ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 188/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 188/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 188/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 188 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 188/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρουλιώ Δαβίου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αγαθή Δερέ, Μερόπη Τζουγκαράκη, Ιφιγένεια Ματσούκα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 17 Απριλίου 2024, με την παρουσία και του γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...." και τον δ.τ. "ΕΠΙΧΕΙ.ΠΑ. Α.Ε.", με ΑΦΜ .../Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών, που εδρεύει στον Ασπρόπυργο Αττικής, ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Παναγιώτα Καρανικήτα, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και δεν κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Μ., κατοίκου ... Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Σουρλή, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-6-2020 αίτηση της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15-10-2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 15-10-2021 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η υπ' αριθμ. ..., αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσα τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε επί εφέσεως κατά της υπ' αριθμ. ... οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάσαντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατά την οποία, σύμφωνα με το άρθρο 697 ΚΠολΔ, η άσκηση ενδίκων μέσων δεν είναι επιτρεπτή, πλην όμως με την απόφαση αυτή δεν διατάχθηκε ούτε ανακλήθηκε ασφαλιστικό μέτρο, υπό την έννοια του άρθρου 682 ΚΠολΔ, αλλά επιλύθηκε οριστικά η μεταξύ των διαδίκων διαφορά, ήτοι διατάχθηκε η αποβολή του καθ' ου - αναιρεσιβλήτου από το επίδικο εδαφικό τμήμα, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 12 παρ.7 του ν.1337/1983, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 4 του ν. 1772/1988, με την οποία γίνεται απλώς παραπομπή στην ανωτέρω διαδικασία για την ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων (Ολ.ΑΠ 21-22/2002). Με την προσβαλλομένη απόφαση (εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων επίσης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων) έγινε τυπικά και κατ' ουσίαν δεκτή έφεση του ήδη αναιρεσιβλήτου - καθ' ου η αίτηση, εξαφανίσθηκε η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία είχε υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να αποδώσει στην αναιρεσείουσα το περιγραφόμενο ρυμοτομούμενο εδαφικό τμήμα και απορρίφθηκε η από 01-06-2020 αίτηση της αναιρεσείουσας. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564§3 Κ.Πολ.Δ., είναι παραδεκτή (άρθρ. 577§1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577§3 Κ.Πολ.Δ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 115 παρ. 2, 242 παρ. 2 και 686 επ. του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, για τις οποίες είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και, κατά συνέπεια, δεν ισχύει η ευχέρεια των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων να προκαταθέσουν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως. (ΑΠ 1184/2021) Ειδικότερα, η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προφορικότητα της συζήτησης των υπαγομένων στη διαδικασία αυτή υποθέσεων, ακόμη και ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εισάγεται προς συζήτηση έφεση, κατά αποφάσεως που εκδόθηκε μεν κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, πλην όμως, με αυτήν (απόφαση) δεν λαμβάνονται ασφαλιστικά ή ρυθμιστικά της κατάστασης μέτρα, αλλά τέμνεται οριστικά η διαφορά και για το λόγο αυτό υπόκειται σε έφεση και αναίρεση και δεν ισχύει η απαγόρευση του άρθρου 699 του ΚΠολΔ. (ΑΠ 208/2023, ΑΠ 688/2021). Στις περιπτώσεις αυτές στην κατ' έφεση δίκη τηρείται επίσης η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έτσι επιτρέπεται και η ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου εξέταση μαρτύρων ακόμη και για ζητήματα για τα οποία εξετάσθηκαν μάρτυρες στην πρωτοβάθμια δίκη, ενώ η υπόθεση κρίνεται κατά πιθανολόγηση, με αποτέλεσμα, ακόμη και στην περίπτωση που οι διάδικοι δικάστηκαν αντιμωλία, στην έκκλητη δίκη δεν μπορεί να παραλειφθεί η προφορική συζήτηση και συνεπώς δεν επιτρέπεται δήλωση του άρθρου 242 του ΚΠολΔ. Η απαγόρευση αυτή της παράστασης με δήλωση πληρεξουσίου δικηγόρου ισχύει, για όλους τους διαδίκους (ΑΠ 1368/2008, ΑΠ 866/2008). Σε μια τέτοια περίπτωση, που δεν μπορεί να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 242 του 2 του ΚΠολΔ, ο διάδικος που κατέθεσε προτάσεις και δεν παρουσιάσθηκε στη συζήτηση προσηκόντως, δικάζεται ερήμην. (ΑΠ 1184/2021). Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 ΚΠολΔ σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την αντέφεση. Για να επέλθει όμως το αποτέλεσμα της απόρριψης της έφεσης λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος θα πρέπει να διαπιστωθεί προηγουμένως ποιος επισπεύδει τη συζήτησή της και τελικά αν μεσολάβησε έγκαιρη και νόμιμη κλήτευσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος, οπότε, αν η συζήτηση γίνεται με την επιμέλεια του εκκαλούντος ή αν κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως κατ` αυτήν με επιμέλεια του αντιδίκου του, και αυτός δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, απορρίπτεται η έφεσή του κατ' ουσίαν και όχι κατά τύπους, καθόσον, παρά το ότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή είναι πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί αποδοχής τους (ΑΠ 268/2016, ΑΠ 355/2016, ΑΠ 119/2015, ΑΠ 1127/2013, ΑΠ 845/2012). Εξάλλου, η άνω διάταξη του άρθρου 524 παρ.3 ΚΠολΔ, έχει εφαρμογή και όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται της εκδίκασης έφεσης κατά απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων και, συνεπώς, σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται, δοθέντος ότι δεν υπάρχει εξαίρεση στις εν λόγω δίκες, ούτε ειδική διάταξη ορίζουσα την τύχη της έφεσης στην περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος κατά την εν λόγω διαδικασία. H αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία στην περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος σε υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων η ερημοδικία του εκκαλούντος δεν θα έπρεπε να έχει δυσμενείς συνέπειες, αλλά να δικάζεται αυτός σαν να είχε εμφανισθεί, εάν βεβαίως παρέστη ο εφεσίβλητος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκει οποιοδήποτε έρεισμα στο όλο σύστημα του ΚΠολΔ. Αναλόγως με αυτά που ισχύουν επί ερημοδικίας του εκκαλούντος σε υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων νομής ή κατοχής, αλλά και στο σύνολο των υποθέσεων της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ερημοδικία του εκκαλούντος έχει ως συνέπεια την απόρριψη της έφεσης και στην περίπτωση που με αυτήν προσβάλλεται απόφαση εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ 14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο, ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου του αριθμού 1. Με τον όρο "απαράδεκτο" νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, δηλαδή αυτό που δημιουργείται από την αθέτηση-παραβίαση δικονομικής διατάξεως, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (ΟλΑΠ 2/2001, ΑΠ 350/2017, 1496/2017, 323/2007). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης, πρέπει, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 118 αρ.4, 502 παρ. 2, 506 παρ. 3, 577 παρ. 3 και 578 του ΚΠολΔικ, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο δικονομικός κανόνας που παραβιάσθηκε, ο τρόπος με τον οποίο συντελέσθηκε η παραβίαση, αλλά και ότι προβλήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας το απαράδεκτο ή η ακυρότητα (ΑΠ 327/1996). Εξαίρεση από τον ως άνω κανόνα εισάγεται από το αρθ. 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., σε τρεις περιπτώσεις, ήτοι α) όταν η παράβαση δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) όταν πρόκειται για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η συνδρομή όμως των ως άνω εξαιρέσεων πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο.
Συνεπώς επί παραβιάσεως διατάξεως που αφορά τη δημόσια τάξη, όπως είναι η διάταξη του άρθρου 115 παρ 2 ΚΠολΔ, ιδρύεται ο παρών λόγος και αν η ακυρότητα δεν προτάθηκε καθόλου στο δικαστήριο της ουσίας. Αρκεί να προτάθηκαν ή να προκύπτουν από την απόφαση τα αναγκαία περιστατικά και να γίνεται σχετικώς μνεία στο αναιρετήριο. Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 14 Κ.Πολ.Δ., αποδίδεται από την αναιρεσείουσα στην προσβαλλόμενη η πλημμέλεια ότι το δικάσαν Εφετείο, κατά παράβαση των άρθρων 115 παρ. 2, 242 παρ.2 και 686 επ. ΚΠολΔ, δεν απέρριψε την έφεση λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο νομότυπα, αλλά με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του, κατ' άρθρο 242 παρ2 του ΚΠολΔ, καίτοι η υπόθεση εκδικάσθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Από την παραδεκτή επισκόπηση, της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι, παρά το γεγονός ότι η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου είχε εκδοθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και επομένως η ίδια διαδικασία έπρεπε να τηρηθεί και στην κατ' έφεση δίκη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι ο εκκαλών νομότυπα παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του με δήλωση του άρθρου 242 παρ 2 ΚΠολΔ και δίκασε την υπόθεση κατ' αντιμωλία των διαδίκων, παραβιάζοντας την αρχή της αυτοπρόσωπης εμφάνισης των διαδίκων και της προφορικότητας της συζήτησης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Πρέπει, επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ' ουσίαν και να αναιρεθεί η αναρεσιβαλλόμενη απόφαση, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων αναίρεσης. Κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ: "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (για υπέρβαση δικαιοδοσίας και για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση...". Τέτοιο δικονομικό έδαφος για την μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης επανεκδίκαση της υπόθεσης από το δικάσαν Εφετείο στην ουσία δεν υπάρχει και στην κρινόμενη περίπτωση. Κατ' ακολουθίαν τούτων, μετά την κατά τα άνω αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να κρατηθεί και δικαστεί η από 31-08-2020 έφεση του εκκαλούντος- αναιρεσιβλήτου κατά της 3885/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Τη συζήτηση της ως άνω έφεσης ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου επέσπευσε ο εκκαλών, ο οποίος, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. ... έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Μ. Π., επέδωσε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη ακριβές αντίγραφο της έφεσης με πράξη προσδιορισμού δικασίμου για την δικάσιμο στις 19-11-2020 και κλήση για να παραστεί η εφεσίβλητη στη συζήτησή της. Πλην όμως, κατά την ανωτέρω δικάσιμο η υπόθεση αναβλήθηκε και επαναπροσδιορίσθηκε οίκοθεν προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 21-01-2021. Κατά την ημερομηνία αυτή, κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση, ο εκκαλών κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Ε. Σ., με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ. Ενόψει του ότι η ως άνω παράσταση του εκκαλούντος, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, δεν είναι προσήκουσα, πρέπει αυτός να δικαστεί ερήμην και ακολούθως πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (ασκήθηκε εμπρόθεσμα προ πάσης επιδόσεως και καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο) και ακολούθως να απορριφθεί στην ουσία της ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνά της και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της εφέσεως στο δημόσιο Ταμείο. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του προκατατεθέντος παραβόλου στην αναιρεσείουσα (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, λόγω της ήττας του, κατά το νόμιμο αίτημα αυτής (άρθρ. 183, 176, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται, ειδικότερα, στο διατακτικό

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 31-08-2020 εφέσεως κατά της ... αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών .
Δέχεται αυτήν τύποις και απορρίπτει κατ' ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει στον αναιρεσίβλητο τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Δεκεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Φεβρουαρίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή