ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 169/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 169/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 169/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 169 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 169/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιφιγένεια Ματσούκα, Φωτεινή Μηλιώνη- Εισηγήτρια, Ευαγγελία Στεργίου, Ευγενία Μπιτσακάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και του γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Σ. Κ. του Κ. και Μ. συζ. Σ. Π., ..., που συνεχίζει τη δίκη ως ειδική διάδοχος του ήδη αποβιώσαντος αρχικώς αναιρεσείοντος Κ. Κ. του Σ. και Ν., που συνεχίζει τη δίκη, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Ροϊνιώτη, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τoν Γεώργιο Καφίρη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-10-2012 αγωγή του αρχικού και ήδη αποβιώσαντος αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζήτησε ο αρχικώς αναιρεσείων με την από 10-10-2019 αίτησή του επί της οποίας, εκδόθηκε η ... απόφαση του Γ' Πολιτικού Τμήματος, με την οποία παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο αναφερόμενος στο σκεπτικό της απόφασης αυτής δεύτερος λόγος κατά το δεύτερο σκέλος του, της ως άνω αίτησης αναίρεσης.
Εκδόθηκε η ... απόφαση της Τακτικής Ολομελείας του Αρείου Πάγου, η οποία απορρίπτει το δεύτερο λόγο κατά το δεύτερο σκέλος του της από 10.10.2019 αιτήσεως για αναίρεση της ... οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, όπως παραπέμφθηκε με την ως άνω απόφαση του Γ' (Πολιτικού) Τμήματος και αναπέμπει την υπόθεση, ενώπιον του Γ' (Πολιτικού) Τμήματος, προκειμένου να κριθούν οι λοιποί λόγοι της από 10.10.2019 αιτήσεως αναιρέσεως για τους οποίους το Τμήμα αυτό επιφυλάχθηκε με την ... παραπεμπτική του απόφαση. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 27-3-2023 κλήση του ήδη αποβιώσαντος αρχικού αναιρεσείοντος, για την οποία ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α', 287, 291 και 292 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 παρ.1 του ίδιου Κώδικα και στην αναιρετική δίκη, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 Α.Κ., προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται αν, μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου διακοπής με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης από εκείνον που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που μέχρι την επέλευση του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος. Ως διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης, στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόμος του), ο οποίος μπορεί να δηλώσει την εκούσια επανάληψη της δίκης και εφόσον δεν υπάρξει αμφισβήτηση της ιδιότητάς του ως κληρονόμου, η δίκη συνεχίζεται αμέσως. (ΑΠ 1023/2023, ΑΠ 882/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από 4.5.2023 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου του ληξιάρχου της ... του Δήμου Ναυπλιέων, στις 3.5.2023 απεβίωσε στο Άργος ο αναιρεσείων Κ. Κ. του Σ., ο οποίος, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα αντίγραφα α) της από 20.12.2022 ιδιόγραφης διαθήκης του και β) των υπ' αριθ. ... πρακτικών του Ειρηνοδικείου Ναυπλίου περί της δημοσίευσης αυτής, κληρονομήθηκε νομίμως εκ διαθήκης, ως προς το ένδικο ακίνητο, από την θυγατέρα του Σ. Κ. του Κ.. Η τελευταία, υπό την ιδιότητά της αυτή, για την οποία δεν υπήρξε αμφισβήτηση, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, νομίμως δήλωσε το θάνατο του προαναφερομένου αναιρεσείοντος και την εκούσια στο όνομά της επανάληψη της διακοπείσας βιαίως, λόγω του θανάτου του, δίκης, η οποία πλέον νομίμως συνεχίζεται. Με την από 10.10.2019 αίτηση, ο αναιρεσείων ζήτησε την αναίρεση της υπ' αριθ. ... απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, δέχθηκε την έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και απέρριψε την αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος. Επί της αιτήσεως εκδόθηκε η υπ' αριθ. ... απόφαση του Τμήματος αυτού, με την οποία παραπέμφθηκε στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο δεύτερος λόγος κατά το δεύτερο σκέλος της αίτησης αναίρεσης, επιφυλάχθηκε δε το Τμήμα να κρίνει, μετά την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας του Δικαστηρίου επί του παραπεμφθέντος λόγου, επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου και επί του τρίτου λόγου της αίτησης αναίρεσης. Με την ίδια ως άνω απόφαση του Τμήματος, απορρίφθηκε ο πρώτος αναιρετικός λόγος. Ήδη, και αφού εκδόθηκε η υπ' αριθ. ... απόφαση του Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε ο ως άνω παραπεμφθείς σ` αυτήν λόγος της αναίρεσης, παραδεκτά και νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, με την από 27.3.2023 κλήση του αναιρεσείοντος, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου και κατά τον τρίτο λόγο, επί των οποίων είχε επιφυλαχθεί το Δικαστήριο τούτο. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του β.δ. της 17.11/01.12.1836 "Περί ιδιωτικών δασών", σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ιδίου διατάγματος, αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες, πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από το Υπουργείο Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος, που έχει ισχύ νόμου. Έτσι με τις προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους, κατά τον χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίσθηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ιδίου διατάγματος. Προϋπόθεση όμως του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά τον χρόνο ισχύος του διατάγματος. Δάσος, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 1 του ν. ΑΧΝ`/1888 "Περί διακρίσεως και οροθεσίας των δασών", η οποία περιλήφθηκε, ως άρθρο 57, στον ν. 3077/1924 "Περί δασικού κώδικος" και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1, 2, 3 του ν. 998/1979 "Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας". Ειδικότερα, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 3 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 998/1979 "1. Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν, μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές).", "2. Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά." και "3. Ως δάση και δασικές εκτάσεις νοούνται και οι οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις (φρυγανώδεις ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι) που περικλείονται, αντιστοίχως, από δάση και δασικές εκτάσεις, καθώς και οι υπεράνω των δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των ορέων και οι άβατοι κλιτύες αυτών. Οι εκτάσεις της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου δεν υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, έστω και αν περικλείονται από δάση ή δασικές εκτάσεις.". Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 5 περ. α, β του Ν. 998/1979, " 5. Στις διατάξεις του παρόντος νόμου, πλην των περιπτώσεων των άρθρων 17, 22, 63, 64 και 65 του παρόντος νόμου, υπάγονται και οι εκτάσεις των επόμενων περιπτώσεων α` και β` του παρόντος, που δεν έχουν αναγνωριστεί ως ιδιωτικές με έναν από τους τρόπους του άρθρου 10 του ν. 3208/2003: α) Οι χορτολιβαδικές εκτάσεις που βρίσκονται επί ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών και συγκροτούν φυσικά οικοσυστήματα αποτελούμενα από φρυγανική, ποώδη ή άλλη αυτοφυή βλάστηση ή από δασική μεν βλάστηση που δεν συνιστά δασοβιοκοινότητα. β) Οι βραχώδεις ή πετρώδεις εκτάσεις των ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το δάσος είναι οργανικό σύνολο αγρίων φυτών με ξυλώδη κορμό, πάνω στην επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και χλωρίδα, αποτελούν, με την αμοιβαία αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδρασή τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει και όταν η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Κρίσιμη, επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης, η οποία με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σ` αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος (Α.Ε.Δ. 27/1999). Επίσης, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιασδήποτε φύσης, ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εκτάσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι, οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των ορέων και οι άβατες κλιτύες αυτών, ενώ στις διατάξεις του νόμου 998/1979, πλην των περιπτώσεων των άρθρων 17, 22, 63, 64 και 65 του ιδίου νόμου, υπάγονται και οι χορτολιβαδικές εκτάσεις που βρίσκονται επί ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών και συγκροτούν φυσικά οικοσυστήματα αποτελούμενα από φρυγανική, ποώδη ή άλλη αυτοφυή βλάστηση ή από δασική μεν βλάστηση που δεν συνιστά δασοβιοκοινότητα και οι βραχώδεις ή πετρώδεις εκτάσεις των ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών. Και δεν ασκεί επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού, κατά καιρούς, εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση. Περαιτέρω, στην παράγραφο 6 και στο στοιχείο ζ` του άρθρου 3 του αυτού, ως άνω, νόμου (ν. 998/1979) ορίζεται ότι: "6. Δεν υπάγονται οπωσδήποτε στις διατάξεις του παρόντος νόμου: α) .... β) .... γ) ...., δ) ...., ε) ...., στ) .... ζ) Οι περιοχές για τις οποίες υφίστανται εγκεκριμένα σχέδια πόλεως ή καταλαμβάνονται υπό οικισμών, τα όρια των οποίων έχουν εγκριθεί με πράξεις της Διοίκησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των προεδρικών διαταγμάτων 21.11/1.12.1979 (Δ` 693), 2.3/13.3.1981 (Δ` 138) ή 24.4/3.5.1985 (Δ` 181) ....". ( ΑΠ 111/2023, ΑΠ 773/2020, ΑΠ 1443/2015, ΑΠ 384/2014). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α` του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Εξάλλου, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε στο νόμο έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, όταν το δικαστήριο της ουσίας έκανε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών της ένδικης υπόθεσης σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας δεν υπάγονται και, έτσι, κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα, με τη μορφή του διατακτικού. Με τον λόγο αυτό αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων, αντενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών, δηλαδή, αποκλειστικά, των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν, καθώς και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο παραπάνω αναιρετικός λόγος, αν οι πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου καθιστούν φανερή την ως άνω παραβίαση (Ολ.ΑΠ 2/2021, Ολ.ΑΠ 3/2020, ΑΠ 23/2023, ΑΠ 257/2020, ΑΠ 38/2020, ΑΠ 319/2017). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), (Ολ.ΑΠ 6/2006). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 736/2019). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 68/2020, ΑΠ 12/2020). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 162/2020, ΑΠ 169/2019, ΑΠ 1339/2017). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 23/2023, ΑΠ 68/2020, ΑΠ 262/2020, ΑΠ 551/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου και τον τρίτο (κατ' ορθή αρίθμηση) λόγο της αίτησης αναίρεσης, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ν. 998/1979, δεχόμενο εσφαλμένα, με ανεπαρκείς αιτιολογίες, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί δασική έκταση, ως τμήμα μείζονος εκτάσεως της ίδιας μορφής, εμβαδού 10.569.985,2 τ.μ., ερμηνεύοντας και μη εφαρμόζοντας εσφαλμένα την ισχύουσα εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 περ. ζ του ν. 998/1979, σύμφωνα με την οποία, "οι περιοχές που καταλαμβάνονται από οικισμούς και, μάλιστα προ του 1923, δεν υπάγονται στις διατάξεις του ν. 998/1979". Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα, κρίσιμα για τον αναιρετικό έλεγχο, πραγματικά περιστατικά : "Το επίδικο ακίνητο είναι ένα γεωτεμάχιο, εκτάσεως κατά την επιμέτρηση από τον ΟΚΧΕ 181 τ.μ. και κατά νεότερη καταμέτρηση 182,32 τ.μ., το οποίο βρίσκεται εντός των ορίων του προϋφισταμένου του έτους 1923 οικισμού Άργους του Δήμου Άργους της Περιφερειακής Ενότητας (πρώην Νομού) Αργολίδας, στην ειδική θέση "..." ή "..." και επί της οδού ..., πρώην παρόδου της οδού ..., εμφαίνεται υπό στοιχεία Α1- Α2-Α3-Α4-Α5-Α6-Α7-Α8-Α9-Α10-Α11-Α1 στο από Οκτωβρίου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Θ. Γ., που προσαρτάται στην ... πράξη της Συμβολαιογράφου Ναυπλίου Ε. Σ. και κατά το τοπογραφικό αυτό συνορεύει: βόρεια - βορειοανατολικά, επί πλευράς Α1-Α2, μήκους 8,38 μ., με δημοτική οδό ..., στην οποία έχει πρόσοψη και επί πλευράς Α9-Α10, μήκους 2,73 μ., με ιδιοκτησία Η. Γ. (ΚΑΕΚ ...), ανατολικά - νοτιοανατολικά επί πλευράς Α2-Α3-Α4, συνολικού μήκους 15,60 μ., με ιδιοκτησία Γ. (ΚΑΕΚ ...), επί πλευράς Α5-Α6, μήκους 3,36 μ., με ιδιοκτησία Γ. (ΚΑΕΚ ...), νότια επί πλευράς Α4-Α5, μήκους 0,78 μ., με ιδιοκτησία Γ. (ΚΑΕΚ ...) και επί πλευράς Α6-Α7, μήκους 11,49 μ., με ιδιοκτησία Χ. Μ. (ΚΑΕΚ ...) και νοτιοδυτικά επί πλευράς Α7-Α8-Α9, συνολικού μήκους 6,78 μ., με ιδιοκτησία Α. Κ. (ΚΑΕΚ ...) και δυτικά - βορειοδυτικά επί πλευράς Α10-Α11-Α1, συνολικού μήκους 12,72 μ., με ιδιοκτησία Η. Γ. (ΚΑΕΚ ...). Το ανωτέρω επίδικο ακίνητο καταχωρίσθηκε στο οικείο κτηματολογικό βιβλίο του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου Άργους με αρχική εγγραφή κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες και δη στο κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ .... Το ανωτέρω επίδικο ακίνητο δεν έχει οικοδομηθεί, ενώ στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945 και 1960 εμφανίζεται καλυπτόμενο από φρυγανώδη και λιβαδική βλάστηση, χωρίς να διακρίνονται σε αυτό στοιχεία ανθρωπίνων καλλιεργητικών επεμβάσεων. Το έδαφος του επίδικου ακινήτου είναι επικλινές και πετρώδες. Το ανωτέρω επίδικο ακίνητο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα ευρύτερου δασικού οικοσυστήματος που εκτείνεται στην πλαγιά νότια του ... του Άργους και που έχει τα ίδια μορφολογικά χαρακτηριστικά. Δηλαδή, το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα της μείζονος αυτής εκτάσεως της ίδιας μορφής εμβαδού 10.569.985,2 τ.μ., η οποία βρίσκεται στις υπώρειες του λόφου της ... Άργους. Στο επίδικο ακίνητο δεν φυόταν άγρια ξυλώδης βλάστηση θαμνώδους ή δενδρώδους μορφής, εντούτοις αποτελεί το ακίνητο αυτό χορτολιβαδική έκταση, που βρίσκεται επί ημιορεινού και ανωμάλου εδάφους και συγκροτεί φυσικό οικοσύστημα αποτελούμενο από φρυγανική αυτοφυή βλάστηση, ενώ αποτελεί το εν λόγω ακίνητο αναπόσπαστο τμήμα του ανωτέρω αναφερόμενου ευρύτερου δασικού οικοσυστήματος. Ενόψει των ανωτέρω το επίδικο ακίνητο αποτελούσε δημόσια δασική έκταση, επί της οποίας δεν είχε αναγνωριστεί κυριότητα του εφεσίβλητου και ενάγοντος ή των δικαιοπαρόχων του κατά το άρθρο 3 του Β.Δ. της 17.11/1.12.1836 ή κατά το άρθρο 8 του Ν. 998/1979 και το Π.Δ. 509/1980 ή κατά το άρθρο 10 του Ν. 3208/2003, ενώ ούτε ο εφεσίβλητος και ενάγων ούτε οι δικαιοπάροχοί του είχαν συμπληρώσει επί του επίδικου ακινήτου έκτακτη χρησικτησία του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου (30ετή καλόπιστη νομή) πριν από τις 11.9.1915. Επομένως, το ανωτέρω επίδικο δημόσιο δασικό ακίνητο δεν ήταν ιδιόχρηστο, αλλά κοινόχρηστο, αφού ήταν ελεύθερη η χρήση του από το κοινό. Κατ' ακολουθίαν, το ανωτέρω επίδικο δημόσιο δασικό και κοινόχρηστο ακίνητο δεν ανήκε στην ιδιωτική περιουσία του εκκαλούντος και εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου. Ως εκ τούτου, δεν ήταν απλώς εξηρημένο της χρησικτησίας, αλλά ήταν εντελώς ανεπίδεκτο οποιασδήποτε χρησικτησίας και δη τόσο της κοινής (τακτικής και έκτακτης) χρησικτησίας του ΑΚ, των άρθρων 1041 έως και 1053 ΑΚ μη δυναμένων να εφαρμοσθούν επ' αυτού (επίδικου ακινήτου), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1054 συνδ. 966 και 967 ΑΚ, όσο και της παραπάνω ειδικής (τακτικής και έκτακτης) χρησικτησίας, του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. α' στ. α και στ. β' και παρ. 2 του Ν. 3127/2003 μη δυναμένου, επίσης, να εφαρμοσθεί επ' αυτού (επίδικου ακινήτου), αφού το άρθρο αυτό δεν καταλαμβάνει τα ανήκοντα στο εκκαλούν και εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο δασικά (κοινόχρηστα ή ιδιόχρηστα) ακίνητα, αλλά αντιθέτως αναφέρεται αποκλειστικά και μόνον στις προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας ακινήτου, που ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του εκκαλούντος και εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προεκτέθηκαν στη μείζονα πρόταση. Έτσι το ανωτέρω επίδικο δημόσιο δασικό και κοινόχρηστο ακίνητο ήταν ανεπίδεκτο της παραπάνω ειδικής τακτικής χρησικτησίας, του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. α' στ. α και παρ. 2 του Ν. 3127/2003 μη δυναμένου να εφαρμοσθεί επ' αυτού (αλλά και ανεπίδεκτο και της παραπάνω ειδικής έκτακτης χρησικτησίας, του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. α' στ. β' και παρ. 2 του Ν. 3127/2003 μη δυναμένου, επίσης, να εφαρμοσθεί επ' αυτού), έστω και αν το ακίνητο τούτο βρίσκεται μέσα σε οικισμό, προϋφιστάμενο του έτους 1923, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προεκτέθηκαν στη μείζονα πρόταση." Κατόπιν τούτων, το Εφετείο έκανε δεκτή την έφεση του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος ως ουσιαστικά αβάσιμη. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ν. 998/1979, που ορίζουν την έννοια του δάσους και των δασικών εκτάσεων, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και τα ως άνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, το επίδικο ακίνητο δεν έχει οικοδομηθεί, ενώ στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945 και 1960 εμφανίζεται καλυπτόμενο από φρυγανώδη και λιβαδική βλάστηση, χωρίς να διακρίνονται σε αυτό στοιχεία ανθρωπίνων καλλιεργητικών επεμβάσεων, το έδαφός του είναι επικλινές και πετρώδες και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα ευρύτερου δασικού οικοσυστήματος που εκτείνεται στην πλαγιά νότια του ... του Άργους, στις υπώρειες του λόφου της ... Άργους, εμβαδού της μείζονος αυτής έκτασης 10.569.985,2 τ.μ και έχει τα ίδια μορφολογικά χαρακτηριστικά. Στο επίδικο δεν φυόταν άγρια ξυλώδης βλάστηση θαμνώδους ή δενδρώδους μορφής, εντούτοις αποτελεί χορτολιβαδική έκταση, που βρίσκεται επί ημιορεινού και ανωμάλου εδάφους και συγκροτεί φυσικό οικοσύστημα αποτελούμενο από φρυγανική αυτοφυή βλάστηση και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ανωτέρω ευρύτερου δασικού οικοσυστήματος. Ενόψει των ανωτέρω το επίδικο ακίνητο αποτελεί δημόσια δασική έκταση, επί της οποίας δεν έχει αναγνωριστεί κυριότητα του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος ή των δικαιοπαρόχων του κατά το άρθρο 3 του Β.Δ. της 17.11/1.12.1836 ή κατά το άρθρο 8 του Ν. 998/1979 και το Π.Δ. 509/1980 ή κατά το άρθρο 10 του Ν. 3208/2003, ενώ ούτε ο αναιρεσείων ούτε οι δικαιοπάροχοί του είχαν συμπληρώσει επί του επιδίκου έκτακτη χρησικτησία του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου (30ετή καλόπιστη νομή) πριν από τις 11.9.1915. Επομένως, ο ως άνω αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νομίμου βάσεως, αφού από το ως άνω αιτιολογικό της προκύπτουν σαφώς όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του ν. 998/1979, που ορίζουν την έννοια του δάσους και των δασικών εκτάσεων, ενώ έχει τις αναγκαίες αιτιολογίες, οι οποίες είναι σαφείς, πλήρεις και δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, καθιστούν δε εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις προαναφερθείσες διατάξεις. Επομένως, ο αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, οι ίδιοι αναιρετικοί λόγοι από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους ο αναιρεσείων προβάλλει τις αιτιάσεις ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 6 περ. ζ του ν. 998/1979, ερμηνεύοντας και μη εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις διατάξεις αυτές, "σύμφωνα με τις οποίες οι περιοχές που καταλαμβάνονται από Οικισμούς, και μάλιστα προ του 1923, αφού τα π.δ. 21.11/1.12., 2.3/13.3.1981 και 24.4/3.5.1985 για τέτοιους οικισμούς αναφέρονται, δεν υπάγονται στις διατάξεις του ν. 998/1979", είναι αόριστοι, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, καθώς δεν αναφέρεται αν εκδόθηκαν πράξεις της διοίκησης και ποιες, σύμφωνα με τις διατάξεις των προεδρικών διαταγμάτων 21.11/1.12.1979 (Δ` 693), 2.3/13.3.1981 (Δ` 138) ή 24.4/3.5.1985 (Δ` 181), δυνάμει των οποίων έχουν εγκριθεί τα όρια του οικισμού εντός του οποίου κείται και το επίδικο ακίνητο. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση αυτής παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος, λόγω της ήττας του, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (άρθρ. 106, 176, 183, 189 αρ. 1 και 191 αρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 ν. 3693/1957, όπως ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10.10.2019 αίτηση για αναίρεση της με αριθμό ... απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου.
Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή