
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 195 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 195/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Γεώργιο Μικρούδη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 12 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Μ. του Σ., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελισάβετ Διβανίδου-Βρακά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η oποία κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Ιερός Ναός Αγίων Δώδεκα Αποστόλων", που εδρεύει στη Δράμα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Προϊστάμενο του Ιερέα και Πρόεδρο του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου Α. Κ.. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Πεχλιβάνη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-6-2020 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Δράμας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25-5-2023 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινομένη από 25-5-2023 αίτηση αναιρέσεως (31/1572/2023) προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Η παραπάνω αίτηση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 25-5-2023, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553 παρ. 1 περ. β', 556 παρ. 1, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), γεγονός που δεν αμφισβητείται από την αντίδικη πλευρά και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο αυτής (άρθρο 577 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ). Με την ... οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Δράμας, εκδοθείσα αντιμωλία και κατά τη διαδικασία του άρθρου 614 παρ. 3 ΚΠολΔ, απερρίφθη ως ουσία αβάσιμη η από 29-6-2020 (αρ. 23/2020) αγωγή της ενάγουσας, ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Δράμας, για αιτούμενες διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, επιδομάτων εορτών - αδείας, εργασίας Σαββάτου και Κυριακής του διαστήματος 22-4-2013 έως 15-10-2019, καθώς και αποζημιώσεως απολύσεως. Κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Θράκης την από 13-9-2022 (...) έφεσή της, επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλομένη ... απόφαση, η οποία εδέχθη την έφεση τυπικά, αλλά απέρριψε αυτήν ως ουσία αβάσιμη. Ήδη με την κρινομένη αίτηση η αναιρεσείουσα αιτείται την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, για τους αναφερόμενους σ' αυτήν λόγους. 1α) Από τις διατάξεις των άρθρων 648 § 1 ΑΚ και 6 Ν. 765/1943, ο οποίος έχει κυρωθεί με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υφίσταται, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία είναι η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ' αυτή εργαζόμενο συνέπειες, που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο (ΟλΑΠ 28/2005). Το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία (από τις άλλες μορφές παροχής εργασίας) δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ' αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, συνεκτιμάται το περιεχόμενο της σύμβασης, αλλά αποφασιστική σημασία έχουν οι συνθήκες, υπό τις οποίες παρέχεται η εργασία, οι οποίες δυνατόν να αποκλίνουν από τους συνομολογημένους όρους. Επίσης συνεκτιμώνται ως σχετικές ενδείξεις και άλλα κατά περίπτωση στοιχεία, όπως ο τρόπος της αμοιβής, η ασφάλιση σε ασφαλιστικό οργανισμό, η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η δυνατότης του εργαζομένου να παρέχει τις υπηρεσίες του και σε άλλον εργοδότη κλπ (ΑΠ 567/2024, 117/2024, ΑΠ 953/2020). Εργασία πάντως που παρέχεται με πρόθεση αλληλοβοήθειας ή από λόγους ηθικούς, ανθρωπιστικούς ή ιδεολογικούς, όπως η εργασία σε φιλανθρωπικά και νοσηλευτικά ιδρύματα, σωματεία, πολιτικά κόμματα κλπ, ακόμα και αν εκτελείται υπό συγκεκριμένες εντολές και οδηγίες ως προς τον τόπο, χρόνο και τρόπο εκτελέσεως της εργασίας, δεν γίνεται στο πλαίσιο συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας και δεν εφαρμόζονται επ' αυτής οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (ΑΠ 939/2014, ΑΠ 1004/2001), έστω μάλιστα και αν καταβάλλονται ορισμένα μικροποσά προς κάλυψη δαπανών (ΑΠ 539/1992). β) Σύμφωνα με το άρθρο 53 του έχοντος ισχύ νόμου Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (ΦΕΚ τ. Α' 193/1970): 1. Οι Ψάλται και Νεωκόροι διορίζονται και παύονται υπό του οικείου Μητροπολίτου μετά γνώμην του Εκκλ. Συμβουλίου λαμβανομένην εν συνεδριάσει εις ην δέον απαραιτήτως να μετέχη και το κληρικόν μέλος (άρθ. 64 παρ. 1 Α.Ν. 2200/1940), 2. ... 3. ... 4. Οι Ιεροψάλται και Νεωκόροι, ως αποτελούντες τον κατώτερον Κλήρον της Εκκλησίας, δεν υπάγονται εις τας περί συλλογικών συμβάσεων κειμένας διατάξεις" (άρθ. 64 παρ. 4 Α.Ν. 2200/1940). 2α) κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013). Με τον παραπάνω δε λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΟλΑΠ 2/2023, ΟλΑΠ 4/2021).
β) Ο από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος εφαρμόστηκε (υπαγωγικός συλλογισμός), ώστε καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της διάταξης, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος (OλΑΠ 2/2022, ΟλΑΠ 2/2019, ΑΠ 94/2021).
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες εκ των αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το εφετείο, απορρίπτοντας ως ουσία αβάσιμο τον αγωγικό ισχυρισμό περί υπάρξεως εξαρτημένης εργασίας στην ένδικη υπόθεση, παραβίασε ευθέως, αλλά και εκ πλαγίου (με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες) τις διατάξεις των άρθρων 648, 649, 652, 653 ΑΚ, 6 του ΑΝ 765/1943 και του άρθρου 53 του έχοντος ισχύ νόμου Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (ΦΕΚ τ. Α' 193/1970).
Εν προκειμένω από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το Εφετείο διέλαβε, μεταξύ άλλων, τις παρακάτω, ανέλεγκτες ως προς την ουσιαστική του κρίση, παραδοχές, που συνάπτονται με τις παραπάνω αποδιδόμενες πλημμέλειες: "Στο εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Ιερός Ναός Αγίων Δώδεκα Αποστόλων", που εδρεύει στη Δράμα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον προϊστάμενο του ιερέα και πρόεδρο του εκκλησιαστικού συμβούλιου Α. Κ., συνδράμουν εθελοντικά και στην καθαριότητα ενορίτες, όπως άλλωστε συμβαίνει με τους ιερούς ναούς της ελληνικής επικράτειας. Συγκεκριμένα, είναι απαραίτητη η εθελοντική προσφορά των ενοριτών, για τη λειτουργική οργάνωση των Ιερών Ναών, ειδικότερα, κατά την τέλεση των Ορθοδόξων Μυστηρίων, την Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία, αλλά και την καθαριότητα, όπως και της Εκκλησιαστικής Επιτροπής, η οποία εκλέγεται ανά τριετία και μεριμνά για όλα τα θέματα του Ιερού Ναού, τα μέλη της οποίας συμμετέχουν και προσφέρουν δωρεάν τις υπηρεσίες τους, έχοντας ως αρμοδιότητες τα προβλεπόμενα από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος. Στην ερευνώμενη περίπτωση, αποδείχθηκε, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ότι στα πλαίσια αυτά προσήλθε η ενάγουσα, προκειμένου να βοηθήσει εθελοντικά στην καθαριότητα και την λειτουργία του Ιερού Ναού Δώδεκα Αποστόλων Δράμας (όπου ήδη η πεθερά της, Σ. Σ., προσέφερε τη βοήθεια της ως εθελόντρια), με δική της πρωτοβουλία, χωρίς εξάρτηση, οδηγίες ή έλεγχο από τον εφημέριο του Ιερού Ναού, ο οποίος γνωρίζοντας την οικονομική κατάσταση της οικογένειας της, της χορηγούσε μηνιαίο βοήθημα ως προσφορά αγάπης αλλά και ως ένδειξη αναγνώρισης της βοήθειας που εκείνη προσέφερε στον Ιερό Ναό (ως είθισται, όπως και άλλες δράσεις για τη βοήθεια των χριστιανών ενοριτών λχ συσσίτια, φιλόπτωχα, έρανος αγάπης, κατασκηνώσεις, κατηχητικά, τα οποία προσφέρονται ανιδιοτελώς και στο πνεύμα της αγάπης για τον συνάνθρωπο), το οποίο σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσε μισθό στα πλαίσια εξαρτημένης εργασίας. Ασφαλώς και ο τόπος παροχής των προσφερόμενων υπηρεσιών από μέρους της ενάγουσας ήταν καθορισμένος, ως και ο χρόνος, ο οποίος διαφοροποιούνταν και ήταν ανάλογος με το τελετουργικό της Εκκλησίας, ωστόσο, τα παραπάνω δεν αποτελούν κρίσιμο στοιχείο για τον χαρακτηρισμό της σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας, αφού τέτοια (σύμβαση) δεν είχε καταρτισθεί ούτε ρητώς, ούτε σιωπηρώς, μεταξύ αυτής και του εφημέριου Α. Κ., ως νομίμου εκπροσώπου του Ιερού Ναού. Είναι γεγονός ότι η γενική καθαριότητα εκεί - όπως άλλωστε συνηθίζεται τουλάχιστο στους Ιερούς Ναούς της ελληνικής περιφέρειας - γινόταν από εθελόντριες γυναίκες της ενορίας, οι οποίες κυρίως πριν τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές ασχολούνταν με τον ενδελεχή καθαρισμό του, όπως και ότι συνέδραμαν εθελοντικά και άνδρες, για την είσοδο τους στο ιερό και τον καλλωπισμό του προαυλίου χώρου της εκκλησίας, οι οποίοι παρίσταντο στα ιερά μυστήρια, τέλος, δεναμφισβητείται ότι σε ορισμένους από αυτούς ο εφημέριος έδινε ως βοήθημα μέρος από τα χρήματα που έδιναν οι πιστοί κατά την πραγματοποίηση των θρησκευτικών μυστηρίων. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου τούτου περί έλλειψης εξάρτησης, συνακόλουθα περί εθελοντικής εργασίας της ενάγουσας, ενισχύεται και από το γεγονός ότι η τελευταία κατά το χρονικό διάστημα από 17.07.2015 έως 16.12.2015 απασχολήθηκε ως καθαρίστρια στο Δήμο Δράμας, με σύμβαση ορισμένου χρόνου, ενώ συνέχιζε να προσφέρει και τις υπηρεσίες της εθελοντικά στον Ιερό Ναό, συνεπικουρούμενη από την πεθερά της, ο δε εφημέριος ... εξακολουθούσε να της χορηγεί το χρηματικό βοήθημα και για τους μήνες αυτούς που εργάστηκε στο Δήμο. Η προσφορά των υπηρεσιών της εθελοντικά στον Ιερό Ναό εξακολούθησε έως 15.10.2019, οπότε επήλθε ρήξη στις σχέσεις της με τον εφημέριο...".
Με την ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δηλαδή με το να δεχτεί (όπως και το πρωτόδικο), μετά από εξέταση όλων των επί μέρους στοιχείων ως προς τον τόπο, χρόνο και τρόπο παροχής της εργασίας της αναιρεσείουσας, ότι στην ένδικη σχέση ελλείπει το στοιχείο της (νομικής ή πραγματικής) εξαρτήσεως και ότι οι προσφερόμενες από την αναιρεσείουσα εθελοντικές υπηρεσίες στον αναιρεσίβλητο ιερό ναό συνιστούν παροχή υπηρεσιών από ελευθεριότητα, δηλαδή από χαριστική αιτία (ΑΠ 939/2014, ΑΠ 1004/2001), δεν παραβίασε (το Εφετείο) τις προαναφερόμενες διατάξεις ευθέως ή εκ πλαγίου, διότι διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως (ή μη) της παρεχομένης εργασίας, όπως αυτά στην με αρ. 1α νομική σκέψη εξετέθησαν. Ούτε βέβαια η προσβαλλομένη παραβίασε την προαναφερόμενη (στην 1β νομική σκέψη) διάταξη του Κανονισμού της Εκκλησίας της Ελλάδος, δοθέντος ότι δεν αμφισβητήθηκε από τα διάδικα μέρη ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ακολουθήθηκαν οι σχετικές προβλέψεις του Κανονισμού (απόφαση Μητροπολίτη με σύμφωνη γνώμη εκκλησιαστικού συμβουλίου) ως προς την επικαλούμενη πρόσληψη της αναιρεσείουσας ως νεωκόρου (βλ. και ΑΠ 1112/1991). Η περαιτέρω προβαλλόμενη με τον παραπάνω λόγο αιτίαση, ότι δηλαδή το Εφετείο, ερμηνεύοντας αυθαιρέτως και εσφαλμένως τα διδάγματα της κοινής πείρας, έκρινε ότι στους ιερούς ναούς παρέχεται μόνο εθελοντική προσφορά, εδράζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι στην προσβαλλομένη απόφαση δεν υπάρχει τέτοια (απόλυτη) παραδοχή και δη εφ' όλων των ιερών ναών. Στην προσβαλλομένη γίνεται αναφορά ότι εθελοντική προσφορά παρέχεται από τους πιστούς του συγκεκριμένου ιερού ναού, χωρίς βέβαια το Εφετείο να αρκεσθεί μόνο στο στοιχείο αυτό, καθώς εν συνεχεία εξέτασε όλα τα κρίσιμα στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως (χρόνος, τρόπος παροχής εργασίας, απασχόληση και σε άλλον εργοδότη κλπ). Η δε πλεοναστική αναφορά της προσβαλλομένης ότι όμοια εθελοντική προσφορά υπηρεσιών των ενοριτών συνηθίζεται να παρέχεται στους ιερούς ναούς της ελληνικής περιφέρειας, εγένετο απλά προς ενδυνάμωση του σαφούς πορίσματός της ως προς τον χαρακτήρα της παρεχομένης εργασίας της ενάγουσας (βλ. ΑΠ 567/2024, που αφορά παρεμφερή περίπτωση απασχολήσεως καθαριστριών σε Μητρόπολη με σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών). Ως αναγόμενη δε στα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν ελέγχεται αναιρετικά, διότι το φερόμενο ως παραβιασθέν δίδαγμα της κοινής πείρας αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων και όχι στην ερμηνεία της ως άνω εφαρμοσθείσας διατάξεως ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτήν (ΑΠ 2080/2017). 3) Ο λόγος αναίρεσης του αρ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δίδεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή λόγο έφεσης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν αποτελούν περιεχόμενο λόγου έφεσης, ούτε οι αβάσιμοι ή οι απαράδεκτοι ισχυρισμοί, αφού οι τελευταίοι δεν είναι ουσιώδεις για την έκβαση της δίκη (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 567/2024, ΑΠ 109/2012). Πράγματα κατά την παραπάνω έννοια αποτελούν και οι λόγοι της έφεσης, εφόσον όμως έχουν αυτοτέλεια και η παραδοχή τους οδηγεί σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης. Αντίθετα λόγοι της έφεσης που αφορούν σε απλές αρνήσεις των διαδίκων ή σε επιχειρήματα και συμπεράσματά τους από την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν έχουν αυτοτέλεια και η παράλειψη του Εφετείου να απαντήσει ειδικά σ' αυτούς δεν ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ (AΠ 278/2022, ΑΠ 75/2014).
Με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει τις εκ του αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, διότι η προσβαλλομένη, με τις παραδοχές της ότι ο αναιρεσίβλητος ιερός ναός, στηριζόμενος στις εθελοντικές υπηρεσίες των ενοριτών, δεν είχε ανάγκη να προβεί στην πρόσληψή της ούτε κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος από τις παρεχόμενες υπηρεσίες της, δεν έλαβε υπ' όψιν της τον περιεχόμενο στον σχετικό λόγο της εφέσεως της ισχυρισμό ότι ανέκαθεν στον παραπάνω ναό προσλαμβάνονταν καθαρίστριες επ' αμοιβή, διότι καμία εθελόντρια δεν δεχόταν να απασχολείται επί καθημερινής βάσης με την καθαριότητα του ναού. Ο λόγος όμως αυτός τυγχάνει αβάσιμος, διότι, όπως προεξετέθη στην παραπάνω (αρ. 3) νομική σκέψη, τέτοιος λόγος δεν ιδρύεται επί απλών ισχυρισμών που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων, έστω και αν αποτελούν περιεχόμενο λόγου έφεσης. Σε κάθε περίπτωση πάντως, από τις προεκτεθείσες (ουσιαστικώς ανέλεγκτες) παραδοχές της προσβαλλομένης, καθίσταται προφανές ότι ο προαναφερόμενος ισχυρισμός ελήφθη μεν υπ' όψιν, αλλά απερρίφθη ως ουσιαστικά αβάσιμος από το Εφετείο.
4α) Από τα άρθρα 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό πόρισμα, αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη αποδείξεως, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 1206/2022, ΑΠ 481/2013), ενώ ως αποτελούντα ξεχωριστά από τα έγγραφα αποδεικτικά μέσα πρέπει να μνημονεύονται η έκθεση και το πρακτικό αυτοψίας (άρθρο 359 ΚΠολΔ), η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων (άρθρο 383 ΚΠολΔ), τα πρακτικά εξέτασης των μαρτύρων (άρθρο 410 ΚΠολΔ) και οι ένορκες βεβαιώσεις (άρθρα 421, 339 ΚΠολΔ). β) Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 339 και 395 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ως δικαστικά τεκμήρια, τα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα εάν επιτρέπεται η απόδειξη και με μάρτυρες, μπορούν να χρησιμεύσουν οι καταθέσεις μαρτύρων, καθώς επίσης και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, που ελήφθησαν στο πλαίσιο άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, έστω και χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει, εκτός αν αυτές, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, έγιναν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη (ΑΠ 868/2020).
Με τον οικείο δεύτερο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλομένη απόφαση για πολλαπλές πλημμέλειες εκ του αρ. 11 αρθ. 559 ΚΠολΔ, διότι από το περιεχόμενο της δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι έλαβε υπ' όψιν τα αναφερόμενα στον λόγο αυτό αποδεικτικά μέσα (έγγραφα, μάρτυρες, ένορκες βεβαιώσεις) που εκείνη προσεκόμισε, ενώ αντιθέτως έλαβε υπ' όψιν ένορκη βεβαίωση του αντιδίκου της που δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του νόμου. Στην ένδικη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα "από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων (ενός από κάθε διάδικο μέρος) που εξετάστηκαν νομότυπα και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την πρωτόδικη απόφαση πρακτικά ... και από το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς". Από τη γενική αυτή βεβαίωση σε συνδυασμό με το όλο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται αναμφίβολο ότι το Εφετείο, παρόλο που δεν μνημονεύει ειδικώς και δεν αξιολογεί χωριστά, έλαβε υπ' όψιν του και συνεκτίμησε και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος αποδείξεως Α. Σ., ανεξάρτητα ότι σε αυτή εκ του αποτελέσματος αποδίδει μικρότερη αξιοπιστία σε σχέση με εκείνη της μάρτυρος ανταποδείξεως (ΑΠ 41/2016). Το αυτό ισχύει και για τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο έγγραφα (ωρολόγιο πρόγραμμα του Ιερού Ναού, αντίγραφα βιβλίων γάμων και λοιπών μυστηρίων, χρηματικά εντάλματα πληρωμής του Φιλοπτώχου Ταμείου ετών 2013-2019 κλπ), αφού το Εφετείο δεν ήταν υποχρεωμένο να μνημονεύσει και αξιολογήσει έκαστο εξ αυτών. Επίσης δεν απαιτείτο ειδική μνεία στο οικείο σημείο της προσβαλλομένης ότι ελήφθησαν υπ' όψιν και οι από 10-5-2022 προτάσεις και η προσθήκη - αντίκρουση του εφεσιβλήτου, ήδη αναιρεσιβλήτου, η κατάθεση των οποίων είναι ούτως άλλως υποχρεωτική. Η δε κρίση του δικαστηρίου ουσίας περί συναγωγής ή όχι έμμεσης απόδειξης από τη μη αμφισβήτηση και το σύνολο των ισχυρισμών που προβάλλει ο αντίδικος, δεν ελέγχεται αναιρετικά. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο αν υπάρχει αμφισβήτηση των ισχυρισμών, επισκοπώντας το δικόγραφο των προτάσεων (ΑΠ 1227/2010).
Εν προκειμένω από τις παραδοχές της προσβαλλομένης ότι ο εφημέριος του Ναού "γνωρίζοντας την οικονομική κατάσταση της οικογενείας (της αναιρεσείουσας), χορηγούσε μηνιαίο βοήθημα ως προσφορά αγάπης, αλλά και σε ως ένδειξη αναγνώρισης της βοηθείας που εκείνη προσέφερε στον Ιερό Ναό" και εν συνεχεία ότι εκείνος (εφημέριος) "εξακολουθούσε να της χορηγεί το χρηματικό βοήθημα και για τους μήνες που εργάστηκε στον Δήμο", καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι ελήφθη υπ' όψιν η σχετική παραδοχή στις προτάσεις του εφεσιβλήτου - αναιρεσιβλήτου, που εν προκειμένω φέρεται ως αγνοηθείσα (περί καταβολής σταθερού χρηματικού αντιτίμου προς την αναιρεσείουσα), ανεξαρτήτως ότι το στοιχείο αυτό δεν οδήγησε στην εξαγωγή διαφορετικού αποδεικτικού πορίσματος, αφού, όπως προαναφέρθηκε στην υπ' αρ. 1 νομική σκέψη, τα στοιχεία διακρίσεως της παροχής εξηρτημένης εργασίας είναι πλείονα του ενός. Η δε ως άνω μηνιαία χρηματική παροχή εκρίθη από το Εφετείο (κατά την ουσιαστικώς ανέλεγκτη κρίση του) ότι χορηγείτο, όχι ως αντίτιμο της παρεχομένης εργασίας της αναιρεσείουσας, αλλά ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη συνολική εθελοντική προσφορά της και ως βοήθημα λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε. Επίσης από την αναφορά της προσβαλλομένης ότι έλαβε υπ' όψιν της ως δικαστικά τεκμήρια "τα έγγραφα της προηγηθείσης ποινικής διαδικασίας", σε συνδυασμό με την μετέπειτα αναφορά αυτής ότι ο εφημέριος του Ναού ... έχει, κατόπιν υποβολής εγκλήσεως της εκκαλούσης, παραπεμφθεί για να δικαστεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Δράμας, ευθέως και αδιστάκτως συνάγεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση έλαβε υπ' όψιν και συνεκτίμησε και τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο έγγραφα που σχετίζονται με την ποινική διάσταση της εδώ εξεταζομένης εργατικής διαφοράς (εγκλήσεις, διατάξεις, προσφυγές, έγγραφα και παραγγελίες της Εισαγγελίας Πρωτ/κων Δράμας κλπ), τα οποία όμως εν προκειμένω δεν χρειαζόταν να αξιολογήσει και αντικρούσει ειδικώς, ως κατ' εξαίρεση ισχύει επί ποινικών αποφάσεων (ΑΠ 125/2018), δοθέντος ότι κατά το χρόνο συζητήσεως της προσβαλλομένης (24-2-2023), δεν είχε εισέτι εκδοθεί απόφαση ποινικού δικαστηρίου επί των αποδιδομένων στον ως άνω εφημέριο ποινικών αδικημάτων (η πρωτόδικη ποινική απόφαση εξεδόθη στις 8-3-2023). Η δε κρίση του Εφετείου ότι η ... ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Συμ/φου Δράμας Α. Κ. λαμβάνεται υπ' όψιν ως δικαστικό τεκμήριο, έστω χωρίς προηγουμένη κλήτευση της αντίδικης πλευράς, διότι εδόθη στο πλαίσιο προηγουμένης ποινικής δίκης, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (σύμφωνα και με την παραπάνω υπ' αρ. 4β νομική σκέψη), ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι η αντίστοιχη όμοια παραδοχή του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου για τη ρηθείσα ένορκη βεβαίωση δεν προσεβλήθη με ειδικό λόγο εφέσεως. Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο, όχι μόνο να προσδιορίζεται το απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο και ο λόγος για τον οποίο δεν έπρεπε να ληφθεί, αλλά και να εκτίθεται ότι το απαράδεκτο αυτό προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ εξαιρετικές περιπτώσεις (ΑΠ 993/2022, AΠ 839/2010). Τέλος από την επισήμανση της προσβαλλομένης ότι οι επί της ουσίας παραδοχές της για μη ύπαρξη εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των εδώ αντιδίκων "έρχονται σε αντίθεση κυρίως με τις καταθέσεις που περιέχονται στις υπ' αριθμό ... ένορκες βεβαιώσεις των Μ. Κ., Α. Κ., Χ. Κ. και Σ. Σ., αντίστοιχα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Δράμας, Θ. Π. ... οι οποίοι επιβεβαίωσαν ότι η ενάγουσα εργαζόταν στο εναγόμενο νομικό πρόσωπο και δεν παρείχε εθελοντική εργασία, με την έννοια της προσφοράς χωρίς αντάλλαγμα, ωστόσο, δεν κατόρθωσαν να πείσουν σχετικά το Δικαστήριο για την αλήθεια των ισχυρισμών τους", καθίσταται αναμφίβολο ότι το Εφετείο έλαβε υπ' όψιν του και αυτές, ανεξάρτητα ότι σε αυτές αποδίδει μικρότερη αξιοπιστία σε σχέση με τις ένορκες βεβαιώσεις του εφεσιβλήτου (ΑΠ 41/2016). Οι δε περιεχόμενες στον ίδιο λόγο αιτιάσεις με τις οποίες πλήττονται, υπό την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας, οι ανεπίδεκτες αναιρετικού ελέγχου ουσιαστικές παραδοχές του εφετείου, είναι απαράδεκτες (ΑΠ 167/2019).
Συνεπώς και ο παραπάνω λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλονται αιτιάσεις για παράβαση από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. α' και γ' ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς εξέταση, πρέπει η κρινομένη αίτηση να απορριφθεί. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρισταμένου αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει, κατά το σχετικό αίτημά του, να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25-5-2023 αίτηση αναιρέσεως κατά της ... αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θράκης.
Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, ύψους χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 06 Φεβρουαρίου 2025.
O ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ