ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 202/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 202/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 202/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Γ)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 202 / 2025    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 202/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιφιγένεια Ματσούκα - Εισηγήτρια, Φωτεινή Μηλιώνη, Ευαγγελία Στεργίου, Ευγενία Μπιτσακάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και του γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Παναγούλα Λαγκαδίτη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ε. συζ. Χ. Φ. το γένος Α. και Φ. Τ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σόνια Μιχάλαρου, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-3-2018 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί το αναιρεσείον με την από 11-10-2022 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 11-10-2022 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης κατά της ... απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Με την προσβαλλομένη απόφαση, αφού έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκδοθείσα, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου, έγινε στη συνέχεια δεκτή κατ' ουσίαν η αναγνωριστική κυριότητας και διόρθωσης αρχικής εγγραφής αγωγή της ενάγουσας, ήδη αναιρεσίβλητης κατά του εναγομένου, ήδη αναιρεσείοντος, Ελληνικού Δημοσίου. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 1, 566 παρ. 1, 147 παρ.2 και 144 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ).
Η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παράβαση από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος ή αρκέσθηκε σε λιγότερα από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωσή του. Η δε ποιοτική αοριστία δηλαδή η επίκληση των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά περιστατικών και η ποσοτική αοριστία, δηλαδή η μη αναφορά όλων των στοιχείων που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχονται αντιστοίχως από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 15/2000, ΑΠ 1070/2023, ΑΠ 1319/2020, ΑΠ 9/2020, ΑΠ 1089/2019). Για το ορισμένο της αγωγής πρέπει το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, με τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου της νομικής της βασιμότητας. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκηση της αγωγής, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων(ΑΠ 1597/2018, 165/2018, ΑΠ 1274/2017, ΑΠ 862/2015). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των άρθρων 974,1045, 1046 και 1094 ΑΚ, 1,3,4 παρ. 1, 6 παρ 1, 2,3,9,10 και 11 του Ν. 2664/1998, που ρυθμίζει τη λειτουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, 70, 117, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο αγωγής διόρθωσης ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο αναφορικά με τη λέξη "άγνωστος" ως δικαιούχου κυριότητας ακινήτου, με επικαλούμενη αιτία κτήσης από τον ενάγοντα-πραγματικό δικαιούχο κυριότητας την έκτακτη χρησικτησία, η οποία είναι πρωτίστως αναγνωριστική κυριότητας με παρεπόμενο το διαπλαστικό αίτημα της διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών, απαιτείται να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο: α) ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο και δη έκτακτη χρησικτησία κατά το χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή και είχε τέτοια κυριότητα στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο, ήτοι την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου, καθόσον κρίσιμος χρόνος για την έναρξη εμπραγμάτου δικαιώματος που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή όπως καθορίζεται με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ για τις παλιές κτηματογραφήσεις και μετέπειτα με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και ήδη με τον Ν. 4512/2018 για τις νέες κτηματογραφήσεις με απόφαση του ΔΣ του ΝΠΔΔ "Ελληνικό Κτηματολόγιο" και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998. (ΑΠ 1412/2021, ΑΠ 239/2021, ΑΠ 582/2018, ΑΠ 148/2016). Για την επίκληση τη κυριότητας αποκτηθείσας με έκτακτη χρησικτησία αρκεί να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο ότι ο ενάγων επί εικοσαετία και μέχρι την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή όπου κείται το επίδικο ακίνητο συνεχώς ασκεί τη φυσική εξουσίαση επί του ακινήτου με διάνοια κυρίου (νομή), δηλ. να αναφέρει εμφανείς υλικές πράξεις επ' αυτού, που να είναι δηλωτικές της βούλησής του να εξουσιάζει τούτο και οι οποίες ποικίλλουν ανάλογα με τον κατά τη βούλησή του προορισμό του ακινήτου, όπως είναι ενδεικτικά η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η εκμίσθωση σε τρίτο, η φύλαξή του, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του, η ανέγερση κτισμάτων κ.α., αν δε πρόκειται για αστικό ακίνητο η ενοικίαση σε αυτό και γενικά οι αρμόζουσες στην φύση του πράξεις εξουσίασης, χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. (ΑΠ 911/2019, ΑΠ 336/2019). β) περιγραφή του επιδίκου γεωτεμαχίου και δη αναφορά του Κωδικού Αριθμού Ειδικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ), ο οποίος είναι ο 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο και προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2664/1998). Πρόκειται για μία ειδική ενάριθμη ταυτότητα ακινήτου, κωδικοποιημένη σε επίπεδο επικράτειας, η κτήση της οποίας γίνεται με κτηματολογική πράξη και έτσι επιτυγχάνεται η εύκολη, ασφαλής και γρήγορη αναζήτηση στη βάση δεδομένων του Εθνικού Κτηματολογίου. Η σύνδεση του ακινήτου με τον ΚΑΕΚ διαρκεί μέχρις ότου ο τελευταίος καταργηθεί ή τροποποιηθεί σύμφωνα με το κτηματολογικό δίκαιο (άρθρου 11 παρ. 3 του Ν. 2664/1998). Ο ΚΑΕΚ συνιστά συγχρόνως θεμελιώδη εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας και της ουσιαστικής δημοσιότητας στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου. Κάθε ένα από τα ψηφία που τον αποτελούν προσδιορίζει συγκεκριμένη πληροφορία και συγκεκριμένα τα δύο πρώτα ψηφία το Νομό στον οποίο βρίσκεται το γεωτεμάχιο, τα επόμενα τρία ψηφία το Δήμο ή Δημοτικό Διαμέρισμα κλπ, τα αμέσως επόμενα δύο ψηφία τον "κτηματολογικό τομέα" (πχ. συνοικία), το δύο προτελευταία δύο ψηφία την "κτηματολογική ενότητα" (πχ. οικοδομικό τετράγωνο) και τέλος τα τελευταία τρία ψηφία τον αύξοντα αριθμό του γεωτεμαχίου εντός της ενότητας (πχ. οικόπεδο ή αγροτεμάχιο). Ο αριθμός μετά την πρώτη κάθετο δηλώνει τον αριθμό της καθέτου ιδιοκτησίας, αν έχει συσταθεί επί των κτισμάτων του γεωτεμαχίου και ο αριθμός μετά την δεύτερη κάθετο προσδιορίζει τον αριθμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας, εφόσον έχει συσταθεί τοιαύτη. Για το ορισμένο της αγωγής, εφόσον αντικείμενο της δίκης είναι όλο το ακίνητο - γεωτεμάχιο, όπως αποτυπώθηκε στο κτηματολογικό διάγραμμα και όχι τμήμα του, αρκεί η αναφορά του ΚΑΕΚ, χωρίς να απαιτείται θέση, σύνορα, εμβαδόν, πλευρικές διαστάσεις ή τυχόν επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος, όπως απαιτείται στις λοιπές εμπράγματες αγωγές για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του επιδίκου. Εάν βέβαια, το επίδικο αποτελεί τμήμα ενός μείζονος γεωτεμαχίου, οπότε σε περίπτωση αποδοχής της αγωγής θα επέλθουν χωρικές μεταβολές, τότε η περιγραφή του επιδίκου τμήματος πρέπει να γίνει με λεπτομερή περιγραφή κατά θέση, όρια, πλευρικές διαστάσεις και συντεταγμένες κορυφών σύμφωνα με το σύστημα ΕΓΣΑ 87, η οποία θα πρέπει να ταυτίζεται με το τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, που επί ποινή απαραδέκτου θα πρέπει να προσκομισθεί κατά τη συζήτηση, σύμφωνα με την τροποποίηση με το Ν. 4164/2013 και γ) την ανακριβή εγγραφή που περιέχεται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου γεωτεμαχίου και συγκεκριμένα ότι στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας "άγνωστος". Στην προκείμενη περίπτωση, από την, κατ` άρθρο 561 παρ1 ΚΠολΔ, παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της από 20-03-2018 αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου και διόρθωσης ανακριβούς πρώτης εγγραφής της ενάγουσας και ήδη αναιρεσιβλήτου, προκύπτει ότι αυτή ισχυρίστηκε, ότι είναι κυρία του αναλυτικά περιγραφομένου στην αγωγή της ακινήτου (οικοπέδου) έκτασης, 483,60 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της Δημοτικής Κοινότητας Σαλαμίνας του Δήμου Σαλαμίνας, επί των οδών ... και στο Ο.Τ. 135 με τα όρια που λεπτομερώς αναφέρονται. Ότι το ακίνητο αυτό περιήλθε στην κυριότητα αυτής με πρωτότυπο τρόπο και ειδικότερα με έκτακτη χρησικτησία, αφού το νέμεται από το έτος 1940, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 20 ετών, προσμετρώντας στο χρόνο νομής της και το χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων της, ασκώντας σε αυτό τις αναφερόμενες πράξεις φυσικής εξουσίασης διανοία κυρίας. Ότι κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής το εν λόγω ακίνητο με ΚΑΕΚ ... καταχωρίστηκε εσφαλμένα ως "αγνώστου ιδιοκτήτη". Με βάση τα ανωτέρω ζήτησε, επειδή με την παραπάνω καταχώριση αμφισβητείται το δικαίωμα της κυριότητάς της επ' αυτού, να γίνει δεκτή η αγωγή της και αφενός να αναγνωρισθεί το δικαίωμά της αυτό, αφετέρου να διαταχθεί η διόρθωση της ως άνω ανακριβούς πρώτης εγγραφής, ώστε να καταχωριστεί το δικαίωμα της πλήρους και αποκλειστικής κυριότητας της επί του ανωτέρω ακινήτου. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, διότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα παραπάνω, στο δικόγραφο της αγωγής διόρθωσης πρώτης κτηματολογικής εγγραφής (άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 2884/1998), πλην της αναφοράς του ΚΑΕΚ του επιδίκου ακινήτου γίνεται επιπλέον αναφορά σε θέση, όρια και εμβαδόν αυτού, ζητείται δε με την αγωγή η αναγνώριση του δικαιώματος κυριότητας της ενάγουσας σε ολόκληρο το επίδικο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ... και δεν γεννάται καμία αμφιβολία για την ταυτότητά του. Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο το αναιρεσείον πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση της διάταξης του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο που την εξέδωσε δεν απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή λόγω αοριστίας αυτής και συγκεκριμένα λόγω μη ακριβούς περιγραφής του επίδικου ακινήτου, είναι αβάσιμος. Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του νια μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατ' άρθρο 1051 ΑΚ. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 1551/2018, ΑΠ 130/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση αυτής, δέχθηκε ανέλεγκτα τα ακόλουθα: "Το επίδικο ακίνητο είναι ένα μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο οικόπεδο που βρίσκεται στη Σαλαμίνα Αττικής, στη θέση "...", της Δημοτικής Κοινότητας Σαλαμίνας του Δήμου Σαλαμίνας, διαμπερές, επί των οδών ..., στο οικοδομικό τετράγωνο με αριθμό 135, έχει ΚΑΕΚ ..., εμβαδόν 499 τ.μ. και συνορεύει βόρεια με οδό ..., νότια με την οδό ..., δυτικά με ιδιοκτησίες με ΚΑΕΚ ... και ανατολικά με ιδιοκτησίες με ΚΑΕΚ .... Από το έτος 1940, η μητέρα της ενάγουσας, Φ. συζ. Α. Τ., το γένος Α. Τ. νεμόταν αυτό, καθαρίζοντάς το από τα ξερά χόρτα, σπέρνοντάς το σανό και επιβλέποντας το συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι και το έτος 1989, οπότε το παραχώρησε ατύπως στη ενάγουσα θυγατέρα της, η οποία έκτοτε συνέχισε να το επιβλέπει και να το καθαρίζει συνεχώς και αδιαλείπτως έως το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου στη Σαλαμίνα (13.11.2006, υπ' αρ. ... απόφαση του ΔΣ του ΟΚΧΕ, ΦΕΚ ...) αλλά και μετέπειτα έως το χρόνο άσκησης της αγωγής (2018). Καθ' όλο αυτό το διάστημα η ενάγουσα ουδέποτε οχλήθηκε από κάποιον, ούτε και προέβαλε ποτέ κανείς δικαιώματα σ' αυτό. Έτσι κατά τον χρόνο έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή, είχε αποκτήσει με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, προσμετρουμένου στο χρόνο της και του χρόνου νομής της παρέχουσας μητέρας της, δικαίωμα κυριότητας επί του ως άνω ακινήτου, παρέλειψε όμως να το δηλώσει κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης και έτσι καταχωρήθηκε εσφαλμένα ως "αγνώστου ιδιοκτήτη". Το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε απέκτησε κυριότητα επί του ανωτέρω επιδίκου οικοπέδου με τους τρόπους, που επικαλέσθηκε. Ειδικότερα οι ισχυρισμοί του πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν, αφού δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τα ευρισκόμενα στην Αττική και στα νησιά του Αργοσαρωνικού οθωμανικά κτήματα δεν περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, με το δικαίωμα του πολέμου, αφού δεν κατακτήθηκαν με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και τουρκικών αρχών (ΑΠ 1132/2020, ΑΠ 7..., ΑΠ 832/2020 ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Επίσης, εν προκειμένω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι το επίδικο ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο, ή σε Οθωμανούς ιδιώτες και εγκαταλείφθηκε από τους τελευταίους, ούτε ότι μετά την απελευθέρωση κατέστη αδέσποτο και δημεύθηκε, γιατί δεν καταλήφθηκε από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.6./10.7.1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", όπως προβλέπεται στην ανωτέρω Συνθήκη και τα Πρωτόκολλα, προκειμένου να καταστεί κύριος αυτής το Ελληνικό Δημόσιο. Δεν αποδείχθηκε επίσης ότι η επίδικη έκταση ήταν δασική κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του από 17/29.11.1836 Β.Δ/τος, ούτε λιβάδι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του ΒΔ της 12.12.1833 "περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834", ώστε να ισχύει το τεκμήριο κυριότητας που θεσπίσθηκε υπέρ του Δημοσίου με τις διατάξεις των ως άνω διαταγμάτων σε όλα τα δόση και τα λιβάδια, που υπήρχαν πριν από την ισχύ του στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 34/2019, δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Εξάλλου, ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου ότι κατέστη κύριος του επιδίκου με τακτική και έκτακτη χρησικτησία αποδείχθηκε αβάσιμος, καθόσον ουδέποτε το ανωτέρω χρησιδέσποσε αυτό, αφού ουδεμία πράξη νομής άσκησε επ' αυτού ουδέποτε.
Συνεπώς το επίδικο ουδέποτε ήταν δημόσιο κτήμα ή ανεπίδεκτο χρησικτησίας και μετά την 11.9.1915. Άλλωστε, αν ήταν δημόσιο κτήμα, το εναγόμενο θα το είχε καταχωρίσει ως τέτοιο, μετά από τόσα χρόνια και θα το είχε δηλώσει στο κτηματολόγιο ως τέτοιο. Μετά ταύτα έπρεπε η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή και να αναγνωριστεί η ενάγουσα - εκκαλούσα κυρία του επιδίκου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία και, στη συνέχεια, να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής για το εν λόγω ακίνητο στα βιβλία του Κτηματολογίου Σαλαμίνας..". Στη συνέχεια η προσβαλλομένη απόφαση, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δέχθηκε την αγωγή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ότι κατά τον χρόνο έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή όπου βρίσκεται το επίδικο η ενάγουσα είχε αποκτήσει δικαίωμα κυριότητας σε αυτό με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, προσμετρουμένου στο χρόνο της δικής της νομής και του χρόνου νομής της δικαιοπαρόχου μητέρας της. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες διατάξεις περί κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο το αναιρεσείον πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση της διάταξης του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν επαρκώς από τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης τα περιστατικά που είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση για την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδρομής των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόστηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, η οποία αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με το χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όχι δε όταν υφίστανται ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται σαφώς (ΟλΑΠ 1/1999, ΟλΑΠ 24/1992). Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που συνέχονται με τη συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχή, επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, οπότε ο σχετικός λόγος απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 1099/2020, ΑΠ 563/2020, ΑΠ321/2019, ΑΠ 842/2014). Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο λόγος με τον οποίο αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ), πρέπει να αναφέρονται ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης με πληρότητα και σαφήνεια, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, ποιο δηλαδή στοιχείο αναγκαίο για την επάρκειά τους λείπει και σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών και από ποια αντιτιθέμενα μέρη τους προκύπτει (ΑΠ 825/2020, ΑΠ 31/2019, ΑΠ 115/2017). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο το αναιρεσείον πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος, προεχόντως ως απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του, διότι δεν αναφέρονται σ' αυτόν οι διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκαν εκ πλαγίου. Σε κάθε δε περίπτωση είναι επίσης απορριπτέος ως απαράδεκτος και διότι οι περιεχόμενες σ' αυτόν αιτιάσεις αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντλούμενα από τις ίδιες επιχειρήματα του δικαστηρίου της ουσίας, προκειμένου να στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), το οποίο είναι σαφές. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος, προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί το αναιρεσείον, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας, που υποβλήθηκε με τις προτάσεις της (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 3693/1957 και την, κατ' εξουσιοδότησή του, 134423 Οικ/8.12.1992/20.1.1993 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 11-10-2022 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. ... τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Φεβρουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή