
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 177 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 177/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου - Εισηγήτρια, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Βαρβάρα Πάπαρη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) …, 9) Ε. Κ. του Α., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Παπαδημητράκη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσαν προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Κ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Παντελίδη και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/9/2017 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και την από 20/10/2017 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12/4/2022 αίτησή τους και τους από 2/5/2023 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων αυτής και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη, από 12-4-2022 αίτηση αναίρεσης και τους, από 2-5-2023 πρόσθετους αυτής λόγους, προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, με αριθμό ... τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο δέχθηκε την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης του ενάγοντος, ήδη αναιρεσίβλητου, κατά της ... οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που είχε απορρίψει την αγωγή του, για αξιώσεις του από τη μεταξύ αυτού και των αναιρεσειόντων σύμβαση έργου, εξαφάνισε την απόφαση και κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή, αναγνωρίζοντας ότι η υπαναχώρηση των οικοπεδούχων - εναγομένων, ήδη αναιρεσειόντων από την αναφερόμενη εργολαβική σύμβαση, είναι άκυρη. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και, συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1). Επίσης, παραδεκτοί είναι και οι ως άνω πρόσθετοι λόγοι, οι οποίοι ασκήθηκαν με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και επιδόθηκε νόμιμα στην αναιρεσίβλητο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 569 παρ. 2 ΚΠολΔ, ήτοι τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από την ορισθείσα για τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ. την 6793/9-5-2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Θεσσαλονίκης, Δ. Ζ.). Επομένως, η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 246 ΚΠολΔ), αλλά και διότι οι πρόσθετοι λόγοι δεν έχουν αυθυπαρξία και συζητούνται, υποχρεωτικά μαζί με την αίτηση αναίρεσης (ΑΠ 527/2023, ΑΠ 1376/2022, ΑΠ 1640/2022) και να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 (περ. α, β) του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα, που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως ''πράγματα'', θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 1297/2022). Αντίθετα, δεν αποτελούν πράγματα, η αιτιολογημένη άρνηση, οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται, ως λόγοι έφεσης και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 667/2023). Ο λόγος δε αυτός αναίρεσης δεν ιδρύεται, εάν ο φερόμενος ως μη ληφθείς υπόψη ισχυρισμός προβλήθηκε από τον αναιρεσίβλητο και όχι από τον αναιρεσείοντα (ΑΠ 429/2019, ΑΠ 652/2014, ΑΠ 1731/2008). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ''η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος''. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, δεν καθιστούν ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση που δημιουργήθηκε απ` αυτόν, η οποία επάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, επιπλέον, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, με βάση τις οποίες και την αδράνεια του δικαιούχου, η άσκηση του δικαιώματος, που επακολουθεί και που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί υπό τις πιο πάνω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται από τα όρια που ορίζονται στην εν λόγω διάταξη (ΟλΑΠ 10/2012, ΑΠ 333/2023, ΑΠ 463/2022). Επίσης, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ' άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, ως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα, αποφασίζει να διεκδικήσει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση, και μάλιστα προφανής, των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού ή κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 75/2023, ΑΠ 311/2020, ΑΠ 333/2019). Η από την παραπάνω διάταξη (281 ΑΚ) ένσταση του εναγομένου προϋποθέτει την ύπαρξη του αγωγικού δικαιώματος και συνεπώς ισχυρισμοί αρνητικοί ή καταλυτικοί του δικαιώματος αυτού, δεν συνιστούν νόμιμη ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (ΑΠ 140/2022, ΑΠ 595/2020, ΑΠ 109/2019). Εξάλλου από το συνδυασμό της άνω διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, προς εκείνες των άρθρων, 262, 269 και 559 αρ. 8 περ. β ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, εάν για τη θεμελίωση ισχυρισμού καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος προβάλλονται περισσότερα αυτοτελή πραγματικά περιστατικά, τα οποία, όμως, πρέπει να ληφθούν υπόψη αθροιστικά, ''πράγμα'', η μη λήψη υπόψη του οποίου ιδρύει τον προβλεπόμενο από την τελευταία από τις διατάξεις αυτές λόγο αναίρεσης, αποτελεί το καθένα από τα περισσότερα πραγματικά περιστατικά που έχουν παραδεκτά προβληθεί, εφόσον με την προσθήκη και αυτών ο σχετικός ισχυρισμός καθίσταται νόμιμος, πληροί, δηλαδή, το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ (ΑΠ 1028/2022, ΑΠ 534/2020, ΑΠ 461/2019, ΑΠ 372/2018, ΑΠ 524/2014).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 περ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενοι ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την προταθείσα ένστασή τους καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του αντιδίκου τους - ενάγοντος, να ζητήσει την ακυρότητα της έκπτωσής του από την αναφερόμενη εργολαβική σύμβαση, κατ' άρθρο 281 ΑΚ, συνιστάμενη κατά τους ισχυρισμούς τους, οι οποίοι εκτίθενται αναλυτικά στο αναιρετήριο (όπως τους είχαν προβάλει με τις προτάσεις τους στο Εφετείο, ως εφεσίβλητοι προς υπεράσπιση κατά της έφεσης), στα εξής: " Α. Η ελαττωµατική εξέλιξη της ενοχικής µας σχέσης συνδέεται άµεσα µε τη σοβαρή παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων από την πλευρά του αντιδίκου και έχει οδηγήσει σε οικονομική βλάβη µας που ξεπερνά τα 100.000 ευρώ. Β. Ο ίδιος µε την εξώδικη δήλωσή του, αποδέχεται την ευθύνη του για τη µη πληρωμή του ΙΚΑ, αλλά και τη µη παράδοση των εξωτερικών χώρων. Γ. Εξαιτίας της στάσης του αναγκαστήκαµε να πληρώσουμε εμείς το ΙΚΑ του έργου και τα ένσημα που αφορούν το τελείωμα του έργου. Δ. Ο αντίδικος έλαβε σχεδόν όλο το εργολαβικό του αντάλλαγμα, το αξιοποίησε και πλέον µε το τµήµα που παραμένει σε εμάς θα αποζημιωθούµε για τη ζημία που έχουµε υποστεί. Ε. Ο αντίδικος δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε προσπάθεια να άρει τις συνέπειες των πράξεών του. Στ. Μετά την αποστολή της εξωδίκου µας µε την οποία τον κηρύξαµε έκπτωτο, δεν έκανε την οποιαδήποτε ενέργεια για να αμφισβητήσει την απόφασή µας, αποδεχόµενος αυτή ως απολύτως ορθή και δημιουργώντας σε εμάς την εύλογη πεποίθηση ότι ουδέποτε θα αμφισβητήσει την έκπτωσή του. Ζ. Η άσκηση της αγωγής του αντιδίκου έλαβε χώρα πολλά έτη µετά την έκπτωσή του και αφού πρώτα προηγήθηκε η αγωγή µας σε βάρος του για να καταβάλλει τα ποσά που οφείλει στο ΙΚΑ. Η. Από την έκπτωσή του µέχρι σήµερα έχει δημιουργηθεί µε βάση τις παραπάνω αναφερθείσες αποφάσεις των δικαστηρίων µια πραγματική κατάσταση (έχουµε τη νοµή και την κυριότητα των ακινήτων), η οποία εάν ανατραπεί θα µας δημιουργήσει σοβαρότατα οικονομικά προβλήµατα, αφού θα πρέπει να πωλήσουμε τα επίµαχα ακίνητα για να πληρώσουμε τα δάνεια που λάβαμε για να καταβάλλουμε τα ποσά στο ΙΚΑ και Θ. Η όλη κατάσταση οφείλεται στην απαράδεκτη και αντισυµβατική συμπεριφορά του αντιδίκου, ο οποίος µας οδήγησε στα ποινικά δικαστήρια και µας άφησε χρέη προς το ΙΚΑ, τα οποία ήταν δική του υποχρέωση". Τα πραγματικά, όμως, αυτά περιστατικά, με τα οποία οι αναιρεσείοντες ισχυρίσθηκαν ότι ο αναιρεσίβλητος άσκησε καταχρηστικά την ένδικη αγωγή του, δεν θεμελίωναν λυσιτελώς καταλυτικό ισχυρισμό από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Ειδικότερα, η επικαλούμενη από τους αναιρεσείοντες με τα άνω υπό στοιχ. στ', ζ' και η' περιστατικά, μακροχρόνια αδράνεια του αναιρεσίβλητου να ασκήσει την ένδικη αγωγή, η επιλογή του χρόνου άσκησης της, μετά την επίδοση σ' αυτόν αντίθετης αγωγής τους και η βλάβη τους, από την άσκηση της αγωγής, δεν αρκούν για να θεμελιώσουν καταχρηστική συμπεριφορά του (αναιρεσίβλητου), χωρίς την επίκληση επιπλέον ειδικών συνθηκών και περιστάσεων προερχόμενων κυρίως από τη συμπεριφορά του αναιρεσίβλητου, ενώ ο χρόνος που επέλεξε ο τελευταίος για να ασκήσει την ένδικη αξίωση αποτελεί δικαίωμα αυτού συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο και το χρόνο άσκησης της οποίας αυτός αποφασίζει, το οποίο δικαιούται να ασκήσει ακόμη και αν η άσκησή του στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη. Τα λοιπά δε περιστατικά, τα οποία κατά τους αναιρεσείοντες συγκροτούν και αυτά την ιστορική βάση της ένστασής τους, δεν συνιστούν ''πράγματα'', που καθιστούν το καθένα μεμονωμένα ή όλα μαζί, καταχρηστική την άσκηση του επίδικου δικαιώματος του αναιρεσίβλητου, αλλά αρνητικούς ισχυρισμούς της αξίωσης του τελευταίου και πραγματικά επιχειρήματα στα οποία επιδιώκεται να θεμελιωθεί ο σχετικός ισχυρισμός τους. Επομένως, το Εφετείο δεν είχε υποχρέωση να ερευνήσει την προαναφερθείσα μη νόμιμη ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ και να διαλάβει αιτιολογία στην απόφασή του και ως εκ τούτου ο, παραπάνω από το άρθρο 559 αρ. 8β ΚΠολΔ, αντίθετος πρώτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του την ένσταση αυτή, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Επίσης, με τον πέμπτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την ίδια πιο πάνω από τον αριθμό 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους διαλαμβανόμενους στην ένδικη αγωγή ισχυρισμούς του αναιρεσίβλητου, ότι, ''η κήρυξή του εκπτώτου από το έργο είναι εντελώς παράνομη και αντισυμβατική, καταχρηστική και προσχηματική και οι λόγοι που περιγράφονται στις εξωδίκους, αναληθείς, αβάσιμοι και αόριστοι .... Η οφειλή στο ΙΚΑ οφειλόταν στις καθ' υπέρβασιν της αδείας εργασίες ...., οι οποίες έγιναν με βάση τη δεύτερη μεταξύ τους σύμβαση και η οφειλή των ασφαλιστικών εισφορών βάρυνε αποκλειστικά τους οικοπεδούχους και η κήρυξή του ως εκπτώτου είναι καταχρηστική, ως γενόμενη τέσσερα χρόνια ή πέντε χρόνια κατά τους οικοπεδούχους από την αποπεράτωση του έργου και προφανώς για ασήμαντους και μη νόμιμους σε σχέση με το μέγεθος και τον όγκο του έργου, ... η οφειλή στο ΙΚΑ δεν είναι δική του....", ήτοι ισχυρισμούς με τους οποίους κατά την εκδοχή των αναιρεσειόντων, ο αναιρεσίβλητος ερμηνεύοντας τη μεταξύ τους σύμβαση αποδέχεται ότι η οφειλή του στο ΙΚΑ και η μη αποπεράτωση του περιβάλλοντος χώρου του οικοπέδου, αποτελούν λόγο έκπτωσής του από το έργο. Ο λόγος, όμως, αυτός, είναι απαράδεκτος, αφού οι φερόμενοι ως μη ληφθέντες υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ισχυρισμοί δεν αφορούν ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, αλλά ισχυρισμούς του αναιρεσίβλητου. Σε κάθε δε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής του αναιρεσίβλητου, ισχυρισμοί του τελευταίου ότι η οφειλή του ίδιου στο ΙΚΑ και η μη αποπεράτωση του περιβάλλοντος χώρου του οικοπέδου αποτελούν λόγο έκπτωσής του από το έργο, δεν διαλαμβάνονται στην αγωγή, ούτε συνιστούν τέτοιους οι πιο πάνω αναφορές του αναιρεσίβλητου στο δικόγραφο της αγωγής του. Κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. α ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο λάβει υπόψη αποδεικτικό μέσο που δεν περιλαμβάνεται στα περιοριστικά καθοριζόμενα από το άρθρο 339 ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα, ή όταν περιλαμβάνεται σ' αυτά, αλλά δεν επιτρέπεται η χρήση του στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 529/2023, ΑΠ 1389/2021). Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης, πρέπει να προσδιορίζεται στο αναιρετήριο, α) το αποδεικτικό αυτό μέσο, που παρανόμως λήφθηκε υπόψη και το περιεχόμενό του, ώστε να ληφθεί υπόψη η κρισιμότητά του (ΑΠ 146/2022, ΑΠ 673/2020, ΑΠ 1079/2019), β) ο ισχυρισμός προς απόδειξη του οποίου έχει ληφθεί υπόψη το αποδεικτικό μέσο που δεν επιτρέπει ο νόμος, γ) ο λόγος για τον οποίο είναι ανεπίτρεπτο από το νόμο το αποδεικτικό μέσο και επίσης, δ) να προβάλλεται ισχυρισμός ότι το απαράδεκτο αυτό προτάθηκε από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ εξαιρετικές περιπτώσεις (ΑΠ 156/2023, ΑΠ 146/2022, ΑΠ 873/2019, ΑΠ 374/2019, ΑΠ 1017/2018, ΑΠ 809/2017). Και τούτο διότι, για την ίδρυση του λόγου αυτού, πρέπει να μπορεί να κριθεί ότι το αποδεικτικό μέσο το οποίο λήφθηκε υπόψη μολονότι δεν το επιτρέπει ο νόμος, είναι χρήσιμο προς άμεση ή έμμεση (δια τεκμηρίων) απόδειξη κρίσιμων γεγονότων, που συγκροτούν ισχυρισμό ουσιώδη και λυσιτελή για την έκβαση της δίκης, δηλαδή ισχυρισμό που επιδρά στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (ΟλΑΠ 1190/1982, ΑΠ 673/2020, ΑΠ 1126/2015). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου αποτελούν αποδεικτικό μέσο διαφορετικό από τα έγγραφα και πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, αλλιώς θεμελιώνεται ο από το ως άνω άρθρο 559 αρ. 11 γ ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. Απαραίτητη προϋπόθεση για την εκτίμηση των ενόρκων βεβαιώσεων από το δικαστήριο της ουσίας, είναι ότι πρέπει, όπως όλα τα αποδεικτικά μέσα, να προσκομίσθηκαν με επίκληση κατά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, να προσδιορίζονται τα στοιχεία αυτών με σαφήνεια, ήτοι με τον αριθμό τους, το όνομα του μάρτυρα που εξετάστηκε, το όργανο ενώπιον του οποίου έγιναν και επίσης να έχουν ληφθεί μετά από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου, που τις επικαλείται και τις προσκομίζει, πριν από δύο τουλάχιστον ημέρες από τη λήψη τους, ο οποίος υποχρεούται στην επίκληση και απόδειξη της κλήτευσης, που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, γιατί η έλλειψή της συνεπάγεται το ανυπόστατο της ένορκης βεβαίωσης ως αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 439/2017, ΑΠ 722/2016). Ωστόσο, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι οι με επίκληση προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις έχουν ή δεν έχουν ληφθεί νόμιμα, ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από δύο τουλάχιστον ημέρες, ανεξάρτητα από την επίκληση ή μη της σχετικής έκθεσης επίδοσης, αποτελεί εκτίμηση πραγματικού γεγονότος και δεν υπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 835/2021, ΑΠ 1323/2017, ΑΠ 216/2016, ΑΠ 1352/2009) και συνεπώς, κάθε ισχυρισμός διαδίκου που στρέφεται κατά της βεβαίωσης αυτής του Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτος (ΑΠ 296/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης κατά το πρώτο μέρος του, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ.11 περ. α ΚΠολΔ, με την αιτίαση, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του, τη με αριθμό ... ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων του αναιρεσίβλητου, στη συμβολαιογράφο Θεσσαλονίκης, Χ. Κ., ως ληφθείσα νομότυπα, αν και αυτή ήταν ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, διότι, όπως υποστηρίζουν δεν προσκομίστηκαν από τον αναιρεσίβλητο οι εκθέσεις επίδοσης της κλήτευσης των ίδιων να παρασταθούν κατά τη λήψη της και συνεπώς, δεν αποδεικνύεται ότι έχει συνταχθεί νομότυπα. Από την προσβαλλόμενη απόφαση που επισκοπείται επιτρεπτά για τις ανάγκες του άνω αναιρετικού λόγου (άρθρο 561 αρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό της κρίσης του, έλαβε υπόψη μεταξύ άλλων, ως υποστατό αποδεικτικό μέσο, ''την υπ' αριθμ. ... ένορκη βεβαίωση των Β. Χ. και Ν. Ο., ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Χ. Κ., που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος της β' αγωγής και εναγομένου της α' αγωγής (αναιρεσίβλητου), κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των μη παρασταθέντων κατά τη λήψη της αντιδίκων του, όπως προκύπτει από τις υπ' αριθ. ... εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών στα Πρωτοδικεία Καβάλας, Ε. Μ. και Θεσσαλονίκης Σ. Ν.. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, ορθά συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και αξιολόγησε την ανωτέρω ένορκη βεβαίωση, για την οποία αιτιώνται οι αναιρεσείοντες, ότι αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο. Επομένως, ο άνω λόγος που αφορά αποκλειστικά και μόνο την κρίση του Εφετείου για τη νόμιμη, ύστερα από εμπρόθεσμη κλήτευση των αναιρεσειόντων λήψη της ως άνω ένορκης βεβαίωσης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η κρίση αυτή αποτελεί εκτίμηση πραγματικού γεγονότος, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Περαιτέρω, με τον ίδιο λόγο αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ίδια πιο πάνω πλημμέλεια από τον αριθμό 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη το προσκομιθέν από τον αναιρεσίβλητο, με αριθμό ... έγγραφο της ΔΟΥ Ζ', το οποίο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του (αναιρεσίβλητου), ''έλαβε μετά από μεγάλη προσπάθεια ύστερα από δύο Εισαγγελικές παραγγελίες, αναφέρεται στις δηλώσεις εισοδήματος οικονομικού έτους 2011 (από τον Ιούλιο του 2020) έως και το φορολογικό έτος 2018 των, Γ. Μ., Γ. Ε., Κ. Α. και Γ. Ε., από το οποίο αποδεικνύεται ξεκάθαρα η παραλαβή των χώρων αντιπαροχής από τους αντιδίκους'', ως κρίσιμο αποδεικτικό μέσο για το ζήτημα της έκπτωσης του αναιρεσίβλητου εργολάβου και της κατάπτωσης της ποινικής ρήτρας, η χρήση του οποίου κατά τους αναιρεσείοντες είναι παράνομη, αφού παραβιάζει το άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγματος και το νόμο περί προσωπικών δεδομένων. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι δεν αναφέρεται το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού κατά το κρίσιμο μέρος του, ούτε ο ισχυρισμός προς απόδειξη του οποίου λήφθηκε υπόψη το έγγραφο αυτό ως αποδεικτικό μέσο, ώστε να μπορεί να κριθεί εάν πράγματι το έγγραφο αυτό ήταν χρήσιμο για την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών ουσιώδους ισχυρισμού και λυσιτελούς που επέδρασε στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε εκτίθεται πως επέδρασε το περι-εχόμενο του εγγράφου αυτού, στο σχηματισμό του πορίσματος του Εφετείου. Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, ''αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών''. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 14/2015, ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση (ΟλΑΠ 3/2020, ΟλΑΠ 8/2018, ΑΠ 24/2015). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ''έλλειψη αιτιολογίας'', ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της, ''ανεπαρκής αιτιολογία'', ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους ''αντιφατική αιτιολογία'' (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 782/2023, ΑΠ 667/2023). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι, την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. H αντίφαση, όμως, μεταξύ κύριας και επικουρικής αιτιολογίας, δεν ιδρύει το λόγο αυτό αναίρεσης (ΑΠ 474/2020, ΑΠ 736/2020, ΑΠ 981/2019, ΑΠ 1556/2018, ΑΠ 1354/2013). Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 1284/2023). Τέλος, στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον άνω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, προβλεπόμενο λόγο, περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τους οποίους ορίζεται, αφενός, ότι, κατά την ερμηνεία της δήλωσης βούλησης αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, και αφετέρου, ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη και οι οποίοι εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει κενό στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για τη δήλωση βούλησης. Ειδικότερα, παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, υφίσταται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες, προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχθηκε, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, κατά την ανέλεγκτη, ως προς αυτό, κρίση του, είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς καvόvες, καίτοι ανέλεγκτα, επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ (ΑΠ 1041/2018). Επομένως, δεν παραβιάζονται οι ως άνω κανόνες, όταν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώνει στην απόφασή του, ότι η ελεγχόμενη δήλωση βούλησης είναι σαφής, χωρίς κενά (ΑΠ 836/2022, ΑΠ 1059/2018, ΑΠ 1164/2015). Η κρίση δε του δικαστηρίου για την ύπαρξη ή μη κενού ή αμφιβολίας στη δήλωση βούλησης ή ασάφειας στη διατύπωσή της, έστω και έμμεσα εκφερόμενη, ανάγεται στην ουσία και δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 836/2022, ΑΠ 738/2018, ΑΠ 1597/2017). Οι ίδιοι κανόνες παραβιάζονται, όμως, και εκ πλαγίου, στην περίπτωση που δεν εκτίθενται στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν για τους σκοπούς της ερμηνείας ή της συμπλήρωσης της δικαιοπραξίας (ΟλΑΠ 26/2004) και ιδίως η διατύπωση της δήλωσης βούλησης ή όταν στην απόφαση δεν διευκρινίζεται, και ούτε προκύπτει, αν υπήρχε ή όχι κενό ή ασάφεια στη δικαιοπραξία και επομένως ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας της, την οποία ωστόσο το δικαστήριο πραγματοποίησε ή αναλόγως παρέλειψε να πραγματο-ποιήσει, οπότε η απόφασή του στερείται νόμιμης βάσης και υπόκειται στον λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 61/2021, ΑΠ 10/2021, ΑΠ 1324/2018, ΑΠ 1360/2017). Επίσης, οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών παραβιάζονται εκ πλαγίου, όταν οι παρατιθέμενες αιτιολογίες δεν δικαιολογούν επαρκώς το πόρισμα του δικαστηρίου ότι η σύμβαση είναι σαφής, μη χρήζουσα ερμηνείας (ΑΠ 1771/2022, ΑΠ 61/2021, ΑΠ 130/1997). Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τους τρίτο και τέταρτο λόγους της αίτησης αναίρεσης και τους πρόσθετους λόγους, αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, των άρθρων, 173 και 200 ΑΚ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, με τη μη προσφυγή σ' αυτούς, με τις αιτιάσεις ότι δέχθηκε ότι ο όρος 9 του εργολαβικού προσυμφώνου, με τον οποίο προβλέφθηκε από τους διαδίκους, συμβαλλόμενους στην επίδικη σύμβαση έργου, ρήτρα έκπτωσης του αναιρεσίβλητου - εργολάβου από τη σύμβαση, που επέχει θέση συμφώνου επιφύλαξης από τους οικοπεδούχους του δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση αυτή για την αθέτηση της κύριας συμβατικής του υποχρέωσης και δη μόνο για την περίπτωση καθυστέρησης παράδοσης στους οικοπεδούχους των χώρων της αντιπαροχής, μαζί με τους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους, μέρη και εγκαταστάσεις της κάθε οικοδομής, είναι σαφής, διαλαμβάνοντας στην προσβαλλόμενη απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες, οι οποίες δεν δικαιολογούν το άνω πόρισμά του, ότι η σύμβαση είναι σαφής, μη χρήζουσα ερμηνείας και επιπλέον διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς το ζήτημα της έκπτωσης του αναιρεσίβλητου εργολάβου από την επίδικη εργολαβική σύμβαση, καθόσον αν και δέχθηκε ότι ο ένατος όρος της εργολαβικής σύμβασης, στον οποίο θεμελιώνεται το συμβατικό δικαίωμά τους για έκπτωση του εργολάβου από το αναφερόμενο έργο, είναι σαφής και ότι κατά τον όρο αυτό, η μη αποπεράτωση του περιβάλλοντος χώρου του ακινήτου και η μη καταβολή των εισφορών του ΙΚΑ, δεν αποτελούν λόγο έκπτωσης του αναιρεσίβλητου από το έργο, στη συνέχεια προβαίνοντας εμμέσως σε ερμηνεία της δήλωσης των συμβαλλομένων στον άνω όρο, δέχθηκε ότι επήλθε έκπτωση του εργολάβου για τους άνω λόγους, την οποία, όμως, ακολούθως, έκρινε καταχρηστική. Από την παραδεκτή, κατ' άρθο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, αυτή, μετ' εκτίμηση των προσκομισθεισών από τους διαδίκους αποδείξεων, δέχθηκε, ως προς το ενδιαφέρον τους άνω ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους μέρος, τα ακόλουθα: ''......... Στο άρθρο 9 του ιδίου συμβολαιογραφικού εργολαβικού προσυμφώνου "παράδοση έργου - αντιπαροχής" ορίστηκε ότι, ''ο εργολάβος αναλαμβάνει την υποχρέωση να παραδώσει στους οικοπεδούχους την αντιπαροχή τους, τελείως αποπερατωµένη και κατάλληλη προς χρήση και οίκηση µαζί µε τους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους, µέρη και εγκαταστάσεις της οικοδοµής σε πλήρη λειτουργία, πλην της σύνδεσης µε τους οργανισμούς κοινής ωφέλειας, εντός προθεσμίας 20 μηνών από την παράδοση σε αυτόν του οικοπέδου, διαφορετικά είναι υποχρεωμένος να πληρώνει σε αυτούς 5 ευρώ κάθε µήνα για κάθε τ.µ. αντιπαροχής σαν ποινική ρήτρα και αναπόδεικτη αποζηµίωση από την υπογραφή του εργολαβικού, συμφωνηµένη εκ των συμβαλλομένων µερών, που αναγνωρίζουν το συμβόλαιο αυτό ως τίτλο εκτελεστό και εκκαθαρισµένο, για την περίπτωση της καθυστέρησης παράδοσης της αντιπαροχής των οικοπεδούχων. Τις παραπάνω οικοδομικές εργασίες, εντός των καθορισµένων προθεσμιών υποχρεούται να εκτελέσει ο εργολάβος ανεξάρτητα του αν εκποίησε ή όχι χώρους του συγκροτήµατος. .... Η υποχρέωση αυτή µε το ως άνω περιεχόµενο δεν ισχύει σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας και για όσο χρόνο διαρκούν αυτές.... Το αυτό δικαίωµα έχουν οι οικοπεδούχοι εάν ο εργολάβος κάνει µεν έναρξη εργασιών εγκαίρως, διακόψει όµως µε υπαιτιότητά του για διάστηµα πέραν των τεσσάρων µηνών. Εάν η καθυστέρηση της παράδοσης της αντιπαροχής υπερβεί το χρονικό διάστηµα των 6 µηνών, πέραν των 20 µηνών που ορίζεται παραπάνω, "οι οικοπεδούχοι" θα έχουν το δικαίωµα, µε απλή εξώδικη δήλωσή τους προς τον εργολάβο, να τον κηρύξουν έκπτωτο και να συνεχίσουν τις οικοδομικές εργασίες µόνοι τους ή µε άλλο εργολάβο μηχανικό ή µε αυτεπιστασία σε βάρος του έκπτωτου εργολάβου. Ειδικότερα στην περίπτωση της έκπτωσης θα ισχύουν τα εξής: α) Η διαδικασία της έκπτωσης αρχίζει μόλις κοινοποιηθεί στον εργολάβο η προαναφερόµενη έγγραφη δήλωση, β) την άδεια, τα σχέδια, τις µελέτες και όλα τα σχετικά έγγραφα και τα άλλα στοιχεία για την κατασκευή της πολυκατοικίας ο εργοδότης εκχωρεί από τώρα στους οικοπεδούχους και οφείλει να τα παραδώσει σε αυτούς αµέσως ώστε να μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν για να συνεχίσουν τις οικοδομικές εργασίες χωρίς να πληρώσουν αμοιβή και έξοδα στον εργολάβο για όποιες δαπάνες έχει κάνει αυτός µέχρι την έκπτωση γ) οι πωλήσεις σε τρίτους που έγιναν στο μεταξύ µε οριστικό συμβόλαιο, δεν θίγονται απ? την έκπτωση του εργολάβου. Σε τέτοια περίπτωση οι αγοραστές, αν οι οριζόντιες ιδιοκτησίες τους δεν έχουν αποπερατωθεί, μπορούν να συνεχίσουν τις εργασίες που χρειάζονται για την αποπεράτωση µε δικά τους έξοδα, χωρίς να έχουν καµία απαίτηση από τους οικοπεδούχους. Οι ίδιοι αγοραστές εκτός από τις υποχρεώσεις που έχουν από το νόµο 3741/1929 ''περί ιδιοκτησίας κατ' ορόφους'', έχουν πρόσθετη υποχρέωση να διαθέσουν για την αποπεράτωση των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων χώρων και γενικά εγκαταστάσεων της οικοδοµής κάθε δαπάνη που θα τους αναλογεί µε βάση το ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο και τα λοιπά κοινόκτητα και κοινόχρηστα µέρη της οικοδομής, ανεξάρτητα αν οφείλουν ή όχι υπόλοιπο χρηματικό ποσό στον εργολάβο για την αγορά της οριζόντιας ιδιοκτησίας''. Ακόμη οι οικοπεδούχοι ήδη εφεσίβλητοι µε το ίδιο συμβολαιογραφικό εργολαβικό προσύμφωνο ανέλαβαν την υποχρέωση µε το άρθρο 10 της σύμβασης εργολαβίας "Σταδιακή Μεταβίβαση" να µεταβιβάζουν σταδιακά τα προαναφερόµενα ποσοστά επί του ακινήτου (450/1000 εξ αδιαιρέτου), που αντιστοιχούσαν στην εργολαβική αμοιβή του ήδη εκκαλούντος (εργολάβου) ανάλογα µε την πρόοδο των εργασιών, τα τελευταία δε 90/1000 εξ αδιαιρέτου ανέλαβαν να µεταβιβάσουν µε την πλήρη αποπεράτωση των αυτοτελών και διαιρεµένων τμημάτων της αντιπαροχής των οικοπεδούχων ετοίµων προς οίκηση και της λειτουργίας όλων των κοινοκτήτων χώρων, µερών και εγκαταστάσεων του συγκροτήµατος, εκτός από τον περιβάλλοντα χώρο, συνδεδεμένων των κεντρικών παροχών ΔΕΗ, ΟΤΕ και ύδρευσης και την πλήρη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς το ΙΚΑ και οποιουσδήποτε άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς, προσκομίζοντας τις σχετικές βεβαιώσεις. Ακολούθως, οι αρχικοί οικοπεδούχοι προέβησαν στις παρακάτω μεταβιβάσεις: ..... Από τον προαναφερόµενο 9ο όρο του ως άνω συμβολαιογραφικού εργολαβικού προσυµφώνου προκύπτει ότι η ως άνω ρήτρα έκπτωσης του εργολάβου επέχει θέση συμφώνου επιφύλαξης από τους οικοπεδούχους του δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση για την αθέτηση της κύριας συμβατικής του υποχρέωσης και δη (προκύπτει) ότι το σχετικό δικαίωµα των οικοπεδούχων συμφωνήθηκε σαφώς (χωρίς να παρίσταται ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173, 200 του ΑΚ), στα πλαίσια της ελευθερίας των συµβάσεων (άρθρο 361 του ΑΚ), µόνο για την περίπτωση καθυστέρησης παράδοσης των προαναφερόµενων χώρων της αντιπαροχής (για τα συµφωνηθέντα µε βάση το συμβολαιογραφικό εργολαβικό προσύμφωνο), µαζί µε τους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους, µέρη και εγκαταστάσεις της κάθε οικοδοµής των χώρων της αντιπαροχής τους σε πλήρη λειτουργία, πλην της σύνδεσης µε τους οργανισμούς κοινής ωφέλειας, και σαφώς πλην της παράδοσης των κοινής χρήσης χώρων του οικοπέδου που περιβάλλει την κάθε οικοδοµή από αυτές για διάστηµα πέραν των 20 µηνών, αλλά και άλλων έξι μηνών από την παράδοση του οικοπέδου στον εκκαλούντα-εργολάβο (ήτοι από τις 15.7.2008), δηλαδή για την περίπτωση παράδοσης των χώρων αντιπαροχής µετά την 15.9.2010. Οι οικοπεδούχοι όµως, παρέλαβαν τους χώρους αντιπαροχής τους εµπρόθεσµα, τον Ιούλιο του 2010, και συγκεκριμένα (παρέλαβαν) 15 διαμερίσματα στις οικοδομές 2, 3 και 4, ήτοι µετά από μετατροπή των 6 αποθηκευτικών χώρων σε χώρους κύριας χρήσης, αλλά και µετά από μετατροπή των ημιυπαιθρίων χώρων αυτού σε κλειστούς χώρους (κύριας χρήσης), όπως παρέλαβαν εντός της συμβατικής προθεσμίας παράδοσης και τους κοινόχρηστους χώρους, µέρη και εγκαταστάσεις της κάθε οικοδοµής των χώρων αντιπαροχής τους σε πλήρη λειτουργία, σύμφωνα µε τον 9ο όρο του εν λόγω εργολαβικού προσυμφώνου, πλην των αυλών, ήτοι του περιβάλλοντος χώρου αυτών. Οι ως άνω χώροι αντιπαροχής (όπως είχαν συμφωνηθεί µε το αρχικό συμβολαιογραφικό εργολαβικό προσύμφωνο, αλλά και µε βάση την μεταγενέστερη προφορική συμφωνία για τις πρόσθετες εργασίες, όπως προαναφέρθηκε), όταν παραδόθηκαν ήταν αποπερατωμένοι και κατάλληλοι για χρήση και οίκηση, µαζί µε τους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους, µέρη και εγκαταστάσεις της οικοδοµής των χώρων της αντιπαροχής τους σε πλήρη λειτουργία. Οι οικοπεδούχοι έκτοτε χρησιμοποιούσαν τους χώρους αντιπαροχής, δίχως να αναφέρουν συγκεκριμένες ελλείψεις ή κακοτεχνίες στους εν λόγω χώρους και στις παρακάτω αναφερόμενες εξώδικες δηλώσεις τους που απέστειλαν προς τον εργολάβο. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι η παράδοση του διαμερίσματος της αντιπαροχής της οικοπεδούχου Ε. Γ. έγινε τον Νοέμβριο του 2009. Χαρακτηριστική η κατάθεση του μάρτυρα του εκκαλούντος Ν. Ο., τεχνίτη οικοδοµών του τελευταίου (εργολάβου), στην προαναφερόµενη υπ αριθµ. 631/2018 ένορκη βεβαίωση, στην οποία αναφέρει επί λέξει ότι, "Στο σηµείο αυτό τονίζω ότι ορισμένοι οικοπεδούχοι, όπως η κόρη του κυρίου Α. Γ. μετακόμισαν στο διαμέρισμά τους στην οικοδοµή 4, χρησιμοποιώντας το εργοταξιακό ρεύμα χωρίς να πληρώσουν φυσικά, µε την ανοχή και καλή πρόθεση του κυρίου Κ., ο οποίος τους παρέδωσε καλή τη πίστει το κλειδί από τις θωρακισμένες πόρτες..". Περαιτέρω, µετά την αλλαγή χρήσης των υπογείων που έγιναν χώροι κύριας χρήσης οι απαιτήσεις στον περιβάλλοντα χώρο του συγκροτήµατος ήταν διαφορετικές και έγιναν από τον εργολάβο, κατόπιν της ως άνω συμφωνίας µε τους οικοπεδούχους, στρώσεις πλακών και οπλισµένου σκυροδέµατος στα ελεύθερα (ακάλυπτα) τµήµατα του κοινού οικοπέδου, κατασκευάστηκαν επιπλέον είσοδοι και κλίµακες για την καλύτερη λειτουργία του συγκροτήματος, και μετατράπηκαν οι κοινόχρηστοι χώροι φύτευσης σε πλακόστρωτους χώρους στάθµευσης αυτοκινήτων, δίχως βέβαια να καθοριστεί συγκεκριμένη ηµεροµηνία αποπεράτωσης των εργασιών αυτών. Αναφορικά µε τους δρόμους που περιβάλλουν το συγκρότηµα κατοικιών, ο βασικός δρόμος (έμπροσθεν του συγκροτήματος) µε τη νησίδα (οδός Π. Τ.) διαμορφώθηκε µε κράσπεδα τον Ιούλιο του 2011 και ασφαλτοστρώθηκε το ίδιο έτος, ο δρόμος στη νότια πλευρά (οδός ...) διανοίχθηκε και διαστρώθηκε µε θραυστό αμµοχάλικο 3Α στις αρχές του 2011, ενώ ασφαλτοστρώθηκε τον Οκτώβριο του 2012, ο πεζόδρομος στη βορειο-δυτική πλευρά του οικοπέδου (πεζόδρομος ...) διανοίχθηκε και διαστρώθηκε µε θραυστό αμμοχάλικο 3 Α στις αρχές του 2011 στα πρώτα 72 µέτρα από τη διασταύρωσή της µε την οδό Π. Τ., αλλά δεν έχει ακόµη πραγµατοποιηθεί η οριστική του διαµόρφωση (βλ. προσκοµιζόµενα από τον εκκαλούντα υπ' αριθμ. ... έγγραφα για την κατασκευή των οδών στη Θέρμη του Δήμου Θέρμης). Στο εν λόγω συγκρότηµα έχει κατασκευαστεί από τον εργολάβο ειδικός βόθρος προκειµένου να εξυπηρετεί ένα µεγάλο συγκρότηµα κατοικιών, ενώ όπως προκύπτει από την προσκομιζόµενη από τον εκκαλούντα υπ' αριθμ. ... βεβαίωση της ΔΕΥΑ Θέρμης έμπροσθεν του επιδίκου οικοπέδου υφίσταται µεν δίκτυο αποχέτευσης, το οποίο όµως είναι ανενεργό ώστε οι οικοδομές εντός αυτού του οικοπέδου να µην μπορούν να συνδεθούν µε το αποχετευτικό δίκτυο. Όπως εμφαίνεται και στις προσκομιζόµενες από τους εφεσιβλήτους φωτογραφίες του επιδίκου συγκροτήματος και όπως αναφέρουν οι τελευταίοι, ο εργολάβος δεν τοποθέτησε ακόµη την προβλεπόμενη κατά την σύμβαση περίφραξη στην περίµετρο του οικοπέδου (και δη σε τµήµατα αυτού), που αποτελεί όµως, επουσιώδη έλλειψη σε σχέση µε το οικονομικό μέγεθος του έργου (κατασκευή τεσσάρων οικοδοµών µε συνολική δόµηση χώρων κύριας χρήσης 2.500 περίπου τ.µ., εκ των οποίων 1.281,07 τ.µ. αντιστοιχούν στους χώρους αντιπαροχής, µετά την προαναφερόµενη εκτέλεση εργασιών καθ' υπέρβαση εκείνων που προέβλεπε η παραπάνω οικοδομική άδεια, και που δεν περιλαμβάνονταν στην προαναφερόµενη συμβολαιογραφική εργολαβική σύμβαση, µε κατασκευαστικό κόστος έργου τουλάχιστον 1.600.000 ευρώ). Οι οικοπεδούχοι µε την από 29-08-2011 εξώδικη δήλωση, που επιδόθηκε στον εργολάβο την 06-09-2011, επικαλούμενοι ότι ο τελευταίος δεν παρέδωσε εµπροθέσµως τους χώρους της αντιπαροχής τους πλήρως αποπερατωµένους, καθόσον σε ορισμένους από αυτούς υπήρχαν ελλείψεις, και ότι δεν είχαν ολοκληρωθεί οι κοινόχρηστοι και κοινόκτητοι χώροι του όλου συγκροτήµατος, τον καλούσαν να προβεί σε έναρξη εργασιών για την αποκατάσταση των κακοτεχνιών στο συγκρότηµα, καθορίζοντας και τον τρόπο καταβολής της αποζημίωσης για την καθυστέρηση παράδοσης των χώρων της αντιπαροχής τους και των κοινόχρηστων και κοινόκτητων χώρων, δηλώνοντάς του ότι σε αντίθετη περίπτωση θα προβούν σε κάθε νόμιμη ενέργεια για την προάσπιση των δικαιωμάτων τους και θα κινηθούν δικαστικά για την έκπτωσή του από τα δικαιώµατα της εργολαβίας. Στη συνέχεια, µε την από 09-07-2014 εξώδικη δήλωση, που επιδόθηκε στον εργολάβο την 11-07-2014, οι οικοπεδούχοι του δήλωσαν, μεταξύ άλλων, ότι δυνάµει του άρθρου 9 του συμβολαιογραφικού εργολαβικού προσυμφώνου τον κηρύσσουν έκπτωτο από το έργο, διότι, παρά την αποστολή της προηγούμενης εξώδικης δήλωσης - πρόσκλησης, ο εργολάβος δεν αποπεράτωσε τους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του συγκροτήµατος και δεν διόρθωσε τις ελλείψεις στους χώρους των αντιπαροχών τους, παρότι παρήλθε χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο των 20 µηνών από την παράδοση του οικοπέδου και επιπλέον διάστηµα 6 µηνών που ορίζεται στον 9ο όρο του εργολαβικού, και διότι είχε ληξιπρόθεσµες οφειλές προς το ΙΚΑ άνω των 100.000 ευρώ από την εκτέλεση του έργου, που αποτελούν δική του συμβατική υποχρέωση (όρος 3 του εργολαβικού), τις οποίες κινδυνεύουν οι ίδιοι να πληρώσουν λόγω του νομοθετικού καθεστώτος. Πλην, όµως, οι οικοπεδούχοι αν και παρέλαβαν όπως προαναφέρθηκε, εµπρόθεσµα, τον Ιούλιο του 2010 τους χώρους αντιπαροχής (µαζί µε τους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους, µέρη και εγκαταστάσεις της κάθε οικοδοµής των χώρων της αντιπαροχής τους σε πλήρη λειτουργία), τους οποίους και χρησιμοποιούσαν έκτοτε, και ενώ µε τη συµβολαιογραφική εργολαβική σύμβαση είχαν επιφυλάξει το δικαίωμα υπαναχώρησης για τον εαυτό τους και κατά τρόπο σαφή για την περίπτωση μόνο της καθυστέρησης στην παράδοση των χώρων της αντιπαροχής τους, µαζί µε τους κοινόκτητους χώρους, µέρη και εγκαταστάσεις των κτηρίων - οικοδομών των χώρων αντιπαροχής τους σε πλήρη λειτουργία και όχι και για την περίπτωση της καθυστέρησης παράδοσης των κοινής χρήσης χώρων του οικοπέδου, στο οποίο υπάρχει το συγκρότηµα των οικοδοµών, ήτοι του περιβάλλοντος χώρου αυτών, και ενώ επίσης δεν επιφύλαξαν το δικαίωµα υπαναχώρησης για την περίπτωση αθέτησης της δευτερεύουσας συμβατικής υποχρέωσης του εργολάβου, αναφορικά µε την εξόφληση των εισφορών προς το ΙΚΑ για τις εργασίες στο επίδικο έργο µε βάση την εν λόγω συµβολαιογραφική εργολαβική σύμβαση, οι οικοπεδούχοι (εφεσίβλητοι) την 11-07-2014 προέβησαν σε συμβατική υπαναχώρηση από την μεταξύ τους σύμβαση, µε βάση το άρθρο 9 του προαναφερόµενου συμβολαιο-γραφικού εργολαβικού προσυμφώνου, δίχως όµως, να συντρέχει η ουσιαστική προϋπόθεση ως προς την άσκηση εκ µέρους των οικοπεδούχων του δικαιώµατος υπαναχώρησης από τη σύμβαση και η κήρυξη του εργολάβου εκπτώτου, ήτοι χωρίς να συντρέχει καθυστέρηση στην παράδοση των χώρων της αντιπαροχής - µαζί µε τους κοινόχρηστους χώρους της κάθε οικοδοµής των χώρων αντιπαροχής, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και διότι µε το συμβολαιογραφικό εργολαβικό συμβόλαιο δεν είχαν επιφυλάξει το δικαίωµα υπαναχώρησης για τους λοιπούς λόγους, για τους οποίους δήλωσαν µε την ως άνω εξώδικη δήλωσή τους ότι είχαν συμβατικό δικαίωµα υπαναχώρησης, όπως προαναφέρθηκε, έτσι ώστε η συμβατική υπαναχώρηση την οποία άσκησαν µε την ως άνω εξώδικη δήλωση να είναι άκυρη, µη δυνάµενη να παραγάγει έννοµα αποτελέσµατα. Πρέπει να σημειωθεί ότι στις ως άνω εξώδικες δηλώσεις δεν αναφέρονται συγκεκριμένες ελλείψεις και κακοτεχνίες των χώρων της αντιπαροχής, ούτε και των κοινοχρήστων χώρων των οικοδοµών του συγκροτήµατος, ενώ ως προς την καθυστέρηση εκπλήρωσης των ασφαλιστικών εισφορών του εργολάβου προς το ΙΚΑ δεν γίνεται σε αυτές ειδικότερη εξειδίκευση ως προς το περιεχόμενό τους (ήτοι από ποιες αιτίες προκύπτει το ποσό και ιδίως δεν αναφέρεται το ποσό των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών προς το ΙΚΑ που αντιστοιχεί στα ηµερομίσθια που πραγµατοποιήθηκαν µε βάση το συμβολαιογραφικό εργολαβικό συμβόλαιο, δεδομένου ότι οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές προς το ΙΚΑ αφορούν και ηµεροµίσθια για εργασίες εκτός του πλαισίου της ως άνω συμβολαιογραφικής εργολαβικής σύμβασης). Ακόμη πρέπει να τονιστεί ότι οι εφεσίβλητοι µε τις παρούσες προτάσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αναφέρουν, ως προς τους λόγους έκπτωσης, επί λέξει στη σελ. 19 αυτών ότι: "Οι λόγοι έκπτωσης του εργολάβου συνίσταντο από τη µία πλευρά στην µη αποπεράτωση των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων του συγκροτήµατος εντός της προθεσμίας που καθορίστηκε από τα µέρη (26 µήνες από την παράδοση του οικοπέδου (βλ. και φωτογραφίες) δυνάμει του εργολαβικού προσυμφώνου (καθώς και τη µη υποβολή δήλωσης στο ΙΚΑ για την πληρωμή των σχετικών εισφορών), µε αποτέλεσµα τα διαμερίσματα να µην καθίστανται θελκτικά για υποψήφιους αγοραστές ? µισθωτές, λόγω της δυσκολίας πρόσβασης στην είσοδο καθεµιάς οικοδοµής, καθώς και διότι ο ως άνω εργολάβος έχει σημαντικές ληξιπρόθεσµες οφειλές προς το ΙΚΑ, που αφορούσαν τις εργασίες για την εκτέλεση του έργου και την κατασκευή του συγκροτήματος (δηλαδή και τις αντιπαροχές µας) µε αποτέλεσµα τη ρητή παραβίαση των όρων της εργολαβικής σύμβασης (παραβίαση άρθρου 7 και 9 του προσυμφώνου, σύμφωνα µε την οποία έπρεπε να έχει αποπερατώσει τις αντιπαροχές δηλαδή να έχει εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις του), αλλά και τους εξωτερικούς κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους.....", ενώ στην προσθήκη αντίκρουση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού αναφέρουν σελ. 3 αυτής επί λέξει ότι, "Ο νόµιµος λόγος έκπτωσης ήταν διπλός, δηλαδή και η µη παράδοση των αντιπαροχών µας (το ΙΚΑ άλλωστε οφειλόταν και το 2014), αλλά και η µη αποπεράτωση των εξωτερικών χώρων (ακόµη και σήµερα δεν έχουν γίνει οι απαιτούμενες εργασίες). Και οι δύο λόγοι αυτοί αρκούν για τη νόµιµη κήρυξη του αντιδίκου ως εκπτώτου". Σε κάθε δε περίπτωση, και αν ακόµη υποτεθεί ότι οι οικοπεδούχοι στο ως άνω εργολαβικό προσύμφωνο είχαν επιφυλάξει για τον εαυτό τους το δικαίωµα να κηρύξουν έκπτωτο τον εργολάβο σε περίπτωση καθυστέρησης παράδοσης και των κοινής χρήσης µερών του ελεύθερου τµήµατος του οικοπέδου, επί του οποίου υπάρχει το συγκρότηµα των οικοδοµών αυτών, δηλαδή και του περιβάλλοντος χώρου αυτού σε πλήρη λειτουργία (πλην των συνδέσεων µε τους οργανισμούς κοινής ωφέλειας κατά τον ως άνω 9ο όρο) µέσα στην ως άνω προθεσµία των 26 µηνών από την παράδοση του οικοπέδου στον εκκαλούντα- εργολάβο, ήτοι να τον κηρύξουν έκπτωτο από τις 15.9.2010, η από µέρους των οικοπεδούχων άσκηση την 11.7.2014 του δικαιώματος συμβατικής ο υπαναχώρησης από την μεταξύ τους σύμβαση, µε βάση το προαναφερόµενο συμβολαιογραφικό εργολαβικό προσύμφωνο, ώστε να λυθεί η σύμβαση εργολαβίας, υπερβαίνει έκδηλα τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος αυτού, διότι η µη τοποθέτηση τµηµάτων της προβλεπόμενης κατά την εργολαβική σύμβαση περίφραξης σε όλο το συγκρότηµα (βλ. και προσκομιζόµενες από τους εφεσίβλητους φωτογραφίες), αποτελεί επουσιώδη έλλειψη, δεν παρεμποδίζει την λειτουργία του συγκροτήματος των οικοδοµών, καθόσον είχε απομείνει σε εκκρεμότητα ήσσονος σημασίας και οικονοµικής αξίας κατασκευή σε σχέση µε το οικονομικό µέγεθος του όλου έργου που έχει εκτελεστεί, όπως προαναφέρθηκε (τουλάχιστον 1.600.000 ευρώ), µετά και την εκτέλεση από τον εργολάβο των προαναφερόµενων πρόσθετων εργασιών στους χώρους εργολαβικής αμοιβής, χώρους αντιπαροχής και κοινοχρήστους χώρους του συγκροτήµατος και περιβάλλοντος χώρου αυτού, που δεν είχαν περιληφθεί στο αρχικό συμφωνημένο έργο και συνεπώς οι πρόσθετες εργασίες που συμφωνήθηκαν να γίνουν ήταν εκτός του πλαισίου των προθεσµιών παράδοσης µε την ως άνω συµβολαιογραφική εργολαβική σύμβαση. Επίσης, η καθυστέρηση ολοκλήρωσης των έργων υποδοµής του Δήμου Θέρμης είχε ως αποτέλεσµα να υπάρξει καθυστέρηση και στην πλήρη διαµόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, λόγω και του γεγονότος ότι δεν είχε διαμορφωθεί η τελική στάθµη των γύρω από το οικόπεδο δημοτικών δρόμων. Η κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρα των εφεσιβλήτων, Αχιλλέα Γκαλγκανά του Αλεξάνδρου (πατέρα της πέμπτης και έκτου των εφεσιβλήτων), ο οποίος κατέθεσε κατά γενικό τρόπο στην υπ' αριθμ. ... ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Π. Β.- Ζ., αναφορικά µε τους κοινοχρήστους χώρους (που αφορούσε την ένδικη αγωγή των ήδη εφεσιβλήτων κατά του ήδη εκκαλούντος) επί λέξει, ότι, "Μέχρι σήµερα οι εξωτερικοί χώροι δεν είναι αποπερατωµένοι ......Υπολογίζω ότι χρειάζονται για τους εξωτερικούς χώρους και τα ένσηµα περίπου 10.000 ευρώ", ενώ στην υπ' αριθμ. ... ένορκη βεβαίωση του ιδίου ενώπιον της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου αναφορικά µε τους κοινοχρήστους χώρους (που αφορούσε την ένδικη αγωγή του ήδη εκκαλούντος κατά των ήδη εφεσιβλήτων) κατέθεσε επί λέξει, ότι, "Μέχρι σήµερα οι εξωτερικοί χώροι δεν είναι αποπερατωμένοι...... Υπολογίζω ότι χρειάζονται για τους εξωτερικούς χώρους - και τα ένσηµα περίπου 20.000 ευρώ", δίχως βέβαια να καταθέσει συγκεκριμένες ελλείψεις των κοινοχρήστων χώρων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε αντίθετα, ότι δηλαδή οι οικοπεδούχοι προέβησαν στην άσκηση του δικαιώματος συμβατικής υπαναχώρησης που είχαν επιφυλάξει για τον εαυτό τους µε το εργολαβικό συμβόλαιο, κηρύσσοντας έκπτωτο τον εργολάβο από το έργο, διότι αφενός ο εργολάβος παραβίασε τη συμβατική του υποχρέωση να τους παραδώσει τους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους, µέρη και εγκαταστάσεις της οικοδοµής τελείως αποπερατωµένους, κατάλληλους προς χρήση και σε πλήρη λειτουργία, πλην της σύνδεσης με τους οργανισμούς κοινής ωφέλειας, εντός προθεσμίας 26 μηνών από την παράδοση του οικοπέδου και την έναρξη ισχύος του εργολαβικού συμβολαίου και αφετέρου παραβίασε τη συμβατική του υποχρέωση να εξοφλήσει τις εισφορές του έργου προς το ΙΚΑ και ότι το ανωτέρω δικαίωμά τους δεν ασκήθηκε καταχρηστικά, με αποτέλεσμα η ανωτέρω δήλωση βούλησης των οικοπεδούχων , με την οποία κηρύχθηκε έκπτωτος ο εργολάβος να μην τυγχάνει άκυρη, αλλά ούτε και παράνομη, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο σχετικός λόγος της έφεσης να γίνει δεκτός ως βάσιμος και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το αντίστοιχο κεφάλαιο της αγωγής του εκκαλούντος.....''. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, δέχτηκε την έφεση του ενάγοντος - αναιρεσιβλήτου και εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στη συνέχεια δε, κρατώντας και δικάζοντας την αγωγή του, δέχθηκε αυτήν και ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά το μέρος που αφορούσε την ακυρότητα της κήρυξης του εργολάβου ως εκπτώτου από την εργολαβική σύμβαση, αναγνωρίζοντας ότι η υπαναχώρηση των οικοπεδούχων - εναγομένων που έγινε με την από 9-7-2014 εξώδικη δήλωσή τους, η οποία κοινοποιήθηκε στον εργολάβο ενάγοντα, στις 11-7-2014, περί κήρυξης αυτού εκπτώτου από την αναφερόμενη εργολαβική σύμβαση είναι άκυρη, μη δυνάμενη να παραγάγει έννομα αποτελέσματα. Από τις ως άνω παραδοχές του Εφετείου προκύπτει ότι το δικαστήριο δεν διαπίστωσε, ούτε ευθέως, ούτε έμμεσα, κενό στις δηλώσεις βούλησης των συμβαλλομένων μερών στην εργολαβική σύμβαση και συγκεκριμένα στον άνω ένατο όρο της σύμβασης αυτής, ούτε προέβη σε ερμηνεία του όρου αυτού, με το να δεχθεί ότι, α) το δικαίωμα των οικοπεδούχων για την έκπτωση του εργολάβου από το έργο συμφωνήθηκε σαφώς, χωρίς να παρίσταται ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων, μόνο για την περίπτωση καθυστέρησης παράδοσης των χώρων της αντιπαροχής για τα συμφωνηθέντα με βάση το εργολαβικό προσύμφωνο, μαζί με τους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους, μέρη και εγκαταστάσεις της κάθε οικοδομής των χώρων της αντιπαροχής τους σε πλήρη λειτουργία, πλην της σύνδεσης με τους οργανισμούς κοινής ωφέλειας, για διάστημα πέραν των 20 μηνών, αλλά και άλλων έξι μηνών από την παράδοση του οικοπέδου στον εκκαλούντα - εργολάβο ήτοι από τις 15-7-2008, δηλαδή για την περίπτωση παράδοσης των χώρων της αντιπαροχής μετά την 15-9-2010, σύμφωνα με περιεχόμενο του όρου αυτού, το οποίο παραθέτει επί λέξει, β) το δικαίωμα αυτό δεν αφορούσε την παράδοση των κοινής χρήσης χώρων του ελεύθερου οικοπέδου, που περιβάλλει την κάθε οικοδομή, για το οποίο μεταγενέστερα, κατά την εξέλιξη των οικοδομικών εργασιών, συμφωνήθηκαν πρόσθετες εργασίες, μη περιλαμβανόμενες στο προσύμφωνο, που έγιναν από τον εργολάβο, κατόπιν συμφωνίας µε τους οικοπεδούχους, συνιστάμενες στη στρώση πλακών και οπλισµένου σκυροδέµατος στα ελεύθερα (ακάλυπτα) τµήµατα του κοινού οικοπέδου, στην κατασκευή επιπλέον εισόδων και κλιμάκων για την καλύτερη λειτουργία του συγκροτήματος και στη μετατροπή των κοινόχρηστων χώρων φύτευσης σε πλακόστρωτους χώρους στάθµευσης αυτοκινήτων, χωρίς να καθοριστεί συγκεκριμένη ηµεροµηνία αποπεράτωσης των εργασιών αυτών, με τη σημείωση ότι τελικά τη μη παράδοση του περιβάλλοντος χώρου του οικοπέδου το Εφετείο εστιάζει μόνο σε μέρος της περίφραξης αυτού, γ) η συμφωνία των διαδίκων για την έκπτωση του εργολάβου, που περιλήφθηκε στον άνω ένατο όρο, δεν αφορούσε τη μη καταβολή ενσήμων των εργαζομένων από τον αναιρεσίβλητο στο ΙΚΑ, ως μη αναφερόμενη στον άνω ένατο όρο προϋπόθεση, για την έκπτωση του αναιρεσίβλητου, εργολάβου και δ) από το περιεχόμενο του άνω ένατου όρου του εργολαβικού προσυμφώνου, δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία, ώστε να παρίσταται ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Το γεγονός ότι το Εφετείο δεν προέβη σε ερμηνεία των δηλώσεων βούλησης των συμβαλλομένων μερών στον άνω όρο του εργολαβικού προκύπτει και από το ότι δεν προέβη σε συσχέτιση του όρου αυτού με άλλους όρους της σύμβασης, ούτε κατέφυγε σε άλλα αποδεικτικά μέσα ή σε στοιχεία εκτός της εργολαβικής σύμβασης, ούτε χρησιμοποιεί ενδοιαστικές εκφράσεις. Αντίθετα, τα ως άνω γενόμενα δεκτά από το Εφετείο προέκυψαν κατά τρόπο σαφή από τη γραμματική διατύπωση του όρου αυτού, χωρίς να δημιουργείται καμία αμφιβολία, ώστε να παρίσταται ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, στους οποίους και δεν προσέφυγε. Επομένως, οι άνω λόγοι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των ερμηνευτικών διατάξεων των δικαιοπραξιών (άρθρα 173 και 200 ΑΚ) σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω, οι διαλαμβανόμενες στους άνω λόγους αιτιάσεις για αντιφατικές αιτιολογίες της προσβαλλόμενης, καθόσον αν και δέχεται ότι η ρήτρα έκπτωσης του αναιρεσίβλητου από την εργολαβική σύμβαση, σύμφωνα με τον ως άνω σαφή, ένατο όρο της σύμβασης, αφορά μόνο την καθυστέρηση παράδοσης των χώρων της αντιπαροχής, μαζί με τους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους, μέρη και εγκαταστάσεις της κάθε οικοδομής των χώρων της αντιπαροχής σε πλήρη λειτουργία, στη συνέχεια, προβαίνοντας σε έμμεση ερμηνεία της αληθούς βούλησης των μερών, διαπιστώνει τη συνδρομή λόγου έκπτωσης, λόγω της μη αποπεράτωσης των εξωτερικών χώρων των οικοδομών, η οποία, όμως, κρίνεται από το δικαστήριο ως καταχρηστική, είναι απαράδεκτες, καθόσον πρόκειται για αντιφατικότητα μεταξύ κύριας και επικουρικής αιτιολογίας της προσβαλλόμενης, η οποία δεν ιδρύει, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, τον από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης. Επίσης, οι διαλαμβανόμενες στους ως άνω αναιρετικούς λόγους, περαιτέρω αιτιάσεις, σχετικά με την, κατά την άποψη των αναιρεσειόντων, ερμηνεία και το νόημα του ως άνω συμφωνηθέντος ένατου όρου της εργολαβικής σύμβασης, αλλά και την αληθή βούληση των συμβληθέντων μερών, πλήττουν υπό την επίφαση συνδρομής αναιρετικής πλημμέλειας, την επί της ουσίας αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ως προς το σαφές περιεχόμενο του ανωτέρω όρου και συνακόλουθα ως προς τη μη συνδρομή κενού ή ασάφειας, και επομένως, κατά το μέρος αυτό είναι απαράδεκτες. Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (αρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, σύμφωνα με το σχετικό νόμιμο αίτημά του (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 12-4-2022 αίτηση αναίρεσης και τους από 2-5-2023 πρόσθετους αυτής λόγους, για αναίρεση της ... τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης και τους πρόσθετους λόγους.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από τους αναιρεσείοντες για την άσκηση της αναίρεσης, στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Σεπτεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ