού, ότι ύστερα από προσωπική επαφή του με τον κληρονομούμενο διαπίστωσε ότι ο τελευταίος π.χ. δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον, είχε μειωμένες τις διανοητικές και ψυχικές λειτουργίες του κλπ. Απεναντίας, οι μάρτυρες της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, ήτοι τόσο ο Π. Λ., υιός της, ....., όσο και ο Ε. Λ......., κατέθεσαν ότι ο κληρονομούμενος το έτος 2013 έπαιρνε πολύ δυνατά φάρμακα, δεδομένου ότι λόγω του καρκίνου του προστάτη υπέφερε από πολύ δυνατούς πόνους, όμως κατά τις συναντήσεις τους (π.χ. στα οικογενειακά γεύματα) ήταν εύστοχος και συγκροτημένος κατά τις συζητήσεις τους, χωρίς ποτέ να δώσει "την εντύπωση ότι δεν ήξερε τι του γίνεται". Περαιτέρω, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, προς επίρρωση των ισχυρισμών της, προσκομίζει και επικαλείται αντίγραφα των χειρόγραφων ημερολογιακών σημειώσεων του κληρονομουμένου, τα οποία αφορούν την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη, αδελφή του τελευταίου. Αυτές οι χειρόγραφες σημειώσεις, οι οποίες γράφτηκαν από το έτος 1997 μέχρι το έτος 2010 και ελήφθησαν υπόψη από τους πραγματογνώμονες, που συνέταξαν τις προαναφερόμενες εκθέσεις, αναφέρονται στην εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη με φράσεις άλλοτε ακατάληπτες και χωρίς ειρμό και άλλοτε υβριστικές. Για παράδειγμα, κατά το κρίσιμο έτος 2010 ο κληρονομούμενος, αναφερόμενος στην εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη, είχε γράψει στις 27/3/2010 τη φράση : "Ήθελε η Delo να δώσει χαριστική βολή να πάρει Καλογρέζα", στις 23/7/2010 τη φράση : "Deloφοβία", στις 4/8/2010 τη φράση : "Deloγκρέμισμα" κλπ. Όμως, όπως αποδείχθηκε, αυτές οι έγγραφες ημερολογιακές σημειώσεις είναι ενδεικτικές της δομής της προσωπικότητας και της χαρακτηρολογικής ιδιοσυγκρασίας του κληρονομούμενου δηλαδή του τρόπου με τον οποίο ο τελευταίος επί καθημερινής βάσεως εκφραζόταν για διάφορα ζητήματα και σχολίαζε τις σχέσεις του με την αδερφή του (βλ. την προαναφερόμενη από 3 - 3 - 3020 Ιατρική Έκθεση).
Συνεπώς, από αυτές τις ημερολογιακές σημειώσεις δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο κληρονομούμενος κατά το έτος 2010, αλλά και για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν από αυτό, ένιωθε μονίμως ότι απειλούταν από την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη αδελφή του και γι' αυτό εμφάνιζε απέναντι της ψυχολογία φοβισμένου ατόμου. Πολύ, δε, περισσότερο οι εν λόγω ημερολογιακές σημειώσεις δεν μπορούν να οδηγήσουν στη δικανική πεποίθηση ότι ο κληρονομούμενος, κατά το χρόνο σύνταξης της επίδικης διαθήκης διακατεχόταν από φοβικά αισθήματα απέναντι στην εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη αδερφή του, και μάλιστα τόσο έντονα, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν διαταραχή ψυχικών και πνευματικών λειτουργιών, σύγκρουση συνειδήσεως και σημαντικό περιορισμό στη λειτουργία της αντίληψης και της κρίσης του, ώστε να μην έχει την απαιτούμενη νοητική διαύγεια για ελεύθερο προσδιορισμό της βούλησής του με λογικούς υπολογισμούς. Εξάλλου, όλοι οι προαναφερόμενοι μάρτυρες της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατέθεσαν ότι ο κληρονομούμενος και η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη αδελφή του είχαν πολύ κακές σχέσεις μεταξύ τους, με συνεχείς καυγάδες και φιλονικίες, ενώ και ο προαναφερόμενος μάρτυρας της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης,......, κατέθεσε ότι η σχέση του κληρονομουμένου με την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη αδελφή του είχε τις διακυμάνσεις της, καθόσον είχαν μεταξύ τους συνεχείς αντιδικίες, αλλά τα τελευταία χρόνια πριν το θάνατο του κληρονομουμένου "είχαν έρθει ακόμη πιο κοντά". Όμως, κανένας από τους προαναφερόμενους μάρτυρες δεν κατέθεσε ότι ο κληρονομούμενος, λόγω των κακών σχέσεών του με την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη, αισθανόταν φοβικά απέναντι στην τελευταία και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επηρεαστεί από έντονους ψυχοπιεστικούς παράγοντες η λειτουργία της βούλησής του κατά τη σύνταξη της ένδικης διαθήκης. Με βάση τα παραπάνω που αποδείχθηκαν, το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο άγεται στη δικανική πεποίθηση ότι η σύνταξη της ένδικης διαθήκης υπήρξε προϊόν ελεύθερης και αβίαστης βούλησης του κληρονομούμενου, καθώς και ότι κατά την ημερομηνία σύνταξης της διαθήκης, ο κληρονομούμενος βρισκόταν σε ψυχική και πνευματική κατάσταση, η οποία του επέτρεπε να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο αυτής (διαθήκης). Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η εκκαλουμένη απόφαση η οποία δέχθηκε ότι ο κληρονομούμενος κατά τον χρόνο σύνταξης της ένδικης διαθήκης ούτε τελούσε σε ουσιώδη σύγχυση λόγω διαταραχής της συνείδησής του, ούτε έπασχε από ψυχική ή διανοητική πάθηση που περιόριζε σημαντικά τη λειτουργία της βούλησής του, ώστε να αδυνατεί να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συνέτασσε και ακολούθως απέρριψε την ένδικη από 12-10-2015 αγωγή ως κατ' ουσία αβάσιμη προέβη σε ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε προσήκουσα εκτίμηση των αποδείξεων.". Κατόπιν των ανωτέρω επικύρωσε την εκκαλουμένη απόφαση που είχε εκφέρει όμοια κρίση, αφού απέρριψε τους σχετικούς λόγους έφεσης της εκκαλούσας ήδη αναρεσείουσας. Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο μεταξύ άλλων δέχθηκε ότι ο αποβιώσας την 6-4-2014 πατέρας της ενάγουσας κατά την κατάρτιση της επίμαχης από 20-4-2010 ιδιόγραφης διαθήκης, που έπασχε από πολλαπλό μυέλωμα και καρκίνο του προστάτη, δεν παρουσίαζε συναισθηματική αστάθεια και εν γένει ψυχικές διαταραχές συνοδευόμενες από κατάθλιψη, βαρύνουσα ψυχοπαθολογία και έκπτωση των νοητικών, επιτελικών και γνωστικών του λειτουργιών, όπως της μνήμης, της προσοχής, της συγκέντρωσης, της κρίσης, της αντίληψης της λογικής, του συναισθήματος και της βούλησης και ότι κατά τον άνω χρόνο είχε συνείδηση των πράξεών του και δεν βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, ώστε να περιορίζεται αποφασιστικά η λειτουργία της βούλησής του και να καθίσταται ανίκανος για τη σύνταξη της διαθήκης. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1719 παρ. 3 του Α.Κ., την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, ενόψει του ότι υπό τα ως άνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά και του κατά νομική ακολουθία συμπεράσματος του νομικού του συλλογισμού για το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα της μη ύπαρξης στο πρόσωπο του διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξης της επίμαχης διαθήκης της επικαλούμενης κατάστασης έλλειψης συνείδησης των πράξεών του και στέρησης της χρήσης του λογικού του, και της εντεύθεν ικανότητας του διαθέτη να προβεί στη σύνταξη της διαθήκης, με αποτέλεσμα την εγκυρότητα αυτής, δεν πληρούτο το πραγματικό του οικείου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, οι δε περί του αντιθέτου διαλαμβανόμενες στον πρώτο αναιρετικό λόγο αιτιάσεις από τον αριθμό 1α του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμες. Με τον ίδιο ως άνω αναιρετικό λόγο η αναιρεσείουσα επικαλούμενη την ίδια από το άρθρο 559 αριθμ. 1α Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, μέμφεται το Εφετείο ότι εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 επ.Α.Κ. Ο λόγος αυτός ως προς την άνω αιτίαση είναι αβάσιμος, ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, καθώς από τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο προκειμένου να καταλήξει στο ως άνω αποδεικτικό πόρισμα, δεν προσέφυγε σε ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως του διαθέτη, καθώς δεν διαπίστωσε κενό ή ασάφεια στην επίμαχη διαθήκη, ούτε στην ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1781 επ.Α.Κ., που αναφέρονται στην ακυρότητα ή ακυρωσία των διατάξεων αυτής (διαθήκης). Ούτε παραβίασε το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του εκ πλαγίου την ίδια ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη (1719 αρ. 3 Α.Κ.), στερώντας την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σε αυτήν πλήρεις σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, περί της ορθής ή μη εφαρμογής της πιο πάνω διάταξης επί όλων των ασκούντων ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ζητημάτων και δη του κύρους της ένδικης ιδιόγραφης διαθήκης. Επομένως οι διαλαμβανόμενες στους δεύτερο και τρίτο αναιρετικούς λόγους από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αντίθετες αιτιάσεις είναι αβάσιμες. Οι λοιπές διαλαμβανόμενες στους ανωτέρω (1ο, 2ο και 3ο)λόγους αιτιάσεις, με τις οποίες αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης λόγω αντιφατικών αιτιολογιών (χωρίς όμως να παρατίθενται οι κατά την άποψη της αναιρεσείουσας αντιφατικές παραδοχές αυτής), με παράθεση σκέψεων και συλλογισμών της αναιρεσείουσας, που κατά την άποψή της οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο διαθέτης κατά το φερόμενο χρόνο συντάξεως της επίμαχης ιδιόγραφης διαθήκης δεν διατηρούσε ανέπαφες τις ψυχικές και διαγνωστικές λειτουργίες του και δεν είχε τη δυνατότητα να προσδιορίσει ελεύθερα τη βούλησή του, ήτοι αντίθετο εκείνου που έγινε δεκτό με την προσβαλλομένη απόφαση, δεν συνιστούν λόγους αναίρεσης και απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον με την επίφαση πλημμελειών που επιχειρείται να θεμελιωθούν στο άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., πλήττουν ανεπίτρεπτα την ανέλεγκτη περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου.
Συνεπώς απορριπτέοι τυγχάνουν και οι δεύτερος και τρίτος εκ του άρθρου 559 αρ.19 Κ.Πολ.Δ. αναιρετικοί λόγοι. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 20 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διάφορα από εκείνα, που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ως "έγγραφα" νοούνται τα κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432-465 Κ.Πολ.Δ. αποδεικτικά έγγραφα, που παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη. Αντίθετα, δεν αποτελούν έγγραφα, κατά την έννοια του προκείμενου λόγου αναιρέσεως, εκείνα στα οποία αποτυπώνεται άλλο ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, όπως η έκθεση πραγματογνωμοσύνης και οι κατά την έννοια του άρθρου 390 Κ.Πολ.Δ. ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις, που συντάσσονται ύστερα από αίτηση διαδίκου και προσάγονται από εκείνον σε εκκρεμή δίκη, αφού αυτές αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο διακρινόμενες από τα έγγραφα (Α.Π. 581/2017, Α.Π.821/2013, Α.Π. 438/2012, Α.Π.1596/2007). Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου. Δεν αρκεί όμως για την ίδρυση του λόγου αυτού μόνον η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού εγγράφου, αλλά πρέπει επιπλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα (Ολ.Α.Π. 2/2008, Α.Π. 120/2022, Α.Π.Ν595/2016, Α.Π. 1337/2015). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από την ως άνω διάταξη πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της από 3-3-2020 ιατρικής έκθεσης του τεχνικού συμβούλου της αναιρεσίβλητης Ν. Μ. και ήχθη σε διαγνωστικό σφάλμα περί της συνδρομής ή μη κρίσιμων γεγονότων, δηλαδή θεωρώντας εσφαλμένα ότι ο τεχνικός αυτός σύμβουλος έχοντας σχηματίσει πλήρη εικόνα από την ανάγνωση του συνόλου των ημερολογίων, ενώ είχε μικρή μόνο εικόνα, διατύπωσε τα πορίσματά του ως προς τη φοβική ψυχολογία του κληρονομουμένου απέναντι στην αναιρεσίβλητη και τη συνακόλουθη κρίση της ότι αυτή θα μπορούσε να προκαλέσει διαταραχή ψυχικών και πνευματικών λειτουργιών, σύγκρουση συνειδήσεως και σημαντικό περιορισμό στη λειτουργία της αντίληψης και της κρίσης του, ώστε να μην έχει την απαιτούμενη νοητική διαύγεια για ελεύθερο προσδιορισμό της βούλησής του με λογικούς υπολογισμούς. Σύμφωνα, όμως, με τα ανωτέρω εκτεθέντα, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθώς η ένδικη ιατρική έκθεση- ιδιωτική γνωμοδότηση του τεχνικού συμβούλου της αναιρεσίβλητης, συνιστά ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και δεν αποτελεί έγγραφο κατά την έννοια του ερευνόμενου λόγου αναίρεσης. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός, από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, απαράδεκτος και για τον επιπλέον λόγο ότι δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος" της επικαλούμενης ιατρικής έκθεσης, αλλά στην πραγματικότητα αναφέρεται σε λανθασμένη εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, από την οποία το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό. Δηλαδή η επικαλούμενη αιτίαση αφορά σε παράπονο αναγόμενο στην ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων, ανεξαρτήτως του ότι ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος, γιατί το αποδεικτικό πόρισμα της προσβαλλομένης απόφασης ότι ο διαθέτης ήταν ικανός για τη σύνταξη της επίμαχης ιδιόγραφης διαθήκης δε στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στην ως άνω ιατρική έκθεση, η οποία συνεκτιμήθηκε με τα άλλα αναφερόμενα σ' αυτή αποδεικτικά μέσα. Συνακόλουθα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση για αναίρεση της ... τελεσίδικης αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα διάδικος, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις κατά το σχετικό αίτημά της (άρθρα 176,183,191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και κατά τα οριζόμενα στον διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 17-2-2023 αίτηση για αναίρεση της ... αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή