
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 179 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 179/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη, Μαρία Γιαννακοπούλου και Απόστολο Φωτόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 21 Μαΐου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Ευάγγελο Τσάκαλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο οποίος είχε καταθέσει προτάσεις στις 13-1-2022.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Δ. του Μ., κατοίκου ..., 2) Ο. Κ. του Κ., κατοίκου ..., 3) Σ. Λ. του Σ., κατοίκου Αθηνών, 4) Β. Τ. του Ι., κατοίκου Αθηνών, 5) Μ. Ψ. του Α., κατοίκου ..., 6) Μ. Β. του Π., κατοίκου ..., 7) Ε. Τ. του Κ., 8) Ε. Χ. του Α., κατοίκου ..., και 9) Ε. Σ. του Γ., κατοίκου ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά τη δικάσιμο της 18ης Ιανουαρίου 2022 οι 7η και 8η δεν είχαν παρασταθεί, ούτε είχαν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο και οι λοιποί (1η, 2ος, 3ος, 4η, 5η, 6η και 9η) είχαν εκπροσωπηθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δ. Μ., ο οποίος είχε κατέθεσε προτάσεις στις 18-1-2022.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-12-2016 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 3-3-2020 αίτησή του, η οποία συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 18ης Ιανουαρίου 2022, χωρίς να εκδοθεί απόφαση. Με την με αριθμό ... πράξη αφαίρεσης δικογραφιών της Προέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννας Κλάπα - Χριστοδουλέα, από την ορισθείσα εισηγήτρια Αρεοπαγίτη ε.τ. Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου και την με αριθμό ... πράξη του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Νικολάου Πιπιλίγκα ορίσθηκε η ως άνω νέα δικάσιμος για επανάληψη της συζήτησης, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 307 Κ.Πολ.Δ. Κατά την οίκοθεν συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Με τη διάταξη του άρθρου 307 εδάφια α και β ΚΠολΔ ορίζεται ότι, αν για οποιοδήποτε λόγο, ο οποίος παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης, είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται, αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια (...) της γραμματείας του δικαστηρίου. Η επαναλαμβανόμενη κατά το άρθρο 307 ΚΠολΔ συζήτηση αποτελεί (...) συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση (ΑΠ 32/2023). Στην προκειμένη περίπτωση με την υπ' αριθμό ... πράξη του Προέδρου του παρόντος Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου επαναλαμβάνεται νόμιμα η συζήτηση της από 3-3-2020 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... αίτησης για αναίρεση της υπ' αριθμό ... τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Η αίτηση είχε ορισθεί αρχικά να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 13-4-2021 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 18-1-2022. Το αναιρεσείον κατά τη δικάσιμο αυτή είχε εκπροσωπηθεί νόμιμα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του Ε. Τ., Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Α.Μ. Ν.Σ.Κ. 352) ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης (άρθρα 573 παρ. 1 και 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και είχε καταθέσει προτάσεις. Οι αναιρεσίβλητοι - εκτός από την 7η και την 8η από αυτούς, Ε. Τ. του Κ., κάτοικο ... και Ε. Χ. του Α., κάτοικο ..., αντίστοιχα - είχαν παραστεί δια του πληρεξουσίου και αντικλήτου Δικηγόρου τους Δ. Μ. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ...) και είχαν καταθέσει προτάσεις. Η έκδοση όμως απόφασης δεν κατέστη δυνατή από λόγους που αφορούσαν στο πρόσωπο μέλους της σύνθεσης του Δικαστηρίου και, ειδικότερα, της Εισηγήτριας Αρεοπαγίτη, η οποία συνταξιοδοτήθηκε, με συνέπεια η υπόθεση να συζητηθεί εκ νέου στη σημερινή δικάσιμο κατά την οποία το αναιρεσείον παρέστη νόμιμα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, την οποία κατέθεσε ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του, ενώ οι αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίσθηκαν και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά εγγραφής της στο πινάκιο. Οι ίδιοι διάδικοι περαιτέρω δεν κατέθεσαν δήλωση - σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ - ότι δεν θα παραστούν στην εκφώνηση της υπόθεσης. Όπως εξάλλου προκύπτει από την υπ' αριθμό ... έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Ε. Γ. Ανδρεάτου, την οποία νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται το αναιρεσείον, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 13-4-2021 κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 18-1-2022, είχε επιδοθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλεια του αναιρεσείοντος- το οποίο επισπεύδει τη συζήτηση - στο Δ. Μ., Δικηγόρο Αθηνών (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ...), αντίκλητο όλων των αναιρεσιβλήτων (βλ. την αναιρεσιβαλλομένη υπ' αριθμό ... τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών). Όπως, περαιτέρω, προκύπτει από τις από 15-3-2024 δύο (2) εκθέσεις επίδοσης του επιμελητή Δικαστηρίων του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που υπάρχουν στη δικογραφία οι αναιρεσίβλητες, Ε. Τ. του Κ., κάτοικος ... και Ε. Χ. του Α., κάτοικος ..., οι οποίες δεν είχαν παραστεί κατά την αρχική δικάσιμο της υπόθεσης στις 18-1-2022 κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστούν κατά τη σημερινή δικάσιμο. Το Δικαστήριο συνεπώς θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία των δύο (2) αναιρεσιβλήτων που προαναφέρθηκαν (άρθρα 568 παρ. 4 και 576 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, ΑΠ 176/2023), ενώ η ερημοδικία των λοιπών αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι είχαν παραστεί νόμιμα κατά την αρχική συζήτηση της υπόθεσης, δεν ασκεί έννομη επιρροή (ΑΠ 32/2023).
2. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής: Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι στην από 29-12-2016 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... αγωγή τους - την οποία είχαν απευθύνει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και είχαν στρέψει κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος - εξέθεσαν τα εξής : Ότι κατά τις ημεροχρονολογίες που ανέφεραν στην αγωγή είχαν καταρτίσει με το εναγόμενο έγκυρες συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου - οι οποίες ανανεώνονταν διαρκώς - και ότι έκτοτε προσέφεραν προσηκόντως την εργασία τους ως αρχαιολόγοι σε μονάδες του Υπουργείου Πολιτισμού του εναγομένου. Ότι είναι όλοι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος σπουδών συναφές με το αντικείμενο της απασχόλησής τους. Ότι, περαιτέρω, λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται από το ενιαίο μισθολόγιο των υπαλλήλων του Δημοσίου. Ότι το εναγόμενο από την έναρξη της ισχύος της Κ.Υ.Α. έπαυσε να αναγνωρίζει το διδακτορικό τους τίτλο ως προσόν για την ένταξή τους σε ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια, διότι η κατοχή του δεν αποτελούσε τυπικό προσόν για τη πρόσληψή τους στις υπηρεσίες τους, παρά το γεγονός ότι προσμετρά τον ίδιο τίτλο σπουδών στους μονίμους υπαλλήλους του, στους υπαλλήλους ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και σε ποσοστό 40% ων υπαλλήλων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Ότι από τη δυσμενή αυτή διάκριση σε βάρος τους δεν εντάχθηκαν σε δύο (2) ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια τα οποία προβλέπονταν από το ν. 4024/2011 και έξι (6) που προβλέπονται από το ν. 4024/2011 και ότι, τέλος, από για το λόγο αυτό απώλεσαν αποδοχές συγκεκριμένου ποσού ο καθένας τους. Με το ιστορικό αυτό αιτήθηκαν α) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να προσμετρά το διδακτορικό τίτλο σπουδών τους στη μισθολογική τους εξέλιξη και β) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε αυτούς για το χρονικό διάστημα από 1-4-2014 έως και 31-12-2016 τις διαφορές συγκεκριμένου ποσού για τον καθένα τους, τις οποίες θα λάμβαναν, αν είχαν ενταχθεί στα ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια που ανέφεραν στην αγωγή τους, και όσων είχαν λάβει νομιμότοκα.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών δίκασε τη υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παρ. 1 και 614 3 α του ΚΠολΔ) και εξέδωσε την υπ' αριθμό ..., με την οποία απέρριψε την αγωγή ως προς την πέμπτη ενάγουσα και ήδη ένατη αναιρεσίβλητη Ε. Σ. του Γ., κάτοικο ..., ενώ δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς τους λοιπούς ενάγοντες, αναγνώρισε ότι το εναγόμενο-αναιρεσείον οφείλει να προσμετρά το διδακτορικό τίτλο σπουδών τους στη μισθολογική τους εξέλιξη και στην ένταξή τους σε ανώτερα στα μισθολογικά κλιμάκια και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα τις επίδικες διαφορές συγκεκριμένου ποσού για τον καθένα τους νομιμότοκα.
Το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον και η πέμπτη ενάγουσα και ήδη ένατη αναιρεσίβλητη άσκησαν κατά της απόφασης αυτής α) την από 14-3-2018 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... και β) την από 15-3-2018 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... εφέσεις τους, αντίστοιχα, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρα 591 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και αιτήθηκαν η εκκαλούσα-ενάγουσα να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της κατά του εφεσιβλήτου-εναγομένου, ενώ το εκκαλούν-εναγόμενο να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή που είχαν ασκήσει οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες εναντίον του. Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δίκασε τις εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία που είχε δικάσει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη υπ' αριθμό ... τελεσίδικη απόφαση, με την οποία συνεκδίκασε τις δύο (2) εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων (άρθρα 591 παρ. 1 και 246 του ΚΠολΔ), δέχθηκε τυπικά, αλλά απέρριψε στην ουσία την από την από 14-3-2018 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... έφεση που είχε ασκήσει το εκκαλούν-εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον, ενώ δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την από 15-3-2018 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... έφεση, την οποία είχε ασκήσει η εκκαλούσα-πέμπτη ενάγουσα και ήδη ένατη αναιρεσίβλητη, εξαφάνισε για την ενότητα του εκτελεστού τίτλου στο σύνολό της κα ως προς όλους τους διαδίκους την εκκαλουμένη απόφαση, κράτησε και δίκασε την αγωγή, την οποία δέχθηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνώρισε ότι το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον οφείλει να προσμετρά τον διδακτορικό τίτλο των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων στη μισθολογική τους εξέλιξη και στην ένταξή τους σε ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια και το υποχρέωσε να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο τις επίδικες αποδοχές συγκεκριμένου ποσού για τον καθένα τους νομιμότοκα. Το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ανέλεγκτα (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ) τα εξής: "(...) Οι ενάγοντες είναι υπάλληλοι και υπηρετούν σε μονάδες του Υπουργείου Πολιτισμού με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Ειδικότερα, οι ενάγοντες έχουν προσληφθεί από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ως ΠΕ αρχαιολόγοι και είναι κάτοχοι (...) διδακτορικού τίτλου σπουδών. Ειδικότερα, η πρώτη ενάγουσα (...) προσλήφθηκε από το εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου την 1.4.2013 [βλ. τη με αριθμό ... (ΦΕΚ 1390/31-12-2012) προκήρυξη πρόσληψης], με την ειδικότητα του ΠΕ Αρχαιολόγου. Η σύμβασή της (...) ισχύει έως σήμερα. Είναι (...) κάτοχος (...) διδακτορικού τίτλου σπουδών (χρόνος λήψης τίτλου 10.5.2012). Απασχολείται δε στο εναγόμενο με πλήρες ωράριο (40 ώρες την εβδομάδα). Ο δεύτερος ενάγων (...) προσλήφθηκε από το εναγόμενο, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στις 22.9.2014 [βλ. την προκήρυξη πρόσληψης, (ΦΕΚ Γ/1231/15.9.2014)], με την ειδικότητα του ΠΕ Αρχαιολόγου. Η σύμβαση εργασίας του (...) ισχύει έως σήμερα. Είναι δε πτυχιούχος του Τμήματος Αρχαιολογίας (χρόνος λήψης πτυχίου 5.9.2002), κάτοχος (...) διδακτορικού τίτλου σπουδών, με ειδίκευση επίσης στην Προϊστορική Αρχαιολογία (χρόνος λήψης τίτλου 23.2.2012). Απασχολείτο στο εναγόμενο με πλήρες ωράριο (40 ώρες την εβδομάδα). Ο τρίτος ενάγων (...) προσλήφθηκε στις 16.5.2014 [βλ. α) ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/Β' ΕΠΚΑ/59895/36950/2046/6.3.201 4 και β) ΥΠΠΟΑ/ΔΕΑΜ/Φ. 802/13937/79/21.1.2014 προκήρυξη], με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και με Αρχαιολόγου. Η σύμβαση εργασίας [του] (...) ισχύει έως σήμερα. Είναι [κάτοχος διδακτορικού τίτλου] σπουδών με ειδίκευση επίσης στην Προϊστορική Αρχαιολογία (χρόνος λήψης τίτλου 22.1.2014). Τέλος, απασχολείται στο εναγόμενο με πλήρες ωράριο (40 ώρες την εβδομάδα). Η τέταρτη ενάγουσα (...) προσλήφθηκε από το εναγόμενο στις 16.5.2014, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου με την ειδικότητα της ΠΕ Αρχαιολόγου (βλ. προκήρυξη πρόσληψης 16.5.2014) και εργάζεται έως σήμερα. (...) κατέχει (...) μεταπτυχιακό (ή διδακτορικό) τίτλο σπουδών του Πανεπιστημίου του ... (Τμήμα Αρχαιολογίας) και μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών με ειδίκευση στην Περιβαλλοντική Αρχαιολογία και Παλαιοοικονομία. Τέλος, απασχολείται, στο εναγόμενο με πλήρες ωράριο (40 ώρες την εβδομάδα). Η έκτη ενάγουσα (...) προσλήφθηκε από το εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στις 18.1.2014 (βλ. την ΦΕΚ Γ 52/2014 προκήρυξη), με την ειδικότητα της ΠΕ Αρχαιολόγου. Η σύμβασή τηw (...) παρατάθηκε έως σήμερα (...) κατέχει (...) διδακτορικό τίτλο σπουδών (...) στην Προϊστορική Αρχαιολογία (χρόνος λήψης τίτλου 14.4.2012). Τέλος, απασχολείται με πλήρες ωράριο (40 ώρες την εβδομάδα). Η έβδομη ενάγουσα (...) προσλήφθηκε από το εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στις 23.12.2013 (βλ. την ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/Β' ΕΠΚΑ/23741 2/1 2861 2/9508/6.1 2.201 3 προκήρυξη) με την ειδικότητα της ΠΕ Αρχαιολόγου (...) κατέχει διδακτορικό τίτλο σπουδών στην Κλασική Αρχαιολογία (χρόνος λήψης τίτλου 13.7.2009) και εργάζεται στο εναγόμενο με πλήρες ωράριο (40 ώρες την εβδομάδα). Η όγδοη ενάγουσα (...) προσλήφθηκε από το εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στις 23.12.2013 (βλ. την ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/Β' Ε Π ΚΑ/23741 2/1 2861 2/9508/6-1 2-201 3 προκήρυξη) με την ειδικότητα της ΠΕ Αρχαιολόγου (...) κατέχει διδακτορικό τίτλο σπουδών στην Κλασική Αρχαιολογία (χρόνος λήψης τίτλου 13-7-2009) και απασχολείται στο εναγόμενο με πλήρες ωράριο (40 ώρες την εβδομάδα). Η ένατη ενάγουσα (...) προσλήφθηκε από το εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στις 23.12.2013 (βλ. την ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/Β ΕΠΚΑ/23741 2/1 2861 2/9508/6.1 2.20 1 3 προκήρυξη) με την ειδικότητα της ΠΕ Αρχαιολόγου (...) Κατέχει διδακτορικό τίτλο σπουδών στην Κλασική Αρχαιολογία ( χρόνος λήψης τίτλου 13.7.2009) και απασχολείται στο εναγόμενο με πλήρες ωράριο (40 ώρες την εβδομάδα). Εξάλλου, οι ενάγοντες ελάμβαναν ως μηνιαίες αποδοχές αυτές του κατώτατου βαθμού ΣΤ (Νόμος 4024/2011) μέχρι την 31.12.2015 και στη συνέχεια αυτές του κατώτατου πρώτου (1ου) μισθολογικού κλιμακίου (Νόμος 4354/2015). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με τη με αριθμό 2/24529/0022/24.3.2014 ΚΥΑ Υπουργών Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης τροποποιήθηκε η με αριθμό οικ. ... (ΦΕΚ Β' 414) ΚΥΑ για τον καθορισμό αποδοχών του προσωπικού, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, που απασχολείται στο Δημόσιο (...). Ειδικότερα, στο τέλος της παρ. 2 (...) της με αριθμό ... (ΦΕΚ Β' 414) ΚΥΑ προστίθεται το εξής εδάφιο: "Η αναγνώριση του ανωτέρω χρόνου προϋπηρεσίας πραγματοποιείται από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Διοικητικού/Προσωπικού των οικείων φορέων και τα οικονομικά αποτελέσματα αυτής ανατρέχουν στην ημερομηνία υποβολής της αίτησης αναγνώρισης, συνοδευόμενης από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. Επιπλέον, κάτοχοι διδακτορικού (...) σπουδών μπορούν να προσμετρήσουν τους εν λόγω τίτλους για μισθολογική εξέλιξη από την ημερομηνία πρόσληψής τους, με την απαραίτητη προϋπόθεση και μόνο οι ανωτέρω τίτλοι να έχουν αποτελέσει τυπικό προσόν για την πρόσληψη αυτών". Το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου του Δημοσίου (...) λαμβάνουν τον βασικό μισθό, που αντιστοιχεί στον εισαγωγικό βαθμό της κατηγορίας τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του Νόμου 4024/2011 (ΦΕΚ Α' 226). Στα άρθρα αυτά ορίζονται η μισθολογική εξέλιξη και ο βασικός μισθός. Για τη μισθολογική εξέλιξη του ανωτέρω προσωπικού, στα μισθολογικά κλιμάκια του άρθρου 12 του ανωτέρω νόμου, λαμβάνεται υπόψη χρόνος προϋπηρεσίας μέχρι επτά (7) έτη, σύμφωνα με τις διατάξεις των §§1, 3 και 4 του άρθρου 6 του ίδιου Νόμου. Στο άρθρο 6§4 του Νόμου 4024/2011 προβλέπεται ότι οι κάτοχοι αναγνωρισμένου διδακτορικού διπλώματος συναφούς με το αντικείμενο κατατάσσονται στον βαθμό Δ (...). Με βάση τον Νόμο 4024/2011 (...) προσέθετε (...) το διδακτορικό έξι (6) χρόνια υπηρεσίας (...) στους υπαλλήλους που απασχολούνται με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου. Εν συνεχεία, σύμφωνα με την παρ. 3 Α του άρθρου 9 του Νόμου 4354/2015, ο οποίος ισχύει από 1.1.2016, προβλέφθηκε ότι (...) οι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος κατά έξι μισθολογικά κλιμάκια. Όπως δε προαναφέρθηκε, με τη με αριθμό 2/24529/0022/24.3.2014 ΚΥΑ προβλέφθηκε ότι οι κάτοχοι διδακτορικού (...) τίτλου σπουδών μπορούν να προσμετρήσουν τους εν λόγω τίτλους για μισθολογική εξέλιξη από την ημερομηνία πρόσληψής τους, με την απαραίτητη προϋπόθεση και μόνο οι ανωτέρω τίτλοι να έχουν αποτελέσει τυπικό προσόν για την πρόσληψη αυτών. Όμως, μετά τον μήνα Απρίλιο του έτους 2014, οπότε εκδόθηκε η ως άνω υπουργική απόφαση, οι σχετικές προκηρύξεις του εναγόμενου δεν όριζαν τον (...) διδακτορικό τίτλο σπουδών ως τυπικό προσόν για την πρόσληψη των υπαλλήλων, με αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζονται πλέον μισθολογικά οι εν λόγω τίτλοι. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι πριν από τον Απρίλιο του έτους 2014 αναγνωριζόταν ο διδακτορικός τίτλος σπουδών των εναγόντων και συγκεκριμένα της πρώτης, πέμπτης και έβδομης απ' αυτούς ως προσόν για την ένταξή τους στα μισθολογικά κλιμάκια. Μάλιστα στις εν λόγω προκηρύξεις προβλέπονταν και επιπλέον μόρια για όσους υποψηφίους κατείχαν (...) διδακτορικό τίτλο σπουδών (βλ. τη με αριθμό ... προκήρυξη). Μετά δε την έκδοση της ως άνω Υπουργικής Απόφασης, όπως προαναφέρθηκε, το εναγόμενο έπαυσε να αναγνωρίζει τον διδακτορικό τίτλο των εναγόντων. Αντιθέτως, τον προσμετρά στη μισθολογική εξέλιξη των μονίμων υπαλλήλων, των υπαλλήλων ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου καθώς και του 40% των υπαλλήλων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, κατά παράβαση των συνταγματικών αρχών της ισότητας και της ίσης αμοιβής για την ίδια εργασία. Όμως, η εν λόγω δυσμενής σε βάρος των εναγόντων διάκριση, δεν δικαιολογείται από το γεγονός και μόνον ότι οι προκηρύξεις πρόσληψής τους δεν αναγράφουν πλέον τον διδακτορικό τίτλο σπουδών ως τυπικό προσόν πρόσληψης, λαμβανομένου υπόψη του ότι οι ενάγοντες, ως ΠΕ αρχαιολόγοι, παρέχουν υπό τις ίδιες συνθήκες την ίδια εργασία με τους άλλους αρχαιολόγους, που υπηρετούν στο εναγόμενο και ιδίως με τους ανήκοντες στην ίδια κατηγορία μ' αυτούς, ήτοι με τους υπαλλήλους ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και δη με το 40% από αυτούς, ως προς τους οποίους το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο προσμετρά (...) τον διδακτορικό τίτλο σπουδών τους για τη μισθολογική τους εξέλιξη. Αυτή η, κατ' εξαίρεση, μη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος συνιστά άνιση μεταχείριση των συνδεόμενων με τις άνω υπηρεσίες, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου έναντι των υπολοίπων κατηγοριών, στις οποίες αυτή χορηγήθηκε. Επομένως, η ως άνω ΚΥΑ είναι αντισυνταγματική και ως τέτοια δεν πρέπει να εφαρμοστεί στην προκειμένη περίπτωση (...). Αποτέλεσμα της ως άνω διάκρισης ήταν οι ενάγοντες να χάσουν δύο βαθμούς με το παλιό μισθολόγιο και έξι μισθολογικά κλιμάκια με το νέο μισθολόγιο καθώς και τις σχετικές μισθολογικές διαφορές. Ειδικότερα, με βάση το παλαιό ενιαίο μισθολόγιο οι ενάγοντες έπρεπε να είχαν καταταχθεί στον Α' βαθμό ως προς τον οποίο προβλεπόταν βασικός μισθός (...). Αντιθέτως, είχαν καταταχθεί στον κατώτερο με βασικό μισθό (...).
Συνεπώς, προέκυπτε διαφορά (...). Εν συνεχεία με βάση το νέο ενιαίο μισθολόγιο, που ισχύει από 1.1.2016, οι ενάγοντες έπρεπε να είχαν καταταχθεί στο έκτο μισθολογικό κλιμάκιο με βασικό μισθό (...). Αντιθέτως είχαν καταταχθεί στο κατώτερο πρώτο (1°) μισθολογικό κλιμάκιο με βασικό μισθό (...) και προέκυπτε διαφορά (...). Περαιτέρω οι ανωτέρω ενάγοντες δικαιούνται για διαφορές αποδοχών έκαστος εξ αυτών (...) τα ακόλουθα χρηματικά ποσά (...) Ακολούθως, πρέπει : 1) Να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να προσμετρά τον διδακτορικό τίτλο σπουδών των εναγόντων στη μισθολογική εξέλιξη τους και στην ένταξή τους στα μισθολογικά κλιμάκια και να καταβάλλει σε καθέναν εξ αυτών τις αποδοχές που αντιστοιχούν στο νέο [μισθολογικό] τους κλιμάκιο και 2) να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει το συνολικό ποσό των (...) Ευρώ σε καθένα εκ των εναγόντων (...)". 3.α. Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου (...) τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 9/2016, ΟλΑΠ 1/1999). Η διάταξη περαιτέρω του άρθρου 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζει ότι "[ο]ι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.". Η διάταξη αυτή καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι των πολιτών και, συνεπώς, δεσμεύει και υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις, καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μην μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές με την εισαγωγή εξαιρέσεων και διακρίσεων, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου, κοινωνικού ή δημοσίου, συμφέροντος. Η συνδρομή των λόγων αυτών υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Αν, επομένως, θεσπισθεί από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων, από την οποία, όμως, αποκλείεται αδικαιολόγητα κατά δυσμενή διάκριση άλλη κατηγορία προσώπων, μολονότι συντρέχει λόγος που επιβάλλει την ίδια μεταχείριση όλων, η διάταξη αυτή, επειδή εισάγει αδικαιολόγητη δυσμενή μεταχείριση, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Το ίδιο ισχύει και όταν η ειδική νομοθετική ρύθμιση αφορά σε μισθό, σε σύνταξη ή σε άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικά σε μισθωτό. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο θα εφαρμόσει την ίδια διάταξη και για την κατηγορία των εργαζομένων, οι οποίοι αποκλείσθηκαν αδικαιολόγητα από την εφαρμογή της, επειδή με τον τρόπο αυτό θα αποκατασταθεί η αρχή της ισότητας, η οποία είχε παραβιασθεί με την εισαγωγή της ρύθμισης που επιτρέπει τη δυσμενέστερη μεταχείριση συγκεκριμένων εργαζομένων σε σύγκριση με άλλους που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, αν βέβαια δεν συντρέχει λόγος ο οποίος μπορεί αντικειμενικά να δικαιολογήσει τη διαφορετική αυτή μεταχείριση. Η διάταξη, περαιτέρω, του άρθρου 22 παρ. 1 β του Συντάγματος αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της ισότητας - που εισάγεται από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος - η οποία εφαρμόζεται σε μισθωτούς που απασχολούνται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (ΟλΑΠ 3/1997) και επιβάλλει στο νομοθέτη τη θέσπιση ίσης αμοιβής για όλους τους εργαζομένους, οι οποίοι παρέχουν την ίδια ποιοτικά και ποσοτικά εργασία και εργάζονται με τις ίδιες συνθήκες και με τα ίδια προσόντα (ΟλΑΠ 3/2013, ΟλΑΠ 13/2003). Δεν συντρέχει όμως τέτοια περίπτωση, όταν σύμφωνα με ρητή διάταξη νόμου προβλέπεται η καταβολή συγκεκριμένης παροχής σε ορισμένη μόνο κατηγορία μισθωτών, η οποία σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή πρέπει να συγκεντρώνει ορισμένες ιδιότητες σε σχέση με άλλη κατηγορία μισθωτών που δεν συγκεντρώνει τις ίδιες ιδιότητες (ΑΠ 100/2023). Το άρθρο 6 παράγραφος 4 του ν. 4024/2011 (Φ.Ε.Κ. Α 226/27-10-2011), όπως οι παράγραφοι γ, δ προστέθηκαν στην παράγραφο 4 με την παράγραφο 5 του άρθρου 1 του ν.4038/2012 (ΦΕΚ Α 14/2-2-2012): "4. Οι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος συναφούς με τα αντικείμενα, στα οποία είναι δυνατόν, κατά τις οργανικές διατάξεις της υπηρεσίας τους, να απασχοληθούν, κατατάσσονται, ως δόκιμοι στο Βαθμό Δ. (...). Για υπαλλήλους οι οποίοι αποκτούν αναγνωρισμένο και συναφές διδακτορικό δίπλωμα ή μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών μετά το διορισμό τους, ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική τους εξέλιξη μειώνεται συνολικά κατά έξι (6) και δύο (2) έτη αντίστοιχα. Ως μεταπτυχιακό και ως διδακτορικό δίπλωμα νοούνται εκείνα που χορηγούνται με αντίστοιχο ιδιαίτερο τίτλο μετά τη λήψη του πτυχίου ή διπλώματος Πανεπιστημίου ή Τ.Ε.Ι.. Για τα μεταπτυχιακά και τα διδακτορικά διπλώματα εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του εξωτερικού απαιτείται βεβαίωση ισοτιμίας από την αρμόδια αρχή. Για τη συνδρομή ή όχι της προϋπόθεσης της συνάφειας αποφαίνεται το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο. Η ισχύς της παρούσας παραγράφου ανατρέχει στο χρόνο έναρξης ισχύος του ν. 4024/2011.". Περαιτέρω με την Κ.Υ.Α. 2/24529/0022/24.3.2014 (ΦΕΚ 928/14-4-2014 Τ. Β') τροποποιήθηκε η Κ.Υ.Α. 2/13917/0022/17-2-2012 (ΦΕΚ 414 Β) για τον καθορισμό των αποδοχών του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο (...) και προστέθηκε εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο: "Επί πλέον, κάτοχοι διδακτορικού (...) τίτλου σπουδών μπορούν να προσμετρήσουν τους εν λόγω τίτλους για μισθολογική εξέλιξη από την ημερομηνία πρόσληψής τους με την απαραίτητη προϋπόθεση και μόνον οι ανωτέρω τίτλοι να έχουν αποτελέσει τυπικό προσόν για την πρόσληψη αυτών". Τέλος στο άρθρο 9 παράγραφος 3 του ν. 4354/2015 (ΦΕΚ Α 176/16-12-2015), όπως το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης β' αντικαταστάθηκε με το άρθρο 146 του ν. 4483/2017 (Φ.Ε.Κ. Α 107/31-7-2017), ορίζεται ότι: "α. (...) οι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος κατά έξι (6) Μ.Κ.. β. Η κατάταξη στα Μ.Κ. της προηγούμενης περίπτωσης πραγματοποιείται μόνο όταν το περιεχόμενο των μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών είναι συναφές με το αντικείμενο απασχόλησης του υπαλλήλου, όπως προκύπτει από την προκήρυξη της θέσεως κατά την πλήρωση ή την περιγραφή της θέσης εργασίας από τον οργανισμό της Υπηρεσίας. Για τη συνδρομή ή όχι της προϋπόθεσης αυτής αποφαίνεται το αρμόδιο, για την αναγνώριση των τίτλων αυτών, όργανο (...). Η νέα κατάταξη και τα οικονομικά αποτελέσματα αυτής ισχύουν από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης και όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών (...)". Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση για τη μισθολογική εξέλιξη του υπαλλήλου είναι η συνάφεια του περιεχομένου του διδακτορικού τίτλου με το αντικείμενο της απασχόλησής του. Η προϋπόθεση αυτή ίσχυε υπό το ήδη καταργημένο άρθρο 6 παρ. 4 ν. 4024/2011 (Φ.Ε.Κ. Α 226/27-10-2011) και εξακολουθεί να ισχύει και σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 3 ν. 4354/2015 (Φ.Ε.Κ. Α 176/16-12-2015).
Στον πρώτο λόγο αναίρεσης το αναιρεσείον εκθέτει ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 4 του ν. 4024/2011 (Φ.Ε.Κ. Α 226/27-10-2011), 9 παρ. 3 του ν. 4354/2015 (Φ.Ε.Κ. Α 176/16-12-2015), διότι δεν διέλαβε αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 και 19 -ορθώς 19 - του ΚΠολΔ και πρέπει για το λόγο αυτό να αναιρεθεί. Το αναιρεσείον εκθέτει, ειδικότερα, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση αναγνώρισε την υποχρέωσή του να προσμετρά τον διδακτορικό τίτλο σπουδών που κατέχουν οι αναιρεσίβλητοι στη μισθολογική τους εξέλιξη και στην ένταξή τους σε ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια και μετά από αυτό το υποχρέωσε να καταβάλει σε κάθε αναιρεσίβλητο τις αποδοχές συγκεκριμένου ποσού, οι οποίες προβλέπονταν από το μισθολογικό κλιμάκιο στο οποίο θα έπρεπε να είχαν καταταγεί, χωρίς όμως να διαλάβει παραδοχές α) ως προς το αν οι αναιρεσίβλητοι ως κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος σπουδών είχαν υποβάλει αίτηση στο αρμόδιο διοικητικό όργανο για να ενταχθούν σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο και β) αν ο τίτλος σπουδών που κατείχαν ήταν συναφής με το αντικείμενο της απασχόλησής τους σε υπηρεσίες που Υπουργείου Πολιτισμού στο οποίο προσέφεραν την εργασία τους. Το αναιρεσείον επικαλείται στη συνέχεια ότι, αν το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δεν είχε αναγνωρίσει ότι υπέχει έναντι των αναιρεσιβλήτων την υποχρέωση που προαναφέρθηκε, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης θα απέρριπτε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή που είχαν ασκήσει οι αναιρεσίβλητοι εναντίον του. Το Μονομελές Εφετείο, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ), α) πράγματι δεν διαλαμβάνει παραδοχή ως προς το αν οι αναιρεσίβλητοι ως κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος σπουδών είχαν υποβάλει αίτηση στο αρμόδιο συλλογικό διοικητικό όργανο του αναιρεσείοντος για να αναγνωρισθεί αρχικά αν οι τίτλοι σπουδών που κατείχαν ήταν ή όχι συναφείς με τις υπηρεσίες που προσέφεραν στο αναιρεσείον και στη συνέχεια αν οι αναιρεσίβλητοι είχαν ή όχι δικαίωμα για να ενταχθούν σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο. Το δευτεροβάθμιο όμως Δικαστήριο δεν απαιτείτο να διαλάβει στην αναιρεσιβαλλομένη παραδοχή ότι οι αναιρεσίβλητοι είχαν ακολουθήσει τη διαδικασία που προαναφέρθηκε για να αναγνωρισθεί ότι το διδακτορικό δίπλωμα σπουδών που κατείχαν ήταν συναφές με το αντικείμενο της απασχόλησής τους και ότι συνεπώς είχαν δικαίωμα να ενταχθούν σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο, διότι η διαδικασία αυτή, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 9 παράγραφος 3 β εδάφια α και γ του ν. 4354/2015, πρέπει να τηρείται, όταν ο υπάλληλος ακολουθεί τη διοικητική οδό για να ενταχθεί υπό τις προϋποθέσεις της διάταξης που προαναφέρθηκε σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο. Όταν όμως ο εργαζόμενος ασκεί αγωγή κατά του εργοδότη του με αίτημα την επιδίκαση της διαφοράς των αποδοχών μεταξύ αυτών που θα λάμβανε, αν είχε ενταχθεί ως κάτοχος διδακτορικού διπλώματος σπουδών σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο και όσων έλαβε, η τήρηση της διοικητικής αυτής διαδικασίας δεν αποτελεί προϋπόθεση για να ελεγχθεί η βασιμότητα της αγωγής του, διότι η συνάφεια του τίτλου σπουδών με το αντικείμενο της απασχόλησης του εργαζομένου κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο αποφαίνεται στη συνέχεια αν ο ενάγων μπορεί ή όχι να ενταχθεί στο ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο και επομένως αν έχει ή όχι αξίωση κατά του εναγομένου-εργοδότη για καταβολή επιπλέον μισθολογικών παροχών (πρβλ. ΑΠ 177/2023 και ΑΠ 2187/2014). Η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση περαιτέρω διαλαμβάνει σαφή παραδοχή ότι το διδακτορικό δίπλωμα σπουδών που κατείχαν οι αναιρεσίβλητοι είναι συναφές με το αντικείμενο της απασχόλησής τους στις υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού του αναιρεσείοντος. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 4 του ν. 4024/2011 (Φ.Ε.Κ. Α 226/27-10-2011), 9 παρ. 3 του ν. 4354/2015 (Φ.Ε.Κ. Α 176/16-12-2015) και, συνεπώς, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 του ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα επικαλείται το αναιρεσείον με το λόγο αναίρεσης που προαναφέρθηκε, ο οποίος, επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. 3.β. Στο δεύτερο λόγο αναίρεσης το αναιρεσείον εκθέτει ότι το Μονομελές Εφετείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 και 22 του Συντάγματος και της Κ.Υ.Α. 2/24529/0022/24-3-2014 (ΦΕΚ Β 928/2014), με την οποία τροποποιήθηκε η ΚΥΑ ... (ΦΕΚ Β 414/2012) με συνέπεια να υποπέσει στην αναιρετική πλημμέλεια που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 και 19 - ορθώς 19 - του ΚΠολΔ και πρέπει για το λόγο αυτό να αναιρεθεί, διότι διέλαβε ελλιπείς και ασαφείς αιτιολογίες για ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στη έκβαση της δίκης. Το αναιρεσείον επικαλείται, ειδικότερα, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση αναγνώρισε σύμφωνα με την επεκτατική αρχή της ισότητας την υποχρέωσή του να προσμετρά το διδακτορικό τίτλο σπουδών που κατέχουν οι αναιρεσίβλητοι στη μισθολογική τους εξέλιξη και στην ένταξή τους σε ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια και μετά από αυτό το υποχρέωσε να καταβάλει σε κάθε αναιρεσίβλητο τις αποδοχές, τις οποίες θα λάμβανε, αν είχε καταταγεί σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο από αυτές που είχε λάβει έως τότε, χωρίς όμως να περιλάβει πλήρεις και σαφείς παραδοχές ως προς τα προσόντα, το είδος και τις συνθήκες εργασίας τόσο των αναιρεσιβλήτων, όσο και των λοιπών εργαζομένων στις ίδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, οι οποίοι - σε αντίθεση με τους αναιρεσιβλήτους - είχαν προαχθεί μισθολογικά ως κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος σπουδών και λάμβαναν υψηλότερες από αυτούς αποδοχές, όπως ειδικότερα αναφέρει σε αυτόν. Το Μονομελές Εφετείο, πράγματι, όπως προκύπτει από τις ανέλεγκτες παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης (άρθρο 561 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ), επιδίκασε στους αναιρεσιβλήτους τις επίδικες διαφορές αποδοχών με ανεπαρκείς και ασαφείς, ωστόσο, παραδοχές ως προς το αν οι αναιρεσίβλητοι είχαν ή όχι δικαίωμα ως κάτοχοι διδακτορικών τίτλων σπουδών να καταταγούν σε ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια και συνεπώς αν μπορούσαν ή όχι να αξιώσουν από το αναιρεσείον τις διαφορές, τις οποίες είχαν αιτηθεί με την αγωγή τους εναντίον του σύμφωνα με την επεκτατική αρχή της ισότητας. Το Μονομελές Εφετείο, ειδικότερα, διαλαμβάνει στη αναιρεσιβαλλομένη ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες α) ως προς την κατηγορία των υπαλλήλων του αναιρεσείοντος με την οποία συγκρίνονται αναιρεσίβλητοι, β) ως προς το αν οι προκηρύξεις για την πρόσληψη των υπαλλήλων του αναιρεσείοντος, οι οποίοι είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος σπουδών και έχουν για το λόγο αυτό ενταχθεί σε ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια, έθεταν ως τυπικό προσόν για την πρόσληψή τους από το αναιρεσείον την κατοχή όμοιου τίτλου σπουδών ή όχι και γ) ως προς το αν οι αναιρεσίβλητοι ανήκουν σε κατηγορία εργαζομένων, η οποία έχει εξομοιωθεί μισθολογικά με εκείνους για τους οποίους η κατοχή διδακτορικού διπλώματος σπουδών αποτελεί όρο για τη μισθολογική τους εξέλιξη. Η αναιρεσιβαλλομένη, όπως, θα έπρεπε να διαλάβει πλήρεις και σαφείς παραδοχές για όλα τα κρίσιμα ζητήματα που προαναφέρθηκαν για να είναι δυνατόν να θεμελιωθεί πλήρως το αποδεικτικό της πόρισμα ότι στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσίβλητοι διέθεταν τα ίδια τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και παρείχαν στο αναιρεσείον ίση εργασία με τους λοιπούς υπαλλήλους του, οι οποίοι είχαν ενταχθεί ως κάτοχοι διδακτορικών τίτλων σπουδών σε ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια και λάμβαναν υψηλότερες από αυτούς αποδοχές και, συνεπώς, αν στην προκειμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι για την εφαρμογή της επεκτατικής αρχής της ισότητας που προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 εδ. β του Συντάγματος (πρβλ. τις ΑΠ 1117/2022 και ΑΠ 59/2015), όπως και οι προϋποθέσεις της Κ.Υ.Α. 2/24529/0022/24-3-2014 (ΦΕΚ Β 928/2014), με την οποία τροποποιήθηκε η ΚΥΑ ... (ΦΕΚ Β 414/2012). Το Μονομελές Εφετείο, επομένως, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια η οποία προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθμός 19 του ΚΠολΔ κατά την εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 4 και 22 του Συντάγματος, 6 παρ. 4 του ν. 4024/2011, 9 παρ. 3 του ν. 4354/2015 και της Κ.Υ.Α. ... (ΦΕΚ Β 414/2012), όπως αυτή τροποποιήθηκε με την Κ.Υ.Α. 2/24529/0022/24-3-2014 (ΦΕΚ Β 928/2014), τις οποίες παραβίασε εκ πλαγίου, όπως βάσιμα επικαλείται το αναιρεσείον με το δεύτερο λόγο της αναίρεσής του, ο οποίος επομένως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. 4.Η αναιρεσιβαλλομένη συνεπώς πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολό της. Μετά από αυτό παρέλκει να ερευνηθεί ο τρίτος λόγος αναίρεσης, διότι μετά την παραδοχή του δευτέρου λόγου της, καταλαμβάνεται πλέον από την εμβέλεια της αναιρετικής απόφασης. Η υπόθεση, τέλος, χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση και πρέπει συνεπώς να παραπεμφθεί για εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο μπορεί να συγκροτηθεί από άλλον Δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε (άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος που κατέθεσε προτάσεις - μετά από το νόμιμο και βάσιμο αίτημά του - πρέπει να επιβληθούν μειωμένα σε βάρος των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι ηττήθηκαν στη δίκη (άρθρα 573 παρ. 1, 106, 176 παρ. 1, 180, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 22 παρ. 1 ν. 3693/1957 που έχει αμφιμερή ισχύ, 12 παρ. 5 ν. 1738/1987 και παράγραφος 2 ΚΥΑ Οικονομικών και Δικαιοσύνης 134423/οικ/8-12-1992/20-1-1993), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμό ... τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον Δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε.
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, το ύψος των οποίων ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Σεπτεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Ιανουαρίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ