ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 168/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 168/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 168/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 168 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 168/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιφιγένεια Ματσούκα-Εισηγήτρια, Φωτεινή Μηλιώνη, Ευαγγελία Στεργίου, Ευγενία Μπιτσακάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2024, με την παρουσία και του γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Κωνσταντίνα Μαρίνου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Χ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Καλαϊτζίδη, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-8-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσπρωτίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... μη οριστική, ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Εφετείου Κέρκυρας. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί το αναιρεσείον με την από 10-11-2015 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ιφιγένεια Ματσούκα ανέγνωσε την από 20-11-2024 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 10-11-2015 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ' αριθμ. ... τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Κέρκυρας, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, κατάληξη της ακόλουθης της διαδικαστικής διαδρομής: Ο αναιρεσίβλητος άσκησε εναντίον του αναιρεσείοντος, Ελληνικού Δημοσίου, την από 08-08-2008 αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η υπ' αριθμ. ... μη οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια αυτοψίας. Στη συνέχεια μετά τη διενέργεια αυτοψίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. ... οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον άσκησε την από 09-02-2011 έφεση ενώπιον του Εφετείου Κέρκυρας, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε δε η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. ... απόφαση του Εφετείου Κέρκυρας, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλουμένη κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων και κατά τα λοιπά απέρριψε την έφεση ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Η αίτηση αναίρεσης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (έχει ασκηθεί εντός της κατά το άρθρο 564 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε, τριετούς καταχρηστικής προθεσμίας, αφού η προσβαλλομένη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 28-06-2013 και η αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση στις 16-11-2015 με αριθμό ...). Είναι κατά συνέπεια παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά το άρθρο 562 παρ.2 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο Δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπ' όψη ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός ο οποίος στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα ότι είχε προταθεί παραδεκτώς και νομίμως.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανωτέρω δικαστήριο, ώστε να δύναται να κριθεί αν ήταν νόμιμος και παραδεκτός, εάν δε συντρέχει εξαιρετική περίπτωση των εδ. α-γ της παρ. 2 του άρθρου 562 ΚΠολΔ., πρέπει να εκτίθεται στο αναιρετήριο η περίπτωση αυτή (ΑΠ 1289/2017, 1002/2017, 692/2017). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 559 αριθμός 14 του ΚΠολΔ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Με το λόγο αυτό αναίρεσης ελέγχεται και η αοριστία της αγωγής ποσοτική ή ποιοτική, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ανακοπής κλπ., τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης (Ολ. ΑΠ 1573/1981, ΑΠ 99/2017, 370/2014). Αντίθετα, νομική αοριστία της αγωγής, ανακοπής κλπ., η οποία στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει αν το δικαστήριο για τη θεμελίωσή της στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή ή την ανακοπή κλπ. (ΑΠ 100/2017). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 στοιχ. α` και β` Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που ανάγονται στη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1094 ΑΚ και 216 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για την πληρότητα και το ορισμένο της διεκδικητικής αλλά και της αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου (άρθρο 1094 ΑΚ, 70 ΚΠολΔ) αγωγής, ο ενάγων πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει το δικαίωμα της κυριότητάς του πάνω σε αυτό, το οποίο απέκτησε με κάποιο προβλεπόμενο από το νόμο (παράγωγο ή πρωτότυπο) τρόπο και ότι ο εναγόμενος νέμεται ή κατέχει το επίδικο ακίνητο ή αμφισβητεί το δικαίωμα κυριότητάς του επ' αυτού, του οποίου απαιτείται να προσδιορίζονται η θέση, τα όρια και η έκταση, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία για την ταυτότητά του και να μπορεί να εντοπίζεται επακριβώς και να διαχωρίζεται από τα γειτονικά εδάφη (AΠ 388/2017, ΑΠ 781/2016, ΑΠ 78/2015). Τέτοια περιγραφή του ακινήτου μπορεί να γίνεται και με αποτύπωσή του σε τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα που ενσωματώνεται στην αγωγή. Δεν είναι όμως αόριστο το δικόγραφο της αγωγής στο οποίο δεν ενσωματώνεται τοπογραφικό διάγραμμα εφόσον από την περιγραφή του ακινήτου δεν υφίσταται αμφιβολία για την ταυτότητά του (ΑΠ 1214/2020). Για την πληρότητα και το ορισμένο της αγωγής πρέπει να αναφέρεται, εκτός των άνω, κάποιος προβλεπόμενος από το νόμο τρόπος με τον οποίο απέκτησε ο ενάγων την κυριότητα ακινήτου, την αμφισβήτηση της κυριότητάς του από τον εναγόμενο ως και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Επί αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής, που στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας, για το ορισμένο αυτής αρκεί να γίνει επίκληση της σύμβασης, που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος και του άμεσου δικαιοπαρόχου του, κυρίου του μεταβιβαζόμενου ακινήτου με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που μεταγράφηκε, χωρίς να είναι αναγκαίο να καθορίζεται στο δικόγραφο της αγωγής και ο τρόπος με τον οποίο κατέστη κύριος ο δικαιοπάροχος αυτός του ενάγοντος, διότι μόνο σε περίπτωση αμφισβήτησης από τον εναγόμενο και της κυριότητας αυτού υποχρεούται ο ενάγων να καθορίσει με τις προτάσεις της συζήτησης τον τρόπο της κτήσης αυτής (ΑΠ 1103/2018, ΑΠ 1203/2012). Αν ο εναγόμενος με τις προτάσεις του της πρωτοβάθμιας δίκης αμφισβητήσει όχι μόνο την κυριότητα του ενάγοντος, αλλά ειδικά και την κυριότητα των δικαιοπαρόχων του (άμεσου ή και απωτέρων) επί του επιδίκου, τότε ο ενάγων, αν δεν το έχει κάνει καθ' υποφοράν με το δικόγραφο της αγωγής, είναι υποχρεωμένος, με τις προτάσεις της ίδιας πρωτοβάθμιας δίκης, να καθορίσει, με σαφή έκθεση γεγονότων, τον τρόπο κτήσης κυριότητας από τον άμεσο δικαιοπάροχό του και, αν είναι ανάγκη, και των απώτερων δικαιοπαρόχων του, κατ' επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 224 ΚΠολΔ, φθάνοντας μέχρι πρωτότυπου τρόπου κτήσης κυριότητας, όπως είναι η τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, να επικαλεστεί δε τη νομή και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες, υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το ακίνητο σαν δικό του (ΑΠ 1589/2008). Η παράλειψη του ενάγοντος να συμπληρώσει την αγωγή με τον άνω τρόπο ή καθ' υποφοράν στην αγωγή των άνω στοιχείων, επιφέρει την απόρριψη της αγωγής ως αόριστης (Α.Π. 1214/2020). Στην περίπτωση, όμως, που στο αγωγικό δικόγραφο ο ενάγων ιστορεί ότι κατέστη κύριος του επιδίκου και πρωτοτύπως, με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, με την παράθεση εκ μέρους του διακατοχικών επ` αυτού (επιδίκου) πράξεων επιδηλωτικών της νομής του και αν συντρέχει περίπτωση προσμέτρησης νομής και εκείνης των δικαιοπαρόχων του επί διάστημα μείζον του απαιτούμενου κατά νόμο χρόνου της δεκαετίας και εικοσαετίας αντίστοιχα (άρθρα 1041 και 1045 ΑΚ), παρέλκει η ανωτέρω συμπλήρωση (ΑΠ 441/2021, ΑΠ 432/2019, ΑΠ 949/2018). Εξάλλου, όταν αντίδικος του χρησιδεσπόζοντος είναι το Δημόσιο, τα ακίνητα του οποίου μετά την 11-09-1915 εξαιρούνται της χρησικτησίας και ο ενάγων (ιδιώτης) επικαλείται πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας ακινήτου, στηριζόμενης σε χρησικτησία (τακτική και έκτακτη) ή παράγωγο τρόπο (π.χ. αγορά) κτήσης κυριότητας αυτού και το Δημόσιο αμφισβητεί την κυριότητα των δικαιοπαρόχων του, τότε θα πρέπει να αποδείξει (ο ενάγων) και την κυριότητα αυτών μέχρι να αναχθεί σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας, που κατά κανόνα θα είναι η χρησικτησία και δη η έκτακτη. Στις περιπτώσεις δε αυτές φέρει το βάρος να αποδείξει μόνο τις θετικές προϋποθέσεις της χρησικτησίας και όχι τις αρνητικές, όπως ότι το ακίνητο δεν είναι αντικείμενο επιδεκτικό χρησικτησίας ή ότι δεν εξαιρείται αυτής, επειδή δεν είναι δημόσιο. Ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο εξαιρείται του θεσμού της χρησικτησίας, επειδή είναι δημόσιο, αποτελεί ένσταση και πρέπει, ως τέτοια, να προταθεί στη δίκη από το εναγόμενο Δημόσιο, με αναγωγή σε κάποιο νόμιμο τρόπο κτήσης κυριότητας. Πέραν τούτων, όμως, το Δημόσιο, το οποίο δεν έχει εξοπλιστεί από το νομοθέτη με ένα γενικό τεκμήριο κυριότητας, το οποίο θα το απαλλάσσει από το βάρος απόδειξης των παραγωγικών του δικαιώματος του γεγονότων, σε κάθε περίπτωση που ισχυρίζεται ότι έχει την κυριότητα ενός ακινήτου, θα πρέπει παράλληλα να επικαλείται το συγκεκριμένο τίτλο κτήσης του, αποδεικνύοντας τα παραγωγικά του γεγονότα (άρθρο 338 παρ.1 ΚΠολΔ) (Α.Π 894/2020, Α.Π 1182/2018). Κατά δε την διάταξη του άρθρου 974 Α.Κ νομή είναι η με διάνοια κυρίου φυσική εξουσίαση του πράγματος. Η διάνοια δε κυρίου, δηλαδή το πνευματικό στοιχείο της νομής, υποδηλώνεται είτε ρητώς είτε σιωπηρώς με πράξεις, τις οποίες επιχειρεί συνήθως ο ιδιοκτήτης του πράγματος ή ο αντιπρόσωπός του (ΑΠ 949/2018, ΑΠ 838/2014, ΑΠ 1864/2011, ΑΠ 1698/2010, ΑΠ 2298/2009). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης το αναιρεσείον ψέγει την προσβαλλόμενη απόφαση, κατ' εκτίμηση, αληθώς για την πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 14 ΚΠολ.Δ (και όχι 559 αρ. 1). Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η αγωγή είναι αόριστη, αφενός επειδή δεν γίνεται στο δικόγραφό της σαφής περιγραφή του επιδίκου, ούτε ενσωματώθηκε στην αγωγή σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα και αφετέρου επειδή δεν αναφέρεται στο δικόγραφο ο τρόπος κτήσης του επιδίκου από τον ενάγοντα και τους δικαιοπάροχους του, αν και το αναιρεσείον αμφισβήτησε την κυριότητα του αναιρεσίβλητου επ' αυτού, ισχυριζόμενο ότι πρόκειται περί δημόσιας δασικής έκτασης. Από την επιτρεπτή όμως, κατ` άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση του δικογράφου της έφεσης προκύπτει, ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν προεβλήθη ενώπιον του Εφετείου από τον αναιρεσείοντα. Επομένως, ο ως άνω ισχυρισμός και αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, προτεινόμενος το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου προβάλλεται απαραδέκτως. Σε κάθε περίπτωση όμως ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Από την παραδεκτή επισκόπηση της από 08-08-2008 αγωγής προκύπτει ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ιστορούσε ότι κατέστη κύριος με παράγωγο άλλως πρωτότυπο τρόπο του περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου - οικοπέδου, εκτάσεως 619,12 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση ... της κτηματικής περιφέρειας Ηγουμενίτσας, με όρια τα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι περιήλθε σ' αυτόν δυνάμει του υπ' αριθμ. ... συμβολαίου του συμβολαιογράφου Ηγουμενίτσας Ν. Κ., νόμιμα μεταγεγραμμένου, με αγορά από τον αληθή κύριο Α. Π., άλλως με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, επειδή το νεμόταν και το κατείχε με καλή πίστη και με διάνοια κυρίου, επί χρόνο μεγαλύτερο της 20ετίας συνέχεια και χωρίς διακοπή, ασκώντας τις προσήκουσες διακατοχικές πράξεις (περίφραξη, τοπογράφηση). Το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ορισμένη την αγωγή, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 14 Κ.Πολ.Δ.. Συγκεκριμένα, περιγράφεται λεπτομερώς το επίδικο ακίνητο κατά όρια, θέση και έκταση και αναφέρονται οι όμοροι ιδιοκτήτες, έτσι ώστε να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητα αυτού, χωρίς να χρειάζεται να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα. Περαιτέρω, προσδιορίζεται ο χαρακτήρας του επιδίκου ως οικοπέδου και ο τρόπος κτήσης κυριότητας του ενάγοντος, πέραν του παραγώγου τρόπου και με πρωτότυπο, με συγκεκριμένες πράξεις νομής, επί συνεχές χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας από το έτος 1974, ενώ η επίκληση του τρόπου που κατέστησαν κύριοι οι δικαιοπάροχοί του, ανατρέχοντας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και της προσάρτησης των Νέων Χωρών στην Ελλάδα, προϋποθέτει δημόσιο κτήμα, πράγμα το οποίο δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής, αλλά περιεχόμενο ισχυρισμού. Επομένως, το Εφετείο ορθώς αξιολόγησε ως ορισμένη την υπό κρίση αγωγή και ο άνω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 559 αρ.13 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου, αναφορικά με το ρυθμιζόμενο στη διάταξη του άρθρου 338 Κ.Πολ.Δ. βάρος της απόδειξης, σύμφωνα με την οποία (διάταξη) κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Το βάρος της απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό, προσδιορίζει τον διάδικο στον οποίο το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα, περί απόδειξης απόφαση, θα επιβάλλει την ευθύνη προσκομιδής των αποδεικτικών μέσων, προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης. Το αντικειμενικό βάρος προσδιορίζει τον διάδικο που φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή, ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων επέλευσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού, του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας, διαδίκου, στοιχειοθετεί τον παρόντα λόγο αναίρεσης. Ειδικότερα, εσφαλμένη επιβολή του αντικειμενικού βάρους υπάρχει όταν το δικαστήριο από τις προσαχθείσες αποδείξεις δεν σχηματίζει την δικανική πεποίθηση που απαιτεί ο νόμος για την παραδοχή ορισμένου αιτήματος, δηλαδή αμφιβάλλει για την ουσιαστική βασιμότητα κάποιου ισχυρισμού, που κατά νόμο θεμελιώνει το αίτημα της αγωγής, ένστασης κλπ και που οφείλει να αποδείξει ο υποβαλών το αίτημα διάδικος, οπότε το δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει το σχετικό αίτημα. Εάν δεν το απορρίψει, υποπίπτει στη νομική πλημμέλεια της ανωτέρω διάταξης (ΑΠ 148/2016). Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των ισχυρισμών (ενστάσεων) του Ελληνικού Δημοσίου, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών αυτών τις φέρει το ενιστάμενο Δημόσιο και όχι ο ενάγων. Κατά συνέπεια εάν δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κυριότητας ή άλλου δικαιώματος του Δημοσίου, η αγωγή δεν θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη (ΑΠ 1076/2022, ΑΠ 893/2020, ΑΠ 182/2018, ΑΠ 148/2016, ΑΠ 1527/2014). Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 13 Κ.Πολ.Δ., της εσφαλμένης επιβολής του αντικειμενικού βάρους απόδειξης ως προς τον προταθέντα από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ισχυρισμό περί ιδίας κυριότητας επί των επιδίκου ως δημόσιας δασικής έκτασης, τον οποίο το Εφετείο αφενός έκρινε ότι αποτελεί ένσταση και αφετέρου τον έκρινε αναπόδεικτο και απορριπτέο και στη συνέχεια έκρινε ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, σύμφωνα με όσα στη νομική σκέψη αναφέρονται δεν υπέπεσε στη νομική πλημμέλεια της εσφαλμένης επιβολής του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, καθόσον τις συνέπειες του μη σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποίθησης περί του επικαλούμενου γεγονότος ότι το επίδικο ανήκε στη κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, που αποτελεί ένσταση και όχι άρνηση της αγωγής, τις έφερε το ενιστάμενο αναιρεσείον και όχι ο αναιρεσίβλητος ενάγων. Επίσης με τον ίδιο λόγο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 9 Κ.Πολ.Δ. Κατά το σκέλος αυτό ο δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας αφού δεν καθορίζεται ποια αίτηση έμεινε αδίκαστη και ότι αυτή υποβλήθηκε παραδεκτώς και νομίμως. Κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Διδάγματα κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικώς, από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Η παραβίαση των διδαγμάτων κοινής πείρας ιδρύει λόγο αναιρέσεως μόνο, αν αυτά χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένως από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν και όχι προς έμμεση απόδειξη ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που χρησιμοποιήθηκαν (Ολ. ΑΠ 2/2008). Στην περίπτωση κατά την οποία η αγωγή κρίθηκε κατ' ουσίαν βάσιμη ή αβάσιμη, για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας ευθεία παραβίαση των διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ.1 και 1 ΚΠολΔ), πρέπει να καθορίζεται στο έγγραφο της αναιρέσεως α) η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, β) το κατά την εκδοχή του αναιρεσείοντος ερμηνευτικό ή υπαγωγικό σφάλμα, γ) τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο ως θεμελιωτικά της κρίσεώς του για την βασιμότητα ή μη της αγωγής, δ) ποια είναι τα διδάγματα κοινής πείρας που παραβιάστηκαν, καθώς και ο κανόνας δικαίου την ερμηνεία και εφαρμογή του οποίου τα διδάγματα αυτά αφορούν, γιατί αλλιώς καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Διότι μόνο ενόψει των ουσιαστικών αυτού παραδοχών μπορεί να ελεγχθεί αν η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στην απόφαση οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο και εξαρτάται τελικώς η ευδοκίμηση της αναιρέσεως, η δε αοριστία του λόγου αναιρέσεως δεν θεραπεύεται με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα (ΟλΑΠ 27/98, ΑΠ 325/2004). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην αναιρεσιβαλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, χωρίς όμως στο αναιρετήριο να μνημονεύονται ρητά και με σαφήνεια τα προαναφερόμενα στοιχεία, αλλά μόνο αξιολογικές κρίσεις αναφορικά με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης. Επομένως, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αόριστος και απαράδεκτος.
Από τη διάταξη του αριθμού 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, συνάγεται ότι ιδρύεται στην τελευταία αυτή περίπτωση λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αυξημένη δύναμη, που δεν την είχε κατά νόμο ή αρνήθηκε να αναγνωρίσει τέτοια δύναμη σε αποδεικτικό μέσο που δεσμευτικά ορίζει ο νόμος. Τέτοια περίπτωση συντρέχει εάν το δικαστήριο της ουσίας δεν προσέδωσε στη δικαστική ομολογία ή στα δημόσια έγγραφα την αυξημένη αποδεικτική δύναμη που τους προσδίδει ο νόμος (ΑΠ 573/2018, ΑΠ 412/2011). Αντίθετα δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός στην περίπτωση που το δικαστήριο, συνεκτιμώντας ελεύθερα, κατά το άρθρ. 340 ΚΠολΔ, ίδιας αποδεικτικής δύναμης αποδεικτικά μέσα αποδίδει μικρότερη ή μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε κάποιο ή κάποια από αυτά ή από εκείνη που ο αναιρεσείων θεωρεί ότι έχουν, αφού τότε η εκτίμηση αφορά την ουσία των πραγμάτων και είναι συνεπώς κατά το άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 430/2016, ΑΠ 1596/2014).Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 438 του ΚΠολΔ έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο, ή λειτουργό, ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ` ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση και ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με προσβολή του εγγράφου ως πλαστού, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 440 του ιδίου Κώδικα τα έγγραφα που αναφέρονται στα άρθρα 438 και 439 αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται σ` αυτά, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη. Η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 440 του ΚΠολΔ είναι συμπληρωματική της πρώτης και ρυθμίζει τις περιπτώσεις εκείνες που βεβαιώνεται στο δημόσιο έγγραφο ορισμένο γεγονός, την αλήθεια του οποίου όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, οπότε ναι μεν υπάρχει και πάλι πλήρης απόδειξη, πλην όμως επιτρέπεται ανταπόδειξη, χωρίς να απαιτείται να προσβληθεί το δημόσιο έγγραφο για πλαστότητα, όπως αντιθέτως συμβαίνει επί ενεργειών στις οποίες προέβη εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο ή περί γεγονότων που έλαβαν χώρα ενώπιον του (ΑΠ 883/2013). Στην περίπτωση αυτή είναι επιτρεπτή η ανταπόδειξη, η οποία μπορεί να λάβει χώρα με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, όπως μάρτυρες, ιδιωτικά έγγραφα, αλλά και δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 361/2004, ΑΠ 455/1993). Η ανταπόδειξη δεν συνιστά κύρια απόδειξη και κατά συνέπεια δεν απαιτείται ν` αποδειχθεί το αντίθετο του αποδεικνυομένου με το δημόσιο έγγραφο, αλλά αρκεί να κλονισθεί η πεποίθηση του δικαστή για την αλήθεια του περιστατικού. (ΑΠ 445/2019). Στην προκείμενη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αρ.12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια υπό την επίκληση ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου για την αποδεικτική δύναμη των αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα των προσκομισθέντων από αυτό με επίκληση δημοσίων εγγράφων, χωρίς αυτά να προσβληθούν ως πλαστά. Ειδικότερα, αιτιάται ότι ενώ, από τα αναλυτικά αναφερόμενα στον τέταρτο λόγο αναίρεσης δημόσια έγγραφα (υπ' αριθμ. ... πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής της Δ/νσης Δασών Θεσπρωτίας, υπ' αριθμ. ... απόφαση του Νομάρχη Θεσπρωτίας, από 18-04-1980 έκθεση αυτοψίας και υπ'αριθμ. ... έγγραφο της Δ/νσης Δασών) που συντάχθηκαν από τους κατά τόπο και καθ' ύλην αρμόδιους υπαλλήλους, προκύπτει ότι το επίδικο είναι δημόσια δασική έκταση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι το επίδικο ανήκει κατά κυριότητα στον αναιρεσίβλητο. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Και τούτο διότι, τα όσα βεβαιώνονται στα έγγραφα αυτά, ως μη γενόμενα από τους ίδιους τους αρμόδιους δημοσίους υπαλλήλους που υπογράφουν αυτά ή ενώπιον τους είναι δεκτικά ανταπόδειξης, χωρίς να απαιτείται η προσβολή των πιο πάνω εγγράφων ως πλαστών. Όπως δε προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι κύριος του επίδικου κατέστη ο αναιρεσίβλητος με παράγωγο, άλλως με πρωτότυπο τρόπο, από το συνδυασμό των μετ' επικλήσεως προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, στα οποία περιλαμβάνονται και τα παραπάνω δημόσια έγγραφα, αφού δεν απαιτείται να αποδειχθεί το αντίθετο του αποδεικνυομένου με τα δημόσια έγγραφα, αλλά αρκεί να κλονισθεί η πεποίθηση του δικαστή για την αλήθεια του βεβαιούμενου στα δημόσια έγγραφα περιστατικού. Εξάλλου απορριπτέος ως αβάσιμος είναι ο λόγος αυτός και κατά το σκέλος του με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη η από το άρθρο 559 αρ. 8 πλημμέλεια, αφού τα αποδεικτικά μέσα δεν αποτελούν "πράγματα" κατά την έννοια της ως άνω διάταξης.
Κατά το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 1/1999). Έλλειψη νόμιμης βάσης, εξάλλου, δεν υπάρχει, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ' άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν προβάλλεται ανεπαρκής και ελλιπής αιτιολογία, πρέπει το αναιρετήριο να περιλαμβάνει: α) τη συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που φέρεται ότι παραβιάστηκε και, μάλιστα, ενάριθμα (ΟλΑΠ 32/1996, ΑΠ 120/2017, 261/2016), αφού παγίως γίνεται δεκτό ότι ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να προβεί στην αυτεπάγγελτη θεμελίωση του σχετικού λόγου, βάσει της αρχής jura novit curia, η οποία δεν εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία (ΑΠ 1040/2010,651/2010), β) τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005), έστω και κατά τρόπο συνοπτικό ή τη μνεία ότι αυτή δεν περιέχει καθόλου αιτιολογία, ώστε να είναι εφικτή με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου η στοιχειοθέτηση του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, ενώ δεν αρκούν οι όλως περιορισμένες, μεμονωμένες και κατ' επιλογήν αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης, γ) τον ουσιώδη αυτοτελή ισχυρισμό (αγωγικό, ένσταση κλπ) και τα πραγματικά περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο εμφανίζεται η προβαλλόμενη έλλειψη ή ανεπάρκεια και τη σύνδεση αυτού με το διατακτικό της απόφασης, καθώς και ότι ο εν λόγω νόμιμος και ουσιώδης ισχυρισμός είχε προταθεί παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας που εξέδωσε την απόφαση και δ) εξειδίκευση της πλημμέλειας που προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή, τη μνεία ότι δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία ή, αν προβάλλεται ανεπαρκής και ελλιπής αιτιολογία, τα επιπλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έπρεπε να περιέχονται στην απόφαση ή να προσδιορίζει ως προς τι υπάρχει και σε τι συνίσταται η έλλειψη του νομικού χαρακτηρισμού των ουσιωδών περιστατικών που έγιναν δεκτά (Ολ ΑΠ 20/2005, ΑΠ 402/2022, ΑΠ 901/2020, ΑΠ 121/2014). Η αοριστία του λόγου αυτού δεν μπορεί να θεραπευθεί με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (Ολ ΑΠ 57/1990, ΑΠ 1265/2017, 674/2016). Γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν αρκούν, όπως, επίσης, δεν αρκούν οι όλως περιορισμένες, μεμονωμένες και κατ' επιλογήν αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης (ΑΠ 402/2022, ΑΠ 901/2020, ΑΠ 148/2008). Τέλος, ο από την ανωτέρω διάταξη λόγος αναίρεσης είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση γιατί παραβίασε εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, διότι πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 785/2023, ΑΠ 536/2022, ΑΠ 1055/2018, ΑΠ 1225/2018). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε εσφαλμένα ότι η επίδικη έκταση δεν είχε δασικό χαρακτήρα και ότι ο αναιρεσίβλητος απέκτησε κυριότητα επ' αυτού με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι προεχόντως απαράδεκτος, εξαιτίας της αοριστίας του, δεδομένου ότι, εκτός από την έλλειψη μνείας των φερομένων ως παραβιασθέντων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου, το αναιρεσείον δεν αναφέρει καθόλου τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί σε τι συνίσταται η έλλειψη ή η αντίφαση ή η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, που οδήγησαν σε εσφαλμένο, κατά τον αναιρεσείοντα, διατακτικό. Ανεξαρτήτως δε τούτων, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και επειδή, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσής του στη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο των πραγματικών γεγονότων (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Συνακόλουθα με τα παραπάνω, μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. ... απόφασης του Εφετείου Κέρκυρας και να καταδικαστεί το αναιρεσείον ως ηττηθείς διάδικος, στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, κατά το σχετικό αίτημά του (άρθρα 176,183,191 παρ. 2 ΚΠολΔ) μειωμένη όμως κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, άρθρο 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 και 2 της 134423/28.12.1992 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β'/11/20.1.1993) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-11-2015 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. ... απόφασης του Εφετείου Κέρκυρας.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή