
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 200 / 2025    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 200/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αντιπρόεδρο (σύμφωνα με την 404/2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Ζώη), Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Βάϊα Ζαρχανή και Στυλιανό Κακαβιά, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 3 Δεκεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Π. του Δ., κατοίκου Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκε αυτοπροσώπως, λόγω της δικηγορικής του ιδιότητος, δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Εύης Κατσαρού, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-12-2019 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν η ... οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14-3-2023 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε ο Αρεοπαγίτης Στυλιανός Κακαβιάς.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 14.3..2023 (με αριθ. καταθ. ...) αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, επί της 26.8.2021 (με αριθ. καταθ. ...) έφεσης του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) κατά της με αριθ. ... απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, το οποίο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ίδια ειδική διαδικασία, είχε δεχθεί εν μέρει ως ουσιαστική βάσιμη την από 27.12.2019 (με αριθ. καταθ. 25295/20979/2019) αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος δικηγόρου και είχε υποχρεώσει το εναγόμενο α)να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και δώδεκα λεπτών (2.771,12 ευρώ), νομιμοτόκως, και β)να μην παρακρατεί από την αμοιβή του ενάγοντος ποσοστό 2% υπέρ της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης της διάταξης του άρθρου 38 παρ. 2 εδάφ. α' του ν .3986/2011 στο μέλλον και δη από την 1.1.2020 και για όσο χρονικό διάστημα ο ενάγων εξακολουθεί να παρέχει στο εναγόμενο ν.π.δ.δ. τις υπηρεσίες του με σύμβαση έμμισθης εντολής - πάγιας περιοδικής αμοιβής. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση και, αφού εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση, απέρριψε την αγωγή ως νομικά αβάσιμη. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και η αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου που την εξέδωσε στις 14.3.2023, πριν την πάροδο δύο ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης στις 16.3.2022 (άρθρα 552, 553, 556, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1, 144 και 145 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
2. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 7 παρ.1, 8, 42 επ. του ν.4194/2013 "Κώδικας περί Δικηγόρων (ΦΕΚ Α 208/23.9.2013), που είναι ομοίου περιεχομένου με τις διατάξεις του άρθρων 1, 63, 92 Α επ. του προϊσχύσαντος ν.δ. 3026/1954 "Κώδικας περί Δικηγόρων", ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός, και όταν παρέχει με πάγια ετήσια ή μηνιαία αμοιβή καθαρώς νομικές εργασίες νομικού συμβούλου ή δικηγόρου, η σύμβαση αυτή παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια ετήσια ή μηνιαία αμοιβή δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, δεν εφαρμόζονται επ' αυτής οι γνήσιες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, παρά μόνο εφόσον επιτρέπει αυτό ειδικός νόμος ή αναλογικά αν προσαρμόζονται προς τις διατάξεις του ν. 4194/2013 και δεν αντίκεινται στο δημόσιο χαρακτήρα του δικηγορικού λειτουργήματος, ρυθμίζεται δε από τις διατάξεις των άρθρων 42 έως 46 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.4194/2013) και συμπληρωματικά από τις διατάξεις περί εντολής και σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών (ΟλΑΠ. 45/2002, ΑΠ 34/2024, 821/2022, 417/2021, 308/2017). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Ν. 4024/2011, προκύπτει ότι η ισχύς των διατάξεων του Κεφαλαίου Δεύτερου (άρθρα 4 παρ. 1 έως 32) του νόμου αυτού (δηλαδή του ν. 4024/2011) επεκτάθηκε και στους δικηγόρους που απασχολούνται με σχέση έμμισθης εντολής στους φορείς του άρθρου 4 παρ.1 του Ν. 4024/2011, στους οποίους περιλαμβάνονται και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, και ότι οι αποδοχές τους καθορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση. Σε εφαρμογή του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 4024/2011 (όπως το άρθρο αυτό ίσχυε μέχρι την κατάργησή του με το άρθρο 34 περ.α του ν.4354/2015) εκδόθηκε η ΚΥΑ οικ.2/17132/0022/28.2.2012 (ΦΕΚ Β' 498/28.2.2012) η οποία επίσης καταργήθηκε με το άρθρο 34 περ.α Ν.4354/2015 και σύμφωνα με την παρ.1 αυτής στους δικηγόρους που παρέχουν υπηρεσίες σε σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής, μεταξύ άλλων και στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), καταβάλλεται βασικός μισθός κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις μισθολογικών κλιμακίων. Από την 1-1-2016 με το ν. 4354/2015 Κεφ. Β' επαναρρυθμίστηκαν οι διατάξεις που αφορούν το μισθολόγιο του προσωπικού του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. και με ρητή διάταξη του άρθρου 7 περ. ιη' του ιδίου νόμου, στις διατάξεις του υπήχθησαν και οι δικηγόροι που παρέχουν τις υπηρεσίες με σχέση πάγιας έμμισθης εντολής σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.). Περαιτέρω, ο νόμος 3986/2011 (ΦΕΚ Α 152/1.7.2011) "Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015", κατά την αιτιολογική του έκθεση, προβλέπει μέτρα άμεσης εφαρμογής και απόδοσης, λόγω της κρίσιμης δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας, και εξυπηρετεί σκοπούς υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, που συνίστανται στην επίτευξη των μακροοικονομικών στόχων της, μέσα σε ένα αρνητικό διεθνή και ευρωπαϊκό συσχετισμό δυνάμεων, με κομβικό σημείο τη βιωσιμότητα και διαχειρισιμότητα του δημοσίου χρέους και την ανατροπή της εδραιωμένης αρνητικής πεποίθησης γύρω από το αξιόχρεο της χώρας. Με το άρθρο 38 του νόμου αυτού, που φέρει τον τίτλο "Δημοσιονομικές Ρυθμίσεις", στην παρ. 2 περ. α', όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της αρχικά με την παρ. 11 του άρθρου 24 του Ν. 4002/2011 και στη συνέχεια με την παρ. 5 του άρθρο 40 του ν. 4144/2013 (ΦΕΚ Α 88/18.4.2013), ορίζεται: "Καθιερώνεται ειδική εισφορά αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας. Η εισφορά αυτή υπολογίζεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί των τακτικών αποδοχών και πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων όλων των μισθοδοτούμενων υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α., καθώς και των υπαλλήλων όλων ανεξαιρέτως των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών και των Ν.Π.Ι.Δ., συμπεριλαμβανομένων και των Τραπεζών και των θυγατρικών επιχειρήσεων των Τραπεζών ή των συνδεδεμένων με αυτές εταιριών που ανήκουν στον ίδιο όμιλο με τις Τράπεζες. Από τις διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εξαιρείται το προσωπικό που καταβάλλει την εισφορά υπέρ κλάδου ανεργίας, που προβλέπεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 32 του ν.δ. 2961/1954 (Α' 197), όπως έχει τροποποιηθεί με την παράγραφο 6 του άρθρου 44 του ν. 2084/1992 (Α' 165) και την παράγραφο 9 του άρθρου 44 του παρόντος νόμου". Στην παρ.2 περ. β' του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι: "καθιερώνεται ειδική εισφορά των ασφαλισμένων του Ταμείου Προνοίας των Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ) πέραν των προβλεπομένων, υπέρ του Ταμείου Προνοίας των Δημοσίων Υπαλλήλων. Η εισφορά αυτή υπολογίζεται σε ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί των τακτικών αποδοχών και πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων όλων των δικαιούχων υπαλλήλων του Ταμείου. Για όσους υπαλλήλους του δευτέρου εδαφίου της προηγούμενης περίπτωσης δεν είναι ασφαλισμένοι στο ΤΠΔΥ η εισφορά υπολογίζεται σε ένα τοις εκατό (1%) επί των τακτικών αποδοχών και πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων, υπέρ του ΟΑΕΔ, ενώ για το προσωπικό που είναι ασφαλισμένο στα Μετοχικά Ταμεία των Ενόπλων Δυνάμεων, η εισφορά αυτή αποδίδεται υπέρ των εν λόγω Ταμείων. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να ρυθμίζεται ο τρόπος υπολογισμού, είσπραξης και απόδοσης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου". Και τέλος με την παρ.2 περ. γ', η οποία προστέθηκε με το άρθρο 24 παρ.3 του ν.4002/2011, ορίζεται ότι: "Οι ειδικές εισφορές των προηγούμενων περιπτώσεων που αναλογούν στο χρονικό διάστημα από 01-01-2011 έως 31-07-2011 κατανέμονται ισόποσα και συνεισπράττονται με τις εισφορές των επόμενων μηνών του έτους 2011 σύμφωνα με όσα ορίζονται στην κοινή υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση της προηγούμενης περίπτωσης". Κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 2 α του άρθρου 38 του ν. 3986/2011 εκδόθηκε η με αριθμό 2/57654/0022/22.08.2011 και με τίτλο "Ειδική εισφορά αλληλεγγύης της παρ. 2 α του άρθρου 38 του ν. 3986/2011 (ΦΕΚ 152 Α')" κοινή απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΕΚ Β' 1853/22.8.2011), με την οποία ορίστηκε ότι: "1. Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παρ. 2 α του άρθρου 38 του ν. 3986/2011 (ΦΕΚ 152 Α¨) ειδική εισφορά αλληλεγγύης υπολογίζεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί του συνόλου των τακτικών αποδοχών και πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων όλου του μισθοδοτούμενου προσωπικού του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., καθώς και του προσωπικού όλων ανεξαιρέτως των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών και των Ν.Π.Ι.Δ., συμπεριλαμβανομένων και των Τραπεζών. Εξαιρείται το προσωπικό που καταβάλλει την εισφορά υπέρ κλάδου ανεργίας, που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του ν.δ. 2961/1954 (ΦΕΚ 197 Α'), όπως έχουν τροποποιηθεί με τις όμοιες της παρ. 6 του άρθρου 44 παρ. 6 του Ν. 2084/1992 και της παρ. 9 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (παρ.1). 2. Το ποσό της εισφοράς αλληλεγγύης της προηγούμενης παραγράφου αποτελεί έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού και αποδίδεται στον Κωδικό Αριθμό Εσόδων (ΚΑΕ) ... "Έσοδα από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης (2%) για την καταπολέμηση της ανεργίας (άρθρο 38 παρ. 2 α ν. 3986/2011)" (παρ. 2). Το εν λόγω ποσό παρακρατείται κατά την πληρωμή της τακτικής μισθοδοσίας και των λοιπών πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων του μισθοδοτούμενου προσωπικού της παρ. 1 της παρούσας. Η απόδοση αυτού στον οικείο ΚΑΕ του κρατικού προϋπολογισμού γίνεται κάθε μήνα σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται για την απόδοση και των λοιπών κρατήσεων....(παρ. 3)". Η απόφαση αυτή ισχύει από 01-01-2011.....(παρ. 4)". Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 περ. α και β του ν. 3986/2011, που προβλέπουν τις προαναφερόμενες ειδικές εισφορές για την καταπολέμηση της ανεργίας, ενόψει της γενικότητας της διατύπωσής τους και του προεκτεθέντος σκοπού του νόμου, αφορούν το πάσης φύσεως και με οποιαδήποτε σχέση συνδεόμενο με τα αναφερόμενα νομικά πρόσωπα προσωπικό, συμπεριλαμβανομένων και των δικηγόρων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με σχέση πάγιας έμμισθης εντολής. Η βούληση αυτή του νομοθέτη, δηλαδή να καταλαμβάνεται από τις εν λόγω ρυθμίσεις όλο το μισθοδοτούμενο προσωπικό των αναφερόμενων νομικών προσώπων, ανεξάρτητα από την υπαλληλική ή μη ιδιότητά του, καταδεικνύεται και από το περιεχόμενο της διάταξης της παρ. 2 περ. α' του ανωτέρω άρθρου 38 και δη από την αναφορά περί "όλων των μισθοδοτούμενων υπαλλήλων", εκ των οποίων ο τελευταίος προσδιορισμός ("υπαλλήλων") πλεονάζει, δεδομένου ότι οι υπάλληλοι είναι πάντοτε μισθοδοτούμενοι (ΑΠ 1480/2024, 1479/2024). Εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διάταξης της παρ. 38 παρ. 2 περ. α' του άνω νόμου, εξάλλου, ήτοι σύμφωνα με τη νομοθετική αυτή βούληση, εκδόθηκε η ανωτέρω αναφερόμενη, με αριθμό 2/57654/0022/22.8.2011 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΟλΣτΕ 3372/2015 σκ.11), η οποία, καθορίζοντας τον τρόπο υπολογισμού των καθιερούμενων με το άρθρο αυτό ειδικών εισφορών, αναφέρεται στο "μισθοδοτούμενο προσωπικό" των αναφερόμενων φορέων. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας, ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΑΠ 1040/2022, ΑΠ 485/2022). Με τον ως άνω λόγο αναίρεσης, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (ΟλΑΠ 27 και 28/1998, ΑΠ 2093/2022, 1733/2022). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και, επομένως, προϋποθέτει έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και διατύπωση αποδεικτικού πορίσματος από το δικαστήριο της ουσίας, την οποία (ελάσσονα πρόταση) και πλήττει. Κατά συνέπεια, δεν ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος όταν η έλλειψη ή ανεπάρκεια ή η αντιφατικότητα των αιτιολογιών αναφέρονται, κατά τον οικείο αναιρετικό λόγο, στη σκέψη της απόφασης, με την οποία η αγωγή κρίθηκε νόμιμη ή μη νόμιμη ή αόριστη (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 37/2024, 346/2022, 140/2022, ΑΠ 988/2021). Στην προκείμενη περίπτωση από την επισκόπηση, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, προκύπτουν, κατά το ενδιαφέρον για τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την από 27.12.2019 (με αριθ. καταθ. 25295/20979/2019) αγωγή, με την οποία ιστορούσε ότι ο ίδιος, δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, δυνάμει σύμβασης έμμισθης εντολής ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσλήφθηκε κατά το έτος 1996 από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) και παρέχει έκτοτε σ' αυτό τις υπηρεσίες του ως δικηγόρος, έναντι πάγιας και περιοδικώς καταβαλλόμενης μηνιαίας αντιμισθίας. Ότι το εναγόμενο, επικαλούμενο την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 38 παρ. 2 εδ. α' του ν. 3986/2022 και της κατ' εξουσιοδότηση αυτής της διάταξης εκδοθείσας με αριθμό οικ. 2/57654/0022/22.8.2011 υπουργικής απόφασης, παρακρατεί από τις αποδοχές του ποσοστό 2% υπέρ της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας, όμως μη νόμιμα καθότι η εισφορά αυτή επιβλήθηκε, κατά την πρόβλεψη της ως άνω διάταξης του άρθρου 38 παρ. 2 εδάφ. α' του ν. 3986/2011, σε βάρος των μισθοδοτούμενων υπαλλήλων του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ., των ΟΤΑ κλπ., ενώ ο ίδιος δεν φέρει την ιδιότητα του υπαλλήλου, αλλά, σύμφωνα με τον Κώδικα περί Δικηγόρων, συνδέεται με το εναγόμενο ν.π.δ.δ. με σύμβαση έμμισθης εντολής. Ότι, έτσι, παρακράτησε από τις αποδοχές του για την αιτία αυτή, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 μέχρι 31.12.2019, το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και δώδεκα λεπτών (2.771,12 ευρώ), όπως ειδικότερα αυτό αναλύεται στην αγωγή. Ζήτησε, δε, να υποχρεωθεί το εναγόμενο α)να του καταβάλει το ποσό αυτό, το οποίο παρακράτησε μη νομίμως, άλλως σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, άλλως ως αποζημίωση εξαιτίας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου, μαζί με χρηματική ικανοποίηση ύψους πεντακοσίων (500) ευρώ λόγω ηθικής βλάβης, κατ' άρθρ. 105 ΕισΝΑΚ, νομιμοτόκως, και β)να άρει την παρακράτηση από τις αποδοχές του, του αντιστοιχούντος ποσού (εισφορά αλληλεγγύης), αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου του έτους 2020 και για όσο χρονικό διάστημα ο ίδιος συνεχίζει να παρέχει τις υπηρεσίες του σ' αυτό, λόγω αντισυνταγματικότητας του άρθρου 38 παρ. 2 εδάφ. α' του ν. 3986/2011. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ' αριθ. ... απόφασή του, αφού απέρριψε την αγωγή ως αόριστη ως προς την επικουρική βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και ως μη νόμιμη ως προς την έτι επικουρικότερη βάση της περί αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς την κύρια βάση της. Κατά της απόφασης αυτής, και δη κατά το μέρος που ηττήθηκε, το εναγόμενο άσκησε την από 26.8.2021 (με αριθ. καταθ. ...) έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η αναιρεσιβαλλόμενη υπ' αριθ. ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με την απόφασή του αυτή το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κατά το ενδιαφέρον για τον αναιρετικό έλεγχο μέρος της, αφού διατύπωσε τις κρίσιμες διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 περ. α και β του ν. 3986/2011 και της με αριθμό οικ. 2/57654/0022/22.8.2011 ΚΥΑ, επιπλέον δε και εκείνες των διατάξεων του ισχύοντος και του προϊσχύσαντος Κώδικα Δικηγόρων, των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του ν. 4024/2011 (και της εκδοθείσας σε εφαρμογή του αμέσως προαναφερόμενου άρθρου ΚΥΑ οικ. 2/17132/0022) και του ν. 4354/2015, καθώς και λοιπές διατάξεις, και δη αυτές των άρθρων 12 του ν. 1090/1908 ("Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων της "Περί Ταμείου Νομικών" Νομοθεσίας και άλλων τινών διατάξεων"), 9 παρ. 1 του ν. 3075/2022 ("Τροποποίηση και συμπλήρωση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου και άλλες διατάξεις"), 31 παρ. 1 ν. 4756/2020 και των άρθρων 4 παρ. 5, 25 παρ. 4, 79 παρ. 1 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, στη συνέχεια έκρινε μη νόμιμη την αγωγή, με την αιτιολογία ότι ο ενάγων, ως δικηγόρος, με πάγια αντιμισθία, του εναγομένου ν.π.δ.δ., εξομοιώνεται μισθολογικά με το λοιπό προσωπικό του τελευταίου, καθώς, με βάση το πλέγμα των πιο πάνω διατάξεων, αντιμετωπίζεται μισθολογικά, ασφαλιστικά και φορολογικά με τον ίδιο τρόπο, που αντιμετωπίζεται το προσωπικό του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), με τις δε διατάξεις του άρθρου 38 παρ.2 του ν.3986/2011 επιβάλλονται οι επίδικες ειδικές εισφορές στους μισθοδοτούμενους από το Δημόσιο, ν.π.δ.δ. και Ο.Τ.Α., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται - και συνεπώς δεν εξαιρούνται - και οι δικηγόροι που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας έμμισθης εντολής σε ν.π.δ.δ., όπως ο ενάγων. Ακολούθως, έκρινε βάσιμο το σχετικό λόγο έφεσης του εναγομένου και ήδη αναιρεσίβλητου και κατά ουσιαστική παραδοχή της, μετά από εξαφάνιση της εκκαλουμένης πρωτόδικης απόφασης, δικάζοντας επί της αγωγής ως προς την κύρια βάση της, απέρριψε την αγωγή ως προς τη βάση αυτή ως μη νόμιμη. Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 περ. α' και β' του ν. 3986/2011 και της κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας με αριθμό οικ. 2/57654/022/22.8.2022 ΚΥΑ, που αναπτύσσονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, καθόσον ορθά κατέληξε στο πόρισμα ότι οι άνω διατάξεις καταλαμβάνουν και τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα δικηγόρο, ο οποίος, με σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία, παρέχει νομικές υπηρεσίες στο εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο ν.π.δ.δ.. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων δικηγόρος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 7 παρ. 1, 8 και 42 έως και 46 του ν. 4194/2013 "Κώδικας Δικηγόρων", είναι δημόσιος λειτουργός και συνδέεται με σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία με το αναιρεσίβλητο ν.π.δ.δ. Καθ' όλο το επίδικο χρονικό διάστημα μισθοδοτείται από το αναιρεσίβλητο, στο οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του ως δικηγόρος, υπαγόμενος στο μισθολόγιο του προσωπικού του με τις προβλεπόμενες από τις σχετικές διατάξεις αποδοχές. Συγκεκριμένα, μέχρι τις 31-12-2015, με την ΚΥΑ οικ. 2/17132/0022/28-2-2012 που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 22 παρ.1 του ν.4024/2011 και σε συνδ. με το άρθρο 4 παρ.1 του ίδιου νόμου, υπήχθη στις ρυθμίσεις του μισθολογίου αυτού του προσωπικού των ν.π.δ.δ., αμειβόμενος με τον προβλεπόμενο βασικό μισθό με αναφορά σε μισθολογικά κλιμάκια, και από την 1-1-2016 που επαναρρυθμίστηκαν οι διατάξεις που αφορούν το ανωτέρω μισθολόγιο, με το ν. 4354/2015 Κεφ. Β', με τη διάταξη του άρθρου 7 περ. ιη' του ιδίου νόμου, υπήχθη στις μισθολογικές ρυθμίσεις του νόμου αυτού. Επομένως, ο αναιρεσείων δικηγόρος ανήκει στο μισθοδοτούμενο προσωπικό του αναιρεσιβλήτου ν.π.δ.δ, και με την ιδιότητά του αυτή οι διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 περ. α' και β' του ν.3986/2011, που προβλέπουν την παρακράτηση των ενδίκων ειδικών εισφορών, ενόψει της γενικότητας της διατύπωσής τους και του προεκτεθέντος σκοπού του νόμου, αφορούν και τον ίδιο, ανεξάρτητα από τη φύση της σχέσης που τον συνδέει με το αναιρεσίβλητο, και την έλλειψη της υπαλληλικής τους ιδιότητας, σύμφωνα και με τη σκέψη που προηγήθηκε. Όπως, δε, πιο πάνω στην προπαρατεθείσα νομική θέση αναπτύσσεται, η βούληση του νομοθέτη είναι να καταλαμβάνεται από τις εν λόγω ρυθμίσεις όλο το μισθοδοτούμενο προσωπικό των αναφερόμενων νομικών προσώπων, ανεξάρτητα από την υπαλληλική ή μη ιδιότητά του, ενώ σύμφωνη με την άνω νομοθετική βούληση είναι και η εκδοθείσα, κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 3986/2011, με αριθμό 2/57654/0022/22.8.2011 ΚΥΑ, η οποία, καθορίζοντας τον τρόπο υπολογισμού των καθιερούμενων με το άρθρο αυτό ειδικών εισφορών, αναφέρεται στο "μισθοδοτούμενο προσωπικό" των αναφερόμενων φορέων. (ΑΠ 1480/2024, 1479/2024). Κατά συνέπεια, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 α και β του ν. 3986/2011, οι οποίες, εν προκειμένω, είναι εφαρμοστέες και έτσι δεν υπέπεσε στην από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια. Επομένως, είναι αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί ο μοναδικός λόγος της αναίρεσης, ως προς το σκέλος του με το οποίο ο αναιρεσείων, προσάπτοντας στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυρίζεται τα αντίθετα, υποστηρίζοντας ειδικότερα ότι το Εφετείο, κρίνοντας ως ανωτέρω και απορρίπτοντας την αγωγή του ως προς την κύρια βάση της ως μη νόμιμη, παραβίασε ευθέως τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 3986/2011 και της κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας με αριθ. οικ. 2/57654/0022/22.8.2011 υπουργικής απόφασης, καθώς και εκείνες των άρθρων 78 του Συντάγματος (που αφορά στη φορολογία και δημοσιονομική διαχείριση) και 1, 63, 92Α, 94 του ν.δ/τος 3026/1954 (προΪσχύσαντος Κώδικα περί Δικηγόρων), 1, 7, 8 και 42 έως 46 του ν. 4194/2013 (νέου Κώδικα Δικηγόρων), τις οποίες, αν ερμήνευε ορθά, θα έκρινε ότι ο ίδιος δεν υπάγεται στις ρυθμίσεις του άρθρου 38 παρ. 2 ν. 3986/2011, ούτε δε και στο πεδίο της με αριθ. οικ. 2/57654/0022/22.8.2011 υπουργικής απόφασης, η οποία σε κάθε περίπτωση είναι ανίσχυρη, ως κείμενη εκτός της νομοθετικής εξουσιοδότησης του ιδίου άρθρου του ν. 3986/2011. Απορριπτέος, εξάλλου, πλην όμως ως απαράδεκτος, είναι ο λόγος της αναίρεσης και ως προς το έτερο σκέλος του με το οποίο ο αναιρεσείων, αποδίδει στην αναιρεσιβαλλόμενη την πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενος ότι το Εφετείο παραβίασε τις ως άνω διατάξεις και εκ πλαγίου. Και τούτο, διότι, όπως στην οικεία πιο πάνω νομική σκέψη εκτίθεται, η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναφερόμενη στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, προϋποθέτει έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και διατύπωση αποδεικτικού πορίσματος από το δικαστήριο της ουσίας, την οποία (ελάσσονα πρόταση) και πλήττει, και, συνεπώς, δεν ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος στην προκείμενη περίπτωση που με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, ήτοι δεν διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα κατόπιν έρευνας της ουσίας της υπόθεσης. 3. Κατόπιν τούτων και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου ν.π.δ.δ., το οποίο εκπροσωπήθηκε στη δίκη με ίδια πληρεξούσια δικηγόρο και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός του (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Σημειώνεται, δε, ότι τα έξοδα αυτά δεν επιβάλλονται μειωμένα, καθότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 22 Ν. 3693/1957, αφού η δίκη, ως προς το ως άνω νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δεν διεξήχθη δια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Α.Π. 1691/2022, 1324/2020, 540/2020). Τέλος πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ.3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η απόδοση του παραβόλου ύψους 450 ευρώ που κατατέθηκε από τον αναιρεσείοντα, καθότι δεν ισχύει υποχρεωτική καταβολή παραβόλου για την άσκηση ένδικου μέσου στις διαφορές από αμοιβές του άρθρου 614 αριθ.5 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Διατάσσει την απόδοση του υπ'αριθ. ... παραβόλου ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ στον αναιρεσείοντα.
Απορρίπτει την από 14.3.2023 (με αριθ. καταθ. ...) αίτηση για αναίρεση της με αριθμό ... απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Φεβρουαρίου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ