
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 247 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 247/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη - Εισηγητή, Ευτύχιο Νικόπουλο και Βαρβάρα Πάπαρη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "..." και τον διακριτικό τίτλο "...", (πρώην "...", πρώην "..."), που εδρεύει στην Αργυρούπολη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Τσουμάνη και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Φ. Α. του Γ., 2) Μ. Τ. του Γ., κατοίκων Αθηνών, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Επαμεινώνδα Ρόκκα με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/12/2011 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 26/4/2022 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση από 26-4-2022 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα υπ'αριθ. ... τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκανε τύποις και ουσία δεκτή την από 27-9-2018 έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της υπ'αριθ. ... οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών ως προς την πρώτη εφεσίβλητη (ήδη αναιρεσείουσα), εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και δέχθηκε εν μέρει την από 12-12-2011 αγωγή των αναιρεσιβλήτων υποχρεώνοντας την νυν αναιρεσείουσα να καταβάλει σ'αυτούς το ποσό των 21.441,04 ευρώ νομιμοτόκως από 8-8-2011 μέχρις εξοφλήσεως. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ενώ έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (άρθ. 495 παρ.3 Ββ'ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 αριθ. 3 ΚΠολΔ). Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 535, 537 και 540 ΑΚ, όπως τα τρία τελευταία είχαν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3043/2002 και ίσχυαν πριν αντικατασταθούν με το άρθ. 42 του Ν.4967/2022 (ΦΕΚ Α'171/09.09.2022), προκύπτει ότι ο αγοραστής, στις περιπτώσεις που υφίσταται ευθύνη του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, δικαιούται, κατ` επιλογή του, είτε να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνσή του, τη διόρθωση ή την αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, είτε να μειώσει το τίμημα, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα. Το δικαίωμα υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση της πωλήσεως είναι διαπλαστικό δικαίωμα, ασκείται κατ` αρχήν άτυπα, με μονομερή δήλωση του δικαιούχου προς τον αντισυμβαλλόμενο, αλλά και με εξώδικη δήλωση, αγωγή, ανταγωγή, ένσταση, με συμφωνία των μερών, ενεργεί δε αναδρομικά και επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων υποχρεώσεων εξαρχής. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 554 και 555 εδ. α` ΑΚ προκύπτει ότι τα δικαιώματα του αγοραστή λόγω πραγματικού ελαττώματος ή ελλείψεως συνομολογημένης ιδιότητας παραγράφονται μετά την πάροδο πέντε ετών για τα ακίνητα και δύο ετών για τα κινητά, ενώ η παραγραφή αρχίζει από την παράδοση του πράγματος στον αγοραστή, ακόμη και αν ο αγοραστής ανακάλυψε το ελάττωμα ή την έλλειψη της ιδιότητας αργότερα. Έτσι, στις περιπτώσεις που ο αγοραστής ασκεί δικαίωμα υπαναχωρήσεως ή μειώσεως του τιμήματος (όχι με αγωγή αλλά) με εξώδικη δήλωση, είναι υποχρεωμένος να απευθύνει αυτή τη δήλωση στον πωλητή μέσα στην προθεσμία του άρθρου 554 ΑΚ. Η σκοπούμενη διάπλαση θα επέλθει βέβαια τότε, εφόσον ο αγοραστής είχε πραγματικά το αντίστοιχο δικαίωμα, πράγμα που σε περίπτωση αμφισβητήσεως εκ μέρους του πωλητή θα κριθεί από το δικαστήριο, ύστερα από σχετική αγωγή του αγοραστή (αναγνωριστική ή καταψηφιστική) ή του πωλητή (αναγνωριστική), οι οποίες μπορούν να ασκηθούν και αφού παρέλθει η προθεσμία του άρθρου 554 ΑΚ. Αντιθέτως, στην περίπτωση που ο αγοραστής ασκεί το δικαίωμα της υπαναχωρήσεως ή της μειώσεως του τιμήματος με αγωγή, η αγωγή αυτή πρέπει να ασκηθεί μέσα στην πενταετία για τα ακίνητα και τη διετία για τα κινητά του άρθρου 554 ΑΚ. Ενόψει του ότι ο όρος "παραγραφή" χρησιμοποιείται χωρίς διάκριση στις παραπάνω διατάξεις και παρά το γεγονός ότι σε παραγραφή υπόκεινται μόνον οι αξιώσεις (άρθ. 247 ΑΚ), θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα χρονικά πλαίσια άσκησης των δικαιωμάτων του αγοραστή που καθορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 554 - 558 ΑΚ, έχουν χαρακτήρα παραγραφής για όλες τις αξιώσεις και όχι μόνον ως προς αυτές για διόρθωση ή αντικατάσταση του αγοραστή και του πωλητή (άρθρα 540 παρ. 1 αρ. 1 και 546 παρ. 1 ΑΚ ) και αποζημίωσης (άρθρα 543, 544 ΑΚ), αλλά και ως προς τα διαπλαστικά δικαιώματα της μείωσης του τιμήματος (άρθρο 540 παρ. 1 αρ. 2 ΑΚ) και της υπαναχώρησης (άρθρο 540 παρ. 1 αρ. 3 ΑΚ). Επιπλέον, από το άρθρο 556 ΑΚ που ορίζει ότι "αν συμφωνήθηκε προθεσμία ευθύνης του πωλητή για ελάττωμα ή έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας, αυτό σε περίπτωση αμφιβολίας σημαίνει ότι η παραγραφή για τα ελαττώματα ή τις ελλείψεις, που εκδηλώθηκαν μέσα στην προθεσμία, αρχίζει από τότε που εκδηλώθηκαν", συνάγεται ότι η μεταξύ πωλητή και αγοραστή συμφωνία εγγύησης για την επί ορισμένο χρόνο καλή λειτουργία του πωληθέντος πράγματος, έχει την έννοια της μετάθεσης του εναρκτήριου σημείου του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων του αγοραστή από την τυχόν εμφάνιση πραγματικών ελαττωμάτων ή την έλλειψη συμφωνημένων ιδιοτήτων. Η παραπάνω διετής παραγραφή για τα ελαττώματα που εκδηλώθηκαν μέσα στην προαναφερόμενη προθεσμία ευθύνης αρχίζει από τότε που τα ελαττώματα ή οι ελλείψεις εκδηλώθηκαν. Η επίκληση του άρθ. 556 ΑΚ αποτελεί αντένσταση στην ένσταση παραγραφής του πωλητή. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 557 ΑΚ, ο πωλητής δεν μπορεί να επικαλεστεί την πιο πάνω παραγραφή, αν απέκρυψε ή αποσιώπησε με δόλο το ελάττωμα ή την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας, οπότε θα ισχύσει γι' αυτόν η εικοσαετής παραγραφή, της διάταξης του άρθρου 249 ΑΚ. Για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 557 ΑΚ, που επίσης αποτελεί αντένσταση στην ένσταση του άρθ. 554 ΑΚ, αρκεί είτε η δόλια απόκρυψη, δηλαδή η χρήση παραπλανητικών μέσων για να εμποδιστεί ο αγοραστής να αντιληφθεί το πραγματικό ελάττωμα ή την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας, είτε η δόλια αποσιώπηση, δηλαδή να μην γνωστοποίησε ο πωλητής στον αγοραστή το ελάττωμα ή την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας, του οποίου την ύπαρξη είτε γνώριζε είτε βασίμως υποπτευόταν, εφόσον αυτό γίνεται με πρόθεση να επηρεαστεί ευνοϊκά η απόφαση του τελευταίου για την αγορά του πράγματος (AΠ 1341/2007). Σε περίπτωση που ο αγοραστής ασκήσει την αξίωση για διόρθωση, η παραγραφή των δικαιωμάτων των άρθρων 540 επ. ΑΚ διακόπτεται, μόνο ως προς το συγκεκριμένο ελάττωμα, εφόσον η εκ μέρους του πωλητή προσπάθεια διόρθωσης μπορεί να θεωρηθεί ως αναγνώριση, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 260 ΑΚ της μη ανταπόκρισης του πράγματος στη σύμβαση και συνακόλουθα των συναφών αξιώσεων του αγοραστή. Η διακοπή διαρκεί όσο συνεχίζεται η προσπάθεια διόρθωσης και ξαναρχίζει μετά την ενδεχόμενη αποτυχία της. Αν ο πωλητής αρνηθεί να επιχειρήσει την οφειλόμενη διόρθωση, η παραγραφή των κατ' άρθρα 540 επ. ΑΚ δικαιωμάτων του αγοραστή αρχίζει μετά τη σχετική οριστική άρνηση του πωλητή. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 262 παρ.1 ΚΠολΔ η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της ένστασης, όπως και της αντένστασης, που προβάλλεται προς κατάλυση της ένστασης, πρέπει να περιέχονται σ` αυτήν όλα τα θεμελιωτικά της γεγονότα, που επιφέρουν ως έννομη συνέπεια την παρακώλυση της γέννησης ή άσκησης ή κατάλυσης του ένδικου δικαιώματος σε μεταγενέστερο χρόνο, ταυτόχρονα δε πρέπει να διατυπώνεται και αίτημα απόρριψης της αγωγής ή της ένστασης για το συγκεκριμένο λόγο (ΟλΑΠ 472/1983, ΑΠ 125/2022). Ειδικότερα δε η αντένσταση διακοπής της παραγραφής πρέπει να περιέχει σαφώς το διακοπτικό της παραγραφής γεγονός και να καταλήγει σε συγκεκριμένο αίτημα για απόρριψη της ένστασης παραγραφής (ΑΠ 590/2023, ΑΠ 824/2022). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 558 ΑΚ, ο αγοραστής, μπορεί και μετά τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής να ασκήσει με ένσταση τα εξ αιτίας του ελαττώματος ή της ελλείψεως συνομολογημένης ιδιότητας δικαιώματά του, εφόσον εντός του χρόνου της παραγραφής ειδοποίησε τον πωλητή γι` αυτό. Εφόσον, λοιπόν, συντρέχει η προϋπόθεση της εμπρόθεσμης ειδοποιήσεως, ο αγοραστής έχει δικαίωμα να ασκήσει, αλλά μόνο κατ` ένσταση, χωρίς χρονικό πλέον περιορισμό, κάθε δικαίωμα που έχει λόγω της υπάρξεως ελαττώματος ή ελλείψεως κάποιας από τις συμφωνηθείσες ιδιότητες. Η ειδοποίηση που προβλέπει η ΑΚ 558 πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, θα πρέπει δηλαδή να καθορίζεται σ` αυτή το συγκεκριμένο ελάττωμα ή η έλλειψη της ιδιότητας (ή ενδεχομένως τα περισσότερα ελαττώματα ή ελλείψεις) που εμφανίζει το πωληθέν και να συνάγεται από αυτήν, έστω και συμπερασματικά ότι ο αγοραστής επιφυλάσσεται να ασκήσει τα δικαιώματά του. Μια αόριστη ειδοποίηση του αγοραστή προς τον πωλητή ότι το πωληθέν έχει ελαττώματα και ελλείψεις θα δημιουργούσε αβεβαιότητα στον πωλητή, πράγμα που θα αντέβαινε στο σκοπό της ΑΚ 558. Η ειδοποίηση αυτή αποτελεί μονομερή δήλωση του αγοραστή, από τη λήψη της οποίας εξαρτά ο νόμος ορισμένο έννoμo αποτέλεσμα, μπορεί δε να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη και σιωπηρά και δεν απαιτεί ορισμένο τύπο. Έτσι, ως ειδοποίηση, κατά την έννοια του άρθρου 558 ΑΚ, μπορεί να εκτιμηθεί, στα πλαίσια ασκήσεως (μετά το χρόνο παραγραφής του άρθρου 554 ΑΚ), με ένσταση, του δικαιώματος υπαναχωρήσεως του αγοραστή, εναγόμενου για την καταβολή του τιμήματος και η γενόμενη, μέσα στην πενταετία ή διετία, αντίστοιχα, του άρθρου 554 ΑΚ, εξώδικη δήλωση υπαναχωρήσεως που δεν έγινε αποδεκτή από τον πωλητή και δεν αποτέλεσε το κύρος της αντικείμενο σχετικής δίκης, εφόσον διαλάμβανε επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών ελαττωμάτων ή έλλειψη συγκεκριμένων συνομολογημένων ιδιοτήτων (ΑΠ 333/2023, ΑΠ 560/2017). Η συγκεκριμένη διάταξη συνιστά εξειδίκευση του κανόνα περί απαραγράπτου των ενστάσεων (ΑΚ 273), περιορίζοντας ωστόσο την ισχύ του, αφού η κατ' ένσταση προβολή των δικαιωμάτων του αγοραστή εξαρτάται εδώ από την εμπρόθεσμη ειδοποίηση του πωλητή. Έτσι, ο αγοραστής, εναγόμενος για καταβολή του τιμήματος, δικαιούται, εφόσον "ειδοποίησε" σχετικά τον πωλητή, να ασκήσει με ένσταση: α) το δικαίωμα υπαναχώρησης, με συνέπεια την απόρριψη της αγωγής του πωλητή και τη δημιουργία της "σχέσης εκκαθάρισης" μεταξύ των μερών, β) το δικαίωμα μείωσης του τιμήματος, με συνέπεια τη μερική (ως προς το ποσό της μείωσης) απόρριψη της αγωγής του πωλητή και, πάντως, όχι την επιστροφή του τυχόν επιπλέον ποσού που ο αγοραστής έχει ήδη καταβάλει ως τίμημα, γ) το δικαίωμα διόρθωσης ή αντικατάστασης, με συνέπεια την καταδίκη του αγοραστή να καταβάλει το τίμημα, με τον όρο ταυτόχρονης, εκ μέρους του πωλητή, διόρθωσης ή αντικατάστασης του ελαττωματικού πράγματος, δ) το δικαίωμα αποζημίωσης, για ποσό που δεν υπερβαίνει το τίμημα της πώλησης, με συνέπεια την παροχή στον αγοραστή της δυνατότητας να προτείνει κατά του πωλητή την ένσταση συμψηφισμού, κατ' άρθρα 440 επ. ΑΚ, της αξίωσής του για αποζημίωση με την αξίωση του πωλητή για καταβολή του τιμήματος. Παρέπεται ότι η διάταξη αυτή δεν αφορά στην περίπτωση άσκησης ευθείας αγωγής από μέρους του αγοραστή, οπότε και ο ενάγων αγοραστής, κατά του οποίου προβάλλεται η ένσταση παραγραφής των δικαιωμάτων του από την πώληση, δεν προβάλλει νομίμως ως αντένσταση τον ισχυρισμό περί απαράγραπτου των σχετικών αξιώσεων του λόγω έγκαιρης ειδοποίησης του πωλητή.
Κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων και των κατ'έφεση αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων, επιτρέπονται έξι μόνον λόγοι αναίρεσης, δύο ουσιαστικοί και τέσσερις δικονομικοί. Η απαρίθμηση είναι περιοριστική (ΑΠ 1370/2008, ΑΠ 1285/2017). Λόγος αναιρέσεως, αντίστοιχος προς τον του αριθ. 14 του άρθ. 559 ΚΠολΔ δεν υπάρχει για τις αποφάσεις του ειρηνοδικείου ή του κατ'έφεση δικάζοντος μονομελούς πρωτοδικείου.
Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 14 του άρθ. 559 ΚΠολΔ συνισταμένη στο ότι το κατ'έφεση δικάσαν μονομελές πρωτοδικείο παρά το νόμο δεν κήρυξε το απαράδεκτο της αντένστασης της μη συμπλήρωσης της παραγραφής και την έκπτωση από το δικαίωμα της υπαναχώρησης των αναιρεσιβλήτων, είναι απαράδεκτος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ, αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (ΑΠ 58/2015). Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 898/2023, ΑΠ 171/2019, ΑΠ 130/2016).
Με τους πρώτο και τρίτο λόγους αναίρεσης, κατ'ορθή εκτίμηση του περιεχομένου τους, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια εκ του αριθ. 1 του άρθ. 560 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο παραβίασε ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθ. 558 ΑΚ και με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθ. 554 ΑΚ, δεχόμενο εσφαλμένα ότι το δικαίωμα των αναιρεσιβλήτων να υπαναχωρήσουν από την επίδικη σύμβαση πωλήσεως λόγω πραγματικού ελαττώματος, δεν παραγράφηκε, διότι αυτοί είχαν ειδοποιήσει την αναιρεσείουσα για το ελάττωμα μέσα στο χρόνο της παραγραφής και απορρίπτοντας την προταθείσα από την αναιρεσείουσα ένσταση παραγραφής της ένδικης αξιώσεως. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι αυτή διέλαβε, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος της, τα ακόλουθα:"...Δυνάμει του από 11.2.2009 ιδιωτικού συμφωνητικού πωλήσεως αυτοκίνητου, οι ενάγοντες αγόρασαν με παρακράτηση κυριότητας μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος, από τη πρώτη εναγόμενη ένα καινούριο ΙΧΕ αυτοκίνητο (...).. Το τίμημα συμφωνήθηκε στο ποσό των 31.211,55 ευρώ, από το οποίο οι ενάγοντες προκατέβαλαν 5.000 ευρώ και το υπόλοιπο ποσό πιστώθηκε σε 72 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, με πρώτη δόση καταβλητέα στις 11.2.2009 και τελευταία δόση στις 10.2.2015. Στη συνέχεια, όπως υποδεικνύεται το ανωτέρω αυτοκίνητο εμφάνισε αμέσως μετά την παράδοση του αδικαιολόγητο θόρυβο σε ανύποπτο χρόνο από το διαμέρισμα του κινητήρα και χωρίς να έχει αναπτύξει αυξημένη ταχύτητα. Ειδικότερα, όταν ο κινητήρας του ζεσταινόταν σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του κατασκευαστή και το αυτοκίνητο άρχισε να αναπτύσσει ταχύτητα, παράγονταν ένας έντονος μηχανικός θόρυβος προερχόμενος από τον κινητήρα του οχήματος, ενώ ταυτόχρονα άρχιζαν να γίνονται αισθητοί κραδασμοί που μεταφέρονταν στους εμπρός τροχούς και στα συστήματα ανάρτησης και διεύθυνσης. Συνεπεία των δυσλειτουργιών αυτών το αυτοκίνητο δεν μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα ούτε να ανεβάσει τις στροφές του κινητήρα πάνω από ένα όριο, διότι η κατάσταση στη καμπίνα των επιβατών από το μηχανικό θόρυβο και τους κραδασμούς γίνονταν από ενοχλητική έως ανυπόφορη δημιουργώντας εύλογο φόβο και ανησυχία στους ιδιοκτήτες του. Ο έντονος μηχανικός θόρυβος παρατηρείται σταθερά όταν το όχημα ο κινητήρας βρίσκεται στη περιοχή των 3.000-4.500 στροφών ανά λεπτό δηλαδή σε περιοχές λειτουργίας του κινητήρα του με μικρό φορτίο. Το γεγονός αυτό είναι αδικαιολόγητο σε σχέση με το μέγιστο όριο στροφών του κινητήρα του που είναι εγγυημένο από τον κατασκευαστή του το οποίο είναι 9.500 στροφές ανά λεπτό. Ο θόρυβος αυτός δε υπήρχε στην έκταση αυτή κατά την αγορά του οχήματος, αλλά εντάθηκε μετά από τρίμηνη περίπου χρήση. Πρόκειται για έντονο μηχανικό θόρυβο σε συνδυασμό με κραδασμό ο οποίος δίνει την αίσθηση κινητήρα τρακτέρ κατά την οδήγηση και σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται, αλλά παραπέμπει ευθέως σε μηχανικό πρόβλημα.
Συνεπώς ο οδηγός του οχήματος φοβούμενος για ενδεχόμενο ατύχημα δεν μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα στερώντας ουσιαστικά τη χρήση για την οποία αγοράσθηκε (...).Κατόπιν αυτών, τρεις μήνες μετά την αγορά του αυτοκινήτου το Φεβρουάριο του 2009, ήτοι το Μάϊο του 2009 οι ενάγοντες ειδοποίησαν την πωλήτρια πρώτη εναγομένη για τα εν λόγω ελαττώματα του αυτοκινήτου και επισκέφθηκαν το εξουσιοδοτημένο συνεργείο ... της εναγόμενης, και αμέσως στη συνέχεια, λόγω της πολυπλοκότητας του προβλήματος το εξουσιοδοτημένο συνεργείο της δεύτερης εναγόμενης, όπου επανειλημμένως και για αρκετούς μήνες μέχρι τον Οκτώβριο του 2010 επισκευαζόταν ανεπιτυχώς το αυτοκίνητο. Σύμφωνα με την ίδια ως άνω πραγματογνωμοσύνη, όμως, παρά το γεγονός ότι το εν λόγω όχημα εισήλθε επανειλημμένα στα συνεργεία αυτά και έχουν αντικατασταθεί όλα τα βασικά τμήματα της κινηματικής αλυσίδας της μετάδοσης της κίνησης του, ξεκινώντας από το κιβώτιο ταχυτήτων, τα ημιαξόνια μεταφοράς της κίνησης και τους μπιλιοφόρους (ουσιαστικά μόνο ο κινητήρας του οχήματος δεν αντικαταστάθηκε) και έχουν γίνει και εργασίες ευθυγράμμισης το πρόβλημα δεν έχει επιλυθεί, ήτοι, το αυτοκίνητο εξακολουθεί να παρουσιάζει έντονο μηχανικό θόρυβο, που μεταφέρει και κραδασμό σε όλη τη κινηματική αλυσίδα της μεταφοράς της κίνησης στους εμπρός του τροχούς έως και σήμερα. Εξαιτίας έτσι των αποδειχθέντων ελαττωμάτων, το επίδικο αυτοκίνητο δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση αγοραπωλησίας, αφού ευλόγως αναμένεται σύμφωνα με τις σχετικές αντιλήψεις των συναλλαγών, ότι ένα καινούργιο αυτοκίνητο δεν παρουσιάζει τέτοια προβλήματα, αλλά αντίθετα λειτουργεί κανονικά με καινούργια και άψογα εξαρτήματα. Μετά τις ανεπιτυχείς επιδιορθώσεις οι ενάγοντες με την από 20.7.2011 εξώδικη διαμαρτυρία, που επέδωσαν στη πρώτη εναγομένη-πωλήτρια την 8.8.2011, αφού είχαν καταβάλει στην πρώτη εναγόμενη το ποσό των 21.441,04 ευρώ, υπαναχώρησαν από την ένδικη σύμβαση πώλησης νομίμως, διότι η αξίωση υπαναχώρησης δεν παραγράφηκε, απορριπτομένης της ένστασης παραγραφής εκ μέρους των εναγομένων και δεκτής γενομένης της αντένστασης κατ'άρθρο 558 ΑΚ εκ μέρους των εναγόντων και των σχετικών λόγων έφεσης. Η εκκαλουμένη έσφαλε δεχόμενη ότι παραγράφηκε η αξίωση υπαναχώρησης από τη σύμβαση πώλησης, διότι, τουλάχιστον τρεις μήνες μετά την αγορά του, ήτοι το Μάιο του 2009 οι ενάγοντες ειδοποίησαν την πωλήτρια πρώτη εναγομένη για τα εν λόγω ελαττώματα του αυτοκινήτου, επιφυλασσόμενοι ευλόγως για την άσκηση των επίδικων αξιώσεων εκ της πώλησης, και επισκέφθηκαν τα ως άνω συνεργεία, καθώς, σύμφωνα με την ανωτέρω μείζονα σκέψη, ο αγοραστής, ακόμα και αν συμπληρώθηκε ο χρόνος παραγραφής της Α.Κ. 554, μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα του Α.Κ. 540 επ. με την αντένσταση του Α.Κ. 558, εφόσον μέσα στον διετή χρόνο διαδρομής της παραγραφής ειδοποίησε τον πωλητή για την ύπαρξη του ελαττώματος, όπως έγινε εν προκειμένω εκ μέρους των εναγόντων. Πρέπει, επομένως, με βάση όσα προεκτέθηκαν να γίνει δεκτή η έφεση και κατ'ουσίαν, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή, ήτοι ως προς την πρώτη εφεσίβλητη, να απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη, να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου της έφεσης στους εκκαλούντες, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να εκδικασθεί εκ νέου η αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή κατά τη κύρια βάση της περί υπαναχώρησης από τη πώληση, και να αναγνωριστεί ότι η πρώτη εναγομένη οφείλει να καταβάλει στους ενάγοντες ισομερώς το συνολικό καταβληθέν τίμημα των 21.441,04 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της δήλωσης υπαναχώρησης στις 8.8.2011...". Μετά ταύτα το Μονομελές Πρωτοδικείο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση ως προς την νυν αναιρεσείουσα και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή υποχρεώνοντας αυτήν να καταβάλει στους ενάγοντες (ήδη αναιρεσιβλήτους) το ποσό των 21.441,04 ευρώ νομιμοτόκως από 9-8-2011. Έτσι που έκρινε το κατ'έφεση δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 554 και 558 ΑΚ, την μεν πρώτη με τη μη εφαρμογή της, ενώ ήταν εφαρμοστέα, την δε δεύτερη με την εφαρμογή της ενώ ήταν μη εφαρμοστέα. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και τα ως άνω ανελέγκτως δεκτά γενόμενα, η από 20-7-2011 εξώδικη διαμαρτυρία των αναιρεσιβλήτων αγοραστών, που επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα πωλήτρια στις 8-8-2011, με την οποία αυτοί δήλωσαν ότι υπαναχωρούν από την επίδικη σύμβαση πωλήσεως λόγω πραγματικού ελαττώματος του πωληθέντος αυτοκινήτου, δεν επέφερε έννομα αποτελέσματα, διότι η υπαναχώρηση αυτή ασκήθηκε μετά την πάροδο δύο ετών από την παράδοση του αυτοκινήτου στους αναιρεσιβλήτους, με συνέπεια την παραγραφή της ένδικης αξίωσης, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή το ότι οι αναιρεσίβλητοι τρείς μήνες μετά την αγορά του αυτοκινήτου ειδοποίησαν την αναιρεσείουσα για το πραγματικό ελάττωμα, καθόσον αυτοί, ως ενάγοντες, δεν δικαιούνται να ασκήσουν με ένσταση το ως άνω δικαίωμα από το ελάττωμα, κατ'άρθ. 558 ΑΚ. Επομένως, ο πρώτος και ο τρίτος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμοι και θα πρέπει κατά παραδοχή αυτών, να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλομένη απόφαση.
Περαιτέρω, κατά το άρθ. 580 παρ.3 ΚΠολΔ "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1,2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Αν, όμως, αναιρεθεί η απόφαση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, δικάζει αυτός την ουσία της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται με κλήση στο ίδιο τμήμα". Στην προκειμένη περίπτωση, τέτοιο δικονομικό έδαφος για την μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως επανεκδίκαση της αγωγής των αναιρεσιβλήτων από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στην ουσία της δεν υπάρχει, καθόσον υπολείπεται μόνον η διατύπωση του διατακτικού της αποφάσεως, ενόψει του ότι η αγωγή αυτή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ'ουσίαν λόγω της παραγραφής της ένδικης αξίωσης, όπως κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Πρέπει, λοιπόν, να κρατηθεί και να δικασθεί από τον Άρειο Πάγο η από 27-9-2018 έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της υπ'αριθ. ... οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί αυτή κατ'ουσίαν. Επίσης πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην αναιρεσείουσα (άρθ. 495 αριθ. 3 ΚΠολΔ) και να συμψηφιστούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων επειδή η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθ. 179 εδ. τελευτ. ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ'αριθ. ... τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα. Κρατεί και δικάζει την από 27-9-2018 έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της υπ'αριθ.... αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει την έφεση κατ'ουσίαν. Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Σεπτεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Φεβρουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ