ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 249/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
print
Τίτλος:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 249/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 249/2025 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Α2)
Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 249 / 2025    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 249/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Παναγιώτη Βενιζελέα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 46/2024 Πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, Κλεόβουλο - Δημήτριο Κοκκορό, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Παναγιώτα Γκουδή - Νινέ και Διονυσία Νίκα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Μαΐου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α. Της αναιρεσείουσας: εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "...", η οποία εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Χριστοδούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)" και ήδη "Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.)", που εδρεύει στο Μαρούσι και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου" (2η Δ.Υ.Πε), η οποία εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα. Το πρώτο αναιρεσίβλητο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Τούμπα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., το δεύτερο αναιρεσίβλητο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Σοφία Καρυτινού, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία ανακάλεσε την με ημερομηνία κατάθεσης 17-5-2024 δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο και το τρίτο αναιρεσίβλητο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σταυρούλα Αλικάκου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ, και Β. Του αναιρεσείοντος: νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Τούμπα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσιβλήτου: υπό εκκαθάριση εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "...", η οποία εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Χριστοδούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-3-2017 αγωγή της ήδη Α' αναιρεσείουσας εταιρείας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... του ίδιου Δικαστηρίου και ... του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η Α' αναιρεσείουσα με την από 16-11-2022 αίτησή της και το από 31-1-2023 δικόγραφο προσθέτων αυτής λόγων και το Β' Αναιρεσείων Ν.Π.Δ.Δ. με την από 01-12-2022 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του δεύτερου αναιρεσιβλήτου στη υπό στοιχεία Α' αίτηση ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και των προσθέτων αυτής λόγων, καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία κατά το άρθρο 573 παρ.1 ΚΠολΔ, το δικαστήριο σε κάθε στάση τη δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και, κατά την κρίση του, διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (20-5-2024) συζητήθηκαν οι εξής υποθέσεις: α) η από 16-11-2022 αίτηση αναίρεσης της υπό εκκαθάριση τελούσας Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "..." και ο από 31/1/2023 πρόσθετος λόγος αυτής και β) η από 1-12-2022 αίτηση αναίρεσης του ΝΠΔΔ με την επωνυμία e ΕΦΚΑ. Οι ανωτέρω αιτήσεις αναιρέσεως στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και συγκεκριμένα κατά της υπ` αριθμ. ... απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και, επομένως, πρέπει να συνεκδικαστούν, κατά το ως άνω άρθρο 246 ΚΠολΔ, αφού είναι συναφείς και από τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων. Κατά την παρ. 1 του άρθρου 577 του ΚΠολΔ "το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναιρέσεως", κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου "αν η αναίρεση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως". Εξάλλου, κατά το άρθρο 566 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το έγγραφο της αναιρέσεως πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 και να αναφέρει, εκτός άλλων, και τους λόγους της αναιρέσεως. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι στο δικόγραφο της αναιρέσεως πρέπει να αναγράφεται ένας τουλάχιστον λόγος αναιρέσεως, από εκείνους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 559 του ΚΠολΔ ή, αν πρόκειται για προσβολή αποφάσεως του ειρηνοδικείου ή του πρωτοδικείου, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ένας τουλάχιστον λόγος αναιρέσεως από τους επίσης περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 560 του ίδιου Κώδικα και να καθορίζονται σ` αυτόν τα περιστατικά, τα οποία, κατά τον αναιρεσείοντα, στοιχειοθετούν το σφάλμα, που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν περιέχεται στο αναιρετήριο ένας τουλάχιστον τέτοιος λόγος αναιρέσεως, υπάρχει αοριστία του αναιρετηρίου, η οποία καθιστά την αίτηση αναιρέσεως απαράδεκτη και εξαιτίας τούτου απορριπτέα και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 1660/2022, ΑΠ 932/2018, ΑΠ 290/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση οι ανωτέρω αιτήσεις αναιρέσεως αποτελούν κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ' επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων: Η ενάγουσα εταιρία "... - ..." (ήδη αναιρεσείουσα της πρώτης ως άνω αίτησης αναίρεσης και αναιρεσίβλητη της δεύτερης), άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των εναγόμενων: 1) ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ (ΙΚΑ)", του οποίου οιονεί καθολικό διάδοχο είναι το ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (e-ΕΦΚΑ)" (ήδη πρώτο αναιρεσίβλητο της υπό στοιχ. Α αίτησης αναίρεσης και αναιρεσείον της υπό στοιχ. Β' αίτησης), 2) ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ)", ως καθολικού διαδόχου του ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ (ΙΚΑ)" (ήδη δεύτερο αναιρεσίβλητο της υπό στοιχείο Α αίτησης αναίρεσης) και 3) ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ" (2η ΔΥΠε) ως καθολικού διαδόχου του ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ)", (ήδη τρίτο αναιρεσίβλητο της υπό στοιχ. Α' αίτησης αναίρεσης) την από 9-3-2017 αγωγή της, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθούν οι ως άνω εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, να της καταβάλουν νομιμοτόκως, όπως αναφέρεται στην αγωγή, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, το ποσό των 150.793,22 ευρώ, που αποτελεί την οφειλή τους για πωληθέντα από αυτήν, κατά το χρονικό διάστημα από 22-1-2004 έως 27-7-2004, με τιμολόγια, ιατρικά (οστομικά) υλικά στο εναγόμενο ΙΚΑ και ειδικότερα στα υποκαταστήματα αυτού των νομών Αττικής, Πειραιώς, Λέσβου, Χίου, Σάμου, Δωδεκανήσου και Κυκλάδων, χωρίς να υφίσταται έγκυρη σύμβαση μεταξύ της ίδιας (ως πωλήτριας) και του τελευταίου (ως αγοραστή). Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η υπ' αριθ.... οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως απαράδεκτη ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης αυτών, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ενώ έγινε αυτή δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη, ως προς το ΝΠΔΔ e-ΕΦΚΑ, που υπεισήλθε στη θέση του πρώτου εναγόμενου ΝΠΔΔ "ΙΚΑ-ΕΤΑΜ" (ως τελευταίο οιονεί καθολικό διάδοχό του νομικό πρόσωπο), το οποίο υποχρέωσε να καταβάλει στην ενάγουσα το ανωτέρω αιτηθέν ποσό των 150.793,22 ευρώ με το νόμιμο τόκο ποσοστού 6% από την 8-11-2007. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών άσκησαν αντίθετες εφέσεις η ενάγουσα και το ΝΠΔΔ e-ΕΦΚΑ, που υπεισήλθε στη θέση του πρώτου εναγόμενου ΙΚΑ, επί των οποίων εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη ... απόφαση, με την οποία απορρίφθηκαν κατ'ουσίαν αμφότερες οι εφέσεις και επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση. Με επιμέλεια της ενάγουσας η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε νόμιμα στον e-ΕΦΚΑ στις 1-11-2022, στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. στις 1-11-2022 και στην 2η Δ.Υ.Πε στις 2-11-2022(βλ. αντιστοίχως τις ... και ... εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Μ. Κ.) οι δε κρινόμενες αναιρέσεις ασκήθηκαν εμπρόθεσμα στις 16-11-2022 η αναίρεση της ενάγουσας ... και στις 1-12-2022 η αναίρεση του e-ΕΦΚΑ, δηλαδή εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών από την επίδοση σε αυτό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Εμπρόθεσμα επίσης ασκήθηκε και ο από 31-1-2023 πρόσθετος λόγος αναίρεσης της ... με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στην γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 1-2-2023 με αριθμ. εκθ. καταθ. ... και επιδόθηκε στους αναιρεσίβλητους στις 2-2-2023 (βλ. αντιστοίχως τις ... εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Μ. Κ. ), δηλαδή 30 πλήρεις ημέρες πριν την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης αναίρεσης στις 20/5/2024, ενώ αφορά στα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης, που πλήττονται και με την αναίρεση (άρθρο 569 ΚΠολΔ). Περαιτέρω όμως, από την παραδεκτή επισκόπηση της αναίρεσης της ... και του προσθέτου λόγου αυτής, σαφώς προκύπτει ότι σε αυτούς δεν περιλαμβάνεται και λόγος αναίρεσης που να αφορά το πρώτο αναιρεσίβλητο ΝΠΔΔ με την επωνυμία e ΕΦΚΑ, ως προς το οποίο έχει γίνει δεκτή η αγωγή της αναιρεσείουσς και συνεπώς ως προς αυτό, όπως προαναφέρθηκε, η αίτηση αναίρεσης είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Κατά τα λοιπά οι αιτήσεις αναίρεσης και ο πρόσθετος λόγος της αίτησης αναίρεσης της ... ασκήθηκαν παραδεκτά και πρέπει να εξετασθούν για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577 παρ. 1,3 ΚΠολΔ).
Α) Λόγοι αναίρεσης του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ" (e-ΕΦΚΑ). Με τον Ν. 3918/2-3-2011 "Διαρθρωτικές αλλαγές στο σύστημα υγείας και άλλες διατάξεις", προκειμένου (όπως αναφέρεται στην Εισηγητική του Έκθεση) να εξασφαλισθεί η ισότιμη πρόσβαση όλων των ασφαλισμένων σε ενιαίο σύστημα παροχής υπηρεσιών υγείας και να επιτευχθεί η σύμπραξη όλων των μονάδων πρωτοβάθμιας υγείας του Εθνικού Συστήματος Υγείας(ΕΣΥ) με τις υπάρχουσες δομές όλων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης(ΦΚΑ) στο πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας ενιαίου δικτύου πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, ορίστηκαν τα ακόλουθα: Στο άρθρο 17 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 72 του ν. 3984/2011, ορίζεται ότι: "1. Συνιστάται νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (εφεξής Ε.Ο.Π.Υ.Υ. ή Οργανισμός), το οποίο αποτελεί Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης... Η έναρξη λειτουργίας του Οργανισμού ορίζεται έξι μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. 2. Στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. μεταφέρονται και εντάσσονται ως υπηρεσίες, αρμοδιότητες και προσωπικό ο Κλάδος Υγείας του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) με τις μονάδες υγείας του, το κέντρο διάγνωσης ιατρικής της εργασίας του Ι.Κ.Α. με το σύνολο του εξοπλισμού του, οι Κλάδοι Υγείας του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) και του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ), ο Οργανισμός Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου (ΟΠΑΔ), όπως διαμορφώθηκε με τις διατάξεις του ν. 3655/2008 , ως προς τις παροχές σε είδος. 3... 4. ... 5. ...". Σύμφωνα με το άρθρο 18 του ιδίου νόμου "1. Σκοπός του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας είναι α. Η παροχή υπηρεσιών υγείας στους εν ενεργεία ασφαλισμένους, συνταξιούχους και τα προστατευόμενα μέλη των οικογενειών τους, των μεταφερόμενων φορέων, σύμφωνα με τα οριζόμενα από τον προβλεπόμενο στο άρθρο 30 Ενιαίο Κανονισμό Παροχών Υγείας του παρόντος νόμου... 2. Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας παρέχεται στους ασφαλισμένους του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ: α) από τις Μονάδες Υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, β) από τους συμβεβλημένους με το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, τον ΟΑΕΕ και τον ΟΠΑΔ ιατρούς και γ) από τους ιατρούς των Κέντρων Υγείας και των Περιφερειακών Ιατρείων... 3. ... 4. ...". Εξάλλου, με το άρθρο 23 του νόμου αυτού ορίστηκε ότι: "1. Οι υπηρεσίες του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. διακρίνονται σε Κεντρική και Περιφερειακές. Α.... Β. α. Τις Περιφερειακές Υπηρεσίες του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. αποτελούν οι υφιστάμενες μονάδες των περιφερειακών υπηρεσιών υγείας του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., οι υγειονομικές υπηρεσίες αυτού που δεν αποτελούν οργανικές μονάδες και λειτουργούν μέχρι την εφαρμογή του παρόντος ενταγμένες στις υπηρεσίες ασφάλισης, οι υπηρεσίες Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., που ασκούν αρμοδιότητες σχετικές με παροχές ασθένειας σε είδος και λειτουργούν σε υπηρεσίες ασφάλισης, καθώς και οι περιφερειακές υπηρεσίες των λοιπών εντασσόμενων φορέων και κλάδων υγείας που ασκούν αρμοδιότητες σχετικές με παροχές ασθένειας σε είδος. Από τις περιφερειακές υπηρεσίες υγείας του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. εξαιρούνται οι υπηρεσίες νοσοκομειακής υποστήριξης, οι οποίες μεταφέρονται στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. β...". Περαιτέρω, στο άρθρο 29 του νόμου αυτού ορίστηκε ότι: "1.Α) Ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. αποτελεί καθολικό διάδοχο των εντασσόμενων φορέων και υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών. 2 ... 3. Οι συμβάσεις των εντασσόμενων φορέων εξακολουθούν να ισχύουν έναντι του Ε.Ο.Π.Υ.Υ.", ενώ με την μεταβατική διάταξη του άρθρου 33 παρ. 9 του ιδίου νόμου ορίστηκε ότι: "Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσόμενων φορέων συνεχίζονται από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης. Δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι του Ε.Ο.Π.Υ.Υ.". Κατ` εξουσιοδότηση της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 23 παρ. 1 Ββ` του ν. 3918/2011 εκδόθηκε η ΥΑ Φ.80000/οικ.32115/2009 (Β` 3010/29.12.2011), με την οποία μεταφέρθηκαν, από 1.1.2012, στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. οι Νομαρχιακές Μονάδες Υγείας, οι Τοπικές Μονάδες Υγείας, τα Τοπικά Ιατρεία, τα Διαγνωστικά Κέντρα, οι Υγειονομικές Υπηρεσίες που δεν αποτελούσαν οργανικές μονάδες και λειτουργούσαν μέχρι τότε ενταγμένες στις υπηρεσίες ασφάλισης του Ιδρύματος κ.λπ., οι οποίες αποτελούσαν, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του π.δ. 266/1989, μαζί με τις λοιπές αναφερόμενες εκεί υπηρεσίες, τις Υπηρεσίες Υγείας του ΙΚΑ. Από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι με το άρθρο 17 του Ν. 3918/2011 συστήθηκε ως ΝΠΔΔ ο ΕΟΠΥΥ, με σκοπό, μεταξύ άλλων, την παροχή υπηρεσιών υγείας στους εν ενεργεία ασφαλισμένους, στους συνταξιούχους και στα προστατευόμενα μέλη των οικογενειών των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ), που εντάχθηκαν σε αυτόν, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το ΝΠΔΔ με την επωνυμία ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ότι ο ΕΟΠΥΥ, κατά το άρθρο 29 παρ. 1 και 9 και 33 παρ. 9 του ιδίου νόμου, αποτελεί καθολικό διάδοχο των ΦΚΑ, που εντάσσονται σε αυτόν, στα οποία περιλαμβάνεται και το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ως προς τις παροχές υγείας σε είδος, οι δε συμβάσεις των εντασσομένων φορέων εξακολουθούν να ισχύουν έναντι του ΕΟΠΥΥ, ο οποίος συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης. (ΑΠ 853//2023, ΑΠ 433/2023, ΑΠ 1990/2022, ΣτΕ.759/2020). Επομένως, μετά τον Ν. 3918/2011, για τις προμήθειες του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ του προγενέστερου του νόμου αυτού χρονικού διαστήματος, αν οι προμήθειες αυτές αφορούν τον κλάδο υγείας του ΙΚΑ, συνεχίζει τις σχετικές δίκες, ως καθολικός διάδοχος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ο ΕΟΠΥΥ, (ΑΠ 1554/2023, ΑΠ 853/2023, ΑΠ 433/2023, ΑΠ 407/2023, ΑΠ 1990/2022, ΣτΕ 759/2020) και τα αναφερόμενα στο άρθρο 32 του νόμου αυτού νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας, στα οποία εντάχθηκαν τα αντίστοιχα νοσοκομεία του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, αν αφορούν προμήθειες του αντίστοιχου Νοσοκομείου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (ΑΠ 1990/2022, ΑΠ 1308/2021, ΑΠ 703/2016, ΣτΕ 2856/2020). Τα ανωτέρω δεν μεταβλήθηκαν με τον ν. 4238/2014 "Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και λοιπές διατάξεις", ο οποίος άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 56 του νόμου αυτού, από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (17-2-2014), και ορίζει στην παρ. 2 του άρθρου 1, με τον τίτλο "Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας", που εντάσσεται στο πρώτο κεφάλαιο του νόμου, ότι: "Στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (Ε.Σ.Υ.) συνιστάται Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.) που λειτουργεί στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε)_ της Χώρας" και στο άρθρο 2 ότι: "1. Τα Κέντρα Υγείας και οι λοιπές Μονάδες παροχής υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας των Δ.Υ.Πε. αποτελούν τις δημόσιες δομές παροχής υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του Π.Ε.Δ.Υ.. 2. ... 3.Οι Μονάδες παροχής υπηρεσιών Π.Φ.Υ. του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) μεταφέρονται και εντάσσονται στην οργανωτική δομή των Δ.Υ.Πε. ως αποκεντρωμένες μονάδες τους, εξαιρουμένων των Φαρμακείων του Ε.Ο.ΠΥ.Υ., τα οποία παραμένουν και λειτουργούν στον Οργανισμό. 4. ...". Στο δεύτερο κεφάλαιο του ιδίου νόμου, υπό τον τίτλο "Ρυθμίσεις σχετικά με το νέο σκοπό του Ε.Ο.Π.Υ.Υ.", ορίσθηκε στο άρθρο 8 ότι: "1. Σκοπός του Εθνικού Οργανισμού Παροχών Υπηρεσιών Υγείας είναι: α) Η αγορά υπηρεσιών υγείας για τους ασφαλισμένους, τους συνταξιούχους, καθώς και για τα προστατευόμενα μέλη των οικογενειών τους, των μεταφερθέντων φορέων, σύμφωνα με το οριζόμενα στον Ενιαίο Κανονισμό Παροχών Υγείας του Οργανισμού...β)... γ)... δ)...", ενώ στο άρθρο 21 του ίδιου νόμου, που τιτλοφορείται "Μισθοδοσία προσωπικού, οικονομική διαχείριση και μεταβίβαση κινητής και ακίνητης περιουσίας" και εντάσσεται στο τρίτο κεφάλαιο αυτού με τίτλο: "Ρυθμίσεις σχετικά με την διαθεσιμότητα/κινητικότητα υπαλλήλων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., οικονομικά και θέματα προσωπικού", ορίζεται ότι: "1. ... 2. ...4. Οι πάσης φύσεως λειτουργικές δαπάνες των Κέντρων Υγείας και Περιφερειακών Ιατρείων αυτών, καθώς και των Μονάδων Παροχής Υπηρεσιών Π.Φ.Υ. που εντάσσονται στις Δ.Υ.Πε. και αποτελούν αποκεντρωμένες μονάδες αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, βαρύνουν τις πιστώσεις του προϋπολογισμού των κλειστών-σφαιρικών προϋπολογισμών εσόδων-εξόδων των Δ.Υ.Πε. Οι αντίστοιχες πιστώσεις που είναι εγγεγραμμένες στον προϋπολογισμό του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. για το σκοπό αυτόν από 1.1.2015 μεταφέρονται και εγγράφονται στους προϋπολογισμούς των Δ.Υ.Πε... 5. Για λόγους εύρυθμης λειτουργίας και διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος τα Κέντρα Υγείας, τα περιφερειακά Ιατρεία, καθώς και οι μονάδες παροχής υπηρεσιών Π.Φ.Υ. που μεταφέρονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος και αποτελούν αποκεντρωμένες μονάδες των Δ.Υ.ΠΕ., εξακολουθούν με την υφιστάμενη διαδικασία έως και τις 31.12.2014, να εφοδιάζονται με πάσης φύσεως φαρμακευτικό, υγειονομικό και λοιπό υλικό, καθώς και κάθε είδους παροχή υπηρεσιών, αντιστοίχως από τα νοσοκομεία διασύνδεσης και τις υπηρεσίες του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Οι δαπάνες αυτές, επιβαρύνουν τους προϋπολογισμούς των νοσοκομείων και του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., από τους οποίους εξακολουθεί να διενεργείται η ενταλματοποίηση και εκκαθάριση των δαπανών αυτών, σύμφωνα με τα σχετικά παραστατικά, που θα εκδοθούν έως την ως άνω αναφερόμενη ημερομηνία. ... 6. Τα ακίνητα του Ι.Κ.Α.-ΕΤΑ.Μ., στα οποία στεγάζονται ή συστεγάζονται Υγειονομικές Υπηρεσίες, Μονάδες Υγείας, το Κέντρο Διάγνωσης Ιατρικής της Εργασίας και λοιπές υπηρεσίες υγείας του Ιδρύματος, καθώς και ο μηχανολογικός, μηχανογραφικός και λοιπός εξοπλισμός, ο οποίος χρησιμοποιείται για την οργάνωση και παροχή των υπηρεσιών υγείας, από την ολοκλήρωση της ένταξης των μονάδων, παραχωρούνται προς χρήση άνευ ανταλλάγματος στις οικείες Δ.Υ.Πε, στις οποίες κατανέμονται οι μονάδες υγείας και το Κέντρο Διάγνωσης Ιατρικής της Εργασίας, οι οποίες αναλαμβάνουν κατά αναλογία της χρήσης, την υποχρέωση της πληρωμής των αναλογούντων φόρων, τελών, λογαριασμών κοινής ωφέλειας, εξόδων συντήρησης, καθώς και των αναλογούντων εξόδων για τυχόν απαιτούμενη λειτουργική αναβάθμιση. Τα φαρμακεία του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και οι Επιτροπές Προέγκρισης Φαρμάκων του Οργανισμού, στις Μονάδες Υγείας εξαιρούνται της παραχώρησης... 7. ... 8. Από την ψήφιση του παρόντος, το πάσης φύσεως υγειονομικό, φαρμακευτικό και λοιπό αναλώσιμο υλικό των υγειονομικών μονάδων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. που εντάσσονται στις Δ.Υ.Πε., περιέρχεται κατά κυριότητα σε αυτές, με έκδοση διαπιστωτικής πράξης, μετά τη διενέργεια σχετικής απογραφής από τις οικείες Περιφερειακές Διευθύνσεις του Ε.Ο.Π.Υ.Υ.. Οι Περιφερειακές Διευθύνσεις του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. έχουν την πλήρη ευθύνη για τη διαφύλαξη της κινητής και ακίνητης περιουσίας μέχρι την οριστική παράδοση της στις οικείες Δ.Υ.Πε. 9. Η νόμιμη εκπροσώπηση των μονάδων που μεταφέρονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, δικαστική και εξώδικη ανήκει στους διοικητές των οικείων Υγειονομικών Περιφερειών. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσομένων μονάδων, του ιατρικού, νοσηλευτικού και λοιπού προσωπικού που μετατάσσεται ή μεταφέρεται, συνεχίζονται από τις Διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.), χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης. Δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι των Δ.Υ.Πε. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις του πάσης φύσεως προσωπικού των ανωτέρω μονάδων που δεν μεταφέρεται ή μετατάσσεται στις Δ.Υ.Πε., συνεχίζονται από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., χωρίς να επέρχεται διακοπή και οι δικαστικές αποφάσεις ισχύουν έναντι του Ε.Ο.Π.Υ.Υ.". Κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 4238/2014, εκδόθηκε η Γ.Π./οικ.16339/182.2014 απόφαση του Υφυπουργού Υγείας (Β` 376), με την οποία κατανεμήθηκαν χωροταξικά, ανά Υγειονομική Περιφέρεια, οι υφιστάμενες Μονάδες Υγείας του ΕΟΠΥΥ, που μεταφέρονται και εντάσσονται στην οργανωτική δομή των Δ.Υ.Πε. Όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του ν. 4238/2014, σκοπός της μεταρρύθμισης, που εισήχθη με τις προπαρατεθείσες διατάξεις αυτού, ήταν, αφενός "η επικέντρωση του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. στην κύρια αποστολή του ως εθνικού ασφαλιστικού φορέα υγείας και η ενδυνάμωση του ρόλου του ως αγοραστή υπηρεσιών υγείας, με ταυτόχρονη κατάργηση του διττού ρόλου του ως αγοραστή και παρόχου υπηρεσιών υγείας" και αφετέρου "η ανάπτυξη του Πρωτοβάθμιου Εθνικού Δικτύου Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ), ενός ενιαίου συστήματος Πρωτοβάθμιου Φροντίδας Υγείας (Π.Φ.Υ.) στην Ελλάδα, μέσω της ενοποίησης των δομών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και του Ε.Σ.Υ.", με στόχο "τη διασφάλιση μιας επαρκούς αποτελεσματικής και αποδοτικής δέσμης υπηρεσιών υγείας για όλο τον πληθυσμό, την αποτροπή του κατακερματισμού του συστήματος Π.Φ.Υ. και, κατά συνέπεια, τη βελτίωση του συντονισμού του και τη διασφάλιση της ορθολογικότερης διαχείρισης των δομών Π.Φ.Υ., του ανθρώπινου δυναμικού (ιατροί, επισκέπτες υγείας, νοσηλευτές, μαίες, φυσικοθεραπευτές κλπ) και των τεχνολογικών και λοιπών πόρων". Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται (άρθρο 2 ν. 4238/2014) με τη μεταφορά και ένταξη των Μονάδων παροχής υπηρεσιών Π.Φ.Υ. του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. στην οργανωτική δομή των Δ.Υ.Πε., οι οποίες αποτελούν, όπως προαναφέρθηκε, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (άρθρο 1 παρ. 2 ν. 3329/2005). Ενόψει αυτής της αναμόρφωσης του Πρωτοβάθμιου Εθνικού Δικτύου Υγείας, ο νομοθέτης στο άρθρο 21 του ν. 4238/2014 προέβλεψε τα σχετικά με τη μισθοδοσία προσωπικού, την οικονομική διαχείριση και τη μεταβίβαση της κινητής και ακίνητης περιουσίας των Μονάδων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (Π.Φ.Υ.) που μεταφέρονται και εντάσσονται στις Δ.Υ.Πε. Ειδικότερα δε, από τον συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 4 και 5 του ως άνω άρθρου 21 προκύπτει ότι, από 1-1-2015, οι πάσης φύσεως "λειτουργικές" δαπάνες των Κέντρων Υγείας και Περιφερειακών Ιατρείων, καθώς και των Μονάδων Παροχής Υπηρεσιών Π.Φ.Υ. που εντάσσονται στις Δ.Υ.Πε, βαρύνουν τις πιστώσεις του προϋπολογισμού των Δ.Υ.Πε. και, για τον λόγο αυτόν, οι αντίστοιχες πιστώσεις που αφορούν τις "λειτουργικές" αυτές δαπάνες των εντασσόμενων Μονάδων και είναι εγγεγραμμένες στον προϋπολογισμό του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., μεταφέρονται και εγγράφονται στους προϋπολογισμούς των Δ.Υ.Πε., οι αρμόδιες υπηρεσίες των οποίων αναλαμβάνουν, ακολούθως, τη σύνταξη και εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2015, λαμβάνοντας υπόψη τα απολογιστικά στοιχεία (έσοδα - έξοδα) των εντασσόμενων Μονάδων για τα έτη 2013 και 2014 και την κατάρτιση ετήσιου προγράμματος προμηθειών και υπηρεσιών, ενώ προβλέπεται, για λόγους εύρυθμης λειτουργίας και διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος, ένα μεταβατικό διάστημα από την έναρξη ισχύος του νόμου (17-2-2014) μέχρι την 31-12-2014, κατά το οποίο οι Μονάδες Παροχής Υπηρεσιών Π.Φ.Υ. του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., που μεταφέρονται στις Δ.Υ.Πε. θα εξακολουθούν να εφοδιάζονται με πάσης φύσεως ιατροτεχνολογικά προϊόντα και κάθε είδους παροχή υπηρεσιών από τις υπηρεσίες του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και οι δαπάνες για το διάστημα αυτό θα επιβαρύνουν τους προϋπολογισμούς του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Κατά συνέπεια, οι προϋπολογισμοί των Δ.Υ.Πε. βαρύνονται, μόνον, με τις τρέχουσες λειτουργικές δαπάνες των εντασσόμενων Μονάδων και στους προϋπολογισμούς των Δ.Υ.Πε. μεταφέρονται από τον προϋπολογισμό του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. οι αντίστοιχες πιστώσεις που αφορούν αυτές τις δαπάνες, δηλαδή τις τρέχουσες δαπάνες λειτουργίας τους, ενώ και από το γεγονός ότι προβλέπεται το μεταβατικό στάδιο (17-2-2014 έως 31-12-2014), κατά το οποίο οι λειτουργικές δαπάνες των εντασσόμενων Μονάδων εξακολουθούν να βαρύνουν τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., με σκοπό, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του νόμου, την απρόσκοπτη λειτουργία των εν λόγω Μονάδων, προκύπτει ότι ο νομοθέτης, επιδιώκοντας τη σταθεροποίηση και την εύρυθμη λειτουργία του νεοσύστατου Πρωτοβάθμιου Εθνικού Δικτύου Υγείας, μετά την ένταξη σ` αυτό και των Μονάδων παροχής υπηρεσιών Π.Φ.Υ. του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., δεν αποβλέπει στην επιβάρυνση των Δ.Υ.Πε. με επιπλέον οικονομικές υποχρεώσεις του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., πέραν των λειτουργικών δαπανών των εντασσόμενων Μονάδων. Ενόψει τούτων, οι ως άνω διατάξεις των παρ. 4 και 5 του ως άνω άρθρου 21 του ν. 4238/2014, όπως σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενό τους, ρυθμίζουν, αποκλειστικά και μόνον, το ζήτημα της κάλυψης των τρεχουσών δαπανών λειτουργίας των Μονάδων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., που εντάσσονται στις Δ.Υ.Πε. και μεταφέρονται σ` αυτές ως οργανωτικές Μονάδες, οι οποίες δαπάνες προβλέπεται ότι, για μεν το αρχικό μεταβατικό διάστημα από 17-2-2014 έως 31-12-2014, καλύπτονται από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., ενώ από 1-1-2015 καταρτίζονται πλέον από τις υπηρεσίες των Δ.Υ.Πε. ίδιοι προϋπολογισμοί, για τις εντασσόμενες Μονάδες, βάσει ετήσιου προγράμματος προμηθειών και υπηρεσιών που συντάσσεται για τις Μονάδες αυτές. Δεν προβλέπεται, όμως, στις διατάξεις αυτές ούτε από άλλη διάταξη μπορεί να συναχθεί ότι οι Δ.Υ.Πε. καθίστανται οιονεί καθολικοί διάδοχοι του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., υπό την έννοια ότι υπεισέρχονται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτού και ως προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές από συμβάσεις, οι οποίες είχαν υπογραφεί με το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και αφορούν προμήθεια ιατρικού υλικού για τις ανάγκες των Μονάδων του, που στη συνέχεια εντάχθηκαν στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., και οι οποίες είχαν ήδη εκτελεστεί έως 31-12-2014, που οι εν λόγω Μονάδες εντάχθηκαν πλέον στις Δ.Υ.Πε. Αλλ` ούτε τούτο προκύπτει από τη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 21 του ν. 4238/2014, που αναφέρεται σε συνέχιση εκκρεμών δικών για διαφορές των εντασσόμενων Μονάδων και του μετατασσόμενου προσωπικού, διότι η διάταξη αυτή, ερμηνευομένη στο πλαίσιο του προαναφερθέντος συστήματος, δεν αφορά θέματα και υποθέσεις που, κατά τα προαναφερθέντα δεν μεταφέρθηκαν στις Δ.Υ.Πε. Επομένως, για τις συμβάσεις προμηθειών του κλάδου υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που μεταβιβάστηκαν στον ΕΟΠΥΥ με τον Ν. 3918/2011, εξακολουθεί να νομιμοποιείται ο ΕΟΠΥΥ και δεν νομιμοποιούνται οι αντίστοιχες Δ.Υ.Πε. (ΑΠ 1554/2023, ΑΠ 407/2023, ΑΠ 853/2023, ΑΠ 1990/2022, ΣΤΕ 759/2020).Στη συνέχεια, με το άρθρο 51 παρ. 1 του Ν. 4387/12-5-2016 συστήθηκε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία "Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης" (Ε.Φ.Κ.Α.) και έδρα την Αθήνα, το οποίο τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης), ενώ ορίστηκε ότι από 1/1/2017, που αρχίζει η λειτουργία του, εντάσσονται σ` αυτό αυτοδίκαια οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης(ΦΚΑ), που αναφέρονται στο άρθρο 53 επ. του ιδίου νόμου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το έως τότε υφιστάμενο ΝΠΔΔ με την επωνυμία ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, όπως αυτό είχε παραμείνει μετά την ίδρυση του ΕΟΠΥΥ και την ένταξη των νοσοκομείων του στο ΕΣΥ, με το άρθρο 32 του ανωτέρω Ν.3918/2011 των οποίων ΦΚΑ ο ΕΦΚΑ καθίσταται οιονεί καθολικός διάδοχος, Ως σκοπός του Ε.Φ.Κ.Α ορίστηκε η κάλυψη των υπακτέων στην ασφάλιση του προσώπων για τους ασφαλιστικούς κινδύνους, που προβλέπονται από την οικεία νομοθεσία, με την προβλεπόμενη στο νόμο αυτόν χορήγηση: α. μηνιαίας κύριας σύνταξης, λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου στους ασφαλισμένους ή/και στα μέλη της οικογενείας τους, β. η χορήγηση προσυνταξιοδοτικών και άλλων παροχών στους συνταξιούχους ...γ. παροχών ασθένειας σε χρήμα, δ. ειδικών προνοιακών επιδομάτων και ε. κάθε άλλης παροχής σε χρήμα ή υπηρεσιών, για τις οποίες καθίσταται αρμόδιος ο Ε.Φ.Κ.Α. ενώ με το άρθρο 51 Α`παρ. 1 του ιδίου νόμου, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 4670/2020, που άρχισε να ισχύει από 1/3/2020, ο ΕΦΚΑ μετονομάσθηκε από την 1-3-2020 σε "Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης", αποκαλούμενος στο εξής "e-Ε.Φ.Κ.Α.". Στη συνέχεια ο Ν. 4430/31-10-2016, στην παρ. 1 του άρθρου 52 αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο "Εκκαθάριση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.), ως καθολικού διαδόχου των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης", όρισε ότι: "1α) Ο Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) θα χρηματοδοτηθεί από τον Κρατικό Προϋπολογισμό τα οικονομικά έτη 2016 και 2017 για την εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Οργανισμού, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στις 30-4-2016 προς τα Φαρμακεία, λοιπούς συμβεβλημένους ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών υγείας (ιατρούς, κλινικές, διαγνωστικά κέντρα, εργαστήρια κ.λπ.), "φαρμακευτικές εταιρείες, προμηθευτές υγειονομικού και λοιπού υλικού κ.λπ." (όπως το εντός εισαγωγικών τμήμα προστέθηκε με το άρθρο 34 παρ. 4 περ. α` του ν. 4447/2016 ...) β) Ως ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. νοούνται εκείνες που αφορούν τα πριν τις 31-12-2012 έτη και για τις οποίες έχουν εκδοθεί τα προβλεπόμενα κατά περίπτωση, κατά το χρόνο υποβολής, παραστατικά στοιχεία και οι οποίες δεν έχουν εκκαθαρισθεί", ενώ στην παρ. 4 του ιδίου άρθρου 52 όριζε ότι: "4. Η εξόφληση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Οργανισμού που πραγματοποιείται από Φ.Κ.Α. των οποίων οι κλάδοι υγείας εντάχθηκαν στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 29 παρ. 10 του Ν. 3918/2011, όπως ισχύει, διενεργείται το αργότερο έως 30-6-2017". Η τελευταία αυτή διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 52 του Ν. 4430/2016 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 97 παρ. 1α του ν. 4486/7-8-2017 ως ακολούθως: "4. Μετά τις 30-6-2017 οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. που προέρχονται από Φ.Κ.Α., των οποίων οι κλάδοι υγείας εντάχθηκαν στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ, μεταφέρονται, παρακολουθούνται και βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Ε.Φ.Κ.Α.. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές από τις ως άνω ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις, συνεχίζονται από τον Ε.Φ.Κ.Α., χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης και οι δικαστικές αποφάσεις ισχύουν και εκτελούνται σε βάρος του προϋπολογισμού του Ε.Φ.Κ.Α. Από τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις των πρώην ΟΠΑΔ, πρώην Οίκου Ναύτου και πρώην ΤΑΥΤΕΚΩ οι οποίες εξακολουθούν να παρακολουθούνται και να βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και εξοφλούνται σύμφωνα , με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο". Επακολούθησε, ο ν. 4578/3-12-2018 ο οποίος στο άρθρο 12 αυτού, που φέρει τον τίτλο "Εκκαθάριση και πληρωμή ληξιπροθέσμων υποχρεώσεων του κλάδου υγείας των Φ.Κ.Α. που εντάχθηκαν στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ.", όπως η περιπτ. α` της παρ. 1 αυτού συμπληρώθηκε από τότε που άρχισε να ισχύει με το άρθρο 44 του ν. 4611/17-5-2019 όρισε τα εξής : "1. α) Ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του κλάδου υγείας των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ), που εντάχθηκαν στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. προς τα φαρμακεία, λοιπούς συμβεβλημένους ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών υγείας (ιατρούς, κλινικές, διαγνωστικά κέντρα, εργαστήρια κ.λπ.), φαρμακευτικές εταιρείες, προμηθευτές υγειονομικού και λοιπού υλικού κ.λπ., και προς ασφαλισμένους των ΦΚΑ, εκκαθαρίζονται και πληρώνονται από τον ΕΦΚΑ μέχρι 31-12-2020. Από τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του πρώην Ο.Π.Α.Δ./Τομέας Ασφαλισμένων Δημοσίου, πρώην Οίκου Ναύτου και πρώην Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω., οι οποίες εξακολουθούν να παρακολουθούνται από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και να βαρύνουν τον προϋπολογισμό του και εξοφλούνται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 52 του ν. 4430/2016 .... β) Ως ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις, νοούνται εκείνες που αφορούν τα έτη από 1-1-2006 και εντεύθεν, για τις οποίες έχουν εκδοθεί τα προβλεπόμενα, κατά περίπτωση, παραστατικά ή αποδεικνύεται η παροχή των υπηρεσιών ή η παραλαβή των προϊόντων και οι οποίες δεν έχουν εξοφληθεί έως την έναρξη ισχύος του παρόντος" Επίσης στο άρθρο 13 του ως άνω Ν.4578/2018, με τον τίτλο "Νομική παράσταση ΕΦΚΑ υπέρ Ε.Ο.Π.Υ.Υ." ορίστηκε ότι: "1. Σε δίκες που αφορούν αξιώσεις ή υποχρεώσεις των κλάδων υγείας που μεταφέρθηκαν στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 3918/2011, την παρ. 17 του άρθρου 13 του ν. 4052/2012 .. και το εδάφιο 1β της υποπαραγράφου ΙΒ.1 της παρ. ΙΒ` του άρθρου μόνου του ν. 4093/2012 ..., στις οποίες διάδικος είναι το πρώην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, νυν ΕΦΚΑ, ή/και ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ., ο ΕΦΚΑ εξακολουθεί να νομιμοποιείται στη διεξαγωγή των δικών αυτών και η νομιμοποίηση αυτή περιλαμβάνει και την άσκηση ένδικων μέσων, μέχρι και την αμετάκλητη περάτωσή τους. Η νομική θέση του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. στις δίκες αυτές δεν θίγεται. Οι αποφάσεις δεσμεύουν τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και εκτελούνται υπέρ και εις βάρος του. 2. Οι διατάξεις του παρόντος καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, δίκες". Από το συνδυασμό όλων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι, μετά τις 30-6-2017, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 52 παρ. 4 του ν. 4430/2016, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 97 παρ. 1α του ν. 4486/2017, οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. που προέρχονται από Φ.Κ.Α., των οποίων οι κλάδοι υγείας εντάχθηκαν στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., όπως είναι και το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, όπως προαναφέρθηκε, (πλην εκείνων του πρώην ΟΠΑΔ, πρώην Οίκου Ναύτου και πρώην ΤΑΥΤΕΚΩ), "μεταφέρονται, παρακολουθούνται και βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφαλίσεως (Ε.Φ.Κ.Α.)" και οι εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές από τις ως άνω ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις συνεχίζονται από τον Ε.Φ.Κ.Α., χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης και συνεπώς στις δίκες αυτές δεν νομιμοποιείται πλέον να παραστεί ο ΕΟΠΠΥ, αλλά ο ΕΦΚΑ και ήδη ο ε-ΕΦΚΑ (ΑΠ 1408/2024, ΑΠ 1554/2023, ΑΠ 853/2023, ΑΠ 433/2023, ΑΠ 407/2023, ΑΠ 1990/2022, ΑΠ 343/2018, ΣτΕ 759/2020). Από την γενικότητα της διατύπωσης της ανωτέρω διάταξης και από τον σκοπό, που επιδιώκει, συνάγεται ότι στις ληξιπρόθεσμες αυτές απαιτήσεις του ΕΟΠΠΥ, που "μεταφέρονται, παρακολουθούνται και βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφαλίσεως (ΕΦΚΑ)" συμπεριλαμβάνονται και οι κατ' αυτού απαιτήσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό, όπως είναι και οι απαιτήσεις από άκυρες συμβάσεις προμήθειας ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού, που είχε συνάψει με προμηθευτές του το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ μέχρι και τις 31-12-2011, οπότε, στην περίπτωση αυτή, το ως άνω ΝΠΔΔ είναι υποχρεωμένο να αποδώσει στον πωλητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ), την ωφέλεια την οποία αποκόμισε από τα αγαθά που αγόρασε, η οποία συνίσταται στο ποσό που θα κατέβαλε σε οποιονδήποτε τρίτο για την αγορά των ίδιων αγαθών (ΑΠ 1408/2024, ΑΠ 1554/2023, ΑΠ 853/2023, ΑΠ 431/2018, ΑΠ 766/2014). Εξάλλου, ο νομοθέτης αποβλέποντας στην εξόφληση όλων των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του κλάδου υγείας των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ), που εντάχθηκαν στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., από 1.1.2006 και εντεύθεν, όρισε μεν με το άρθρο 12 του ν. 4578/2018, ότι οι υποχρεώσεις αυτές "εκκαθαρίζονται και πληρώνονται από τον Ε.Φ.Κ.Α." μέχρι 31-12-2020 (πλην εκείνων του πρώην ΟΠΑΔ, πρώην Οίκου Ναύτου και πρώην ΤΑΥΤΕΚΩ), ήδη δε, μετά από διαδοχικές παρατάσεις, μέχρι τις 31/12/2022, δυνάμει της ΥΑ 60855/2022 (ΦΕΚ Β` 3354/2022), που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 85 ν. 4825/2021, όμως η πάροδος άπρακτης της ενδεικτικής προθεσμίας καταβολής των χρεών αυτών από τον e-Ε.Φ.Κ.Α μέχρι τις 31/12/2022 δεν αναιρεί την υποχρέωση του να τα καταβάλει και μετά την ημερομηνία αυτή, αφού η διάταξη του άρθρου 52 παρ. 4 του ν. 4430/2016, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 97 παρ. 1α του ν. 4486/2017, η οποία καθιερώνει την σχετική υποχρέωση του e-Ε.Φ.Κ.Α εξακολουθεί να ισχύει. Περαιτέρω, με το άρθρο 13 του ιδίου ανωτέρω ν. 4578/2018 επιλύθηκαν θέματα νομικής παράστασης του Ε.Φ.Κ.Α. υπέρ Ε.Ο.Π.Υ.Υ. σε εκκρεμείς δίκες, τις οποίες καταλαμβάνουν οι διατάξεις του άρθρου αυτού, και ορίστηκε ότι η νομική θέση του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. στις δίκες αυτές δεν θίγεται και ότι οι αποφάσεις δεσμεύουν τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και εκτελούνται σε βάρος του. Η διάταξη, όμως, αυτή, ορώμενη σε συνδυασμό με τις προπαρατεθείσες ρυθμίσεις, πρέπει να ερμηνευθεί ότι δεν αφορά τις εκκρεμείς δίκες του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. που συνεχίζονται από τον Ε.Φ.Κ.Α. και αφορούν ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., οι οποίες προέρχονται από Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.), που οι κλάδοι υγείας τους εντάχθηκαν, με την παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 3918/2011, στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ, και οι οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.4 του ιδίου άρθρου 52 του ν. 4430/2016, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 97 παρ. 1α του ν. 4486/2017 "μεταφέρονται, παρακολουθούνται και βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Ε.Φ.Κ.Α." (που, άλλωστε, και δυνάμει των νεότερων διατάξεων του άρθρου 12 του ν. 4578/2018 "εκκαθαρίζονται και πληρώνονται από τον Ε.Φ.Κ.Α."), αλλά εκείνες τις εκκρεμείς δίκες που έχουν ως αντικείμενο τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (πρώην Ο.Π.Α.Δ, πρώην Οίκου Ναύτου, πρώην Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.), οι οποίες εντάχθηκαν μεν στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., με τις ίδιες διατάξεις, αλλά δεν μεταφέρθηκαν, μετά τις 30-6-2017, προς εξόφληση στον Ε.Φ.Κ.Α., διότι εξαιρέθηκαν ρητώς, κατά τα ανωτέρω (άρθρο 52 παρ. 4 ν. 4430/2016, όπως ισχύει και άρθρο 12 ν. 4578/2018), και εξακολουθούν να παρακολουθούνται από τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και να βαρύνουν τον προϋπολογισμό του (ΑΠ 1408/2024, ΑΠ 1554/2023, ΑΠ 853/2023, ΑΠ ΑΠ 443/2023, ΑΠ 407/2023, ΑΠ 1990/2022, ΑΠ 222/2022, ΑΠ 624/2022, ΣτΕ 759/2020). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσία προσέδωσε σε αυτό έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 6/2022, ΟλΑΠ 1/2016, ΑΠ 312/2023, ΑΠ 428/2021). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 6/2019). Ο έλεγχος συνίσταται στο αν υπήρξε σφάλμα στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού είτε αυτή διατυπώνεται ρητώς είτε εξυπονοείται ή σφάλμα στην υπαγωγή της ελάσσονος πρότασης, την οποία συνιστούν οι πραγματικές παραδοχές στη μείζονα πρόταση (ΑΠ 312/2023). Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν. (ΟλΑΠ 27/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται αποκλειστικώς και μόνο βάσει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του (ερμηνευτικό σφάλμα), καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (υπαγωγικό σφάλμα) (ΟλΑΠ 6/2022, ΟλΑΠ 4/2019, ΑΠ 1871/2022, ΑΠ 534/2022). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή της (ΟλΑΠ 20/2005, ΟλΑΠ 32/1996), άλλως ο λόγος αυτός είναι αόριστος και γι' αυτό απορριπτέος ως απαράδεκτος. Τέλος, η νομιμοποίηση του διαδίκου, αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 68 ΚΠολΔ, ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας.
Συνεπώς, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου ότι συντρέχει ή όχι η προϋπόθεση αυτή, ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 1408/2024, ΑΠ 853/2023, ΑΠ 433/2023, ΑΠ 915/2021, ΑΠ 42/2021). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠ), προκύπτουν τα εξής: H ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη στην υπό στοιχείο Β αναίρεση, "... ΕΠΕ" με την από 19/3/2017 αγωγή της, στρεφόμενη κατά 1) του ΙΚΑ 2) του ΕΟΠΥΥ και 3) της 2ης ΔΥΠΕ, εξέθεσε ότι δυνάμει της με αριθμό ... αποφάσεως του δ.σ του του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ-ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ" (οιονεί καθολικός διάδοχος του οποίου είναι το πρώτο εναγόμενο) και της μεταξύ του Ι.Κ.Α.- Ε.ΤΑΜ και της εταιρείας "..." από 19/11/1998 σύμβασης, η τελευταία ανέλαβε να προμηθεύει το ως άνω Ν.Π.Δ.Δ. με οστομικά υλικά, για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους, αρχής γενομένης από 13.11.1998 και, κατόπιν διαδοχικών παρατάσεων, μέχρι και τον Οκτώβριο του έτους 2003. Ότι κατόπιν σχετικής συμφωνίας μεταξύ της ενάγουσας και της κατασκευάστριας εταιρείας των ανωτέρω προϊόντων, αγγλικής εταιρείας με την επωνυμία " ...", η ενάγουσα ανέλαβε τη διάθεση των προϊόντων αυτών στην ελληνική αγορά. Ότι δυνάμει της με αριθμό ... απόφασης του διοικητικού συμβουλίου του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. εγκρίθηκε α) η τροποποίηση της ανωτέρω σύμβασης και η υποκατάσταση σε αυτή της εταιρείας "..." από την ενάγουσα, β) η απευθείας ανάθεση στην ενάγουσα της προμήθειας οστομικών υλικών για ένα μήνα και, ειδικότερα, από 21.12.2003 έως 31.12.2003. Ότι κατόπιν διαδοχικών παρατάσεων της σύμβασης, η ενάγουσα πώλησε στο Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ., κατά το χρονικό διάστημα από 1/1/2004 έως και 31/1/2005 , με τα αναφερόμενα και επισυναπτόμενα με τη μορφή πίνακα στην αγωγή τιμολόγια- δελτία αποστολής, τα αναφερόμενα στο δικόγραφο οστομικά υλικά, τα οποία οι αρμόδιες Επιτροπές Παραλαβής του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ. παρέλαβαν ανεπιφύλακτα, πλην όμως το πρώτο εναγόμενο αρνείται να καταβάλει το οφειλόμενο τίμημα, συνολικού ποσού (μαζί με τον αναλογούντα Φ.Π.Α.) 11.091,50 ευρώ. Ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 04/02/2005 έως 30/03/2006, η ενάγουσα πώλησε στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., κατόπιν προφορικών παραγγελιών των αρμόδιων οργάνων του τελευταίου, με τα αναφερόμενα και επισυναπτόμενα με τη μορφή πίνακα στην αγωγή τιμολόγια- δελτία αποστολής, τα αναφερόμενα στο δικόγραφο οστομικά υλικά, τα οποία οι αρμόδιες Επιτροπές Παραλαβής του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. παρέλαβαν ανεπιφύλακτα, πλην όμως το πρώτο εναγόμενο αρνείται να καταβάλει το οφειλόμενο τίμημα, συνολικού ποσού (μαζί με τον αναλογούντα Φ.Π.Α.) 922.796 ευρώ. Ότι με την παράγραφο 1 του άρθρου 17 του Ν. 3918/2011 συστάθηκε το δεύτερο εναγόμενο, στο οποίο μεταφέρθηκαν και εντάχθηκαν ως υπηρεσίες, αρμοδιότητες και προσωπικό, μεταξύ άλλων, και ο Κλάδος Υγείας του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. με τις μονάδες υγείας του, το κέντρο διάγνωσης ιατρικής της εργασίας του Ι.Κ.Α. με το σύνολο του εξοπλισμού του, οι μονάδες των περιφερειακών υπηρεσιών υγείας καθώς και οι υγειονομικές υπηρεσίες του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., αποτελεί δε καθολικό διάδοχο του τελευταίου και υπεισέρχεται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του. Ότι, περαιτέρω, το τρίτο εναγόμενο, το οποίο συστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 4238/2014 καθώς και με τη με αριθμό ... απόφαση του Υπουργού Υγείας, ενέχεται σε ολόκληρο με τα δύο πρώτα εναγόμενα για την καταβολή εκείνων των οφειλών που εμπίπτουν στην περιφέρειά του, συνολικού ύψους 150.793,22 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενη έλλειψη έγκυρης σύμβασης μεταξύ της ίδιας και του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ, ζητούσε να υποχρεωθούν τα εναγόμενα να καταβάλλουν σε αυτήν, σε ολόκληρο, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, το ανωτέρω ποσό των 150.793,22 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της έκδοσης καθενός τιμολογίου, άλλως από την επόμενη ημέρα της από 21/02/2007 επιστολής της ενάγουσας, άλλως από την επόμενη ημέρα της από 27/03/2007 απαντητικής επιστολής του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. , άλλως από την επόμενη ημέρα της λήξης της τεθείσας με την από 10/09/2007 εξώδικη δήλωση δεκαήμερης προθεσμίας, άλλως δε από την επίδοση της από 02/11/2007 με αριθμό κατάθεσης ... αγωγής την οποία η ενάγουσα είχε ασκήσει κατά του πρώτου εναγομένου ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και μέχρι την εξόφληση. Ζητούσε, επίσης, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικαστούν τα εναγόμενα Ν.Π.Δ.Δ. στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ'αριθ. ... απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών το οποίο απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης για το δεύτερο και τρίτο των εναγομένων ήτοι του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Ε.Ο.Π.Υ.Υ." και του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΠΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ 2η ΔΥΠΕ", ενώ έκανε δεκτή την αγωγή ως προς το πρώτο εναγόμενο νομικό πρόσωπο με την επωνυμία "Ε.Φ.ΚΑ" και υποχρέωσε το τελευταίο, ως απώτερο οιονεί καθολικό διάδοχο του πρώτου εναγομένου, του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 150.793,22 ευρώ με το νόμιμο τόκο σε ποσοστό 6 % από την επίδοση της από 2/11/2007 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ... αγωγής ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου, δηλαδή από 08/11/2007 και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επίσης, το Δικαστήριο κήρυξε προσωρινά εκτελεστή την απόφαση για το ποσό των 70.000 ευρώ και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας 6.000 ευρώ σε βάρος του πρώτου εναγομένου. Κατά τη αποφάσεως αυτής ασκήθηκαν αντίθετες εφέσεις από την ενάγουσα και το ΝΠΔΔ e-ΕΦΚΑ, που υπεισήλθε στη θέση του πρώτου εναγόμενου ΙΚΑ, με τις οποίες δεν έπληξαν την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τα γενόμενα δεκτά από αυτήν πραγματικά περιστατικά, επί των οποίων εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών το οποίο, απέρριψε κατ' ουσίαν αμφότερες στις εφέσεις και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντας ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, ως προς την παθητική νομιμοποίηση των εναγομένων Ν.Π.Δ.Δ., και δεν έσφαλε, με το να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης τόσο του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Ε.Ο.Π.Υ.Υ.", όσο και του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΑΟΥ 2η ΔΥΠΕ", και να την κάνει δεκτή μόνο για το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)".Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε, ως προς το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο, ζήτημα της παθητικής νομιμοποίησης των εναγομένων ν.π.δ.δ τα εξής :" Δυνάμει των άρθρων 17 και 29 του ν.3918/2011, σε συνδυασμό με την κοινή υπουργική απόφαση Υπουργών Εργασίας και Υγείας με αρ.Φ.80000/οικ32115/2009 που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Β 3010/29-12-2011, οι πρώην Μονάδες Υγείας του I.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., εντάχθηκαν, από 1/1/2012, στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 1 του πιο πάνω νόμου "Ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. αποτελεί καθολικό διάδοχο των εντασσόμενων φορέων και υπεισέρχεται στα δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτών". Ακολούθησε ο ν. 4238/2014 (ΦΕΚ Α 38/17-2-2014 στον οποίο ορίζονται, μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: ..... Εξάλλου δυνάμει του άρθρου 97 του ν.4486/2017, με το οποίο αντικαταστάθηκε η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 52 του ν.4430/2016, μετά τις 30.06.2017 οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. που προέρχονται από Φ.Κ.Α., των οποίων οι κλάδοι υγείας εντάχθηκαν στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., μεταφέρονται, παρακολουθούνται και βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Ε.Φ.Κ.Α. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές από τις παραπάνω ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις, συνεχίζονται από τον Ε.Φ.Κ.Α., χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης και οι δικαστικές αποφάσεις ισχύουν και εκτελούνται σε βάρος του προϋπολογισμού του Ε.Φ.Κ.Α. Από τις άνω δε διατάξεις εξαιρέθηκαν οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις προς συγκεκριμένους οργανισμούς (ΟΠΑΔ, πρώην Οίκος Ναύτου ΤΑΥΤΕΚΩ), οι οποίες εξακολουθούν να παρακολουθούνται και να βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Ε.Ο.Π.Υ.Υ.
Συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος ενόψει των ανωτέρω νομοθετικών ρυθμίσεων, διότι βάσει του χρόνου έκδοσης των προαναφερομένων τιμολογίων από την ενάγουσα, (από τις 22-1-2004 μέχρι τις 27-7-2004), που αφορούν προμήθεια οστομικών υλικών για τις ανάγκες του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., δηλαδή αφορούν συμβάσεις που εκτελέστηκαν πριν από την 31/12/2014, οι δαπάνες αυτές επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., από τον οποίο εξακολουθούσε και μετά την έκδοση του Ν. 4238/2014 να διενεργείται η ενταλματοποίηση και να εκτελούνται σε βάρος του. Όμως, ενώ κατά το χρόνο που ασκήθηκε η αγωγή, δηλαδή στις 09/03/2017 ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. ήταν υπόχρεος για την ικανοποίηση των εν λόγω αξιώσεων, στη συνέχεια βάσει της παραγράφου 4 του άρθρου 52 του Ν. 4430/2016, όπως αντικαταστάθηκε από το Ν. 4486/2017, μετά τις 30/06/2017, οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. που προέρχονται από Φ.Κ.Α. (φορείς κοινωνικής ασφάλισης), των οποίων οι κλάδοι υγείας εντάχθηκαν στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ, μεταφέρονται, παρακολουθούνται και βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Ε.Φ.Κ.Α., ο οποίος, πλέον, νομιμοποιείται παθητικά σε σχετικές με τις υποχρεώσεις αυτές δίκες, ήτοι πριν την ένταξη του τελευταίου στον ΕΟΠΥΥ. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη ο ΕΟΠΥΥ δυνάμει του νόμου 3918/2011 αρχικά κατέστη καθολικός διάδοχος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για την επίδικη αξίωση. Επίσης στη συνεχεία δυνάμει των προαναφερομένων στη μείζονα σκέψη, ο ΕΟΠΥΥ δυνάμει του νόμου 3918/2011 αρχικά κατέστη καθολικός διάδοχος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για την επίδικη αξίωση. Επίσης, στη συνεχεία δυνάμει των προαναφερομένων στη μείζονα σκέψη, διατάξεων του ν. 4238/2014 επήλθαν αλλαγές στη διόρθωση και το σκοπό του ΕΟΠΥΥ και συστήθηκε το Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας σύμφωνα με τις οποίες (διατάξεις) όλες οι υπηρεσίες υγείας που εντάχθηκαν στις Δ.Υ.ΠΕ αποτελούν αποκεντρωμένες μονάδες αυτών. Με την με αριθμό Γ.Π./οικ16339 απόφαση του Υφυπουργού Υγείας ορίστηκε η Χωροταξική Κατανομή ανά Υγειονομική Περιφέρεια των υφισταμένων Μονάδων Υγείας του ΕΟΠΥΥ, οι οποίες μεταφέρθηκαν και εντάχθηκαν στην οργανωτική δομή των Δ.Υ.ΠΕ της Χώρας. Ωστόσο, με τη διάταξη της παρ. 5 του ν. 4238/2014 (που αναφέρθηκε ανωτέρω στη μείζονα σκέψη διατάξεις) ορίσθηκε ότι για τις συμβάσεις που είχαν υπογραφεί με το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και αφορούσαν σε προμήθεια ιατρικού υλικού για τις ανάγκες των μονάδων του και στη συνέχεια των φορέων του ΕΟΠΥΥ οι οποίες είχαν εκτελεσθεί μέχρι 31.12.2014 (όπως δηλαδή οι επίδικες), συνεχίζουν να επιβαρύνουν, τον προϋπολογισμό του ΕΟΠΥΥ από τον οποίο εξακολουθεί να διενεργείται η ενταλματοποίηση και εκτελούνται σε βάρος του . Κατά συνέπεια, εφόσον οι ένδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν μεταξύ της ενάγουσας και του "Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ.", και τα ένδικα είδη παραδόθηκαν προσηκόντως σε υπηρεσίες αυτού έως και το έτος 2005 και πάντως πριν από τις 31.12.2014, οι σχετικές αξιώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή βάρυναν αρχικά τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., ως καθολικό διάδοχο του "Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ," και όχι το τρίτο εναγόμενο νομικό πρόσωπο με την επωνυμία "2η ΔΥΠΕ". Δυνάμει του άρθρου 97 του ν. 4486/2017, με το οποίο αντικαταστάθηκε η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 52 του ν.4430/2016, μετά τις 30.6.2017 οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του ΕΟΠΥΥ που προέρχονται από ΦΚΑ των οποίων οι κλάδοι υγείας εντάχθηκαν στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ, μεταφέρονται, παρακολουθούνται και βαρύνουν τον προϋπολογισμό του ΕΦΚΑ ,ενώ εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές από τις άνω ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις συνεχίζονται από τον ΕΦΚΑ χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης. Σύμφωνα με τα ανωτέρω οι αξιώσεις της ενάγουσας που αφορούν ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., δηλαδή φορέα κοινωνικής ασφάλισης, ο κλάδος υγείας του οποίου είχε ενταχθεί στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., βαρύνουν πλέον τον Ε.Φ.Κ.Α. ο οποίος και νομιμοποιείται παθητικά και όχι ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ., ο οποίος, δεν νομιμοποιείται πλέον παθητικά. Επομένως ορθά η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη, για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης τόσο του νομικού προσώπου με την επωνυμία "ΕΟΠΥΥ" όσο και του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ- ΑΙΓΑΙΟΥ 2η ΔΥΠΕ" και έκανε δεκτή την αγωγή για το εκκαλούν νομικό πρόσωπο". Έτσι που έκρινε το Εφετείο και έκανε δεκτή την αγωγή ως προς το αναιρεσείον ΝΠΔΔ e-ΕΦΚΑ, και απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης ως προς τα ΝΠΔΔ "Ε.Ο.Π.Υ.Υ.", και "ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ, επικυρώνοντας την εκκαλούμενη απόφαση που είχε κρίνει κατά τον ίδιο τρόπο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 52 παρ. 4 του Ν. 4430/2016, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 97 παρ. ια' του Ν. 4486/2017 και 12 του Ν. 4578/2018, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες, και, επίσης, ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 13 του Ν. 4578/2018, η οποία δεν ήταν εφαρμοστέα σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, αφού κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, που έγιναν και κατ' ουσίαν δεκτά πρωτοδίκως και δεν αμφισβητήθηκαν από τους εκκαλούντες με λόγο έφεσης, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία είχε ληξιπρόθεσμη απαίτηση κατά του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ποσού 150.793,,22 ευρώ με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, από τις αναφερόμενες στην αγωγή άκυρες συμβάσεις πώλησης οστομικών υλικών, οι οποίες καταρτίσθηκαν και εκτελέστηκαν μέχρι τον κρίσιμο χρόνο της 31-12-2011 και δεν είχαν εξοφληθεί μέχρι τις 30-6-2017, τόσο από το αρχικά πρώτο εναγόμενο ΙΚΑ, όσο και από τον οιονεί καθολικό διάδοχό του ΕΟΠΥΥ, και συνεπώς, η εκκρεμής ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δίκη, αφορώσα στις ανωτέρω ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του κλάδου υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που μεταβιβάστηκαν στον ΕΟΠΥΥ με το Ν. 3918/2011 (και παρέμειναν σε αυτόν και μετά το Ν. 4238/2014 αφού δεν μεταφέρθηκαν στις ΔΥΠε) συνεχίστηκε νομίμως πλέον από τον ΕΦΚΑ (και ήδη τον "e-ΕΦΚΑ"), στον οποίο οι υποχρεώσεις αυτές μεταφέρθηκαν και βαρύνουν τον προϋπολογισμό του, χωρίς να επέλθει διακοπή της δίκης, και ο οποίος πλέον μόνος νομιμοποιείται παθητικά στην ένδικη υπόθεση, χωρίς να παύσει μεταγενέστερα η νομιμοποίηση αυτή του e-ΕΦΚΑ δυνάμει του άρθρου 13 του Ν. 4578/2018, όπως εσφαλμένως ισχυρίζεται το αναιρεσείον, γιατί το άρθρο αυτό δεν αφορά στις ανωτέρω ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις κατά του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που μεταβιβάστηκαν στον ΕΟΠΥΥ και κατά το άρθρο 52 παρ. 4 του Ν. 4430/2016, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 97 παρ. ια' του Ν. 4486/2017, "μεταφέρονται, παρακολουθούνται και βαρύνουν τον προϋπολογισμό του ΕΦΚΑ", αλλά εκείνες τις εκκρεμείς δίκες που έχουν ως αντικείμενο τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (πρώην ΟΠΑΔ, πρώην Οίκος Ναύτου, πρώην ΤΑΥΤΕΚΩ), οι οποίες εντάχθηκαν μεν στον ΕΟΠΥΥ, αλλά δεν μεταφέρθηκαν μετά τις 30-6-2017 προς εξόφληση στον ΕΦΚΑ, γιατί εξαιρέθηκαν ρητά, και ως εκ τούτου εξακολουθούν να παρακολουθούνται από τον ΕΟΠΥΥ και να βαρύνουν τον προϋπολογισμό του και χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή το γεγονός ότι παρήλθε η ορισθείσα με το άρθρο 12 του Ν. 4578/2018, μέχρι τις 31-12-2022, προθεσμία που είχε δοθεί στον e-ΕΦΚΑ για την εξόφλησή των, αφού η διάταξη του άρθρου 52 παρ. 4 του Ν. 4430/2016, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 97 παρ. ια' του Ν. 4486/2017, εξακολουθεί να ισχύει. Επομένως, οι πρώτος, τρίτος και όγδοος λόγοι αναίρεσης, εξεταζόμενοι ως σύνολο, στους οποίους το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ανωτέρω από τον αρ. 1 (και όχι και από τους αρ. 9, 14 και 19, που επικαλείται) του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι αβάσιμοι.
Κατά την παράγραφο 6 του άρθρου 40 του Α.Ν. 1846/1951, όπως αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 15 παρ. 2 του Ν. 4476/1965 και στη συνέχεια με το άρθρο 7 του Ν. 825/1978 "Πάσαι αι αξιώσεις εκ παροχών εις χρήμα της ασφαλίσεως ασθενείας παραγράφονται μετά έξι μήνας αφ' ης κατέστησαν απαιτηταί. Απαιτηταί δόσεις συντάξεων μη εισπραχθείσαι δι' οιονδήποτε λόγον εντός έτους παραγράφονται. Η ετήσια παραγραφή άρχεται από του τέλους του μηνός ον αφορά η υπό πληρωμήν σύνταξις [...]. Πάσα άλλη οιαδήποτε κατά του ΙΚΑ απαίτησις παραγράφεται μετά πενταετίαν". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι και οι απαιτήσεις από σύμβαση πώλησης, καθώς και για την απόδοση του πλουτισμού από άκυρη σύμβαση πώλησης, των προμηθευτών του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Ηλεκτρικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης" (e-ΕΦΚΑ), που υπεισήλθε στα δικαιώματα του ΙΚΑ, ως οιονεί καθολικός διάδοχος του, κατά το άρθρο 51 του Ν.4387/2016, όπως προαναφέρθηκε, υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή. Η παραγραφή αυτή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (άρθρο 251 ΑΚ) και όχι από τη λήξη του έτους, μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής, όπως ορίζει το άρθρο 253 ΑΚ, το οποίο αφορά μόνο στις αξιώσεις που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 250 ΑΚ (ΑΠ 1408/2024, ΑΠ 559/2021, ΣτΕ 790/2024). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 261 παρ. 1 ΑΚ, την παραγραφή διακόπτει η έγερση αγωγής, η δε παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ' άλλο τρόπο περάτωση της δίκης. Επίσης, κατά το άρθρο 263 ΑΚ, που έχει εφαρμογή και στην παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου (ΑΠ 1408/2024, ΑΠ 1484/2022, ΑΠ 52/2021, ΑΠ 252/2016), κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, θεωρείται σαν να μην διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορρίφθηκε τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγής εντός έξι μηνών, η παραγραφή θεωρείται σαν να μην έχει διακοπεί. Στην περίπτωση που η διακοπή της παραγραφής επέρχεται με την άσκηση της αγωγής, η νέα παραγραφή αρχίζει από την άσκηση αυτής και διακόπτεται μετά από κάθε νέα διαδικαστική πράξη, οπότε αρχίζει εκ νέου(ΑΠ 1408/2024), η δε νέα αγωγή, για να έχει το ανωτέρω αποτέλεσμα, απαιτείται να έχει την ίδια ιστορική και νομική αιτία (ΑΠ 1554/2023, ΑΠ 234/2022, ΑΠ 43/2015). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 4 του Ν. 1649/1986 ορίζεται, ότι, αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, κατ' εφαρμογή των ρυθμίσεων του Ν. 1406/1983, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμοδίου δικαστηρίου μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο, λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε. Ακολούθως, το ζήτημα αυτό ρυθμίσθηκε με το άρθρο 41 Ν. 3659/2008, το οποίο ορίζει ότι "αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή αφότου καταστεί τελεσίδικη η επιδοθείσα πρωτόδικη απόφαση, λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε". Σύμφωνα συνεπώς με τη νεότερη αυτή διάταξη, η ανωτέρω δίμηνη ανατρεπτική προθεσμία αφετηριάζεται, αφότου καταστεί τελεσίδικη η επιδοθείσα πρωτόδικη απόφαση ή, αν η απόφαση εκδόθηκε κατ' έφεση από δικαστήριο του δεύτερου βαθμού, από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο. Για την ταυτότητα δε του νομικού λόγου, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, όχι μόνον όταν εκδίδεται επί της ασκηθείσης αγωγής απορριπτική απόφαση λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, αλλά και όταν ο ενάγων, αντιλαμβανόμενος ότι άσκησε την αγωγή του ενώπιον δικαστηρίου στερουμένου δικαιοδοσίας, ασκήσει νέα αγωγή ενώπιον του έχοντος δικαιοδοσία δικαστηρίου, χωρίς να αναμείνει την έκδοση απόφασης, αφού και με τον τρόπο αυτό πραγματώνεται ο σκοπός της ανωτέρω διάταξης, που συνίσταται στη σε σύντομο διάστημα επίλυση των εκκρεμών υποθέσεων και στην προστασία των ενδιαφερομένων, οι οποίοι με την εσφαλμένη άσκηση βοηθήματος ενώπιον Δικαστηρίου στερουμένου δικαιοδοσίας, κινδυνεύουν να παραγραφεί η αξίωσή τους (ΑΠ 1554/2023, ΑΠ 520/2023, ΑΠ 234/2022). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346 ΑΚ, 215 παρ. 1 εδ. α' και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επίδοση στον εναγόμενο αγωγής για επιδίκαση χρηματικής απαίτησης δεν είναι μόνο διαδικαστική πράξη αλλά έχει και χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας όχλησης που εμπεριέχει πρόσκληση του δανειστή απευθυντέα προς τον οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής ανεξαρτήτως του διαδικαστικού χαρακτήρα της ως στοιχείου άσκησης της αγωγής και μέσου έναρξης της δίκης, ώστε, ως εναρκτήρια αυτής διαδικαστική πράξη, να συνεπάγεται την τοκογονία του ληξιπροθέσμου χρέους χωρίς την υπερημερία του εναγόμενου οφειλέτη (ΑΚ 346) και ως όχληση να καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο υπό την επιφύλαξη της ένστασης του άρθρου 342 ΑΚ και υπόχρεο να πληρώσει το νόμιμο τόκο υπερημερίας όχι ως άμεσο αποτέλεσμα της αγωγής, η οποία δεν έχει τέτοια συνέπεια, αλλά της όχλησης που όταν ασκείται με την αγωγή της οποίας δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο, ούτε τη νομική φύση της, ούτε την αυτοτέλειά της έναντι της αγωγής αποβάλλει. Το ως άνω αποτέλεσμα της όχλησης που έγινε με την επίδοση καταψηφιστικής αγωγής προς τον οφειλέτη δεν ανατρέπεται αν η αγωγή αυτή απορριφθεί για λόγους που δεν ανάγονται στο υποστατό της αξίωσης, αλλά στην έλλειψη δικονομικών προϋποθέσεων, συνεπαγομένων ακυρότητα του δικογράφου της αγωγής ή απαράδεκτο αυτής (π.χ. λόγω αοριστίας). Αντίθετα, αν η αγωγή απορριφθεί για ουσιαστικό λόγο, το ανωτέρω αποτέλεσμα της περιέλευσης του οφειλέτη σε υπερημερία δεν διατηρείται, αφού στην περίπτωση αυτή η όχληση δεν αφορά σε νόμιμη ή βάσιμη απαίτηση (ΑΠ 1554/2023, ΑΠ 234/2022, ΑΠ 160/2021). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο ενάγων, του οποίου προγενέστερη αγωγή, που είχε επιδοθεί νομίμως, απορρίφθηκε λόγω έλλειψης δικονομικής προϋπόθεσης, δικαιούται να λάβει τόκους από την επίδοση εκείνης της αγωγής, η οποία δεν εξέλιπε ως όχληση δημιουργική υπερημερίας, εφόσον με νεότερη αγωγή επιδιώκει την επιδίκαση της ίδιας απαίτησης (ΑΠ 1554/2023, ΑΠ 585/2020, ΑΠ 178/2016). Τέλος, η κατά τα άρθρα 294, 295 παρ. 1, 297 ΚΠολΔ παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής, που έχει ως αποτέλεσμα το ότι η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα, συνεπάγεται την ανατροπή εξ υπαρχής μόνο των αποτελεσμάτων που επήλθαν με και από την άσκηση αυτής, δεν αφορά όμως και την επίδοση της αγωγής κατά το μέρος που η επίδοσή της έχει χαρακτήρα όχλησης, δημιουργική υπερημερίας του οφειλέτη και οφειλής για αντίστοιχους τόκους σύμφωνα με το άρθρο 345 ΑΚ (ΟλΑΠ 13/1994, ΑΠ 1554/2023, ΑΠ 234/2022). Επομένως ο ενάγων, ο οποίος με προγενέστερη αγωγή του, επιδοθείσα νομίμως, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε, είχε ζητήσει την επιδίκαση της ίδιας απαίτησης, που ενασκεί με τη νέα αγωγή, δικαιούται να λάβει τόκους από την επίδοση της πρώτης αγωγής, η οποία δεν εξέλιπε ως όχληση δημιουργική υπερημερίας (ΑΠ 1554/2023, ΑΠ 520/2023, ΑΠ 234/2022, ΑΠ 1418/2018). Με τους τέταρτο και έβδομο λόγους αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1(όχι δε και από τους αριθμούς 14 και 19) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 346, 261 και 263 ΑΚ, 7 παρ.2 ΝΔ 496/1974, του άρθρου μόνου του ΠΔ 437/1977 και των άρθρων 9 παρ.4 N. 1649/1986 και 41 Ν. 3659/2008, κρίνοντας εσφαλμένα α) ότι η αρχική 40.140/2007 αγωγή, που ασκήθηκε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών και απορρίφθηκε τελεσίδικα λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, διέκοψε την παραγραφή της επίδικης αξίωσης, αν και αυτή είχε διαφορετική πραγματική και νομική βάση, αφού στηριζόταν στην διοικητική σύμβαση και όχι στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, όπως οι επόμενες δύο αγωγές(έβδομος λόγος) και β) ότι το αναιρεσείον, αν κριθεί ότι η κατ' αυτού αξίωση δεν έχει παραγραφεί, οφείλει να καταβάλει τόκους όχι από την επίδοση της ανωτέρω 40.140/2007 αγωγής, αλλά από την επίδοση της ένδικης αγωγής. Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 αριθ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, ως προς τα ανωτέρω ζητήματα: α) της διακοπής της παραγραφής της ένδικης αξίωσης και β) της έναρξης της τοκογονίας του επιδικασθέντος ποσού, τα ακόλουθα: " Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και την εν γένει διαδικασία αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη αρχικά άσκησε κατά του ΙΚΑ την από 2-11-2007 και με αριθμό κατάθεσης ... αγωγή της ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, μεταξύ άλλων και, για την επίδικη αξίωση με την ίδια πραγματική και νομική αιτία και τα ίδια ακριβώς αιτήματα με την ένδικη αγωγή, καθώς εκτός από τη βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης (η από 2.11.2007 αγωγή της) περιείχε και τη βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η αγωγή αυτή επιδόθηκε στο ΙΚΑ την 8-11-2007 (βλ.με αριθμό ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Β. Κ.) και έτσι διεκόπη η παραγραφή των απαιτήσεών της και άρχισε να διαδράμει νέος χρόνος πενταετούς παραγραφής. Επί της ανωτέρω αγωγής εξεδόθη η με αριθμ. ... απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή, κατά την κύρια βάρη της, χωρίς να εξετάσει την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού λόγω άκυρης σύμβασης προμήθειας και υποχρεώθηκε το Ι.Κ.Α. να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 933.887,49 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και, επ' αυτής, εκδόθηκε η με αριθμό ... απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε ότι η διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Η τελεσίδικη αυτή απόφαση επιδόθηκε στην ενάγουσα στις 22/03/2012. Στη συνέχεια, η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών: Α) την από 30/03/2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ... αγωγή, που απευθυνόταν κατά του δεύτερου εναγομένου Ν.Π.Δ.Δ. (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) ως καθολικού διαδόχου του ΙΚΑ -ΕΤΑΜ, στο οποίο και επιδόθηκε στις 10-4-2012 (βλ. τη με αριθμό ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Β. Κ.). Επομένως η αγωγή αυτή ασκήθηκε εντός της δίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 9 παρ. 4 του Ν. 1649/1986 σε συνδυασμό με το άρθρο 41 του Ν. 3659/2008, αφού η προθεσμία αυτή άρχισε από την επομένη της επίδοσης της ως άνω τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών στην ενάγουσα (στις 22-3-2012, όπως προκύπτει από την σχετική σημείωση επί της με αρ.... απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα) και συνεπώς λογίζεται ασκηθείσα στις 6-11-2007, που ασκήθηκε η αγωγή ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Συνακόλουθα, η διακοπή της πενταετούς παραγραφής των αγωγικών αξιώσεων επήλθε ήδη από την επίδοση της από 02/11/2007 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ... αρχικής αγωγής ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την άσκηση δε της δεύτερης αγωγής ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων επήλθε εκ νέου διακοπή της παραγραφής και ξεκίνησε νέα ισόχρονη παραγραφή, μέχρι την 30/3/2017. Δικάσιμος συζήτησης της ανωτέρω αγωγής είχε ορισθεί η 10-10-2012, όταν και αναβλήθηκε για την 28-1-2015, όταν και ματαιώθηκε λόγω αναστολής εργασιών του Πρωτοδικείου Αθηνών για τις εθνικές εκλογές της 25-1-2015. Την ανωτέρω αγωγή επανάφερε η ενάγουσα με την από 25-2-2015 με αριθμό κατάθεσης ... κλήση της η οποία έλαβε δικάσιμο 22-3-2017 και επιδόθηκε στο εναγόμενο ν.π.δ.δ. νόμιμα, σύμφωνα με την με αριθμό ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Μ. Κ.. Β) την από 24/04/2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ... αγωγή που απευθυνόταν κατά του δεύτερου εναγομένου ΝΠΔΔ (ΕΟΠΥΥ) ως καθολικού διαδόχου του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ στο οποίο και επιδόθηκε στις 2-5-2012 (βλ. τη με αριθμό ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Β. Κ.). Επομένως η αγωγή αυτή ασκήθηκε εντός της δίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 9 παρ. 4 του Ν. 1649/1986 σε συνδυασμό με το άρθρο 41 του Ν. 3659/2008, αφού η προθεσμία αυτή άρχισε από την επομένη της επίδοσης της ως άνω τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών στην ενάγουσα (στις 22-3-2012, όπως προκύπτει από την σχετική σημείωση επί της με αρ, ... απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα) και συνεπώς λογίζεται ασκηθείσα στις 6-11-2007, που ασκήθηκε η αγωγή ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Συνακόλουθα, η διακοπή της πενταετούς παραγραφής των αγωγικών αξιώσεων επήλθε ήδη από την επίδοση της από 02/11/2007 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ... αρχικής αγωγής ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την άσκηση δε της δεύτερης αγωγής ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων επήλθε εκ νέου διακοπή της παραγραφής και ξεκίνησε νέα ισόχρονη παραγραφή, μέχρι την 24/4/2017. Δικάσιμος συζήτησης της ανωτέρω αγωγής είχε ορισθεί η 10-10-2012, όταν και αναβλήθηκε για την 28-1-2015, όταν και ματαιώθηκε λόγω αναστολής εργασιών του Πρωτοδικείου Αθηνών για τις εθνικές εκλογές της 25-1-2015. Την ανωτέρω αγωγή επανάφερε η ενάγουσα με την από 25-2-2015 με αριθμό κατάθεσης ... κλήση της η οποία έλαβε δικάσιμο 22-3-2017 και επιδόθηκε στο εναγόμενο ν.π.δ.δ. νόμιμα, σύμφωνα με την με αριθμό ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Μ. Κ.. Στη συνέχεια, η ενάγουσα προέβη σε παραίτηση από τα δικόγραφα των ανωτέρω αγωγών και κλήσεων επαναφοράς αυτών. Συγκεκριμένα: Α) με την από 01/03/2017 δήλωση παραίτησης, που επιδόθηκε στο δεύτερο εναγόμενο στις 07/03/2017 (βλ. τη με αριθμό ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Μ. Κ.) η ενάγουσα παραιτήθηκε από το δικόγραφο της από 30-3-2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 70993/2806/2012 αγωγής της. Με την από 01/03/2017 δήλωση παραίτησης, που επιδόθηκε στο ΙΚΑ στις 07/03/2017 (βλ. τη με αριθμό ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στοΕφετείο Αθηνών Μ. Κ.) η ενάγουσα παραιτήθηκε από το δικόγραφο της από 4-12-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ... κλήσης της. Β) με την από 01/03/2017 δήλωση παραίτησης, που επιδόθηκε στον ΕΟΠΥΥ στις 07/03/2017 (βλ. τη με αριθμό ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Μ. Κ.) η ενάγουσα παραιτήθηκε από το δικόγραφο της από 24-4-2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ... αγωγής της. Με την από 01/03/2017 δήλωση παραίτησης, που επιδόθηκε στον εναγόμενο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. στις 07/03/2017 (βλ. τη με αριθμό ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Μ. Κ.) η ενάγουσα παραιτήθηκε από το δικόγραφο της από 25-2-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ... κλήσης της.
Συνεπώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263 παρ. 2 του Α.Κ., η οποία, εφαρμόζεται και στην παραγραφή των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, η παραγραφή των επίδικων απαιτήσεων θεωρείται ότι έχει διακοπεί ήδη από την άσκηση των από 30/3/2012 και 24/04/2012 αγωγών, από το δικόγραφο των οποίων παραιτήθηκε η ενάγουσα. Εξάλλου, σύμφωνα το άρθρο 261 παρ. 1 εδ. α' του Α.Κ., η παραγραφή που διακόπτεται με την άσκηση αγωγής, αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ' άλλο τρόπο περάτωση της δίκης. Ενόψει των ανωτέρω, οι επίδικες αξιώσεις δεν έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 40 παρ. 6 του Ν, 1846/1951, καθ' ότι η παραγραφή έχει διακοπεί, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο και δέχθηκε την σχετική αντένσταση διακοπής της παραγραφής που προέβαλε η ενάγουσα. Ωστόσο, εντός έξι μηνών από την παραίτηση αυτή, προέβη στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής που επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 30-3-2017 (βλ. τις με αριθμούς ... εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Μ. Κ.). Οι υπό κρίση αγωγές ασκήθηκαν εντός εξαμήνου από την παραίτηση από το δικόγραφο των ανωτέρω αναφερόμενων αγωγών οπότε κατ' άρθρο 263 παρ.2 ΑΚ) που εφαρμόζεται και εν προκειμένω και οι συνέπειες της διακοπής της παραγραφής με την αρχικώς ασκηθείσα ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων αγωγή διατηρούνται και ο τρίτος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επιπλέον, με τον έβδομο λόγο έφεσης το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι έσφαλε η εκκαλουμένη επιδικάζοντας τόκους υπερημερίας από 9.11.2007 επομένη της ημέρας επίδοσης της αρχικής από 2.11.2007 αγωγής ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και ότι θα σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να επιδικασθούν τόκοι από την άσκηση των ένδικων, τρίτων κατά σειρά, αγωγών ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος αφού κατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ/τος 496/1974 για την έναρξη της τοκοδοσίας οφειλής Ν.Π.Δ.Δ απαιτείται επίδοση αγωγής, κρίνεται όμως ουσιαστικά αβάσιμος αφού οι ένδικες αγωγές ασκήθηκαν εντός διμήνου από την επίδοση της με αριθ.... τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού Εφετείου Αθηνών που απέρριψε την από 2.11.2007 αγωγή για έλλειψη δικαιοδοσίας (επίδοση που έλαβε χώρα την 22.3.2012) , ώστε θεωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ.4 ου ν.1649/1986 και 41 του ν.3659/2008 ότι οι ένδικες αγωγές λογίζονται ως προς όλες τις έννομες συνέπειές τους ότι ασκήθηκαν κατά το χρόνο της άσκησης της από 2.11.2007 αγωγής, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη". Έτσι που έκρινε το Εφετείο ως προς το ζήτημα της διακοπής της παραγραφής της ένδικης αξίωσης, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 40 παρ. 6 του Α.Ν. 1846/1951, 251, 261, 263, 346 ΑΚ, 9 παρ. 4 Ν. 1649/1986 και 41 Ν.3659/2008, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες και εφαρμόστηκαν στην προκείμενη περίπτωση, καθόσον η παραίτηση της ήδη αναιρεσίβλητης εταιρίας από τα δικόγραφα των από 30-3-2012 και 24-4-2012 αγωγών της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και του ΕΟΠΥΥ αντιστοίχως, που είχαν την ίδια ιστορική και νομική βάση με την ένδικη αγωγή, δεν είχε ως αποτέλεσμα την άρση των συνεπειών της άσκησής τους αναδρομικά, καθώς και την άρση των συνεπειών της άσκησης της αρχικής από 2-11-2007 αγωγής της κατά του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, που επίσης περιείχε και την ίδια ιστορική και νομική βάση με την ένδικη αγωγή, ως προς το ζήτημα της διακοπής της παραγραφής της ένδικης αξίωσής της, αφού, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η ένδικη από 9-3-2017 αγωγή της ασκήθηκε εντός εξαμήνου από την παραίτηση αυτής (αναιρεσίβλητης) από τα δικόγραφα των από 30-3-2012 και από 24-4-2012 προγενέστερων για την ίδια απαίτηση αγωγών της, που είχαν ασκηθεί εντός του διμήνου που προβλέπουν τα άρθρα 9 παρ. 4 Ν. 1649/1986 και 41 Ν. 3659/2008, με αποτέλεσμα, κατ' άρθρο 263 εδ. β' ΑΚ, να διατηρούνται οι συνέπειες της διακοπής της παραγραφής με τις προηγουμένως ασκηθείσες (εντός του προβλεπόμενου από τις ανωτέρω διατάξεις διμήνου) ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων αγωγές της κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Επομένως ο έβδομος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο το αναιρεσείον ΝΠΔΔ προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθ. 1 (και όχι και από τους αριθ. 14 και 19, όπως το ίδιο ισχυρίζεται) του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, των προαναφερόμενων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι αβάσιμος. Επίσης, έτσι που έκρινε το Εφετείο ως προς το ζήτημα της έναρξης της τοκογονίας της επιδικασθείσας απαίτησης, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, που ήταν εφαρμοστέες και εφαρμόστηκαν στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον η παραίτηση της αναιρεσίβλητης από τα δικόγραφα των από 30-3-2012 και 24-4-2012 αγωγών της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν είχε ως συνέπεια την άρση των συνεπειών της ασκήσεώς τους αναδρομικά, επομένως και την άρση των συνεπειών της άσκησης της από 2-11-2007 αγωγής της ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς την έναρξη της τοκογονίας, αφού, κατά τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, οι αγωγές αυτές ασκήθηκαν εντός διμήνου από την επίδοση της τελεσίδικης αποφάσεως του Διοικητικού Δικαστηρίου που απέρριψε την πρώτη αγωγή της αναιρεσίβλητης για έλλειψη δικαιοδοσίας και επομένως θεωρείται ότι αυτή (ένδικη αγωγή) ως προς όλες τις έννομες συνέπειές της ασκήθηκε κατά το χρόνο ασκήσεως της ως άνω από 2-11-2007 πρώτης αγωγής της ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, συνακόλουθα δε, η αναιρεσίβλητη δικαιούται να λάβει τόκους υπερημερίας από την επίδοση εκείνης της αγωγής, η οποία δεν έπαυσε ως όχληση, δημιουργική υπερημερίας, εφόσον με τις νεότερες από 30-3-2012 και 24-4-2012 αγωγές της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που ασκήθηκαν στις 10-4-2012 και 2-5-2012 αντίστοιχα, ήτοι εντός της ανατρεπτικής προθεσμίας των δύο μηνών από την επίδοση, στις 22-3-2012, της ... τελεσίδικης απορριπτικής αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου, επιδίωκε την επιδίκαση της ίδιας απαιτήσεώς της, οπότε οι αγωγές αυτές λογίζονται, όπως εκτέθηκε, ως προς όλες τις έννομες συνέπειές τους ότι ασκήθηκαν κατά τον χρόνο εκείνης που απορρίφθηκε. Επομένως και o τέταρτος λόγος της αναιρέσεως με τον οποίο το αναιρεσείον ΝΠΔΔ προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ανωτέρω πλημμέλεια από τον αριθμό 1(και όχι και από τους αριθ. 14 και 19, όπως το ίδιο ισχυρίζεται) του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 περ. γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, υπό οιανδήποτε μορφή της, που δημιουργεί εκκρεμότητα δίκης, και ιδίως η αγωγή, η ανταγωγή, η κυρία παρέμβαση, η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, η ανακοπή ή τριτανακοπή και τα ένδικα μέσα (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 1554/2023, ΑΠ 917/2020) όχι, όμως, και ο λόγος της έφεσης, που περιέχει παράπονο κατά της εκκαλούμενης απόφασης, το οποίο αφορά σε πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες αυτής αναφορικά με ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ο οποίος συνιστά "πράγμα", κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, η λήψη ή μη λήψη υπόψη του οποίου θεμελιώνει τον από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προβλεπόμενο αναιρετικό λόγο (ΑΠ 1554/2023, ΑΠ 407/2023, ΑΠ 81/2022, ΑΠ 62/2019). Εξάλλου, δεν στοιχειοθετείται ο ανωτέρω λόγος (από τον αριθ. 8), αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον προταθέντα με τον λόγο έφεσης ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 1554/2023, ΑΠ 531/2022, ΑΠ 1293/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον ΝΠΔΔ προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθ. 8 (και όχι από τους αριθ. 1, 9, 14 και 19, όπως το ίδιο επικαλείται) του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν "επιλήφθηκε" του όγδοου λόγου έφεσής του, με τον οποίο είχε προβάλει ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, παραβιάζοντας το άρθρο 21 παρ. 9 του Ν. 1902/1990 είχε κηρύξει την εναντίον του απόφασή του προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 70.000 ευρώ. Ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης είναι προεχόντως απαράδεκτος ως αλυσιτελής, γιατί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως τελεσίδικη, είναι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 904 παρ. 2 περ. α' του ΚΠολΔ εκτελεστή, και, σε κάθε περίπτωση, αβάσιμος, γιατί το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ανωτέρω όγδοο λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος ΝΠΔΔ και ρητά τον απέρριψε.
Από τις διατάξεις των άρθρων 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ και 2 του ΑΚ προκύπτει ότι το εφετείο, κατά το πρώτο στάδιο της δίκης της έφεσης κατά απόφασης που έχει προσβληθεί με έφεση, εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης, με μόνες εξαιρέσεις τις περιπτώσεις που ο νέος νόμος, με ρητή διάταξη, καταλαμβάνει και τις σχέσεις, που έχουν οριστικά κριθεί ή είναι πραγματικά ερμηνευτικός, οπότε θεωρείται σύγχρονος του ερμηνευόμενου, ενώ στην περίπτωση κατά την οποία, συνεπεία παραδοχής κάποιου λόγου έφεσης, ως ουσιαστικά βάσιμου, εξαφανίσει την εκκληθείσα απόφαση και ακολουθήσει νέο στάδιο, κατά το οποίο κρατώντας το ίδιο την υπόθεση, δικάζει αυτήν στην ουσία, υποκαθιστάμενο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οφείλει, συμμορφούμενο προς τη γενική διάταξη του άρθρου 2 του ΑΚ, να εφαρμόσει το νέο νόμο, αφού αυτός ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της δικής του απόφασης, που κρίνει την ουσία της υπόθεσης, ασχέτως αν αυτός έχει ή όχι αναδρομική δύναμη και η εφαρμογή του οδηγεί σε κρίση διαφορετική από εκείνη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΟλΑΠ 1/2020, ΑΠ 1408/2024, ΑΠ 1554/2023, ΑΠ 407/2023, ΑΠ 306/2017). Ο αναιρετικός έλεγχος νομιμότητας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης γίνεται με βάση το νόμο, που όφειλε να εφαρμόσει το ουσιαστικό δικαστήριο, του οποίου η απόφαση προσβάλλεται. Κατ' εξαίρεση ο αναιρετικός έλεγχος νομιμότητας θα γίνει με νόμο μεταγενέστερο εκείνου, αν ο τελευταίος έχει αναδρομική ισχύ και ορίζει ότι εφαρμόζεται και επί των τελεσιδίκως κριθέντων ή στις δίκες που είναι εκκρεμείς σε οποιοδήποτε δικαστήριο ή δεν έγιναν αμετάκλητες, με την προϋπόθεση ότι η διάταξη για αναδρομική ισχύ δεν προσκρούει σε διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος, Σύνταγμα, ΕΣΔΑ κλπ. (ΟλΑΠ 30/1998, ΑΠ 1408/2024, ΑΠ 1554/2023, ΑΠ 1628/2017). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του Κ.Δ. της 26.6/10.7.1944 "Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου": "Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη διά συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής". Ακολούθως, με τη διάταξη του άρθρου 45 Ν. 4607/2019 (ΦΕΚ Α' 65/24.4.2019) ορίσθηκε ότι: "Το ύψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Το επιτόκιο του προηγούμενου εδαφίου δεν μεταβάλλεται, κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), πριν από την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά μία (1,00) εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του το επιτόκιο που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για: α)...β)...γ)...Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων αυτών, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά ή παραπομπή στο ύψος του οφειλόμενου από το Δημόσιο νόμιμου επιτοκίου ή και του επιτοκίου υπερημερίας, νοείται το επιτόκιο του παρόντος" (παρ. 1). "Στην περίπτωση των ένδικων βοηθημάτων κατά του Δημοσίου, τόκος οφείλεται, σε κάθε περίπτωση, μόνο από την επίδοση των σχετικών δικογράφων από τον διάδικο στον Υπουργό Οικονομικών ή στο αρμόδιο όργανο του Δημοσίου ή της Αρχής που προβλέπεται από τον νόμο σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων..." (παρ. 2). Με την ως άνω ρύθμιση του άρθρου 45 του Ν. 4607/2019 τροποποιήθηκε το πλαίσιο για την τοκοφορία των οφειλών του Δημοσίου, με μείωση του επιτοκίου από το έως τότε ισχύον έξι τοις εκατό (6%) ετησίως, στο ύψος που ορίζεται στην εν λόγω νέα διάταξη, επειδή, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, το (προ)ισχύον νόμιμο επιτόκιο για τις οφειλές του Δημοσίου (ύψους 6% ετησίως), εκτός του γεγονότος ότι κρίνεται ιδιαίτερα υψηλό για τις σημερινές δημοσιονομικές συνθήκες λόγω του αμετάβλητου χαρακτήρα του, δεν προσαρμόζεται στο εκάστοτε χρηματοοικονομικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα τη σοβαρή επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, λαμβανομένου υπόψη και του ρυθμού απονομής δικαιοσύνης και επίσης, με την ρύθμιση αυτή ενοποιήθηκε η έως τώρα υφιστάμενη νομοθεσία και καθιερώνεται ενιαίος τρόπος υπολογισμού του οφειλόμενου από το Δημόσιο τόκου (νόμιμου και υπερημερίας), για τις σχετικές οφειλές αυτού, ανεξάρτητα από την αιτία τους, με αναφορά στο επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), το οποίο ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ενδίκου βοηθήματος (γένεση επιδικίας), πλέον των προτεινόμενων εκατοστιαίων μονάδων (ΑΠ 1408/2024, ΑΠ 1554/2023, ΑΠ 1303/2022). Περαιτέρω, από τη διάταξη της παρ. 3 του ιδίου άρθρου 45 του ανωτέρω Ν. 4607/2019, που ορίζει ότι οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται και σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο νόμος αυτός δημοσιεύθηκε την 24η Απριλίου 2019, συνάγεται ότι στις υποθέσεις, οι οποίες είναι εκκρεμείς σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, συνεπώς και ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά την 24η Απριλίου 2019, το επιτόκιο οφειλών του Δημοσίου μέχρι και τις 30.4.2019 θα υπολογίζεται σε ποσοστό 6% ετησίως, σύμφωνα με την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 21 του Δ/τος της 26.6/10.7.1944 και από 1.5.2019 θα υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 45 του Ν. 4607/2019 (ΑΠ 1408/2024, ΑΠ 1554/2023, ΑΠ 407/2023, ΑΠ 1303/2022). Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και για τον ΕΦΚΑ, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 62 παρ. 3 Θ' του Ν. 4387/2016, που ορίζει ότι ο ΕΦΚΑ έχει τα ουσιαστικά, δικονομικά και οικονομικά προνόμια του Δημοσίου (ΑΠ 1408/2024, ΑΠ 1554/2023, ΑΠ 643/2023, ΑΠ 407/2023). Με τον έκτο λόγο αναίρεσης το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 21 του από 26-6/10-7-1944 διατάγματος "Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου", η οποία δεν ήταν εφαρμοστέα και εσφαλμένα δεν εφάρμοσε την εφαρμοστέα διάταξη του άρθρου 45 του Ν. 4607/2019, που έχει ισχύ και για τον ΕΦΚΑ και έτσι το υποχρέωσε να καταβάλει τόκο, για το μετά την 1/5/2019 χρονικό διάστημα, με επιτόκιο 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής και όχι με το επιτόκιο του άρθρου 45 Ν. 4607/2019, που εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς δίκες. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αφού η νέα ως άνω ρύθμιση του άρθρ. 45 ν. 4607/2019, έχοντας ημερομηνία έναρξης ισχύος την 24.4.2019, ίσχυε τόσο κατά τον χρόνο συζήτησης της έφεσης του αναιρεσείοντος ενώπιον του Εφετείου (16-11-2021), όσο και κατά το χρόνο δημοσίευσης της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης (5-9-2022) και καταλάμβανε και την εκκρεμή στις 24.4.2019 ένδικη αξίωση της ιδιώτη - ενάγουσας - εφεσίβλητης - και ήδη αναιρεσίβλητης, για επιδίκαση τόκου, κατά το μέρος που η αξίωση αυτή ανάγεται και υπολογίζεται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου και συνεπώς, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του παρέλειψε να εφαρμόσει την διάταξη του άρθρ. 45 Ν. 4607/2019, που ήταν εφαρμοστέα και για τον ΕΦΚΑ, για το μετά την 1/5/2019 χρονικό διάστημα, αν και ήταν υποχρεωμένο να το κάνει και αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, κατά το μέρος που η κρίση του αυτή (περί τοκοδοσίας) αφορά στο χρονικό διάστημα μετά την 1/5/2019, αφού από τότε και μεταγενέστερα, ο οφειλόμενος από το Δημόσιο και συνεπώς και από τον ΕΦΚΑ τόκος υπολογίζεται με βάση τη νεότερη και ειδική ρύθμιση του άρθρ. 45 ν. 4607/2019 και όχι κατά το άρθρ. 21 του "Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου", το οποίο δεν είναι εφαρμοστέο για το χρονικό αυτό διάστημα. Κατόπιν των ανωτέρω, κατά παραδοχή του ως άνω κριθέντος ως βασίμου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά το κεφάλαιο των τόκων. Κατά τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 και 3 του Ν.3693/1957 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους διατάξεων", που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, "1. Επί δικών μετά του Δημοσίου η περιλαμβανομένη εις τας αποδοτέας προς τον νικώντα διάδικον δαπάνας αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του μειούται μέχρι του ημίσεος του ελαχίστου ορίου της διατιμήσεως εκάστης ενεργείας, μη δυναμένη πάντως να υπερβή δι` όλας τας καθ` έκαστον βαθμόν δικαιοδοσίας πράξεις τας δώδεκα χιλιάδας χαρτίνας δραχμάς...3. Αι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται και εις δίκας εν αις διάδικος είναι Υπουργός ή Νομάρχης ή πρόσωπον του οποίου η νομική υπηρεσία διεξάγεται διά του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους", κατ' εξουσιοδότηση δε του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 εκδόθηκε η 134423/8-12-1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών " Αναπροσαρμογή δικαστικών εξόδων" (ΦΕΚ Β'11/1993), που αναπροσάρμοσε το όριο αυτό. Από τις διατάξεις αυτές συνδυαζόμενες με τις διατάξεις των άρθρων 62 παρ. 3 περ. Β', Γ' και Θ' του ανωτέρω Ν. 4387/2016 (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 του ν. 4445/2016), που ορίζουν ότι στον ΕΦΚΑ λειτουργεί γραφείο Νομικού Συμβούλου, σύμφωνα με τα εκάστοτε ισχύοντα για το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους(ΝΣΚ), απαρτιζόμενο από το αναφερόμενο στο άρθρο αυτό κύριο προσωπικό του ΝΣΚ (περ. Β'), ότι οι μεταφερόμενοι στον ΕΦΚΑ δικηγόροι με έμμισθη εντολή, που υπάγονται στην Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών αυτού, τελούν υπό την εποπτεία του Γραφείου του Νομικού Συμβούλου και έχουν προϊστάμενο τον εκάστοτε προϊστάμενο αυτού(περ. Γ') και ότι ο ΕΦΚΑ έχει τα ουσιαστικά, δικονομικά και οικονομικά προνόμια του Δημοσίου(περ. Θ')συνάγεται ότι ακόμα και αν ο ΕΦΚΑ, ο οποίος έχει τα προνόμια του Δημοσίου, εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο όχι από μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αλλά από δικηγόρο του με έμμισθη εντολή δικαιούται και υποχρεούται ανάλογα σε μειωμένη δικαστική δαπάνη, κατά τους ορισμούς του ως άνω άρθρου 22 παρ. 1 του ν.3693/1957, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 12 ν. 1738/1987 και αρ. 2 της 134423/1993 κοινής απόφασης των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, αφού ουσιαστικά η εκπροσώπησή του έγινε από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, στην εποπτεία του οποίου υπάγονται και οι δικηγόροι, που απασχολούνται σε αυτό με έμμισθη εντολή (πρβλ ΑΠ 207/2024). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1(όχι δε και από τους αριθμούς 9, 14 και 19, που επικαλείται) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957 του άρθρου 5 παρ. 12 ν. 1738/1987 και της ΚΥΑ 134423/1993, οι οποίες προβλέπουν μειωμένη δικαστική δαπάνη στα ΝΠΔΔ, μεταξύ των οποίων και το ίδιο, ως διάδοχο του αρχικού διαδίκου ΙΚΑ - ΕΤΑΜ και έτσι απέρριψε λόγο της έφεσής του, με τον οποίο παραπονείτο γιατί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις διατάξεις αυτές και του επέβαλλε ως δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης το ποσό των 6.000 ευρώ. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ' αριθ. 1220/2021 απόφασή του καταδίκασε το πρώτο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας- αναιρεσίβλητης, τα οποία καθόρισε στο ποσό των 6.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονέθηκε το αναιρεσείον με την έφεσή του και το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του απέρριψε το σχετικό λόγο της έφεσης με το αιτιολογικό ότι το αναιρεσείον δεν εκπροσωπήθηκε από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και επομένως δεν έχει τα προνόμια του Δημοσίου. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των προαναφερόμενων άρθρων, τις οποίες δεν εφάρμοσε, αν και συνέτρεχαν οι όροι και οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το αναιρεσείον, ακόμα και αν εκπροσωπείται από δικηγόρο του με έμμισθη εντολή διεξαγάγει ουσιαστικά τις υποθέσεις του δια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, στην εποπτεία του οποίου υπάγονται και οι δικηγόροι, που απασχολούνται σε αυτό με έμμισθη εντολή και συνεπώς απολαμβάνει τα προνόμια του Δημοσίου, μεταξύ των οποίων και τη μειωμένη δικαστική δαπάνη, όπως αυτή προσδιορίζεται στις ανωτέρω διατάξεις. Επομένως, ο λόγος αυτός είναι βάσιμος. Κατόπιν των ανωτέρω, κατά παραδοχή των παραπάνω κριθέντων ως βασίμων πέμπου και έκτου λόγων αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά το κεφάλαιο των τόκων και των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος-πρώτου εναγομένου του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και για την ενότητα του τίτλου εκτέλεσης και ως προς την διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης για τα δικαστικά έξοδα. Περαιτέρω, ενόψει του ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση, πρέπει αυτή, κατ' εφαρμογή του άρθρου 580 παρ. 3 εδ. α' του ΚΠολΔ, να κρατηθεί και να δικασθεί από το παρόν αναιρετικό τμήμα και στη συνέχεια να γίνει δεκτή η έφεση του πρώτου εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, να κρατηθεί και να δικαστεί η έφεση του και, κατά παραδοχή αυτής, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το ανωτέρω μέρος της, να δικαστεί η αγωγή της ενάγουσας-ήδη αναιρεσίβλητης κατά την βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και να υποχρεωθεί το αναιρεσείον, που συνεχίζει την δίκη ως οιονεί καθολικός διάδοχος του αρχικά πρώτου εναγομένου ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη-ενάγουσα το επιδικασθέν (με την πρωτόδικη απόφαση, που επικυρώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μη αναιρούμενο μέρος) ποσό των 150.793,22 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση στις 8-11-2007 της 40.140/2007 αγωγής ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και μέχρι την εξόφληση, με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως για το διάστημα έως και τις 30-4-2019 και με το επιτόκιο του άρθρου 45 ν. 4607/2019 για το διάστημα από 1-5-2019 και εφεξής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων για όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά το άρθρο 22 παρ. 2 εδ. β' του ν. 3693/1957, που εφαρμόζεται και για το αναιρεσείον σε συνδ. με τα άρθρα 178 και 183 του ΚΠολΔ, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών, αλλά και λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας της ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ). Β) Επί της από 16-11-2022 αίτησης αναίρεσης και του από 31-1-2023 πρόσθετου λόγου αναίρεσης της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "...".
Από τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, ότι δηλαδή ο ίδιος είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης. Για τον έλεγχο της νομιμοποίησης το δικαστήριο οφείλει να αρκεσθεί στους εμπεριεχόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο ισχυρισμούς. Αρκεί, δηλαδή, μόνον ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός είναι ο φορέας του δικαιώματος και ο εναγόμενος ο φορέας της αντίστοιχης υποχρεώσεως ή ότι αυτοί είναι τα υποκείμενα της έννομης σχέσης, που φέρεται προς κρίση. Αν οι αγωγικοί ισχυρισμοί δεν αιτιολογούν ένα τέτοιο σύνδεσμο ενάγοντος και εναγομένου, η αγωγή θα είναι ανομιμοποίητη και θα απορριφθεί ως απαράδεκτη. Αν, όμως, οι αγωγικοί ισχυρισμοί αιτιολογούν μεν τον ως άνω σύνδεσμο αλλά αποδεικνύεται η αναλήθεια των ισχυρισμών αυτών, τότε η αγωγή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποίησης, αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος ή της επίδικης υποχρεώσεως. Ποια πρόσωπα είναι οι -κατά κανόνα- φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής.
Συνεπώς, η από μέρους του εναγομένου προβαλλόμενη έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής (ΑΠ 1408/2024, AΠ 783/2021, ΑΠ 266/2021, ΑΠ 260/2020, ΑΠ 59/2019). Ο αναιρετικός έλεγχος της νομιμοποιήσεως γίνεται με το λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι κατά τον ΚΠολΔ η νομιμοποίηση των διαδίκων νοείται ως η εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση. Επειδή λοιπόν το ουσιαστικό δίκαιο καθορίζει το αντικείμενο της έννομης σχέσης αλλά και τους φορείς, η τυχόν εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το ζήτημα της νομιμοποίησης κάποιου διαδίκου σημαίνει ότι το σφάλμα αυτό οφείλεται σε παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 1408/2024, ΑΠ 266/2021, ΑΠ 260/2020, ΑΠ 59/2019).
Συνεπώς, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου ότι συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις αυτές ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και όχι εκείνο του αριθμού 14 του ίδιου Κώδικα, ο οποίος ανακύπτει μόνο όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν εκτίθενται τα στοιχεία που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση και δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκησή της (ΑΠ 1408/2024ΑΠ 1542/2022, ΑΠ 1278/2017, ΑΠ 632/2014). Στην προκείμενη περίπτωση, αναφορικά με τη νομιμοποίηση των δευτέρου και τρίτου των εναγομένων και ήδη δευτέρου και τρίτου των αναιρεσιβλήτων ΕΟΠΥΥ και 2ης ΔΥΠε αντιστοίχως, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα: "Ειδικότερα, από την επισκόπηση της ... απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προκύπτει ότι τόσο το εκκαλούν ΕΦΚΑ όσο και ο ΕΟΠΥΥ και η 2η ΔΥΠΕ παραστάθηκαν αμφότεροι ενώπιον του άνω δικαστηρίου ως διάδοχοι του ΙΚΑ ΕΤΑΜ, ενώ από τα ταυτάριθμα με την άνω απόφαση πρακτικά φέρεται ότι ο ΕΦΚΑ παρίσταται ως διάδοχος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Εξάλλου, από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε τα ακόλουθα σχετικά με τη νομιμοποίηση (ενν. των/εναγομένων: "Η τρίτη εναγόμενη 2η Δ.Υ.ΠΕ. Πειραιώς και Αιγαίου, με τις προτάσεις της, προβάλλει ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 29 του Ν. 3918/2011 και βάσει των διατάξεων του Ν. 4238/2014, ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. είναι υπόχρεος για την καταβολή των αιτούμενων με την ένδικη αγωγή ποσών, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος Ε.Ο.Π.Υ.Υ. με τις προτάσεις του υποστηρίζει ότι, βάσει του άρθρου 52 παρ. 4 του Ν. 4430/2016, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, οι οφειλές του πρώην Ι.Κ.Α. έχουν περιέλθει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ε.Φ.Κ.Α. και, ως εκ τούτου, ο Ε,Ο.Π.Υ,Υ. μη νομίμως ενάγεται. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, με βάση το χρόνο έκδοσης των προαναφερομένων τιμολογίων από την ενάγουσα, που αφορούν προμήθεια οστομικών υλικών για τις ανάγκες του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., δηλαδή αφορούν συμβάσεις που εκτελέστηκαν πριν από την 31/12/2014, οι δαπάνες αυτές επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., από τον οποίο εξακολουθούσε και μετά την έκδοση του Ν. 4238/2014 να διενεργείται η ενταλματοποίηση και να εκτελούνται σε βάρος του. Ενόψει αυτών, η ενάγουσα, με την κρινόμενη αγωγή, μη νομίμως στράφηκε αναφορικά με τις απορρέουσες από τα εν λόγω τιμολόγια αξιώσεις της κατά της 2ης Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου, η οποία δεν νομιμοποιείται παθητικά, όπως βασίμως προβάλλει με το έγγραφο των προτάσεών της και η αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται κατ' αυτής, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Περαιτέρω , ναι μεν κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίσης αγωγής (9/03/2017) ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. ήταν υπόχρεος για την ικανοποίηση των εν λόγω αξιώσεων, όμως, ενόψει του ότι, βάσει της παραγράφου 4 του άρθρου 52 του Ν. 4430/2016, όπως αντικαταστάθηκε από το Ν. 4486/2017, μετά τις 30/06/2017, οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. που προέρχονται από Φ.Κ.Α. (φορείς κοινωνικής ασφάλισης), των οποίων οι κλάδοι υγείας εντάχθηκαν στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ, μεταφέρονται, παρακολουθούνται και βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Ε.Φ.Κ.Α., ο οποίος, πλέον, νομιμοποιείται παθητικά σε σχετικές με τις υποχρεώσεις αυτές δίκες, εν προκειμένω, εφόσον οι αξιώσεις της ενάγουσας αφορούν ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., δηλαδή φορέα κοινωνικής ασφάλισης, ο κλάδος υγείας του οποίου είχε ενταχθεί στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., νομιμοποιείται παθητικά ο Ε.Φ.Κ.Α. και όχι ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ., ο οποίος, επίσης δεν νομιμοποιείται παθητικά, όπως βάσιμα και ο ίδιος προβάλλει με το έγγραφο των προτάσεών του και η αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται κατ' αυτού, θα πρέπει επίσης να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Οι ανωτέρω συμβάσεις πώλησης, για τις οποίες δεν προηγήθηκε η σύναψη δημόσιας σύμβασης προμήθειας κατά τον τύπο και τη διαδικασία του Π.Δ. 394/1996 (Κανονισμός Προμηθειών του Δημοσίου), κατά τα σχετικώς αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι άκυρες. Κατά την εξοικονομηθείσα λόγω της ακυρότητας των ένδικων συμβάσεων ως άνω δαπάνη, δηλαδή κατά το ανωτέρω ποσό των 150.793,22 ευρώ, ωφελήθηκε το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., το οποίο κατέστη, με τον τρόπο αυτό, αδικαιολογήτως και χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερο σε βάρος της ενάγουσας. Επομένως, ανακύπτει κατ' άρθρο 904 του Α.Κ. υποχρέωση του πρώτου εναγομένου, οιονεί καθολικού διαδόχου του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., να αποδώσει την εν λόγω ωφέλεια στην αντιστοίχως ζημιωθείσα ενάγουσα. Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί το πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 150.793,22 ευρώ με το νόμιμο τόκο σε ποσοστό 6 % από την επίδοση της από 02/11/2007 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ... αγωγής ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου, δηλαδή από 08/11/2007 και μέχρι την πλήρη?εξόφληση.
Συνεπώς στην κρινόμενη υπόθεση, που συζητήθηκε πρωτοδίκως την 18-4-2018, ο Ε.Φ.Κ.Α. παρίσταται και συνεχίζει τη δίκη, ως καθολικός διάδοχος του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ. και μόνο αυτός ευθύνεται σε καταβολή της ένδικης οφειλής για την περίπτωση που αναγνωρισθεί ως βάσιμη η αξίωση της ενάγουσας, διότι σε βάρος του θα εκτελεσθεί η απόφαση, ως υπόχρεος διάδικος νομιμοποιείται να υποκατασταθεί στη θέση του εναγόμενου ΕΟΠΥΥ., ο οποίος μετά την 1-1-2015 δεν νομιμοποιείται να παρίσταται και να συνεχίζει τις δίκες που σχετίζονται με τις μονάδες παροχής υπηρεσιών υγείας που μεταφέρθηκαν πλέον στις ΔΥΠΕ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε τα ίδια και δέχθηκε ότι νομιμοποιείται παθητικά το εκκαλούν νπδδ ΕΦΚΑ στην προκειμένη υπόθεση και όχι η 2η ΔΥΠΕ και ο Ε.Ο.Π.Π.Υ, ορθά τις ανωτέρω διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε". Με βάση τις ανωτέρω αιτιολογίες, και τις προαναφερθείσες αιτιολογίες, με τις οποίες απορρίφθηκε και ο πρώτος λόγος έφεσης του e-ΕΦΚΑ, το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που κρίνοντας ομοίως είχε απορρίψει ως απαράδεκτη την αγωγή ως προς το δεύτερο και το τρίτο των εναγομένων λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης αυτών.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 52 παρ. 4 του ν. 4430/2016, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 97 περ. 1α του Ν. 4486/2017, και την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 13 του Ν. 4578/2018, τις οποίες ορθά δεν εφάρμοσε, διότι δεν συνέτρεχαν οι όροι και οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους. Και τούτο διότι, εφόσον, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η αναιρεσείουσα είχε ληξιπρόθεσμη απαίτηση κατά του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ποσού 150.723, 22 ευρώ με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, από τις αναφερόμενες στην πρωτοβάθμια απόφαση(αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν εξέτασε το σκέλος αυτό της πρωτοβάθμιας απόφασης γιατί δεν προσβλήθηκε με τις εφέσεις) άκυρες συμβάσεις πώλησης οστομικού υλικού στο ΙΚΑ, οι οποίες συνάφθηκαν και εκτελέστηκαν από 22-1-2024 έως 27-7-2024 και δεν είχαν εξοφληθεί μέχρι τις 30-6-2017, τόσο από το ΙΚΑ, όσο και από τον οιονεί καθολικό διάδοχό του εναγόμενο ΕΟΠΥΥ, στον οποίο μεταβιβάστηκαν οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του κλάδου υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, και παρέμειναν σε αυτόν και μετά το Ν. 4238/2014, αφού δεν μεταβιβάστηκαν στις Δ.Υ.Πε., νομιμοποιείται παθητικά στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, μόνον το πρώτο αναιρεσίβλητο νομικό πρόσωπο (e-ΕΦΚΑ), στον οποίο οι υποχρεώσεις αυτές μεταφέρθηκαν και βαρύνουν τον προϋπολογισμό του, χωρίς να παύσει μεταγενέστερα η νομιμοποίηση αυτού, δυνάμει του άρθρου 13 του Ν. 4578/2018, δεδομένου ότι η σχετική ρύθμιση δεν αφορά στις ανωτέρω ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις κατά του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που μεταβιβάστηκαν στον ΕΟΠΥΥ και κατά το άρθρο 52 παρ. 4 του Ν. 4430/2016, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 97 παρ. 1α του Ν. 4486/2017, μεταφέρονται, παρακολουθούνται και βαρύνουν τον προϋπολογισμό του ΕΦΚΑ, αλλά εκείνες τις εκκρεμείς δίκες που έχουν ως αντικείμενο τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης πρώην ΟΠΑΔ, πρώην Οίκος Ναύτου, πρώην ΤΑΥΤΕΚΩ, οι οποίες εντάχθηκαν μεν στον ΕΟΠΥΥ, αλλά δεν μεταφέρθηκαν μετά τις 30-6-2017 προς εξόφληση στο ΕΦΚΑ, γιατί εξαιρέθηκαν ρητά, και ως εκ τούτου εξακολουθούν να παρακολουθούνται από τον ΕΟΠΥΥ και να βαρύνουν τον προϋπολογισμό του. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης και ο μοναδικός πρόσθετος λόγος αναίρεσης, εξεταζόμενοι ως σύνολο, με τους οποίους η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ανωτέρω πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι.
Κατόπιν τούτου, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και ο πρόσθετος λόγος αυτής, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να συμψηφιστούν ολικά τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, γιατί η ερμηνεία των ανωτέρω κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -
Απορρίπτει την από 16-11-2022 αίτηση αναίρεσης και τον από 31-1-2023 πρόσθετο λόγο αυτής της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "...", για αναίρεση της υπ' αριθ. ... απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
-Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
-Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.
-Δέχεται την από 1-12-2022 αίτηση αναίρεσης του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ" (e-ΕΦΚΑ).
-Αναιρεί την υπ' αριθ. ... απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
-Κρατεί και δικάζει την από 19-3-2021 έφεση του αναιρεσείοντος-πρώτου εναγομένου.
-Δέχεται την έφεση.
-Εξαφανίζει την εκκαλουμένη ... απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
-Δέχεται την από 9-3-2017 αγωγή της αναιρεσίβλητης ως προς το μέρος αυτό.
-Υποχρεώνει το αναιρεσείον - πρώτο εναγόμενο ΝΠΔΔ, να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη- ενάγουσα, το επιδικασθέν (με την ως άνω υπ' αριθ. ... απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά το μη αναιρούμενο μέρος) ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (150.793,22), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση στις 8-11-2007 της 40.140/2007 αγωγής της ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και μέχρι την εξόφληση, με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως για το χρονικό διάστημα έως τις 30-4-2019 και με το επιτόκιο του άρθρου 45 ν. 4607/2019 για το χρονικό διάστημα από 1-5-2019 και εφεξής. Και
-Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου για την αγωγή, τις εφέσεις αυτών και την αίτηση αναίρεσης του πρώτου εναγομένου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Δεκεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Φεβρουαρίου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή