
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 245 / 2025    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 245/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου - Μπουλταδάκη - Εισηγήτρια, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Νίκη Κατσιαούνη και Μαρία Γιαννακοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 12 Νοεμβρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1.Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τους Υπουργούς Εθνικής Οικονομία και Οικονομικών (πρώην Οικονομικών) και Εσωτερικών (πρώην Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης), που κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα, και 2.ανεξάρτητης αρχής με την επωνυμία "..." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκαν αμφότεροι από την πληρεξούσιά τους Μυρτώ Γερμάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η οποία κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Ε. Μ. του Δ., κατοίκου Αθηνών, η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-6-2013 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 16-2-2024 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο οι αναιρεσείοντες, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Σε περίπτωση που απολείπεται ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση, η επίσπευση προκύπτει από το αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης (ή της κλήσης με την οποία αυτή φέρεται προς συζήτηση) με την πράξη ορισμού δικασίμου το οποίο ο επισπεύδων επέδωσε προς τον αντίδικο του. Το αντίγραφο αυτό, με την επ' αυτού σημείωση του δικαστικού επιμελητή που διενήργησε την επίδοση, οφείλει να προσκομίσει ο παριστάμενος αντίδικος του επισπεύδοντος τη συζήτηση. Αντίθετα, σε περίπτωση που απολείπεται ο αντίδικος του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, η επίσπευση της συζήτησης προκύπτει από την έκθεση επίδοσης του αντιγράφου της αίτησης αναίρεσης ή της κλήσης προς τον αντίδικο, την οποία οφείλει να προσκομίσει ο επισπεύδων, που μετέχει στη συζήτηση (ΑΠ 1478/2022, 158/2021, 1121/2020, 24/2016). Στην προκειμένη περίπτωση προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τους αναιρεσείοντες υπ' αριθμ. ... έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Μ. Μ. Ν., ότι η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης κατά της υπ' αριθμ. ... απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, επισπεύσθηκε με φροντίδα των αναιρεσειόντων, οι οποίοι προς τον σκοπό αυτό επέδωσαν νομότυπα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσίβλητη ακριβές αντίγραφο του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης με πράξη κατάθεσής της στη γραμματεία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου με προσδιορισμένο χρόνο συζήτησής της κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Κατά τη δικάσιμο όμως αυτή, όπως προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου, δεν παρέστη η αναιρεσίβλητη ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την νόμιμη εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το πινάκιο, γι' αυτό πρέπει να δικασθεί, ερήμην αλλά να προχωρήσει η συζήτηση σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ). Με την από 16.2.2024 και με αριθμό κατάθ. ... στο Εφετείο Αθηνών αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών - εργατικών διαφορών υπ' αριθμ. ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσία η από 2.4.2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. ...) έφεση των εναγομένων - εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων κατά της υπ' αριθμ. ... απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει δεκτή εν μέρει κατ' ουσία η από 20.6.2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. ...) αγωγή της ενάγουσας. Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα εφ' όσον από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι κατατέθηκε στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών στις 20.2.2024 και η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε την 28.2.2022 (άρθρα 552, 553, 556, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Συνεπώς, η από 31.5.2021 αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν από 18.4.2001 μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1) και ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2). Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β)... γ)... Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος, που αφορά τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκύπτει ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις ή από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημά του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο (ΑΕΔ 2/1993). Περαιτέρω, σε εφαρμογή των αντίστοιχων Συνταγματικών ρυθμίσεων του άρθρου 94 παρ. 1 και 3, όπως ίσχυαν πριν την πιο πάνω αναθεώρηση, εκδόθηκε ο ν. 1406/1983, με τα άρθρα 1 και 9 του οποίου όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπήχθησαν από 11.6.1985 στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 εδ. θ' του ν.1406/1983, όπως στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ. 3 του ν. 2721/1999, ορίστηκε ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνονται ιδίως οι διαφορές που αφορούν τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου. Ως "αποδοχές", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι αποδοχές του προσωπικού που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή τα Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση δημόσιου δικαίου. Από τα ανωτέρω γίνεται φανερό ότι οι διαφορές που αφορούν τις αποδοχές των μισθωτών που συνδέονται με το Δημόσιο με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 11/1992, ΑΠ 375/2024, ΑΠ 22/2016, 1340/2014, 1635/2012). Τέτοιες ιδιωτικού χαρακτήρα διαφορές είναι και εκείνες που αναφύονται κατά την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3320/2005 για την κατάταξη του με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικού σε συγκεκριμένο μισθολογικό κλιμάκιο οργανικής θέσης, προσωποπαγούς ή μη, εφόσον και αυτές έχουν ως βάση την παροχή εξαρτημένης εργασίας στο πλαίσιο σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και την κατάταξη του μισθωτού σε οργανική θέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, για την επίλυση των οποίων είναι αρμόδια επομένως τα πολιτικά δικαστήρια (ΑΕΔ 3/2004, ΑΠ 375/2024, 533/2018, ΣτΕ 3691/2014). Μόνη η προβλεπόμενη από τις διατάξεις αυτές αρμοδιότητα του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου να διαπιστώνει την συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων του νόμου, καθώς και η δυνατότητα του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) να ασκεί τον αντίστοιχο έλεγχο, δεν αρκούν για να χαρακτηρίσουν την σχετική διαδικασία ως ειδική διοικητική διαδικασία, η οποία, αν υπήρχε, θα μπορούσε υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να προσδώσει στις διαφορές αυτές τον χαρακτήρα της διοικητικής διαφοράς (ΑΠ 375/2024, 533/2018 ΣτΕ 3691/2014). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα πολιτικά δικαστήρια, όταν κρίνουν ιδιωτικές διαφορές που υπάγονται σ' αυτά, μπορούν να εξετάσουν παρεμπιπτόντως το κύρος και τη νομιμότητα των πράξεων των οργάνων της διοίκησης ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εφόσον τούτο δεν έχει αποκλειστεί από τον νόμο (ΟλΑΠ 447/1984) και δεν έχει εκδοθεί περί του κύρους αυτών απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία και δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια. Η τοιαύτη έρευνα των πολιτικών δικαστηρίων δεν αποσκοπεί στην ακύρωση των διοικητικών πράξεων, ούτε στο να αποκρουστεί η εκτελεστότητα αυτών, οι οποίες άλλωστε, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου έχουν το τεκμήριο της νομιμότητας, έτσι ώστε ακόμη και οι παράνομες διοικητικές πράξεις, εφόσον δεν έχουν ακυρωθεί, είναι εκτελεστές και παράγουν τα έννομα αποτελέσματά τους αλλά προκειμένου να απαγγελθούν άλλες έννομες συνέπειες ιδιωτικού χαρακτήρα, οι οποίες προκύπτουν από την εκτέλεση των παράνομων διοικητικών πράξεων (ΑΠ 375/2024, 533/2018, 734/2010, 171/2006). Ειδικότερα, ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας της διοικητικής πράξης από τα πολιτικά δικαστήρια περιλαμβάνει και το αν η τελευταία εκδόθηκε κατά παράβαση των κανόνων δικαίου, οι οποίοι είναι αμέσως ή εμμέσως σχετικοί με το περιεχόμενο αυτής και πηγάζουν από οποιαδήποτε πηγή δικαίου, η δε νομιμότητα της εν λόγω πράξης κρίνεται με βάση τους κανόνες δικαίου, οι οποίοι ισχύουν κατά τον χρόνο έκδοσής της (ΑΕΔ 3/2004, ΑΠ 657/2024, 1134/2023, 598/2020, 356/2020, 762/2018). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 4 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Περίπτωση όμως τοιαύτης υπέρβασης της δικαιοδοσίας δεν συντρέχει, όταν τα πολιτικά δικαστήρια εξετάζουν παρεμπιπτόντως ζητήματα, τα οποία, αν αποτελούσαν το κύριο αντικείμενο της δίκης, δεν θα υπήγοντο στη δικαιοδοσία τους, διότι η έννοια του παρεμπίπτοντος συνδέεται κατά νόμο (άρθ. 2 και 282 του ΚΠολΔ) με την απλή εξέταση και όχι με τη διάγνωση του ζητήματος, όταν το δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας προς τούτο και για τον λόγο αυτό η απόφασή του για το ζήτημα που κρίθηκε παρεμπιπτόντως και το οποίο αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου, δεν παράγει δεδικασμένο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 331 του ΚΠολΔ (ΑΠ 533/2018). Στη προκείμενη περίπτωση από την επισκόπηση της ένδικης από 20.6.2013 και με αριθμό κατάθ. ... αγωγής και των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτουν τα εξής: Με την ως άνω αγωγή, η ενάγουσα [αναιρεσίβλητη] ισχυρίστηκε ότι προσλήφθηκε το έτος 2000 από την πρώτη εναγομένη ανεξάρτητη αρχή με την επωνυμία "..." [2η αναιρεσείουσα] αρχικά με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και στη συνέχεια, κατόπιν απόφασης του ΑΣΕΠ, κατατάχθηκε σε θέση κατηγορίας ΔΕ ειδικότητας γραμματέων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και ότι από 1.1.2012 τέθηκε σε εργασιακή εφεδρεία, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 3 και 4 του άρθρου 34 του Ν. 4042/2012, λαμβάνοντας για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως τη λύση της σύμβασής της στις 31.10.2012 (με παραίτηση λόγω συνταξιοδότησης), τις μειωμένες αποδοχές που αντιστοιχούσαν στο 60% του βασικού μισθού της. Ότι η θέση της σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας έλαβε χώρα κατά παράβαση του άρθρου 34 του Ν. 4042/2012, καθώς δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπό της οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης για λήψη πλήρους σύνταξης, που αντιστοιχούν σε 35 χρόνια ασφάλισης, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3863/2010, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπό της οι προϋποθέσεις για λήψη πλήρους σύνταξης ως μητέρα ανηλίκου τέκνου (5.500 ημέρες εργασίας και το 55ο έτος της ηλικίας της). Ότι επιπροσθέτως, μη νόμιμα τέθηκε σε καθεστώς εργασιακής εφεδρείας, λόγω αντίθεσης των ρυθμίσεων του άρθρου 34 του Ν. 4024/2011, στο μέτρο που αυτές εισάγουν διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, προς τις διατάξεις της με αριθ. 2000/78 Οδηγίας, της οποίας οι ρυθμίσεις ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 3304/2005, χωρίς η διαφορετική αυτή μεταχείριση να δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από κάποιο θεμιτό στόχο και χωρίς τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού που προβλέπει η ως άνω διάταξη του άρθρου 34 να είναι πρόσφορα και αναγκαία για την επίτευξή του. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, ζήτησε η ενάγουσα να υποχρεωθούν τα εναγόμενα [αναιρεσείοντες] να της καταβάλουν εις ολόκληρον α) για διαφορές αποδοχών το ποσό των 7.883,50 ευρώ β) για διαφυγόντα κέρδη το ποσό των 6.824,75 ευρώ γ) για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 5.000 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να της καταβάλουν για διαφυγόντα κέρδη το ποσό των 15.560,43 ευρώ και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 5.000 ευρώ, νομιμοτόκως από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο ήταν απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού απέρριψε ως μη νόμιμο το κονδύλιο των 10.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και ως ουσιαστικά αβάσιμο το κονδύλιο των 22.385,18 ευρώ για διαφυγόντα κέρδη, δέχτηκε ως νόμω βάσιμη την αγωγή αναφορικά με το κονδύλιο της διαφοράς αποδοχών τόσο κατά το μέρος που η αξίωση της ενάγουσας στηριζόταν στη βάση ότι δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωσή της η διάταξη του άρθρου 34 του Ν. 4024/2011 όσο και κατά το μέρος που στηριζόταν στη βάση ότι η διάταξη του άρθρου 34 του Ν. 4024/2011 εισάγει απαγορευμένη διάκριση λόγω ηλικίας, στη συνέχεια δε τη δέχτηκε και ως ουσιαστικά βάσιμη και επιδίκασε στην ενάγουσα για διαφορές αποδοχών το ποσό των 7.883,50 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Μετά από άσκηση έφεσης κατ' αυτής εκ μέρους των αναιρεσειόντων, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών εξέδωσε την ήδη προσβαλλόμενη ... απόφασή του, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση των εναγομένων, επικυρώνοντας ούτω την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Με το αντικείμενο αυτό, η υπό κρίση διαφορά, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, είναι διαφορά ιδιωτικού δικαίου, απορρέουσα από σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου της αναιρεσιβλήτου με τον αντισυμβαλλόμενο - 2ο αναιρεσείοντα [ την ανεξάρτητη αρχή με την επωνυμία "..."] του Ελληνικού Δημοσίου [1ο αναιρεσείοντα] και συνεπώς το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε ως αβάσιμη την ένσταση ελλείψεως δικαιοδοσίας που προβλήθηκε από την πλευρά των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων, δίκασε την αγωγή και επιδίκασε στην ενάγουσα - αναιρεσίβλητη διαφορές αποδοχών, δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, η επίκληση από την πλευρά των αναιρεσειόντων ότι η επιδίκαση διαφορών αποδοχών στην αναιρεσίβλητη από τη θέση της σε εργασιακή εφεδρεία, αφορά σχέση δημοσίου δικαίου, η οποία υπάγεται στην ακυρωτική δικαιοδοσία, είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι η σχέση, η οποία συνέδεε την αναιρεσίβλητη με τα αναιρεσείοντα έχει ως υπόβαθρο τη σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, τη συνδέουσα την αναιρεσίβλητη με τα αναιρεσείοντα (ΑΠ 1343/2019). Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμ. 4 ΚΠολΔ , με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2022, 1/2016). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσία (ΟλΑΠ 1/2022, 3/2020). Έτσι με βάση τον εν λόγω αναιρετικό λόγο επιτρέπεται αναίρεση όταν συντρέχει παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή εκείνων οι οποίοι ρυθμίζουν τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωμάτων και την γένεση των υποχρεώσεων, επιβάλλοντας κυρώσεις για την τήρηση αυτών (ΑΠ 22/2020, 1097/2019, 535/2015, 1399/2011). Το άρθρο 90 παρ.3 του Ν. 2362/1995 "Περί Δημοσίου Λογιστικού - Ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις", το οποίο ίσχυε μέχρι 31.12.2014 (ήδη άρθρο 140 παρ. 3 του Ν. 4270/2014, ο οποίος ισχύει, κατά το άρθρο 183 παρ. 1 αυτού, από 1.1.2015), ορίζει ότι "Η απαίτηση οποιουδήποτε των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλης κάθε φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά από διετία από της γενέσεώς της". Περαιτέρω, το άρθρο 93 περ. α' του ίδιου ως άνω Ν. 2362/1995, (ήδη άρθρο 143 περ. α' του Ν. 4270/2014), ορίζει ότι η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνον "Με την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών". Εξάλλου, το άρθρο 261 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ.1 Ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α. 74/20.3.2013) όριζε ότι: " 1.Την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή, που διακόπηκε, με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου". Το αυτό άρθρο 261 ΑΚ, όπως ήδη ισχύει από 20.3.2013, μετά την κατά τα ανωτέρω αντικατάστασή του ορίζει ότι: "1.Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή, που διακόπηκε, με τον τρόπο αυτόν αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ' άλλο τρόπο περάτωση της δίκης. 2. Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης. 3. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση". Με το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου, προβλέπεται με την άσκηση της αγωγής ταυτόχρονα διακοπή της παραγραφής και μία ιδιότυπη αναστολή αυτής, μέχρι το χρονικό σημείο έκδοσης τελεσίδικης απόφασης ή περάτωσης της δίκης με άλλο τρόπο (ΑΠ 1233/2019, 148/2017). Η παραπάνω όμως διάταξη (261 ΑΚ, όπως ήδη ισχύει από 20.3.2013), σύμφωνα με την οποία, η παραγραφή που διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης, δεν τροποποίησε ούτε κατήργησε την ειδική διάταξη του άρθρου 93 περ. α' του Ν. 2362/1995, (ήδη 143 περ. α' του Ν. 4270/2014) για τη διακοπή της παραγραφής των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου και την εκ νέου έναρξη αυτής από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, η οποία εξάλλου δεν περιλαμβάνει τέτοια περίπτωση (εκ νέου έναρξη της παραγραφής που διακόπηκε με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης) και κατισχύει, ως ειδική, κάθε γενικότερης διάταξης. Ούτε άλλωστε αυτή η περίπτωση υπάρχει ως λόγος αναστολής στην επίσης ειδική διάταξη του άρθρου 92 του Ν. 2362/1995 για την αναστολή της παραγραφής των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, που προβλέπει ως μόνο λόγο αναστολής, ο έχων την απαίτηση λόγω ανωτέρας βίας να εμποδίστηκε να ασκήσει την αξίωση μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής ΑΠ 1047/2024). Περαιτέρω, και οι μεταγενέστερες του υπό τη νέα μορφή άρθρου 261 του ΑΚ, διατάξεις των άρθρων 142 και 143 περ. α' του Ν. 4270/2014, έχουν το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο με τις καταργηθείσες διατάξεις των άρθρων 92 και 93 περ. α' του Ν.2362/1995. Η παραγραφή των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, κατ' άρθρο 94 εδ. δ' του Ν. 2362/1995, (ήδη άρθρο 144 εδ. δ' του Ν. 4270/2014), σε αντίθεση με την αναστολή ή τη διακοπή της παραγραφής, που δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά απαιτείται προβολή τους με αντένσταση του ενάγοντος (ΑΠ 1047/2024, 223/2024, 224/2024, 494/2022, 1233/2019, 666/2018). Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του σε σχέση με το ενδιαφέρον εν προκειμένω ζήτημα παραγραφής της ένδικης αξίωσης, τα εξής: "Περαιτέρω, σχετικά με τον ισχυρισμό των εκκαλούντων ότι η επίδικη αξίωση της ενάγουσας έχει υποπέσει στην διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995, εν επιδικία, καθόσον από την άσκηση της κρινόμενης έφεσης στη γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλουμένη απόφαση Δικαστηρίου, που έλαβε χώρα στις 7.4.2015, παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον της διετίας μέχρι την 29.6.2021, οπότε ασκήθηκε η επόμενη διαδικαστική πράξη των διαδίκων, ήτοι προσδιορίστηκε η συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, χωρίς να μεσολαβήσει κάποια άλλη διαδικαστική πράξη, λεκτέα τα εξής: Ο ισχυρισμός αυτός από το άρθρο 261 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995, ο οποίος, ως οψιγενής και λαμβανόμενος υπόψη αυτεπαγγέλτως, παραδεκτά προβάλλεται το πρώτον ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου με τις προτάσεις, καθόσον γεννήθηκε μετά την τελευταία συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 527 αριθμ. 2 ΚΠολΔ), είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς από τη θέση σε ισχύ της αντικατασταθείσας, με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/2013, διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 261 ΑΚ. προβλέπεται ταυτοχρόνως διακοπή και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής, μέχρι το χρονικό σημείο εκδόσεως τελεσίδικης αποφάσεως ή περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο. Υπό τα δεδομένα αυτά, στην προκειμένη περίπτωση της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας που ασκήθηκε υπό την ισχύ του Ν. 4139/2013, ενόψει του ότι δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, αφού εκκρεμούσε η εκδίκαση της κρινόμενης έφεσης, ούτε είχε περατωθεί με άλλο τρόπο η δίκη, η διακοπείσα με την άσκηση της ένδικης αγωγής παραγραφή τελούσε σε αναστολή και δεν συμπληρώθηκε εν επιδικία. Συνακόλουθα, το πρωτόδικο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και επιδίκασε στην ενάγουσα ως διαφορές αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 1.1.2012 έως 31.10.2012 το ποσό των 7.883,50 ευρώ, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο τρίτος και πέμπτος λόγος της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος κα απορριπτέος.".
Εν προκειμένω, οι αναιρεσείοντες με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο, με το να απορρίψει τον παραδεκτά προταθέντα ισχυρισμό τους περί παραγραφής "εν επιδικία" των ενδίκων αξιώσεων της αναιρεσιβλήτου, παραβίασε τις προλεχθείσες στη μείζονα σκέψη διατάξεις. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, η παραγραφή των ενδίκων αξιώσεων της ενάγουσας και ήδη αναιρεσιβλήτου, διακόπηκε αρχικά με την άσκηση της από 2.4.2015 με αριθμ. καταθ. ... έφεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έλαβε χώρα στις 7.4.2015 και στη συνέχεια η επόμενη διαδικαστική πράξη έλαβε χώρα στις 29.6.2021 με την κατάθεση της ένδικης έφεσης στη Γραμματεία του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου για προσδιορισμό αυτής ( αριθμ. καταθ. ...). Ούτω από την διαδικαστική πράξη της κατάθεσης της έφεσης στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 7.4.2015 έως την επόμενη διαδικαστική πράξη στις 29.6.2021 της κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης προς προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, παρήλθε χρονικό διάστημα μείζον της διετίας. Κατά συνέπεια οι ένδικες αξιώσεις της αναιρεσιβλήτου έχουν υποπέσει σε παραγραφή εν επιδικία. Επομένως, το Εφετείο που έκρινε τα αντίθετα, απορρίπτοντας το σχετικό ισχυρισμό που προέβαλαν παραδεκτά οι εκκαλoύντες -αναιρεσείοντες, εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 140παρ.3 και 143 περ. α του ν. 4270/2014 που ίσχυαν κατά τον επίδικο χρόνο, που ήταν εφαρμοστέες και εσφαλμένα εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 261 παρ.1 του ΑΚ που δεν ήταν εφαρμοστέα, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Κατόπιν αυτών, ο ως άνω δεύτερος λόγος αναίρεσης, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος (παρελκούσης της εξέτασης των λοιπών, τρίτου, τέταρτου και πέμπτου λόγων αναίρεσης) και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 3 εδαφ. α' ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιοδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δε χρειάζεται άλλη διευκρίνιση.
Εν προκειμένω, μετά την αναίρεση αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της έφεσης, κατά το μέρος που αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση. Στο Εφετείο οι εκκαλούντες με σχετικό λόγο έφεσης πρότειναν τον ισχυρισμό ότι οι αξιώσεις της ενάγουσας και ήδη αναιρεσιβλήτου έχουν υποπέσει στη διετή εν επιδικία παραγραφή. Από τις αιτιολογίες που αναφέρθηκαν κατά την έρευνα του ως άνω δεύτερου λόγου αναίρεσης, που ευδοκίμησε, προκύπτει ότι οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας [αναιρεσίβλητης], έχουν υποπέσει στη διετή παραγραφή εν επιδικία, όπως προαναφέρθηκε. Επομένως δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο και να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και να απορριφθεί η αγωγή ως παραγεγραμμένη. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας καθώς και της παρούσας αναιρετικής δίκης σε βάρος της αναιρεσίβλητης που ηττήθηκε (άρθρα 176 και 191παρ.2 ΚΠολΔ και άρθρο 22 παρ.1 Ν. 3693/1957, σε συνδυασμό προς την παρ. 2 της υπ' αριθμ. 134423οικ. της 8.12.1992/20.1.1993 Κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β11), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 12 παρ.5 του Ν. 1738/1987), όπως στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ.... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Κρατεί και δικάζει την υπόθεση. Δέχεται την από 2.4.2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. ...) έφεση. Εξαφανίζει την υπ' αριθμ. ... απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Απορρίπτει την από 20.6.2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. ...) αγωγή.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας καθώς και της παρούσας αναιρετικής δίκης, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Φεβρουαρίου 2025.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ