
Σύνδεσμος απόφασης
Απόφαση 248 / 2025    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 248/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη - Εισηγητή, Ευτύχιο Νικόπουλο και Βαρβάρα Πάπαρη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ι. Σ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Βουδούρη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Α. Κ. του Χ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Ζωής Σπυροπούλου και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/6/2019 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 18/7/2021 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 16/2/2023 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 16-2-2023 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία του άρθ. 592 ΚΠολΔ υπ'αριθ. ... τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε τυπικά και κατ'ουσίαν δεκτή η από 29-4-2022 έφεση της νυν αναιρεσίβλητης, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη υπ'αριθ. ... απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει την από 24-6-2019 αγωγή της και είχε δεχθεί εν μέρει την από 18-7-2021 αγωγή του αναιρεσείοντος κατ'αυτής και έγιναν εν μέρει δεκτές οι ως άνω συνεκδικασθείσες αγωγές των νυν διαδίκων. Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 16-2-2023, καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία δημοσιεύθηκε στις 4-1-2023. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ'ιδίαν λόγων της (άρθ. 495 παρ.1 , 3 Γ εδ. τελευτ, 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 577 παρ.3 ΚΠολΔ). Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489 και 1493 ΑΚ, προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν αυτό έχει περιουσία, της οποίας, όμως, τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματα του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για τη συντήρηση και εν γένει εκπαίδευση του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβιώσεως, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτηρήσεως και εκπαιδεύσεως και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ` αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβιώσεώς του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις (ΑΠ 1592/2022, ΑΠ 1002/2022, ΑΠ 1500/2021, ΑΠ 1156/2017, ΑΠ 1612/2017), προκαταβάλλεται δε σε χρήμα κάθε μήνα, εκτός αν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι να καταβληθεί με άλλο τρόπο (ΑΠ 416/2017). Η υποχρέωση διατροφής είναι κατά κανόνα χρηματική υποχρέωση, χωρίς όμως να αποκλείεται η εκπλήρωσή της και σε είδος. Παροχές σε είδος που συνυπολογίζονται στην υποχρέωσή του γονέα για διατροφή του τέκνου, είναι, μεταξύ άλλων, η συνεισφορά της οικοκυράς, η παροχή οικίας, καθώς και η παροχή προσωπικών υπηρεσιών για την ανατροφή, περιποίηση, φροντίδα και επιμέλεια του τέκνου. Έτσι ο γονέας, που συζεί με το ανήλικο τέκνο, μπορεί, κατά τον υπολογισμό του οφειλόμενου από αυτόν ποσού διατροφής του, να συνυπολογίσει ο,τιδήποτε συνδέεται με την εξαιτίας της συνοίκησης πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες του τέκνου, όπως ενοίκιο, κατανάλωση ρεύματος, ύδατος, θέρμανσης κ.λ.π., καθώς και άλλες προσωπικές υπηρεσίες που απορρέουν από αυτή (ΑΠ 1612/2017). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 1485, 1486, 1489 ΑΚ , προκύπτει ότι στοιχεία θεμελιωτικά του δικαιώματος διατροφής τέκνου, τα οποία πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 α` ΚΠολΔ, να περιέχονται στην περί τούτου σχετική αγωγή για το ορισμένο αυτής, είναι η αδυναμία του ανηλίκου τέκνου να διατρέφει τον εαυτό του από τα εισοδήματα της περιουσίας ή το προϊόν της εργασίας του, τα περιουσιακά στοιχεία του εναγομένου γονέα και το χρηματικό ποσό, που χρειάζεται το τέκνο για την διατροφή του με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του, χωρίς να απαιτείται να εκτίθενται και οι οικονομικές δυνάμεις του άλλου γονέα, διότι το στοιχείο αυτό ανήκει στη βάση ενστάσεως από το άρθρο 1489 παρ. 2 ΑΚ την οποία μπορεί να προτείνει ο εναγόμενος προς περιορισμό της υποχρεώσεώς του προς διατροφή του τέκνου του, ισχυριζόμενος ότι το τέκνο έχει δικαίωμα διατροφής έναντι και του άλλου γονέα, ο οποίος υποχρεούται να συμβάλει στην διατροφή του τέκνου ανάλογα με τις προσδιοριζόμενες με την ένσταση οικονομικές του δυνάμεις. Επίσης, δεν απαιτείται να εκτίθενται στην αγωγή, για το ορισμένο αυτής, οι διατροφικές ανάγκες του τέκνου αναλυτικώς και το ποσό που χρειάζεται για την κάλυψη καθεμιάς, αφού με το συνηθισμένο και εύχρηστο νομικό όρο "διατροφή" νοείται σαφώς το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών του δικαιούχου, δηλαδή για την τροφή, τη στέγαση, το φωτισμό, τη θέρμανση, την ένδυση, την ψυχαγωγία και τη νοσηλεία αυτού, καθώς και για την ανατροφή και την εκπαίδευσή του (ΑΠ 1592/2022). Ο εναγόμενος, συνεπώς, γονέας, προς καταβολή ολόκληρου του ποσού της διατροφής, μπορεί να επικαλεστεί κατ` ένσταση, κατ` άρθρο 262 ΚΠολΔ, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε, με την απόδειξη της ένστασης αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου γονέα, κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάση αυτής υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα (ΑΠ 36/2021, ΑΠ 433/2021, ΑΠ 1156/2017, ΑΠ 120/2013, ΑΠ 204/2010, ΑΠ 680/2010). Εφόσον, όμως, με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνο το μέρος, το οποίο, κατά την άποψη του ενάγοντος, πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις του ίδιου και του άλλου γονέα (του εναγομένου), ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή, λειτουργεί ως άρνηση. Τότε, ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα προς τα εκατέρωθεν αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και ανεξάρτητα από την πληρότητα της σχετικής καταχώρισης του ισχυρισμού στα πρακτικά ή τις προτάσεις του εναγομένου. Η δαπάνη δε για την εξυπηρέτηση στεγαστικών ή καταναλωτικών δανείων δεν προαφαιρείται από τα εισοδήματα του υποχρέου, όπως π.χ. από τον μισθό του, αλλά λαμβάνεται υπόψη, ως στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας της περιουσίας του, η οποία πρέπει να εκληφθεί ότι μειώνεται κατά το ποσό του δανείου, καθώς και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής του (ΑΠ 1592/2022, ΑΠ 995/2019, ΑΠ 1156/2017). Οι προϋποθέσεις επιδίκασης διατροφής και ο καθορισμός της έκτασης και το ύψος αυτής κρίνονται από το χρόνο έγερσης της αγωγής ή επί αιτήματος για την επιδίκαση από την υπερημερία, από το χρόνο επέλευσής της. Το δικαίωμα αυτό πρέπει να έχει γεννηθεί κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ΑΠ 2070/2017, ΑΠ 1626/2000 ΕλλΔνη 2001.710, ΑΠ 1155/1987 ΕΕΝ 1988.614). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 27/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 483/2023). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νομίμου βάσεως της αποφάσεως συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 6/2006). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 § 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/2008, ΟλΑΠ 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1075/2019, ΑΠ 708/2017, ΑΠ 667/2016). Για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης, αρκεί να διαλαμβάνονται σ` αυτή με επάρκεια η έλλειψη εισοδημάτων του ανηλίκου, η αδυναμία του να εργασθεί, οι οικονομικές δυνατότητες των γονέων του, οι ανάγκες του, που είναι προσδιοριστικές του ύψους της καταβλητέας διατροφής, και το απαιτούμενο για όλες τις ανάγκες του συνολικό ποσό της κατά μήνα χρηματικής δαπάνης που συνιστά την ανάλογη διατροφή του, χωρίς να απαιτείται να προσδιορίζεται με ακρίβεια και το απαραίτητο για την κάλυψη κάθε επί μέρους ανάγκης του, που προκύπτει από τις συνθήκες της ζωής του, χρηματικό ποσό (ΑΠ 36/2021, ΑΠ 1761/2013, ΑΠ 2046/2013).
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθ. 559 ΚΠολΔ συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθ. 1485, 1486,1487, 1489 και 1493 ΑΚ δεχόμενο εσφαλμένα, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, αρχικά ότι το συνολικό ύψος της αναγκαίας μηνιαίας διατροφής των ανηλίκων τέκνων του ανέρχεται σε 2.400 ευρώ, εκ των οποίων αυτός δύναται να καταβάλλει 1500 ευρώ και η αναιρεσίβλητη 900 ευρώ, στη συνέχεια δέχεται ότι αυτός (αναιρεσείων) δύναται να καταβάλλει μηνιαίως το ποσό των 2.000 ευρώ, το οποίο υποχρεώθηκε να καταβάλλει και ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από την επίδοση της ένδικης αγωγής έως τις 31-8-2022 τα εισοδήματα του αναιρεσείοντος ήταν αντίστοιχα με αυτά του έτους 2018. Από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι αυτή διέλαβε, αναφορικά με το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος της, τα ακόλουθα: "...Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων αδυνατούν να διαθρέψουν τον εαυτό τους, καθόσον στερούνται περιουσίας και δεν έχουν τη δυνατότητα, λόγω της ηλικίας τους, να εργαστούν.
Συνεπώς, υπόχρεοι προς διατροφή τους είναι οι γονείς τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις οικονομικές του δυνάμεις, ενώ το μέτρο της διατροφής αυτών πρέπει να προσδιοριστεί με βάση τις ανάγκες τους, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες διαβίωσής τους, και θα περιλαμβάνει όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση, την περίθαλψη και ανατροφή τους, συνεκτιμωμένων και των οικονομικών δυνατοτήτων των γονέων τους. Η ενάγουσα - εναγόμενη εργάζεται ως υπάλληλος γραφείου στον Οργανισμό ... και λαμβάνει μικτές μηνιαίες αποδοχές ύψους 2.965 ευρώ και καθαρές ύψους 1.905 ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη από την αιτούσα απόδειξη πληρωμής μισθοδοσίας του μηνός Οκτωβρίου 2019). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι α) έχει την πλήρη κυριότητα κατά ποσοστό 60% και την ψιλή κυριότητα κατά ποσοστό 40% ενός διαμερίσματος επιφάνειας 97 τ.μ., που βρίσκεται στον Α` όροφο της επί της οδού ... και ... στη Βάρη Αττικής, το οποίο εκμισθώνει αντί μηνιαίου μισθώματος 400 ευρώ (βλ. την από 15-4-2016 τροποποίηση μισθωτηρίου συμφωνητικού κατοικίας), β) είναι αποκλειστική κυρία ενός διαμερίσματος, Α` ορόφου, 18 τ.μ., που βρίσκεται στη Λάρισα επί της οδού ..., το οποίο εκμισθώνει αντί μηνιαίου μισθώματος 180 ευρώ (βλ. την από 28-8-2017 απόδειξη υποβολής δήλωσης πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης της ΑΑΔΕ), γ) είναι αποκλειστική κυρία ενός διαμερίσματος Ε` ορόφου, επιφάνειας 109 τ.μ. που βρίσκεται στην Κυψέλη επί της οδού ..., το οποίο εκμισθώνει αντί μηνιαίου μισθώματος 450 ευρώ (όπως συνομολογεί και η ίδια) και δ) είναι συγκυρία κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου μιας μεζονέτας, συνολικού εμβαδού 260,80 τ.μ. επί της οδού ... στη Βάρη Αττικής, η οποία αποτελούσε τη συζυγική οικία και πλέον διαμένει σε αυτή η ίδια με τα ανήλικα τέκνα της. Ενόψει των ανωτέρω, τα συνολικά (μικτά) εισοδήματα της ενάγουσας ανέρχονται στο ποσό των 45.912,41 ευρώ, ετησίως (βλ. την προσκομιζόμενη από την τελευταία πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου υποχρέου της ΑΑΔΕ του έτους 2018). Περαιτέρω, δεν έχει αποδειχθεί ότι υπάρχουν εισοδήματα από άλλη πηγή και δεν βαρύνεται με την διατροφή άλλου προσώπου εκτός των ανηλίκων τέκνου της, βαρύνεται όμως με στεγαστικό δάνειο για το οποίο καταβάλλει μηνιαίως δόση ποσού 500 ευρώ, το ποσό όμως αυτό δεν αφαιρείται από το εισόδημά της κατά τον υπολογισμό της βαρύνουσας αυτήν διατροφής, αλλά συνεκτιμάται απλώς ως επιπλέον βιοτική ανάγκη. Διαμένει στην προαναφερόμενη ιδιόκτητη κατοικία της μαζί με τα ανήλικα τέκνα της, και συνεπώς δεν βαρύνεται με δαπάνη μίσθωσης κατοικίας, πλην όμως βαρύνεται με τις λειτουργικές δαπάνες της κατοικίας αυτής στο ποσοστό που αναλογεί στην ίδια και στα τέκνα της. Επιπλέον απασχολεί σε καθημερινή βάση την αλλοδαπή οικιακή βοηθό-νταντά των παιδιών Z. L., στην οποία καταβάλλει μηνιαίο μισθό 800 ευρώ. Ο εναγόμενος ενάγων, πατέρας των ανηλίκων, δραστηριοποιείται επαγγελματικά ως μεσίτης σκαφών αναψυχής, μέσω της μονοπρόσωπης ΙΚΕ με την επωνυμία "...", την οποία σύστησε στις 25-10-2018, αντιπροσωπεύοντας την εταιρεία …. Επιπλέον συμμετέχει άτυπα με ποσοστό 20% στην επιχείρηση του φίλου του Α. Φ. με αντικείμενο επισκευές ηλεκτρονικών υπολογιστών, από την οποία λαμβάνει εισόδημα, το ύψος του οποίου δεν αποδείχθηκε. Έχει στην ιδιοκτησία του α) κατά πλήρη κυριότητα ένα διαμέρισμα Α` ορόφου στην Πεύκη Αττικής, επί της οδού ..., επιφάνειας 53 τ.μ. και βοηθητικών χώρων 14 τ.μ., το οποίο εκμισθώνει έναντι μηνιαίου μισθώματος περίπου 400 ευρώ, β) κατά ψιλή κυριότητα ένα ακίνητο εμβαδού 75 τ.μ. επί της οδού ... στην Κέρκυρα, απ`το οποίο δεν έχει εισοδήματα αφού σε αυτό διαμένει η μητέρα του η οποία είναι επικαρπώτρια του εν λόγω ακινήτου και γ) είναι συγκύριος κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου μιας μεζονέτας, συνολικού εμβαδού 260,80 τ.μ. επί της οδού ... στη Βάρη Αττικής, η οποία αποτελούσε τη συζυγική οικία και πλέον έχει παραχωρήσει στην αιτούσα και τα ανήλικα τέκνα του. Επιπλέον έχει στην ιδιοκτησία του ένα ακίνητο εμβαδού 75 τ.μ. επί της οδού ... στην παλιά πόλη της Κέρκυρας, έτους κατασκευής 1900, στο οποίο διαμένει ο ίδιος κατά τους χειμερινούς μήνες ενώ κατά την τουριστική περίοδο το εκμισθώνει μέσω της πλατφόρμας Airbnb κερδίζοντας ημερησίως περί τα 100 ευρώ, όπως προκύπτει και από τα διαφημιστικά φύλλα της booking.com, που προσκομίζει η ενάγουσα -εναγομένη, όπου το εν λόγω κατάλυμα εμφανίζεται με την ονομασία Y. L.. Ενόψει των προαναφερομένων και σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα εισοδήματα του ενάγοντος - εναγομένου ανέρχονται μηνιαίως στο ποσό των 4.000 ευρώ περίπου. Άλλωστε, από την προσκομιζόμενη με αρ. πρωτ. ... βεβαίωση της ΑΑΔΕ, προκύπτει ότι τα εισοδήματα του ενάγοντος / εναγομένου κατά το έτος 2018 ανήλθαν στο ποσό των 46.896,57 ευρώ. Επιπλέον, ο εναγόμενος / ενάγων έχει στην κυριότητά του ένα αυτοκίνητο αντίκα (μοντέλο 1969) εργοστασίου MAT 500 cc, ένα δίκυκλο μηχανάκι scooter 50 cc και ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο εργοστασίου AUDI τύπου Q5. Δεν βαρύνεται με δαπάνες στέγασης, καθότι διαμένει, όπως προαναφέρθηκε, στην ανωτέρω ιδιόκτητη οικία του επί της οδού ... στην Κέρκυρα κατά τη χειμερινή περίοδο, ενώ κατά την τουριστική περίοδο διαμένει σε κατοικία που του παραχωρεί η αδελφή του σε ξενοδοχειακό συγκρότημα στην Κέρκυρα, όπου κατοικεί και η ίδια, βαρύνεται όμως με τις λειτουργικές δαπάνες των κατοικιών αυτών. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι αυτός βαρύνεται α) με μηνιαία δόση δανείου 500 ευρώ, για το στεγαστικό δάνειο αγοράς της ως άνω πρώην συζυγικής στέγης και β) με μηνιαία δόση δανείου 300 ευρώ (κατόπιν ρύθμισης) για δάνειο από την τράπεζα HSBC , το οποίο έλαβε για την αγορά του ως άνω ακινήτου στην Πεύκη Αττικής. Τα ποσά όμως αυτά, δεν αφαιρούνται από το εισόδημά του κατά τον υπολογισμό της βαρύνουσας αυτόν διατροφής, αλλά συνεκτιμώνται απλώς ως επιπλέον βιοτική ανάγκη. Άλλα περιουσιακά στοιχεία, εισοδήματα ή πόρους από οποιαδήποτε πηγή δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει ο εναγόμενος / ενάγων, και δεν βαρύνεται με τη διατροφή άλλου προσώπου εκτός των ανηλίκων τέκνων του, οι δε δαπάνες διαβίωσης αυτού είναι αντίστοιχες ανδρών παρόμοιας ηλικίας με αυτόν. Περαιτέρω, τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, Ι. και Α. , ηλικίας 6,5 και 3,5 ετών περίπου σήμερα, διαμένουν, όπως προαναφέρθηκε, με την μητέρα τους, στις δαπάνες, δε, διαβίωσής τους συμπεριλαμβάνονται και τα λειτουργικά έξοδα της κατοικίας αυτής κατά το μέρος που τους αναλογεί. Ο Ι. φοιτά στο ..., τα δίδακτρα του οποίου, μαζί με το σχολικό λεωφορείο που τον μεταφέρει, ανέρχονται στο ποσό των 8.000 ευρώ ετησίως για το σχολικό έτος 2019-2020, ενώ ο Α. προσέρχεται καθημερινά στον ιδιωτικό παιδικό σταθμό "...", τα δίδακτρα του οποίου, συμπεριλαμβανομένης και της διατροφής του, ανέρχονται στο ποσό των 5.700 ευρώ ετησίως. Για τα τρία επόμενα σχολικά έτη, τα δίδακτρα του σχολείου του Ι. θα ανέρχονται στο ποσό των 7.300 ευρώ ετησίως και του Α. στο ποσό των 5.700 ευρώ ετησίως, πλέον του ποσού των 1.000 ευρώ για το σχολικό λεωφορείο και των δύο παιδιών, ήτοι συνολικά, τα δίδακτρα των σχολείων αμφοτέρων των παιδιών θα ανέρχονται στο ποσό των 14.000 ευρώ ετησίως. Επιπλέον ο Ι. παρακολουθεί ιδιωτικά μαθήματα Tae kWon Do και μουσικής, για τα οποία απαιτείται το ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως. Κατά τα λοιπά, οι δαπάνες διαβίωσης των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, ήτοι σίτισης, ένδυσης, ψυχαγωγίας κ.λπ. είναι οι συνήθεις δαπάνες παιδιών αντίστοιχης με αυτά ηλικίας. Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων και τις εν γένει περιστάσεις, η κατά μήνα διατροφή για τα ανήλικα, προσδιοριζόμενη από τις συνθήκες ζωής τους και ανταποκρινόμενη στα απαραίτητα έξοδα για την ένδυση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχαγωγία και διατροφή, πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 1.400 ευρώ για τον Ι. και στο ποσό των 1000 ευρώ για τον Α. , ήτοι συνολικά στο ποσό των 2.400 ευρώ μηνιαίως. Στο ποσό αυτό συνυπολογίζεται και η προσφορά της προσωπικής εργασίας και απασχόλησης της ενάγουσας / εναγομένης για την περιποίηση και τη φροντίδα τους, η οποία είναι αποτιμητή σε χρήμα. Από το ποσό αυτό, ο εναγόμενος/ενάγων/ εφεσίβλητος είναι σε θέση, με βάση την προαναφερθείσα οικονομική του δυνατότητα και την προσωπική του κατάσταση, να καταβάλλει το ποσό των 750 ευρώ μηνιαίως για κάθε τέκνο , ήτοι συνολικά το ποσό των 1.500 ευρώ, ενώ κατά το υπόλοιπο ποσό των 900 ευρώ μηνιαίως, που απαιτείται για τη διατροφή των ανηλίκων, συμμετέχει ενάγουσα / εναγομένη / εκαλούσα μητέρα τους, με την προσφορά των προσωπικών της υπηρεσιών στην ανατροφή της και των λοιπών, συνδεομένων με τη συνοίκησή της, παροχών, αλλά και με την παροχή σε χρήμα, από το εισόδημά της, ως έχουσα, κατά νόμο, συντρέχουσα και ανάλογη των οικονομικών και εν γένει δυνατοτήτων της υποχρέωση διατροφής τους. Περαιτέρω να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλλει για διατροφή του Ι. το ποσό των 300 ευρώ και το ποσό των 200 ευρώ για τον Α. για χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής έως τον Αύγουστο του 2022. Εξάλλου, στην υπ`αριθμ. ... συμβολαιογραφική πράξη συναινετικής λύσης γάμου και ρύθμισης επιμέλειας και διατροφής τέκνων, οι διάδικοι-συμβαλλόμενοι είχαν συμφωνήσει να καταβάλλει ο ενάγων / εναγόμενος απευθείας στα ιδιωτικά σχολεία όπου φοιτούν τα ανήλικα τέκνα τους τα δίδακτρα αυτών, καθώς και την αμοιβή της οικιακής βοηθού, τα οποία συνολικά ανέρχονται στο ποσό των 2.000 ευρώ περίπου, μηνιαίως και άρα ο εναγόμενος / ενάγων / εφεσίβλητος έχει τη δυνατότητα να καταβάλλει για τη διατροφή των τέκνων του, τα παραπάνω ποσά". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή της αναιρεσίβλητης, ανέθεσε την οριστική άσκηση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων σ'αυτήν, υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα να της προκαταβάλλει το πρώτο τριήμερο εκάστου μηνός ως μηνιαία διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους το ποσό των 750 ευρώ για κάθε τέκνο και συνολικά το ποσό των 1.500 ευρώ, ενώ αναγνώρισε την υποχρέωση του αναιρεσείοντα να καταβάλλει στην αναιρεσίβλητη το πρώτο τριήμερο εκάστου μηνός το ποσό των 300 ευρώ για τον Ι. και 200 ευρώ για τον Α., νομιμοτόκως, για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής έως τον Αύγουστο του 2022, δέχθηκε την αγωγή του αναιρεσείοντος και ρύθμισε το δικαίωμα της επικοινωνίας του με τα ανήλικα τέκνα του. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, παραβιάζοντας εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1489β, 1493 ΑΚ, καθόσον διέλαβε ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες σχετικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα του ύψους των διατροφικών αναγκών των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων και του ποσού της ανάλογης συμμετοχής καθενός διαδίκου στη διατροφή των τέκνων. Ειδικότερα, η προσβαλλομένη απόφαση, ενώ δέχθηκε ότι η κατά μήνα διατροφή για τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 1400 ευρώ για τον Ι. και στο ποσό των 1000 ευρώ για τον Α. και συνολικά στο ποσό των 2.400 ευρώ μηνιαίως, από το οποίο ο αναιρεσείων είναι σε θέση, με βάση την οικονομική του δυνατότητα και την προσωπική του κατάσταση, να καταβάλλει το ποσό των 750 ευρώ μηνιαίως για κάθε τέκνο, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.500 ευρώ μηνιαίως, ενώ κατά το υπόλοιπο ποσό των 900 ευρώ μηνιαίως που απαιτείται για τη διατροφή των ανηλίκων, συμμετέχει / βαρύνεται η αναιρεσίβλητη μητέρα τους (με την προσφορά των προσωπικών της υπηρεσιών στην ανατροφή τους και των λοιπών, συνδεομένων με τη συνοίκηση της, παροχών, αλλά και με την παροχή σε χρήμα, από το εισόδημα της, ως έχουσα, κατά νόμο, συντρέχουσα και ανάλογη των οικονομικών και εν γένει δυνατοτήτων της υποχρέωση διατροφής τους), στη συνέχεια δέχθηκε ότι πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του αναιρεσείοντα να καταβάλλει επιπλέον για διατροφή του Ι. το ποσό των 300 ευρώ και το ποσό των 200 ευρώ για τον Α. για χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής έως τον Αύγουστο του 2022, χωρίς αιτιολογία, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται σαφές το ύψος στο οποίο προσδιορίζει τις διατροφικές ανάγκες των ανηλίκων, καθώς και το ύψος του ποσού που δέχθηκε ως δυνατότητα ανάλογης συμμετοχής καθενός από τους διαδίκους στη διατροφή των τέκνων τους. Επομένως, ο πρώτος, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος της αίτησης αναίρεσης, είναι βάσιμος.
ΙΙ. Οι διατάξεις του άρθρου 1520 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 13 του Ν 4.800/21.05.2021 και οι οποίες (διατάξεις), δυνάμει του άρθρου 18 του ίδιου Νόμου, εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος (16.09.2021), αμετάκλητη δικαστική απόφαση, ορίζουν τα εξής: " Ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση της, κατά το δυνατό, ευρύτερης επικοινωνίας με αυτό, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο η φυσική παρουσία και επαφή του με το τέκνο, όσο και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο οφείλει να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλο γονέα σε τακτή χρονική βάση. Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου. Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίον δεν διαμένει το τέκνο, κριθεί ακατάλληλος να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας. Για τη διαπίστωση της ακαταλληλότητας του γονέα το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο, ιδίως την εκπόνηση εμπεριστατωμένης έκθεσης κοινωνικών λειτουργών ή ψυχιάτρων ή ψυχολόγων. Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τους ανώτερους ανιόντες και τους αδελφούς του, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τρίτους που έχουν αναπτύξει μαζί του κοινωνικοσυναισθηματική σχέση οικογενειακής φύσης, εφόσον με την επικοινωνία εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου. Τα σχετικά με την επικοινωνία ζητήματα καθορίζονται ειδικότερα είτε με έγγραφη συμφωνία των γονέων είτε από το δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται και η παρ. 4 του άρθρου 1511. Όταν συντρέχει περίπτωση κακής ή καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας, ο άλλος γονέας ή κάθε ένας από τους γονείς, αν πρόκειται για επικοινωνία με τρίτο, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τη μεταρρύθμιση της επικοινωνίας". Η προσωπική επικοινωνία καθίσταται πλέον λειτουργικό δικαίωμα, όπως το δικαίωμα γονικής μέριμνας, διότι συνιστά και υποχρέωση των γονέων. Με τις ανωτέρω διατάξεις καθιερώνεται ελάχιστο τεκμήριο χρόνου επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, που συμβάλλει στην ενίσχυση των μεταξύ τους δεσμών και σχέσεων, στην ομαλή ψυχική και πνευματική ανάπτυξη του τέκνου και στην ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του. Το τεκμήριο του 1/3 του συνολικού χρόνου είναι μαχητό, το οποίο σημαίνει ότι ο χρόνος επικοινωνίας δύναται να είναι μεγαλύτερος, έως την ισόχρονη παρουσία ή και μικρότερος. Απαιτείται λοιπόν ειδική αιτιολογία από το δικαστήριο για τον καθορισμό χρόνου επικοινωνίας διαφορετικού από το 1/3 του συνολικού χρόνου. Η επικοινωνία του τέκνου με τον δικαιούχο γονέα δεν μπορεί να υπολείπεται του 1/3 του συνολικού χρόνου του τέκνου, εκτός αν ζητηθεί από τον ίδιο που θεωρεί ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο ως άνω τεκμήριο, προκειμένου να μην κινδυνεύει από αφαίρεση της γονικής μέριμνας λόγω κακής άσκησής της ή επιβάλλεται να καθοριστεί μικρότερος χρόνος, για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου (1520 παρ.1 εδ.γ ΑΚ). Ως προϋπόθεση τίθεται η μη διατάραξη της καθημερινότητας του τέκνου και ιδίως των σχολικών, εξωσχολικών και κοινωνικών του δραστηριοτήτων, προκειμένου να καθοριστεί διαφορετικός χρόνος επικοινωνίας από εκείνον του τεκμηρίου. Επειδή σκοπός της ως άνω ρύθμισης είναι να διασφαλιστεί η χρονικά εκτενής ουσιαστική επικοινωνία του παιδιού με τον άλλο γονέα και μάλιστα σε όλες τις φάσεις της ανήλικης ζωής του, το 1/3 του χρόνου του παιδιού επιβάλλεται να ερμηνευτεί ως το 1/3 της εκάστοτε χρονικής περιόδου που διανύει το παιδί στη ζωή του (σχολική χρονιά, θερινές ή εορταστικές διακοπές κλ.) χωρίς να ενδιαφέρει ο εννοιοκρατικός υπολογισμός του 1/3 εκ των συνολικών ωρών ενός έτους. Οι γονείς, μετά τον χωρισμό, πρέπει να προσαρμόζονται στη ζωή του παιδιού και να μεριμνούν, ώστε να μην ανατρέπονται οι σταθερές που βίωνε κατά τη διάρκεια της συμβίωσης. Εφόσον το τέκνο θα επικοινωνεί κατά το 1/3 του χρόνου του με το δικαιούχο γονέα, ο τελευταίος έχει υποχρέωση ενημέρωσης προς τον άλλο γονέα που έχει την κυρία φροντίδα του παιδιού. Η ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας από το δικαστήριο γίνεται με γνώμονα πάντοτε το συμφέρον του τέκνου. Τούτο αποτελεί αόριστη νομική έννοια και γενική ρήτρα, που εξειδικεύεται ανάλογα με τις συνθήκες κάθε περιπτώσεως. Για να κριθεί τι αποτελεί συμφέρον του ανηλίκου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα εκτιμηθούν τα περιστατικά που διαπιστώθηκαν βάσει αξιολογικών κριτηρίων που αντλεί το δικαστήριο από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας και σχετικά με το πρόσωπο του ανηλίκου, θα ληφθούν υπόψη και τα πορίσματα της εξελικτικής ψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής. Για τη διαπίστωσή του δε, θα ληφθούν υπόψη και θα αξιολογηθούν όλα τα επωφελή για το ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις, χωρίς να επιδρά στην απόφαση κανένας από τους διαφορετικούς παράγοντες που συνοδεύουν το πρόσωπο κάθε γονέα, η τυχόν υπαιτιότητα του γονέα στη διακοπή της συμβιώσεως, οι προκύπτουσες συντρέχουσες συνθήκες και περιστάσεις κάτω από τις οποίες θα ασκείται αυτή η προσωπική επικοινωνία. Το δικαστήριο, επίσης, με την απόφασή του μπορεί να επιβάλει, εφόσον είναι αναγκαίο για την προστασία του συμφέροντος του τέκνου, περιορισμούς στην άσκηση της επικοινωνίας, οι οποίοι μπορούν να αναφέρονται στον τόπο και τον χρόνο της επικοινωνίας, την παρουσία τρίτων προσώπων κατά τη διάρκειά της ή ακόμη να συνίστανται στη λήψη μέτρων που διαμορφώνουν την επικοινωνία με ιδιαίτερο τρόπο, λόγω ειδικών περιστάσεων (ΑΠ 156/2023, ΑΠ 1023/2020, ΑΠ1286/2018, ΑΠ 58/2017). Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθ. 559 ΚΠοΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθ. 1511 και 1520 ΑΚ, δεχόμενο εσφαλμένα ότι το πραγματικό συμφέρον των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων εξυπηρετείται με τον περιορισμό της επικοινωνίας του πατέρα τους (αναιρεσείοντος) με αυτά, εντός της σχολικής εβδομάδος που τα ανήλικα συμμετέχουν σε σχολικές δραστηριότητες. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι αυτή διέλαβε, αναφορικά με το εδώ προσβαλλόμενο κεφάλαιό της, τα ακόλουθα: "...Μετά την ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων στην ενάγουσα μητέρα τους ο εναγόμενος έχει δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με αυτά κατά τον αναφερόμενο ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας τρόπο, καθόσον το πραγματικό συμφέρον των ως άνω ανηλίκων επιβάλλει να έχουν επικοινωνία με τον πατέρα τους, προκειμένου να διατηρηθεί η προσωπική τους σχέση και να προληφθεί η μεταξύ τους αποξένωση, αλλά και για λόγους ομαλής ψυχοπνευματικής και συναισθηματικής ανάπτυξης αυτών. Ο τρόπος αυτός επικοινωνίας ανταποκρίνεται στο συμφέρον των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, διότι θα βοηθήσει ν` αναπτυχθεί και να διατηρηθεί ο ψυχικός δεσμός ανάμεσα σ` αυτά και στον πατέρα τους. Επιπλέον, παρέχεται στον τελευταίο η δυνατότητα ενημέρωσής του για τη διαβίωση και την ανάπτυξή τους και δεν υπάρχει από αυτήν (επικοινωνία) κίνδυνος για τη ψυχική τους ηρεμία, την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και γενικά της ανατροφής τους.
Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης της εκκαλούσας ενάγουσας - εναγομένης, η οποία με το σχετικό λόγο έφεσής της ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον ορίστηκε μεγάλος χρόνος επικοινωνίας των ανηλίκων με το πατέρα τους και ειδικότερα εντός της σχολικής εβδομάδας που τα ανήλικα συμμετέχουν και σε εξωσχολικές δραστηριότητες", ακολούθως δε με διάταξη στο διατακτικό της, στο οποίο παρέπεμψε, ρύθμισε το δικαίωμα επικοινωνίας του αναιρεσείοντος με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων ως εξής: "Α) Κάθε τρίτο και τέταρτο και πέμπτο Σαββατοκύριακο κάθε μήνα, από Παρασκευή ώρα 17:00 έως Κυριακή ώρα 20:00. Β) Κάθε Τρίτη και Πέμπτη από ώρα 17 έως 20:30, Γ) κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων -Νέου Έτους, επί επτά (7) ημέρες, ήτοι από την 24η Δεκεμβρίου και από ώρα 12:00' έως την 31η Δεκεμβρίου και έως ώρα 12.00 τα ζυγά έτη και από την 31η Δεκεμβρίου και από 12:00` έως την 7η Ιανουάριου και έως ώρα 20.00' τα μονά έτη, εναλλάξ ετησίως. Ε) κατά τη διάρκεια των εορτών του Πάσχα από την Κυριακή των Βαϊων και από ώρα 10:00 έως το Μ. Σάββατο και ώρα 12.00 τα ζυγά έτη και από το Μ. Σάββατο και από ώρα 10:00 έως την Κυριακή του Θωμά και έως ώρα 20:00` τα μονά έτη εναλλάξ ετησίως. Ζ) Κατά τη χρονική περίοδο των θερινών διακοπών α) την τελευταία εβδομάδα του Ιουνίου και την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου, ήτοι από την 25η Ιουνίου και ώρα 10:00 έως την 7η Ιουλίου και ώρα 20:00 και β) από την 1η Αυγούστου και ώρα 10:00 έως την 16η Αυγούστου και ώρα 20:00. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, ο ενάγων θα παραλαμβάνει, κατά τις προαναφερόμενες ημέρες και ώρες, τα ανήλικα τέκνα από την οικία όπου αυτά διαμένουν με τη μητέρα τους, όπου και θα τα επιστρέφει ομοίως κατά τις προαναφερόμενες ημέρες και ώρες. Σε (περίπτωση) που ο ενάγων αδυνατεί να πραγματοποιήσει την επικοινωνία, κατά τον (ανωτέρω) τρόπο, θα πρέπει να ενημερώνει την ενάγουσα / εναγομένη από την προηγούμενη ημέρα. Ο ενάγων μπορεί να έχει καθημερινή τηλεφωνική επικοινωνία με τα ανήλικα τέκνα του και μόνο τις ημέρες που δεν θα επικοινωνεί προσωπικά μ` αυτά, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 20:00 -20:30. Το ίδιο ισχύει και για την ενάγουσα εναγομένη για τα χρονικά διαστήματα που ο ενάγων / εναγόμενος θα έχει την επικοινωνία με τα ανήλικα τέκνα του. Επιπλέον, πρέπει να επιτραπεί στον πατέρα να επικοινωνεί με τα ανήλικα τέκνα του, μέσω διαδικτύου [VIBER, βιντεοκλήση (skype), What`s up] καθημερινά (πλην των ημερών που ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας με αυτά) από ώρα 20:30 εως ώρα 21.00, υποχρεούμενης της μητέρας να ανέχεται και να διευκολύνει την επικοινωνία αυτή σε σταθερό και κινητό τηλέφωνο-καθόσον η μητέρα είναι υποχρεωμένη, αφενός να γνωστοποιήσει είτε με sms είτε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail), είτε εγγράφως με εξώδικη δήλωσή της είτε με συστημένη επιστολή αυτής προς τον πατέρα, εντός εξήντα (60) ημερών από την επίδοση της παρούσας, και αφετέρου, να διατηρεί σύνδεση σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, σύνδεση στο διαδίκτυο και συσκευή βιντεοκλήσης (skype) - την οποία υποχρεούται να αποκτήσει, εντός εξήντα (60) ημερών από την επίδοση της παρούσας". Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθ. 1520 και 1511 ΑΚ κατά την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, σε σχέση με την ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του αναιρεσείοντος με αυτά. Τούτο δε διότι οι προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου πληρούσαν το πραγματικό των εν λόγω διατάξεων και δικαιολογούσαν την εφαρμογή τους και την απόκλιση για σοβαρούς λόγους, αφορώντες το βέλτιστο συμφέρον των τέκνων και από την καταρχήν προβλεπόμενη ρύθμιση του άρθρου 1520 εδ. γ'ΑΚ. Ειδικότερα το Εφετείο με βάση τα ως άνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά έκρινε ότι το καλώς εννοούμενο συμφέρον των ανήλικων επιβάλλει να γίνεται η επικοινωνία με τον πατέρα τους (αναιρεσείοντα) κατά τον ορισθέντα τρόπο, ώστε να μην διαταραχθεί η καθημερινότητά τους κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς που τα ανήλικα συμμετέχουν και σε εξωσχολικές δραστηριότητες. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 1 του άρθ. 559 ΚΠολΔ , με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 559 αριθ.8 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται "αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, οι θεμελιωτικοί, καταλυτικοί ή διακωλυτικοί ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, ασκούμενοι με αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση ή με λόγο εφέσεως ή αντεφέσεως, ο οποίος αφορά αυτοτελείς ισχυρισμούς ή άρνηση αυτοτελών ισχυρισμών (ΑΠ 62/2002), όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις ή οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν αποτελούν περιεχόμενο λόγου εφέσεως, ούτε οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997) ή τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από αυτά (ΑΠ 185/2002). Επίσης δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1997) ή όταν αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996) ή παρέλειψε να απαντήσει σε ισχυρισμό αόριστο, μη νόμιμο ή αλυσιτελή, που δεν ασκούσε επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/1989, ΑΠ 559/2020, ΑΠ282/2012). Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια εκ του αριθ. 8 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο, χωρίς να υποβληθεί από την αναιρεσίβλητη λόγος έφεσης σχετικά με την διάταξη της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία απειλήθηκε σε βάρος της αναιρεσίβλητης και υπέρ αυτού χρηματική ποινή ύψους 100 € για κάθε τέκνο, για την περίπτωση που παρεμποδίσει το δικαίωμα επικοινωνίας του με τα ανήλικα τέκνα του, απάλειψε στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως την διάταξη περί απειλής χρηματικής ποινής σε βάρος της αναιρεσίβλητης για την περίπτωση της παρεμπόδισης από αυτήν του δικαιώματος επικοινωνίας του με τα ανήλικα τέκνα του, παραβιάζοντας έτσι το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως. Από την επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως προκύπτει ότι η αναιρεσίβλητη δεν πρόσβαλε με λόγο έφεσης τη διάταξη του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία απειλήθηκε σε βάρος της και υπέρ του αναιρεσείοντος χρηματική ποινή ύψους 100 € για κάθε τέκνο, για την περίπτωση που παρεμποδίσει το, κατά τον ορισθέντα τρόπο, δικαίωμα επικοινωνίας του αναιρεσείοντος με τα ανήλικα τέκνα του και ως εκ τούτου αυτό το κεφάλαιο δεν μεταβιβάστηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, το Εφετείο, που με την προσβαλλομένη απόφασή του παρέλειψε να περιλάβει στο διατακτικό του τη διάταξη περί απειλής σε βάρος της αναιρεσίβλητης και υπέρ του αναιρεσείοντος χρηματικής ποινής ύψους 100 ευρώ για κάθε τέκνο, για την περίπτωση που παρεμποδίσει αυτή το, κατά τον ορισθέντα τρόπο, δικαίωμα επικοινωνίας του αναιρεσείοντος με τα ανήλικα τέκνα του, υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθ. 8 του άρθ. 559 ΚΠολΔ και ως εκ τούτου είναι βάσιμος ο τρίτος λόγος αναιρέσεως. Μετά ταύτα πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση κατά τα προεκτεθέντα κεφάλαια, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αποτελούμενο από άλλον από τον δικάσαντα δικαστή (άρθ. 580 αριθ. 3 ΚΠολΔ), και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά το βάσιμο αίτημά του (άρθ. 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ'αριθ. ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό κεφάλαια.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά τα ανωτέρω κεφάλαια, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Εφετείο, αποτελούμενο από άλλο δικαστή. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος εκ ποσού τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Σεπτεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Φεβρουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ