ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 167/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 167/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 167/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 167 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 167/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιφιγένεια Ματσούκα, Φωτεινή Μηλιώνη, Ευαγγελία Στεργίου, Ευγενία Μπιτσακάκη- Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και του γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων-καλούντων: 1) Ά. Ν. Κ., κατοίκου ..., 2) Κ. Ν. Κ., κατοίκου ... Η.Π.Α., 3) Μ. Ν. Κ., κατοίκου ... ΗΠΑ, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αλέξανδρο Χρηστίδη, και κατέθεσαν προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων - καθ'ων η κλήση: 1) Σ. Χ. του Ν., κατοίκου Αθηνών και προσωρινά διαμένοντος στην …, 2) Γ. Κ. του Μ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους Βασίλειο Δρόσο και Ιωάννη Κασιώτη, με δηλώσεις, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-7-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και προσώπου που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κω. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου που κήρυξε εαυτό καθ' ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς εκδίκαση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κω, 305/2015 του τελευταίου Δικαστηρίου και ... μη οριστική, ... του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 9-3-2022 αίτησή τους. Η συζήτηση της αιτήσεως ματαιώθηκε στη δικάσιμο 24-1-2024. Η υπόθεση επανέρχεται για συζήτηση, με την από 24-1-2024 κλήση των αναιρεσειόντων.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 24-1-2024 κλήση των αναιρεσειόντων, μετά από ματαίωση της συζήτησής της την 24-1-2024, η υπό κρίση από 9-3-2022 αίτηση αναίρεσης κατά της υπ' αριθμ. ... τελεσίδικης απόφασης του δικάσαντος ως Εφετείου Μονομελούς Πρωτοδικείου …..η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495, 552, 553, 556, 558, 560, 564 παρ.1, 566παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ' ιδίαν λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθμ. ... τελεσίδικη απόφαση του δικάσαντος ως Εφετείο Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Με την από 17-7-2009 αγωγή που άσκησαν οι αναιρεσείοντες και η Κ. Κ. του Ν., ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κω, εναντίον των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων, ζήτησαν να αναγνωριστούν συγκύριοι κατά ποσοστό 1/5 εξ αδιαιρέτου έκαστος του σε αυτήν αναφερομένου ακινήτου και να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος που το κατέχει παράνομα να τους το αποδώσει. Το δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ' αριθμ. ... απόφασή του με την οποία κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και την παρέπεμψε προς εκδίκαση στο Ειρηνοδικείο Κω. Η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση με την από 2-6-2013 κλήση των εναγόντων στο Ειρηνοδικείο Κω και εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, η υπ' αριθμ. ... οριστική του απόφαση με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής ως προς την τέταρτη ενάγουσα (μη διάδικο στην αναιρετική δίκη), για την οποία είχε καταργηθεί η δίκη λόγω παραιτήσεώς της από το δικόγραφο της αγωγής κατά τη συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου και απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τους λοιπούς ενάγοντες. Κατόπιν ασκήσεως της από 4-7-2016 εφέσεως εκ μέρους των τελευταίων, εκδόθηκε από το δικάσαν ως εφετείο Μονομελές Πρωτοδικείο Κω αρχικά η υπ' αριθμ. ... μη οριστική του απόφαση με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομιστεί, με επιμέλεια των εκκαλούντων, το εκ διακοσίων (200) ευρώ παράβολο, το οποίο κατατέθηκε απ' αυτούς κατά την άσκηση της έφεσης και επισυνάφθηκε στην έκθεση που συνέταξε ο Γραμματέας του Ειρηνοδικείου Κω, ή έγγραφο, από το οποίο να προκύπτει ότι κατατέθηκε το παραπάνω παράβολο, και στη συνέχεια και κατόπιν της από 17-6-2020 κλήσης που επανήλθε προς συζήτηση η υπόθεση, η υπ' αριθμ. ... απόφασή του με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η έφεση λόγω μη κατάθεσης του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 παραβόλου κατά χρόνο της ασκήσεώς της αλλά και πάντως πριν από τη συζήτησή της. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του ν. 4446/2016 και εφαρμόζεται εν προκειμένω ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης έφεσης (4-8-2016) και 532 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι εκείνος, που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης κατά της απόφασης του μονομελούς πρωτοδικείου, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο διακοσίων (200) ευρώ, το οποίο παράβολο επισυνάπτεται στην έκθεση, που συντάσσει ο γραμματέας, κατ' άρθρο 496 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., καθώς και ότι, σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτο. Με βάση τα ανωτέρω η κατάθεση του παραβόλου συνιστά τυπική προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης (Α.Π. 523/2023, Α.Π. 995/2020, 1137/2018). Όμως, εφόσον ορίζεται ότι το απαράδεκτο γεννάται "αν δεν κατατεθεί το παράβολο" και όχι αν αυτό δεν κατατεθεί εμπροθέσμως, η κατάθεση αυτού μετά την άσκηση της έφεσης και πριν από τη συζήτησή της δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο αυτής ( Α.Π. 523/2023, ΑΠ 995/2020, ΑΠ 933/2019, ΑΠ 341/2015). Ως συζήτηση της υπόθεσης για τη δυνατότητα καταβολής του απαιτούμενου παραβόλου για την άσκηση της έφεσης, όταν τούτο δεν έχει κατατεθεί κατά την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη με αυτή απόφαση, λαμβάνεται υπόψη η ημέρα και η ώρα η οποία ορίστηκε να εκδικαστεί με την αναγραφή της στο πινάκιο την αντίστοιχη ημέρα και ώρα με βάση τις οποίες κλητεύεται να παραστεί και ο εφεσίβλητος κατ' εφαρμογή του άρθρου 498 Κ.Πολ.Δ. για λόγους διαδικαστικής ασφάλειας ως προς την κρίση του παραδεκτού του ενδίκου μέσου. Περαιτέρω, η θέσπιση παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου, αποσκοπεί στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και στην ταχεία και αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης, δια της περιστολής της προπετούς άσκησης αβασίμων ενδίκων μέσων, κυρίως έφεσης και αναίρεσης, χωρίς να θίγεται το ατομικό δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη, αφού το ύψος του καταβλητέου ποσού, και υπό την παρούσα οικονομική συγκυρία, δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο και σε περίπτωση νίκης (ολικής ή μερικής) επιστρέφεται στον καταθέσαντα διάδικο, σε κάθε περίπτωση δε, η οικονομική αδυναμία καταβολής του, μπορεί να αντιμετωπισθεί με το θεσμό του ευεργετήματος πενίας (άρθρο 194 Κ.Πολ.Δ.). Έτσι, με τη ρύθμιση αυτή δεν παραβιάζονται: α) Οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος καθώς και αυτής του άρθρου 6 παρ. 1 της από 4-11-1950 Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Ρώμης "για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών", η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974, που προστατεύουν το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο, καθόσον το Σύνταγμα ή η ΕΣΔΑ δεν υποχρεώνει την θέσπιση ένδικων μέσων ή την καθιέρωση πλειόνων βαθμών δικαιοδοσίας (ΟλΣτΕ 1583/2010, ΑΠ 1137/2018). Σημειουμένου ότι, η διάταξη του άρθρου 2 του Εβδόμου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προβλέπει το δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσης από ανώτερο δικαστήριο, αναφέρεται, αποκλειστικά, σε ποινικές καταδίκες και, επομένως, ούτε από αυτή απορρέει υποχρέωση του Εθνικού Νομοθέτη να θεσπίζει ένδικα μέσα ή πλείονες βαθμούς δικαιοδοσίας στις λοιπές (πλην καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων) υποθέσεις. Και, β) η Συνταγματική διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 καθώς και η προαναφερθείσα του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, με τις οποίες προστατεύεται η αρχή της ισότητας, έκφανση της οποίας αποτελεί η δικονομική ισότητα των διαδίκων, διότι, ως ανεφέρθη, η οικονομική αδυναμία του διαδίκου, να καταβάλει το υπόψη παράβολο, μπορεί να αντιμετωπισθεί με το θεσμό του ευεργετήματος πενίας και, έτσι δεν τίθεται ζήτημα άνισης μεταχείρισης του οικονομικά ασθενέστερου διαδίκου έναντι του οικονομικά εύρωστου, ενώ η ευνοϊκή διάκριση υπέρ του Δημοσίου και άλλων Ν.Π.Δ.Δ., που δυνάμει ειδικών νόμων, απαλλάσσονται από την καταβολή του δικαιολογείται από τον εξυπηρετούμενο, με αυτή, σκοπό γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται στην εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των δικαστηρίων και την κάλυψη της ανάγκης αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης. Τέλος, η θέσπιση της επίμαχης ρύθμισης δεν υπερβαίνει τα όρια πέρα από τα οποία η εφαρμογή της ισοδυναμεί με κατάλυση, άμεση ή έμμεση, των προαναφερθέντων ατομικών δικαιωμάτων, ήτοι της προσφυγής στο δικαστήριο και της ίσης μεταχείρισης (ΑΠ 995/2020, πρβλ. ΑΕΔ 27/2004, 33/1995). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 1 εδ. α του Κ.Πολ.Δ αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται μόνο: 1)αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Κανόνες ουσιαστικού δικαίου αποτελούν μεταξύ άλλων και οι διατάξεις του Συντάγματος (Ολ.Α.Π. 9/23), οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου (Α.Π. 293/2012), αλλά και τα άρθρα 6 παρ. 1, 8 και 10 της ΕΣΔΑ, το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθ. Πρωτ. Της ΕΣΔΑ( Α.Π.1169/2013, Α.Π.346/2009, Α.Π.431/2008) Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν ( Α.Π.764/2022, Α.Π.1351/2021, Α.Π. 24/2021) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης ... απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω, απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, λόγω μη καταβολής του κατ' άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παραβόλου, η έφεση των ήδη αναιρεσειόντων κατά της υπ' αριθμ. ... απόφασης του Ειρηνοδικείου Κω, με τις ακόλουθες, επί λέξει, παραδοχές: "..... όπως προκύπτει από τη σχετική με αριθμό ... έκθεση του αρμοδίου γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, επί του αντιγράφου της έφεσης, το δικόγραφο αυτής κατατέθηκε την 4η.8.2018 χωρίς το οικείο παράβολο του ποσού των διακοσίων (200) ευρώ, γεγονός που βεβαιώνει και η Γραμματέας του Ειρηνοδικείου Κω Α. Χ. με την από 16.6.2020 υπηρεσιακή βεβαίωση που επικαλείται και προσκομίζει ο πρώτος εφεσίβλητος. Εξάλλου, δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα κατάθεση του παραβόλου κατά τον παραπάνω χρόνο της 4ης.8.2016, ούτε από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι εκκαλούντες αλλά ούτε και γίνεται αναφορά για τέτοια κατάθεση στις έγγραφες προτάσεις τους. Επομένως, εφόσον η υπό κρίση έφεση, η οποία αφορά σε διαφορά μη υπαγόμενη στις εξαιρέσεις του άρθρου 495 παρ. 3 εδάφιο τελευταίο Κ.Πολ.Δ. ασκήθηκε χωρίς την κατάθεση του εν λόγω παραβόλου, λείπει μια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της. Η δε έλλειψη της προϋπόθεσης αυτής, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, δεν αναπληρώνεται από την κατάθεση εκ μέρους των εκκαλούντων στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά την 4η.12.2020 των υπ' αριθμ. ... και ... (ΣΕΙΡΑ Α) παραβόλων Δημοσίου, καθώς αυτή έλαβε χώρα σε χρόνο μεταγενέστερο, όχι μόνο της κατάθεσης της έφεσης, αλλά και της συζήτησης αυτής κατά τη δικάσιμο της 21ης.5.2019, οπότε αναβλήθηκε κατ' άρθρο 254 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., προκειμένου, όπως προαναφέρθηκε, να προσκομιστεί, με επιμέλεια των εκκαλούντων, το παράβολο ποσού διακοσίων (200) ευρώ, το οποίο είχε τυχόν κατατεθεί απ' αυτούς κατά την άσκηση της έφεσης και επισυναφθεί στην έκθεση που συνέταξε ο Γραμματέας του Ειρηνοδικείου Κω, ή έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι είχε κατατεθεί το παραπάνω παράβολο, ενώ σημειώνεται ότι η παρούσα επαναλαμβανόμενη συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Σε κάθε περίπτωση η μη κατάθεση παραβόλου κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης ή έστω και κατά το χρονικό διάστημα μετά την άσκησή της και πάντως πριν από τη συζήτησή της δεν συνιστά τυπική παράλειψη που μπορεί να αναπληρωθεί κατ' άρθρο 227 Κ.Πολ.Δ και μετά τη συζήτηση, αφού η διατύπωση της διάταξης του άρθρου 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. κατά την οποία η κατάθεση του παραβόλου συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, δεν καταλείπει έδαφος για διαφορετική ερμηνεία.... Κατόπιν των ανωτέρω η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη". Οι αναιρεσείοντες, υπό την επίκληση της από τον αρ. 1 άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλειας, υποστηρίζουν ότι η νομοθετική πρόβλεψη για κατάθεση παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.) προσκρούει στις Συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 4 παρ. 1 και τις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις της ΕΣΔΑ (άρθρο 6 παρ. 1) και, επομένως, αυτή είναι ανεφάρμοστη, επειδή θίγει τον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος προσφυγής στο δικαστήριο και της αρχής της ίσης μεταχείρισης των διαδίκων, διότι με την εφαρμογή της αποκλείεται ή περιορίζεται σημαντικά το ατομικό δικαίωμα των οικονομικά ασθενέστερων διαδίκων για προσφυγή στο δικαστήριο και ο πραγματικός λόγος της θεσπίσεώς του είναι, απλώς, η αύξηση των δημοσίων εσόδων και όχι η ανάγκη αποτροπής άσκησης αβάσιμων ενδίκων μέσων, την οποία η επίμαχη διάταξη επιχειρεί να υπηρετήσει, που θεραπεύεται επαρκώς με την ήδη ισχύουσα διάταξη του άρθρου 205 Κ.Πολ.Δ., διατάξεις τις οποίες δεν εφάρμοσε ενώ ήταν εφαρμοστέες προκειμένου να κριθεί ως παραδεκτώς ασκηθείσα η ένδικη έφεσή τους. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η θέσπιση του υπόψη παραβόλου δεν αντίκειται στις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις, που προστατεύουν το ατομικό δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο και συγκεκριμένα σ' αυτές των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και των πρωτοκόλλων αυτής, οι οποίες δεν στερούν από τον κοινό νομοθέτη το δικαίωμα, στα πλαίσια της ελευθερίας του για την καθιέρωση των ενδίκων μέσων, να θεσπίζει και δικονομικές προϋποθέσεις για την άσκηση αυτών, οι οποίες δεν επάγονται άμεση ή έμμεση κατάλυση του ρηθέντος ατομικού δικαιώματος. Ούτε παραβιάζεται, με τη θέσπιση και εφαρμογή της ανωτέρω δικονομικής διατάξεως, το προστατευόμενο από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος και την προαναφερθείσα, υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη της ΕΣΔΑ (άρθρο 6 παρ. 1), ατομικό δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης, αφού, ως ήδη ανεφέρθη, η οικονομική αδυναμία του διαδίκου, να καταβάλει το σχετικό παράβολο, μπορεί να αντιμετωπισθεί με το θεσμό του ευεργετήματος πενίας ενώ η ευνοϊκή διάκριση υπέρ του Δημοσίου και άλλων Ν.Π.Δ.Δ., που δυνάμει ειδικών νομικών διατάξεων, απαλλάσσονται από την καταβολή τέτοιου παραβόλου, δικαιολογείται, από τον εξυπηρετούμενο, με αυτή, σκοπό γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης. Απορριπτέος εξάλλου κρίνεται και ο ίδιος λόγος αναίρεσης κατά το μέρος που με αυτόν πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για την κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 495 αρ.3 Κ.Πολ.Δ. απόρριψη ως απαράδεκτης της από 4-7-2016 έφεσής τους, ενώ οι ίδιοι κατέβαλαν την 4-12-2020 και πριν από τη συζήτησή της και την έκδοση της απόφασης του εφετείου το ρηθέν παράβολο, καθώς η παραβίαση της ανωτέρω διάταξης δεν μπορεί να θεμελιώσει την παραβίαση του άρθρου 560 αρ. 1 ως εκ του δικονομικού της χαρακτήρα. Συνακόλουθα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, ως ηττηθέντες διάδικοι, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις κατά το σχετικό αίτημά τους (άρθρα 176,183,191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και κατά τα οριζόμενα στον διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 9-3-2022 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. ... τελεσίδικης αποφάσεως του δικάσαντος ως εφετείου Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Ιανουαρίου 2025
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή