
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 196 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 196/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη - Εισηγήτρια και Μαρία Γιαννακοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, την 8η Οκτωβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: S. (Σ.) Z. (Ζ.) H. (Χ.) S. (Σ.) S. (Σ.) F. (Φ.), κατοίκου ... Αττικής. Παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Ζούμπο, ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1.τεχνικής εργοληπτικής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "...", η οποία εδρεύει στην Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, 2.Γ. Λ. του Ε., νομίμου εκπροσώπου και εκκαθαριστή της ως άνω εταιρείας (πρώτης των αναιρεσιβλήτων), κατοίκου Θεσσαλονίκης και 3.Ι. Ι. του Π., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Κατσανίδη, ο oποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-7-2013 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 9-5-2023 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση, από 9 Μαίου 2023 και με αριθμό κατάθεσης ... αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμό ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, επί α) της από 18-12-2019 με αριθμό κατάθεσης ... έφεσης της ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος και β) της από 26-2-2020 και με αριθμό κατάθεσης ... έφεσης της πρώτης των εναγομένων και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης, κατά της, εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ίδια ειδική διαδικασία, με αριθμό ... απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την εκκαλουμένη αυτή απόφαση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, είχε απορρίψει κατ'ουσία την από 14-7-2013 με αριθμό κατάθεσης ... αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων και ήδη δεύτερο και τρίτο των αναιρεσιβλήτων, είχε δεχθεί την αγωγή αυτή εν μέρει ως προς την πρώτη εναγομένη και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη και είχε αναγνωρίσει ότι η τελευταία, ως εργοδότρια του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος με σύμβαση εξαρτημένης εργασία αορίστου χρόνου, του οφείλει το συνολικό ποσό των 50.000 ευρώ, νομιμοτόκως και συγκεκριμένα α) το ποσό των 30.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του και β) το ποσό των 20.000 ευρώ ως αποζημίωση, του άρθρου 931 ΑΚ, λόγω της αναπηρίας του, που υπέστη από εργατικό ατύχημα, νομιμοτόκως. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού συνεκδίκασε και δέχθηκε τυπικά τις ανωτέρω αντίθετες εφέσεις, απέρριψε κατ'ουσία την πρώτη, επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων-εφεσιβλήτων και ήδη αναιρεσιβλήτων, και κατά παραδοχή της δεύτερης έφεσης, της από 26-2-2020, έφεσης της πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή ως προς την αιτούμενη, κατ'άρθρον 931 ΑΚ, αποζημίωση και κατά τα λοιπά την απέρριψε κατ'ουσίαν ως προς την πρώτη εναγόμενη και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και η αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου που την εξέδωσε, στις 10-5-2023, πριν την πάροδο της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών από την δημοσίευση της προσβαλλόμενης, που έγινε στις 11-5-2021 (άρθρα 552, 553, 556, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1και 144 του ΚΠολΔ).
Συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
Από τη διάταξη του άρθρου 16 του ανωτέρω ν. 551/1915, προκύπτει σαφώς ότι αυτός που έπαθε ανικανότητα από εργατικό ατύχημα, ή σε περίπτωση θανάτου του, οι κατά το άρθρο 6 του ίδιου νόμου συγγενείς του, έχουν δικαίωμα να εγείρουν την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσουν, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ, πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων ή όταν έγινε σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών. Τέτοιες διατάξεις, κατά την έννοια του άρθρου 16 του ν.551/1915, είναι εκείνες που ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων . Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995, ΑΠ 1517/2021, ΑΠ 541/2020, ΑΠ 1000/2018). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, που ορίζει ότι "η αναπηρία ή παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημιώσεως, αν επιδρά στο μέλλον του", σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 298, 299, 914, 929 και 932 Α.Κ. προκύπτει ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση, που προξενείται στον παθόντα, ανεξαρτήτως φύλου, εκτός από την επίδραση, την οποία μπορεί να ασκήσει τόσο στο ύψος των χρηματικών ποσών, που θα στερείται ο παθών στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αυξήσεως των δαπανών του, όσο και στο ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως, που θα επιδικασθεί για την ηθική βλάβη, μπορεί να θεμελιώσει και αυτοτελή αξίωση για αποζημίωση, αν επιδρά στο μέλλον του. Η διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 931 Α.Κ. παρέχει βάση για τέτοια αξίωση, αν και εφόσον, κατά την αληθή έννοιά της, η αναπηρία ή η παραμόρφωση επιδρά στο οικονομικό μέλλον του παθόντος, που δεν μπορεί να καλυφθεί εντελώς με τις παροχές, οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 Α.Κ., που συνθέτουν την ως άνω έννοια της αναπηρίας ή της παραμορφώσεως στο μέλλον του παθόντος. Η κατά τα άνω, όμως, αυτοτελής αξίωση αφορά στον καθορισμό και μόνον αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και μάλιστα μελλοντική και όχι για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία αποκαθίσταται κατά το άρθρο 932 ΑΚ και η οποία δεν μπορεί να βρει έρεισμα και στη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, στην οποία γίνεται λόγος για "αποζημίωση". Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 α.ν. 1846/51, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 ν. 551/15, κωδικοποιημένου με το β.δ. της 24.07/25.8.1920, συνάγεται ότι, όταν ο εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) και υποστεί ατύχημα, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής της εργασίας, ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση αποζημιώσεώς του, τόσο ως προς τη σύμφωνα με το κοινό δίκαιο ευθύνη για αποζημίωση, όσο και ως προς την προβλεπόμενη από τον παραπάνω ν. 551/15 ειδική αποζημίωση και μόνο αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή αυτών που ο εργοδότης έχει προστήσει, ο τελευταίος έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον εργαζόμενο την από το άρθρο 34 παρ. 2 α.ν. 1841/51 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού της κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των παροχών που χορηγεί το ΙΚΑ. Ο παθών, όμως, διατηρεί την αξίωσή του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), κατά του εργοδότη και του προσώπου που προστήθηκε από αυτόν, όταν το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα αυτών. 'Ετσι, λοιπόν, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, όταν ο παθών εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, το οποίο έχει αναλάβει την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας, δεν νομιμοποιείται (παθητικά) αυτός να αξιώσει από τον εργοδότη και την αυτοτελή αποζημίωση από το άρθρο 931 ΑΚ, λόγω του περιουσιακού χαρακτήρα αυτής (ΟλΑΠ 18/2008). Περαιτέρω, με το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε με κακή εφαρμογή του, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2022, ΟλΑΠ 6/2019, ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον λόγο αυτό αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή, εάν η αγωγή, ένσταση κλπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ'ουσία (ΟλΑΠ 1/2022, ΟλΑΠ 3/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, απορρίπτοντας ως μη νόμιμη την αγωγή του ως προς την αιτούμενη αποζημίωση του άρθρου 931 ΑΚ, μετά από εξαφάνιση, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της έφεσης της πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητης, της εκκαλουμένης απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που είχε κρίνει αντίθετα και είχε δεχθεί εν μέρει κατ'ουσία την αγωγή του ως προς την αξίωση αυτή, επιδικάζοντάς του σε βάρος της πρώτης εναγόμενης και ήδη αναιρεσίβλητης το ποσό των 20.000 ευρώ, παραβίασε ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή της, τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, ενώ αυτή ήταν εφαρμοστέα, την οποία εάν την ερμήνευε ορθά και την εφάρμοζε, θα έκρινε νόμιμη την αγωγή του (και) κατά το μέρος τούτο και θα απέρριπτε τον περί του αντιθέτου λόγο της έφεσης της αντιδίκου του. Από την παραδεκτή επισκόπηση, κατ'άρθρον 561 παρ.2 ΚΠολΔ, των διαδικαστικών εγγράφων, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον προκείμενο αναιρετικό έλεγχο, προέκυψαν τα ακόλουθα: Με την από 14-7-2013 (αριθμ.καταθ....) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ο ενάγων [ήδη αναιρεσείων] ισχυρίστηκε ότι στις 15-5-2003, προσλήφθηκε από την πρώτη εναγομένη [ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη] εταιρία περιορισμένης ευθύνης, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον δεύτερο εναγόμενο [ήδη δεύτερο αναιρεσίβλητο], με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να παρέχει τις υπηρεσίες του ως ανειδίκευτος εργάτης στα δημόσια και ιδιωτικά τεχνικά έργα που εκείνη αναλάμβανε, και ήταν ασφαλισμένος στο ΙΚΑ. Ότι στις 18-7-2008, κατά τη διάρκεια επισκευαστικών εργασιών που είχε αναλάβει η άνω εργοδότριά του στο κτίριο του Εθνικού Θεάτρου στην Αθήνα, ενώ βρισκόταν στο ισόγειο του κτιρίου αυτού και επιχειρούσε να ευθυγραμμίσει μία σιδερένια κολώνα, όπως του είχε αναθέσει ο τρίτος εναγόμενος [ήδη τρίτος αναιρεσίβλητος] ως επικεφαλής του συνεργείου και προστηθείς από την εργοδότριά του, δια του ανωτέρω νομίμου εκπροσώπου της, για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας, μία μεγάλη πέτρα που έπεσε από τον τρίτο όροφο του ίδιου κτιρίου, όπου συγκέντρωναν μπάζα εργάτες άλλου συνεργείου, τον χτύπησε στο θόλο του κρανίου του και του προκάλεσε κάταγμα-εμπίεσμα θόλου κρανίου, με συνέπεια, από το σοβαρό αυτό τραυματισμό του, να καταστεί, από την ηλικία των 36 ετών, μόνιμα μερικά ανάπηρος και ανίκανος προς εργασία, με προβλήματα σωματικής και ψυχολογικής φύσεως τέτοια που έχουν σοβαρή και δυσμενή επίδραση στο μέλλον του. Ότι το εργατικό αυτό ατύχημα, ως τέτοιο καλύπτεται από τον ανωτέρω ασφαλιστικό του φορέα, παρά τον περί του αντίθετου αρχικό ισχυρισμό του τελευταίου, οφείλεται δε σε αμέλεια των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, οι οποίοι παρέλειψαν να λάβουν και τηρήσουν, αντίστοιχα, τα προβλεπόμενα, για τα οικοδομικά έργα, από τις αναφερόμενες διατάξεις, μέτρα ασφαλείας προς αποτροπή του ενδίκου εργατικού ατυχήματος και ειδικότερα δεν του χορήγησαν προστατευτικό κράνος, ούτε έθεσαν προστατευτικό πλέγμα για πτώση πετρών από τον τρίτο όροφο στο ισόγειο, αλλά ούτε του έδωσαν τις κατάλληλες οδηγίες ώστε να μην εργάζεται στο ισόγειο ταυτόχρονα με την εκτέλεση της εργασίας αποκομιδής μπάζων στον τρίτο όροφο, που ήταν επικίνδυνη για την ασφάλειά του από την πτώση από εκεί πετρών και μπαζών, όπως και έγινε. Κατόπιν τούτων, και μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ο ενάγων ζήτησε να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι του οφείλουν εις ολόκληρον ο καθένας-εκτός από την εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, που δεν ενδιαφέρει τον προκείμενο αναιρετικό έλεγχο-(και) το ποσό των 100.000 ευρώ ως αποζημίωση του άρθρου 931 ΑΚ, λόγω της μόνιμης μερικής αναπηρίας του που επιδρά στην επαγγελματική και κοινωνική του εξέλιξη, νομιμοτόκως. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την με αριθμό ... οριστική απόφασή του έκρινε νόμιμη την αγωγή και ως προς την ανωτέρω αξίωση του ενάγοντος και αφού τη δέχθηκε και κατ'ουσία κατά τούτο, μόνο όμως ως προς την πρώτη των εναγομένων και ήδη αναιρεσίβλητη εργοδότρια, αναγνώρισε ότι η τελευταία οφείλει στον ενάγοντα ως αποζημίωση για την ανωτέρω αιτία, το ποσό των 20.000 ευρώ, νομιμοτόκως. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη, με αριθμό ..., απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις αντίθετες εφέσεις που άσκησαν ο αναιρεσείων και η πρώτη αναιρεσίβλητη, έκρινε βάσιμο τον πέμπτο λόγο της από 26-2-2020 έφεσης της πρώτης αναιρεσίβλητης περί νομικής αβασιμότητας της αγωγής ως προς την αιτούμενη, εκ του άρθρου 931 ΑΚ αποζημίωση, λόγω της υπαγωγής του αντιδίκου της στην ασφάλιση του ΙΚΑ και της μη επίκλησης με την αγωγή του δόλου της ίδιας ή των προστηθέντων της στην επέλευση του ένδικου εργατικού ατυχήματος. Μετά ταύτα το Εφετείο, κατά παραδοχή της άνω έφεσης της πρώτης αναιρεσίβλητης εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και απέρριψε την αγωγή κατά το μέρος αυτό ως μη νόμιμη. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, η οποία δεν ήταν εφαρμοστέα, καθόσον τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά δεν πληρούν το πραγματικό της και δικαιολογούν τη νομική αβασιμότητα της, εκ του άρθρου αυτού, αιτούμενης αποζημίωσης. Ειδικότερα, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων, τραυματισθείς υπό τις ιστορούμενες συνθήκες, κατά τη διάρκεια της παροχής της εργασίας του στην πρώτη εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ και το ένδικο εργατικό ατύχημα, που καλύπτεται από τον ασφαλιστικό του αυτό φορέα-όπως άλλωστε ήδη κρίθηκε αμετάκλητα και με την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον ίδιο ... απόφαση του Β'Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης-δεν το αποδίδει σε δόλο του νομίμου εκπροσώπου της εργοδότριάς του ή του προστηθέντος της, αλλά σε αμέλειά τους.
Συνεπώς, με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά ο ενάγων ήδη αναιρεσείων δεν δικαιούται την αιτούμενη εκ του άρθρου 931 ΑΚ αποζημίωση, λόγω του περιουσιακού χαρακτήρα της αξίωσης αυτής, κατά τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ.2 και 60 παρ.3 του α.ν.1846/1951, σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 16 παρ.1 του ν.551/1915, κωδικοποιημένου με το β.δ.της 24-7/25-8-1920, που ήταν οι εφαρμοστέες, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη σκέψη προηγήθηκε. Επομένως, ο ερευνώμενος δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η ευθεία παραβίαση της διάταξης του άρθρου 931 ΑΚ, είναι αβάσιμος. Η διαλαμβανόμενη στον ίδιο λόγο αναίρεσης αιτίαση για εκ πλαγίου παραβίαση της επικαλούμενης διάταξης του άρθρου 931 ΑΚ με τις ελλιπείς, κατά την απόρριψη της ίδιας αγωγικής αξίωσης, αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν ιδρύει την πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθόσον η αναιρετική αυτή πλημμέλεια προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα του σχετικού αγωγικού ισχυρισμού (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 135/2019), ενώ στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση η αγωγή κατά το μέρος αυτό απορρίφθηκε ως μη νόμιμη. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. γ' του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (ΑΠ 1278/2023, ΑΠ 1538/2022). Ειδικότερα, οι ένορκες βεβαιώσεις στον Ειρηνοδίκη ή στον συμβολαιογράφο, που προβλέπονταν από το άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, και ήδη από τα άρθρα 421-424 ΚΠολΔ, όπως αυτά αντικαταστάθηκαν με τον Ν.4335/2015 αρχικά και τον Ν. 4842/2021 στην συνέχεια, αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, σε σχέση με τους μάρτυρες και τα έγγραφα, το οποίο αναφέρεται ρητά και στην περιοριστική απαρίθμηση των νόμιμων αποδεικτικών μέσων του άρθρου 339 ΚΠολΔ, και επομένως πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 1278/2023, ΑΠ 1538/2022, ΑΠ 1055/2019). Η επίκληση από το διάδικο της ένορκης βεβαίωσης πρέπει να γίνεται με τις προτάσεις της συζητήσεως, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση και να είναι ειδική, ούτως ώστε να προκύπτει από αυτή, ο αριθμός της, ο εξετασθείς μάρτυρας και ο εξετάσας αυτόν και να καθορίζεται ότι έλαβε χώρα νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου ή ότι αυτός παραστάθηκε, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση, η εκ της μη κλητεύσεως ακυρότητα θεραπεύεται (ΑΠ 1238/2023, ΑΠ 1538/2022, ΑΠ 1055/2019). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 421-424 ΚΠολΔ, τα οποία εισήχθησαν με την παρ. 3 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 ν. 4335/2015 (ΦΕΚ A' 87/23-7-2015) και, κατά την παρ. 4 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του, ως άνω, νόμου, η ισχύς τους αρχίζει από 1-1-2016, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, ορίζονται τα εξής: (άρθρο 421) "Οι διάδικοι μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επόμενων άρθρων", (άρθρο 422) "1. Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. 2. Κατά τη βεβαίωση παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι. 3. Δεν επιτρέπεται η λήψη ένορκων βεβαιώσεων πάνω από πέντε (5) για κάθε διάδικο και τρεις (3) για την αντίκρουση" και (άρθρο 424) "Ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων". Το τελευταίο αυτό άρθρο (το άρθρο 424) αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 4842/13-10-2021, ως ακολούθως: " Ένορκη βεβαίωση σε δίκη για την οποία δίδεται δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όταν: α) δεν έχει γίνει εμπρόθεσμη κλήση του αντιδίκου, β) δίδεται ενώπιον άλλου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 421 όργανα ή σε διαφορετικό τόπο, ημέρα και ώρα από αυτήν που αναφέρεται στην κλήση, γ) η κλήση δεν αναφέρει το ονοματεπώνυμο του μάρτυρα, την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τον τόπο, την ημέρα και την ώρα που θα δοθεί, και δ) όταν παραβιάζεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 421. Ένορκη βεβαίωση κατά παράβαση των λοιπών διατάξεων λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν συντρέχει δικονομική βλάβη του αντιδίκου". Υπό τη νέα διατύπωση της άνω διάταξης, το πεδίο εφαρμογής της, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 116 παρ.1 περ. β' του Ν.4842/2021, όπως αυτή διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4871/2021 (ΦΕΚ Α 246/10-12-2021), καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις . Έτσι υπό την ισχύ της νέας διάταξης του άρθρου 424 ΚΠολΔ κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου προσκομίστηκε ως αποδεικτικό μέσο ένορκη βεβαίωση, το απαράδεκτο αυτής απαγγέλλεται αποκλειστικά για τους λόγους που αριθμούνται περιοριστικά υπό στοιχ. α' έως δ' στο άρθρο 424 ΚΠολΔ, ενώ στις λοιπές περιπτώσεις μόνον εφόσον διαπιστώνεται δικονομική βλάβη του αντιδίκου (ΑΠ 1278/2023, ΑΠ 1905/2022). Περαιτέρω, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 421-424 ΚΠολΔ όπως ίσχυαν πριν την ανωτέρω αντικατάσταση του άρθρου 424 με το ν.4842/2021- καθόσον η υπό τη νέα διάταξη του άρθρου αυτού δεν ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης-και εφαρμόζονται στην κρινόμενη υπόθεση εκ του χρόνου λήψης των αναφερόμενων ενόρκων βεβαιώσεων, αφού κατά τα άρθρα 12, 21 εδ. β' και 24 παρ. 1 α' του ΕισΝΚΠολΔ, που εκφράζουν γενικότερη αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου, οι διαδικαστικές πράξεις απόδειξης του ΚΠολΔ ρυθμίζονται και διέπονται από το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο διενέργειάς τους, έστω και αν οι σχετικές αγωγές ή τα ένδικα βοηθήματα ή τα ένδικα μέσα έχουν ασκηθεί προ της εν λόγω ημερομηνίας (ΑΠ 1538/2022, ΑΠ 23/2022, ΑΠ 1706/2022), απαραίτητη προϋπόθεση, για το επιτρεπτό της εκτίμησης των ενόρκων βεβαιώσεων ως αποδεικτικών μέσων αποτελεί η λήψη τους, μετά προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου που τις επικαλείται και τις προσκομίζει, ο οποίος και υποχρεούται στην απόδειξη της κλήτευσης, εκτός αν ο αντίδικος του παραστάθηκε κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης. Σκοπός της απαιτούμενης για το παραδεκτό της ένορκης βεβαίωσης κλήτευσης του αντιδίκου είναι η παροχή δυνατότητας σ' αυτόν να λάβει εγκαίρως γνώση του περιεχομένου της ένορκης βεβαίωσης, παριστάμενος κατ' αυτή ή και λαμβάνων εγκαίρως αντίγραφά της, ώστε να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, ενώ δεν επιτρέπεται σε αυτόν οποιαδήποτε πρωτοβουλία κατά τη λήψη της βεβαιώσεως και ιδίως η υποβολή ερωτήσεων στον ενόρκως βεβαιούντα (ΑΠ 1706/2022). Παρότι το άρθρο 421 ΚΠολΔ προβλέπει ρητά την επίδοση "κλήσης" προς τον αντίδικο, σε αντίθεση με το προγενέστερο δίκαιο, που αδιαστίκτως αναφερόταν σε προηγούμενη "κλήτευση του αντιδίκου", η νέα ρύθμιση δεν απαιτεί την επίδοση αυτοτελούς δικογράφου, αλλά αντιθέτως, τόσο στις ειδικές διαδικασίες όσο και σε δίκες της τακτικής διαδικασίας επί αγωγών που είχαν ασκηθεί προ της 1.1.2016-όπως και η ένδικη- η κλήτευση του αντιδίκου μπορεί να γίνει και με δήλωση του διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά, ότι θα εξετάσει μάρτυρες ενώπιον Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου, μετά πάροδο δύο (2) τουλάχιστον εργασίμων ημερών (ΑΠ 1706/2022, ΑΠ 667/2020). Πρέπει όμως με αυτή να του κοινοποιούνται όλα τα απαραίτητα, κατά το άρθρο 422 ΚΠολΔ, στοιχεία (ΑΠ 1706/2022), μεταξύ των οποίων το επάγγελμα και η διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα, η έλλειψη δε αυτών, την οποία ερευνά το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, έχει ως συνέπεια ότι η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά ανυπόστατη, ως αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 50/2023, ΑΠ 1208/2019). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια, αληθώς από τον αριθμό 11 εδ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ (και όχι από' τους αριθμούς 1, 12 και 19 ΚΠολΔ), με την αιτίαση ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς την απόρριψη της ένδικης αγωγής του, απαραδέκτως, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα τις ένορκες βεβαιώσεις με αριθμούς ... των αυτοπτών μαρτύρων του, Α. Χ. Σ. του Μ. και Α. Χ. Σ. του Λ., αντίστοιχα, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Ν. Α. Μ., που αποδείκνυαν τις συνθήκες του ενδίκου εργατικού ατυχήματος, την μη λήψη μέτρων προστασίας από την εργοδότριά του και τον βαρύ τραυματισμό του, παρότι αυτές οι, νόμιμα επικαλούμενες και προσκομιζόμενες ενώπιόν του (του Εφετείου), ένορκες βεβαιώσεις είχαν ληφθεί μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των απόντων κατά τη λήψη τους αντιδίκων του, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (αρθ.561 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, προκύπτουν τα εξής: Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το Μονομελές Πρωτοδικείου Αθηνών, με την υπ'αριθμ. ... απόφασή του, έλαβε υπόψη του, ως αποδεικτικά μέσα, τις υπ'αριθμ. ... ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Α. Χ. Σ. του Μ. και Α. Χ. Σ. του Λ., ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Ν. Μ., τις οποίες είχε επικαλεστεί και προσκομίσει ενώπιόν του ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων προς απόδειξη της, από 14-7-2013, αγωγής του και την αντίκρουση των ισχυρισμών των αντιδίκων του. Οι τελευταίοι είχαν κληθεί για την λήψη των ανωτέρω ενόρκων βεβαιώσεων, εκπροσωπούμενοι από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους κατά τη συζήτηση της αγωγής, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την άνω οριστική απόφασή του, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, χωρίς να διαλαμβάνονται σε αυτή η διεύθυνση κατοικίας και το επάγγελμα των αναφερομένων μαρτύρων. Με την προσβαλλομένη απόφαση το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη ως αποδεικτικά μέσα τις εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις τις οποίες επίσης επικαλέστηκε και προσκόμισε ενώπιόν του ο αναιρεσείων με τις προτάσεις του ως εκκαλών-εφεσίβλητος, προς απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών του για τις συνθήκες του ενδίκου εργατικού ατυχήματος, την επικαλούμενη υπαιτιότητα των εναγομένων φυσικών προσώπων, και προς αντίκρουση των αντιθέτων ισχυρισμών. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο διέλαβε, επί λέξει, τα εξής: "Από τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια (δεν εξετάστηκαν μάρτυρες στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου), τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τους εναγομένους ... ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων..., των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τον ενάγοντα ... ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων Α. Χ. Σ. του Μ. και Α. Χ. Σ. του Λ., που δόθηκαν επιμελεία αυτού, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Ν. Μ., μη λαμβανομένων υπόψη από το Δικαστήριο ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αφού, η κλήτευση των εναγομένων έλαβε χώρα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος, στην οποία όμως, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα πρακτικά, δεν αναφέρεται η διεύθυνση της κατοικίας και το επάγγελμα των μαρτύρων, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 421, 422 ΚΠολΔ όπως αυτές προστέθηκαν με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 και επομένως η έλλειψη αυτή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στο σώμα τους δεν αναφέρεται ότι παρέστησαν οι εναγόμενοι κατά τη λήψη τους τις καθιστά απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο". Έτσι που έκρινε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και δεν έλαβε υπόψη τις εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ως απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα, λόγω έλλειψης των προαναφερομένων στοιχείων των μαρτύρων από την σχετική κλήση των αντιδίκων του αναιρεσείοντος για τη λήψη τους, οι οποίοι απουσίαζαν κατ'αυτήν, δεν περιέπεσε στην αποδιδόμενη με τον υπό κρίση λόγο αναίρεσης αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11γ ΚΠολΔ, για παρά το νόμο μη λήψη υπόψη παραδεκτού αποδεικτικού μέσου, που νόμιμα επικαλέστηκε και προσκόμισε στο Εφετείο ο αναιρεσείων. Και τούτο καθόσον η παράλειψη γνωστοποίησης του επαγγέλματος και της διεύθυνσης των μαρτύρων από την, γενόμενη με την ανωτέρω προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος, ήδη αναιρεσείοντος, κλήση των αντιδίκων του για τη λήψη τους, έχει ως συνεπεία το ανυπόστατο των εν λόγω ενόρκων βεβαιώσεων ως αποδεικτικών μέσων, και για το λόγο αυτό δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 422 παρ.1 και 424 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκαν με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.3 του ν.4335/2015, και εφαρμόζονται εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου λήψης των ενόρκων βεβαιώσεων, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, όπως ορθά έκρινε και το Εφετείο, και όσα αντίθετα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων είναι αβάσιμα. Περαιτέρω, η επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα νέα διάταξη του άρθρου 424 ΚΠολΔ, μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 23 του ν.4842/2021, σύμφωνα με την οποία η παράβαση γνωστοποίησης στους αντιδίκους του με την κλήση του για τη λήψη των ενόρκων βεβαιώσεων των ανωτέρω στοιχείων των μαρτύρων του (της διεύθυνσης κατοικίας και του επαγγέλματός τους) δεν συνεπάγεται τη μη λήψη αυτών υπόψη ως αποδεικτικών μέσων, παρά μόνο εάν συντρέχει δικονομική βλάβη των αντιδίκων του, δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω. Και τούτο διότι η ένδικη υπόθεση δεν ήταν εκκρεμής ενώπιον του Εφετείου, όπως ορίζει για την εφαρμογή της ανωτέρω νέας διάταξης του άρθρου 424 ΚΠολΔ η μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ.1 περ. β' του Ν.4842/2021, όπως αυτή διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4871/2021 (ΦΕΚ Α 246/10-12-2021), δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφασή του είχε δημοσιευθεί προγενέστερα και συγκεκριμένα στις 11-5-2021. Επομένως το Εφετείο μη λαμβάνοντας υπόψη τις εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις, δεν περιέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για παρά το νόμο μη λήψη υπόψη παραδεκτού αποδεικτικού μέσου, που νόμιμα επικαλέστηκε και προσκόμισε στο Εφετείο ο αναιρεσείων και συνεπώς ο ερευνώμενος τέταρτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αυτός ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Επί εργατικού ατυχήματος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 1 του Ν. 551/1915 "περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων", όπως κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ/μα της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρ. 38 εδ. α' ΕισΝΑΚ, η χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στις ειδικές διατάξεις του νόμου αυτού, οφείλεται, και ανεξάρτητα του εάν ο παθών ήταν ή όχι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, κατά την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του κωδικοποιηθέντος Ν. 551/1915 (ΟλΑΠ 18/2008, ΟλΑΠ 1117/1986, ΑΠ 1543/2024, ΑΠ 220/2021, ΑΠ 518/2021). Από δε τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 914, 922 και 932 του ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση ή (και) χρηματική ικανοποίηση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η δέουσα στις συναλλαγές προσοχή και επιμέλεια που κάθε συνετός άνθρωπος, κατά κρίση αντικειμενική, όφειλε και μπορούσε, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να καταβάλει, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτών και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από ειδική διάταξη νόμου-όπως για τον εργοδότη η λήψη ειδικών μέτρων ασφαλείας των εργαζομένων κατά την εργασία τους που προβλέπονται από τις ειδικές διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών που προβλέπονται (ΟλΑΠ 26/1995, ΑΠ 1517/2021)- ή από την δικαιοπραξία, ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, πράγμα που υπάρχει ιδίως, όταν ο υπαίτιος με ενέργειές του δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση από την οποία είναι δυνατό να προκύψει ζημία σε τρίτους. Τέτοια υποχρέωση είναι και αυτή που απορρέει από το άρθρο 662 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την παροχή της εργασίας και το χώρο αυτής έτσι, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζόμενου ("υποχρέωση πρόνοιας"). Η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπ' όψη και τα συναλλακτικά ήθη, κατ'αρθρο 288 ΑΚ (ΑΠ 220/2021, ΑΠ 518/2021). Η υπαιτιότητα του ζημιώσαντος κατά την επέλευση της ζημίας είναι έννοια νομική και υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 (ΑΠ 264/2022, ΑΠ 160/2021, 800/2021, ΑΠ 211/2020). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η κρίση περί του εάν τα ανελέγκτως και κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά, γενικώς και αφηρημένως λαμβανόμενα, επιτρέπουν ή μη το συμπέρασμα ότι η πράξη ή η παράλειψη δύναται να θεωρηθεί αντικειμενικώς πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, ως κρίση νομική, αναγομένη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συναφείας, ενώ η περαιτέρω κρίση του δικαστηρίου ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη απετέλεσε ή δεν απετέλεσε την αιτία της ζημίας ή της ηθικής βλάβης ως αναγομένη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων δεν υπόκειται κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 149/2024, ΑΠ 975/2022, 675/2022, ΑΠ 220/2021). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την ανωτέρω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, που επιτάσσει κάθε δικαστική απόφαση να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους -αντιφατική αιτιολογία (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 9/2016). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 1242/2020), ούτε όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 2/2022, ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 15/2006). Το, κατά νόμο, αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 356/2022, ΑΠ 444/2019). Τέλος, από τα άρθρα 68 και 556 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι για το παραδεκτό λόγου αναίρεσης πρέπει ο αναιρεσείων να έχει έννομο συμφέρον να ανατρέψει την προσβαλλόμενη απόφαση εξ αιτίας σφάλματος που αναφέρεται στο λόγο. Έτσι, αν το διατακτικό της απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς επί δύο (ή περισσότερων) επάλληλων αιτιολογιών και μια από αυτές δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς, οι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προσβάλλεται η άλλη αιτιολογία είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς και συνακόλουθα απαράδεκτοι, διότι οι προβαλλόμενες πλημμέλειες δεν επιδρούν στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης, αφού το διατακτικό της στηρίζεται επαρκώς στη μη πληττόμενη με λόγο αναίρεσης αιτιολογία και όχι συγχρόνως σε όλες τις αιτιολογίες της (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 25/1994, ΑΠ 860/2022, ΑΠ 516/2017, ΑΠ 420/2017). Δηλαδή, σε περίπτωση διαδοχικής αιτιολογίας, χρειάζεται η προσβολή με επιτυχία όλων των αιτιολογιών που στηρίζουν το διατακτικό (καθεμίας αυτοτελώς) της πληττόμενης απόφασης, για την αναίρεση της τελευταίας (ΑΠ 860/2022, AΠ 61/2020, ΑΠ 70/2017, ΑΠ 290/2017, ΑΠ 675/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, όπως κατά περιεχόμενο εκτιμάται, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, κρίνοντας ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή του με την αιτιολογία ότι το ένδικο εργατικό ατύχημα που είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό του δεν οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά των αντιδίκων του κατά τη λήψη των μέτρων ασφαλείας, αλλά σε δική του υπαίτια συμπεριφορά, παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις περί αδικοπραξιών και στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση ως προς το ουσιώδες ζήτημα της υπαιτιότητας και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της εκτιθέμενης υπαίτιας συμπεριφοράς και του επελθόντος αποτελέσματος, ήτοι του τραυματισμού του, καθόσον διέλαβε σ' αυτή ελλιπείς και ασαφείς αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης περίπτωσης στην ανωτέρω διάταξη. Από την παραδεκτή, κατ'άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο ανελέγκτως δέχθηκε τα ακόλουθα: "Η πρώτη εναγομένη ήταν τεχνική εργοληπτική εταιρεία που ασχολείτο με την εκτέλεση δημόσιων και ιδιωτικών έργων, από το έτος 2014 λύθηκε και έκτοτε βρίσκεται στο στάδιο της εκκαθάρισης. Κατά την περίοδο του έτους 2008, οπότε νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρείας ήταν ο δεύτερος εναγόμενος Γ. Λ., η εταιρεία είχε αναλάβει υπεργολαβικά την εκτέλεση σιδηρουργικών εργασιών στο έργο ανακατασκευής του Εθνικού Θεάτρου επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου, στην Αθήνα, ανάδοχος του οποίου (έργου) ήταν η εταιρεία "...". Στο συνεργείο της πρώτης εναγομένης στο προαναφερόμενο έργο εργαζόταν, μεταξύ άλλων, ως εργάτης ο ενάγων, υπήκοος ..., ο οποίος κατείχε νόμιμες άδειες διαμονής και εργασίας στη χώρα και είχε προσληφθεί από την εταιρεία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από το έτος 2003, ως ανειδίκευτος εργάτης. Στις 18-7-2008 και περί ώρα 11.00 ο ενάγων, την ώρα που κρατούσε τα χέρια του ένα ζύγι με σκοπό την ευθυγράμμιση για την τοποθέτηση κολώνας στο υπερυψωμένο ισόγειο του κτιρίου, τρόμαξε από θόρυβο που ακούστηκε σε γειτονικό χώρο, έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο έδαφος. Από την πτώση, έφυγε το κράνος που φορούσε, με αποτέλεσμα ο ενάγων να τραυματιστεί στο κεφάλι. Μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο ΓΝΑ "Ο Ευαγγελισμός", όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί σοβαρή κρανιοεγκεφαλική κάκωση και ειδικότερα κάταγμα εμπίεσμα θόλου κρανίου στην αριστερή βρεγματική χώρα και υπεβλήθη σε επέμβαση ανάταξης του εμπιέσματος, νοσηλεύτηκε δε μέχρι 25-7-2008. Έκτοτε, παρακολουθείτο τακτικά στο εν λόγω νοσοκομείο, υποβαλλόταν σε ιατρικές εξετάσεις, φυσιοθεραπείες και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή, λόγω του ότι εμφάνιζε πρόβλημα κινητικότητας του δεξιού κάτω άκρου και επιληπτικές κρίσεις, εξαιτίας του τραυματισμού του στο κεφάλι. Μετά από αξιολόγησή του από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή του ΙΚΑ, κρίθηκε το έτος 2018 ανάπηρος με ποσοστό 67%. Υπό τα δεδομένα αυτά αποκλειστικά υπαίτιος του ενδίκου ατυχήματος που είχε σα συνέπεια τον τραυματισμό του ενάγοντος, είναι ο ίδιος (ο ενάγων), ο οποίος έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο έδαφος, λόγω του αιφνιδιασμού του από το θόρυβο που προκλήθηκε σε γειτονικό χώρο του εργοταξίου. Κάποια αμελής συμπεριφορά εκ μέρους των εναγομένων, η οποία να οδήγησε ή να συνετέλεσε στο ένδικο ατύχημα, δεν αποδείχθηκε. Ειδικότερα, ο δεύτερος εναγόμενος, διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης εταιρείας είχε παραδώσει στον ενάγοντα τα μέσα ατομικής προστασίας που προβλέπονταν από τη νομοθεσία, ήτοι κράνος, παπούτσια, γάντια, ζώνη ασφαλείας, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από 10-1-2008 έγγραφο παραλαβής αυτών, το οποίο φέρει την υπογραφή του ενάγοντος, η οποία και δεν αμφισβητήθηκε ως προς την γνησιότητά της. Παράλληλα, γίνονταν συστάσεις και υποδείξεις σε όλους τους εργαζόμενους, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, για να χρησιμοποιούν τον εξοπλισμό που τους είχε χορηγηθεί από την εργοδότρια. Οι συστάσεις και ο έλεγχος για τη χρησιμοποίηση του εξοπλισμού ασφαλείας εκ μέρους των εργαζομένων, γίνονταν από τον (μη διάδικο) Α. Σ., πολιτικό μηχανικό που είχε ορίσει η ανάδοχος του έργου εταιρεία "...", ως τεχνικό ασφαλείας σ'αυτό. Συμμετοχή του τρίτου εναγομένου, Ι. Ι., κατ'εντολή του δεύτερου εναγομένου, ως προς την τήρηση των μέτρων ασφαλείας και την επίβλεψη των εργασιών λόγω της ιδιότητάς του ως επικεφαλής του συνεργείου της πρώτης εναγομένης, δεν αποδείχθηκε. Όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, ο εν λόγω τρίτος εναγόμενος, είχε προσληφθεί ως ηλεκτροσυγκολλητής από την επιχείρηση του Σ. Σ. στις 28-6-2007 και αποχώρησε οικειοθελώς απ'αυτήν στις 4-4-2012., εργαζόταν δε ως μέλος του συνεργείου της προαναφερόμενης επιχείρησης στην ανακαίνιση του Εθνικού Θεάτρου και ήταν αυτόπτης μάρτυρας του ενδίκου ατυχήματος. Εξάλλου, η εργασία που εκτελούσε ο ενάγων τη στιγμή του ατυχήματος δεν είχε κάποια ιδιαίτερη επικινδυνότητα, ώστε να απαιτείται η λήψη κάποιων ιδιαίτερων μέτρων ασφαλείας, πέρα από τη χρήση του προστατευτικού κράνους, που του είχε χορηγήσει η πρώτη εναγομένη, και το οποίο φορούσε. Οι προαναφερόμενες συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο εργατικό ατύχημα του ενάγοντος, προκύπτουν από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγομένων, αλλά και την από 8-8-2008 δήλωση ατυχήματος προς το ΙΚΑ, η οποία φέρει τις υπογραφές του ενάγοντος, της πρώτης εναγομένης εργοδότριας και των δύο μαρτύρων Ι. Ι. και Χ. Α., οι οποίοι περιέγραψαν τις συνθήκες του ατυχήματος με τις από 5-8-2008 υπεύθυνες δηλώσεις τους προς το ΙΚΑ, περιγραφή η οποία στη δήλωση ατυχήματος έχει ως εξής: "Την ώρα που κρατούσε το ζύγι με σκοπό την ευθυγράμμιση για την τοποθέτηση κολώνας, θόρυβος από γειτονικό χώρο τον τρόμαξε με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του και να χτυπήσει στο κεφάλι". Οι ισχυρισμοί του ενάγοντος που περιλαμβάνονται στην αγωγή και τις προτάσεις του και με τους οποίους παρουσιάζεται μία διαφορετική εκδοχή του συμβάντος, ήτοι ότι ο τραυματισμός του οφείλεται σε πέτρα που έπεσε από τον τρίτο όροφο, όπου άλλο συνεργείο εργαζόταν στην αποκομιδή μπάζων, δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο. Συνακόλουθα, εφόσον δεν προέκυψε κάποια παράλειψη των εναγομένων σχετικά με τη λήψη των μέτρων ασφαλείας κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου, η οποία να έχει ως συνέπεια τον τραυματισμό του ενάγοντος, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς όλους τους εναγομένους". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή στο σύνολό της και α) κατά παραδοχή της έφεσης της πρώτης αναιρεσείουσας εργοδότριας, μετά από εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης που είχε κρίνει αντίθετα και είχε δεχθεί εν μέρει κατ'ουσία την αγωγή του αντιδίκου της ως προς αυτή, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά το μέρος τούτο και β) απέρριψε κατ'ουσία την έφεση του αναιρεσείοντος ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εφεσιβλήτων-αναιρεσιβλήτων, επικυρώνοντας, με αντικατάσταση των αιτιολογιών της, την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που είχε κρίνει ομοίως και είχε απορρίψει ως προς αυτούς την αγωγή κατ'ουσία. Ειδικότερα, το Εφετείο έκρινε ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή ως προς όλους τους εναγομένους ήδη αναιρεσιβλήτους, με την αιτιολογία ότι το ένδικο εργατικό ατύχημα που είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό του ενάγοντος-αναιρεσείοντος δεν οφείλεται στη μη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων ασφαλείας και δη από αμέλειά τους, αλλά οφείλεται αποκλειστικά σε υπαίτια συμπεριφορά του ιδίου του παθόντος, επιπρόσθετα δε για τον τρίτο εναγόμενο-αναιρεσίβλητο, έκρινε ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή και με την αιτιολογία ότι αυτός δεν ήταν επικεφαλής του συνεργείου και προστηθείς από την πρώτη εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα εργοδότρια για την επίβλεψη των εργασιών και την τήρηση των μέτρων ασφαλείας κατά το ένδικο ατύχημα. Από τις ανωτέρω διαδοχικές αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης για την ουσιαστική αβασιμότητα της αγωγής ως προς τον τρίτο των εναγομένων και ήδη τρίτο των αναιρεσιβλήτων, η δεύτερη, της μη πρόστησής του από την πρώτη εναγομένη-εργοδότρια ως επικεφαλής του συνεργείου της για την επίβλεψη των εργασιών και την τήρηση των μέτρων ασφαλείας κατά τον κρίσιμο χρόνο του ενδίκου εργατικού ατυχήματος, αιτιολογία, στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της για την απόρριψη κατ'ουσία της έφεσης του ήδη αναιρεσείοντος ως προς τον τρίτο εναγόμενο-αναιρεσίβλητο με επικύρωση της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που είχε απορρίψει κατ'ουσία την αγωγή καθό μέρος στρεφόταν κατ'αυτού. Όμως με τον κρινόμενο λόγο αναίρεσης πλήττεται μόνο η πρώτη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης για την ουσιαστική αβασιμότητα της αγωγής (και) ως προς τον τρίτο εναγόμενο και ήδη τρίτο αναιρεσίβλητο- του ότι το ένδικο ατύχημα και το αποτέλεσμά του δεν οφείλεται στη μη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων προστασίας και δη από αμέλεια, αλλά οφείλεται αποκλειστικά σε υπαιτιότητα του ίδιου του παθόντος-και δεν πλήττεται η προαναφερόμενη διαδοχική αιτιολογία της μη πρόστησής του από την εργοδότρια, η οποία στηρίζει αυτοτελώς το πόρισμά της για την απόρριψη κατ'ουσία της έφεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος ως προς τον τρίτο εναγόμενο και ήδη τρίτο αναιρεσίβλητο και την επικύρωση της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με την οποία είχε απορριφθεί κατ'ουσία η αγωγή ως προς αυτόν. Για το λόγο αυτό ο υπό κρίση λόγος αναίρεσης ως προς τον τρίτο αναιρεσίβλητο είναι αλυσιτελής και ως εκ τούτου απαράδεκτος, σύμφωνα και με τη σκέψη που προηγήθηκε. Ως προς τους λοιπούς αναιρεσίβλητους, την πρώτη και τον δεύτερο, για τους οποίους στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνεται μόνο η πληττόμενη με τον κρινόμενο λόγο αναίρεσης αιτιολογία, έτσι που έκρινε το Εφετείο, παραβίασε εκ πλαγίου τις προαναφερόμενες, περί αδικοπραξιών, διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της υπαίτιας συμπεριφοράς που προκάλεσε το ένδικο ατύχημα και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και του επελθόντος αποτελέσματος, στερώντας την απόφασή του από νόμιμη βάση. Και τούτο καθόσον για το ζήτημα αυτό διέλαβε σε αυτή ελλιπείς και ασαφείς αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής υπαγωγής των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης περίπτωσης στις ανωτέρω διατάξεις, που θεμελιώνουν το αποδεικτικό της πόρισμα ότι το ένδικο εργατικό ατύχημα με συνέπεια τον τραυματισμό του αναιρεσείοντος στο θόλο του κρανίου του, δεν οφείλεται στη μη λήψη των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας από αμέλεια του δεύτερου των αναιρεσιβλήτων ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης τούτων-εργοδότριας, αλλά οφείλεται αποκλειστικά με υπαιτιότητα του παθόντος εργαζομένου πτώση του στο έδαφος, η οποία και μόνο συνδέεται αιτιωδώς με την επελθούσα σωματική του βλάβη, ως ικανή και πρόσφορη, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, να προκαλέσει αυτό τον τραυματισμό του, τον οποίο και προκάλεσε κατά τα ως άνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά ως αποδεδειγμένα περιστατικά. Ειδικότερα δεν διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά με βάση τα οποία να δικαιολογείται η ουσιαστική αβασιμότητα της αγωγής και η απόρριψή της, λόγω της αποκλειστικής υπαιτιότητας του παθόντος αναιρεσείοντος στην πρόκληση και το αποτέλεσμα του ενδίκου εργατικού ατυχήματος, καθόσον α) δεν εκτίθεται το είδος, η ένταση και η πηγή του θορύβου, που προκάλεσε τον τρόμο και την έλλειψη της προσοχής του εργαζομένου, επί σειρά ετών, στο θορυβώδες περιβάλλον των εργοταξίων, αναιρεσείοντος, με συνέπεια την απώλεια της ισορροπίας του και την πτώση του στο έδαφος και β) δεν εξηγείται, με παράθεση περιστατικών και κατά τους κανόνες της λογικής, πώς μόνο η πτώση του αναιρεσείοντος μετά την απώλεια της ισορροπίας του, από την όρθια θέση στην οποία βρισκόταν-και όχι από ύψος- στο έδαφος του υπερυψωμένου ισογείου όπου εκτελούσε την εργασία του φορώντας προστατευτικό κράνος, συνδέεται αποκλειστικά αυτή αιτιωδώς, ως ικανή και πρόσφορη, αντικειμενικώς, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, πρόσφορη αιτία και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, με το κάταγμα-εμπίεσμα που υπέστη στο θόλο του κρανίου του, έχοντας χάσει προηγουμένως, στον ελάχιστο χρόνο της πτώσης του από την όρθια στάση του στο έδαφος, το προστατευτικό κράνος που φορούσε και χωρίς παραδοχή εάν αυτό ήταν δεμένο ή όχι στο λαιμό του. Έτσι το Εφετείο με ελλιπείς, ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες κατέληξε στο ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασής του, που δεν είναι σαφές και αναμφίβολο, προς το ζήτημα της υπαιτιότητας και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της εκτιθέμενης υπαίτιας συμπεριφοράς και του αποτελέσματος, του τραυματισμού του αναιρεσείοντος, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και επιδρά στη διαμόρφωση του διατακτικού της απόφασής του.
Συνεπώς, ο ερευνώμενος πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το άνω σκέλος του, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι βάσιμος ως προς τους πρώτη και δεύτερο των αναιρεσιβλήτων, ενώ παρέλκει ως προς αυτούς η έρευνα α) του ίδιου λόγου αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. (ευθεία παραβίαση των διδαγμάτων κοινής πείρας για την αιτιώδη συνάφεια), β) του τρίτου λόγου αναίρεσης, από τους αριθμούς 1 και 19 ΚΠολΔ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου για τα μέτρα ασφαλείας των εργαζομένων σε εργοτάξια), γ) του πέμπτου λόγου αναίρεσης, από τους αριθμούς 11γ'και 10 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. (της μη λήψης υπόψη αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν με επίκληση, και της αποδοχής πραγμάτων ως αληθινών χωρίς απόδειξη, αντίστοιχα, σχετικά με την πρόκληση της πτώσης του αναιρεσείοντος στο έδαφος), δ) του έκτου λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, (της παραμόρφωσης του περιεχομένου εγγράφων, σχετικών με τις συνθήκες του ενδίκου εργατικού ατυχήματος και ειδικότερα τον αναφερόμενο θόρυβο) και ε) του έβδομου λόγου αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, (της ευθείας παράβασης των διατάξεων του άρθρου 914, 67 και 63 παρ.1 ΑΚ, σχετικά με την αντικειμενική ευθύνη της πρώτης αναιρεσίβλητης εργοδότριάς του, για την μη λήψη των μέτρων ασφαλείας, και της εις ολόκληρον ευθύνη αυτής και του υπαιτίου της παράλειψής τους δευτέρου αναιρεσιβλήτου, ως νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της), καθόσον οι λόγοι αυτοί της αίτησης αναίρεσης καλύπτονται πλήρως από την αναιρετική εμβέλεια του άνω λόγου που κρίθηκε βάσιμος ως προς τους πρώτη και δεύτερο των αναιρεσιβλήτων και επάγεται την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης στο σύνολό της ως προς αυτούς. Οι ανωτέρω λόγοι αναίρεσης ως προς τον τρίτο των αναιρεσιβλήτων, είναι αλυσιτελείς και συνακόλουθα απαράδεκτοι, όπως και ο πρώτος, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγος αναίρεσης καθόσον ούτε με αυτούς πλήττεται η προαναφερόμενη διαδοχική αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, της έλλειψης σχέσης πρόστησης, μεταξύ αυτού και της πρώτης αναιρεσίβλητης, η οποία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της, όπως προαναφέρθηκε. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης ως προς τον τρίτο των αναιρεσιβλήτων και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του στην πληρωμή των δικαστικών του τρίτου αναιρεσιβλήτου που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, κατά ουσιαστική παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματός του (αρθ. 191 παρ.2, 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Ως προς τους πρώτη και δεύτερο των αναιρεσιβλήτων, λόγω της βασιμότητας του πρώτου, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγου αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που τους αφορά, ως πρώτη εκκαλούσα-εφεσίβλητη και δεύτερο εφεσίβλητο, αντίστοιχα, και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο κατά το μέρος τούτο, διότι είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι πρώτη και δεύτερος των αναιρεσιβλήτων, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά ουσιαστική του νομίμου αιτήματός του (αρθ. 191 παρ.2, 176 και 183 ΚΠοΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται την από 9 Μαίου 2023 (αριθ.καταθ....) αίτηση, για αναίρεση της υπ'αριθμ. ... απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς τους πρώτη και δεύτερο των αναιρεσιβλήτων και απορρίπτει αυτή ως προς τον τρίτο των αναιρεσιβλήτων.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του τρίτου αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Αναιρεί την υπ'αριθμ. ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών) εν μέρει και συγκεκριμένα ως προς την πρώτη εφεσίβλητη-εκκαλούσα και τον δεύτερο εφεσίβλητο.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το μέρος αυτό για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.
Καταδικάζει τους πρώτη και δεύτερο των αναιρεσιβλήτων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 06 Φεβρουαρίου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ