
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 164 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 164/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιφιγένεια Ματσούκα, Φωτεινή Μηλιώνη, Ευαγγελία Στεργίου, Ευγενία Μπιτσακάκη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και του γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. χήρας Κ. Τ., το γένος Μ. Μ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευθύμιο Μικρό, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και δεν κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Μ. Χ. Α., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Αστερίας Μπρακατσούλα, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-9-2016 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Κρωπίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18-7-2022 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 18-7-2022 αίτηση αναίρεσης με την οποία προσβάλλεται η υπ' αριθμ. ... τελεσίδικη απόφαση του δικάσαντος ως Εφετείου Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495, 552, 553, 556, 558,560,564 παρ.1, 566παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ' ιδίαν λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).
Η διαδικαστική πορεία της υπόθεσης, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος, κατ' επιτρεπτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, έχει ως εξής: Με την από 8-9-2016 αγωγή που ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κρωπίας, ισχυριζόμενος ότι έχει αποκτήσει υπέρ του περιγραφομένου ακινήτου του, δικαίωμα πραγματικής δουλείας διόδου με δικαιοπραξία εν ζωή, άλλως με τα προσόντα της τακτικής άλλως έκτακτης χρησικτησίας επί του αναφερομένου εδαφικού τμήματος του ομόρου δουλεύοντος ακινήτου της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας και ότι η τελευταία αρχές Μαρτίου 2014 προσέβαλε το δικαίωμά του αυτό αποκλείοντας την διέλευσή του μέσω της επίδικης διόδου, με την κατασκευή μάντρας μήκους 6 μέτρων και βάθους 20 εκατοστών και την τοποθέτηση μεταλλικής θύρας την οποία κλειδώνει, ζήτησε την αναγνώριση του άνω δικαιώματός του, την άρση της προσβολής και την καταδίκη της εναγομένης στην καταβολή του ποσού των 20.000 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της. Επ' αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία η υπ' αριθμ. ... οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Κρωπίας, με την οποία αφού απορρίφθηκε σιωπηρώς η σωρευόμενη εκ της αδικοπραξίας βάση, έγινε δεκτή κατά τα λοιπά η αγωγή, αναγνωρίστηκε ο ενάγων οιονεί νομέας δουλείας διόδου και υποχρεώθηκε η εναγομένη να άρει την προσβολή, δια της αφαιρέσεως της μεταλλικής θύρας. Ασκηθείσης εφέσεως εκ μέρους της εναγομένης και αντεφέσεως από τον ενάγοντα κατά της απόφασης αυτής, εκδόθηκε από το δικάσαν ως Εφετείο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά την ίδια ως άνω διαδικασία και κατ' αντιμωλία των διαδίκων η προσβαλλομένη υπ' αριθμ. ... τελεσίδικη απόφασή του, με την οποία έγιναν τυπικά δεκτές η έφεση και αντέφεση, απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η έφεση, αφού κρίθηκαν ως αβάσιμοι οι με τους σχετικούς λόγους αυτής ισχυρισμοί της εκκαλούσας περί της ενιαύσιας κατ' άρθρο 992 Α.Κ. παραγραφής (ως προς τον οποίο έκρινε ότι τυγχάνει και απαραδέκτως ασκηθείς) και της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος, ενώ έγινε δεκτή η αντέφεση εξαφανίστηκε η υπ' αριθμ. ... απόφαση του Ειρηνοδικείου και αφού δικάστηκε επί της ουσίας η αγωγή, αναγνωρίστηκε το δικαίωμα πραγματικής δουλείας διόδου του ήδη αναιρεσίβλητου, κυρίου του δεσπόζοντος ακινήτου σε βάρος του δουλεύοντος ακινήτου της ήδη αναιρεσείουσας συνιστάμενο στη χρήση της ένδικης εδαφικής λωρίδας και διατάχθηκε η τελευταία να άρει την προσβολή του άνω δικαιώματος του ήδη αναιρεσίβλητου με την αφαίρεση της μεταλλικής θύρας και την παράλειψή της στο μέλλον.
Στο έγγραφο (δικόγραφο) της αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, η νομική πλημμέλεια, που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας (άρθρα 118 αριθμός 4, 119, 120, 566 παρ.1, 577 παρ.3, 578, 495 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.) ώστε να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος και να διαπιστωθεί, αν και ποιο λόγο, από όσους αναφέρονται, περιοριστικώς, στο άρθρο 560 Κ.Πολ.Δ., θεμελιώνει η αιτίαση, που προβάλλεται. Διαφορετικά, ο λόγος αναιρέσεως είναι αόριστος και απορρίπτεται, αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτος, ενώ η αοριστία του δεν μπορεί να θεραπευθεί, με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης (ΟλΑΠ 27/1998, Α.Π. 16/2023, Α.Π. 1559/2022), ούτε και με τις πριν τη συζήτηση της αναίρεσης κατατεθείσες προτάσεις του αναιρεσείοντος αλλά ούτε από την υπάρχουσα στη δικογραφία απόφαση, που προσβάλλεται με αναίρεση, διότι, εκτός των άλλων, ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να γνωρίζει ποιες από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, είναι αυτές που, κατά τον αναιρεσείοντα, συνιστούν αναιρετικό σφάλμα και έτσι μπορεί να επιλεγούν τέτοιες που να μην συνιστούν σφάλμα και να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, ενώ αν επιλέγονταν άλλες που είχε επισημάνει ο αναιρεσείων, χωρίς όμως να τις αναφέρει στο αναιρετήριο, ενδεχομένως το ανωτέρω αποτέλεσμα να ήταν διαφορετικό (Α.Π. 348/2023, ΑΠ 972/2022, ΑΠ 892/2019). Ο εκ του άρθρου 560 αρ. 5 (ταυτόσημος με εκείνο εκ του 559 αρ. 8) Κ.Πολ.Δ., λόγος αναίρεσης, ιδρύεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο ισχυρισμός που στηρίζει αυτό τον λόγο αναίρεσης πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας (Α.Π. 215/2024, Α.Π.1399/2017) και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος πρότασης του, ώστε να μπορεί να κριθεί αν αυτός ήταν νόμιμος και παραδεκτός (ΑΠ 555/2019), επίσης πρέπει να αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο ο ισχυρισμός θα ασκούσε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 387/2019, 1593/2017) και, αν το δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές υπό τις οποίες έγινε η επικαλούμενη παραβίαση (ΑΠ 712/2016, 1277/2015, 739/2011).Επιπλέον επί ποσοτικής αοριστίας της αγωγής, ήτοι της έλλειψης εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν κατ' αρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή επί ποσοτικής αοριστίας της αγωγής, ήτοι της επίκλησης όλων των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών, για να ιδρυθεί ο αντίστοιχος εκ του άρθρου 560 αρ.5 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης, πρέπει ο ισχυρισμός αυτός (περί ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας), ο οποίος δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται αυτό στην αίτηση αναίρεσης, στην οποία πρέπει επίσης να παρατίθεται το περιεχόμενο του ισχυρισμού του (Α.Π. 932/2014). Αν δε ο εκκαλών είναι ο εναγόμενος την ένσταση περί αοριστίας της αγωγής ενώπιον του Εφετείου πρέπει αυτός να επαναφέρει μόνο με την έφεση ή τον πρόσθετο λόγο έφεσης (Α.Π.1631/2009). Τέλος ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.Α.Π 25/2003, Α.Π. 215/2024, Α.Π 1286/2022), είτε ρητά, είτε εκ του πράγματος, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν, όπως συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (ΑΠ 215/2024).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο από τον αριθμό 5 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. λόγο αναίρεσης (και όχι από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., που από παραδρομή αναφέρεται στο αναιρετήριο, δεδομένου ότι η αναίρεση στρέφεται κατά απόφασης που εκδόθηκε σε έφεση κατά αποφάσεως του Ειρηνοδικείου), η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση ότι με το να μη λάβει υπόψη του το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του την ένστασή του περί αοριστίας της αγωγής, υπέπεσε στην πλημμέλεια της προαναφερθείσας διάταξης. Ακόμη μέμφεται με τον ίδιο λόγο αναίρεσης την προσβαλλομένη απόφαση ότι έπρεπε να απορρίψει την αγωγή ως αόριστη κατά την ερειδόμενη στην αδικοπραξία βάση της, αλλά και ως απαραδέκτως ασκηθείσα, καθόσον, όπως αυτολεξεί αναφέρει "ερείδεται σε δύο νομικές βάσεις (της ενδοσυμβατικής και της αδικοπρακτικής ευθύνης), χωρίς μάλιστα η μια εκ των δύο να ασκείται επικουρικά και για την περίπτωση απορρίψεως της κυρίας βάσεως. Ο λόγος αυτός είναι κατ' αμφότερα τα σκέλη του απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού οι επικαλούμενοι ισχυρισμοί που τον στηρίζουν δεν παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας (Α.Π. 215/2024, Α.Π.1399/2017) ούτε αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος πρότασής τους (ως προς τον δεύτερο ως άνω ισχυρισμό, ουδόλως αναφέρεται ότι προτάθηκε), ώστε να μπορεί να κριθεί αν αυτοί ήταν νόμιμοι και παραδεκτοί. Επιπλέον είναι απαράδεκτος και για το λόγο ότι όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατ' άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. επισκόπηση του εφετηρίου δικογράφου, τις αιτιάσεις αυτές δεν τις επικαλέστηκε με την έφεση. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός κατά το πρώτο σκέλος του είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) επισκόπηση του περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο, που δίκασε, έλαβε υπόψη τον εν λόγω προταθέντα ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (Ειρηνοδικείο Κρωπίας) ισχυρισμό και τον απέρριψε ως αβάσιμο, δεχόμενο τα αντίθετα, ότι δηλαδή η ένδικη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα κατά νόμο στοιχεία για τη θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος (ήτοι κυριότητα ενάγοντος στο δεσπόζον ακίνητο, τρόπο κτήσης δουλείας διόδου στο δουλεύον ακίνητο της εναγομένης, καθορισμός επίδικης λωρίδας διόδου κατά θέση, έκταση και όρια, προσβολή του ενάγοντος στο επίμαχο δικαίωμά του, παρανόμως και χωρίς τη θέλησή του, από πράξη της κυρίας του δουλεύοντος ακινήτου).
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. "Κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου ........ 6. Αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Οι παρόντες λόγοι αναίρεσης (της ευθείας και εκ πλαγίου παραβάσεως του νόμου) ιδρύονται μόνο επί παραβιάσεως κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα δεν ιδρύεται επί παραβιάσεων κανόνων δικονομικού δικαίου, ήτοι κανόνων που καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας (Α.Π. 1687/2013). Καθαρά δικονομικού δικαίου εξάλλου κανόνας είναι και εκείνος της παρ. 6 του άρθρου 527 Κ.Πολ.Δ. που αφορά τους νέους πραγματικούς ισχυρισμούς στην κατ' έφεση δίκη σύμφωνα με τον οποίο είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ' έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της κρινόμενης αναίρεσης, αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι εκ των αριθμ. 1 και 6 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλειες (και όχι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ίδιου κώδικα, που από παραδρομή αναφέρεται στο αναιρετήριο, δεδομένου ότι η αναίρεση στρέφεται κατά απόφασης που εκδόθηκε σε έφεση κατά αποφάσεως του Ειρηνοδικείου) της ευθείας και εκ του πλαγίου παραβιάσεως της διατάξεως της παρ. 6 του άρθρου 527 Κ.Πολ.Δ. την οποία εσφαλμένα δεν εφάρμοσε ώστε να κρίνει ως παραδεκτά προβληθέντα το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ισχυρισμό του περί παραγραφής κατ' άρθρο 992 Α.Κ. του ένδικου με την αγωγή ασκούμενου δικαιώματος του ενάγοντος, εφόσον ο ισχυρισμός του αυτός αποδεικνύεται από τη δικαστική ομολογία του τελευταίου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, καθώς η παραβίαση της διάταξης του άρθρου 527 Κ.Πολ.Δ., δεν μπορεί, να θεμελιώσει τις παραβάσεις του άρθρου 560 αριθμ. 1 και 6 Κ.Πολ.Δ., ως εκ του δικονομικού της χαρακτήρα κατά τα προεκτεθέντα. Η παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, ήτοι κανόνα, που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις, προβλέπεται ως λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 560 αρ. 1 (αντίστοιχος του άρθρου 559 αριθμός 1 εδ. α) Κ.Πολ.Δ. Κανόνας του ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται, αν εφαρμόσθηκε εσφαλμένα καθώς και αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ήτοι, αν το δικαστήριο της ουσίας απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα, που ο ουσιαστικός νόμος απαιτεί. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε στο νόμο έννοια διαφορετική από την αληθινή είτε ως κακή εφαρμογή, όταν το δικαστήριο της ουσίας έκανε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της ένδικης υποθέσεως σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας δεν υπάγονται και, έτσι, κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα, με τη μορφή του διατακτικού. Δια του λόγου αυτού αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων - αντενστάσεων) των διαδίκων καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών δηλαδή αποκλειστικά των πραγματικών περιστατικών, που, ανελέγκτως, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν καθώς και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε, ο λόγος αυτός, αν οι πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας καθιστούν φανερή την ως άνω παραβίαση (ΑΠ Ολ. 3/2020). Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 560 αριθμός 1 Κ.Πολ.Δ. είναι δυνατό να έχει ως περιεχόμενο (και) την αιτίαση ότι παραβιάσθηκε συγκεκριμένος κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, με αποτέλεσμα η ένδικη αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ή να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία (ΑΠ Ολ. 28/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση για να είναι ορισμένος (παραδεκτός) ο άνω λόγος αναιρέσεως και, συνεπώς, εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, πρέπει στο δικόγραφο της αναιρέσεως να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το νομικό σφάλμα, που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας περί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, δηλ. η πλημμέλεια που αποδίδεται και η έννομη συνέπεια που διαγνώσθηκε από την πλημμέλεια, επίσης, να εκτίθενται, πλήρως και σαφώς, οι κρίσιμες ουσιαστικές - πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας ώστε η αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη ή να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία και όχι μόνο το κατ' εκδοχή του αναιρεσείοντος ερμηνευτικό ή υπαγωγικό σφάλμα. Ειδικότερα, δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών ουσιαστικών παραδοχών, κατά την επιλογή του αναιρεσείοντος. Αντίθετα, πρέπει να αναφέρεται, έστω και συνοπτικώς, το σύνολο των πραγματικών περιστατικών, που η απόφαση δέχθηκε και κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα. Τούτο διότι μόνο από τις ουσιαστικές παραδοχές μπορεί να ελεγχθεί, αν η νομική πλημμέλεια, που αποδίδεται στην απόφαση, οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο εξαρτάται, τελικώς, η ευδοκίμηση της αναιρέσεως (άρθρο 578 Κ.Πολ.Δ.). Δηλαδή η ευδοκίμηση της αναιρέσεως εξαρτάται, ως άνω, από την ορθότητα του διατακτικού, το οποίο συνάπτεται αιτιωδώς με τις πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ Ολ. 11/2017, ΑΠ Ολ. 1/2016, ΑΠ Ολ. 27/1998, ΑΠ 1559/2022). Εξ άλλου, κατά την έννοια του άρθρου 560 αριθ. 6 (αντίστοιχα του άρθρου 559 αριθμός 19) Κ.Πολ.Δ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, συνεπώς, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού (δικανικού) συλλογισμού, δηλαδή στο αιτιολογικό της, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται, δεν καλύπτουν όλα τα αναγκαία στοιχεία, κατά το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής ή ελλιπής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ιδρύεται, δε ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου και όχι δικονομική διάταξη, που ρυθμίζει τη διαδικασία. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης, πρέπει το αναιρετήριο να περιλαμβάνει α) τον κανόνα ουσιαστικού νόμου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, β) τις ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης ή τη μνεία ότι αυτή δεν περιέχει καθόλου αιτιολογία, ώστε να είναι εφικτή με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου η στοιχειοθέτηση του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης γ) τον ουσιώδη αυτοτελή ισχυρισμό (αγωγικό, ένσταση κλπ.) και τα πραγματικά περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωση του, ως προς τον οποίο εμφανίζεται η προβαλλόμενη έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντίφαση, καθώς και τη σύνδεση αυτού με το διατακτικό της απόφασης, αν αυτή δεν είναι αυτονόητη, καθώς και ότι ο εν λόγω (νόμιμος και ουσιώδης) ισχυρισμός είχε προταθεί παραδεκτά στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση και δ) εξειδίκευση της πλημμέλειας που προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ή τη μνεία ότι σ' αυτή δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία ή, αν προβάλλεται ανεπαρκής και ελλιπής αιτιολογία, (πρέπει το αναιρετήριο να περιλαμβάνει) τα επιπλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έπρεπε να περιέχονται στην απόφαση ή να προσδιορίζει ως προς τι υπάρχει και σε τι συνίσταται η έλλειψη του νομικού χαρακτηρισμού των ουσιωδών περιστατικών που έγιναν δεκτά ή, αν προβάλλονται αντιφατικές αιτιολογίες, πρέπει να προσδιορίζεται ποιες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από ποια αντικρουόμενα μέρη των αιτιολογιών αυτή προκύπτει. Διαφορετικά, αν τα προαναφερόμενα δεν περιλαμβάνονται με σαφήνεια και πληρότητα στο αναιρετήριο, ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας ( Α.Π. 16/2023, ΑΠ 1230/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με τους δεύτερο (κατά το πρώτο του σκέλος), τρίτο και τέταρτο λόγους της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι από το άρθρο 560 αρ. 1 και 6 Κ.Πολ.Δ (και όχι οι εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ίδιου κώδικα που από παραδρομή αναφέρεται στο αναιρετήριο) πλημμέλειες της ευθείας και εκ πλαγίου παράβασης του νόμου, λόγω αντιφατικών και ανεπαρκών αιτιολογιών και ειδικότερα λόγω εσφαλμένης μη εφαρμογής των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων α) 992 Α.Κ., β) 68 και 69 Κ.Πολ.Δ. περί ελλείψεως του ,αυτεπάγγελτα ερευνόμενου, έννομου συμφέροντος του ενάγοντος- αναιρεσίβλητου για την άσκηση εναντίον της (αναιρεσείουσας) της υπό κρίση αγωγής, λόγω παραγραφής της κατ' άρθρο 992 Α.Κ. σχετικής αξιώσεως του και γ) 281 Α..Κ. περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής, διατάξεις που έπρεπε να εφαρμόσει και να απορρίψει την ένδικη αγωγή. Οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι ως αόριστοι διότι στο οικείο δικόγραφο της αναιρέσεως δεν διαλαμβάνονται, έστω και συνοπτικά όλες οι κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά (ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού) και θεμελίωσαν την κρίση του δικαστηρίου για την αναγνώριση του δικαιώματος πραγματικής δουλείας διόδου του ενάγοντος- αναιρεσίβλητου και την προστασία του από την εκ μέρους της εναγομένης- αναιρεσείουσας προσβολή, υπό τα οποία συντελέστηκε η ευθεία παραβίαση των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 68 και 69 Κ.Πολ.Δ., 992 και 281 Α.Κ. και η έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης απόφασης, ούτε αναφέρεται το αποδιδόμενο στο δικαστήριο της ουσίας νομικό σφάλμα, περί την ερμηνεία ή την εφαρμογή των εν λόγω ουσιαστικών νόμων, δηλαδή οι πλημμέλειες που αποδίδονται και η καταγνωσθείσα νομική συνέπεια που διαγνώσθηκε από τις πλημμέλειες, ούτε εξάλλου εξειδικεύεται ποίες είναι οι ανεπαρκείς αιτιολογίες που περιέχονται στην προσβαλλομένη απόφαση και τα επιπλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έπρεπε να περιέχονται σε αυτήν, σε τι συνίσταται η αντίφαση, επί ποίων ουσιωδών για την έκβαση της δίκης ισχυρισμών και από ποια αντικρουόμενα μέρη των αιτιολογιών αυτή προκύπτει, ούτως ώστε να ερευνηθεί η συνδρομή ή μη των εκ των αριθμ. 1 και 6 του άρθρου 560 Κ,Πολ.Δ λόγων αναίρεσης. Επομένως και οι άνω λόγοι είναι απορριπτέοι.
Συνακόλουθα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. ... τελεσίδικης αποφάσεως του δικάσαντος ως Εφετείου Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα διάδικος, στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις κατά το σχετικό αίτημά του (άρθρα 176,183,191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και κατά τα οριζόμενα στον διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 18-7-2022 αίτηση για αναίρεση της ... αποφάσεως του δικάσαντος ως Εφετείου Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ