ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 165/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 165/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 165/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 165 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 165/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιφιγένεια Ματσούκα, Φωτεινή Μηλιώνη, Ευαγγελία Στεργίου, Ευγενία Μπιτσακάκη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και του γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Μ. του Θ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Σπυρίδωνα Ζούμπου, και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ν. Ι. Σ. (D. E. S.) του Ό. (Ό.), κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Αλέξιο Αλεξόπουλο και Αναστάσιο Σανδαλάκη, και κατέθεσε προτάσεις 2) Ανωνύμου Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "...." που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-3-2013 αγωγή και της από 5-3-2013 προσεπίκληση της ήδη υπό στοιχείο 1 αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... μη οριστική, ... του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως και της ... παρεμπιπτούσης του Μονομελούς Εφετείο Καλαμάτας, ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25-7-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι της α' αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 576 παρ.1-3 και 577 παρ. 1 και 2 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι αν, κατά τη συζήτηση της αίτησης για αναίρεση, κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικος ερευνάται αν ο διάδικος, που δεν εμφανίστηκε ή αν και εμφανίστηκε δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση. Στην περίπτωση που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση. Αν όμως κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκείμενη περίπτωση, από τις προσκομιζόμενες από την επισπεύδουσα τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης πρώτη αναιρεσίβλητη υπ' αριθμ. ... και ... εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Κ. Κ., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 25-7-2019 ένδικης αίτησης αναίρεσης, με πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου περί ορισμού του Γ' τμήματος ως αρμοδίου για την εκδίκαση αυτής, πράξη της Προεδρεύουσας του Γ' Τμήματος περί ορισμού δικασίμου της αίτησης την 10-1-2024 και της από 25-1-2024 βεβαίωσης αναβολής του Γραμματέα του Αρείου Πάγου, με την οποία βεβαιώνεται ότι η άνω αίτηση αναίρεσης που είχε προσδιοριστεί για να δικαστεί την 10-1-2024 αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο και κλήση για συζήτηση για την σημερινή δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια της πρώτης αναιρεσίβλητης στην δεύτερη αναιρεσίβλητη. Η τελευταία κατά την εκφώνηση της ως άνω αίτησης αναίρεσης από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, ούτε υπέβαλε την από το άρθρο 242 Κ.Πολ.Δ. δήλωση μη παραστάσεώς της στο ακροατήριο. Επομένως πρέπει η συζήτηση να προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
Η κρινόμενη από 25-7-2019 αίτηση αναίρεσης με την οποία προσβάλλεται η υπ' αριθμ. ... τελεσίδικη απόφαση και η υπ' αριθμ. ... μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας, που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495, 552, 553, 556, 558,560,564 παρ.1, 566παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ' ιδίαν λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).
Η διαδικαστική πορεία της υπόθεσης, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος, κατ' επιτρεπτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, έχει ως εξής: Με την από 5-3-2013 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη επικαλούμενη ότι είναι συγκυρία μετά της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας και κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου εκάστη του περιγραφομένου σε αυτήν ακινήτου εμβαδού 748,28 τμ. που βρίσκεται στη Δημοτική Κοινότητα ... του Δήμου Δυτικής Μάνης, μετά της επ' αυτού λιθόκτιστης οικίας εμβαδού 80 τ.μ. αξίας 40.000 ευρώ και ότι η τελευταία δεν συναινεί στην εξώδικη διανομή του επικοίνου ακινήτου, ζήτησε τη λύση της κοινωνίας, με την δια δημοσίου πλειστηριασμού εκποίηση του ακινήτου, ώστε κάθε κοινωνός να λάβει από το πλειστηρίασμα το αναλογούν σε αυτόν μερίδιο, καθώς είναι αδύνατη η αυτούσια διανομή του. Ακολούθως η ίδια ενάγουσα προσεπικάλεσε την ..., ως ενυπόθηκη επί του ενδίκου ακινήτου δανείστρια, κατ' άρθρο 491 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, να παρέμβει στη μεταξύ αυτής και της εναγομένης ανοιγείσα δίκη, καταστάσα με τον τρόπο αυτό διάδικος στη δίκη εκείνη και αναγκαίος ομόδικος των συγκυρίων διαδίκων κατ' άρθρο 76 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Το άνω πρωτοβάθμιο δικαστήριο, συνεκδικάζοντας την αγωγή και προσεπίκληση κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της εναγομένης, έκανε δεκτές αυτές, και διέταξε την δια πλειστηριασμού πώληση του επικοίνου ακινήτου, ώστε κάθε διάδικος-συγκύριος να λάβει από το πλειστηρίασμα ποσοστό που αναλογεί στο ιδανικό μερίδιο της συγκυριότητάς του, ήτοι 1/2 έκαστος, ενώ απέρριψε ως απαραδέκτως προβληθέν το υποβληθέν δια των προτάσεων της προσεπικαλουμένης Εθνικής Τράπεζας αίτημα να αναγνωριστεί ότι επί του προ διανομή ακινήτου υφίσταται υπέρ της εγγεγραμμένη προσημείωση υποθήκης για το ποσό των 35.000 ευρώ. Κατόπιν ασκηθείσας εφέσεως κατά της απόφασης αυτής εκ μέρους της ερημοδικασθείσας ηττηθείσας εναγομένης, εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και κατ' αντιμωλία όλων των διαδίκων (της ενάγουσας, της εναγομένης και της αναγκαίας αυτής ομοδίκου- προσεπικληθείσας Εθνικής Τράπεζας), από το Μονομελές Εφετείο Καλαμάτας αρχικά η υπ' αριθμ. ... μη οριστική απόφαση με την οποία έγινε τυπικά και κατ' ουσίαν δεκτή, η ασκηθείσα από την δικασθείσα σαν να ήταν παρούσα διάδικο (εναγομένη) έφεση, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση ( άρθρο 528 Κ.Πολ.Δ. ) και αφού συνεκδικάστηκε η ένδικη αγωγή και η ασκηθείσα από την προσεπικληθείσα ... κύρια παρέμβαση, με την οποία η τελευταία επικαλούμενη το γεγονός ότι έχει εγγράψει προσημείωση υποθήκης για ποσό 35.000 ευρώ, επί του1/2 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου ακινήτου του οποίου ζητείται η διανομή, προς εξασφάλιση δανείου που χορήγησε στην καθ' ης η κύρια παρέμβαση - εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι δικαιούται να λάβει από το πλειστηρίασμα το ανωτέρω ποσό, που αντιστοιχεί στην εμπραγμάτως εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης απαίτησή της και κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 492 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. να της αποδοθεί, ενώ σε περίπτωση που απορριφθεί η αγωγή, να οριστεί ότι η ως άνω προσημείωση υποθήκης θα εξακολουθεί να βαρύνει το ακίνητο ή ολόκληρη τη μέλλουσα οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η κύρια παρέμβαση, κρίθηκε νόμιμη η αγωγή και διατάχθηκε η επανάληψη τη συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να διενεργηθεί με τη φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων πραγματογνωμοσύνη περί του εφικτού ή μη της αυτούσιας διανομής του επικοίνου ακινήτου. Μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του ως άνω δευτεροβαθμίου δικαστηρίου με την από 5-3-2018 κλήση της πρώτης εφεσίβλητης- ενάγουσας και εκδόθηκε κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατ' αντιμωλία όλων των διαδίκων και της ερήμην κατά την επαναλαμβανόμενη αυτή συζήτηση δεύτερης καθ' ης η κλήση Εθνικής Τράπεζας, εφόσον η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης (στην οποία ήταν παρούσα) και μαζί συνιστούν τα δυο συνεχόμενα δικονομικά στάδια μιας ενιαίας συζήτησης, η προσβαλλομένη με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης τελεσίδικη απόφαση. Με αυτήν απορρίφθηκε η έφεση και επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση με την οποία διατάχθηκε η λύση της μεταξύ των διαδίκων κοινωνίας επί του επιδίκου ακινήτου με την δια πλειστηριασμού πώλησή του.
Στο έγγραφο (δικόγραφο) της αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, η νομική πλημμέλεια, που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας (άρθρα 118 αριθμός 4, 119, 120, 566 παρ.1, 577 παρ.3, 578, 495 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.) ώστε να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος και να διαπιστωθεί, αν και ποιο λόγο, από όσους αναφέρονται, περιοριστικώς, στο άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ., θεμελιώνει η αιτίαση, που προβάλλεται. Διαφορετικά, ο λόγος αναιρέσεως είναι αόριστος και απορρίπτεται, αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτος, ενώ η αοριστία του δεν μπορεί να θεραπευθεί, με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης (ΟλΑΠ 27/1998, Α.Π. 16/2023, Α.Π. 1559/2022), ούτε και με τις πριν τη συζήτηση της αναίρεσης κατατεθείσες προτάσεις του αναιρεσείοντος αλλά ούτε από την υπάρχουσα στη δικογραφία απόφαση, που προσβάλλεται με αναίρεση, διότι, εκτός των άλλων, ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να γνωρίζει ποιες από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, είναι αυτές που, κατά τον αναιρεσείοντα, συνιστούν αναιρετικό σφάλμα και έτσι μπορεί να επιλεγούν τέτοιες που να μην συνιστούν σφάλμα και να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, ενώ αν επιλέγονταν άλλες που είχε επισημάνει ο αναιρεσείων, χωρίς όμως να τις αναφέρει στο αναιρετήριο, ενδεχομένως το ανωτέρω αποτέλεσμα να ήταν διαφορετικό ( Α.Π. 348/2023, ΑΠ 972/2022, ΑΠ 892/2019). Η παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, ήτοι κανόνα, που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις, προβλέπεται ως λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμός 1 εδ. (α) Κ.Πολ.Δ. Κανόνας του ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται, αν εφαρμόσθηκε εσφαλμένα καθώς και αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ήτοι, αν το δικαστήριο της ουσίας απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα, που ο ουσιαστικός νόμος απαιτεί. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε στο νόμο έννοια διαφορετική από την αληθινή είτε ως κακή εφαρμογή, όταν το δικαστήριο της ουσίας έκανε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της ένδικης υποθέσεως σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας δεν υπάγονται και, έτσι, κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα, με τη μορφή του διατακτικού. Δια του λόγου αυτού αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων - αντενστάσεων) των διαδίκων καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών δηλαδή αποκλειστικά των πραγματικών περιστατικών, που, ανελέγκτως, δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν καθώς και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε, ο λόγος αυτός, αν οι πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας καθιστούν φανερή την ως άνω παραβίαση (ΑΠ Ολ. 3/2020). Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθμός 1 εδ. (α) Κ.Πολ.Δ. είναι δυνατό να έχει ως περιεχόμενο (και) την αιτίαση ότι παραβιάσθηκε συγκεκριμένος κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, με αποτέλεσμα η ένδικη αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ή να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία (ΑΠ Ολ. 28/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση για να είναι ορισμένος (παραδεκτός) ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμός 1 εδ. (α) Κ.Πολ.Δ. και, συνεπώς, εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, πρέπει στο δικόγραφο της αναιρέσεως να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το νομικό σφάλμα, που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας περί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, δηλαδή η πλημμέλεια που αποδίδεται και η έννομη συνέπεια που διαγνώσθηκε από την πλημμέλεια, επίσης, να εκτίθενται, πλήρως και σαφώς, οι κρίσιμες ουσιαστικές - πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας ώστε η αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη ή να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία και όχι μόνο το κατ' εκδοχή του αναιρεσείοντος ερμηνευτικό ή υπαγωγικό σφάλμα. Ειδικότερα, δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών ουσιαστικών παραδοχών, κατά την επιλογή του αναιρεσείοντος. Αντίθετα, πρέπει να αναφέρεται, έστω και συνοπτικώς, το σύνολο των πραγματικών περιστατικών, που η απόφαση δέχθηκε και κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα. Τούτο διότι μόνο από τις ουσιαστικές παραδοχές μπορεί να ελεγχθεί, αν η νομική πλημμέλεια, που αποδίδεται στην απόφαση, οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο εξαρτάται, τελικώς, η ευδοκίμηση της αναιρέσεως (άρθρο 578 Κ.Πολ.Δ.). Δηλαδή η ευδοκίμηση της αναιρέσεως εξαρτάται, ως άνω, από την ορθότητα του διατακτικού, το οποίο συνάπτεται αιτιωδώς με τις πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ Ολ. 11/2017, ΑΠ Ολ. 1/2016, ΑΠ Ολ. 27/1998, ΑΠ 1559/2022). Εξ άλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμός 19 Κ.Πολ.Δ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, συνεπώς, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού (δικανικού) συλλογισμού, δηλαδή στο αιτιολογικό της, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται, δεν καλύπτουν όλα τα αναγκαία στοιχεία, κατά το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής ή ελλιπής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ιδρύεται, δε ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου και όχι δικονομική διάταξη, που ρυθμίζει τη διαδικασία. Για να είναι ορισμένος ο από τον αρ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης, πρέπει το αναιρετήριο να περιλαμβάνει α) τον κανόνα ουσιαστικού νόμου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, β) τις ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης ή τη μνεία ότι αυτή δεν περιέχει καθόλου αιτιολογία, ώστε να είναι εφικτή με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου η στοιχειοθέτηση του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης γ) τον ουσιώδη αυτοτελή ισχυρισμό (αγωγικό, ένσταση κλπ.) και τα πραγματικά περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωση του, ως προς τον οποίο εμφανίζεται η προβαλλόμενη έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντίφαση, καθώς και τη σύνδεση αυτού με το διατακτικό της απόφασης, αν αυτή δεν είναι αυτονόητη, καθώς και ότι ο εν λόγω (νόμιμος και ουσιώδης) ισχυρισμός είχε προταθεί παραδεκτά στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση και δ) εξειδίκευση της πλημμέλειας που προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ή τη μνεία ότι σ' αυτή δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία ή, αν προβάλλεται ανεπαρκής και ελλιπής αιτιολογία, (πρέπει το αναιρετήριο να περιλαμβάνει) τα επιπλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έπρεπε να περιέχονται στην απόφαση ή να προσδιορίζει ως προς τι υπάρχει και σε τι συνίσταται η έλλειψη του νομικού χαρακτηρισμού των ουσιωδών περιστατικών που έγιναν δεκτά ή, αν προβάλλονται αντιφατικές αιτιολογίες, πρέπει να προσδιορίζεται ποιες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από ποια αντικρουόμενα μέρη των αιτιολογιών αυτή προκύπτει. Διαφορετικά, αν τα προαναφερόμενα δεν περιλαμβάνονται με σαφήνεια και πληρότητα στο αναιρετήριο, ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας ( Α.Π. 16/2023, ΑΠ 1230/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με τους δεύτερο και όγδοο λόγους της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλειες της ευθείας και εκ πλαγίου παράβασης του νόμου, λόγω αντιφατικών και ανεπαρκών αιτιολογιών. Ειδικότερα με τους λόγους αυτούς αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες της εσφαλμένης εφαρμογής των σχετικών περί κυριότητας και διανομής διατάξεων και της έλλειψης νόμιμης βάσης, καθόσον δεν έχει καθόλου αιτιολογίες και σε κάθε περίπτωση περιέλαβε σε αυτήν αντιφατικές, ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες επί ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα δεν αιτιολογεί για ποιο λόγο αποδέχεται ολόκληρη την έκθεση του πραγματογνώμονα Α. Α., παρά την ύπαρξη πλημμεληματικών, παραπλανητικών στοιχείων, ασαφειών κι αντιφάσεων, δεν δόθηκαν απαντήσεις στα θέματα που έταξε η υπ' αριθμ. ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας, ενώ περιλαμβάνει ως επίδικο και τμήμα 102,24 τ.μ. κείμενο στο δυτικό μέρος του ενδίκου προς διανομή ακινήτου, που όμως αποτελεί ανεξάρτητο ακίνητο αποκλειστικής κυριότητάς της που απέκτησε λόγω αγοράς από τη Μ. Γ.. Επίσης υπέπεσε στις άνω αναιρετικές πλημμέλειες δεχόμενο ότι η συγκυριότητα της α' αναιρεσίβλητης συμπεριλαμβάνει και το ως άνω ανεξάρτητο και αυτοτελές ακίνητό της και ότι αυτό προκύπτει από την ... απόφαση του Εφετείου ..., που εκδόθηκε μεταξύ της ίδιας και του δικαιοπαρόχου της α' αναιρεσίβλητης και το αναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα, ενώ αυτό δεν είναι αληθές καθώς η εν λόγω απόφαση και το ρηθέν τοπογραφικό διάγραμμα δεν αναφέρει ότι το επίδικο ακίνητο συνορεύει προς δυσμάς με ιδιοκτησία Μ. Γ.. Οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι ως αόριστοι διότι στο οικείο δικόγραφο δεν προσδιορίζονται από την αναιρεσείουσα, η διάταξη ή οι διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκαν, ούτε το περιεχόμενο αυτής ή αυτών. Επίσης δεν διαλαμβάνονται έστω και συνοπτικά όλες οι κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά (ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού) και θεμελίωσαν την κρίση του δικαστηρίου για τη συγκυριότητα των διαδίκων επί του επικοίνου ακινήτου, υπό τα οποία συντελέστηκε η ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου και η έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης απόφασης, ούτε αναφέρεται το αποδιδόμενο στο δικαστήριο της ουσίας νομικό σφάλμα, περί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, δηλαδή η πλημμέλεια που αποδίδεται και η καταγνωσθείσα νομική συνέπεια που διαγνώσθηκε από την πλημμέλεια, ούτε εξάλλου εξειδικεύεται ποίες είναι οι ανεπαρκείς αιτιολογίες που περιέχονται στην προσβαλλομένη απόφαση και τα επιπλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έπρεπε να περιέχονται σε αυτήν, σε τι συνίσταται η αντίφαση, επί ποίων ουσιωδών για την έκβαση της δίκης ισχυρισμών και από ποια αντικρουόμενα μέρη των αιτιολογιών αυτή προκύπτει, ούτως ώστε να ερευνηθεί η συνδρομή ή μη των εκ των αριθμ. 1 και 19 του άρθρου 559 λόγων αναίρεσης. Πέραν τούτου, υπό το πρόσχημα της θεμελίωσης των λόγων αυτών αναίρεσης πλήττεται αποκλειστικά η εκτίμηση από το Εφετείο πραγματικών γεγονότων, η οποία (εκτίμηση) καθ' εαυτή δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) Επομένως οι άνω λόγοι είναι απορριπτέοι.
Επειδή, ο αναιρετικός λόγος από τον αρ.11α του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει, όπως είναι και οι βεβαιώσεις τρίτων μαρτύρων που έγιναν για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα στη συγκεκριμένη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη. Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο το αποδεικτικό μέσον που παρανόμως λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο, ο λόγος για τον οποίο δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη και ο ισχυρισμός προς απόδειξη του οποίου λήφθηκε υπόψη, να προβάλλεται δε ισχυρισμός ότι το απαράδεκτο αυτό προτάθηκε από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρετικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 562 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 1042, 1043/2013).). Περαιτέρω, κατά τον αριθμό 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά τον νόμο δεν κήρυξε ακυρότητα κάποιας διαδικαστικής πράξης, η οποία κατ' άρθρο 159 Κ.Πολ.Δ επέρχεται και αν ο δικαστής κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Στην περίπτωση αυτή ιδρύεται ο προκείμενος αναιρετικός λόγος, μόνο αν το δικαστήριο της ουσίας, ενώ δέχεται ότι επήλθε τέτοια βλάβη, εντούτοις δεν κήρυξε την ακυρότητα ή αν, ενώ δέχεται ότι δεν υπάρχει τέτοια βλάβη, κήρυξε την ακυρότητα (Α.Π.246/2010). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 379 και 380 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι η παράλειψη συμμόρφωσης των πραγματογνωμόνων προς τις οδηγίες του δικαστηρίου και παρά ταύτα η σύνταξη της εκθέσεώς τους δε επιφέρει ακυρότητα ακόμη και αν υπάρχει βλάβη του διαδίκου, αφού το Δικαστήριο κατά το άρθρο 387ίδιου κώδικα εκτιμά ελεύθερα τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων και επομένως έχει την εξουσία να μην της προσδώσει βαρύτητα και επιπλέον έχει το δικαίωμα, αν το κρίνει σκόπιμο, να διατάξει, είτε με αίτηση των διαδίκων, είτε και αυτεπαγγέλτως νέα πραγματογνωμοσύνη ή επανάληψη ή συμπλήρωσή της από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες (Α.Π. 433/2016, A.Π. 297/2011,1326/2003).
Στην προκειμένη περίπτωση με τους πρώτο και τρίτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα μέμφεται το Εφετείο ότι, για τη διαμόρφωση της αποδεικτικής του κρίσεως έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει (άρθρο 559 αρ. 11 α) και επίσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η εκ του αριθμού 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια της μη κήρυξης της ακυρότητας της αναφερόμενης πραγματογνωμοσύνης. Ειδικότερα με τους λόγους αυτούς αναίρεσης αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι ανωτέρω πλημμέλειες συνιστάμενες στο ότι παρανόμως έλαβε υπόψη της την από 14-2-2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με την 92/2018 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας πραγματογνώμονα Α. Α. και το συνοδεύον αυτή σχεδιάγραμμα, όπου περιλαμβάνεται ψευδώς και τμήμα 102,24 τ.μ. που αποτελεί ανεξάρτητο ακίνητο και ανήκει στην αποκλειστική κυριότητά της, γεγονός που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, παραβίασε τις οδηγίες που του δόθηκαν με τη ρηθείσα μη οριστική απόφαση, καθώς δεν κλήθηκε να παραστεί κατά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης και να προβάλλει της παρατηρήσεις της και ακόμη ότι έλαβε παρανόμως υπόψη της τόσο την τεχνική έκθεση του τεχνικού συμβούλου Γ. Π. όσο και την κατάθεσή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, ενώ δεν έπρεπε να τις λάβει υπόψη καθώς αυτός δεν διορίστηκε τεχνικός σύμβουλος της πρώτης των αναιρεσιβλήτων, νομότυπα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 392 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. και δεν μπορούσε να διοριστεί δεδομένου ότι είχε ήδη εξετασθεί ως μάρτυρας ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ότι την ακυρότητα της άνω διεξαχθείσης πραγματογνωμοσύνης για όλους τους παραπάνω λόγους αν και προέβαλε με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του άνω Δικαστηρίου προτάσεις της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, παρά το νόμο δεν κήρυξε η προσβαλλομένη απόφαση. Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Και τούτο διότι η ένδικη πραγματογνωμοσύνη αλλά και η ρηθείσα τεχνική έκθεση αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα, που εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο παρά όσα για το αντίθετο υποστηρίζει η αναιρεσείουσα. Η μη τήρηση και παραβίαση κατά τους ισχυρισμούς της τελευταίας των οδηγιών που δόθηκαν με τη ρηθείσα συμπροσβαλλομένη μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας, η μη κλήση της αναιρεσείουσας να παραστεί κατά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης και ο κατά τους ισχυρισμούς επίσης της ίδιας μη νομότυπος διορισμός του τεχνικού συμβούλου της πρώτης αναιρεσείουσας, δεν καθιστούν την πραγματογνωμοσύνη αυτή άκυρη ή παράνομη, παρά μόνο παρείχε κατά τα προεκτεθέντα σε αυτήν το δικαίωμα να ζητήσει την εξαίρεση του πραγματογνώμονα ή την αντικατάστασή του καθώς και τη διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης, αίτημα που όπως αναφέρει υπέβαλε και απορρίφθηκε από το δικαστήριο της ουσίας και τέλος δεν απαγορεύεται από τις οικείες διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. η εξέταση ως μάρτυρα προσώπου που αντιλήφθηκε τα προς απόδειξη πραγματικά περιστατικά με βάση τις ειδικές γνώσεις του (413 Κ.Πολ.Δ) και η εκ μέρους του διεξαγωγή τεχνικής έκθεσης. Ο από το άρθρο 559 αριθμός 20 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά, από εκείνα, που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 25/2011). Η παραμόρφωση του εγγράφου μπορεί να γίνει θετικά, με την εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου ή αρνητικά, με την παράλειψη ανάγνωσης κρισίμων για το αποδεικτέο γεγονός φράσεων αυτού δηλ. φράσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα. Δεν αρκεί για την ίδρυση του λόγου η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔικ. εγγράφου, αλλά πρέπει επί πλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 612/2020, ΑΠ 433/2020). Στην προκειμένη περίπτωση με τους τέταρτο και πέμπτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται η εκ του αριθμ. 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, συνισταμένη στο ότι η προσβαλλομένη απόφαση παραμόρφωσε το περιεχόμενο των αναφερομένων εγγράφων (... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Π. Ρ., ... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Β. Δ.-Α., με το συνοδεύον αυτά τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Χ. Ρ. και την ... απόφαση του Εφετείου ... ) αναφορικά με το δυτικό όριο του επιδίκου ακινήτου. Οι ως άνω λόγοι είναι απαράδεκτοι, διότι με αυτούς δεν αποδίδεται διαγνωστικό σφάλμα ως προς το αληθινό περιεχόμενο των αποδεικτικών εγγράφων στα οποία αναφέρεται, δηλαδή λάθος κατά την ανάγνωσή τους, αλλά σφάλμα ως προς την εκτίμηση του περιεχομένου τους που δεν ιδρύει αναιρετικό λόγο (Α.Π.1745/2022, 778/2021), αλλά και αβάσιμοι, διότι όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατ' άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης το Εφετείο σχημάτισε τη δικανική του κρίση ως προς το ουσιώδες ζήτημα της συγκυριότητας των διαδίκων επί του επιδίκου ακινήτου όπως αυτό περιγράφεται κατά θέση, έκταση και όρια, ύστερα από συνεκτίμηση κι άλλων αποδεικτικών μέσων, τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι (μάρτυρες, έγγραφα, πραγματογνωμοσύνη) και δεν στήριξε την παραπάνω κρίση του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στα φερόμενα ως παραμορφωθέντα ως άνω έγγραφα.
Κατά το άρθρο 556 παρ.2 ΚΠολΔ, δικαίωμα αναίρεσης έχει ο διάδικος που ηττήθηκε ολικά ή εν μέρει κατά τη δίκη που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ο νικήσας διάδικος, που ως τέτοιος θεωρείται και ο εναγόμενος, όταν, για οποιοδήποτε λόγο απορρίφθηκε η αγωγή, έχει δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση εφόσον έχει προς τούτο έννοµο συμφέρον, τη συνδρομή του οποίου πρέπει ρητά να επικαλείται στο αναιρετήριο. Η ύπαρξη εννόµου συμφέροντος κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δ. και η έλλειψή του, που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, κατ' άρθρο 73 Κ.Πολ.Δ., συνεπάγεται την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης, ως απαράδεκτης. Η ύπαρξη εννόµου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να υφίσταται τόσο κατά το χρόνο άσκησης όσο και κατά το χρόνο συζήτησης της αναίρεσης, απαιτείται όχι µόνο γενικώς για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης, αλλά και ειδικώς για κάθε λόγο αναίρεσης, πρέπει δε ο αναιρεσείων να επικαλείται αυτό για τη νοµιµοποίηση του στην αίτηση αναίρεσης. Το έννοµο συμφέρον που απαιτείται, για να ασκηθεί ένα ένδικο μέσο, επομένως και η αναίρεση πρέπει επιπλέον να είναι ατομικό και άµεσο του διαδίκου ο οποίος υφίσταται βλάβη, αν δε την αναίρεση ασκεί ο νικήσας διάδικος επιδιώκοντας τον έλεγχο της απόφασης , η βλάβη του εξαρτάται από το αν η απόφαση αναπτύσσει δυσμενείς γι' αυτόν συνέπειες, όπως συμβαίνει και όταν αυτός βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και ειδικότερα αν από αυτή δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της αποφάσεως αποτελεί στοιχείο του δικαιώµατος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει ως εκ τούτου προσόντα διατακτικού (Α.Π. 1663/2010). Στην προκειμένη περίπτωση με τους έκτο και έβδομο λόγους αναίρεσης αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι εκ του άρθρου 559 αρ. 14 πλημμέλειες, συνιστάμενες στην μη κήρυξη της ακυρότητας της από 5-3-2018 κλήσης της πρώτης αναιρεσίβλητης με την οποία επανέφερε προς συζήτηση ,μετά την έκδοση της ... παρεμπίπτουσας απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης και την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, την από 4-6-2015 έφεσή της (αναιρεσείουσας), χωρίς ωστόσο να επαναφέρει και τις συνεκδικασθείσες με αυτήν από 5-3-2013 προσεπίκληση της πρώτης των αναιρεσιβλήτων κατά της δευτέρας των αναιρεσιβλήτων καθώς και την από 4-4-2016 κύρια παρέμβαση της δεύτερης των αναιρεσιβλήτων κατά της πρώτης αναιρεσίβλητης και κατά της ιδίας (αναιρεσείουσας) και επιπλέον δίκασε επί της κύριας παρέμβασης και απέρριψε αυτήν, ανακαλώντας στην ουσία την ρηθείσα ... παρεμπίπτουσα απόφαση, κατά το μέρος που και με αυτήν κρίθηκε η κύρια παρέμβαση και απορρίφθηκε επίσης για τον ίδιο λόγο. Ωστόσο με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, η απόρριψη της κύριας παρέμβασης που άσκησε η δεύτερη αναιρεσίβλητη ..., ενυπόθηκη δανείστρια της αναιρεσείουσας εναντίον της και εναντίον της πρώτης αναιρεσίβλητης δεν επηρεάζει άλλης μορφής έννομη σχέση, τυχόν υφισταμένη μεταξύ των διαδίκων, η δε νικήσασα κατά την εφετειακή δίκη αναιρεσείουσα ως προς τη δίκη αυτή (της κύριας παρέμβασης) δεν επικαλείται στο αναιρετήριο άλλη συγκεκριμένη βλάβη που προκαλείται σ' αυτήν από την απόρριψη της, ώστε να δικαιολογείται το έννοµο συμφέρον της, για την άσκησή της, πρέπει, οι λόγοι αυτοί αναίρεσης που αφορούν την κύρια παρέμβαση, να απορριφθούν , ως απαράδεκτοι. Αναφορικά με την ακυρότητα της ένδικης κλήσης, λόγω μη επαναφοράς με αυτήν της από 5-3-προσεπίκλησης της δεύτερης αναιρεσίβλητης που άσκησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η πρώτη αναιρεσίβλητη για να συμμετάσχει η πρώτη στην μεταξύ της προσεπικαλούσας και της εναγομένης- αναιρεσείουσας ανοιγείσα δίκη, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού με την προσεπίκληση αυτή η δεύτερη αναιρεσίβλητη απέκτησε την ιδιότητα του διαδίκου και συμμετείχε στη δίκη, με την ιδιότητά της δε αυτή η αναιρεσείουσα έστρεψε και εναντίον της την ασκηθείσα εκ μέρους της έφεση, που επανήλθε προς συζήτηση με την ένδικη κλήση. Συνακόλουθα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. ... τελεσίδικης απόφασης και της υπ' αριθμ. ... παρεμπίπτουσας απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα διάδικος, στη δικαστική δαπάνη της πρώτης αναιρεσίβλητης, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις κατά το σχετικό αίτημά της (άρθρα 176,183,191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και κατά τα οριζόμενα στον διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 25-7-2019 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. ... τελεσίδικης αποφάσεως και της υπ' αριθμ. ... παρεμπίπτουσας απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της πρώτης αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή